Σχολιάζει ο αρχαίος σχολιαστής: «αἰδοίους τούς οἰκέτας (= υπηρέτας) λέγει, διά τό ἀξίους εἶναι αἰδοῦς» («αιδοίος» γενικώς είναι ο σεβαστός, ο άξιος προστασίας). Ο στίχος αυτός φανερώνει την ελληνική αντίληψι περί δούλων. Είναι γνωστό βεβαίως ότι οι αρχαίες κοινωνίες υπήρξαν δουλοκτητικές. Ο νικημένος εχθρός εγίνετο δούλος του νικητού και παρέμενε εις την υπηρεσίαν του, εκτός εάν οι συγγενείς του τον απελευθέρωναν καταβάλλοντες λύτρα. «Στρατόπεδα συγκεντρώσεως» και «φυλακές» δεν υπήρχαν. Ο δορυάλωτος εχθρός δεν ήτο δυνατόν να αφεθή ελεύθερος, αφού) κατά την αναμέτρησι με τον αντίπαλο (σύμφωνα πάντοτε με τα ελληνικά ιδεώδη) δεν ενίκησε αλλά ούτε έπεσε μαχόμενος («ἤ τάν ἤ ἐπί τᾶς»). Παρεδόθη, ανεδείχθη ήσσων, ἥττων (κατώτερος, ολιγώτερος), δηλαδή ἡττήθη.
Γι’ αυτό στην αρχαία ελληνική γλώσσα η λέξις «δουλέμπορος» δεν υπάρχει. Δουλεμπορικά πλοία και δουλεμπορικά πρακτορεία είναι πολύ μεταγενέστερα, νεώτερα κατασκευάσματα, ενώ υποτίθεται ότι ο θεσμός της δουλείας έχει πλέον εκλείψει. Οί καθηγηταί HANSON και HEATH, στο βιβλίο τους «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο» (έκδ. ΚΑΚΤΟΣ) σημειώνουν ενδεικτικά οτι ό Αριστοτέλης θα έλεγε «ότι οι Αμερικανοί έθεσαν εκτός νόμου τη δουλεία μόνο και μόνο για να μεταχειρίζονται εκατομμύρια ελευθέρων ανθρώπων χειρότερα από δούλους» (σελ. 173). Ο Πλάτων στους ΝΟΜΟΥΣ συνιστά αφ ενός να μην ύποδουλώνωνται Έλληνες, αφ ετέρου να γίνεται καλή μεταχείρισις των δούλων. Και πράγματι, στην Ελλάδα συνέβαινε αυτό ακριβώς. «Δούλοι» και «κύριοι» ζούσαν αρμονικά, συνδεόμενοι με στοργή, φροντίδα, συμπάθεια, οικειότητα, όπως γίνεται ολοφάνερο, και πάλι μέσα από τους στίχους του Ομήρου. Όταν λ.χ. ό Τηλέμαχος γυρίζει από το ταξίδι του στην Σπάρτη, οι «δούλες» τρέχουν και τον φιλούν με αγάπη στην κεφαλή και στους ώμους («κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε και ὤμους».) Ό Τηλέμαχος προσφωνεί τον δούλο χοιροβοσκό «ἄττα» (=πατερούλη, παππούλη), η Πηνελόπη προσφωνεί με σεβασμό την ταμία (=οικονόμο) Ευρυνόμη «Μαία» (=σεβαστή μητέρα), οι δε δούλοι απευθύνονται προς τους κυρίους τους καλώντας τους με το όνομα τους. Ο Ετεωνεύς π.χ. ο δούλος του Μενελάου: «ώ Μενέλαε» (δ. 26). Ή δούλη του Έκτορος στον Έκτορα: «Έκτορ»(Ζ,382)κ.ο.