ΤΟ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
ΚΑΙ
Ο ΛΟΙΜΟΣ
Το πνευματικό περιβάλλον του Θουκυδίδη
Rosalind Thomas
Ο Θουκυδίδης ήλπιζε ότι το ιστορικό του έργο θα ήταν χρήσιμο για αυτούς
που επιθυμούσαν ‘να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και
εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, από την πλευρά της
ανθρώπινης φύσης (κατά
τό Ἀνθρώπινον), θα είναι όμοια και παραπλήσια’ (1.22.4). Μια
τέτοια δήλωση για την ανθρώπινη φύση ως καθολική σταθερά φέρνει τον
Θουκυδίδη αυτόματα κοντά στο σοφιστικό κίνημα και την εξέλιξη της
ιατρικής στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα. ;Τόσο ο Θουκυδίδης όσο και οι
σοφιστές υπογράμμιζαν το ανθρώπινο στοιχείο και το γενικό, τις σταθερές,
καθώς και τους ευρύτερους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο αισθητός
κόσμος. Τοποθετώντας την ‘ανθρώπινη φύση’ στο κέντρο της ιστορίας με
τόση έμφαση, ο Θουκυδίδης αρνείται επίσης εμμέσως κάθε σκέψη ότι το θείο
διαδραματίζει κάποιον ρόλο είτε στις πράξεις των ατόμων είτε στις
ευρύτερες εξελίξεις της ιστορίας. Το έργο του Θουκυδίδη οφείλει επίσης
πολλά στις τεχνικές της επικής" ποίησης και ίσως και της τραγωδίας,
ενώ πρόσφατα διερευνήθηκε και η σχέση του με τον Πίνδαρο και τον χώρο
της επινίκιας ποίησης.
Ο Θουκυδίδης γνώριζε τις Ιστορίες του Ηροδότου και πολλά θα ήταν δυνατό
να ειπωθούν για το πόσο επηρεάσθηκε από αυτές είτε αμιλλώμενος, είτε
αντιδρώντας σε αυτές.
Ο Ηρόδοτος είχε θεμελιώσει το πρότυπο μιας αφηγηματικής ιστορίας που
περιλάμβανε ευθείς λόγους ως μέσα ανάλυσης των ατομικών χαρακτηριστικών,
των κινήτρων, των ηθικών διδαγμάτων και της σύγκρισης μεταξύ των
συλλογικών χαρακτήρων των πόλεων. Ωστόσο και αυτό μας επαναφέρει στις
τεχνικές επιχειρηματολογίας και πειθούς που αναπτύχθηκαν στο δεύτερο
μισό του 5ου αιώνα. Η εξοικείωση του Ηροδότου με τις νέες τεχνικές
επιχειρηματολογίας και απόδειξης, της αποτελεσματικής χρήσης των
μαρτυριών και των συμπερασμάτων από αυτές τις μαρτυρίες παρουσιάζει
στενή συνάφεια με τις εξελίξεις οι οποίες συνήθως φέρουν τον γενικό
τίτλο ‘σοφιστικό κίνημα’. Οι εξελίξεις αυτές φαίνεται ότι ανήκουν στο
ευρύτερο περιβάλλον του πνευματικού ύφους το οποίο εμφανίζεται τόσο στο
‘επιστημονικό’ έργο ιατρικών συγγραφέων όσο και στην ανάπτυξη της
ρητορικής τέχνης και συχνά και στα δύο.
Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί αυτήν τη γλώσσα και βασίζεται σε αυτήν: λ.χ.
στην εισαγωγή του, όπου τονίζει την προσεκτική συναγωγή συμπερασμάτων
από τεκμήρια και αποδείξεις (1.1) αλλά και στα μεθοδολογικά κεφάλαια
(1.20-22), όπου υποστηρίζει τη συναγωγή συμπερασμάτων από επαληθευμένες
μαρτυρίες για το παρελθόν· τη μέθοδο αυτή την μετουσιώνει, σε αντίθεση
προς τον Ηρόδοτο, σε μια κεντρική επιβλητική δήλωση προθέσεως.
Ο Ηρόδοτος συμμετείχε σε αυτές τις ευρύτερες πνευματικές εξελίξεις όχι
απλώς παθητικά, υιοθετώντας δηλαδή άκριτα διάφορες ιδέες· παρόλο που
αρεσκόταν στη φανερή διαφωνία, είναι πιθανόν ότι έρχεται περισσότερες
φορές σε σιωπηρή αντιπαράθεση και επιδιώκει τη διόρθωση των απόψεων
άλλων από ό, τι είναι συνήθως εμφανές. Τούτο ισχύει περισσότερο για τον
Θουκυδίδη, ο οποίος δεν εμπλέκεται συνήθως σε ανοικτές διαμάχες,
επισημαίνοντας ρητά τους λόγους για τους οποίους κρίνει ότι οι άλλοι
έχουν άδικο. Είναι αλήθεια ότι επικρίνει την άκριτη υιοθέτηση της
παράδοσης στο μεθοδολογικό κεφάλαιό του (1.20-21) και ότι υπογραμμίζει
την ορθότητα της αφήγησής του για τους τυραννοκτόνους στο 6ο βιβλίο
(53-2-60)· ωστόσο, η επίμονη και ρητορικά σεσοφισμένη αντιπαράθεση του
Ηροδότου με τους ‘Ίωνες’ σχετικά με τις θεωρίες για τον Νείλο,
παραδείγματος χάριν (2.20 κ.ε.), είναι ξένη προς το θουκυδίδειο ύφος.
Αυτό το είδος της αντιπαράθεσης φαίνεται ότι ανήκει σε ένα πιο
επιδεικτικό και ρητορικό ύφος, το οποίο ήταν τμήμα του πνευματικού
κλίματος και της επιχειρηματολογίας κατά το δεύτερο ήμισυ του 5ου αιώνα,
ταίριαζε ιδιαιτέρως στις δημόσιες παραδόσεις και είναι κάτι για το οποίο
ο Ηρόδοτος φαίνεται να υπερηφανεύεται· αυτό όμως καθιστά ιδιαιτέρως
εντυπωσιακό το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης το αποφεύγει. Έτσι, η περίπλοκη
σχέση του με διάφορα πνευματικά κινήματα φαίνεται να είναι συνήθως
μάλλον έμμεση παρά να επιδεικνύεται φανερά. Κάνει σιωπηρές διορθώσεις,
όπως έδειξε ο Hornblower ως προς τα
θρησκευτικά θέματα,
και ο αδιάκοπος ρους της αφήγησής του οδηγεί το ακροατήριό του
αναπόφευκτα προς ορισμένες κατευθύνσεις, χωρίς να του δίνει καμία
δυνατότητα να δοκιμάσει εναλλακτικές απόψεις (μόνο στις δημηγορίες
συμβαίνει αυτό), αντίθετες εκδοχές ή διαφορετικές μαρτυρίες. Το
πνευματικό χρέος και περιβάλλον του Θουκυδίδη πρέπει να συναχθούν
κατευθείαν από τη φύση της ιστορικής του ανάλυσης, της γλώσσας και των
επιχειρημάτων του.
Η βασική επιρροή φαίνεται ότι είναι η σοφιστική, παρόλο που είναι
δύσκολο να προσδιορισθεί η ακριβής σχέση μεταξύ τους. Όταν ο Θουκυδίδης
ισχυρίζεται με υπερηφάνεια ότι το έργο του θα είναι λιγότερο ευχάριστο
στους ακροατές του, διότι του λείπει το μυθώδες (1.22.4), φαίνεται να
ειρωνεύεται τον Ηρόδοτο και τους ποιητές. Όταν συμπεραίνει ότι πρόκειται
για ένα αιώνιο κτήμα και όχι για ένα αγώνισμα για άμεση ακρόαση
(1.22.4), φαίνεται ότι υπονοεί μάλλον το ευρύτερο φαινόμενο των
ανταγωνιστικών λογοτεχνημάτων, των επιδεικτικών λόγων του είδους το
οποίο αγαπούσαν οι σοφιστές και πολλοί άλλοι, συμπεριλαμβανομένων και
των ιατρικών συγγραφέων.
Υπαινιγμοί σε σοφιστικές επιδείξεις επανέρχονται σποραδικά με τρόπο που
υποδηλώνει αποδοκιμασία: ο Κλέων αναφέρεται υποτιμητικά στο δημοκρατικό
του ακροατήριο λέγοντας ότι παρακολουθούν πολιτικές διαμάχες σαν να ήταν
απλοί ‘θεατές σοφιστών’ (σοφιστῶν
θεαταῖς) που τους έχει μαγέψει το ακρόαμα και όχι σαν να
διαβουλεύονται για τις υποθέσεις της πόλης (3.38.7). Ο τόνος είναι
σκληρός και ο Κλέων δεν είναι ο πολιτικός της αρεσκείας του Θουκυδίδη,
αλλά ο υπαινιγμός ότι η σοβαρή πολιτική συζήτηση είναι κάτι εντελώς
αντίθετο από τη συμμετοχή σε ένα ακροατήριο σοφιστικών λόγων λανθάνει
στην προηγούμενη σύγκριση που κάνει ο Κλέων μεταξύ όσων ‘κρίνουν σαν
αμερόληπτοι τρίτοι και όχι σαν συναγωνιστές (ἀγωνισταί)’
(3.37.4) και στην απόρριψη εκ μέρους του ιδίου του Θουκυδίδη της έννοιας
του ἀγωνίσματος
για το έργο του. Ένα από τα χαρακτηριστικά της εμφύλιας διαμάχης στην
Κέρκυρα είναι, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ο ανταγωνισμός ή το βραβείο
ευφυΐας το οποίο αποκτάται ως αποτέλεσμα δολιότητας και προδοσίας, η
οποία υπερέχει στο
ξυνέσεως ἀγώνισμα (3.82.7).
Αυτά που έχουν χαθεί είναι η εντιμότητα, η ακεραιότητα, η κρίση και οι
νόμοι, που έχουν δώσει τη θέση τους σε ευφυείς αλλά διπρόσωπους
διαγωνισμούς στην απληστία και τη φιλοτιμία, στρεβλές πολιτικές αρετές,
τις οποίες φέρνει στο φώς ο πόλεμος ως βίαιος διδάσκαλος, που
αποκαλύπτει την ανθρώπινη φύση.
