ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΕΣ ΔΗΜΗΓΟΡΙΕΣ
Αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο της
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ»
Λήψη
του αρχείου
Jacqueline de Romilly
Ὅταν ὁ Θουκυδίδης ἀφηγεῖται πολεμικές συγκρούσεις,
ἔχει τήν τάση νά δίνει ὅσο γίνεται μεγαλύτερη ἔκταση στό μέρος τῆς ἀνάλυσης·
εἴδάμε,
ὡστόσο,
πώς ἡ ἀνάλυση πουθενά δέν εἶναι πλουσιότερη οὔτε πιό ὁλοκληρωμένη ὅσο ὅταν ἐκφράζεται μέσα ἀπό ἕναν
«ἀγώνα λόγων»,
ὅπου ἔρχονται σέ ἀντιπαράθεση συλλογισμοί.
Ἡ μεμονωμένη
δημηγορία προβάλλει ἰδέες·
οἱ ἀντιθετικές δημηγορίες, καθώς ἀντιπαραθέτουν τίς ἰδέες, τίς
πλησιάζουν ἀπό πιό κοντά, καί ἔτσι ἐρευνοῦν ἐξαντλητικά ὅλες τίς ἀπόψεις
πού παρουσιάζει μιά κρίσιμη κατάσταση. Ἡ συμπάθεια, λοιπόν, τοῦ
Θουκυδίδη γιά τήν ἀνάλυση γενικά ἦταν ἑπόμενο νά τόν κάμει νά
πολλαπλασιάσει τούς «ἀγῶνες λόγων» καί νά καταφεύγει σ’ αὐτούς γιά κάθε
λογής ἀποφάσεις τῶν προσώπων πού παρουσιάζει.
Ἐκτός ἀπό τόν μεγάλο «ἀγώνα
λόγων» τοῦ Α' Βιβλίου (ὅπου ἀντιτίθενται τέσσερις δημηγορίες), βρίσκουμε
μέσα στίς «Ἱστορίες» ὁλόκληρη σειρά ἀπό «ἀντιλογίες» (ζευγάρια ἀπό
δημηγορίες). Στό Α' Βιβλίο ἔχουμε πρῶτα τόν «ἀγώνα λόγων» ἀνάμεσα στούς
Κερκυραίους καί στούς Κορινθίους, ἔπειτα ἀνάμεσα στούς Κορινθίους καί
τόν Περικλῆ (οἱ δημηγορίες τους εἶναι ἀντιθετικές χωρίς νά βρίσκονται σέ
ἀντιπαράθεση)· στό
Β' Βιβλίο ἔχουμε τίς δύο δημηγορίες τῆς Ναυπάκτου·
στό Γ' Βιβλίο τόν «ἀγώνα λόγων» ἀνάμεσα στόν Κλέωνα καί στόν Διόδοτο,
ἔπειτα ἀνάμεσα στούς Πλαταιεῖς καί τούς Θηβαίους·
στό Ζ' Βιβλίο τόν «ἀγώνα λόγων» μεταξύ του Νικία καί τοῦ Ἀλκιβιάδη,
ἔπειτα μεταξύ του Ἑρμοκρατη καί τοῦ Ἀθηναγόρα. ἔπειτα μεταξύ του
Ἑρμοκράτη καί τοῦ Εὐφήμου·
στό Η' Βιβλίο, τέλος, τίς δύο δημηγορίες τῆς τελευταίας μάχης. Ἕνας
τέτοιος κατάλογος προϋποθέτει συστηματική χρήση, βαθιά κλίση γιά τή
μέθοδο αὐτή.
Χρησιμοποιώντας τίς
δημηγορίες, ὁ Θουκυδίδης ἀκολουθοῦσε τήν ἐποχή του σέ μία τάση πολύ
γενική, σχεδόν μία μόδα: ὁ ἀγών λόγων (ἡ ρητορική ἀγόρευση) ἔχει τή θέση
του σχεδόν παντοῦ· ἡ
ἀντιδικία στό δικαστήριο εἶναι ἡ ἁπλούστερη μορφή του·
ἀλλά καί ὅλα τά εἴδη τῆς γραμματείας τόν χρησιμοποιοῦν, ἀπό τήν ἱστορία
τοῦ Ἡροδότου ὡς τήν κωμωδία
καί τήν τραγωδία, ὅπου ὁ
ἀγών λόγων ἀποτελεῖ, κατά κάποιο τρόπο, τόν πυρήνα της.