κ. Γι’ αυτό και ο ιστορικός Κορδάτος παραδέχεται: «Οι δούλοι δεν είναι σκλάβοι με την πραγματική σημασία τής λέξης. Είναι παραγυιοί και ψυχογυιοί του αρχηγού της οικογενείας. Το ίδιο και οι σκλάβες, είναι ψυχοκόρες και παραδουλεύτρες, γιατί δε ν έχουν ακόμα ωριμάσει οι αντικειμενικοί όροι, ώστε από την εργασία τους να βγαίνη χρήσιμη υπεραξία. Η εργασία γίνεται από κοινού από όλα τα μέλη του γένους. Ακόμα και οι βασιλείς και οι άνακτες δουλεύουν. Ο Οδυσσεύς φτιάνει μόνος του το κρεββάτι του. Ο Τηλέμαχος καταπιάνεται με δουλειές του χεριού. Η Ναυσικά πλένει τα ρούχα της μαζί με τις δούλες στο ποτάμι. Το ίδιο γίνεται και στα αμπέλια και στα χωράφια. Κι’ εκεί πηγαίνουν όλοι μαζί και δουλεύουν. Δεν υπάρχουν αφέντες και εργάτες... » Στην αρχαίαν Ελλάδα οι δούλοι εκτελούσαν χρέη θυρωρού, μαγείρου, παιδαγωγού, αγροκαλλιεργητού, βοσκού. Οι θεραπαινίδες ησχολούντο με τα οικιακά. Υπήρχαν επίσης οι δημόσιοι δούλοι οι όποιοι εκτελούσαν χρέη οδοκαθαριστού, αστυνομικού, κλητήρος της Βουλής και του Δικαστηρίου, αλλά και χρέη δημίου, επειδή ουδείς ελεύθερος πολίτης εδέχετο να γίνη δήμιος ή, έστω, να αστυνόμευση. Οι σκληρότερα εργαζόμενοι δημόσιοι δούλοι ήσαν οι απασχολούμενοι στους μύλους και στα μεταλλεία του Λαυρίου. Συνήθως έστελναν εκεί τους ανέντιμους και κάκου χαρακτήρας δούλους, ως τιμωρία. (Πρβλ. τα μεταγενέστερα «καταναγκαστικά έργα».) Οι Έλληνες, φορείς υψηλού πολιτισμού και παιδείας, συμπεριεφέρθησαν πάντοτε εις τους δούλους με τρόπο ανθρωπιστικό: «Κἄν δοῦλος ᾗ τις, οὐδέν ἧττον ἄνθρωπος οὗτος ἐστίν...» (Φιλήμων) «Κἀν δοῦλος ᾗ τις, σάρκα τήν αὐτήν ἔχει· φύσει γάρ οὐδείς δοῦλος ἐγεννήθη ποτέ, ἡ δ' αὖ τύχη τό σῶμα κατεδουλώσατο.» Ο κακομεταχειριζόμενος δούλος είχε την δυνατότητα να καταφύγη ως ικέτης στους βωμούς των ιερών ναών, κατά προτίμησιν στον βωμό των Ερινυών ή του Θησέως, οπότε ο κύριος του υπεχρεούτο να τον μεταπώληση. Ο νόμος επροστάτευε τον δούλο όπως ακριβώς και τον ελεύθερο άνθρωπο εναντίον των βιαιοπραγιών. Παραχωρούσε μάλιστα στον δούλο και ένα «συνήγορο» για κάθε άμφισβήτησι σχετικώς με την περίπτωσι απελευθερώσεως του. «Ἀθηναῖοι δέ καί τῆς τῶν δούλων προνοοῦντες τύχης, ἐνομοθέτησαν καί ὑπέρ δούλων γραφάς ὕβρεως εἶναι». Ο Ξενοφών παρατηρεί ότι «οἱ Ἀθηναῖοι ἐποίησαν ἰσηγορίαν τοῖς δούλοις» προς τους ελευθέρους. Και ό Δημοσθένης («κατά Μειδίου») τονίζει: «47 Ἐάν τίς ὑβρίζῃ εἰς τινα, ἤ παῖδα ἤ γυναῖκα ἤ ἄνδρα, τῶν ἐλευθέρων ἤ τῶν δούλων, ἤ παράνομόν τι ποιήσῃ εἰς τούτων τινά, γραφέσθω πρός τούς θεσμοθέτας, ὁ βουλόμενος Ἀθηναίων... 