Βεβαίως ο Θουκυδίδης είχε πλήρη συνείδηση των διαφόρων τεχνικών του
ύφους, των επιχειρημάτων και της πειθούς, όπως και ορισμένων θεωριών που
συνδέονταν με τους σοφιστές γενικά. Είχε πλήρη συνείδηση των
συγκεκριμένων θεωριών των πιο γνωστών σοφιστών, γιατί δεν θα πρέπει να
τους θεωρούμε ενιαίο σύνολο, ακόμη και εάν ο Πλάτωνας τους αντιμετωπίζει
ως ενιαία ομάδα διδασκάλων ρητορικής
(έτσι είναι καλύτερα να αναφερόμαστε σε αυτούς ως άτομα, δηλαδή στον
Πρωταγόρα, τον Πρόδικο, τον Ιππία, τον Γοργία). Ο Θουκυδίδης ήταν
εξοικειωμένος με τις ρητορικές τεχνικές που συνήθως συνδέονται με τις
νεότερες σοφιστικές τεχνικές, με επιχειρήματα κατά το
εἰκός ή κατά το
συμφέρον, με
τα αντιθετικά ζεύγη λόγος και έργον ή νόμος και φύσις, και ήταν έτοιμος
να τα χρησιμοποιήσει με μεγάλη αποτελεσματικότητα, ιδιαιτέρως στις
δημηγορίες. Βρίσκεται στην πρωτοπορία των γλωσσικών και υφολογικών
πειραμάτων της εποχής αυτής - χρησιμοποιούσε (αν και με λιγότερη
υπερβολή)
την ισορροπία και το ομοιοτέλευτο που ήταν χαρακτηριστικά του ύφους του
Γοργία και φαίνεται ότι τον γοήτευε η χρήση της αντίθεσης και διάφορες
μορφές επιχειρηματολογίας.
Ο Finley θεωρούσε αυτό ένα τόσο βασικό μέρος
της πολιτικής εξάσκησης των σοφιστών, ώστε, κατά την άποψή του, οι
πολιτικές αντιλήψεις και αναλύσεις του Θουκυδίδη συνιστούσαν ουσιαστικά
αποτέλεσμα της σοφιστικής εποχής και της ανάλογης παιδείας.
Η ιδέα του ‘νόμου της φύσης’ ως αναλόγου του κανόνα του ισχυροτέρου
απαντά στον ‘Διάλογο των Μηλίων’ (5.105.2) και μπορεί να συγκριθεί με τα
επιχειρήματα του Αντιφώντα στο Περί Αλήθειας.
Η ικανότητα όμως να χρησιμοποιεί κανείς αυτές τις σοφιστικές τεχνικές
δεν είναι ισοδύναμη με την υιοθέτηση μερικών από τις πλέον ριζοσπαστικές
θεωρίες· οι αβάσιμες υποθέσεις ότι ο Θουκυδίδης είχε σοφιστικές τάσεις
με την ακραία έννοια, καταρρέουν κατ’ αρχήν επειδή ακόμη και με βάση τις
λιγοστές μαρτυρίες που διαθέτουμε διαφορετικοί σοφιστές είχαν
διαφορετικές απόψεις ακόμη και σε κεντρικά θέματα, όπως είναι η σημασία
του νόμου. Ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά που συνδέονται με τους
σοφιστές είναι η περιβόητη ‘σοφιστική σχετικότητα των αξιών’, η οποία
σημαίνει ότι ένα σύνολο αξιών είναι δυνατόν να υιοθετείται από μια ομάδα
και ένα άλλο σύνολο από μιαν άλλη ομάδα και ότι κανένα από αυτά τα
σύνολα ιδεών δεν υπερέχει του άλλου ή είναι προφανώς ορθό - ένα
επιχείρημα που, ως γνωστόν, συνδέεται με τον Πρωταγόρα (Πλάτ. Θεαίτ. 167c,
172b).
Ωστόσο, ο Θουκυδίδης δεν είναι δυνατόν να ενταχθεί σε αυτήν την σχολή -
παρόλο που τη γνώριζε - διότι η ανάλυση της στάσεως στην Κέρκυρα
επικεντρώνεται στις αξίες οι οποίες αντιστράφηκαν και στη σημασία των
λέξεων η οποία άλλαξε και ενώ σήμαιναν κάτι το θετικό, κατέληξαν να
σημαίνουν κάτι το αρνητικό· εδώ δεν γράφει τίποτα για σχετικότητα των
αξιών, ακόμη και εάν η περιέργειά του για τη λεπτή διάκριση των εννοιών
δανείζεται κάτι από τον Πρόδικο.
Το πρόβλημα του ορισμού, το οποίο αντιμετωπίζουμε εδώ, έχει διατυπωθεί
εύστοχα από τον Winston ως προς την
προβληματική έννοια του επιθέτου ‘σοφιστικός’: όταν κάτι έχει
χαρακτηριστεί ως σοφιστικό, σημαίνει ότι ‘αυτήν την ιδέα πρέπει να τη
συνδέσουμε με τον έναν ή τον άλλον από τους σοφιστές ή με τους σοφιστές
εν γένει; Ή μήπως έχουμε να κάνουμε με την πολύ πιο απόλυτη θεωρία ότι
οτιδήποτε απαντά στο έργο ή στον λόγο είναι αποτέλεσμα της επιρροής ενός
συγκεκριμένου σοφιστή ή των σοφιστών γενικά;’
Η παρουσία μιας ιδέας ή τεχνικής στον Θουκυδίδη δεν σημαίνει αυτονόητα
ότι την αποδέχεται, αλλά μόνον ότι την αποδίδει σε έναν από τους
ομιλητές του. Ο Macleod έχει υποστηρίξει
πειστικά ότι ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί το ρητορικό ύφος για να δείξει
τον παραπλανητικό χαρακτήρα της ρητορικής, των επιχειρημάτων που
χρησιμοποιούνται, των ομιλητών και των βλέψεών της. Έτσι αυτή η γνώση
των τεχνικών γίνεται αντικείμενο ενός χειρισμού που τις υποσκάπτει.
Στο πλαίσιο μιας μελέτης του πνευματικοί; περιβάλλοντος είναι βασικό όχι
μόνο να διαπιστώσουμε λόγου χάριν ότι ο Θουκυδίδης γνωρίζει μια
συγκεκριμένη ιδέα ενός συγκεκριμένου συγγραφέα· το βέλτιστο θα ήταν να
αναλύσει κανείς πώς την χρησιμοποίησε ο Θουκυδίδης, πώς τη μετέβαλε και
κατά πόσο την αμφισβήτησε. Ίσως το βασικό πρόβλημα εδώ είναι ότι ο
Θουκυδίδης έζησε σε μια περίοδο κατά την οποία ήταν έντονες διάφορες
μορφές πνευματικής αναζήτησης, των οποίων οι σοφιστές αποτελούσαν μόνον
ένα μέρος. Ωστόσο, την εποχή εκείνη πραγματοποιήθηκαν κριτικές έρευνες
σχετικά με τα πολιτικά συστήματα, με την κοινωνία, με τον άνθρωπο· μια
σειρά από τεχνικές της επιχειρηματολογίας είχαν εξελιχθεί συγχρόνως από
ένα ευρύ φάσμα ομάδων - ιατρικών συγγραφέων, διάσημων σοφιστών, ρητόρων
και πολιτικών, ιστορικών. Οι ιατρικοί συγγραφείς χρησιμοποιούσαν
ρητορικές τεχνικές οι οποίες συνήθως ονομάζονταν σοφιστικές (βλ. τα
συγγράμματα Περι τέχνης,
Περί Φυσῶν), με μερικές να είναι περισσότερο σοφιστικές από
άλλες. Ο Ευριπίδης έπαιζε με πολλά από τα πιο ακραία πειράματα των
σοφιστών (και αναμφίβολα με τα δικά του). Η ιατρική ήταν επηρεασμένη από
τη φιλοσοφία, ενώ συχνά ήταν εντελώς αδύνατο να τις ξεχωρίσει κανείς.
Μερικοί σοφιστές έγραφαν και δίδασκαν περί ιατρικής και περί ανθρώπινης
φύσης. Ο Πρόδικος, παραδείγματος χάριν, είχε μια θεωρία για το φλέγμα
και ίσως συνέγραψε μια μελέτη με τον τίτλο
Περι φύσιος ἀνθρώπου,
ενώ ο Γοργίας έγραψε σχετικά με την όραση.
Έτσι υπήρχε ένα ευρύ φάσμα πνευματικής δραστηριότητας με διάφορα
ρεύματα, αντιμαχόμενες ιδέες και θεωρίες- δεν θα ήταν λοιπόν σωστό να
αποδώσουμε όλες τις νέες πνευματικές τεχνικές στους σοφιστές, όσο
ενδιαφέροντες και αν ήταν. Για να γυρίσουμε στο χωρίο της Κερκυραϊκής
στάσεως (3.82-83), και κυρίως στην ανάλυση του τρόπου με τον οποίο
άλλαξαν η έννοια ή οι συνυποδηλώσεις των λέξεων: δεν υπάρχει ίχνος των
σύγχρονων συζητήσεων του Πρόδικου, του Δημόκριτου ή του Πρωταγόρα και
αργότερα του Πλάτωνα, για την ‘ορθοέπεια’, κατά πόσον τα ονόματα είχαν
μια ‘φυσική’ σημασία ή αν η σημασία τους ήταν περισσότερο συμβατική.
Ή ίσως ο Θουκυδίδης γνώριζε αυτήν τη διαμάχη και την παρέκαμπτε
θεωρώντας δεδομένο ότι αλλάζει η έννοια των λέξεων - θάρρος, τιμή, κτλ.
- όπως αλλάζει και η κοινωνία, διότι η κοινωνία είναι αυτή η οποία
προσδίδει τη σημασία.
Το πλέον χαρακτηριστικό εδώ είναι όσα ο Θουκυδίδης καταθέτει ως
προσωπική άποψη.
Στο υπόλοιπο αυτού του κεφαλαίου θα εστιάσω στη σχέση του Θουκυδίδη με
την ιατρική και ιδιαιτέρως στο χωρίο για τον λοιμό ως μια παραδειγματική
περίπτωση που αποκαλύπτει πόσο πολυσύνθετο είναι το έργο της αναζήτησης
των πνευματικών επιρροών και οφειλών του Θουκυδίδη.
