Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΑΓΧΙΒΑΣΙΑ ΤΟΥ
ΗΡΑΚΛΕΙΤΕΙΟΥ ΛΟΓΟΥ
Ῥένος Ἀποστολίδης
(ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ, τ.15)
Ὁ λόγος τῶν θεωρούμενων σάν «αὐθεντικῶν» ρήσεων τοῦ Ἡράκλειτου
γεννάει προβλήματα: δέν εἶναι πάντα τοῦ αὐτοῦ ὕφους - παρά πού ὑποτίθεται πώς παραδίνεται σάν «αὐτούσιος» [καί γι’αὐτό ἄλλωστε
ἡ φιλολογική κριτική τόν «ἀποδέχεται» (ἔστω καί μ’«ἐπιφυλάξεις»)
καί τόν παραθέτει, μετά τούς ἐλέγχους καί τίς ἐπεξεργασίες της,
σά «δικό του», (εἶναι τά Β τοῦ Diels, ὅπου σταθερά παραπέμπω,
ὅπως κι ὅλες οἱ κλασσικές ἐκδόσεις κι ὅλα τά μεγάλα λεξικά,
γιατ’εἶν’ ἡ βασικώτερη κ’ ἡ πιό ἔγκυρη συλλογή Ἀποσπασμάτων τῶν
Προσωκρατικῶν, ἀλλά κ’ ἡ προσιτώτερη στόν ἕλληνα καί τόν μή
ἐξειδικευμένο μελετητή)] —, οὔτ’ ἔχει τούς αὐτούς ρυθμούς (ἀπ’
τούς ὁποίους τεκμαίρονται κυριώτατα οἱ «γνησιότητες» τῶν
κειμένων), οὔτε σταθερή γεύση, οὔτε τό λεξιλόγιο πάντα τό ἴδιο
εὖρος κ’ οἱ σημασίες ἤ ἀποχρώσεις τους τίς ἴδιες κλίμακες, οὔτ’
οἱ συντάξεις πείθουν πώς ἀπ’ τόν ἴδιον ἐκφραστικό αὐτοματισμό
τοῦ αὐτοῦ προσώπου παράγονται, καί ἐν γένει, ἄσχετα καί μ’ ὅποια
«καθαρά φιλολογική» βάσανο, ὁ προσωπικά ἔμπειρος τῶν δομών καί
τῶν ποιοτήτων τῆς Ἑλληνικῆς, σ’ ὅλο της τό βάθος καί τό
διαχρονικό πλάτος, μάλιστα μέ ειδικά ἀνεπτυγμένη δημιουργική
διαίσθηση, πού πιάνει ἄμεσα τίς ὀργανικές ἐκεῖνες ὑφές τοῦ
λόγου, τίς ταυτοτικές του τροποντινά, δ έ ν βεβαιώνεται — ἤ,
ὁπωσδήποτε: γιά τίς πλεῖστες προσφερόμενες σάν «αὐθεντικές»
ρήσεις — πώς εἶναι πράγματι λόγος τοῦ Σκοτεινοῦ. Ὁλοφάνερα, σέ
πολλές, οἱ χροιές εἶναι τοῦ παραδίδοντος ὑστέρου συγγραφέως ἤ
δοξογράφου, καί μάλιστα ὅταν εἶναι χριστιανός, ὅπου ἡ ἰσχυρή
προπαγανδιστική τάση τοῦ πιστοῦ γιά τήν πίστη του καί τά
δόγματά της, ἡ ἐν πολλοῖς προκρούστεια συμπίεση ὅλων να φανοῦν «ἐπαληθεύοντα»,
«ἐπιβεβαιώνοντα», «προφητεύοντα» κ.λ. γνωστά τῶν φανατισμῶν,
