Οι
Δημηγορίες
αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
Simon Hornblower
«ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ο ιστορικός και το έργο
του»
Λήψη του αρχείου
Στο προηγούμενο κεφάλαιο υποστήριξα ότι στον Θουκυδίδη υπάρχει μια
διαρκής αντινομία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές μεθόδους, την υποκειμενική
και την αντικειμενική, ανάμεσα στην επιθυμία να επιλέξει και να
«συγγράψει» με παραδειγματικό τρόπο και στην επιθυμία να καταγράψει με
πληρότητα. Οι δημηγορίες αποτελούν πρόσθετη απόδειξη ότι στο στήθος του
Θουκυδίδη χτυπούν δυο καρδιές. Συγκεκριμένα η περίφημη προγραμματική
δήλωση για τις δημηγορίες στο Βιβλίο Α
περιέχει μιαν ακόμη ανεξίτηλη αντινομία ανάμεσα στα κριτήρια της
υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας. Αναφέρει ότι έχει
καταγράψει εκείνα που κατά τη γνώμη του ταίριαζε (τα δέοντα, στην
κυριολεξία «ό,τι ήταν απαραίτητο») να παραθέσουν οι ομιλητές του,
παραμένοντας όσο το δυνατό πιο κοντά στο γενικό νόημα (ξύμπασα
γνώμη) αυτών που πραγματικά ειπώθηκαν (ἀληθῶς
λεχθέντα). Ορθά η δήλωση αυτή έχει χαρακτηριστεί διττή: «από
τη μια πλευρά το κριτήριο είναι απλώς η αλήθεια (αληθώς λεχθέντα), ενώ
από την άλλη η καταλληλότητα»
Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει για να απαλειφθεί η αντινομία. Ένας
μελετητής έχει παρατηρήσει σχετικά με τις δημηγορίες ότι πραγματική
ιστορική αντικειμενικότητα σημαίνει αναπαράσταση των γεγονότων, όπως
φαίνονται σε κάποιον να είναι αληθινά, κι έκανε λόγο για «ιδανική» αντί
για «εφήμερη» πραγματικότητα.
Μια τέτοια άποψη προσεγγίζει επικίνδυνα την ανώφελη άρνηση οποιασδήποτε
διαφοράς ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό. Παράλληλα, η
παρατήρηση ότι, αν ο Θουκυδίδης θέτει επιχειρήματα στα χείλη των
ομιλητών του (τά δέοντα),
το κάνει για να υπηρετήσει την ιστορική αλήθεια,
απαιτεί μια μάλλον ιδιαίτερη θεώρηση της έννοιας «ιστορική».
Οι ιστορικοί (και όχι οι μελετητές της λογοτεχνίας) τείνουν ενστικτωδώς
να προσδίδουν περισσότερο βάρος στο ερώτημα «τι ειπώθηκε πραγματικά» και
λιγότερο στο ερώτημα «τι ταίριαζε να ειπωθεί». Ισχυρίζονται για
παράδειγμα ότι ο Θουκυδίδης κάνει ό, τι μπορεί για να παραμείνει πιστός
στα αληθώς λεχθέντα.
Έχουν ακόμη προσπαθήσει και να τον απαλλάξουν από κάθε κατηγορία,
αρνούμενοι ολότελα ότι υπάρχει αντινομία: «Γύρω από τον κεντρικό πυρήνα
μιας δημηγορίας, την
ξύμπασα γνώμη της, το μοναδικό που επικρατεί είναι το
κριτήριο της καταλληλότητας».
Αυτό είναι οπωσδήποτε απαράδεκτο, αν υπονοεί ότι η
ξύμπασα γνώμη
ενδιαφέρει περισσότερο τον Θουκυδίδη απ' ό, τι ταιριάζει στην περίσταση,
δηλαδή ότι η μετοχή («παραμένοντας...») έχει μεγαλύτερη σημασία από την
κύρια πρόταση. Εξίσου όμως δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η κύρια
πρόταση βαραίνει περισσότερο από τη μετοχή. Στην πραγματικότητα υπάρχει
μια τέλεια και εξαιρετικά δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στα δύο μέρη της
φράσης. Συνεπώς, η μάχη ανάμεσα στην αντικειμενικότητα και την
υποκειμενικότητα, την οποία ανέπτυξα όταν εξέτασα την αφήγηση, είναι το
ίδιο έντονη και στις δημηγορίες. Στην ένσταση ότι ο Θουκυδίδης δεν
μπορεί να ήταν τόσο ανόητος, ώστε να του ξεφύγει μια τόσο εξόφθαλμη
αντινομία, μπορούμε να απαντήσουμε ότι η αντινομία μόνο εξόφθαλμη δεν
είναι· απαιτεί λεξιλόγιο, όπως οι όροι «υποκειμενικό» και
«αντικειμενικό», και, το πιο σημαντικό, μια συνειδητή διάκριση ανάμεσα
στον ιστορικό ως καταγραφέα γεγονότων και στο συγγραφέα που αποσκοπεί
στο εντυπωσιακά αληθοφανές, διάκριση που, όπως έχουμε δει, δεν είχε
διατυπωθεί μέχρι τον Αριστοτέλη - αν και η αξιοθαύμαστη τεχνική του
ίδιου του Θουκυδίδη μπορεί να έχει συμβάλει στη διατύπωσή της.
Ωστόσο εκείνοι των οποίων τα ενδιαφέροντα είναι περισσότερο λογοτεχνικά
παρά ιστορικά τείνουν να προσδίδουν έμφαση στα δέοντα, «αυτά που
αρμόζουν», παραμερίζοντας εντελώς μερικές φορές το «τι πραγματικά
ειπώθηκε». Μια σύγχρονη εξαιρετική ερμηνεία του Διαλόγου των Μηλίων
τονίζει ότι η έκφραση τα δέοντα εντάσσει αναμφισβήτητα τον Θουκυδίδη στη
ρητορική παράδοση και συγκρίνει τι είπε ο Γοργίας για την πρόθεσή του
στην Ελένη: να υποστηρίξει ορθά αυτό που αρμόζει (το δέον).
Και ο Ισοκράτης επίσης χρησιμοποιεί την ίδια έκφραση.
Αυτή η ρητορική προσέγγιση στον Θουκυδίδη διευκόλυνε εξαιρετικά την
κατανόηση των δημηγοριών. Πολλά κοινά σημεία μπορούν να διαπιστωθούν
ανάμεσα στα λόγια των αγορητών τού Θουκυδίδη και σε αυτά που εκφράστηκαν
από τους επαγγελματίες και θεωρητικούς της ελληνικής ρητορικής - τους
συγγραφείς των τραγωδιών, των δικανικών λόγων, των φιλοσοφικών διαλόγων
και των ρητορικών εγχειριδίων του 4ου αιώνα. Κανένας δεν μπορεί πια να
αγνοήσει τη σχέση των δημηγοριών τού Θουκυδίδη με έργα τέτοιου είδους.
Εντούτοις παραμένουν ορισμένα προβλήματα γύρω από τη σχέση ανάμεσα σε
«αυτό που είναι [ρητορικά] κατάλληλο» και σε «αυτό που ειπώθηκε
πραγματικά». Το δύσκολο ζήτημα που εδώ αναφέρω φωτίζεται από δύο
σύγχρονες, αντίθετες θεωρήσεις του πρώτου ζεύγους δημηγοριών, της
αντιπαράθεσης στην Αθήνα μεταξύ των Κερκυραίων και των Κορινθίων.
Σύμφωνα με τη μία θεώρηση αυτή είναι «η ακραία περίπτωση όπου ο
Θουκυδίδης μετέδωσε τη γενική έννοια αυτού που πραγματικά ειπώθηκε». Το
θέμα της δημηγορίας είναι η πόλη της Επιδάμνου, μια συγκεκριμένη
προσφορά διαιτησίας, η διεκδίκηση από την Κόρινθο της ευγνωμοσύνης της
Αθήνας για το δανεισμό είκοσι πλοίων νωρίτερα τον 5ο αιώνα κ.ά. Σύμφωνα
με την άλλη θεώρηση όμως οι Κορίνθιοι «αντιπροσωπεύουν σε γενικές
γραμμές» το δίκαιο, ενώ οι Κερκυραίοι το συμφέρον
(αν και πρέπει να επισημάνουμε την ειρωνεία ότι η δημηγορία τους αρχίζει
με τις λέξεις «είναι δίκαιο»). Επιπλέον, η κερκυραϊκή δημηγορία μοιάζει
με τη δημηγορία των Μυτιληναίων στο Βιβλίο Γ και με τις ρητορικές
οδηγίες για την πρόταση συμμαχίας που εντοπίζουμε σε μια πραγματεία του
4ου αιώνα, η οποία τιτλοφορείται
Ρητορική πρός Ἀλέξανδρον.
Για παράδειγμα, σε αυτό το ρητορικό έργο διαβάζουμε: «Δείξτε ότι η
δύναμη [των προτεινόμενων συμμάχων] είναι αξιόλογη». Αυτό ταιριάζει και
με τον ισχυρισμό των Μυτιληναίων ότι οι Σπαρτιάτες, βοηθώντας τη
Μυτιλήνη, θα αποκτήσουν μεγάλο στόλο, και με έναν παρόμοιο ισχυρισμό
των Κερκυραίων.
Η πρόσφατη αυτή χρήση των ρητορικών πραγματειών και συγκεκριμένα της
Ρητορικῆς πρός Ἀλέξανδρον
παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε αναλύοντας
με παρόμοιο τρόπο πολλές άλλες δημηγορίες του Θουκυδίδη, για να
καταδείξουμε πώς συμπίπτουν με τις υποδείξεις τέτοιων έργων για τη
ρητορική. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη δημηγορία των Σπαρτιατών στην
Αθήνα, στο Βιβλίο Δ. Οι Σπαρτιάτες, ντροπιασμένοι από τη δυσχερή θέση
των στρατευμάτων τους στην Πύλο το 425, έρχονται στην Αθήνα για να
ζητήσουν ειρήνη. Υπάρχουν αξιοσημείωτοι παραλληλισμοί με το χωρίο της
Ρητορικῆς πρός Ἀλέξανδρον,
το οποίο αναφέρεται στον τρόπο που δίνονται συμβουλές, όταν προσπαθεί
κανείς να σταματήσει έναν πόλεμο που έχει ήδη αρχίσει:
Αν εκείνοι τους οποίους συμβουλεύουμε υπερτερούν, το πρώτο πράγμα που
πρέπει να υποστηρίξουμε είναι ότι οι συνετοί άνθρωποι δεν πρέπει να
περιμένουν μέχρι να υποστούν κάποια κάμψη στη μαχητικότητά τους, αλλά
πρέπει να συνάπτουν ειρήνη όσο διατηρούν τη θέση ισχύος τους. Το επόμενο
είναι ότι στη φύση του πολέμου είναι να καταστρέφει πολλούς, ακόμη κι
εκείνους που σημειώνουν επιτυχίες σε αυτόν, ενώ στη φύση της ειρήνης
είναι να σώζει αυτούς που κατατροπώνονται, επιτρέποντας παράλληλα στους
νικητές να απολαύουν τα λάφυρα, για τα οποία άρχισαν τον πόλεμο. Και
πρέπει να σημειώσουμε πόσο πολλές και ανυπολόγιστες είναι οι αλλαγές της
τύχης κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ας συγκρίνουμε τα παρακάτω λεγόμενα των Σπαρτιατών του Θουκυδίδη με τα
παραπάνω:
Δεν είναι λογικό, λοιπόν, να πιστεύετε ότι, λόγω της σημερινής σας
δύναμης και των πρόσφατων κατακτήσεών σας, η τύχη θα είναι πάντα με το
μέρος σας. Αληθινή σοφία δείχνουν εκείνοι που χρησιμοποιούν προσεκτικά
την πλεονεκτική τους θέση γνωρίζοντας ότι τα πράγματα θα αλλάξουν... Όσο
για τον πόλεμο, ξέρουν ότι θα ακολουθήσει την πορεία του κατευθυνόμενος
από την τύχη και δεν μπορεί να περιοριστεί στις συνθήκες που θα ήθελαν
να δουν να παγιώνονται η μία ή η άλλη από τις δύο πλευρές. Έχουν τις
λιγότερες πιθανότητες να συναντήσουν αντιξοότητες, αν η επιτυχία στον
πόλεμο δεν τους έχει κάνει να φουσκώσουν από υπερηφάνεια. Και θα
συνάψουν ειρήνη όσο τα πάνε καλά... Τώρα είναι η ώρα να συμφιλιωθούμε,
όσο η έκβαση του θέματος δεν έχει αποφασιστεί και μπορείτε να αποκτήσετε
δόξα και τη φιλία μας, κι εμείς μπορούμε να ανακουφιστούμε από τις
συμφορές προτού να συμβεί τίποτε επαίσχυντο.
