Πλάτων: ο ορισμός της φιλοσοφίας
Karl
Borman,
«Πλάτων»
(ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΥ – ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΑ, 2006, σ. 55-64)
[…]
Πιο λεπτομερή στοιχεία για την έννοια της “φιλοσοφίας” μπορούν
πάλι να αναζητηθούν στο χώρο των σοφιστών και του κύκλου του
Σωκράτη. Η φιλοσοφία νοείται εδώ κατ’ αρχήν ως
θεωρητική ενασχόληση εφόσον ασκείται με συστηματικό τρόπο,
όπως, λ.χ., η μόρφωση των νέων (Ευθύδ. 307a∙
Γοργ. 485a).
Η “φιλοσοφία” στην περίοδο αυτή δεν περιορίζεται σ’ ένα
συγκεκριμένο πεδίο: Η γεωμετρία είναι φιλοσοφία (Θεαίτ.
143d),
το ίδιο και η μουσική, δηλαδή η θεωρία της αρμονίας (Τιμ.
88c).
Στον Ξενοφώντα (Απομνημ. 4, 2, 23) ο Ευθύδημος
χαρακτηρίζει την ενασχόληση με ποιητές και σοφιστές ως τη δική
του “φιλοσοφία στο Συμπόσιον του Ξενοφώντα (Ι 5)
φιλοσοφία είναι η παιδεία που παρέχεται με αμειβόμενη διδασκαλία
από τους σοφιστές Πρωταγόρα, Γοργία, Πρόδικο και άλλους, ενώ ο
Σωκράτης θέλει να την αποκτήσει χωρίς να τον διδάξει κανείς. Τι
θεωρούσε ο λαός φιλοσοφία μπορούμε να το συμπεράνουμε
πολύ καθαρά από την Απολογία (23d)
του Πλάτωνα. Στο χωρίο αυτό επιρρίπτονται κατηγορίες στους
“φιλοσόφους” και συγκεκριμένα ότι ερευνούν ότι βρίσκεται πάνω
και κάτω από τη γη, δεν πιστεύουν στους θεούς και με την τέχνη
του λόγου τους βοηθούν στο να υπερισχύει το χειρότερο. Μ’ άλλα
λόγια, οι φιλόσοφοι είναι άθεοι και διαστρεβλωτές του δικαίου
και επιπλέον καταπιάνονται με μια επιστήμη που δεν ωφελεί
κανέναν σε τίποτα.
Δίπλα σ’ αυτήν την περιορισμένη
σημασία της λέξης (φιλοσοφία είναι η συστηματική, θεωρητική
δραστηριότητα) διατηρείται όμως και η αρχική σημασία της
λέξης (επιδίωξη της σοφίας ή της γνώσης), και η επιδίωξη της
σοφίας μπορεί να αντιπαραβληθεί προς την κατοχή της σοφίας ή της
γνώσης. Έτσι στον Φαίδρο (278d)
του Πλάτωνα λέγονται τα εξής: “Να τον ονομάσουμε βέβαια σοφό
εμένα μου φαίνεται πως είναι πολύ και αρμόζει μονάχα στο θεό∙ να
τον ονομάσουμε όμως φιλόσοφον ή κάτι παρόμοιο θα του
άρμοζε ίσως περισσότερο και θα ήταν πιο ανάλογο.” Η σοφία,
η οποία αποτελεί αντικείμενο μιας τέτοιας επιδίωξης, ταυτίζεται
με τη γνώση∙ πρβ. Θεαίτ. 145e:
“Είναι λοιπόν το ίδιο η γνώση και η σοφία; Ναι.”
Στο ερώτημα τι σημαίνει “φιλοσοφία”
στον Πλάτωνα θα μπορούσε κανείς, με βάση την παραπάνω τελευταία
πληροφορία, να αναμένει την απάντηση ότι η φιλοσοφία είναι η
επιδίωξη της σοφίας ή της γνώσης. Ο Πλάτων όμως δίνει
άλλη απάντηση: “Όσοι ασχολούνται με ορθό τρόπο με τη
φιλοσοφία φαίνεται ότι δεν καταγίνονται με τίποτε άλλο παρά με
το να πεθαίνουν και να είναι νεκροί, και τούτο οι άλλοι άνθρωποι
διόλου δεν το αντιλαμβάνονται” (Φαίδων 64a).