48 Ἀκούετε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναοι, τοῦ νόμου τῆς φιλανθρωπίας, ὅς οὐδέ τούς δούλους ὑβρίζεσθαι ἀξιοῖ· τί οὖν πρός θεῶν; εἴ τις εἰς τούς βαρβάρους ἐνεγκών τόν νόμον τοῦτον, παρ' ὧν τά ἀνδράποδα εἰς τούς Ἕλληνας κομίζεται, ἐπαινῶν ὑμᾶς καί διεξιών περί τῆς πόλεως εἴποι πρός αὐτούς ὅτι 49 εἰσίν Ἕλληνες τίνες ἄνθρωποι οὕτως ἥμεροι καί φιλάνθρωποι τούς τρόπους ὥστε (πολλά ὑφ ὑμῶν ἠδικημένοι, καί φύσει τῆς πρός ὑμᾶς ἔχθρας αὐτοῖς ὑπαρχούσης πατρικῆς) ὅμως οὐδέ τούτους ὑβρίζειν ἀξιοῦσιν, ἀλλά νόμον δημοσίᾳ τόν ταῦτα κωλύσοντα τέθεινται, καί πολλούς ἤδη παραβάντας τόν νόμον τοῦτον, ἐζημιώκασιν θανάτῳ». Ο Ευριπίδης δεν αμελεί να το υπενθύμιση ποιητικά: «Νόμος τοῖς τ' ἐλευθέροις ἴσος καί τοῖς δούλοις» (Εκάβη 291). Ο Αριστοτέλης υποδεικνύει (Οίκονομ. 1344) : «...δεῖ πρῶτον δούλους παρασκευάζεσθαι σπουδαίους. Δούλων δέ εἴδη δύο, ἐπίτροπος καί ἐργάτης. Ὁμιλία δέ πρός δούλους, ὡς μήτε ὑβρίζειν ἐᾶν μήτε ἀνιέναι. Καί τοῖς μεν ἐλευθεριωτέροις τιμῆς μεταδιδόναι, τοῖς δ' ἐργάταις τροφῆς πλῆθος...» και καταλήγει:«Χρή δέ καί τέλος ὡρίσθαι πᾶσι. Δίκαιον γάρ καί συμφέρον, την ἐλευθερίαν κεῖσθαι ἆθλον». [τέλος: Η λ. τέλος, εκτός από πέρας, όριον, τέκμαρ, λοίσθημα, σημαίνει και σκοπός, προσφορά, αξία. Έτυμολογεϊται εκ του τλάω-ῷ]. Οι χρηματικές οικονομίες ενός δούλου άνηκαν εις τον κύριόν του αλλά εκείνος, συνήθως, του επέτρεπε να τις διαθέτη όπως ήθελε.
Η περίπτωσις αυτή επεξηγεί το πώς μερικοί δούλοι με προσόντα έφθασαν να κατακτήσουν αξιοζήλευτες θέσεις στην κοινωνία της εποχής τους. Η Επιγραφή της Γόρτυνος (Κρήτη) αναφέρει ότι ο δούλος ημπορούσε να έχη ζώα δικά του και διάφορα περιουσιακά στοιχεία, έστω και περιωρισμένα. Ο χοιροβοσκός Εύμαιος, απευθυνόμενος στον «κύριό του» τον Τηλέμαχο λέει... «δῖος ὑφορβός... Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: ὦ φίλε, ἐγώ μέν ἄπειμι, φυλάξων σόν καί ἐμόν βίοτον». (ρ. 593) = Πάω να φυλάξω το δικό σου και το δικό μου βίος. Επί πλέον, όπως γράφει και ο Γ. Μιστριώτης (Έλλην. Γραμμ.Α18), «Οι Έλληνες ήσαν φιλάνθρωποι προς τους δούλους και δεν απέκλειαν τούτους της παιδεύ-σεως ...δούλοι εξήρθησαν μέχρι της φιλοσοφίας...Μένιππος, Επίκτητος κ.α. Ο Μένιππος έγραψε «Περί των διαπρεψάντων εν παιδεία δούλων». Οι Ελληνικοί νόμοι απηγόρευαν επίσης την κατά αυτοδικίαν παρακράτησιν δούλου. Σε περίπτωσι αμφιβολίας για το αν κάποιος είναι ελεύθερος ή δούλος, τεκμαίρεται ότι είναι ελεύθερος. Προβλέπονται επίσης ποινές για τους βιαστάς δούλων (βλ. Επιγραφή της Γόρτυνος, Έκδ. Έλ. Σκέψη). Ο Ιπποκράτης εις τον Όρκον του τονίζει: «...ἐκτός ὤν πάσης ἀδικίας...ἐπί σωμάτων ...ἐλευθέρων τε καί δούλων...»