Οι παραλληλισμοί είναι αναμφισβήτητοι και ορθά μπορούμε να
χρησιμοποιήσουμε τον αριστοτελικό όρο «συμβουλευτική ρητορική» για τις
δημηγορίες του Θουκυδίδη.
Το μόνο ερώτημα που θα μπορούσαμε να θέσουμε αφορά στις συνέπειες που
προκαλούνται από την υιοθέτηση της άποψης ότι «ο Θουκυδίδης είναι πολύ
έμπειρος στη ρητορική θεωρία και πρακτική»,
σαν να μπορούσαμε τάχα να είμαστε βέβαιοι ότι η
Ρητορική πρός Ἀλέξανδρον
ήταν αντιπροσωπευτική αυτών που είχε στη διάθεσή του ο Θουκυδίδης. Η
Ρητορικη χρονολογείται στον 4ο αιώνα και υπάρχει μια προφανής και
εντυπωσιακή πιθανότητα η επίδραση να ήταν αντίστροφη. Με άλλα λόγια,
ίσως να μην ήταν τόσο ότι ο Θουκυδίδης είχε εντρυφήσει στη ρητορική
θεωρία, αλλά ότι οι θεωρητικοί της ρητορικής είχαν εντρυφήσει στον
Θουκυδίδη. Τα διδακτικά εγχειρίδια οποιασδήποτε εποχής προϋποθέτουν τη
θεωρία που σκοπεύουν να διδάξουν, δηλαδή η πρακτική υπαγορεύει τη
θεωρία, η οποία με τη σειρά της υπαγορεύει την πρακτική. Κανένας Ρωμαίος
αγορητής, όταν επιχειρηματολογούσε υπέρ μιας σπουδαίας διαταγής προς
έναν στρατηγό μετά το 66 π.Χ., δεν μπορούσε να αγνοήσει την ομιλία του
Κικέρωνα Pro lege Manilia.
Ο σκοπός αυτής της παρατήρησης δεν είναι να αρνηθούμε το ρητορικό
στοιχείο στις δημηγορίες του Θουκυδίδη, αλλά να δείξουμε ότι οι κανόνες
ακολουθούσαν εκείνον και όχι εκείνος τους κανόνες.
Υπάρχει ίσως ο κίνδυνος υπερτίμησης ενός εγχειριδίου του 4ου αιώνα, όπως
η Ρητορική πρός
Ἀλέξανδρον, ακριβώς λόγω της στενής σχέσης των παραλληλισμών
με τον Θουκυδίδη, οι οποίοι ενδέχεται να οφείλονται περισσότερο στην
επίδραση του Θουκυδίδη πάνω στις πραγματείες παρά στο αντίστροφο.
Οπωσδήποτε υπήρχαν υποτυπώδεις πραγματείες ρητορικής τον 5ο αιώνα, τις
οποίες θα γνώριζε ο Θουκυδίδης, και σημειώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο
την ανάπτυξη του ρητορικού επαγγελματισμού στη Σικελία και την Αθήνα.
Γενικά όμως ο 4ος αιώνας είναι η εποχή του διδακτικού εγχειριδίου.
Θα δούμε αργότερα ότι ο Θουκυδίδης σε πολλά πεδία τοποθετείται στο όριο
ανάμεσα στο ελεύθερο και το έντεχνο, στον ερασιτέχνη και τον
επαγγελματία. Ήταν σίγουρα γνώστης της ρητορικής τέχνης - σημειώστε την
κρίση του για την ομιλία του Αντιφώντα όταν δικάζεται για τη ζωή του, «η
καλύτερη της εποχής μου», ή την κρίση για τον Βρασίδα, «δεν ήταν κακός
στην ομιλία του - για Σπαρτιάτης».
Ωστόσο, αυτά που λέει ο Θουκυδίδης στις δημηγορίες δεν είναι απαραίτητο
να είχαν προσδιοριστεί από τη θεωρία, παρά μόνο στο βαθμό που η θεωρία
θα μπορούσε να αντληθεί από την πρακτική των πιο επιτυχημένων διπλωματών
των ημερών του. Πράγμα που μας γυρίζει και πάλι στο πρόβλημα του «τι
πραγματικά ειπώθηκε» έναντι «αυτού που ταίριαζε να ειπωθεί». Οι
Κερκυραίοι και οι Κορίνθιοι, οι οποίοι ήταν πιο κοντά, γεωγραφικά και
πολιτισμικά, στη Σικελία του Γοργία απ' ό, τι οι Αθηναίοι, θα μπορούσαν
να έχουν κάποια ιδέα του «τι ταίριαζε». Και δεν πρέπει να παραβλέψουμε
το άλλο μισό της προγραμματικής δήλωσης του Θουκυδίδη, να μείνει όσο το
δυνατό πιο κοντά στο γενικό νόημα αυτών που πραγματικά ειπώθηκαν. Έχει
υποστηριχθεί ότι η «δίκη» των Πλαταιέων στο Βιβλίο Γ αποτελεί «παρωδία
της νομιμότητας, όπως ο Διάλογος των Μηλίων αποτελεί παρωδία της
διαλεκτικής τέχνης». «ο ιστορικός, όπως οι τραγωδιογράφοι, εδώ και σε
πολλά άλλα σημεία, χρησιμοποιεί ρητορικά τεχνάσματα ώστε να φανούν
αποτυχημένα».
Αυτή η πρόταση («ώστε να φανούν αποτυχημένα») θα εξεταστεί αργότερα.
Προς το παρόν θέλω να επισημάνω την εικασία ότι ήταν ο ιστορικός εκείνος
που χρησιμοποίησε τα τεχνάσματα αυτά και όχι οι πραγματικοί Πλαταιείς.
Έχουμε άραγε το δικαίωμα να διατυπώσουμε αυτή την υπόθεση; Είναι
αποδεκτό να το κάνουμε. Προκαλεί κατάπληξη το ότι μερικοί απλοϊκοί
Πλαταιείς, που δικάζονται για τη ζωή τους, θα ακολουθούσαν πρότυπες
ρητορικές μεθόδους (αν και ίσως όχι περισσότερο από τη ρητορική των
Ιταλών αναρχικών Σάκο και Βαντσέτι) και μπαίνουμε στον πειρασμό να
αντιμετωπίσουμε τις δημηγορίες απλά ως άσκηση για το «τι ήταν ρητορικά
κατάλληλο». Εντούτοις ο Θουκυδίδης κατονομάζει τους Πλαταιείς ομιλητές,
γεγονός που δεν είναι εύκολο να αγνοήσουμε. Ο συγγραφέας όμως ενός
πολύτιμου πρόσφατου βιβλίου για τις δημηγορίες του Θουκυδίδη το
παραβλέπει και επαναλαμβάνει δύο φορές σε μία σελίδα ότι οι Πλαταιείς
που ικετεύουν για τη ζωή τους παραμένουν «ανώνυμοι». Δεν είναι έτσι·
ονομάζονται Αστύμαχος, γιος του Ασωπολάου και Λάκων, γιος του
Αιειμνήστου.
Δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητήσουμε ούτε ότι τα πρόσωπα αυτά υπήρξαν
πραγματικά ούτε ότι μίλησαν, αν και έχει εύλογα υποστηριχθεί ότι, αφού
είναι δύο, ο Θουκυδίδης έχει κάνει κάποια σύμπτυξη· ο κάθε άνδρας μίλησε
για τον εαυτό του.
Λάκων είναι αδιαμφισβήτητο όνομα για Σπαρτιάτη πρόξενο
(πληροφορία που μας δίνει ο Θουκυδίδης), ο σωστός άνθρωπος για να
παρουσιαστεί και να αναπτύξει την υπόθεση με τον καλύτερο τρόπο ενώπιον
των Σπαρτιατών. Όσο για το Ασωπόλαος, είναι αποδεκτό βοιωτικό όνομα που
προέρχεται από τον τοπικό ποταμό Ασωπό. Τα ονόματα που αρχίζουν με το
πρόθεμα Ασωπ- σίγουρα δεν ανήκουν αποκλειστικά στη Βοιωτία. Για
παράδειγμα το Ασώπιος το συναντάμε στην οικογένεια του διάσημου Αθηναίου
στρατηγού Φορμίωνα. Ωστόσο δεν μπορούμε να διαφωνήσουμε με τη γενίκευση
ότι τα ονόματα που αρχίζουν από Ασωπ- είναι χαρακτηριστικά της Βοιωτίας.
Ο άνδρας στον Θουκυδίδη, ο γιος του Ασωπόλαου, είναι αυθεντικός.
Πραγματικά λοιπόν εκφωνήθηκε ένας λόγος από έναν Πλαταιέα. Ωστόσο (έχει
ευφυώς τεθεί το ερώτημα): "Από ποια πηγή άκουσε ο Θουκυδίδης για το
λόγο; Ήταν άραγε παρών κάποιος αξιόπιστος Σπαρτιάτης ή Θηβαίος (ή
Θεσπιέας) που του μετέφερε το νόημά του; ...Αν ο Θουκυδίδης ρώτησε "τι
είπαν"; Η απάντηση μπορεί να ήταν "μόνο τα συνηθισμένα -για τους
περσικούς πολέμους, τους θεούς και τους όρκους, τον ιδιαίτερο ιερό
χαρακτήρα των Πλαταιών, την τιμή της Σπάρτης- έγινε όμως με αξιοπρεπή
τρόπο" και στηριζόμενος σε αυτό το γεγονός, το επένδυσε με τη γλωσσική
μορφή που έχουμε μπροστά μας και του έδωσε τόση έκταση, επειδή ήθελε να
εξυπηρετήσει τους σκοπούς του».
Αυτή η προσέγγιση είναι σίγουρα η μόνη σωστή για τις δημηγορίες: να μην
αντιμετωπίζονται απλά σαν εξαιρετικά δείγματα ρητορικής ικανότητας ούτε
(αφελώς) σαν σύνοψη ή ανάπτυξη μιας απομαγνητοφώνησης «αυτών που
πραγματικά ειπώθηκαν» (η φράση του Θουκυδίδη «παραμένοντας όσο το δυνατό
πιο κοντά στο γενικό νόημα» υπονοεί ότι η πλήρης πιστότητα ήταν
ανέφικτη), αλλά να εξετάζεται κάθε δημηγορία χωριστά και να τίθενται τα
ερωτήματα που θέσαμε σχετικά με την αγόρευση των Πλαταιέων.
Ίσως βοηθήσει να δούμε πρώτα τα ζητήματα που έκαναν τους μελετητές των
δημηγοριών του Θουκυδίδη να ισχυρίζονται ότι εντόπισαν «αυτά που
ειπώθηκαν πραγματικά» και στη συνέχεια να εξετάσουμε τα επιχειρήματα που
έκαναν ορισμένους να πιστεύουν αντίθετα ότι οι δημηγορίες ήταν ανούσιες
ασκήσεις πάνω σε «αυτό που άρμοζε». Θα ολοκληρώσω το κεφάλαιο με μια
προσπάθεια να θέσω το ερώτημα ποιος ήταν ο στόχος του Θουκυδίδη, όταν
συμπεριέλαβε τις δημηγορίες με τη μορφή που το έκανε.