Ὡστόσο, οἱ ρητορικές
ἀγόρευσεις μέσα στό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη δέν θά συνέβαλλαν στήν ἀνάλυση
ὅπως συμβάλλουν - καί ὁπως ἀποδεικνύει τό παράδειγμα τῆς Ναυπάκτου - ἄν
ὁ ἱστορικός δέν τίς εἶχε παρουσιάσει μέ μιά μορφή ἰδιαίτερα αὐστηρή, καί
ἄν δέν εἶχε δεσπόσει στή σύνθεσή τους μιά μέθοδος θεμελιωμένη στή λογική
καί στήν ἀκρίβεια. Τή μέθοδο αὐτή, πού ἰσοδυναμεῖ μέ τήν πιό
ὁλοκληρωμένη ἀλλά καί τήν πιό πρωτότυπη ἐπεξεργασία, ἀξίζει νά τήν
ἐξετάσουμε ἀπό κοντά.
Ὁ Πρωταγόρας καί ἡ προέλευση τῆς μεθόδου
Ποιές ἦταν ἄραγε οἱ πρῶτες
ἀρχές της; Χωρίς ἀμφιβολία, ἡ μέθοδος αὐτή διδασκόταν ἀνεξάρτητα ἀπό τόν
Θουκυδίδη καί πρίν ἀπ’ αὐτόν. Ἴσως νά ὀφείλει στόν Πρωταγόρα τίς βάσεις
καί τήν ἀνάπτυξή της. Ἤ, τουλάχιστον, ὅ,τι ξέρουμε ἀπό τό ἔργο τοῦ
Πρωταγόρα ἐπιτρέπει, ἴσως, νά ἀνιχνεύσουμε σ’ αὐτό τή βασική ἀρχή μιᾶς
τέτοιας μεθόδου.
Τή διδασκαλία του Πρωταγόρα
τή χαρακτηρίζουν, πράγματι, δυο ιδέες, πού ἡ παράδοση τις διατήρησε με
φροντίδα.
Ἡ πρώτη ἰδέα εἶναι ἡ γνωστότερη καί ἡ σαφέστερα διατυπωμένη: γιά κάθε
θέμα ὑπάρχουν δύο ἀντίθετες ἐπιχειρηματολογίες. Οἱ μαρτυρίες εἶναι
ρητές:... καί πρῶτος ἔφή δύο λόγους εἶναι περί παντός πράγματος
ἀντικειμένους ἀλλήλοις, γράφει ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος (IX,51). «Οἱ
Ἕλληνες ὑποστηρίζουν, συμφωνώντας μέ τόν Πρωταγόρα, πώς σέ κάθε λόγο
ὑπάρχει κάποιος ἄλλος πού τοῦ ἀντιτίθεται» (λόγον... ἀντικεῖσθαι),
γράφει ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρέας (Στρωμ. VΙ.65). Δέν μᾶς παραξενεύει,
λοιπόν, πού ὁ Πρωταγόρας θεωρήθηκε ὄχι μόνο ὁ «πρῶτος διδάξας» τούς
«ἀγῶνας λόγων» (Λιογένης ὁ Λαέρτιος). ἀλλά καί ὁ συγγραφέας μίας
Τέχνης ἐρωτικῶν καί δύο βιβλίων Ἀντιλογιῶν
καί, τέλος, αὐτός πού δίδαξε στούς μαθητές του τήν τέχνη νά ἀσκοῦν πάνω
στό ἴδιο θέμα τόν ἔπαινο καί τόν ψόγο.
Ἡ ἔκφραση
δισσοί λόγοι
εἶναι διαφωτιστική ὡς πρός τή βασική ἀρχή μιᾶς τέτοιας μεθόδου· τή
συναντοῦμε σέ ἕνα ἀπόσπασμά τῆς Ἀντιόπης
ἤ ὡς τίτλο κάποτε στίς ἀνώνυμες Διαλέξεις πού ἔφτασαν ὡς ἐμᾶς μέ
τά ἔργα τοῦ Σέξτου τοῦ Ἐμπειρικοῦ καί πού ἀναπτύσσουν διαδοχικά τή θέση
καί τήν ἀντίθεση (γιά τό καλό καί τό κακό, τό ὡραῖο καί τό ἐπονείδιστο,
κτλ.).