Η αρχαία οικογένεια υπεδέχετο και έκανε δεκτούς τους νέους δούλους με μία θρησκευτική τελετή. Τους έβαζαν να καθίσουν εις την εστίαν της οικίας (πρβλ. τις ονομασίες «οἰκέτης», «οἰκεύς», «μάμμος» (=παππούς), «σηκίς», «ἑρκίτης», «παῖς», «παιδίσκη») και η δέσποινα του οίκου άπλωνε επί της κεφαλής τους σύκα, καρύδια και μέλι. Συγχρόνως τους εδίδετο και όνομα. Ο δούλος εις το εξής αποτελούσε μέλος της οικογενείας. Συμμετείχε στις προσευχές, στις θρησκευτικές εορτές και εθάπτετο εις τον οικογενειακόν τάφον. Διαβάζουμε στους «Παπύρους επιλογής» (Έκδ. LOEB): «...ὅπως τό τοῦ -δούλου - σῶμα τύχη τῆς δεούσης περιστολῆς καί καταθέσεως... » Ο Γ. Βουλόδημος (Περί Ιδ. Βίου Αρχ. Ελλ.-Οδησσός 1875) γράφει: « Η τοιαύτη ελευθερία και άνεσις των δούλων, ως υπό του Αριστοτέλους καλείται, ην συνέπεια της ηπιωτέρας αττικής νομοθεσίας, ήτις παρείχε τω δούλω πλείονα προστασίαν και ευρύτερον στάδιον ενεργείας ή αλλαχού, ώστε σχεδόν και τα χαρακτηριστικά του ελευθέρου ανδρός, ή παρρησία και ισηγορία απεδίδοντο αυτοίς.
Τοιούτον ην το έθος του δέχεσθαι τους νεωνήτους δούλους δι’ αστείας καταχύσεως μίγματος εκ διαφόρων εδεσμάτων και τρωγαλίων, ατινα εκαλούντο καταχύσματα, και άτινα όντα εν χρήσει και κατ’ άλλας ιερωτέρας τελετάς της οικογενείας, οίον κατά την υποδοχήν νύμφης, ήσαν η ζώσα έκφρασις της ευγενούς φιλανθρωπίας ήτις εθεώρει τον δούλον ουχί μόνον ως οικέτην, αλλά και ως σύντροφον και ομοτράπεζον. Έτι δε και εν ταις θρησκευτικαίς τελεταίς, και ο δούλος μετείχε των θυσιών και εορτών του οίκου. Πάντες οι εν ταις θυσίαις παριστάμενοι ερραντίζοντο και εκαθαίροντο δι’ ύδατος, λαμβανομένου εκ του βωμού∙ τούτο ήσαν οι χέρνιβες... διο και παρ Αισχύλω καλούνται οι δούλοι χερνίβων κοινωνοί. Εν εορταίς δε οι δούλοι ουχί μόνον ελάμβαναν ανακούφισιν της καταστάσεως αυτών, αλλά και ισοτιμίας μετά των δεσποτών απήλαυον...συμπεριελαμβάνοντο και αυτοί εν τη γενική αναπαύσει και ευθυμία. Πολλαχού δε υπήρχον εορταί, καθ’ ας εχορηγείτο τοις δούλοις ελευθερία και ραστώνη...Τοιαύτα ήσαν τα εν Κρήτη Έρμαια, εν οις ευωχουμένων των οικετών οι δεσπόται υπηρετούν προς τας διακονίας- τοιούτο τι συνέβαινε και εν Τροιζήνι κατά τον μήνα Γεραίστιον, οτε εγίνετο πανήγυρις πολλών ήμερων, ως εν μια οι δούλοι μετά των πολιτών κοινή ηστραγάλιζον, και οι κύριοι τους δούλους ειστίων∙ τοιαύτα ήσαν και τα παρά τοις Θεσσαλοίς Πελώρια, εορτή προς τον Δία τον Πέλωρον, εις ανάμνησιν της ευωχίας και εορτής της λαβούσης χωράν επί τη αγαθή αγγελία της εκ σεισμού διαρρήξεως των Τεμπών και της ανακύψεως των μεγάλων θεσσαλικών πεδιάδων...» (Άρα, αρχαιότατος ο προς τους δούλους σεβασμός, η οικειότης και η συμπάθεια). Και συνεχίζει: «Διό οι Θεσσαλοί, ως απομίμημα της τότε γενομένης εορτής, θύοντες Διί Πελώρω και τράπεζας κοσμούντες, ούτως φιλάνθρωπον συνετέλουν την πανήγυριν, ώστε παρελάμβανον και τους ξένους άπαντας και τους