Είδαμε ότι στις Πλαταιές κάτι «πραγματικά ειπώθηκε» και αυτό προσφέρει
μια γενική ένδειξη. Αν ο Θουκυδίδης παραθέτει δευτερεύουσες
λεπτομέρειες, όπως το πατρώνυμο Ασωπόλαος, αυτός είναι ο δικός του
τρόπος να εγγυάται για τις πληροφορίες του και σίγουρα σημαίνει ότι η
έκταση των επινοήσεών του ήταν μικρή. Για παράδειγμα, πώς θα
αισθανόμασταν αν ο Διάλογος των Μηλίων, αντί να παρατίθεται ως συνομιλία
ανάμεσα «στους Μηλίους» και «στους Αθηναίους», φερόταν να γίνεται
ανάμεσα σε έναν επώνυμο κάτοικο της Μήλου, ας τον ονομάσουμε Γρόφωνα,
και στον Αλκιβιάδη (που στην αρχαιότητα θεωρούνταν υπεύθυνος για την
απόφαση σχετικά με τη Μήλο);
Πιστεύω ότι θα τείναμε να βλέπουμε το Διάλογο σαν «καταγραφή με τον
τρόπο που αναφέρεται στο Α 22.1».
Αυτό το επιχείρημα με την κατονόμασα των ομιλητών δεν σημαίνει ότι
υπονοείται το αντίθετο, δηλαδή ότι η ανωνυμία άλλων ομιλητών αποδεικνύει
οπωσδήποτε ότι οι αγορεύσεις τους δεν είναι αυθεντικές. Ακόμη και ο
Διάλογος των Μηλίων μπορεί να είναι βασισμένος σε αναφορές όσων
συνέβησαν. Έχει διατυπωθεί η οξυδερκής παρατήρηση ότι η πρόταση 'ότι στη
Μήλο απαγορεύτηκε στους Αθηναίους η πρόσβαση στο πλήθος" υπονοεί ότι ο
Θουκυδίδης διέθετε κάποια περιγραφή των διαδικασιών.
Βέβαια υπάρχουν φορές που ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται ένας
ομιλητής πραγματικά μειώνει τις πιθανότητες να έχει αληθινά πει αυτά που
θέτει ο Θουκυδίδης στα χείλη του. Για παράδειγμα η φράση στο Βιβλίο Η «οἵ
τε στρατηγοί καί Γύλιππος καί ἔλεξαν τοιάδε» έχει
αντιμετωπιστεί σαν προειδοποίηση κατά της υπερβολικά αυστηρής
υπεράσπισης της ιστορικής πιστότητας όλων των δημηγοριών του Θουκυδίδη:
«Δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο Γύλιππος ήταν ο ομιλητής». (Πολύ αυστηρή
τοποθέτηση· συγκρίνετε τι αναφέρθηκε παραπάνω για τους δύο Πλαταιείς.) Η
αφάνεια ή η διασημότητα του ομιλητή είναι σχετική· η εμπιστοσύνη μας
στην ιστορικότητα του Αθηναίου αγορητή Διόδοτου, στο Βιβλίο Γ, και στη
γνησιότητα των όσων λέει ενισχύεται παράδοξα ακριβώς από το γεγονός ότι
δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο γι' αυτόν,
πράγμα το οποίο ισχύει και για τον Αστύμαχο, το γιο του Ασωπόλαου.
Άλλες δημηγορίες διεκδικούν, χάρη στο περιεχόμενό τους, μια θέση ανάμεσα
σε «αυτά που πραγματικά ειπώθηκαν». Για παράδειγμα (αρχίζοντας από το
τέλος) υπάρχουν «ομιλίες» όπως ο λακωνικός και λιτός διάλογος στο Βιβλίο
Α ανάμεσα στους αντιπροσώπους των Αθηναίων και των Πελοποννησίων μετά
από τη μάχη των Συβότων - που συνήθως δεν αναφέρεται καθόλου ανάμεσα
στις ομιλίες του Θουκυδίδη.
Εναλλακτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι μερικές δημηγορίες πριν από
κάποιες μάχες πλησιάζουν το ιδεώδες αυτού «που πραγματικά ειπώθηκε»,
αλλά εδώ
η συμβουλή είναι συχνά πολύ γενική, όπως για παράδειγμα η συμβουλή του
Βρασίδα πριν από μια μάχη με τους Ιλλυρίους. Όχι ότι μια τέτοια
γενικότητα είναι βλαπτική. Η σύντομη αγόρευση του Τευτίαπλου του Ηλείου
στο Βιβλίο Γ είναι η μοναδική που εισάγεται με τη λέξη
τάδε αντί του
κανονικού τοιάδε
(πιο ασαφές δεικτικό) και ορισμένοι μελετητές έχουν προσπαθήσει να
αναπτύξουν κάποια επιχειρήματα σχετικά με τη διαφορά.
Ωστόσο δεν είναι εύκολο να πιστέψουμε ότι ο Θουκυδίδης, που δεν ήταν
δούλος των τεχνικών όρων, εσκεμμένα «σηματοδότησε» έναν και μοναδικό
λόγο - το λόγο του Τευτίαπλου - με αυτόν τον τρόπο. Όλοι οι άλλοι λοιπόν
είναι αποκυήματα της φαντασίας του;
Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης είναι η διάκριση, μέσα στις δημηγορίες,
ανάμεσα στα μέρη που προέρχονται από το «εδώ και τώρα» όπως το βλέπει ο
ομιλητής, και στα μέρη που φαίνονται χαρακτηριστικά «θουκυδίδεια».
Για παράδειγμα έχει διατυπωθεί η σκέψη ότι η αρχή της πρώτης δημηγορίας
του Περικλή (χωρίο που μιλάει για την ανάγκη να επιδειχθεί θάρρος και να
μην ακυρωθεί το ψήφισμα των Μεγαραίων) και το τέλος (το επιβλητικό
απόσπασμα όπου ο Περικλής ακούγεται να εξαίρει αυτά που πέτυχε η
αθηναϊκή γενιά των Περσικών Πολέμων με αποφασιστικότητα και τόλμη που
δεν συνοδεύονταν από δύναμη, δηλαδή (;) υλικούς πόρους) έρχονται σε
αντίθεση με το επιχείρημα του κεντρικού μέρους του λόγου, το οποίο
βασίζεται σε προσεκτικό υπολογισμό αυτών ακριβώς των υλικών πόρων.
Από αυτή την αλλαγή ύφους ή διάθεσης και από αυτήν την αντινομία έχει
συναχθεί το συμπέρασμα
ότι το κεντρικό απόσπασμα, στο οποίο σκιαγραφείται η στρατηγική του
Περικλή, ανήκει στον Θουκυδίδη και όχι στον Περικλή, και γράφτηκε
μεταγενέστερα. Θα μπορούσαμε να εκφράσουμε κάποιες επιφυλάξεις γι' αυτό.
Για παράδειγμα ο λόγος δείχνει συνείδηση του γεγονότος ότι υπήρχαν
άνθρωποι που δυσανασχετούσαν με την πολιτική του πολέμου και δεν θα ήταν
αφύσικο για τον ιστορικό Περικλή να χρησιμοποιήσει αυτή την ευκαιρία για
να απαντήσει στους επικριτές του. Όσο για την αλλαγή διάθεσης, αν
εφαρμόζαμε την ίδια λογική στο λόγο του Κικέρωνα Pro Caelio, οι
συνέπειες θα ήταν τουλάχιστον παράξενες. Ωστόσο, αν δεν φτάσουμε το
επιχείρημα στα άκρα, μπορούμε ίσως να δεχτούμε ότι ο ιστορικός Περικλής
είπε στην πραγματικότητα κάποια πράγματα για το ψήφισμα των Μεγαραίων,
όπως δείχνει ο λόγος -σε πείσμα του αφηγηματικού μέρους που σχεδόν το
αγνοεί- και ότι ένας «θουκυδίδειος» λόγος για τα πολεμικά σχέδια του
Περικλή έχει εισαχθεί στο λόγο εκείνου για το αν θα πρέπει να αρθεί το
ψήφισμα των Μεγαραίων.
Ένα άλλο συναφές στοιχείο που μπορεί να υποδηλώνει γνησιότητα είναι η
περίπτωση λόγων όπου παρουσιάζονται τόσο αποτυχημένα επιχειρήματα, που
δεν είναι δυνατό να είχαν θεωρηθεί κατάλληλα από τον Θουκυδίδη. Συνεπώς
πρέπει να είχαν πραγματικά ειπωθεί (δηλαδή δεν αποτελούν επινόηση του
συγγραφέα). Ένας τέτοιος λόγος θα μπορούσε να είναι ο ισχυρισμός των
Κορινθίων στο Βιβλίο Α ότι θα έπρεπε να τους επιτραπεί να τιμωρήσουν την
Κέρκυρα, επειδή οι ίδιοι είχαν επιτρέψει στην Αθήνα να τιμωρήσει τη Σάμο.
Η αδυναμία αυτής της προσέγγισης είναι η ακραία υποκειμενικότητά της.
Μια ακόμη σοβαρότερη δυσκολία όμως είναι ότι η προσέγγιση αυτή έχει δύο
όψεις· η επιθετικότητα των Αθηναίων αγορητών στη Σπάρτη, πάλι στο Βιβλίο
Α, έχει θεωρηθεί απαράδεκτα αδέξια και συνεπώς αποκύημα της φαντασίας
του Θουκυδίδη.
Ωστόσο θα μπορούσαμε εξίσου να υποστηρίξουμε ότι η παράθεση
επιχειρημάτων που δείχνουν κακή κρίση, δηλαδή είναι ανάρμοστα, αποτελεί
την καλύτερη απόδειξη ότι η αγόρευση είναι «αυτό που πραγματικά
ειπώθηκε» και όχι «αυτό που κατά τον Θουκυδίδη άρμοζε να ειπωθεί».
Μπορούμε τώρα στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στα διάφορα επιχειρήματα υπέρ
της μη γνησιότητας των δημηγοριών,
μερικής ή ολικής.
Πρώτον, υπάρχει επιλογή, σύμπτυξη και σύντμηση, στις οποίες ο Θουκυδίδης
έχει υποβάλει τις δημηγορίες. Εδώ βλέπουμε ξανά τον «παραδειγματικό»
Θουκυδίδη «επί το έργον», να οργανώνει το υλικό του κατά την
υποκειμενική του κρίση. Η κατανομή των λόγων του Κλέωνος είναι
διαφωτιστική. Από άλλα στοιχεία
γνωρίζουμε ότι ο Κλέων ήταν πολιτικά δραστήριος πριν από το θάνατο του
Περικλή. Εντούτοις ο Θουκυδίδης δεν παραθέτει καμία ομιλία του πριν από
τότε. Είναι βέβαιο ότι αυτό γίνεται για λόγους έμφασης· ο Κλέων έχει
μείνει στη σκιά και έξω από το Βιβλίο Α για να παρουσιαστεί μόνον όταν ο
Περικλής έχει φύγει για πάντα από το προσκήνιο. (Συγκαταλεγόταν ίσως σε
εκείνους που υποστήριζαν
ότι η Αθήνα έπρεπε να εμπλακεί στον πόλεμο, αλλά δεν παρατίθεται
δημηγορία τους.) Στον Κλέωνα αποδίδονται συναισθήματα που εσκεμμένα
απηχούν τον Περικλή, όπως ο Θερσίτης του Ομήρου απηχεί τον Αχιλλέα.
Κάτι από την ουσία όλων αυτών θα χανόταν, αν οι δύο πολιτικοί
αντιμετωπίζονταν ως αντίπαλοι και όχι ως ο ένας διάδοχος του άλλου.