Ἡ «ἐφεύρεση» τοῦ Πρωταγόρα
νοεῖται, ἀρχικά, μέ μία πλατιά ἔννοια, ὅτι, δηλαδή, μποροῦμε νά
ὑποστηρίξουμε ἀντιτασσόμενες ἀπόψεις πάνω σέ ὁποιοδήποτε θέμα. Ἀκριβῶς
ὅμως ἐπειδή πρόκειται γιά ἐφεύρεση πού προέρχεται ἀπό φιλόσοφο καί
καταλήγει σέ τέχνη, πρέπει νά εἶχε καί μία σημασία πιό ἐξειδικευμένη.
Στήν εἰδικότερη αὐτή περίπτωση, σήμαινε ὅτι γιά κάθε συγκεκριμένο
ἐπιχείρημα ὑπάρχει δυνατότητα γιά ἀντίθετη ἐπιχειρηματολογία. Δηλαδή,
ὄχι μόνο οἱ δύο ἀγορεύσεις τείνουν σέ συμπεράσματα ἀντιτασσόμενα ἀλλά
καί σέ κάθε συγκεκριμένο σημεῖο, τό ἕνα ἐπιχείρημα ἀποτελεῖ τόν ἀντίποδα
τοῦ ἄλλου· πρόκειται γιά κατασκευές συστηματικά παράλληλες καί
ἀντίστροφες.
Ἡ τέχνη τῆς συζήτησης,
λοιπόν, συνίσταται ἔκτοτε στό νά βρίσκει κανείς αὐτά τά ἀντίστροφα
στοιχεῖα καί νά τά κάνει πιό πειστικά. Καί ἐδῶ ὑπεισέρχεται τό δεύτερο
στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ Πρωταγόρα. Ὁ Ἀριστοτέλης τό ἀναφέρει στή
Ρητορική (II, 24 = 1402a): τόν ἥττονα λόγον κρείττω ποιεῖν σημαίνει
ἀκριβῶς αὐτό: «τό νά κατορθώνεις νά παρουσιάζεις τό πιό ἀδύνατο ἀπό δύο
ἐπιχειρήματα νά φαίνεται ὡς τό πιό ἰσχυρό. Καί ὑπῆρχε δικαιολογημένη
ἀγανάκτηση γιά τό πιστεύω τοῦ Πρωταγόρα, ἐπειδή πρόκειται γιά μιά
παγίδα, ἕνα πιθανοφανές ψέμα, κάτι πού δέν βρίσκεται σέ καμιά ἄλλη τέχνη
ἐκτός ἀπό τή Ρητορική καί τήν Ἐριστική».
Καί στό σημεῖο αὐτό
μποροῦμε ἀσφαλῶς νά δώσουμε στίς λέξεις τήν πλατιά τους σημασία: τό θέμα
εἶναι πῶς θά κάμει ὁ ὁμιλητῆς νά θριαμβεύσει ἡ λιγότερο βάσιμη, ἡ
λιγότερο ἔγκυρη ἄποψη. Αὐτή εἶναι ἡ μορφή πού συναντοῦμε συχνότερα καί
πού προκαλεῖ πιό εὔκολα τήν κριτική, ἡ μορφή ποῦ χτυπᾶ ὁ Ἀριστοφάνης
στίς Νεφέλες (1 12 ἕξ.): «Αὐτοί (οἱ σοφιστές), λένε, διαθέτουν
ταυτόχρονα δύο συλλογισμούς· τόν ἕνα, δυνατό (ὅποιος κι ἄν εἶναι) καί
τόν ἄλλο, ἀδύνατο. Ἀπό τους δύο αὐτούς συλλογισμούς, ὑπερισχύει, λένε, ὁ
ἀδύνατος ὅταν ὑπερασπίζονται τίς ἄδικες ἀπόψεις.»