δεσμώτας έλυον, και τους οικέτας κατακλίναντες, ειστίων μετά πάσης παρρησίας και διηκόνουν αυτοίς οι δεσπόται» Και καταλήγει: «Η κατάστασις των παρ’ Έλλησι δούλων ην ήττον καταπιεστική και μάλλον άνετος ή των παρά Ρωμαίοις... Θανατική ποινή, και επί δούλων, ώφειλεν εφαρμόζεσθαι μόνον δια δικαστικής αποφάσεως, και ενταύθα το ελληνικόν έθος και δίκαιον διέφερε του παρά Ρωμαίοις, παρ’ οις ο κύριος κατά το δοκούν επέβαλλε τω δούλω την θανατικήν ποινήν. Ούτως αναγινώσκομεν παρ’ Αντιφώντι ότι «οὐδέ οἱ τούς δεσπότας ἀποκτείναντες, ἐάν ἐπ' αὐτοφώρῳ ληφθῶσιν, οὐδ' οὗτοι θνήσκουσιν ὑπ' αὐτῶν τῶν προσηκόντων, ἀλλά παραδιδόασιν αὐτούς τῇ ἀρχῇ κατά νόμους πατρίους, καί ἡ ψῆφος ἴσον δύναται τῷ δουλον ἀποκτείναντι καί τῷ ἐλεύθερον».
Ο δεσποτισμός των Ρωμαίων προς τους δούλους ήγγιζε την σκληρότητα των Ασιατών ηγεμόνων. Και είναι γνωστό ότι ωρισμένοι Ρωμαίοι δεν εδίσταζαν να ρίψουν δούλους σε «κιστέρνες» με ανθρωπόφαγα ψάρια, για να παρακολουθήσουν διασκεδάζοντας ποιος δούλος θα καταβροχθισθή γρηγορώτερα. Είναι δε απίστευτο (αλλ’ όμως αληθινό) ότι εάν κάποια Ρωμαία δέσποινα επλάγιαζε με τον δούλο της, δεν παρεπέμπετο «επί μοιχεία», επειδή ο δούλος δεν εθεωρείτο άνθρωπος αλλά απλώς res (= πράγμα, αντικείμενον). Γενικώς, στην αρχαία Ρώμη η ζωή των δούλων ήταν χειρότερη και από των κατοικίδιων ζώων. Ο ειδικός επί του θέματος μελετητής Τζόες Σμίθ (UTOPIA τ. 113), μεταξύ των άλλων γράφει ότι στην Ρώμη, «Οι δούλοι εθεωρούντο πράγματα, «RES». Oι δούλοι ήσαν αχθοφόρο ζώα, κατάλληλα για κάθε χρήσι. Οι πηγές ανεφοδιασμού σε δούλους ήσαν πολλές, με κοινό χαρακτηριστικό την βία και την καταπίεσι. Χωρίς ενδοιασμούς οι Ρωμαίοι της αρχαϊκής περιόδου, στην εποχή της βασιλείας, στις αρχές της Δημοκρατίας, οργάνωναν μεγάλες επιθέσεις εναντίον των γειτόνων τους. Έπιαναν χιλιάδες αιχμαλώτους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά... Από την Αφρική, την Ισπανία, την Ελλάδα, διοχετεύθηκαν στην Ιταλία εκατοντάδες χιλιάδες δούλοι. Στον Ακράγαντα της Σικελίας αιχμαλωτίσθηκαν 250.000 άτομα. Στην Πάνορμο, σημερινό Παλέρμο, 14.000 άτομα... Άλλες πηγές «ανεφοδιασμού» σε δούλους δεν υπάγονταν σε κανένα νόμο, όπως ήταν η πειρατεία. Οι πειράται, αυτοί οι λησταί των θαλασσών, καταπολεμήθηκαν από τους Αθηναίους, τους Ροδίους, και αργότερα από τους Πτολεμαίους. Οι Ρωμαίοι όμως, πού ήσαν στεριανοί, αγνοούσαν την σημασία της θάλασσας, και εγκατέλειψαν την Μεσόγειο στα χέρια των πειρατών. Άλλη πηγή ήταν επίσης το φοβερό ρωμαϊκό έθιμο, πού έδινε στον πατέρα το δικαίωμα ζωής και θανάτου στα παιδιά του. Έτσι πολλά νεογέννητα έμεναν έκθετα, και κατέληγαν δούλοι αυτών πού τα περιμάζευαν. Καμμιά φορά μάλιστα, για να εξοφληθή κάποιο πιεστικό χρέος ο πατέρας πουλούσε το παιδί του, καταδικάζοντας το να γίνη δούλος...VERNA (εκ του ver = Fέαρ, άνοιξις, δηλ. νέος γόνος) ονομαζόταν ο δούλος εκ γενετής.