Ο
Θουκυδίδης και ο ιατρικός κόσμος: ο λοιμός
Ποια ήταν η σχέση του Θουκυδίδη με το νέο είδος της ιατρικής, το οποίο
αντιπροσώπευαν τα ιατρικά συγγράμματα που είναι γνωστά με το όνομα του
Ιπποκράτη; Η περιγραφή του λοιμού από τον Θουκυδίδη στο 2ο βιβλίο, μια
εντυπωσιακή περιγραφή των ιατρικών συμπτωμάτων και της κοινωνικής και
θρησκευτικής καταστροφής που επέφερε η νόσος, τοποθετεί το θέμα αυτό στο
προσκήνιο οποιουδήποτε ερωτήματος σχετικού με τις πνευματικές οφειλές
του Θουκυδίδη. Οι μελετητές σήμερα δεν είναι τόσο πρόθυμοι όσο ήταν ο
Cochrane (το 1929) να θεωρήσουν τον Θουκυδίδη
οπαδό της Ιπποκρατικής σχολής και ιστορικό συνεχιστή των μεθόδων της,
Η έρευνα για την ιατρική και τη θέση της στην ελληνική κοινωνία είναι
ιδιαιτέρους εντατική τα τελευταία είκοσι χρόνια, και οι μελετητές
τείνουν να υπογραμμίζουν τον βαθμό της φιλοσοφικής, αφηρημένης επαγωγής
σε αντίθεση προς (ή και σε συνδυασμό με) τη συγκέντρωση εμπειρικών
δεδομένων, η οποία χαιρετίστηκε ως η απαρχή της επιστημονικής ιατρικής.
Εν πάση περιπτώσει εξακολουθεί να υφίσταται το δύσκολο ερώτημα ποια
ιατρικά συγγράμματα θα πρέπει να θεωρηθούν χαρακτηριστικά. Η ιπποκρατική
συλλογή περιέχει έργα διαφόρων συγγραφέων, που καλύπτουν τον ύστερο 5ο
και τον 4ο αιώνα, αλλά ακόμη και τα συγγράμματα του ύστερου 5ου αιώνα
δεν είναι όλα του ίδιου του Ιπποκράτη: επικρατεί η άποψη ότι τα έργα
Περί ἀέρων, ὑδάτων, τόπων,
Περί τέχνης, Περί φυσῶν, Περί φύσιος ἀνθρώπου, Περί ἀρχαίης ἰητρικῆς,
Περί γονῆς, Περί φύσεως παιδίου, Περί παθῶν Δ', Περί της ἱερῆς νούσου
και Περί Ἐπιδημιῶν Α' και Γ' είναι ‘πρώιμα’, δηλαδή του 5ου
αιώνα.
Το Περί φύσιος ἀνθρώπου
αποδιδόταν από τον Αριστοτέλη στον Πόλυβο, τον γαμπρό του Ιπποκράτη. Οι
θεωρίες, το πνευματικό ύφος, οι μέθοδοι επιχειρηματολογίας και ο βαθμός
των αφηρημένων φιλοσοφικών επιχειρημάτων αυτών των συγγραμμάτων, που
έρχεται σε αντίθεση προς την εμπειρική παρατήρηση, ποικίλλουν σημαντικά.
Τα έργα Περί τέχνης
και Περί φυσῶν
είναι τόσο σοφιστικά στο ύφος και τα επιχειρήματα, τόσο φτωχά ως προς τα
στοιχεία ιατρικής παρατήρησης και τόσο ρητορικά εν γένει, ώστε οι
μελετητές συνήθως πιστεύουν ότι δεν έχουν συγγράφει από ιατρό. Το έργο
Περί φύσιος ἀνθρώπου
δείχνει ότι οι συζητήσεις εκείνες της εποχής αναφέρονταν σε ιατρικές
θεωρίες, αλλά γίνονταν από ανθρώπους οι οποίοι δεν θεωρούσαν τον εαυτόν
τους ιατρό, ενώ δίνουν έντονα την αίσθηση ότι πρόκειται για φυσικούς
φιλοσόφους (Περί φύσιος
ἀνθρώπου κεφ. 1). Αυτή η ποικιλία διευρύνει το πεδίο των
διαφόρων ειδών πνευματικού ύφους στα οποία έχουμε πρόσβαση. Ίσως είναι
ακόμη πιο σημαντικό ότι μας θυμίζει ότι ο πνευματικός κόσμος του ύστερου
5ου αι. ήταν ένας κόσμος εξαιρετικά πολύπλοκος. Τα πιο ρητορικά από τα
έργα είναι ανεκτίμητα ως παραδείγματα ρητορικής επίδειξης, διδακτικά
παραδείγματα ενός λογοτεχνικού είδους το οποίο έχει χαθεί και το οποίο
είχαν θεραπεύσει φημισμένοι σοφιστές όπως ο Πρωταγόρας ή ο Πρόδικος.
Ποια από τα έργα μπορούν να συγκριθούν πιο συγκεκριμένα με τον
Θουκυδίδη; Τα συγγράμματα Περί Επιδημιών Α' και Γ περιλαμβάνουν
καταλόγους περιπτώσεων με την κατάσταση του ασθενούς να σημειώνεται κάθε
μέρα ή με κενά· συχνά η περιγραφή των περιπτώσεων ολοκληρώνεται με τον
θάνατο του ασθενούς (Επιδ. Γ, περίπτωση 13: ‘34η ημέρα. Θάνατος’). Έχουν
μια εισαγωγή με τη λεγάμενη
κατάστασιν, η
οποία περιγράφει τον καιρό και τους τύπους ασθενείας που εμφανίσθηκαν
εκείνο το έτος. Αυτές οι πυκνά τεκμηριωμένες πραγματείες, εντελώς
διαφορετικές από τα ρητορικά δοκίμια και που συχνά θεωρούνται η απαρχή
της εμπειρικής ιατρικής επιστήμης, συνδέονται πολλές φορές από τους
μελετητές με την αφήγηση του Θουκυδίδη, και μάλιστα με τον ισχυρισμό του
ότι προσφέρει μια αφήγηση απαλλαγμένη από το μυθώδες (1.22.4)· ασφαλώς
με τα εν λόγω συγγράμματα συνδέεται κατεξοχήν η αφήγηση του λοιμού: αυτά
τα χωρία είναι τα πρώτα παραδείγματα της ‘επιστημονικής μεθόδου’ με την
έννοια ότι συνιστούν εμπειρική έρευνα και προσφέρουν έναν εντυπωσιακό
αριθμό στοιχείων, από τα οποία ο ιατρός είναι δυνατόν να συναγάγει
πληροφορίες για την πορεία της ασθένειας και τη θεραπεία της.
Έχοντας γραφεί σε εντελώς άτεχνη γλώσσα, χωρίς ολοκληρωμένες προτάσεις,
το ύφος αυτών των έργων ενισχύει αυτήν την εντύπωση. Ωστόσο, ακόμη και
σε αυτό το σημείο χρειάζεται προσοχή. Μερικές φορές θεωρείται ότι το
Περί Επιδημιών πραγματεύεται στεγνά γεγονότα, ‘απλώς’ τα γεγονότα που
είναι προσβάσιμα με την παρατήρηση, καθαρά εμπειρικά δεδομένα, ενώ ακόμη
και οι κατάλογοι των συμπτωμάτων στο έργο αυτό σχετίζονται εν μέρει με
την ιατρική θεωρία του τι θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο παρατήρησης,
ποια γεγονότα είναι σημαντικά. Με άλλα λόγια, ακόμη και εδώ, τα γεγονότα
τα οποία επιλέγονται να καταγραφούν, είναι επιλεγμένα με βάση το τι
θεωρεί σημαντικό ο ιατρός - πόνος, πυρετός, τρόμος, εκροές κτλ.
Τα άλλα συγγράμματα αποτελούν εξίσου μέρος της ιατρικής του 5ου αι. όσο
και το στεγνό Περί Επιδημιών: είναι μάλλον γενικά δοκίμια για τη σημασία
της ιατρικής ως ενός είδους τέχνης {Περί αρχαίας ιατρικής, Περί τέχνης)
ή περιλαμβάνουν επιχειρήματα για συγκεκριμένες θεωρίες, όπως λ.χ. τα
υγρά του σώματος (Περί
φύσιος ἀνθρώπου). Δεν είναι όμως ορθό να μεταχειριζόμαστε
αυτά τα ιατρικά συγγράμματα ως εντελώς ξεχωριστή κατηγορία από τις άλλες
φιλοσοφικές ή επιστημονικές εξελίξεις της εποχής εκείνης. Όπως έδειξε ο
Lloyd, οι ιατρικοί συγγραφείς προσπαθούσαν
αυτή την εποχή να αναπτύξουν την τέχνη τους ως μια ιδιαίτερη τέχνη, η
οποία δεν ήταν απλώς ένας τύπος φιλοσοφίας και η οποία μπορούσε να
θεωρηθεί πιο αποτελεσματική από θρησκευτικές λύσεις (βλ. κυρίως τα
Περί τῆς ἱερής νούσου,
Περί ἀρχαίας ἰατρικῆς).
Αυτό ήταν το πιο επείγον εν μέρει ακριβώς επειδή μερικές ιατρικές
πραγματείες βρίσκονταν πολύ κοντά στην Προσωκρατική φιλοσοφία και
ανέπτυσσαν τις θεωρίες τους περισσότερο με τη βοήθεια φιλοσοφικών
επιχειρημάτων παρά με τη βοήθεια της παρατήρησης, με άλλα λόγια μακριά
από την εμπειρική ή τη βασισμένη σε παρατήρηση δραστηριότητα την οποία
ίσως θα περιμέναμε (βλ. λ.χ. τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η
θεωρία περί των υγρών του σώματος στο
Περί φύσιος ἀνθρώπου).
Άλλες πάλι πραγματείες ήταν υπερβολικά ρητορικές. Οι ιατροί χρειάζονταν
ρητορικές ικανότητες αν ήθελαν να πείσουν τους ασθενείς και μερικές
φορές και ένα ευρύτερο ακροατήριο, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Αριστοφάνης
για τον πρώτο δημόσιο ιατρό που μαρτυρείται στις πηγές μας {Αχαρ.
1030-32). Μερικές πραγματείες είναι προφανώς έργα προς επίδειξη ενώπιον
ακροατηρίου (Περί φυσῶν,
Περί τέχνης).