Μποροῦμε ὅμως καί στήν
περίπτωση αὐτήν, νά πιθανολογήσουμε μία πιό συγκεκριμένη σημασία. Ἄν
δώσουμε στή λέξη λόγος τό ἴδιο νόημα πού τῆς δώσαμε πιό πάνω στήν
ἔκφραση λόγῳ λόγον ἀντικεῖσθαι, καί ἄν ἐξετάσουμε τήν
ἐπίπτωση πού ἔχει στή λογική, ἴσως σχηματίσουμε μία πιό σωστή ἀντίληψη
γιά τή διδασκαλία τοῦ Πρωταγόρα ἀπό τήν ἄποψη τῆς τεχνικῆς (ἄποψη πού
δέν μποροῦσε, βέβαια, νά μήν τήν παρουσιάζει).
Τό θέμα εἶναι νά
ἐξασθενίσει μιά ἐπιχειρηματολογία μέ τή χρησιμοποίηση μίας ἄλλης πού
ἄμεσα τήν ἀναιρεῖ ἤ τήν ἀντισταθμίζει. Αὐτό προϋποθέτει τήν τέχνη ὄχι
μόνο νά ἀναδεικνύονται τά ἐπιχειρήματα (κάτι πού θά ἀνῆκε πιό πολύ στό
πεδίο τῆς ρητορικῆς), ἀλλά καί νά προκαλεῖται μιά τέτοια μεταβολή στόν
τρόπο τῆς σκέψης ὥστε νά ὑποκαθίσταται σέ κάθε ἔννοια μιά ἔννοια μέ
ἀντίστροφη σημασία. Πρόκειται, δηλαδή, γιά διαλεκτική.
Βέβαια, δέν ὑπαρχει κανένα
θεωρητικό κείμενο πού νά μᾶς ἐπιτρέπει μεγαλύτερη ἀκρίβεια οὔτε νά
φανταστοῦμε τίς μεθόδους αὐτῆς τῆς τέχνης. Τουλάχιστον εἶναι εὔκόλο νά
ταξινομηθοῦν a priori τά πιό πρόσφορα μέσα πού χρησιμοποιοῦσε ἤ
διαλεκτική.
Τό πιό ἁπλό μέσο, λογικά,
εἶναι ἡ καθαρή ἀναίρεση: ὅταν παρουσιάζεται ἡ εὐκαιρία, ἀποδεικνύουμε
πώς τό ἐπιχείρημα τοῦ ἀντιπάλου στηρίζεται ἤ σέ ἀπατηλά δεδομένα ἤ σέ
ἀπατηλό συλλογισμό.
Ἡ περίπτωση αὐτή,
συνηθισμένη στήν πράξη,
δέν ἦταν δυνατόν, φυσικά, νά εἶναι συχνή σέ «ἀγῶνες λόγων» πού
συνέθεταν ἐπίτηδες, μέ συστηματικό τρόπο, συγγραφεῖς ὅπως ὁ Θουκυδίδης ἤ
ὁ Ἀντιφώντας. Μένουν ἄλλα μέσα: τό πιό φυσικό ἀπ’ ὅλα εἶναι νά βρεθεῖ
ἕνά ἀντισταθμιστικό ἐπιχείρημα πού νά ἐξουδετερώνει τό ἐπιχείρημα τοῦ
ἀντιπάλου (ὁ ἀντίπαλός μου ἔχει δίκιο σ’ αὐτό, ἄλλα ἐγώ ἔχω δίκιο στό
ἄλλο). Ὡστόσο, αὐτο δέν ἀποτελεῖ πραγματικά ἀποφασιστική
ἐπιχειρηματολογία. Τό πιό ἀποφασιστικό μέσο εἶναι τό νά ἀναστρέψω
ἐναντίον τοῦ ἀντίπαλου μου τό ἴδιο του τό ἐπιχείρημα: ἀποδεικνύω τότε
πώς αὐτό πού ὅ ἀντίπαλός μου θεωροῦσε εὐνοϊκο γιά κεῖνον, τοῦ εἶναι,
στήν πραγματικότητα, δυσμενές. Κάτι παραπάνω: πώς εἶναι, ἀντίθετα,
εὐνοϊκό γιά μένα τόν ἴδιο. Στή μία περίπτωση πρόκειται γιά ἀντιστροφή,
στήν ἄλλη γιά πραγματική ἀνατροπή: κάτι πού ἀφήνει τόν ἀντίπαλο πέρα γιά
πέρα ἀφοπλισμένο.
