Ο Σκεπτικισμός των ελληνιστικών χρόνων
υποστήριζε ότι το μη προφανές δεν μπορεί να εξηγείται μέσα από
το προφανές. Υπό ένα γενικότερο πνεύμα τούτο παραπέμπει στην
απόρριψη κάθε προσπάθειας να εξηγείται το υφιστάμενο χωρίς
διερεύνηση. Διερεύνηση όμως για τους Σκεπτικούς δεν σήμαινε μια
συστηματική, δηλαδή λογοκρατική πλαισιοθέτηση του προς έρευνα
αντικειμένου, αλλά μια κατ’ αρχήν απόσταση από αυτό, με την
αίσθηση ότι αυτό που δεν γνωρίζω προς το παρόν θα επιδιώξω να το
διαπιστώσω. Κύριο γνώρισμα του Σκεπτικού είναι ότι μιλά
αποκλειστικά για λογαριασμό του εαυτού του και για τη δική του
άγνοια. Αναλογικά προς αυτή τη στάση μιλά μόνο για το παρόν, άρα
δεν ακινητοποιείται μέσα στην ομολογία της άγνοιάς του,
θεωρώντας την μη αναιρέσιμη, αλλά στέκεται διερευνητικά απέναντι
σ’ αυτή. Οι σχολές του σκεπτικισμού είναι δύο:
|