Αυτά τα εντυπωσιακά συγγράμματα προσφέρουν ένα φάσμα μεθόδων,
επιχειρηματολογίας και ύφους, το οποίο κάνει τη στεγνή περιγραφή
περιπτώσεων στα πρώιμα Περί Επιδημιών Α' και Γ να φαίνεται περισσότερο
απομονωμένη. Τα όρια μεταξύ της ιατρικής και άλλων πνευματικών κλάδων
είναι ασαφή και αν συγκρίνουμε τον Θουκυδίδη μόνον με τα Περί Επιδημιών
Α' και Γ' ενδέχεται να δημιουργηθεί μια απατηλή εντύπωση τόσο σχετικά με
τις ιατρικές δραστηριότητες κατά τον 5ο αιώνα όσο και σχετικά με τα
πνευματικά ρεύματα της περιόδου αυτής.
Δείχνει όμως ο Θουκυδίδης να έχει γνώση ή να συμπαθεί απόψεις της
Ιπποκρατικής ιατρικής; Και εάν ναι, κατά πόσον αυτό επηρεάζει την
αφήγηση του λοιμού; Άμεση γνώση της Ιπποκρατικής ιατρικής είναι δύσκολο
να αποδειχθεί, εφόσον γνώσεις ιατρικής αποτελούσαν μέρος της παιδείας
κάθε μορφωμένου ανθρώπου και είχαν διαδοθεί ευρέως από μερικούς
σοφιστές, οι οποίοι είχαν και αυτοί τις δικές τους θεωρίες για την
ανθρώπινη φύση. Η φύση - και ιδιαιτέρως ο ορισμός - της τεχνικής γλώσσας
στην ιατρική είναι επίσης δύσκολο να προσδιορισθεί: πώς αναγνωρίζει
κανείς το ειδικό ιατρικό λεξιλόγιο, όταν το τεχνικό ιατρικό λεξιλόγιο
(όπως και κάθε τεχνικό λεξιλόγιο) εξελίχθηκε αργά και η έλλειψη άλλων
πεζών έργων αυτής της εποχής μας προσφέρει ελάχιστα συγκριτικά δεδομένα
για την τρέχουσα ιατρική γλώσσα; Μια βασική μελέτη του
Page εξέτασε λεπτομερέστατα τη γλώσσα του
χωρίου 2.49 κ.ε. και προσπάθησε να αποδείξει ότι η αφήγηση του Θουκυδίδη
ήταν κατάφορτη με όρους ‘που είχαν προφανώς την ίδια σημασία με τους
καθιερωμένους όρους στους ιατρούς της εποχής εκείνης’
και ότι το λεξιλόγιό του έδειχνε ‘οικειότητα με τις ιατρικές εκφράσεις’.
Φαίνεται ότι ο Page αποφεύγει συνειδητά την
έκφραση ‘τεχνικός όρος’ (τελικά τη χρησιμοποιεί στη σελ. 109) και παρόλο
που και ο ίδιος ο Θουκυδίδης συνήθως προσπαθούσε να αποφύγει την τεχνική
γλώσσα,
η εξαντλητική εξέταση των λέξεων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο
Θουκυδίδης με βεβαιότητα χρησιμοποιούσε γλώσσα η οποία θα ταίριαζε σε
ένα ιατρικό έργο.
Η μελέτη του Page είχε ως στόχο να κατανοήσει
όσο το δυνατόν καλύτερα τη φύση του λοιμού, με σκοπό να προσδιορίσει τη
φύση της ασθένειας. Ο Parry και άλλοι
μελετητές, όμως, υπογράμμισαν ότι η αφήγηση του λοιμού είχε μια
περισσότερο ποιητική, τραγική σημασία στην Ιστορία· ιδιαίτερα ο
Parry υποστήριξε ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί
καθαρή επιστήμη, διότι η περιγραφή του Θουκυδίδη αποσκοπεί στο να
επιτείνει το δράμα και το πάθος με την ‘ακρίβεια του ποιητή’.
Ο Parry ισχυρίστηκε ότι οι περισσότερες λέξεις
ανήκαν στην κοινή γλώσσα και διέκρινε κάποια υπερβολή στα επιχειρήματα
του Page.
Με άλλα λόγια η συσσώρευση λεπτομερειών ίσως είναι περισσότερο ένα
παράδειγμα ‘τραγικής
ἀκριβείας’ και όχι τόσο επίδειξη επιστημονικών ή ιατρικών
ικανοτήτων.
Μια τέτοια όμως άποψη φαίνεται υπερβολική, και οι αμφιβολίες παραμένουν.
Φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σχέση με την ιατρική τεχνική της εποχής
εκείνης· το ερώτημα είναι ποια ακριβώς είναι αυτή η σχέση και αν
αποτελεί μια διαφωτιστική περίπτωση για τον εντοπισμό των πνευματικών
οφειλών του Θουκυδίδη.
Ας αρχίσουμε από το λεξιλόγιο. Βεβαίως είναι δυνατόν οι λέξεις χολή,
λυγξ, σπασμός να είναι οι κοινές λέξεις για τη χολή, το ρέψιμο ή τον
σπασμό, εάν όμως είναι έτσι, αυτό σημαίνει ότι είναι οι κοινές λέξεις οι
οποίες χρησιμοποιούνται ως καθιερωμένοι όροι σε ιατρικές πραγματείες.
Σημαντικότερο είναι ότι η ίδια η σκέψη να εκθέσει τα συμπτώματα με όλες
τις λεπτομέρειες είναι εντυπωσιακή: ανήκει σε ένα είδος λόγου, μια
συνήθεια καταγραφής των συμπτωμάτων, που είναι χαρακτηριστική μιας
ιδιαίτερης κατηγορίας ατόμων. Οι μαρτυρίες που συγκέντρωσε ο
Page δείχνουν ότι οι λέξεις απαντούν σε
ιατρικές πραγματείες και ότι η συσσώρευση τέτοιων λέξεων και περιγραφών
τέτοιων διαδικασιών για διάφορα μέρη του σώματος δεν θα ήταν εκτός τόπου
σε ιπποκρατικά κείμενα. Το αν είναι ή όχι ‘τεχνικές’, είναι προφανώς
λάθος ερώτημα, ακριβώς διότι αποκλειστικά τεχνικοί ιατρικοί όροι είναι
ακόμη πολύ σπάνιοι στον ύστερο 5ο αιώνα. Επιπλέον η μελέτη των μη
λογοτεχνικών ‘επιστημονικών’ κειμένων βρίσκεται ακόμη στις απαρχές της.
Ας πάρουμε λ.χ. τη λέξη λύγξ, η οποία σημαίνει ρέψιμο, λόξυγγας: απαντά
στον λοιμό του Θουκυδίδη, στην ιπποκρατική συλλογή και στον Πλάτωνα,
όπως και η λέξη πταρμός, το φτέρνισμα. Δεν είναι όμως ούτε τόσο τεχνικές
λέξεις, ώστε να είναι εκτός τόπου στο Συμπόσιον, παρόλο που πρέπει να
σημειώσουμε ότι ο Αριστοφάνης έχει πρώτα λόξυγγα και μετά πειράζει τον
ιατρό Ερυξίμαχο ρωτώντας τον για τη σχέση μεταξύ του λόξυγγα και του
φτερνίσματος, έτσι λοιπόν υπάρχει μια αιχμή κατά των ιατρών ακόμη και
εκεί (Συμπ. 185d, 189a).
Ωστόσο, οι λέξεις αυτές απαντούν επίσης συχνά στις ιατρικές πραγματείες.
Υπάρχουν ένα σωρό όροι στον Θουκυδίδη οι οποίοι περιγράφουν φυσικές
αντιδράσεις, την εξέλιξη του πόνου ή της ασθένειας μέσα στο σώμα και που
μπορούν να παραλληλισθούν με ιατρικές περιγραφές (ὅπως:
κατέβαινεν ἐς τα στήθη ὁ πόνος, ἐπικατιόντος τοῦ νοσήματος)
και διάφορες εκφράσεις για τη θερμότητα και τη φλόγωση:
θέρμαι ἰσχυραί, ἐρυθήματα,
ὑπέρυθρον, φλόγωσις· από αυτές μόνον η τελευταία δεν απαντά
στα ιατρικά έργα του Ιπποκράτη.
Αυτοί οι όροι ίσως να μην είναι επισήμως τεχνικοί με την έννοια ότι
χρησιμοποιούνται και κατανοούνται μόνον από ειδικούς. Γεγονός όμως
παραμένει ότι η λέξη
θέρμαι λ.χ. στον πληθυντικό έχει σχεδόν πάντα αποκλειστικά
ιατρική χρήση
και συνοδεύεται από το επίθετο ισχυρός, το οποίο χρησιμοποιούν συχνά οι
ιατροί, ενώ η λέξη
ἐρυθήματα είναι ένα από τα πολλά ουσιαστικά που λήγουν σε -μα
και τα οποία γίνονται κανόνας στις ιατρικές πραγματείες, ιδιαιτέρως στο
Περί Επιδημιών, ως τμήμα της διαδικασίας ουσιαστικοποίησης που αποσκοπεί
στο να δημιουργηθούν λέξεις για συμπτώματα.
Δεν απαντά πριν από την περιγραφή του λοιμού. Φλόγωσις, μια άλλη λέξη
για τη φλεγμονή, είναι κατά τον Page, ‘ο μόνος
θουκυδίδειος όρος ο οποίος φαίνεται να λείπει από το λεξιλόγιο του
Ιπποκράτη’·
δεν είναι δυνατόν όμως να θεωρήσουμε αυτό το γεγονός σημαντικό, εφόσον η
λέξη φλογμός,
που έχει παράλληλη ετυμολογία, απαντά στο Περί αρχαίας ιατρικής (19.1),
όπως και στην τραγωδία, και το Περί αρχαίας ιατρικής χρησιμοποιεί επίσης
τη λέξη φλεγμονή, η οποία είναι και η πιο συνήθης ιπποκρατική λέξη. Δεν
φαίνεται να έχει καθιερωθεί σταθερό λεξιλόγιο ακόμη, και ίσως κανείς
πρέπει να υποθέσει ότι η διαδικασία καθιέρωσης ενός βασικού όρου στην
ιατρική χρήση δεν ήταν ομαλή και ότι δεν ολοκληρώθηκε μέσα σε μια ημέρα.
Η γενική εντύπωση στον Θουκυδίδη λοιπόν είναι ότι γίνεται πλούσια χρήση
ιατρικών όρων, επιτηδευμένη και ασυνήθης, αν και όχι πραγματικά
‘τεχνική’. Και φυσικά, η προσεκτική παρατήρηση των βαθμών ή των τύπων
της θερμότητας είναι ακριβώς αυτό το οποίο θα περίμενε κανείς να κάνουν
οι ιατροί.