Όταν, τον 1ον αιώνα, είχε γίνει δύσκολη η προμήθεια δούλων, μεγάλωναν τους μικρούς VERNA όπως τα πουλάρια...Τους διοχέτευαν από ξηράς και θαλάσσης, στις επαρχίες και προς την Ρώμη για να πουληθούν ανάλογα με τους νόμους της προσφοράς και της ζητήσεως. Μετά από εξαντλητικά ταξίδια, κατά τα όποια υπέκυπταν, το ανθρώπινο αυτό υλικό μεταβαλλόταν σε εμπόρευμα, όπως ακριβώς τα εισαγόμενα μπαχαρικά, μεταξωτά, φρούτα, λαχανικά... Κατά κανόνα το δουλεμπόριο ήταν ελεύθερο. Ουσιαστικά, όμως, υπαγόταν σε δύο είδη φορολογίας: To PORTORIUM, δασμό εισαγωγικό και εξαγωγικό, και το VECTIGAL, τέλος πωλήσεως. Στην Ρώμη, η αγορά των δούλων βρισκόταν στην γωνία του Φόρουμ. Εκεί εξέθεταν τους δούλους σε εξέδρες ή σε κλουβιά, σαν τα κοτόπουλα. Ο μεσίτης με ευγλωττία διαλαλούσε ότι ο δούλος πού προσπαθούσε να πούληση, θα ικανοποιούσε απολύτως τον κύριο του: «βλέπετε πόσο λευκό είναι το δέρμα του. Είναι ωραίος . Είναι ένας πολύτιμος υπηρέτης. Καταλαβαίνει αμέσως με ένα βλέμμα... ξέρει αρκετά καλά και ελληνικά».
Η τόσο μεγάλη σκληρότης των Ρωμαίων προς τους δούλους έγινε αίτια πολλών εξεγέρσεων με κυριώτερη αυτή του Έλληνος δούλου Σπάρτακου ο οποίος συνεκρότησε και εξώπλισε στρατό δούλων. Η έξέγερσις του Σπάρτακου συνεκλόνισε τα θεμέλια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και λίγο έλειψε να την κατάλυση. Ενώ οι Αθηναίοι δούλοι, όταν κατά την Μάχη του Μαραθώνος η Αθηναϊκή δημοκρατία τους εμπιστεύθηκε και τους έδωσε όπλα, οι δούλοι αυτοί έπολέμησαν με μεγάλη αυτοθυσία δίπλα στους ελεύθερους Αθηναίους πολίτες: «ἐμαχέσαντο γάρ καί δοῦλοι τότε... ἦν δέ ἄρα καί δήμου δίκαιον βούλευμα, εἰ δή καί Ἀθηναῖοι μετέδοσαν δούλοις δημοσίᾳ ταφῆναι καί τά ὀνόματα ἐγγραφῆναι στήλῃ - δηλοῖ δέ ἀγαθούς σφᾶς ἐν τῷ πολέμῳ γενέσθαι...». Και προ της Ναυμαχίας της Σαλαμίνος, οι Αθηναίοι εφρόντισαν δια την εξασφάλισι και σωτηρία, τόσο των οικογενειών τους, όσο και των δούλων: «...παῖδας δέ καί γυναῖκας καί ἀνδράποδα, σῴζειν ἕκαστον ὡς ἄν δύνηται» (Πλούτ. Θεμιστ. 10). Οι βάρβαροι δυνάσται της Ανατολής και της Αιγύπτου είχαν και αυτοί δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των δούλων τους. Ενδεικτικά περί της θηριωδίας τους είναι τα όσα καταθέτει ο ιστορικός Roberto Bosi: «Όταν ο Γούλεϋ, στα έτη 1927, 1928, άρχισε τις ανασκαφές της Ουρ, στον Ευφράτη, η ανθρωπότης αντίκρυσε έκπληκτη μια εξαιρετική συλλογή θησαυρών. (Όμως): Οι ανακαλύψεις του Γούλεϋ είχαν και την μακάβρια πλευρά τους: πλάι