Η απάντηση αυτή δεν αποτελεί μόνο παράδοξο αλλά εγείρει κατ’
αρχήν εντονότατη αντίδραση: Αν έχουν έτσι τα πράγματα, ώστε
μέλημα των ίδιων των φιλοσόφων να είναι το να εξαφανιστούν
καλύτερα απ’ αυτή τη γη, τότε ας μην τους εμποδίσουμε καθόλου∙
ας φροντίσουμε να τους ξεφορτωθούμε όσο πιο γρήγορα γίνεται (Φαίδ.
64b).
Δεν μπορούμε όμως να βάλουμε τόσο εύκολα στην άκρη την
πληροφορία που μας δίνει ο Πλάτων. Τι εννοεί όταν χαρακτηρίζει
τη φιλοσοφία επιδίωξη του θανάτου; Θα προσπαθήσουμε να
κατανοήσουμε τα λόγια του με το να συλλογιστούμε τι
εννοεί με τη λέξη “θάνατος”.
Στον Φαίδωνα (64c)
ο θάνατος ορίζεται ως “χωρισμός της ψυχής από το σώμα”. Ο
άνθρωπος όσο ζει είναι άρα κάτι σύνθετο από ψυχή και σώμα. Το
σώμα ως οργανικό σώμα δεν είναι αφ’ εαυτού ζωντανό, αφού τα
στοιχεία από τα οποία συντίθεται δεν είναι ζωντανά. Πρέπει
λοιπόν να υπάρχει κάτι μη ταυτόσημο με το σώμα που να του δίνει
ζωή. Αυτή η αρχή της ζωής λέγεται ψυχή. Όσο βρίσκεται στο
σώμα, το σώμα είναι ζωντανό∙ ο ζων άνθρωπος μπορεί να
αντιλαμβάνεται και να σκέπτεται. Και αυτές οι ικανότητες πρέπει
να είναι ικανότητες της αρχής της ζωής∙ αν δηλαδή το σώμα δεν
είναι από μόνο του ζωντανό, τότε δεν κατέχει και από μόνο του
τις ικανότητες της αντίληψης και της σκέψης. Αν όμως συμβαίνει
αυτό, τότε δεν είναι το ανθρώπινο σώμα εκείνο που κάνει τον
άνθρωπο άνθρωπο∙ η αρχή του να είναι κανείς άνθρωπος είναι
μάλλον η ψυχή∙ αυτή είναι ο άνθρωπος με την ουσιαστική
έννοια. Αν τώρα θέσουμε παραπέρα το ερώτημα τι ξεχωρίζει τον
άνθρωπο ως έμψυχο ον από τα άλλα έμβια όντα, όπως τα φυτά και τα
ζώα, είναι προφανές ότι ο άνθρωπος έχει ως κοινό στοιχείο με τα
ζώα και τα φυτά το ζην∙ την ικανότητα της αισθητηριακής
αντίληψης την έχουν και τα ζώα∙ μόνο στον άνθρωπο ανήκει ο νους.
Ακόμη κι αν δεν είναι ίσως δυνατόν να αρνηθούμε την ύπαρξη ενός
είδους νοημοσύνης στα πολύ εξελιγμένα ζώα, εν τούτοις μόνο ο
άνθρωπος μπορεί να νοήσει “εκείνο το οποίο είναι”. Τη νόηση
“εκείνου το οποίο είναι” την ονομάζει ο Πλάτων νόησιν ή
επιστήμην ή και φρόνησιν (καθαρή νοητική γνώση).
Αυτή τη γνώση δεν την αποκτούμε μέσω των αισθήσεων∙ γιατί οι
αισθήσεις μας αφήνουν πάντοτε να αντιλαμβανόμαστε μόνο ένα ον
που βρίσκεται κάθε φορά εδώ και εκεί, που αλλάζει τόπο και που
με το πέρασμα του χρόνου τα συστατικά του μεταβάλλονται, ένα ον
που γεννιέται και πεθαίνει. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι
“εκείνο το οποίο είναι”. “Εκείνο το οποίο είναι” δεν το
προσεγγίζουμε ποτέ με την αισθητηριακή αντίληψη, αλλά το
γνωρίζουμε μόνο όταν υπερβούμε την αντίληψη και το προσπελάσουμε
στην καθαρή σκέψη.
Αυτή η υπέρβαση της αισθητηριακής
αντίληψης ή η απόσυρση της ψυχής στον εαυτό της, το να
“περισυλλέγεται (η ψυχή) από κάθε σημείο του σώματος και να
συγκεντρώνεται” (Φαίδ. 67c),
διαταράσσεται όχι μόνο από την αισθητηριακή αντίληψη αλλά
επίσης, και προπάντων, από τον πόνο, την επιθυμία (Φαίδ.
65c)
και γενικά από καθετί που προέρχεται από το σώμα∙ πρβ. Φαίδ.