Ένας άλλος δείκτης είναι η αναφορά της διαίτης, ή για να το θέσουμε
περισσότερο τεχνικά, της διατροφικής αγωγής στο κεφάλαιο 51-3, όπου ο
Θουκυδίδης γράφει ότι ακόμη και αυτοί οι οποίοι είχαν ακολουθήσει μια
συγκεκριμένη δίαιτα (τά
πάσῃ διαίτῃ θεραπευόμενα) πέθαναν παρ’ όλα αυτά. Βέβαια
πρόκειται για μια συνηθισμένη λέξη στην ιπποκρατική ιατρική,
η οποία είναι κεντρικής σημασίας για τη θεραπεία των ασθενειών. Είναι
μήπως αυτό μια έμμεση αιχμή κατά των ιπποκρατικών ιδεών περί θεραπείας;
Ίσως εδώ γίνεται μια έμμεση και κριτική αναφορά.
Μια άλλη ένδειξη συνιστά ο τρόπος με τον οποίο ο Θουκυδίδης μνημονεύει
‘κενώσεις κάθε είδους χολής, απ’ τα όσα έχουν περιγράφει οι γιατροί’,
ἀποκαθάρσεις χολῆς πᾶσαι
ὅσαι ὑπό ἰατρῶν ὠνομασμέναι (49.3)· Ο
Parry τον χρησιμοποίησε ως παράδειγμα της απροθυμίας του
Θουκυδίδη να επιβραδύνει την αφήγηση και της αριστοκρατικής του
περιφρόνησης για την τεχνική ορολογία, μεταφράζοντας τη φράση
‘επακολούθησε εμετός χολής, τα είδη εμετού, τα οποία έχουν ονομάσει οι
ιατροί’.
Ωστόσο, η έκφραση είναι πιο σημαντική από ό, τι φαντάζεται
o Parry. Μοιάζει βέβαια σαν να γράφει ο
Θουκυδίδης ότι δεν θα γίνει βαρετός στους αναγνώστες του με αυτό το
εξειδικευμένο λεξιλόγιο, αλλά ότι θα αποστασιοποιηθεί από τη χρήση του.
Ίσως εκφράζει επίσης περιφρόνηση για τις λεπτές διακρίσεις τις οποίες
κάνουν μεν οι ιατροί, αλλά δεν ήταν χρήσιμες για να πολεμήσουν την
ασθένεια. Ο Θουκυδίδης όμως δεν αποστασιοποιείται εντελώς· ενώ
υπαινίσσεται ότι γνωρίζει πως υπάρχουν και άλλοι όροι, χρησιμοποιεί την
φράση ἀποκαθάρσεις χολῆς,
η οποία είναι αυτή καθαυτή λόγια και μάλιστα το είδος λέξης η οποία θα
άρεσε σε ιατρό. Χολή διαφορετικών χρωμάτων ήταν ένα βασικό μέσο ανάλυσης
για τους ιπποκρατικούς ιατρούς και η λέξη
ἀποκάθαρσις
απαντά στα ιπποκρατικά έργα, μία φορά στο Περί παθών Δ' (κεφ. 37).
Το ρήμα ἀποκαθαίρω
απαντά στο Περί αρχαίας ιατρικής (19.5) και σε πολλά άλλα έργα. Όπως
είδαμε, ρηματικά ουσιαστικά σε -σις δημιουργήθηκαν αυτήν την περίοδο για
την ιατρική ανάλυση ή την απαρίθμηση συμπτωμάτων.
Η περιγραφή των συμπτωμάτων και την πρόοδο της ασθένειας δεν φαίνεται να
διαφέρει από τις περιγραφές που απαντούν στους ιπποκρατικούς ιατρούς,
ιδιαιτέρως στο Περί Επιδημιών, όπου τα συμπτώματα σημειώνονται μέρα με
την ημέρα. Παραδείγματος χάριν, στο Περί Επιδημιών V, περίπτωση 5:
‘Πέμπτη ημέρα. Ανακούφιση, όμως υπήρχε βάρος στα έντερα με πόνο. Δίψα,
επίπονη νύχτα.’ Ο Θουκυδίδης όμως φαίνεται να χρησιμοποιεί αυτές τις
ιατρικές εκφράσεις με σκοπό να κάνει κάτι διαφορετικό, ίσως να βελτιώσει
τους ιατρούς ή να κάνει μερικά βήματα προς μια άλλη κατεύθυνση. Η
αυστηρή περιγραφή του χαρακτήρα του έρχεται, παρ’ όλα αυτά, μετά τα
σκληρά εισαγωγικά λόγια ότι οιαδήποτε τέχνη ήταν ανίκανη να
καταπολεμήσει τον λοιμό. Αρχίζει το κεφ. 49 με την παρατήρηση ότι ‘τον
χρόνο εκείνο, όπως το παραδέχονται όλοι, σημειώθηκαν πολύ λίγες άλλες
αρρώστιες’ (49.1). Αυτός ο ισχυρισμός ενίοτε θεωρείται ότι μοιάζει με
την ιατρική συνήθεια του Περί Επιδημιών Α' και Γ’ όταν ορίζει την
κατάστασιν μέσω της περιγραφής του καιρού και των ανέμων της εποχής,
αλλά, ακόμη και αν μοιάζει, η πρόθεση του ιστορικού είναι εντελώς
διαφορετική. Ο Θουκυδίδης δεν μνημονεύει τον καιρό, δεν περιγράφει την
ασθένεια η οποία ακολουθεί με κλιματικούς ή μετεωρολογικούς όρους (πρβλ.
Επιδ. Α', κεφ. 4, 2η κατάστασις: ‘Στη Θάσο, νωρίς το φθινόπωρο συνέβησαν
ασυνήθιστες για την εποχή χειμερινές θύελλες, ξαφνικές με πολλούς
βορείους και νοτίους ανέμους, οι οποίοι ξεσπούσαν σε βροχές’, κτλ.). Το
σχόλιό του αποβλέπει να δώσει μια εικόνα του λοιμού ως μιας ιδιαίτερης,
αναπάντεχης κατάστασης, ανεπηρέαστης από λογικούς υπολογισμούς ή
προφητείες· παραμένει εντελώς ασύνδετη με οποιαδήποτε φυσικά φαινόμενα,
τον καιρό ή άλλη ασθένεια. Αυτό έχει σημαντικές συνέπειες βεβαίως για
την αντίληψή του περί του πολέμου, την αντίθεση μεταξύ των Αθηνών του
Περικλή και των Αθηνών των ετών μετά τον λοιμό. Παρόλο που ο λοιμός
είναι κάτι φυσικό, έχει σχεδόν μια υπερφυσική ποιότητα.
Παρομοίως οι παρατηρήσεις του σχετικά με τους ιατρούς, τους απλούς
ανθρώπους και τις ενδεχόμενες αιτίες φαίνεται να απορρίπτουν κάθε
προσπάθεια λογικής ή ιατρικής αντιμετώπισης του λοιμού, τουλάχιστον στην
τρέχουσα κατάστασή του. Γράφει ότι οι ιατροί ήταν ανήμποροι, γιατί
πέθαιναν και οι ίδιοι (2.47.3’ βλ. παρακάτω). Μετά την περιγραφή της
ασθένειας, προσθέτει, ίσως απροσδόκητα, ότι κάθε περίπτωση ήταν
διαφορετική, ότι καμιά από τις συνηθισμένες ασθένειες δεν προσέβαλλε
τους ανθρώπους, ή εάν τους προσέβαλλε, πέθαιναν (51.2). Το χειρότερο για
το κύρος των ιατρών ήταν ότι 'πέθαιναν οι άνθρωποι και όσοι δεν είχαν
καμιά περιποίηση και άλλοι παρ’ όλες τις περιποιήσεις. Μπορεί κανείς να
πει ότι κανένα αποτελεσματικό φάρμακο (ἴαμα)
δεν βρέθηκε, γιατί εκείνο που ωφελούσε τον έναν έβλαπτε τον άλλον’
(51.2). Προσέβαλλε και δυνατές και ασθενείς φύσεις (51.3).
Η ιδέα ότι η ίδια ασθένεια ή το ίδιο ιατρικό πρόβλημα προσβάλλει
διαφορετικούς ανθρώπους με εντελώς διαφορετικό τρόπο απαντά επίσης στα
πρώιμα ιπποκρατικά συγγράμματα. Π.χ. το Περί Επιδημιών Ν κάνει λόγο για
την ‘κοινή φύση’ της ασθένειας και την ιδιαιτερότητα κάθε ατόμου (Περί
Επιδημιών Α' 23, πρβλ.
Περί φυσῶν 6 για τις διαφορετικές αντιδράσεις στην ίδια
νόσο). Οι παρατηρήσεις του Θουκυδίδη μπορούν να θεωρηθούν επιβεβαίωση
αυτής της ιατρικής γνώσης: εδώ όμως υπάρχει μια συγκεκριμένη θουκυδίδεια
απόχρωση: εννοεί ότι οι ιατροί δεν ήταν ικανοί να προσφέρουν βοήθεια.
Δεν ακούμε τίποτα στον Θουκυδίδη για αιτίες - τίποτα περί μειγμάτων,
ισορροπίας μεταξύ θερμού και ψυχρού,
πέψιος, πώς
υποχωρεί ο πυρετός. Ο συγγραφέας λ.χ. του συγγράμματος Περί αρχαίας
ιατρικής παρουσιάζει αυτές τις αιτίες ως μέρος του επιχειρήματος του ότι
η ανισορροπία των υγρών προκαλεί την νόσο και ότι θεραπεύεται με πέψη
και μείξη (18-19). Ο συγγραφέας του
Περί φυσῶν έχει
αφιερώσει ένα τμήμα στις κοινές νόσους, δηλαδή τον λοιμό, και με ποιον
τρόπο προκαλούνται από τον αέρα (6), κάτι που ο
Demont έχανε αντικείμενο μιας πολύ ενδιαφέρουσας σύγκρισης με τον
Θουκυδίδη (βλ. παρακάτω). Αλλά και εδώ ο Θουκυδίδης φαίνεται να
υποδηλώνει με εμφατικό τρόπο ότι οι ιατροί ήταν ανεπαρκείς για αυτόν τον
αγώνα:
οι ιατροί ήταν ανίκανοι να κάνουν οτιδήποτε, γιατί πέθαιναν και οι
ίδιοι, και δεν υπήρχε ‘ούτε
άλλη ἀνθρωπεία τέχνη οὐδεμία’, η οποία να βοηθά (47.4). Αυτή
είναι η γλώσσα της τέχνης, αλλά αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των
ιατρών για την τέχνη τους ο ιστορικός δηλώνει ότι δεν ωφελούσαν σε
τίποτα. Αυτό δεν δείχνει τόσο τη μη εξοικείωση με την ιατρική θεωρία εκ
μέρους του Θουκυδίδη όσο την ανεξαρτησία του.