Χρειάζεται όμως μια διαφορετική εξήγηση για την άρνηση του Θουκυδίδη να
επιτρέψει στον Κλέωνα μια οποιαδήποτε απόκριση στη δημηγορία των
Σπαρτιατών στο Βιβλίο Δ, την οποία εξετάσαμε νωρίτερα σε αυτό το
κεφάλαιο. Οι σχολιασμένες εκδόσεις δεν αναφέρουν τίποτε για την
παράλειψη, αλλά είναι σίγουρα πολύ περίεργη. Η πρόταση του Κλέωνος να
απορριφθεί η προσφορά ειρήνης από τους Σπαρτιάτες είναι ορθή, αλλά ο
Θουκυδίδης δεν του δίνει την ευκαιρία να ανατρέψει τις σοφιστείες και
τις κενές προσφορές των Σπαρτιατών. Γιατί; Αν ο Κλέων είχε δίκιο που
απέρριψε την προσφορά ειρήνης -και είναι βέβαιο ότι είχε- παρά τις
αναφορές του Θουκυδίδη στην αθηναϊκή απληστία (οι Σπαρτιάτες στην
πραγματικότητα πρόσφεραν πολύ λίγα), ήταν άδικο από μέρους του Θουκυδίδη
να του αρνηθεί μια δημηγορία. Υπάρχει ένα σημαντικό στοιχείο. Η
προσωπική έχθρα του Θουκυδίδη προς τον Κλέωνα. Ο Κλέων, λοιπόν, μένει
στο περιθώριο (Βιβλίο Α) και δεν παρουσιάζεται ένας ολοκληρωμένος λόγος
του (Βιβλίο Δ). Με τον Ερμοκράτη το Συρακούσιο, τον οποίο ο Θουκυδίδης
θαύμαζε, συμβαίνει το αντίθετο. Ο Θουκυδίδης τον τοποθετεί ανεπιφύλαχτα
στο προσκήνιο και του δίνει μια δυνατή δημηγορία στο Βιβλίο Δ, δέκα
χρόνια πριν από την πραγματική πολιτική καταξίωσή του.
Αναφέραμε ήδη κάποια παραδείγματα σύμπτυξης - τη φράση «ὁ
Γύλιππος καί οἱ στρατηγοί», και τους δύο Πλαταιείς. Σημειώστε
επίσης τον λογότυπο «ὁ
Κνῆμος καί ὁ Βρασίδας καί οἱ ἄλλοι τῶν Πελοποννησίων στρατηγοί... ἔλεξαν
τοιάδε».
Δεύτερο σημείο προς μελέτη αποτελεί η περισσή υπακοή στους «κανόνες» της
ρητορικής. Έχουμε ήδη διαπιστώσει ότι υπάρχουν αντιστοιχίες ανάμεσα στον
Θουκυδίδη και τις επιταγές των ρητορικών εγχειριδίων. Ωστόσο,
επισημάναμε τους λόγους, για τους οποίους θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε
με προσοχή τις αντιστοιχίες αυτές. Θα σταθούμε και πάλι στο γενικό
ερώτημα της σχέσης του Θουκυδίδη με τη σύγχρονη ρητορική στο έβδομο
επιχείρημα κατά της γνησιότητας, δηλαδή την (φερόμενη ως) εξαιρετικά
δύσκολη δομή των δημηγοριών τού Θουκυδίδη. Για την ώρα μπορούμε να
προβούμε σε μια γενική επισήμανση. Η προσαρμογή σε γενικούς κανόνες δεν
αποδεικνύει έλλειψη γνησιότητας. Απλώς δείχνει ότι όποιος «σκέφτηκε» την
ομιλία είχε άρτια ελληνική παιδεία. Ας δούμε ένα μεταγενέστερο
παράδειγμα, ο λόγος του Αλέξανδρου στην Ώπιν, όπως διασώζεται από τον
Αδριανό, ακολουθεί ρητορικούς κανόνες,
αλλά η εξήγηση γι' αυτό μπορεί απλά να είναι ότι η ρητορική
περιλαμβανόταν στη διδακτέα ύλη των μαθημάτων που παρακολούθησε ο
Αλέξανδρος υπό την καθοδήγηση του Αριστοτέλη στη Μίεζα (μαθήματα που
παρακολούθησε και ο Πτολεμαίος, η πηγή του Αδριανού). Δεν πρόκειται για
μιαν υπεράσπιση της γνησιότητας του λόγου στην Ώπιν, αλλά για μια γενική
παρατήρηση σχετικά με τα όρια μέσα στα οποία κινούνται τα ρητορικά
επιχειρήματα.
Α 86· Δ 59 κ.εξ.· Ζ 15-18, σε συνδυασμό με το
Macleod,
Κεφάλαιο 9, «Rhetoric and History».
Τρίτον, ερχόμαστε στο ζήτημα της διαγραφής των χαρακτήρων των ομιλητών,
κάτι που αρνείται κατηγορηματικά ο Cornford στο έργο του Thucydides
Mythistoricus.O
Cornford λέει ότι ο Κλέων μοιάζει με ένα πρόσωπο σε πρόγραμμα θεατρικού
έργου, ένα πρόσωπο χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον. Ωστόσο στον
Θουκυδίδη υπάρχει διαγραφή χαρακτήρων και μάλιστα εντονότερη από αυτήν
που μερικές φορές επιτρέπεται. Ο Σθενελαΐδας στο Βιβλίο Α είναι
λακωνικός (σύντομος, λίγες συνδετικές λέξεις), ο Σικελός Ερμοκράτης στο
Βιβλίο Δ φανερώνει την επίδραση τού συντοπίτη του Γοργία, ο Αλκιβιάδης
πριν από την αποστολή στη Σικελία στο Βιβλίο Ζ παρουσιάζεται με γλώσσα
γεμάτη καυχησιολογίες, όπως «να ικανοποιήσουν την περηφάνια τους», ενώ
οι φανταχτερές φράσεις και σκέψεις του σε αυτή τη δημηγορία έχουν σκοπό
να αναδείξουν τον εγωισμό και την παραπλανητική αισιοδοξία του
Αλκιβιάδη. Αν ο Κλέων στο Βιβλίο Γ είναι ένας σκληρότερος Περικλής, ο
Αλκιβιάδης εδώ είναι ένας αφελέστερος Περικλής (κάτι που δεν αναιρεί το
γεγονός ότι και οι δύο άνδρες είχαν τον Περικλή ως πρότυπο στη ζωή τους,
βλ. παρακάτω). Ο Ηρόδοτος είχε επιχειρήσει να προβεί σ' ένα είδος
διαγραφής των χαρακτήρων κάποιων προσώπων· ο Κροίσος, ο Κύψελος, ο
Ξέρξης και ο Δημάρατος είναι μερικά παραδείγματα. Παράλληλα ορισμένες
φορές απεικονίζει φυλετικά χαρακτηριστικά· οι Σπαρτιάτες απάντησαν σ'
ένα μακροσκελές αίτημα των Σαμίων για βοήθεια λέγοντας ότι είχαν ξεχάσει
πώς άρχιζε ο λόγος κι έτσι δεν μπορούσαν να καταλάβουν το τέλος. Έτσι οι
Σαμιώτες παρουσίασαν ένα σακί και είπαν «σακί χρειάζεται αλεύρι» «θύλακον
δέ φέροντες ἔφασαν τόν θύλακον ἀλφίτων δέεσθαι», οπότε οι
Σπαρτιάτες απάντησαν ότι η λέξη «σακί» ήταν περιττή.
Συνεπώς υπάρχει προηγούμενο για τον λακωνικό Σθενελαΐδα. Ας δεχτούμε
λοιπόν ότι υπάρχει κάποια διαγραφή χαρακτήρων στον Θουκυδίδη. Το
συμπέρασμα όμως έχει δύο όψεις. Η απόπειρα διαγραφής των χαρακτήρων θα
μπορούσε να αντιπροσωπεύει την ύστατη καλλιτεχνική επεξεργασία, την
οριστική απόδειξη της πλαστότητας, ή θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως
ένδειξη ότι η εξαιρετικά αξιόπιστη μαγνητοφώνηση συνέλαβε αποχρώσεις του
ατομικού χαρακτήρα, «αυτό που πραγματικά ειπώθηκε». Θα αποτελούσε
σημαντικό ζήτημα, αν οι δημηγορίες παρουσιάζονταν, όπως υποστηρίζεται
μερικές φορές, όλες με το ομοιόμορφο ύφος του Θουκυδίδη, το οποίο θα
απέκλειε κατηγορηματικά την πιθανότητα αυτού «που πραγματικά ειπώθηκε» -
όπως είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι ο Calgacus του Τάκιτου, λήσταρχος
των ορεινών περιοχών, είχε διαβάσει Σαλλούστιο, Λίβιο, Κικέρωνα και
Κόιντο Κούρτιο, οι οποίοι απηχούνται στα λόγια του.
Επειδή όμως οι περισσότεροι ομιλητές του Θουκυδίδη δεν είναι ούτε
βάρβαροι ούτε απαίδευτοι, δεν παρατηρούνται τέτοια εξόφθαλμα σημεία
παρέμβασης του συγγραφέα.
Ωστόσο υπάρχει ένα ακόμη πρόβλημα. Τι εννοούμε με τη φράση σκιαγράφηση
των χαρακτήρων - ατομικό χαρακτηρισμό ή απλά διαμόρφωση κάποιον ειδών,
δηλαδή παρουσίαση εθνικών ή φυλετικών χαρακτηριστικών; Ο Μαρκελλίνος
είχε πει για τον Θουκυδίδη ότι «επιδείκνυε οξύνοια στην απεικόνιση των
χαρακτήρων», αλλά αυτό θα μπορούσε να αναφέρεται σε κάτι διαφορετικό από
τη διαγραφή του χαρακτήρα.Το
πρόβλημα μοιάζει με εκείνο που δημιουργήθηκε από τις πρώτες προσπάθειες
στην οπτική τέχνη της προσωπογραφίας. Αυτές χρονολογούνται κυρίως από
την εποχή που έγραφε ο Θουκυδίδης. Έτσι τα νομίσματα του σατράπη
Τισσαφέρνη αποτελούν ενδεχομένως προσπάθειες απεικόνισης μιας ιρανικής
μορφής, με κυρτή μύτη, παρά του ίδιου του Τισσαφέρνη.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι «η αλήθεια της τέχνης της προσωπογραφίας
στην αθηναϊκή γλυπτική των κλασικών χρόνων είναι εκείνη των δημηγοριών
της ιστορίας του Θουκυδίδη».
Η σύγκριση των μορφών που παίρνει η τέχνη της προσωπογραφίας στα διάφορα
καλλιτεχνικά είδη είναι αξιοσημείωτη (αν και η παρατήρηση που αναφέρθηκε
μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη από την άποψη ότι υποδηλώνει μιαν αναλογία
με την ιδεαλιστική και όχι τη ρεαλιστική γλυπτική). Οι τεχνικές
δυσκολίες στην έκφραση της ατομικότητας μόλις άρχιζαν να ξεπερνιούνται
σε άλλους τομείς της καλλιτεχνικής έκφρασης. Πριν από τον Θουκυδίδη, το
τεχνικό πρόβλημα σχετικά με τη λογοτεχνική προσωπογραφία ήταν ο τρόπος,
με τον οποίο θα μπορούσε κανείς να συλλέξει πληροφορίες τόσο ακριβείς
ώστε να αποφύγει τη συμβατική διαγραφή του χαρακτήρα.
Τέταρτον, οι αποκρίσεις, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο οι ομιλητές, ιδίως
εκείνοι που στην πραγματικότητα δεν ακούν ο ένας τον άλλον, «απαντούν»
με ακρίβεια στις επισημάνσεις του ενός και του άλλου. Ένα παράδειγμα από
το Βιβλίο Α αποτελεί η απάντηση του Περικλή σε μια πρόταση των Κορινθίων
για επιτείχιση, δηλαδή περιχαράκωση ενός οχυρού σε εχθρικό έδαφος.