66b-c:
“Το σώμα μας γεννά μύριες ασχολίες εξαιτίας της τροφής που του
χρειάζεται∙ κι επιπλέον, αν μας βρουν ασθένειες, μας φέρνουν
εμπόδια στη θήρα του όντος. Με έρωτες και με επιθυμίες και με
φόβους και με φανταστικές εικόνες κάθε λογής και με αναρίθμητες
ανοησίες μας γεμίζει σε τόσο βαθμό, ώστε πραγματικά (όπως
λέγεται συχνά στ’ αλήθεια) εξαιτίας του σώματος καμιά ποτέ ορθή
σκέψη δεν είμαστε σε θέση να σχηματίσουμε για τίποτα. Γιατί και
πολέμους και επαναστάσεις και μάχες τίποτε άλλο δεν τις προκαλεί
παρά το σώμα και οι επιθυμίες του∙ γιατί για την απόκτηση
χρημάτων και υλικών αγαθών γίνονται όλοι οι πόλεμοι, και τα
χρήματα και τα υλικά αγαθά αναγκαζόμαστε να τα αποκτούμε
εξαιτίας του σώματος […]. Γι’ αυτό επίσης μας λείπει ο
καιρός να αναζητήσουμε τη σοφία. Και το χειρότερο απ’ όλα
είναι ότι, και εάν κάποτε ευκαιρήσουμε από αυτό και αποφασίσουμε
να ασχοληθούμε με την έρευνα ενός πράγματος, πάλι στις
αναζητήσεις μας μπαίνοντας παντού στη μέση προκαλεί θόρυβο και
ταραχή και μας ταλαιπωρεί τόσο, ώστε να μη μπορούμε εξαιτίας του
να διακρίνουμε καθαρά το αληθές. […] Εάν κάποτε θέλουμε να
φθάσουμε στην καθαρή γνώση ενός πράγματος, πρέπει να απαλλαγούμε
από το σώμα και με μόνη την ψυχή μας να αντικρύσουμε αυτά
καθεαυτά τα πράγματα.” Αλλά απελευθέρωση της ψυχής από το
σώμα είναι ο θάνατος. Η φιλοσοφία ως επιδίωξη του θανάτου
είναι επομένως η απελευθέρωση της ψυχής από τα πάθη και τις
ανάγκες του σώματος, η υπέρβαση της αισθητηριακής αντίληψης και
η προσπάθεια να γνωρίσουμε στην καθαρή σκέψη “εκείνο το οποίο
είναι”.
Από αυτό γίνεται σαφές ότι, όσο η
ψυχή είναι συνδεδεμένη με το σώμα, είμαστε μεν πολύ κοντά στη
γνώση της αλήθειας όταν η ψυχή παραιτείται όσο γίνεται από τη
σχέση με το σώμα, αλλά σε τούτη τη ζωή το μόνο που μπορούμε
πάντα είναι να πλησιάζουμε την αλήθεια∙ γιατί όσο η ψυχή
είναι ενωμένη με το σώμα δεν μπορεί ποτέ να αποσυρθεί στον εαυτό
της, έτσι ώστε να διακοπεί εντελώς η σχέση με το σώμα. Τέλεια
γνώση “εκείνου το οποίο είναι” επιτυγχάνεται μόνο όταν η ψυχή
αποκοπεί εντελώς από τη συνένωση με το σώμα, δηλαδή μετά το
φυσικό θάνατο. Από αυτό όμως δεν επιτρέπεται να συναχθεί το
εύλογο συμπέρασμα ότι όποιος επιδιώκει τη σοφία πρέπει να
αυτοκτονήσει (Φαίδ. 61c),
για να μπορέσει έτσι να φτάσει όσο πιο γρήγορα γίνεται στη γνώση
“εκείνου το οποίο είναι”. Το ότι η ψυχή είναι τρόπον τινά
φυλακισμένη στο σώμα ερείδεται σε θέσπισμα όχι ανθρώπινο.
Όπως ο νομοταγής πολίτης –ο Σωκράτης είναι το
πρότυπο- δεν επιτρέπεται να δραπετεύσει από τη φυλακή, ακόμα
κι αν του δίνεται αυτή η δυνατότητα (πρβ. Κρίτ. 50a
κ.ε.), έτσι και η ψυχή πρέπει να περιμένει με καρτερία εντός
του σώματος, μέχρις ότου, μέσω πάλι ενός μη ανθρώπινου
θεσπίσματος, ελευθερωθεί απ’ αυτό. Ένα μη ανθρώπινο
θέσπισμα είναι “θείο” θέσπισμα∙ η ψυχή επομένως πρέπει να
παραμείνει στο σώμα, μέχρις ότου ο θεός ή οι θεοί ορίσουν να
ελευθερωθεί από αυτό.