Ουσιαστικά λοιπόν απορρίπτει θεωρίες περί της φύσεως και της αιτίας του
λοιμού στο κεφ. 48: ‘Αφήνω στον καθένα, γιατρό ή αδαή, να εξηγήσει κατά
τα όσα ξέρει (λεγέτω ...
ὡς ἕκαστος γιγνώσκει) από πού ήρθε και ποια ήταν η αιτία της
λοιμικής που προκαλούσε τέτοιαν αναταραχή στον οργανισμό, οδηγώντας τον
από την υγεία στον θάνατο. Εγώ, που αρρώστησα ο ίδιος και είδα, με τα
μάτια μου, άλλους ν’ αρρωσταίνουν, θα περιγράφω (δηλώσω) την αρρώστια
και τα συμπτώματά της, ώστε αν τύχει και ξανάρθει ποτέ να τα έχει ο
καθένας υπ’ όψη του και να ξέρει την αρρώστια για να πάρει καλά τα μέτρα
του’ (48.3).
Η ιδέα ότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί καμιά αιτία επαναλαμβάνεται πάλι
στο χωρίο 49.2 (ἀπ’
οὐδεμιᾶς προφάσεως),
Τόσο το ύφος όσο και οι παρατηρήσεις είναι πολύ ενδιαφέρουσες για τη
σχέση του Θουκυδίδη με την ιατρική έρευνα και τις πνευματικές τάσεις της
εποχής του. Το είδος της έκφρασης ‘άλλοι να αποφασίσουν’, ‘αφήστε τον
καθέναν να αποφασίσει για τον εαυτόν του’ είναι μια τεχνική η οποία
υποδηλώνει ανεκτικότητα ή απουσία δυσπιστίας και που χρησιμοποιούν ο
Ηρόδοτος και ενίοτε διάφορα πρώιμα ιατρικά συγγράμματα με μάλλον
πολεμικό τόνο.
Στην αρχή ήδη των Ιστοριών του ο Ηρόδοτος γράφει π.χ. ‘και εγώ δεν έχω
σκοπό να πω αν τα πράγματα έγιναν έτσι ή αλλιώς. Ξέρω όμως ... θα
προχωρήσω στη διήγησή μου (προβήσομαι)...’
(1.5-3). Το Περί φύσιος
ἀνθρώπου αρχίζει εμφατικά, ‘όποιος έχει συνηθίσει να ακούει
όσους συζητούν για τη φύση του ανθρώπου πέραν από τη σχέση της με την
ιατρική δεν θα βρει ενδιαφέρον το παρόν έργο ... Αυτά τα αφήνω σε αυτούς
οι οποίοι επιθυμούν να τα διηγηθούν’ (1.1 κ.ε.). Αυτό φαίνεται ότι είναι
ένας εμφατικός τρόπος για να δηλώσει κανείς ότι ο συγγραφέας του ανά
χείρας έργου κάνει κάτι το διαφορετικό —και απορρίπτει τους προ-
κατόχους του - πράγμα που πρέπει να φανταστούμε ότι αποτελεί στοιχείο
του επιστημονικού λόγου του ύστερου 5ου αιώνα. Φαίνεται να είναι απίθανο
να είναι κυρίως μια συνήθεια των ιατρικών συγγραφέων: πρόκειται προφανώς
για ένα ευρύτερο πνευματικό ύφος κοινό σε διάφορους χώρους - της
ιατρικής, της σοφιστικής, της ιστορίας - το οποίο χρησιμοποιείται για
την εύρεση της αλήθειας. Όπως σε αυτά τα δύο παραδείγματα, ο Θουκυδίδης
το χρησιμοποιεί ως μέσον για να δώσει έμφαση στις πολύ πιο σημαντικές
προθέσεις του: αυτός, παρ’ όλα αυτά, θα δείξει πώς πραγματικά προχώρησε.
Παρομοίως, η πρωτοπρόσωπη δήλωση και η αξίωση αξιοπιστίας του Θουκυδίδη
λόγω της προσωπικής του εμπειρίας απαντούν πολύ σπάνια στο έργο του, ενώ
είναι πολύ κοινά στον Ηρόδοτο. Ακόμη και στην αφήγηση των πολιτικών
γεγονότων τα οποία έζησε ο ίδιος και για τα οποία είχε προσωπική
εμπειρία θεώρησε σωστό να μην επαφίεται μόνο στη δική του εμπειρία και
ανάμνηση (1.22). Στο 4ο βιβλίο κάνει λόγο για τις ενέργειές του ως
στρατηγού στο τρίτο πρόσωπο, ενώ αυτό θεωρείται - πολύ εύλογα - ένας
τρόπος να ενισχύσει το κύρος και την αντικειμενικότητά του.
Στην περίπτωση όμως του λοιμού τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Ο
Θουκυδίδης εδώ επανέρχεται σε μια εμφατική προσωπική δήλωση: η εμπειρία
του στοιχειοθετεί το κύρος του και ο ειρμός του χωρίου 2.48.3
αντιπαραβάλλει με αποτελεσματικό τρόπο τη φύση της αφήγησής του, η οποία
αντλεί από τις δικές του εμπειρίες και παρατηρήσεις, προς τα άλλα
ζητήματα, τα οποία άλλοι θα επιθυμούσαν να συζητήσουν. Φαίνεται να
υιοθετεί εδώ το ύφος και τη μέθοδο που απαντούν συχνά στα ιατρικά έργα
του 5ου αιώνα και συνιστούν μέσα της ιατρικής ρητορικής. Το πρωτοπρόσωπο
ύφος των επιχειρημάτων στις πρώτες ιατρικές πραγματείες είναι ένα
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τεχνικής τους, κυρίως στα πιο ρητορικά
τμήματα (π.χ. Περί
φύσιος ἀνθρώπου, Περί ἀρχαίας ἰατρικῆς, Περί τέχνης, Περί φυσῶν).
Εμπειρία στο πρώτο πρόσωπο ή αυτοψία απαντούν στα λιγότερο ρητορικά
έργα: τα Περί Επιδημιών Α' και Γ δείχνουν συχνά ότι ο συγγραφέας έχει
προσωπικά γνώση (π.χ. Περί Επιδημιών Α', κεφ. 14, 1.14: ‘Δεν γνωρίζω
ούτε μία περίπτωση ... η οποία να αποδείχθηκε μοιραία, εφόσον έγινε η
κατάλληλη αφαίμαξη’).
Το Περί φύσεως παιδιού μας προσφέρει μια σύντομη (και πολύ αινιγματική)
αφήγηση της εμπειρίας του συγγραφέα ως απόδειξη (κεφ. 13). Κατά κάποιον
τρόπο, λοιπόν, ο Θουκυδίδης παρουσιάζει τον εαυτό του ως ιατρικό
συγγραφέα με το δικό του ανεξάρτητο, πρωτότυπο ύφος με την αφήγησή του
βασισμένη στη δική του, προσωπική εμπειρία.
Είναι λοιπόν εύλογο να σκεφθούμε ότι ο Θουκυδίδης γνωρίζει
συγκεκριμένους τύπους λόγου και ύφους - όχι μόνον ειδικά λεξιλόγια - που
συνδέονται με ιατρικές συζητήσεις. Το δείχνει αυτό καταφεύγοντας ενίοτε
σε αυτό το ύφος στην αφήγηση του λοιμού και παρεκκλίνοντας από το
συνηθισμένο ύφος της δικής του αφήγησης. Ή ίσως αυτό το ύφος να αποτελεί
μέρος ενός γενικότερου πνευματικού ύφους που υπαγορεύεται από την
εγγύτητα των σχέσεων μεταξύ ιατρικής και άλλων τομέων επιστημονικής
έρευνας της εποχής εκείνης. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιεί
αυτήν τη γλώσσα για να προχωρήσει περαιτέρω, να απορρίψει τους ιατρούς,
οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να θεραπεύσουν τους ασθενείς, όπως και για να
δώσει τη δική του εκδοχή της ασθένειας, δίχως να εμπλακεί σε θεωρητικές
συζητήσεις σχετικά με περιπτώσεις οι οποίες δεν είχαν μεγάλη αποδεικτική
αξία κατά τη γνώμη του.
Όλα αυτά συνάδουν με το γεγονός ότι ο λοιμός αποτελεί ένα μέρος της
Ιστορίας ως τραγωδία και πάθος σχεδόν πέρα από κάθε λογική (όπως έχουν
υποστηρίξει ο Parry και άλλοι). Και ακριβώς
για αυτόν τον λόγο ο Θουκυδίδης γράφει ότι θα τον περιγράφει κατά
τέτοιον τρόπο ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να τον αναγνωρίσουν.
Ακόμη και όταν αναφέρεται στην ιδιαίτερη φύση της ασθένειας υπάρχει
ακόμη μια ιατρική συνδήλωση. Ο Demont έκανε
μια πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση σχετικά με την έμφαση του Θουκυδίδη στο
χωρίο 2.50.1, όπου ο λοιμός περιγράφεται σαν κάτι που ήταν περισσότερο
από ό,τι μπορούσε να αντέξει η ανθρώπινη φύση (μια παράξενη πρόταση:
τά τε ἄλλα χαλεπωτέρως ἤ
κατά ἀνθρωπείαν φύσιν προσέπιπτεν ἑκάστῳ), και τη σχέση της
έμφασης αυτής με την υπογράμμιση του γεγονότος ότι ο λοιμός προσέβαλλε
τα ζώα και τα πτηνά. Για αυτό το τελευταίο γεγονός ο Θουκυδίδης προσάγει
αποδείξεις με τρόπο που δεν συνηθίζει (2.50.1-2). Από τη στιγμή που ο
λοιμός είχε μεταδοθεί, για να μιλήσουμε με τη σύγχρονη ορολογία, από το
ένα είδος στο άλλο, πραγματικά υπερέβαινε τις δυνατότητες κατανόησης. Ο
Demont επισημαίνει μια σημαντική συζήτηση στο
ρητορικό σύγγραμμα Περί
φυσῶν (κεφ. 6) σχετικά με το είδος του πυρετού ο οποίος είναι
κοινός, δηλαδή τον λοιμόν, και του οποίου η αιτία πιστεύει ότι είναι ο
αέρας.
