Γιατί
η
Ελλάδα*
;
Jacqueline
de Romilly
…Κατ’ αρχήν κινδυνεύουμε να
ξεχάσουμε ότι ο άνθρωπος που εξύμνησαν οι Έλληνες ήταν ένας
ολοκληρωμένος άνθρωπος. Αγαπούσε τη ζωή και τις γιορτές, τα
συμπόσια, τον έρωτα, τη δόξα. Μερικοί συγγραφείς μίλησαν γι’
αυτό περισσότερο από άλλους: όπως ο Ησίοδος, οι λυρικοί, ο
Αριστοφάνης. Από τον Όμηρο όμως ως τα χορικά των τραγωδιών, αυτή
η πλευρά δεν λείπει ποτέ. Πρέπει να το θυμίσουμε έντονα -διότι
κατ’ αρχήν αυτό είναι η εκπληκτική γοητεία της ελληνικής
λογοτεχνίας, ύστερα διότι μια τέτοια αγάπη για τη ζωή ανυψώνει
περισσότερο το τίμημα του πάθους για να την εννοήσουμε, να την
κατακτήσουμε και να υψωθούμε από τα συγκεκριμένα αυτά θέλγητρα
προς μία σκέψη αρμονική προς αυτά. Η μίξη αυτών των δύο καθιστά
την Ελλάδα μοναδική.
Επιπλέον, ακόμα και αν αποκαταστήσουμε αυτή τη διάσταση - που
ηθελημένα αφήσαμε κατά μέρος σε μία μελέτη αφιερωμένη σε ένα
μόνο θέμα - διακινδυνεύουμε πάλι να ξεχάσουμε ότι η ανάλυση που
περιέχεται στα κείμενα αντιπροσωπεύει μία μόνο όψη της ελληνικής
κουλτούρας και του ελληνικού πολιτισμού.
Βεβαίως, η άποψη αυτή είναι η πιο αυθεντική. Διότι κανένας άλλος
πολιτισμός δεν είχε τόσο πάθος για την τέχνη του λόγου, της
απόδειξης και της ανάλυσης: και αυτό, χωρίς αμφιβολία,
παραμένει το πιο αξιοσημείωτο γεγονός του ελληνισμού. Η
επιδίωξη όμως της καθολικότητας που μαρτυρούν τα κείμενα, αν
είναι τόσο χαρακτηριστική, θα πρέπει να ξαναβρεθεί επίσης στην
τέχνη, στη θρησκεία, στη ζωή και στα ήθη.
Θα χρειάζονταν ακόμη πολλά βιβλία για να αποδειχθεί ότι έτσι
είναι, αν χρησιμοποιήσουμε αναλύσεις πιο αόριστες από αυτές που
προσφέρουν τα κείμενα: μόνο τα κείμενα μας δείχνουν αυτό που
έχουν να πουν χωρίς διφορούμενα. Και όμως μπορούμε να θυμίσουμε
ότι, ως προς την τέχνη και τη θρησκεία, έχουν δοθεί σύντομες
ενδείξεις όταν το απαιτούσε η ανάπτυξη του θέματος. Και
επιβεβαιώνουν το αποτέλεσμα της έρευνας που έγινε εδώ.
Η ελληνική τέχνη είναι κατ’ αρχήν ιδιαίτερα ανθρώπινη. Αρκεί να
σκεφτούμε την Αίγυπτο ή την Ινδία για να μετρήσουμε τη διαφορά.
Ακόμα και όταν παριστάνει γίγαντες και τέρατα, πλησιάζει όλο και
περισσότερο την ανθρώπινη μορφή. Στις μάχες μεταξύ θεών και
γιγάντων μόλις διακρίνουμε τους μεν από τους δε: όλοι μοιάζουν
με ανθρώπους (όπως στο διάζωμα του θησαυρού των Σιφνίων στους
Δελφούς). Και όταν ένας θεός και ένας άνθρωπος βρίσκονται ο ένας
απέναντι στον άλλον, μόλις διακρίνουμε αν ο θεός είναι
μεγαλύτερος από τον άνθρωπο: όπως στο διάζωμα του θησαυρού των
Αθηναίων, πάντα στους Δελφούς. Η σκέψη μας πηγαίνει στις σχέσεις
που έχουν οι ήρωες και οι θεοί στον Όμηρο...
Εξάλλου, η απεικόνιση ανθρώπινων μορφών, ιδιαίτερα κατά την
αρχαϊκή εποχή, περιβάλλεται -όπως είδαμε- από μια γενίκευση και
από μια συγκράτηση που αποκλείουν τα ατομικά χαρακτηριστικά και
τα τονισμένα συναισθήματα. Αν αυτό συμβαίνει από έλλειψη πείρας
ή από συνειδητή επιθυμία, δεν έχει σημασία: τα αγάλματα που μας
υποδέχονται στα μουσεία έχουν την αγέρωχη περίσκεψη του
εξωπραγματικού και μας συγκινούν πολύ περισσότερο.
Τέλος, ο ελληνικός ναός είναι από μόνος του ένα μνημείο με
απέριττες γραμμές, στο οποίο η γλυπτική κατέχει μια πολύ
οριοθετημένη θέση. Βρίσκεται στα μέτρα του ανθρώπου. Δεν έχει
ούτε την έπαρση των πυραμίδων ούτε την πληθώρα των γλυπτών του
Ανγκόρ*. Είναι ίσως η ιδέα, παραπλανητική από πρώτη άποψη, που
εκφράζει ο Περικλής στο Θουκυδίδη όταν δηλώνει: «Φιλοκαλούμεν
γαρ μετ’ ευτελείας»...
*
Από το βιβλίο της
Jacqueline
de
Romilly
«ΓΙΑΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ;», (Συμπεράσματα, το άνοιγμα προς τους
άλλους), εκδ. «ΤΟ ΑΣΤΥ», Αθήνα 1993