Δέν εἴμαστε καθόλου σέ θέση
νά βεβαιώσουμε πώς ὁ Πρωταγόρας χρησιμοποίησε ὅλα αὐτά τά μέσα· ὅ,τι
μποροῦμε νά ποῦμε εἶναι πώς ἀπορρέουν ἀρκετά φυσικά ἀπό τίς βασικές
ἀρχές πού εἶχε καθιερώσει, καί χωρίς ἀμφιβολία θά χρησιμοποίησε ὁρισμένα
ἀπό τά μέσα αὐτά. Καί, ὁπωσδήποτε, φαίνεται πώς τά χρησιμοποίησαν, σέ
διαφορετική ἔκταση, καί ὁ Θουκυδίδης καί ὁ Ἀντιφώντας.
Πράγματι, ἄν μελετήσουμε
τήν ἐπιχειρηματολογία στίς ἀντιλογίες τοῦ Θουκυδίδη καί ἄν κάνουμε τή
σύγκριση μέ τίς τετραλογίες τοῦ Ἀντιφώντα, δέν μποροῦμε νά ἀποφύγουμε
τήν αἴσθηση πώς τή σύνθεσή τους τή διέπει μία τεχνική πού ἀπαιτεῖ πολλή
ἀκρίβεια καί ὀξύνοια - στόν Θουκυδίδη ἡ ἀκρίβεια καί ἡ ὀξύνοια εἶναι
ἀκόμα μεγαλύτερες.
Γιά νά πεισθοῦμε γι’ αὐτό,
θά ξεκινήσουμε ἀπό ἕνα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα καί θά τό ἀναλύσουμε
πρῶτα στό σύνολό του· ἔπειτα θά προσπαθήσουμε νά ὀργανώσουμε τά
ἀποτελέσματα πού θά προκύψουν καί νά ἀπομονώσουμε τά γενικά
χαρακτηριστικά της μεθόδου πού ἀκολούθησε ὁ Θουκυδίδης. Τέλος, μέ τή
βοήθεια ὁρισμένων σχολίων τῆς ἐποχῆς, θά προσπαθήσουμε νά κατανοήσουμε
τόσο τή βασική ἀρχή πού τή διέπει ὅσο καί τήν ἀξία τῆς μεθόδου του.
Ἡ ἀντιλογία τῆς
Καμάρινας
Γιά νά μελετήσουμε τή
μέθοδο τοῦ Θουκυδίδη, ἄς ξεκινήσουμε ἀπό ἕνα σαφέστατο παράδειγμα πού
μᾶς προσφέρουν οἱ δύο δημηγορίες τῆς Καμάρινας ἀπό τόν Συρακούσιο
Ἑρμοκράτη καί τόν Ἀθηναῖο Εὔφημο (Ζ 75-88). Τό παράδειγμα εἶναι
προνομιακό, ἐπειδή ὁ Θουκυδίδης δέν δεσμεύεται ἀπό ἱστορική ἄποψη. Ὁ
πραγματικός «ἀγών λόγων» εἶχε μείνει χωρίς ἀποτέλεσμα. Τό θέμα
ἦταν ἄν ἡ Καμάρινα, πού δίσταζε ἀκόμα, θά προσχωροῦσε ἀνοιχτά στούς
Ἀθηναίους ἤ στούς Συρακουσίους· ὡστόσο, ἡ ἔκβαση τοῦ «ἀγώνα» τήν ἀφήνει
διχασμένη, ὅπως καί πρίν. Ἐπιπλέον, ὁ ἕνας ἀπό τους δύο ρήτορες, ὁ
Εὔφημος, ἦταν ἄγνωστο πρόσωπο: τά «πιστεύω» του ἤ τά προσωπικά του δέν
ἐπρόκειτο νά παίξουν κανένα ρόλο. Τόν Θουκυδίδη δέν θά τόν σταματοῦσε
λοιπόν οὔτε τό πραγματικό ἀποτέλεσμα τοῦ ἄλφα ἤ τοῦ βήτα ἐπιχειρήματος
οὔτέ ἡ προσωπικότητα τοῦ ρήτορα καί ὁπωσδήποτε, ὅταν πῆρε τήν ἀρχική
ἀπόφαση νά γράψει αὐτή τήν ἀντιλογία, δέν θά πρέπει νά εἶχε σκοπό νά
ἀπασχοληθεῖ μ’ αὐτά τά θέματα. Ἡ ἀντιλογία τῆς Καμάρινας βρίσκει τή
δικαίωσή της (ἴσως περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλην) στό ὅτι προσφέρει
σφαιρική ἀνάλυση μιᾶς κατάστασης·
καί ἀποδεικνύεται ἰδιαίτερα διδακτική ὡς πρός τή μέθοδο πού ἀκολουθεῖ ὁ
Θουκυδίδης.