Ο συγγραφέας συζητά μια ενδεχόμενη αντίρρηση στη θεωρία αυτή, η οποία
είναι αποκαλυπτική: γιατί ορισμένες ασθένειες προσβάλλουν μόνον ένα
είδος; Στη συνέχεια προτείνει μια απάντηση. Αυτό σημαίνει ότι για το
κοινό του, το οποίο είναι μάλλον μορφωμένο, ο λοιμός ήταν μια καθαρά
ανθρώπινη ασθένεια. Εάν αυτό ήταν η κρατούσα άποψη των ιατρών και γενικά
των μορφωμένων ανθρώπων, τότε ο Θουκυδίδης φαίνεται να εννοεί ακριβώς
αυτό όταν ισχυρίζεται ότι ο λοιμός τελικά πέρασε το φράγμα των ειδών. Με
άλλα λόγια, πίσω από τους ισχυρισμούς του Θουκυδίδη σχετικά με τη δύναμη
του λοιμού λανθάνει ένα έμμεσο σχόλιο για το τι πιστευόταν τότε. Γράφει
συνεπώς, όπως υπογραμμίζει και ο Demont, ότι ο
λοιμός υπερβαίνει τις κατηγορίες και τις δυνατότητες της τότε ιατρικής
σκέψης. Μας προσφέρει ουσιαστικά μια εικόνα του λοιμού που μοιάζει
περισσότερο με την εικόνα του λοιμού στο έπος και την τραγωδία,
αλλά το κάνει με τη σχολαστική γλώσσα και τις αποδείξεις του
‘επιστημονικού’ λόγου της εποχής του.
Η εντύπωση ότι ο Θουκυδίδης ‘διεξήγαγε ιατρική έρευνα’ ενισχύεται από το
γεγονός ότι στην αφήγησή του αναγνωρίζει ότι ο λοιμός μεταδίδεται.
Επίσης καταγράφει αυτό το οποίο η σύγχρονη ιατρική ονομάζει επίκτητη
ανοσία - όποιος είχε ασθενήσει από τον λοιμό και επιζούσε, δεν νοσούσε
πάλι, ή εάν νοσούσε, η ασθένεια ήταν ήπια.
Η αρχή της μεταδοτικότητας μιας ασθένειας ήταν εν πολλοίς άγνωστη και
δεν αναγνωριζόταν από τους διαφόρους ιπποκρατικούς συγγραφείς, κατά τους
οποίους η ασθένεια οφειλόταν σε διαταραχή της ισορροπίας των υγρών ή των
φυσών ή της δίαιτας. Καθόλου περίεργο λοιπόν που ο Θουκυδίδης είχε
αρνητική άποψη για την αποτελεσματικότητα των ιατρών, εάν οι Αθηναίοι
ιατροί συμμερίζονταν τις ιπποκρατικές θεωρίες. Το να παραθέσουμε αυτήν
την ανακάλυψη του Θουκυδίδη για να υποστηρίξουμε ότι ήταν ενημερωμένος
για την τρέχουσα ιατρική θεωρία θα ήταν άτοπο. Ο Θουκυδίδης είχε τη δική
του ιατρική θεωρία, η οποία ανταγωνιζόταν προφανώς τις θεωρίες των
ιατρών. Υπαινίσσεται στο επίπεδο του λεξιλογίου, του ύφους και της
μεθόδου ότι γνώριζε πολύ καλά τι έκανε η ιατρική τέχνη. Ήταν όμως επίσης
και ο ίδιος σε θέση να κάνει το ίδιο, και μάλιστα καλύτερα. Διάφοροι
συγγραφείς του ύστερου 5ου αιώνα είχαν θεωρίες για την ιατρική και την
υγεία, όπως ο Γοργίας ή ο Πρόδικος.
Ένας άλλος ήταν ο Θουκυδίδης. Ένα σύγγραμμα όπως το
Περί φύσιος ἀνθρώπου
έχει τόσο μεγάλες οφειλές στη φιλοσοφία, ώστε ο αυτοπροσδιορισμός
του ιδίου του συγγραφέα είναι εκείνος ο οποίος το χαρακτηρίζει ως
ιατρικό σύγγραμμα. Έτσι εξηγείται για ποιον λόγο τα ιπποκρατικά κείμενα
επιμένουν ότι η ιατρική είναι μια τέχνη ξεχωριστή από τη φιλοσοφία.
Υπάρχουν αναλογίες μεταξύ της θουκυδίδειας αφήγησης του λοιμού και των
στόχων της Ιστορίας του; Όπως έχει συχνά παρατηρηθεί, ο Θουκυδίδης
ήλπιζε απλώς ότι οι άνθρωποι θα ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν την
ασθένεια αν εμφανιζόταν ξανά (2.48.3). Αυτό θυμίζει το γεγονός ότι οι
ιπποκρατικές πραγματείες εστιάζουν μάλλον στη διάγνωση και μάλιστα στην
πρόγνωση παρά στη θεραπεία: ήταν σημαντικό να γνωρίζει κανείς την
εξέλιξη της ασθένειας, έτσι ώστε να προετοιμάσει τον ασθενή για αυτά τα
οποία θα συνέβαιναν και για να γνωρίζει εάν ο θάνατος θα ήταν η
αναπόφευκτη έκβαση. Αυτό είναι παρόμοιο με τη διατύπωση της ελπίδας εκ
μέρους του Θουκυδίδη ότι αυτοί ol οποίοι
θέλουν να αποκτήσουν σαφή γνώση του παρελθόντος και του μέλλοντος θα
θεωρήσουν το έργο του χρήσιμο (1.22.4)· δηλαδή, μήπως κατέγραφε απλώς τα
συμπτώματα ή γεγονότα, χωρίς να υποθέτει ότι υπάρχει θεραπεία ή η
ικανότητα να αλλάξει η φορά της ανθρώπινης ιστορίας, δίχως να προσφέρει
μαθήματα ηθικής, όπως ακριβώς δεν υπήρχε καμιά θεραπεία του λοιμού, αλλά
δυνατή ήταν μόνον η σαφής περιγραφή;
Αυτό είναι μάλλον υπερβολικό και ίσως τονίζει υπέρ το δέον την αναλογία
με την ιατρική. Διότι έχουμε διαπιστώσει ότι ο Θουκυδίδης θέτει κατά
μέρος την εξέταση των αιτίων του λοιμού, αλλά αυτό δεν ισχύει για την
υπόλοιπη Ιστορία, στην οποία κανείς δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί ότι ο
Θουκυδίδης δείχνει ενδιαφέρον για την ιστορική αιτιότητα. Όσον αφορά
τους ιατρούς οι οποίοι ασχολούνται με την πρόγνωση είναι αλήθεια ότι η
πρόγνωση ήταν εν μέρει σημαντική για να γνωρίζουν εκ των προτέρων εάν
μια ασθένεια ήταν ανίατη. Οι ιατροί όμως πίστευαν κατά βάση ότι ήταν σε
θέση να βοηθήσουν, να θεραπεύσουν και να βελτιώσουν την υγεία των
ανθρώπων (όπως αποδεικνύει οποιαδήποτε ιπποκρατική πραγματεία). Η
εστίαση στην πρόγνωση δεν είναι ένδειξη απαισιοδοξίας, δεν γίνεται για
λόγους καταγραφής, αλλά για να προσφερθεί βοήθεια. Εν πάση περιπτώσει, ο
λοιμός παρουσιάζεται ως εξαίρεση, ως ανεπίδεκτος λογικής εξήγησης και ο
Θουκυδίδης τον περιγράφει ως πέρα από οποιαδήποτε θεραπεία λόγω της
τρομερής του φύσης. Ο τρόπος με τον οποίον εισέβαλε στην Αθήνα εντελώς
απρόσμενα συνετέλεσε στην κάμψη της δύναμης των Αθηνών μετά τον θάνατο
του Περικλή.
Αυτό δεν χρειάζεται να ερμηνευθεί ως μέρος των προσδοκιών του Θουκυδίδη
σχετικά με τη χρησιμότητα της Ιστορίας του εν γένει.
Ο Θουκυδίδης αποκλίνει σημαντικά, παρ’ όλα αυτά, από οποιοδήποτε ιατρικό
πρότυπο στην ανάλυση των κοινωνικών και ηθικών συνεπειών του λοιμού· το
μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης του λοιμού αφορά τις ψυχολογικές,
κοινωνικές και θρησκευτικές επιπτώσεις και αποτελέσματα (τμήματα των
κεφ. 51, 52, 53) και όχι τη φυσική εξέλιξη της ασθένειας καθαυτήν. Ο
Θουκυδίδης υπογραμμίζει την σημασία της
ἀθυμίας, της
αποθάρρυνσης, η οποία βοήθησε στην εξάπλωση και την επικράτηση της
ασθενείας και η οποία - όπως τονίζει - αφαιρούσε από τους ανθρώπους τη
δύναμη να αντισταθούν στην ασθένεια (2.51-4). Ισχυρίζεται ότι αυτή η
αποθάρρυνση ήταν η αιτία της μεγάλης θνησιμότητας (καί
τό πλεῖστον φθόρον τοῦτο ἐνεποίει, 51.4). Αυτοί οι οποίοι
επιζούσαν πίστευαν αντιθέτως τον εαυτό τους ιδιαίτερα τυχερό (51.6). Η
συγκέντρωση κατοίκων στην Αθήνα από τις εκτός πόλης περιοχές επέτεινε
τις συνέπειες της ασθένειας και το ίδιο έκαναν ο καύσωνας και τα
πρόχειρα καταλύματα (52.1-2). Θρησκευτικά και εγκόσμια θέματα,
θρησκευτικές συμβάσεις - όλα παραμελούνταν μέσα στην καταστροφή, ενώ οι
νόμοι οι σχετικοί με την ταφή παραβιάζονταν (52.4). Τελικά, γράφει, ο
λοιμός εισήγαγε ή μάλλον αποτέλεσε το έναυσμα άλλων μορφών ανομίας στην
πόλη, διαφθοράς ηθών, παραμέλησης της τιμής (πρῶτον
τε ἦρξε ... τό νόσημα, 53.1).