στους σκελετούς των βασιλέων και των βασιλισσών, υπήρχαν και πολυάριθμοι άλλοι σκελετοί. Σ’ έναν τάφο ανευρέθη ολόκληρη η βασιλική φρουρά: σειρές από σκελετούς με χάλκινη περικεφαλαία και την λόγχη στο χέρι. Πλάι σε μία βασίλισσα κοίτονταν εννέα σκελετοί γυναικών. Δύο άμαξες με τους σκελετούς των αμαξηλατών, ήσαν στην είσοδο ενός τάφου, με ζεμένους τους σκελετούς των βοδιών πού τις έσερναν. Η βασίλισσα Σουβάδ, μέσα στον τάφο της, ήταν τριγυρισμένη από όλες τις κυρίες των τιμών. Σε μία γωνιά του τάφου ήταν ο σκελετός ενός αρπιστού, με το μουσικό όργανο στα χέρια του. Επάνω οπό το φέρετρο της βασιλίσσης κοίτονταν δυο σκελετοί ανδρών, πού πιθανόν θανατώθηκαν την τελευταία στιγμή. Τους βασιλείς ακολουθούσαν στον θάνατο όλοι όσοι τους υπηρετούσαν στην ζωή, για να συνεχίσουν να τους υπηρετούν και στον κάτω κόσμο».
Προς σύγκρισιν:
Ο χοιροβοσκός Εύμαιος νοσταλγεί τον απόντα «κύριο» του, τον Οδυσσέα (ξ,62): ἐνδυκέως μέ ἐφίλει... Δηλ. ...μεσ απ’ την ψυχή του με αγαπούσε...και εάν εγύριζε θα μου έδινε «οἶκον τε, κλῆρόν τε, πολυμνήστην τε γυναῖκα» ...Και τώρα πού χάθηκε (ξ, 137) , έδωσε λύπες στους φίλους του και πιο πολύ σ εμένα («ἐμοί δέ μάλιστα»). Όπου κι αν πάω δεν θα βρω τόση φροντίδα, ακόμη κι αν γυρίσω στο πατρικό μου σπίτι, στον πατέρα μου και στην μάνα μου («εἴ κεν πατρός καί μητέρος αὖτις ἵκωμαι οἶκον, ὅθι πρῶτον γενόμην...»). Κατόπιν περιγράφει (ο, 360 κ. εξ.) με πόση στοργή τον έμεγάλωσε μαζί με τα δικά της παιδιά, ως «ψυχογυιό», η μητέρα του Οδυσσέως: «αὐτή μέ θρέφεν, ἅμα Κτιμένη, θυγατέρα», πού ήταν το στερνοπαίδι της... «φίλει δέ με κηρόθι μᾶλλον» (=μ’ αγαπούσε με την καρδιά της, πολύ). Η αφήγησις του χοιροβοσκού διακόπτεται από την ξαφνική εμφάνισι του Τηλεμάχου, που με λαχτάρα και ανησυχία τον περίμεναν να γυρίση από το επικίνδυνο (λόγω επιβουλής των μνηστήρων) ταξίδι του στην Πύλο και Σπάρτη. Και σπεύδει ο Εύμαιος να τον καλωσορίση (π, 10 κ. εξ.): «ὁ δέ, ἀντίος ἦλθεν,... κύσσε δέ μιν (=τον εφίλησε) κεφαλήν καί ἄμφω φάεα (=μάτια) καλά, χεῖράς τε ἀμφοτέρας· θαλερόν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ...» Έκλαψε σαν πατέρας που υποδέχεται το μοναχοπαίδι του όταν γυρνά από την ξενιτιά, μετά από πολλά χρόνια...περιγράφει ο Όμηρος. «Πάντα κύσεν περιφύς»... Και τον φίλησε.. .και τον αγκάλιαζε... Ήλθες Τηλέμαχε, γλυκό μου φως... «Ἦλθες Τηλέμαχε, γλυκερόν φάος»... Β
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ", τεύχος Νοεμβρίου 2002 |
||||||||