Στήν ἀντιλογία, οἵ δύο
θέσεις εἶναι ἀκριβῶς ἀντίθετες. Ὁ Ἔρμοκράτης κατηγορεῖ τούς Ἀθηναίους
πώς ἐπιβουλεύονται τήν ἐλευθερία ὅλων τῶν Σικελιωτῶν. Ὁ Εὔφημος ἀπαντᾶ
πώς τό μόνο πού ἐπιδιώκουν οἱ Ἀθηναῖοι εἶναι ἡ ἀσφάλειά τους καί πώς
ὑπερασπίζονται τούς Σικελιῶτες ἀπέναντι στίς φιλοδοξίες τῶν Συρακουσίων.
Ὅπως εἶναι φυσικό, ἡ
δημηγορία τοῦ Ἑρμοκράτη ἀφιερώνει τό πρῶτο καί πιό σημαντικό της μέρος
γιά νά διατυπώσει τό κατηγορητήριό της ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων. Πρῶτα
πρῶτα, ἀναφέρεται στίς ἐνέργειες τῶν Ἀθηναίων στήν κυρίως Ἑλλάδα: οἱ
προφάσεις τους γιά νά ἐπέμβουν στή Σικελία δέν συμβιβάζονται λογικά,
ὑποστηρίζει, μέ τίς ἐκεῖ ἐνέργειές τους (Ζ 76.2:
οὐ γάρ δή εὔλογον)·
ἀντίθετα, ὅλα γίνονται καθαρά ἄν οἱ Καμαριναῖοι ἀναγνωρίσουν πώς, καί
ἐδῶ καί ἐκεῖ, ὁ σκοπός τῶν Ἀθηναίων εἶναι ὁ ἴδιος (τῇ δέ αὐτῇ ἰδέᾳ...,
Ζ 76.3), δηλαδή νά ἐπεκτείνουν τήν ἡγεμονία τους καί στή Σικελία. Ἀλλά
σέ τέτοια περίπτωση, ἡ στάση πού πρέπει νά κρατήσουν οἱ Σικελιῶτες εἶναι
φανερή: πρέπει νά συνασπισθοῦν ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων δέν ἔχουν, λογικά,
τό δικαίωμα οὔτε νά ἀδιαφορήσουν γιά τήν τύχη τῶν Συρακουσῶν (Ζ 78.1:
καί εἴ τῳ ἄρα παρέοτηκε...) οὔτε νά εὐχηθοῦν ἐγωιστικά νά ὑποστοῦν
κάποια δοκιμασία ἀλλά τελικά νά σωθοῦν οἱ Συρακούσιοι γιά τή δική τους
ἀσφάλεια [τῶν Καμαριναίων| (78.2: εἴ τέ τις φθονεῖ ἤ καί φοβεῖται...)·
αὐτά τά πράγματα δέν εἶναι λογικά·
ἡ Καμάρινα πρέπει νά βοηθήσει τίς Συρακοῦσες, γιατί ἔτσι προστατεύει τήν
ἴδιά της τήν ὕπαρξη.
Στό τελευταῖο μέρος,
ἀπομένει νά ἐξεταστοῦν οἱ ἐνδεχόμενες ἀντιρρήσεις τῶν Καμαριναίων. Ὁ
Ἑρμοκρατης σταματᾶ στό θέμα τοῦ δικαίου, λόγω τῆς συμμαχίας τῶν
Καμαριναίων μέ τούς Ἀθηναίους, καί στό θέμα τῆς ἀσφάλειάς τους (Ζ 79.1:
Δειλίᾳ δέ ἴσως τό δίκαιον... — 79.3: ...καί μή φοβεῖσθαι).
Τέλος, θά διατυπώσει τό συμπέρασμά του, δείχνοντας στούς Καμαριναίους
τίς συνέπειες τῆς ἐκλογῆς τους, ἀνάλογα μέ τό ἄν θά νικήσουν οἱ Ἀθηναῖοι
ἤ οἱ Συρακούσιοι, καί μέ τό ἄν ἡ ἐκλογή τους θά ἔχει σταθεῖ καλή ἤ κακή.