Αυτό δεν είναι δύσκολο να το δεχτούμε. Οι όροι ασφαλείας στην αρχαία
Ελλάδα δεν ήταν ικανοποιητικοί και η τήρηση του απορρήτου πλημμελής.
Ούτε είναι απίθανο οι πολιτικοί κληρονόμοι του Περικλή να απηχούν τον
ίδιο.
Δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι αυτό ήταν επινόηση ενός ιστορικού· θα
μπορούσε να αποδοθεί στους ίδιους τους ομιλητές, με τον ίδιο τρόπο που η
Θάτσερ ή ο Ρόναλντ Ρέιγκαν απηχούν τα λόγια του Τσώρτσιλ. Φυσικά είναι
πιο απίθανο ο Φορμίων να απαντάει με τέτοια ακρίβεια στις επισημάνσεις
των Πελοποννησίων στρατηγών, παρ' όλο που τους χωρίζει μεγάλη απόσταση
στη θάλασσα.
Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό σύνολο αποκρίσεων εντοπίζεται στην
«τετραλογία» των δημηγοριών που ακούγονται στη Σπάρτη, στα μέσα του
Βιβλίου Α. Μια απόπειρα ανάλυσης των τεσσάρων δημηγοριών είναι η
ακόλουθη.
Στην πρώτη δημηγορία (των Κορινθίων) απαντά η τρίτη (του Αρχίδαμου), ενώ
στη δεύτερη (των Αθηναίων), η οποία εξετάζει το ευρύτερο ερώτημα της
νομιμότητας της αθηναϊκής κυριαρχίας, απαντάει η τέταρτη (του
Σθενελαΐδα). Επιπλέον υποστηρίζεται ότι κάθε λόγος αγνοεί τον αμέσως
προηγούμενο· αυτό αποκλίνει από την πορεία ενός ρεαλιστικού διαλόγου.
Μια πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή αυτής της άποψης
θεωρεί ότι οι Αθηναίοι και ο Σθενελαΐδας μιλούν διά στόματος του
Θουκυδίδη που επανεξετάζει τα αίτια του πολέμου. Οι πιο αξιοσημείωτες
απαντήσεις είναι οι εξής: η «σωφροσύνη», στην οποία απαντά η φράση «σωφροσύνη
ἔμφρων», το «ἀναίσθητον»,
στο οποίο απαντά το «ἀναισθήτως»,
ενώ η λέξη «κατηγορία»
επαναλαμβάνεται. Ο Αρχίδαμος επιστρέφει όλες αυτές τις λέξεις στους
Κορινθίους.
Η αντιστοιχία ανάμεσα στους Αθηναίους και τον Σθενελαΐδα είναι
ουσιαστική παρά λεκτική, αν και η λέξη-κλειδί «άξιοι» αποτελεί λεκτική
επανάληψη.
Πόσο αληθεύει όμως ότι κάθε λόγος αγνοεί τον προηγούμενό του; Οι
Αθηναίοι (δεύτερη δημηγορία) ασχολούνται με τη βραδύτητα των Σπαρτιατών
στη λήψη αποφάσεων (που είναι το κύριο θέμα της κορινθιακής δημηγορίας -
πρώτη δημηγορία)· ας σημειωθεί η συμβουλή - ή σαρκασμός - των Αθηναίων
«Βουλεύεσθε οὖν
βραδέως...». Παράλληλα στο «νῆες
καί ἵπποι» του Σθενελαΐδα (τέταρτη δημηγορία)
επαναλαμβάνονται ακριβώς τα λόγια του Αρχίδαμου στην τρίτη δημηγορία.
Επίσης οι Κορίνθιοι στη δεύτερη δημηγορία προσεγγίζουν την αληθέστατη
αιτία του πολέμου, δηλαδή την αθηναϊκή εξάπλωση, όταν αναφέρονται στο «αἰεί
κτᾶσθαι» τῶν Ἀθηναίων.
Έτσι το θέμα αυτό δεν περιορίζεται απλώς στις δημηγορίες 2 και 4
-Αθηναίοι και Σθενελαΐδας- και ο ιστός των τεσσάρων δημηγοριών είναι
περισσότερο πολύπλοκος απ' ό, τι φαίνεται αρχικά. Ούτε είναι απαραίτητο
να δούμε τη δεύτερη και την τέταρτη δημηγορία ως αποδείξεις των
μεταγενέστερων σκέψεων του Θουκυδίδη, καθώς στη δημηγορία των
Κερκυραίων, σε προηγούμενο σημείο του Βιβλίου, η οποία πρέπει να είναι
«πρώιμη» από κάθε άποψη, βρίσκουμε μια αναφορά στο φόβο των Σπαρτιατών
για την Αθήνα ως στοιχείο που είναι πιθανό να προκαλέσει πόλεμο.
Με άλλα λόγια, εδώ έχουμε την «βαθύτερη αιτία», «ἀληθεστάτη
πρόφασις». Ωστόσο, σύμφωνα με τη θεωρία που αναλύουμε, η
βαθύτερη αιτία υποτίθεται ότι είναι αποτέλεσμα των μεταγενέστερων
σκέψεων του Θουκυδίδη.
Πέμπτον, η αντιλογία, δηλαδή η διάρθρωση των δημηγοριών σε ζεύγη. Αυτή η
τεχνική ήταν χαρακτηριστική της εποχής των σοφιστών και διακωμωδείται
ευφυέστατα από τον Αριστοφάνη στις Νεφέλες. Είναι βέβαια λογικό να
επικρίνεται ως κάτι αφύσικο - με την προϋπόθεση ότι είμαστε έτοιμοι να
κάνουμε το ίδιο για το φαινόμενο της «αντιλογίας» στον Ηρόδοτο. Η
συγκεκριμένη τεχνική συναντάται όχι μόνο στο διάλογο για τα πολιτεύματα
στο Βιβλίο Γ, για τον οποίο έχουν συχνά διατυπωθεί επικρίσεις, αλλά και
στη σύγκρουση πριν από τη μάχη των Πλαταιών ανάμεσα στους Αθηναίους και
τους Τεγεάτες, κάτι που μνημονεύεται σε μια σύγχρονη τεκμηριωμένη
ιστορία της Ελλάδας.
Δεν χρειάζεται να αρνηθούμε ότι υπάρχουν λογοτεχνικές επινοήσεις ως έναν
βαθμό. Ωστόσο ο Όμηρος - ας σκεφτούμε τις συνομιλίες του Δία και της
Ήρας στο Δ της Ιλιάδας - έχει επηρεάσει και τον Ηρόδοτο και τον
Θουκυδίδη όσο και οι σοφιστές. Ο πολιτικός διάλογος δεν ήταν επινόηση
της κλασικής περιόδου: «Ας αναλογιστούμε μόνο τους αξιοσημείωτους
διαλόγους που περιγράφονται στα ομηρικά ποιήματα. Οι αρχαίοι κριτικοί
σημείωναν ότι εκείνοι που συνομιλούν σ' αυτούς, χρησιμοποιούν πολλά από
τα τεχνάσματα που αργότερα συστηματοποιήθηκαν από τους θεωρητικούς τής
ρητορικής με εξαιρετικά αποτελέσματα».
Κάτι παρόμοιο μπορούμε να πούμε για την έκτη ένσταση που διατυπώνεται
μερικές φορές σχετικά με τις δημηγορίες του Θουκυδίδη και αφορά στην
ανωνυμία των ομιλητών του. «Πόσο γκρίζος και σκοτεινός», διαμαρτύρεται
ένας μελετητής, «Wie grau und triib», είναι ο Θουκυδίδης σε αντίθεση με
τον Ηρόδοτο, επειδή στο έργο του Θουκυδίδη έχουμε περιληπτικά ονόματα
για ολόκληρους λαούς - οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι κ.λπ. Ωστόσο η
υπονοούμενη αντίθεση είναι παραπλανητική· στον Ηρόδοτο συναντάμε
ομιλητές που παραμένουν ανώνυμοι με παρόμοιο τρόπο. Έτσι είναι οι
«Σπαρτιάτες» που λένε ότι η λέξη «σακί» είναι περιττή, οι Θηραίοι και οι
Κυρηναίοι που πιστεύουν εκείνο ή το άλλο για τον Βάττο και την ίδρυση
της Κυρήνης, οι Αργείοι που απαιτούν τη μισή ηγεσία της συμμαχίας
εναντίον της Περσίας, οι Θεσσαλοί που παροτρύνουν τους Έλληνες να
υπερασπιστούν το όρος Όλυμπος κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση, οι απόψεις του Θουκυδίδη γύρω από αυτό το ζήτημα
εξελίχθηκαν, αν έχουμε δίκιο να πιστεύουμε ότι απομακρύνθηκε από τον
τρόπο σκέψης με τα «γκρίζα» περιληπτικά ουσιαστικά και κινήθηκε προς την
άποψη ότι άτομα, όπως ο Αλκιβιάδης, πράγματι άλλαξαν την πορεία της
ιστορίας.
Έτσι η επανάσταση των ολιγαρχικών του 411 αντιμετωπίζεται σε μεγάλο
βαθμό με βάση τα πρόσωπα (βλ. παρακάτω, Κεφάλαιο 6).
Το έβδομο επιχείρημα προέρχεται από την ίδια τη δυσκολία των δημηγοριών.
Σε μια διαφωτιστική μελέτη, με θέμα «Ο Θουκυδίδης και η αυτοπαρουσίαση
των Αθηναίων», έχει παρατηρηθεί ότι ο Επιτάφιος του Περικλή στο Βιβλίο Β
του Θουκυδίδη αποτελεί απόηχο σωζόμενων παραδειγμάτων του είδους από τον
4ο αιώνα, όπως ο Επιτάφιος του Λυσία ή ο Πανηγυρικός του Ισοκράτη.
Οι δημηγορίες του Θουκυδίδη, εκτός από το ότι ακολουθούν τους κανόνες
της ρητορικής με τον τρόπο που αναφέραμε, μερικές φορές ανατρέπουν
συμβατικά ρητορικά μοτίβα. Έτσι, ο Διάλογος των Μηλίων μπορεί να
χαρακτηριστεί ως «παρωδία της διαλεκτικής». Ωστόσο η αντισυμβατικότητα
των δημηγοριών του Θουκυδίδη δεν πρέπει να μεγαλοποιείται. Ο Επιτάφιος
μπορεί πραγματικά να αποτελεί ασυνήθιστο δείγμα του είδους. Άλλες
δημηγορίες όμως αναγνωρίζονται πιο εύκολα ως είδη. Για παράδειγμα η
δημηγορία του Αλκιβιάδη στη δημόσια συζήτηση για τη Σικελία, στο Βιβλίο
Ζ, με όλη την αληθοφάνεια και τις περίτεχνες εκφράσεις της, διαθέτει
κοινά σημεία μ' έναν λόγο, όπως αυτός του Λυσία Απολογία Δωροδοκίας,
όπου ο νεαρός ανώνυμος ομιλητής παραθέτει τις δαπάνες και τις υπηρεσίες
του προς την πολιτεία. «Πρέπει επίσης», λέει, «να σκεφτείτε ότι
ταιριάζει περισσότερο σ' εσάς να μου δώσετε από τα δικά σας παρά να
αμφισβητείτε τις απαιτήσεις μου σε αυτά που μου ανήκουν».
Αξίζει να συγκρίνει κανείς με το παραπάνω την αξίωση του θουκυδίδειου
Αλκιβιάδη να του δοθεί η ηγεσία της σικελικής εκστρατείας, λόγω της
εξαιρετικής εντύπωσης που προκάλεσε στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Υπήρχαν
τρόποι ανασκευής ενός τέτοιου επιχειρήματος (και μάλλον προκαλεί έκπληξη
το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης δεν επιτρέπει στον Νικία να το ανατρέψει). Ο
Αντιφών επισήμανε ότι «οι συνεισφορές στις πολεμικές δαπάνες και τον
εφοδιασμό χορών είναι απόδειξη πλούτου αλλά όχι αθωότητας».