Για να διασαφηνίσουμε την τελευταία
ιδέα ας εξετάσουμε με συντομία τη σημασία των λέξεων θείος
και θεός. Διαβάζοντας τις λέξεις αυτές στη μετάφρασή τους
(θεός, θεός) και γνωρίζοντας ότι οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν σε
πολλούς θεούς, θα τους φανταστούμε σαν μια λίγο-πολύ φιλική,
άλλοτε πάλι μοχθηρή ομάδα υπεράνθρωπων όντων, η οποία κατά βάση
φέρεται σαν τους ανθρώπους∙ και θα θέσουμε τότε το ερώτημα πως
είναι δυνατόν φιλόσοφοι σαν τον Πλάτωνα να μιλούν ακόμη σοβαρά
για θεό ή θεούς. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι
ότι οι λέξεις θεός και θείος σημαίνουν καθετί
υπεράνθρωπο, αιώνιο και αθάνατο. Κάθε δύναμη που υπάρχει πριν
από τη γέννησή μας και θα υπάρχει μετά το θάνατό μας μπορούσε να
χαρακτηριστεί θεός ή θείος∙ και πράγματι, οι
περισσότερες απ’ αυτές τις δυνάμεις αποκλήθηκαν με τις λέξεις
αυτές. Τέτοιες δυνάμεις προσωποποιήθηκαν, όχι μόνο φαινόμενα
όπως η βροχή, η καταιγίδα, η λιακάδα, οι ασθένειες κι ο θάνατος,
αλλά και ψυχικά ερεθίσματα που κάνουν τον άνθρωπο να καταλάβει
ότι βρίσκεται υπό την εξουσία ενός πράγματος που δεν μπορεί να
το ελέγξει. Ένα εξαίσιο ερωτικό, λ.χ., είναι έργο της Αφροδίτης∙
μια ασύνετη πράξη είναι ένδειξη του ότι ο Δίας έκανε το λογικό
του ανθρώπου ανίσχυρο κ.λπ. Κατά την αντίληψη αυτή ο άνθρωπος
είναι παίγνιο πανίσχυρων θεοτήτων που ασχολούνται όχι μόνο με τη
διακυβέρνηση του σύμπαντος, αλλά και προπάντων με τη διευθέτηση
των ανθρώπινων υποθέσεων. –Πιο σημαντικό από αυτό είναι όμως
ότι, […], η λέξη θεός έχει πρωτίστως κατηγορηματική
σημασία. Οι Έλληνες, αντίθετα από τους Εβραίους και τους
Χριστιανούς, δεν προέβαλαν πρώτα ως αξίωμα την ύπαρξη του θεού
προσπαθώντας κατόπιν να προσδιορίσουν τις ιδιότητές του ,
λέγοντας, π.χ., ότι “ο θεός είναι αγάπη”, αλλά, για να μείνουμε
στο ίδιο παράδειγμα, είπαν ότι “η αγάπη είναι θεός πρβ., π.χ.,
Ευριπ. Ελένη, στ. 560: “Τους δικούς σου να βρίσκεις είναι
θεός”. Αποκαλύπτεται εδώ ένας τρόπος σκέψης που συνδέει
αντικείμενα, καταστάσεις ή παραστάσεις με τέτοιο τρόπο που κατ’
αρχήν μας φαίνεται παράδοξος.
Για να διασαφηνίσουμε την πλατωνική
αντίληψη σχετικά με την ψυχή ας προσθέσουμε και τα ακόλουθα: Η
απομάκρυνση του φιλοσόφου από τη σωματικότητα θα μπορούσε να
κατανοηθεί ως φυγή από τον κόσμο και έτσι έχει ερμηνευθεί. Ο
Πλάτων όμως δεν ζητεί να αρνηθούμε τον κόσμο. Ο
φιλόσοφος, επειδή ακριβώς γνωρίζει ότι στην ένωση της ψυχής
με το σώμα η ψυχή έχει τα πρωτεία, μπορεί να αξιολογήσει ορθά
τη σωματική ζωή και να της αποδώσει τη θέση που της αρμόζει στην
ιεραρχία ψυχής και σώματος. Η φιλοσοφία είναι η ομοίωση
με το αιώνιο και αμετάβλητο. Το αιώνιο και αμετάβλητο είναι το
θείο. Επομένως, η φιλοσοφία είναι ομοίωση με το θείο.