Ούτε φόβος των θεών, ούτε του νόμου των ανθρώπων’ δεν απέτρεπε τους
ανθρώπους, διότι όλοι είχαν καταλάβει ότι το να τιμούν τους θεούς δεν
είχε αποτελέσματα, ενώ δεν ήταν βέβαιο ότι θα ζούσαν αρκετά για να
τιμωρηθούν από τους ανθρώπους (53.4:
θεῶν δέ φόβος ἤ ἀνθρώπων
νόμος οὐδείς ἀπεῖργε).
Δύο σημεία πρέπει να τονισθούν εδώ σε σχέση με την ιατρική της εποχής
εκείνης. Πρώτον ότι η αποθάρρυνση δεν είναι άγνωστη στους ιατρικούς
συγγραφείς και δεύτερον ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι πίστευαν πως κάτι
τέτοιο ίσως επηρεάζει την πορεία της ασθενείας. Πρώιμα ιπποκρατικά
κείμενα καταγράφουν την ψυχική κατάσταση, μερικές φορές την έλλειψη
ψυχικής δύναμης ή την κατάθλιψη.
Το Περί ἱερῆς νούσου
ισχυρίζεται ότι οι φόβοι και τα άγχη δημιουργούνται σωματικά ύστερα από
μια μεταλλαγή στον εγκέφαλο (κεφ. 18, 1.8 κ.ε. έκδοση
Loeb) και ότι ο φόβος του μυστηριώδους επηρεάζει τη σωματική
κατάσταση - προκαλεί ακόμη και σπασμούς (κεφ. 13, 1.15 κ.ε.). Ενώ όμως
στο Περί ἱερῆς νούσου
ο συγγραφέας εστιάζει στην ομοιομορφία των νόμων της φύσης και στην
άποψη ότι φυσικές αιτίες και όχι οι θεοί πίσω κρύβονται από την
επιληψία, αναγνωρίζει συγχρόνως ότι η ψυχική κατάσταση είναι δυνατό να
προκαλέσει ασθένεια. Γενικά, όπως έδειξε ο von Staden,
ο ασθενής των ιπποκρατικών πραγματειών πρέπει να συνεργασθεί με τον
ιατρό του για να καταπολεμήσει την ασθένεια, καθόσον ένα είδος
πνευματικής και συναισθηματικής αντίστασης βοηθά τη διαδικασία της
ίασης.
Ωστόσο, παρόλο που ο συγγραφέας του Περί τέχνης φθάνει στο σημείο να
ισχυρίζεται ότι αυτός που ασθενεί σοβαρά δεν θα αντέξει διότι φοβάται
(κεφ. 7.3 J), προσπαθεί πραγματικά να
απαλλάξει τον ιατρό λέγοντας ότι ο ασθενής είναι εκείνος που λόγω της
ασθένειάς του είναι ανίκανος να ακολουθήσει τις οδηγίες του ιατρού. Παρ’
όλα αυτά, ή ίσως ακριβώς λόγω αυτών των υποδείξεων, η αντίθεση με τον
Θουκυδίδη είναι ακόμη πιο εμφανής: ο Θουκυδίδης θεωρεί την
ἀθυμίαν
σημαντική αιτία, έναν περαιτέρω θανατηφόρο παράγοντα στην εξέλιξη της
ασθένειας. Είναι προφανές ότι αυτό είναι ένας νεωτερισμός του Θουκυδίδη.
Εστιάζοντας στα αποτελέσματα τα οποία είχε ο λοιμός στους κοινωνικούς
θεσμούς, την ευπρέπεια και τη συμπεριφορά, τα θρησκευτικά έθιμα, ακόμη
και στην πίστη στους θεούς, ο Θουκυδίδης προχωρά πολύ πιο μακρυά από
αυτά τα οποία θα ενδιέφεραν τους ιατρικούς συγγραφείς. Εστιάζει και
δίνει μεγάλη έμφαση στην καταγραφή αυτών των συνεπειών, ώστε η
φυσική-ιατρική περιγραφή του λοιμού να ωχριά μπροστά τους. Ο Θουκυδίδης
θεωρεί πιο σημαντικές τις μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Υπήρξε πάντοτε δελεαστικό να ερμηνεύσει κανείς αυτήν την επιμονή στον
κλονισμό των νόμων, των κοινωνικών συμβάσεων, ως αποτέλεσμα της
σοφιστικής ενασχόλησης με τον νόμον και με τη σχέση μεταξύ νόμου και
φύσεως. Υπάρχουν αναλογίες με τις θεωρίες για την εξέλιξη της πρώιμης
κοινωνίας των ανθρώπων ως προς το ότι η ανάλυση του Θουκυδίδη για τα
στοιχεία τα οποία διατηρούν την κοινωνία ενωμένη απαντά και στη θεωρία
και τις ιδέες του Πρωταγόρα σχετικά με την ανθρώπινη κοινωνία (Πλάτων,
Πρωταγόρας) και στις θεωρητικές υποθέσεις τις σχετικές με την εξέλιξη
του πολιτισμού στο Περί αρχαίας ιατρικής.
Η παρατήρηση του Θουκυδίδη σχετικά με τον φόβο των θεών, ο οποίος
εξαφανίστηκε με τον λοιμό, μας θυμίζει τη ριζοσπαστική θεωρία του
κεντρικού χαρακτήρα στον Σίσυφον του Κριτία, σύμφωνα με την οποία οι
θεοί ήταν εφεύρεση κάποιο σοφού ο οποίος ήθελε να είναι βέβαιος ότι οι
άνθρωποι δεν θα συμπεριφέρονταν λανθασμένα, ακόμη και εάν δεν
αποκαλύπτονταν οι ανομίες τους (88 Β 25 DK). Ο
Θουκυδίδης δεν ισχυρίζεται ότι οι θεοί ήταν εφεύρεση, αλλά πάντως δεν
κάνουν τίποτα για να βοηθήσουν με τον λοιμό και δηλώνει με συγκλονιστική
απλότητα ότι ο φόβος των θεών δεν συγκρατούσε πλέον τους ανθρώπους,
διότι έβλεπαν τους ευσεβείς και τους ασεβείς να πεθαίνουν εξίσου
(2.53.4). Αυτό σημαίνει ότι - ανεξάρτητα από την προσωπική του άποψη για
τους θεούς - ήταν πεπεισμένος για τη χρησιμότητα της θρησκευτικής πίστης
και τη σημασία της για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Ίσως υπάρχει
κάποια σχέση με άλλους φιλοσόφους της εποχής του οι οποίοι
πραγματεύτηκαν το ευαίσθητο ζήτημα της προέλευσης της θρησκευτικής
πίστης, όπως π.χ. ο Δημόκριτος, ο οποίος πίστευε ότι η πίστη στους θεούς
προερχόταν εν μέρει από τον φόβο της βίας της φύσης,
ή ο Πρόδικος, ο οποίος πίστευε ότι η πίστη είχε τις ρίζες της στην
ευγνωμοσύνη για τα οφέλη της φύσης. Ο Θουκυδίδης όμως εστιάζει στον φόβο
και θέτει την ψυχολογία στη βάση της κοινωνίας των ανθρώπων. Θεωρούμενος
βασική δύναμη στην κοινωνία από τον Hobbes
στον Leviathan, ο φόβος είναι επίσης κεντρικό
στοιχείο στο απόσπασμα του Σίσυφου (βλ. παραπάνω) και σε μικρότερη
έκταση στον Δημόκριτο.
Η εστίαση του Θουκυδίδη στην
ἀνομίαν,
δημιουργεί μια εικόνα των νέων εξελίξεων, η οποία αντικατοπτρίζει το
κοινωνικό συμβόλαιο που προτείνεται από μερικούς σοφιστές, και ιδίως από
τον Πρωταγόρα. Ίσως βέβαια τονίζει αυτήν την
ἀνομίαν πολύ
περισσότερο από τους σημαντικότερους σοφιστές (όσο είναι δυνατόν να
εκτιμήσουμε), και έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η
ἀνομία είναι ένα
αφηρημένο ουσιαστικό
ἰδίῳ δικαιώματι και καταγράφεται από τους
Diels-Kranz μόνο στο απόσπασμα του
Σισύφου και στον Ανώνυμο Ιάμβλιχο;.
Το ενδιαφέρον του Ηροδότου για του νόμους διαφόρων λαών και η αποδοχή
της κεντρικής σημασία του νόμου στην ανθρώπινη κοινωνία (3-38) αποτελούν
έκφραση αισιοδοξίας σε σύγκριση με την εστίαση του Θουκυδίδη στην
κοινωνική διάλυση. Εν πάση περιπτώσει, ενώ οι σοφιστές ασχολούνταν με
αφηρημένες θεωρίες, ο Θουκυδίδης προχώρησε πολύ περισσότερο αναλύοντας
και περιγράφοντας την κατάρρευση της ευνομίας στη σύγχρονή του Αθήνα.
Αυτή η ανάλυση είχε ως βάση πληροφορίες και επιρροές από τις τρέχουσες
συζητήσεις περί της σημασίας του νόμου στην κοινωνία, της σχετικής αξίας
της φύσεως και από θεωρίες για την προέλευση της κοινωνίας. Παραμένει
όμως απολύτως θουκυδίδεια όσο αφορά τη σύλληψή της. Η ιδιαιτερότητα της
προσφέρει, όπως συμβαίνει λ.χ. με το χωρίο για τη στάσιν στην Κέρκυρα,
την εικόνα ενός παραδειγματικού αποσπάσματος, του οποίου τα ουσιαστικά
στοιχεία δεν είναι εύκολα ορατά στη λεπτομερειακή αφήγηση των γεγονότων
που ακολουθεί. Το γεγονός ότι η περιγραφή του λοιμού τελειώνει εμφατικά
με την περιγραφή των θρησκευτικών, πνευματικών και κοινωνικών της
συνεπειών, δηλ. με την κατάρρευση της κοινωνίας, υπογραμμίζει πόσο
πραγματικά διαφορετικός ήταν ο Θουκυδίδης από τους ιατρικούς συγγραφείς.
Ήταν σε θέση να χρησιμοποιεί τις μεθόδους και τη γλώσσα τους, αλλά για
τους δικούς του σκοπούς.