Αυτό το είδος λογικών αλμάτων στον Ισαίο, κατά τον 4ο αιώνα, έκανε τον
σύγχρονο μελετητή του να σκεφτεί ότι «οι ηλικιωμένοι που κέρδιζαν το
ψωμί τους παρευρισκόμενοι στα δικαστήρια, πρέπει να γνώριζαν την κάθε
κίνηση του παιχνιδιού».
Είμαστε υποχρεωμένοι, όπως προηγουμένως, να θεωρήσουμε πιθανό το
ενδεχόμενο ο Αλκιβιάδης του Θουκυδίδη να επηρέασε την εξέλιξη του
είδους, αλλά στο παράδειγμα αυτό η σκέψη ότι ο πλούτος και η επιτυχία
στον αθλητισμό έδιναν σ' έναν άνδρα το δικαίωμα να διεκδικεί πολιτική
εξουσία ανήκει παραδοσιακά στους αριστοκρατικούς. «Μεγάλη είναι η δύναμη
του πλούτου», λέει ο Πίνδαρος με κάθε ειλικρίνεια και ο Αλκιβιάδης από
πολλές απόψεις αποτελεί αταβιστική απεικόνιση του κόσμου του Πινδάρου.
Επίσης το επιχείρημα των Θηβαίων στο Βιβλίο Γ έναντι του ισχυρισμού των
Πλαταιέων για προηγούμενη καλή συμπεριφορά, ότι δηλαδή ήταν απλώς
υποκρισία, ανήκει σε μια μακροχρόνια παράδοση δικανικής ρητορικής.
Συνεπώς, ενδέχεται ο Θουκυδίδης εδώ να χρησιμοποιεί συμβατικά μοτίβα με
συμβατικό τρόπο. Ακόμη όμως κι αν δεχτούμε ότι οι δημηγορίες του είναι
ιδιότυπες, διευκολυνόμαστε σε μεγάλο βαθμό, αν τις συγκρίνουμε με τα
έργα που δημιούργησαν τον 4ο αιώνα ο Λυσίας και ο Ισοκράτης, των οποίων
ο πεζός λόγος είναι περισσότερο «αναλυτικός» και αποφεύγει την τραχύτητα
και τη συμπύκνωση των θουκυδίδειων ομιλητών. Η αληθινή διαφορά μπορεί να
είναι ανάμεσα στον 5ο και τον 4ο αιώνα αντί ανάμεσα στον Θουκυδίδη και
τη ρητορική της εποχής του. Η μόνη σωστή σύγκριση πρέπει να είναι
ανάμεσα σ' εκείνον και στα σχετικά αποσπάσματα π.χ. του Αντιφώντα, ο
οποίος, όπως είδαμε παραπάνω, έγραφε λόγους με θέμα την υποτέλεια της
ροδιακής Λίνδου και της Σαμοθράκης. Αυτοί οι λόγοι ίσως να
πραγματεύονταν «ιμπεριαλιστικά θέματα» με δριμύ, θουκυδίδειο τρόπο (βλ.
παραπάνω, για την υπόθεση ότι ο ίδιος ο Θουκυδίδης είχε ζήτηση για
τέτοιου είδους ρητορικούς λόγους). Το απόσπασμα για τη Σαμοθράκη
περιέχει την πρόταση: «Εκείνοι δεν θα ανησυχούσαν για τη δυστυχία των
άλλων πολιτών χωρίς να σκεφτούν τη δική τους ασφάλεια». Ποιοι είναι
«εκείνοι»; Ίσως δυσαρεστημένοι ολιγαρχικοί, έτοιμοι να ξεχάσουν τις
διαφορές τους με τη λαϊκή παράταξη, αν μπορούσαν να απαλλαγούν από την
Αθήνα; Αν ναι, θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε την παρατήρηση του Φρύνιχου
στο Βιβλίο Θ του Θουκυδίδη:
Οὐ γάρ βουλήσεσθαι
αὐτούς μετ’ ολιγαρχίας ἤ δημοκρατίας δουλεύειν μᾶλλον ἤ μεθ' ὁποτέρου ἄν
τύχωσι τούτων ἐλευθέρους εἶναι.
[θα προτιμούσαν αντί να είναι δούλοι είτε με ολιγαρχία είτε με
δημοκρατία να είναι ελεύθεροι με οποιοδήποτε από τα δύο πολιτεύματα
τύχαινε να έχουν]
Επιπλέον υπάρχει ένας λόγος του Αντιφώντα «Περί
Άνδραποδισμοῦ», που μιλάει για την απόδραση από μια κληρουχία
(θεσμός της αθηναϊκής παντοκρατορίας· οι κληρούχοι ήταν Αθηναίοι που
τους παραχωρούνταν τμήματα γης από τα αυτοκρατορικά εδάφη). Και πάλι στο
λόγο για τη Λίνδο αναφέρεται η Αμφίπολη. Στη Ρόδο, όπου βρίσκεται η
Λίνδος, δεν υπάρχει πόλη που να ονομάζεται Αμφίπολη. Ωστόσο οι Αθηναίοι
κέρδισαν μια περίφημη και σημαντική Αμφίπολη στο Βορρά, το 424. Ίσως ο
λόγος του Αντιφώντα, όπως οι δημηγορίες του Θουκυδίδη για τη Μυτιλήνη
στο Βιβλίο Γ, να περιελάμβανε ευρύτερες πλευρές της ιμπεριαλιστικής
πολιτικής: ας μην αφήσουμε τη Λίνδο να έχει την ίδια τύχη με την
Αμφίπολη. Επίσης, υπάρχει ο ολιγαρχικός λόγος του Ανδοκίδη «Προς τους
εταίρους», που, αν είχε διασωθεί και αν ήμασταν σίγουροι ότι ήταν
πραγματικά δικός του, θα μπορούσε να είχε ρίξει φως στις δολοπλοκίες και
την άσκηση πιέσεων που περιγράφονται στο Βιβλίο Θ του Θουκυδίδη. Ας
σημειωθεί η σύντομη αλλά αποκαλυπτική φράση ότι ο Πείσανδρος «προσέγγιζε
τους ομίλους που υπήρχαν ήδη στην Αθήνα για να κερδίζει δίκες και
εκλογές». Για μας όμως όλοι αυτοί οι λόγοι είναι απλώς αποσπάσματα ή
τίτλοι. Παρ' όλ' αυτά η γενική θέση ισχύει, ότι δηλαδή, αν είχαμε
περισσότερα τέτοια έργα στη διάθεσή μας, οι δημηγορίες του Θουκυδίδη
μπορεί να έμοιαζαν λιγότερο ιδιόμορφες. Τέλος, σχετικό είναι ότι (όπως
ευφυώς αποδεικνύει μια πρόσφατη μελέτη) ο Όμηρος είχε ήδη χρησιμοποιήσει
πολύ περισσότερο αφηρημένη, καινοτόμο και αναλυτική γλώσσα στους λόγους
απ' ό, τι στην αφήγηση. Αν οι δημηγορίες του Θουκυδίδη προβάλλουν
μεγάλες απαιτήσεις, υπήρχαν παλιές αλλά εξαιρετικές απόπειρες.
Σύμφωνα με το όγδοο επιχείρημα, μερικοί έχουν επισημάνει ότι η πρότερη
γνώση στις δημηγορίες του Θουκυδίδη φαντάζει εξωπραγματική, αλλά πολύ
λίγα από τα παραδείγματα που προτείνονται είναι πέραν πάσης αμφισβήτησης
- σίγουρα όχι οι αναφορές στην επιτείχιση στο Βιβλίο Α, επειδή, αν και
αυτό έγινε μετά την Πύλο στα μισά του Αρχιδάμειου Πολέμου (425), η ιδέα
δεν ήταν καινούργια.
Ούτε ο φόβος του Αρχίδαμου ότι οι Σπαρτιάτες μπορεί να κληροδοτούσαν τον
πόλεμο στην επόμενη γενιά αποκαλύπτει θαυμαστή διορατικότητα. Ο
Ερμοκράτης στο Βιβλίο Δ φαίνεται να προβλέπει τη μεγάλη Σικελική
Εκστρατεία, αλλά, αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το ολίσθημα από την πλευρά
του Θουκυδίδη είναι ασήμαντο. Το γεγονός ότι ο Περικλής προβλέπει
ψύχραιμα το τέλος της αθηναϊκής ηγεμονίας είναι πιο ανησυχητικό, αλλά
ίσως αυτή η διατύπωση πρέπει να αντιμετωπιστεί λιγότερο ως «πρόβλεψη»
και περισσότερο ως «ομηρική πρόταση»· ο Αχιλλέας του Ομήρου προείδε το
θάνατό του.
Ο Σκιπίων Αιμιλιανός, ακολουθώντας ένα γένος ελληνιστικών βασιλιάδων που
ίσως να φτάνει μέχρι τον Αντίγονο Γονατά, θρήνησε τη μοίρα της
Καρχηδόνας, μνημονεύοντας τον Όμηρο - και εκφράζοντας φόβους για το
μέλλον της Ρώμης.
Δεν μιλάμε για «πρόβλεψη» σχετικά με την πτώση της Ρώμης, επειδή
οποιαδήποτε τέτοια προαναγγελία ήταν εσφαλμένη. Ας επιστρέψουμε όμως
στον Περικλή. Μπορεί πραγματικά να είναι ο Θουκυδίδης που μιλάει εδώ και
όχι ο Περικλής, αν και μια «ομηρική» συμπεριφορά από πλευράς του
ιστορικού Περικλή δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Ένατο και τελευταίο είναι το ζήτημα των πηγών. Πώς βρήκε ο Θουκυδίδης
πληροφορίες για τις δημηγορίες του; Είδαμε ότι ο Θουκυδίδης γνώριζε
συγκεκριμένες λεπτομέρειες για τη Μήλο και τις Πλαταιές και είναι
αδύνατο να εντοπίσουμε κάποια δημηγορία, της οποίας μια λεπτομερή εκδοχή
δεν θα μπορούσε να είχε ακούσει (οι δύο που μόλις αναφέρθηκαν είναι ίσως
οι δυσκολότερες να εξηγηθούν). Ακόμη και οι μυστικές συζητήσεις των
τριών στρατηγών στη Σικελία θα μπορούσαν να είχαν διαρρεύσει από το
υπηρετικό προσωπικό ή να είχαν αποκαλυφθεί στον Θουκυδίδη από τον ίδιο
τον Αλκιβιάδη.
Θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα αργότερα.
Συνοψίζοντας, κανένα από τα επιχειρήματα υπέρ της πλαστότητας δεν είναι
τόσο ισχυρό, ώστε να αναγκαστούμε να υιοθετήσουμε την οπτική γωνία του
«τι άρμοζε» αντί του «τι ειπώθηκε πραγματικά». Οι περιπτώσεις που οι
ομιλητές του Θουκυδίδη χρησιμοποιούν μορφικά άψογα πρότυπα
επιχειρημάτων, μπορεί πραγματικά να δείχνουν ότι εκείνος διευθετούσε τα
πράγματα, όπως «τακτοποίησε» τον Κλέωνα αφήνοντάς τον έξω από το Βιβλίο
Α. Δεν πρέπει όμως να υποθέτουμε ότι τον 5ο αιώνα π.Χ. δεν
υπήρχαν πραγματικά επιδέξιοι αγορητές. Η ανάλυση αυτή ήταν μακροσκελής
αλλά απαραίτητη. Δεν θα υπήρχε κανένα απολύτως πρόβλημα, αν ο
Θουκυδίδης, σε αντίθεση με όλους τους άλλους συγγραφείς της αρχαιότητας,
δεν είχε δεσμευτεί να δώσει κατά μίαν έννοια μια αληθινή εκδοχή των
δημηγοριών του.