κρυπτοαλλοιώνει τά πᾶν, κρυπτοεκχριστιανίζει ἤ ἀναφανδόν
ἀσύστολα ἐκχριστιανίζει! Ἀνάλογα δέ κ’ οἱ ἄλλοι, ὄχι μόνο οἱ
χριστιανοί: οἱ στωικοί τίς στωικίζουν, οἱ νεοπλατωνικοί τίς
νεοπλατωνίζουν, ἀλλοι τίς διανοητικοποιοῦν κι ἄλλοι τίς
μυστικοποιοῦν ἤ τίς λυρικοποιοῦν, ὅλοι συμμιγνύουν τά σχόλιά
τους, τίς παραβιάζουν νά «ἐπικυροῦν» τίς κρίσεις τους κ.τ.τ., μέ
ἀποτέλεσμα οἱ ρήσεις, κ’ οἱ πιό «αὐθεντικές», ν’ ἀποτελοῦν
ἐλάχιστα ἀσφαλῆ βάση γιά στέρεα «ἀνασύσταση» τῆς «αὐθεντικῆς»
σκέψης τοῦ Ἡράκλειτου- ἔδαφος γεμάτο ἐνέδρες, ὅπου διόλου δέ
φτάνει ὁ ἀποκλειστικά φιλολογικός ὁπλισμός, ὁσοδήποτε «αὐστηρός»
καί «ὑπεύθυνος», μόνος νά τά βγάλη πέρα. Ὁ ἰδιαίτερα φιλοσοφικός
ὁπλισμός, ἐξ ἄλλου, ἐγκυμονεῖ τόν κίνδυνο ὑπέρμετρης «φιλοσοφικοποίησης»
τῶν ρήσεων, ἄν ἐλεύθερος ἀ- φεθῇ νά ἑρμηνεύῃ καί ν’ ἀποδίδῃ, ἐνῶ
άνέμελος κι ἀνυποψίαστος ὁ ἁπλοϊκώτερος λυρικός-ποιητικός,
μάλιστα χωρίς ἄλλο στοχαστικό βάρος, μπορεῖ νά βγάλῃ τον Αἰνικτή
περίπου «ἀφελῆ» καί «ποιητική ψυχή» φτεροκοποῦσα καί χαιρόμενη
τήν τραγουδιστική «ἐλευθερία» τοῦ ἐξωλογικοῦ-διαλεκτικοῦ ἔρωτά
της μέ ἰδέες καί μεταφυσικά «ὁράματα» τοῦ ἀπομυστικοποιοῦ καί
ἀποκαθηλωτικοῦ (τῶν παλιῶν αὐστηρῶν θεῶν καί τῶν μυθολογιῶν)
καιροῦ της. Ὅλ’ αὐτά, καί ἄλλα, εἶναι δυνατά πράγματι, μέ
τέτοια ἐπισφαλῆ βάση: ρήσεις παραδομένες ἀπό διαφορώτατους,
λογῆς-λογῆς νοοτροπιῶν καί ψυχοσυνθέσεων, πιστούς ποικιλώτατων
ἰδεῶν καί δογμάτων, φανατικούς καί μυστικοπαθεῖς κάθε εἴδους,
ἄλλους ἀττικίζοντες κι ἄλλους ἑβραΐζοντες ἤ ἀνατολίζοντες ἤ
ἐρωτοτροποῦντες μέ κάθε σχισματικῆς ἐπίνευσης αἱρέσεις τοῦ
ἰουδαιοχριστιανισμοῦ τῶν πρώτων αἰώνων, ἄλλους ἐπισείοντες καθ’
ὅλων τό ἡρακλείτειο κεραυνικό ἐκεῖνο πῦρ, πού ἐπελθόν κρίνει καί
καταλήψεται τά πάντα (Β 64-6, Dι 65,1-7) — κρῖναι ζῶντας καί
νεκρούς δηλαδή! — σέ τραγελαφική ἔτσι ἐφεσοχριστιανοεβραϊκώτατη
βιβλική Βαβέλ ἤ κόλαση...