Μπορούμε τώρα να εξετάσουμε τη λειτουργία των δημηγοριών στην αφήγηση.
Στο ερώτημα γιατί υπάρχουν, μια καλή και ικανοποιητική απάντηση
συνάγεται από την κατακλείδα του Κεφαλαίου 1. Ο Θουκυδίδης
συμπεριλαμβάνει τις δημηγορίες, επειδή το ίδιο έκαναν και ο Όμηρος και ο
Ηρόδοτος, ενώ παράλληλα οι «προάγγελοι δεινών», όπως ο Αρτάβανος του
Ηροδότου και ο Νικίας του Θουκυδίδη, που στο Βιβλίο Ζ προσπαθεί να
αποτρέψει τους Αθηναίους από την εκστρατεία κατά της Σικελίας, έχουν
ομηρικό προηγούμενο. Επίσης ο Θουκυδίδης μερικές φορές χρησιμοποιεί τις
δημηγορίες ως αφηγηματικές «παύσεις».
Η πρώτη δημηγορία του Περικλή για τον πόλεμο, στο τέλος του Βιβλίου Α,
επιδρά κατευναστικά, πριν από την έναρξη του πολέμου στο Βιβλίο Β.
Μπορούμε να συγκρίνουμε το διάλογο ανάμεσα στον Ξέρξη και τον Αρτάβανο
στην αρχή του Βιβλίου Ζ του Ηρόδοτου, που είναι το προανάκρουσμα του
περσικού πολέμου. Μπορούμε ακόμη να συγκρίνουμε τη συζήτηση για τα
πολιτεύματα στο Βιβλίο Γ, που τοποθετείται σε μια παύση ανάμεσα στις
εξιστορήσεις της εγκαθίδρυσης της περσικής αυτοκρατορίας και της
σύγκρουσής της με την Ελλάδα. Από άλλες απόψεις όμως οι δημηγορίες του
Θουκυδίδη χρησιμοποιούνται διαφορετικά.
Μεγάλο μέρος του σκοπού που εξυπηρετούν οι δημηγορίες χάνεται, αν
παραβλέψουμε το γεγονός ότι αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης δομής και ότι
το πλήρες σχέδιο του Θουκυδίδη μπορεί να φανεί μόνο αν δούμε τις
δημηγορίες σε συνδυασμό με την αφήγηση.
Μπορεί κάλλιστα, όπως υποστηρίζεται συχνά,
οι δημηγορίες του Θουκυδίδη να εμφανίζονται σε στιγμές κατά τις οποίες
λαμβάνονται σοβαρές αποφάσεις. Είναι προφανές ότι μερικές δημηγορίες
είναι πειστικές και αποτελεσματικές· η πολεμική στρατηγική του Περικλή
υλοποιείται, ο Αλκιβιάδης υπερισχύει στη δημόσια συζήτηση για τη Σικελία
(η απόφαση για αποστολή δεν ανατρέπεται) - και το ίδιο συμβαίνει κατά
κάποιον τρόπο με τον Νικία· προσπαθεί να κάνει τους Αθηναίους να
ξεχάσουν το όλο σχέδιο - λέγοντάς τους ότι πρέπει να στείλουν πολύ
περισσότερες δυνάμεις απ' ό, τι φαντάζονταν, με αποτέλεσμα να ψηφίσουν
υπέρ των ισχυρότερων δυνάμεων.
ὁ μέν Νικίας τοσαῦτα
εἶπε νομίζων τούς Ἀθηναίους τῷ πλήθει τῶν πραγμάτων ἤ ἀποτρέψειν ἤ, εἰ
ἀναγκάζοιτο στρατεύεσθαι, μάλιστ [ἄν] οὕτως ἀσφαλῶς ἐκπλεῦσαι· οἱ δέ τό
μέν ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ οὐκ ἐξῃρεθησαν ὑπό τοῦ ὀχλώδους ταῆς παρασκευῆς,
πολύ δέ μᾶλλον ὤρμηντο, καί τουναντίον περιέστη αὐτῷ· εὖ τέ γάρ
παραινέσαι ἔδοξε καί ἀσφάλεια νῦν δή καϊ πολλή ἔσεσθαι... ὥστε διά τήν
ἄγαν τῶν πλεόνων ἐπιθυμίαν, εἰ τῷ ἄρα καί μή ἠρεσκε, δεδιώς μή
ἀντιχειροτονῶν κακόνους δόξειεν εἶναι τῇ πάλει ἡσυχίαν ἦγεν.
[Τόσα είπε ο Νικίας ο οποίος νόμιζε ότι, ζητώντας τόσα πολλά, ή θ'
απέτρεπε τους Αθηναίους από την εκστρατεία ή, αν αναγκαζόταν να
εκστρατεύση, θ' αναλάμβανε το εγχείρημα έχοντας την μεγαλύτερη δυνατή
ασφάλεια. Οι Αθηναίοι, όμως, δεν αποθαρρύνθηκαν με τις δυσκολίες της
προετοιμασίας αλλά, αντίθετα, ο ενθουσιασμός τους μεγάλωσε και το
αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο από εκείνο που περίμενε ο Νικίας. Οι
Αθηναίοι θεώρησαν ότι οι συμβουλές του ήσαν σωστές και ότι η εκστρατεία
θα είχε μεγαλύτερη ασφάλεια. (... ) Έτσι, εξαιτίας του γενικού
ενθουσιασμού, ακόμα κι εκείνοι που διαφωνούσαν σώπαιναν, από φόβο μήπως,
καταψηφίζοντας, θεωρηθούν κακοί πατριώτες.]
Στο απόσπασμα αυτό ο Θουκυδίδης περιγράφει επακριβώς την ψυχολογία του
στρατιωτικού τυχοδιωκτισμού. Παρόμοια λέγεται ότι ο στρατηγός
Γουεστμόρλαντ είπε στον πρόεδρο Τζόνσον ότι ο πόλεμος στο Βιετνάμ
μπορούσε να κερδηθεί μόνο με μια θεαματική στρατιωτική ενίσχυση και,
όταν ρωτήθηκε πόσοι στρατιώτες χρειάζονταν, απάντησε μ' έναν αριθμό που
πίστευε ότι ήταν ανέφικτος. Η απάντηση που εισέπραξε ήταν: «Θα τους
έχεις».
Με αυτή την έννοια, η ρητορική του Νικία ήταν αποτελεσματική - και
καταστροφική. Επίσης, ο Διόδοτος υπερισχύει στη δημόσια συζήτηση για τη
Μυτιλήνη. Και αξίζει να αναρωτηθούμε αν πραγματικά «έχασε» ο αντίπαλός
του, Κλέων - προτείνοντας αυστηρότητα, κέρδισε τη φήμη του ισχυρού άνδρα
και πιθανόν αυτό να ήταν ακριβώς εκείνο που επιδίωκε εκείνη τη στιγμή.
Ωστόσο δεν πρέπει να υπερβάλλουμε όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα των
δημηγοριών, οι οποίες, όπως συχνά υπερτονίζει ο Θουκυδίδης, επηρεάζουν
τη δράση από λίγο έως καθόλου. Αναφέραμε ήδη ότι η δημηγορία των
Σπαρτιατών που ζητούν ειρήνη, στις αρχές του Βιβλίου Δ, δεν πετυχαίνει
το στόχο της και ότι ο Θουκυδίδης δεν παραθέτει κάποιο λόγο του Κλέωνος,
του οποίου η πολιτική στην πραγματικότητα υπερισχύει. Υπάρχουν κι άλλα
παραδείγματα. Στο Βιβλίο Α οι Σπαρτιάτες ψηφίζουν ότι η Τριακονταετής
Ειρήνη παραβιάστηκε «όχι τόσο επειδή πείστηκαν από τα επιχειρήματα των
συμμάχων τους, όσο γιατί φοβούνταν ότι η δύναμη των Αθηναίων μπορεί να
γινόταν μεγαλύτερη». Στο Βιβλίο Δ οι Ακάνθιοι άφησαν τους Σπαρτιάτες να
περάσουν «και γιατί πείστηκαν από τα ελκυστικά επιχειρήματα του Βρασίδα
και γιατί φοβούνταν για τον τρύγο των αμπελιών τους», τα οποία ο
Βρασίδας απείλησε να καταστρέψει (μπορεί να πιστεύουμε ότι το δεύτερο
κίνητρο κάνει το πρώτο περιττό, αλλά ο Θουκυδίδης είναι αυστηρά
αμερόληπτος).
Στο Βιβλίο Θ, το οποίο δεν περιέχει επίσημες ομιλίες, μαθαίνουμε ότι η
αιτία της ανατροπής της δημοκρατίας στη Σάμο ήταν και η πειστικότητα του
Αλκιβιάδη, αλλά σημαντικότερο (το δε πλέον) ήταν το γεγονός ότι η
παρόρμηση για την ανατροπή της είχε ήδη ριζώσει. Σε μερικές περιπτώσεις
παρόμοιο συμπέρασμα πρέπει να συναχθεί από την αφήγηση. Έτσι έχει σωστά
παρατηρηθεί για την περίφημη συζήτηση της Καμάρινας στο Βιβλίο Ζ ότι τα
νέα της κατάληψης του Πλημμύριου από τους Συρακούσιους, που έκαναν την
Καμάρινα να προσφέρει βοήθεια στις Συρακούσες, «πέτυχαν εκεί που τα
πειστικά επιχειρήματα είχαν αποτύχει».
Η πιο αξιοσημείωτη όμως αποτυχία δημηγορίας εντοπίζεται στο Βιβλίο Γ,
όπου οι Σπαρτιάτες αγνοούν στο τέλος τα επιχειρήματα και των Πλαταιέων
και των Θηβαίων, θέτοντας ένα απλό ερώτημα σε κάθε Πλαταιέα: «Έχεις
κάνει τίποτα για να βοηθήσεις τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους
στον πόλεμο;» Όποιος απαντούσε «Όχι» απομακρυνόταν και θανατωνόταν.
Διακόσιοι Πλαταιείς χάθηκαν με αυτόν τον τρόπο.
Οι υπόλοιποι, που κατάφεραν να ξεφύγουν, εκμεταλλεύτηκαν το πλεονέκτημα
της καθολικής απονομής υπηκοότητας που προαναφέρθηκε.
Η αφήγηση μπορεί να υπονομεύσει ακόμη και τα πιο ακίνδυνα ή αξιέπαινα
συναισθήματα. «Δείτε τι συμβαίνει σ' εκείνους τους χαρακτήρες της
Ιστορίας [του Θουκυδίδη] που επικαλούνται τους θεούς - τους ατυχείς
Πλαταιείς, το λαό της Μήλου ή τον Αθηναίο στρατηγό Νικία κατά την
υποχώρηση από τις Συρακούσες».
Μπορεί δηλαδή να κάνει τους ομιλητές να λένε πράγματα που από μόνα τους
είναι άμεμπτα, αλλά τελικά αποδεικνύονται «ειρωνείες, ευλογοφανή
επιχειρήματα που διαψεύδονται από τα γεγονότα».
Έτσι η σπάνια στον Θουκυδίδη λέξη
φιλόπολις
παρουσιάζεται να βγαίνει από τα χείλη του Αλκιβιάδη στη Σπάρτη, ενός
άνδρα για τον οποίο η λέξη αυτή σήμαινε λιγότερα απ' ό, τι για
οποιονδήποτε άλλο Έλληνα.
Και το γεγονός ότι η καλύτερη θεωρητική υπεράσπιση της δημοκρατίας
τοποθετείται στα χείλη, όχι του Περικλή, αλλά του Συρακούσιου δημαγωγού
Αθηναγόρα
που μόνο αξιοθαύμαστος δεν ήταν, μπορεί να λέει κάτι για τη γνώμη του
Θουκυδίδη για τη δημοκρατία. Η άποψη ότι οι δημηγορίες μάς αποκαλύπτουν
τα κίνητρα των ομιλητών είναι σωστή, αλλά υπερβολικά απλή.
Μερικές φορές θα ήταν καλύτερα να πούμε ότι μέσα από τις δημηγορίες οι
άνθρωποι αποκαλύπτουν τον πραγματικό τους εαυτό (όπως ο Αλκιβιάδης στη
Σπάρτη). Σε κάθε περίπτωση, οι δημηγορίες συχνά έχουν υπονομευτική
επίδραση και μπορεί ακόμη και να αποδεικνύουν το μάταιο της εκφώνησής
τους. Αν ενδιαφερόμαστε για τη σχέση του Θουκυδίδη με τους σοφιστές, για
το επάγγελμα των οποίων η εκφώνηση λόγων ήταν αποφασιστικής σημασίας,
αυτή η διαφορά πρέπει να εντοπιστεί στις επιδράσεις και τις ομοιότητες.
Αλλά ακόμη και σ' αυτή την περίπτωση υπάρχουν λογοτεχνικά προηγούμενα,
αν πραγματικά ισχύει ότι το γεγονός πως ο Περικλής απηχείται μέσα από
τον Κλέωνα έχει σκοπό να θυμίσει τον Αχιλλέα που απηχούνταν μέσα από τον
Θερσίτη, κι εμείς πρέπει να κρίνουμε τον Κλέωνα, όπως τον Θερσίτη,
σύμφωνα με το ποιος είναι και όχι με το τι λέει.
Ένα τελευταίο ερώτημα: μέχρι ποιο σημείο οι δημηγορίες υποστηρίζουν την
άποψη ότι τα πράγματα επιδεινώνονταν σταδιακά καθώς ο πόλεμος
συνεχιζόταν; Ή, αν τις προσεγγίσουμε ως συγγραφή του ίδιου του
Θουκυδίδη, μέχρι ποιο σημείο προσπαθεί άραγε να υποστηρίξει κάτι τέτοιο
μέσα από τις δημηγορίες; Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι, αν ο Θουκυδίδης
επιθυμεί να συναγάγουν οι αναγνώστες του ένα ηθικό δίδαγμα από το έργο
του, αυτό είναι ότι «ο πόλεμος είναι βίαιος διδάσκαλος» (η φράση του
Θουκυδίδη περιλαμβάνεται στην περιγραφή της κερκυραϊκής στάσης).
Οπωσδήποτε οι δημόσιες συζητήσεις για τη Μυτιλήνη και τις Πλαταιές
«αποκαλύπτουν πώς η συμβατική ηθική υπονομεύεται στον πόλεμο».
Το πρόβλημα είναι αν εμείς πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο εκφυλισμός
συνεχίστηκε. Έχει υποστηριχθεί ότι οι Αθηναίοι του Βιβλίου Α στέκονται
σ' ένα πιο ιδεαλιστικό επίπεδο απ' ό, τι οι διάδοχοί τους, αλλά τα
κίνητρα του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού που δίνονται στο Βιβλίο Α (στη
συζήτηση που γίνεται στη Σπάρτη, στα μέσα του Βιβλίου) δεν είναι εμφανώς
ευγενή: τιμή, φόβος, επιβολή.
Και η άποψη ότι η γνώμη σταδιακά υποχωρεί στην τύχη είναι σωστή, αλλά
μπορεί κάτι τέτοιο να φτάσει στα όρια της υπερβολής.
Εξάλλου δεν είναι βέβαιο ότι ο Θουκυδίδης πίστευε ότι η φθορά κινούνταν
με προοδευτικό ρυθμό· «δεν ήταν όλα καλύτερα στο παρελθόν», όπως θα
έλεγε αργότερα ο Τάκιτος.
Για παράδειγμα, μόνο στο Βιβλίο Θ ο Θουκυδίδης επαινεί συγκεκριμένα ένα
πολίτευμα. Ίσως μια ολοκληρωμένη εκδοχή του Βιβλίου αυτού να περιείχε
μια δημηγορία που θα έδειχνε τι ήταν αξιέπαινο σ' αυτό το πολίτευμα.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα Βιβλία που δεν γράφτηκαν και τα οποία
θα πραγματεύονταν τα χρόνια από το 411 έως το 404, θα περιλάμβαναν
δημηγορίες για να εξισορροπήσουν εκείνες των Βιβλίων που διασώθηκαν (αν
και αυτή η ιδέα της εξισορρόπησης δεν πρέπει να ερμηνευτεί κυριολεκτικά·
η ιδέα ότι ένα υποθετικό «Βιβλίο Κ» θα περιείχε ένα «διάλογο των
Αθηναίων» σχετικά με τη μοίρα της Αθήνας στο τέλος τού πολέμου, ως
αντίποδα στο Διάλογο των Μηλίων του Βιβλίου Ε, είναι μια διασκεδαστική
εικασία, αλλά είναι μόνο μια εικασία). Ωστόσο, ο Ερμοκράτης των
Συρακουσών, τον οποίο ο Θουκυδίδης θαύμαζε, ιδιαίτερα για την πίστη του
στην ενότητα των Σικελών,
θα ήταν σίγουρα εξέχουσα προσωπικότητα στο «Βιβλίο Ι», όπως είναι στον
Ξενοφώντα και τον Διόδωρο. Ακόμη και στα Βιβλία που έγραψε ο Θουκυδίδης,
ο Ερμοκράτης εκφωνεί τρεις πλήρεις δημηγορίες, έκταση που υπερβάλλει
όλες τις άλλες που εκφωνούνται από μη Αθηναίους, συμπεριλαμβανομένων του
Βρασίδα και του Αρχίδαμου.
Παράλληλα, μια «δημόσια συζήτηση για τις Αργινούσες» από τον Θουκυδίδη
δεν θα είχε οπωσδήποτε εντελώς απαισιόδοξο τόνο· θα μπορούσε να περιέχει
έναν υπέροχο αλλά ατελέσφορο λόγο από τον Σωκράτη που θα αποκήρυσσε την
αυθαίρετη συμπεριφορά της εκκλησίας του δήμου και θα υπερασπιζόταν τα
ατομικά δικαιώματα. Έτσι, παρ' όλο που είναι αλήθεια ότι, για
παράδειγμα, ο Θουκυδίδης αφήνει ανοιχτό το ερώτημα της ενοχής των
Πλαταιέων για την εκτέλεση των Θηβαίων αιχμαλώτων, ενώ τέτοια θέματα
αποκλείονται από το Διάλογο των Μηλίων, με αποτέλεσμα το ηθικό ζήτημα σ'
αυτό το επίπεδο να περιορίζεται μεταξύ των Βιβλίων Γ και Ε,
δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ο Θουκυδίδης θα εξακολουθούσε να
χρησιμοποιεί τις δημηγορίες, για να δείξει ότι τα πράγματα χειροτέρευαν
- αν βέβαια τις χρησιμοποίησε ποτέ με αυτό τον τρόπο.
Συμπερασματικά, ο στόχος του Θουκυδίδη με τις δημηγορίες, όπως και με
την αφήγηση, ήταν να καταγράψει ειλικρινά - να παρουσιάσει «αυτό που
πραγματικά ειπώθηκε». Υπήρχε όμως κι ένας αντίθετος και συνάμα
αντιφατικός στόχος, δηλαδή να παραλείψει, να επιλέξει και να
συγκεντρώσει υλικό, προσφέροντας έτσι «αυτό που άρμοζε». Επίσης,
υποστηρίξαμε ότι ο Θουκυδίδης επιθυμούσε, αναδεικνύοντας την ουσιαστική
αναποτελεσματικότητα των δημηγοριών, να υποδηλώσει ότι υπάρχουν σαφή
όρια στη δύναμη του διαλόγου. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σωστό να
επιχειρήσουμε μια σύγκριση με το Χορό του Ευριπίδη που αναφωνεί:
Δεν φθονώ τη σοφία, ευφραίνομαι να την αναζητώ.
Άλλα πράγματα όμως είναι μεγάλα και λάμπουν περισσότερο.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι «και ο Θουκυδίδης και ο Ευριπίδης έχασαν την
εμπιστοσύνη τους στο διάλογο, παρ' όλο που και οι δύο διαπλάστηκαν
πνευματικά από αυτόν».
Ωστόσο, οι απόψεις του Ευριπίδη δεν είναι απαραίτητα αυτές που
εκφράζονται στα χορικά του. Παράλληλα διατυπώσαμε την επιφύλαξη ότι αυτή
η εικόνα της σταδιακής κλιμάκωσης της απογοήτευσης μπορεί να μην είναι
εντελώς σωστή για τον Θουκυδίδη και ότι οι τελευταίες φάσεις του πολέμου
(που δεν πρόλαβε να καταγράψει) θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν κάποια
αισιοδοξία.
Επιφυλαχθήκαμε να αναλύσουμε ένα χαρακτηριστικό στοιχείο των δημηγοριών
στο επόμενο κεφάλαιο· το ερώτημα μέχρι ποιο σημείο ο Θουκυδίδης κάνει
τους ομιλητές του να αποφύγουν την τεχνική, ακόμη και την απόλυτα
συγκεκριμένη, ορολογία, όπως αυτή που χρησιμοποιεί στην αφήγηση.
Πρόκειται για ένα πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της μη αυθεντικότητας των
δημηγοριών.
Τέλος, ένα άλλο σημείο που έχει σχέση με ένα επόμενο κεφάλαιο (το
έβδομο)· ο Θουκυδίδης μπορεί να κατέγραψε, να επινόησε ή να έκανε κάτι
ενδιάμεσο με τις δημηγορίες του, όμως το γεγονός παραμένει ότι τα
αισθήματα που περιέχουν αυτές οι δημηγορίες δεν μπορούν σε καμία
περίπτωση να χρησιμοποιηθούν ως αποδείξεις των δικών του απόψεων. Ούτε
μπορεί ο επιτυχημένος εντοπισμός πνευματικών επιδράσεων στους ομιλητές
του να μας δείξει ότι επιδοκίμαζε, αντί ότι ήταν απλά έτοιμος να
αποδεχτεί την εκάστοτε ιδέα, συρμό ή στάση.
Ό.π.
1425a36
κ.εξ. Πβ. Θουκ.
Γ
13.7, Α
36.3. Βλ.
επίσης
J.H.
Finley,
Three Essays on
Thucydides,
12.
[11]Θουκ.
Δ 17-20. Πβ. Ρητορική
προς Άλέξανδρον
1425a36
κ.εξ.· J.H.
Finley,
άπ.,36 και σημ. 53.
[11]Macleod,
σ. 88. «Συμβουλευτική» (έναντι
της «δικανικής» και της «επιδεικτικής»): Αρ.
Ρητ.
1358b
και
Pritchett,
Dionysius,
82.
Ο
L.
Radermacher,
Artium Scriptores,
Sber.Ost.Akad.
Wiss
227.3 (1951) δίνει τέτοια
στοιχεία, όπως υπάρχουν για τη ρητορική θεωρία του 5ου αιώνα.
Εγχειρίδια: βλ. το έργο μου
Greek World
479-323 B.C.,
London
1983, 156.
Για παράδειγμα από τον
Macleod,
σ. 52, σημ. 7, παραθέτοντας
ευμενώς τον
Ste Croix,
OPW,
παράρτημα 4.
Παρόμοια
Syme,
PBA
1962, 52.
Όπως στο Η.
Rawlings,
The Structure of Thucydides'
History,
Princeton
1981, σε συνδυασμό με την κριτική μου στο
TLS,
12 Φεβρ. 1982.
Ευρ.
Βάκχ.
1005-7 (ίσως νόθο:
C.
W.
Willink,
CQ
16, 1966, 236)·
ΙΗ.
Finley,
«Euripides
and Thucydides»,
Three Essays,
24. Πβ.
Macleod,
σ. 156 για τα παράπονα της
Εκάβης σχετικά με τα όρια της Πειθούς.