Ἤδη στήν ἴδια τή δομή τῆς
δημηγορίας, προσέχουμε ὅτι ἡ τέχνη τῆς συζήτησης παίζει τό ρόλο της:
στήν ἐπιχειρηματολογία παρεμβάλλεται ἡ ἀναίρεση τῶν πιθανῶν ἀντιρρήσεων
τῶν Καμαριναίων. Ἀμέσως ἔπειτα ἀπό τό κατηγορητήριο ἐναντίον τῶν
Ἀθηναίων, ὁ Ἑρμοκράτης προσπαθεῖ νά ἀποτρέψει τίς δυσάρεστες λύσεις πού
θά μποροῦσαν νά σκεφτοῦν οἱ Καμαριναΐοι (π.γ. νά ἀδιαφορήσουν γιά τίς
Συρακοῦσες - νά εὐχηθοῦν νά ὑποστοῦν κάποια δοκιμασία). Κι ἀφοῦ τίς
παραμερίσει, προσπαθεῖ νά ἀναιρέσει ἐκ τῶν προτέρων τά ἐπιχειρήματα πού
θά μποροῦσαν νά τοῦ ἀντιτάξουν (ἐπιχειρήματα σχετικά μέ τό δίκαιο,
ἐφόσον ἦταν σύμμαχοι τῶν Ἀθηναίων, καί σχετικά μέ τήν ἀσφάλειά τους).
Ἰδιαίτερα οἱ δύο τελευταῖες ἀναίρεσεις εἶναι χαρακτηριστικές. Ἡ πρώτη
ἀναίρεση προσπαθεῖ νά στερήσει τόν ἀντίπαλο ἀπό τό ἐπιχείρημά του, νά τό
ἐκμηδενίσει: «Τή συμμαχία ὅμως αὐτή [μέ τούς Ἀθηναίους] δέν τήν ἔχετε
συνάψει ἐναντίον φίλων ἀλλά ἐνάντιον ἐχθρῶν, γιά τήν περίπτωση πού
κάποιος ἐχθρός σας ἐπιτεθεῖ·
καί μέ τούς Ἀθηναίους συμμαχήσατε γιά νά τούς βοηθήσετε σέ περίπτωση πού
κάποιος θά τούς ἀδικοῦσε καί ὄχι, ὅπως συμβαίνει τώρα, πού αὐτοί οἱ
ἴδιοι ἀδικοῦν τούς γείτονές σας (Ζ 79.1). Ἡ διπλή ἀντίθεση ἀπό τό θετικό
στό ἀρνητικό κάνει αἰσθητή τήν ἐκμηδένιση τοῦ ἐπιχειρήματος (οὐκ...
δέ —... καί μή... ὥσπερ νῦν...). Τήν ξαναβρίσκουμε στή δεύτερη
ἀναίρεση καί, τή φορά αὐτή, ὁδηγεῖ σέ πραγματική ἀντιστροφή: «'Ἡ δύναμη
τῶν ’Ἀθηναίων δέν ἔχει τίποτα τό φοβερό ἄν εἴμαστε ἑνωμένοι· ἀντίθετα,
γίνεται φοβερή ἄν - ὅπως τό ἐπιδιώκουν αὐτοί - διασπαστοῦμε» (Ζ 79.3:
οὐ γάρ ἤν... ἀλλ’ ἤν, ὅπερ οὗτοι σπευδουσι, ταἀναντία διαστῶμεν).
Κυρίως ὁμως ἡ διαλεκτική
ὑπεισέρχεται, ὅπως εἶναι φυσικό, στή σχέση ἀνάμεσα σ’ αὐτή τή δημηγορία
καί στή δημηγορία τοῦ Εὐφήμου. Πῶς θ’ ἀπαντήσει ὁ Εὔφημος στίς
κατηγορίες πού διατυπώθηκαν ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων;
Ὁ Ἑρμοκράτης εἶχε ἀρχίσει
λέγοντας πώς οἱ ’Ἀθηναῖοι ἐφαρμόζουν τήν ἴδια μέθοδο γιά νά κρατοῦν τήν
ἡγεμονία τους τόσο στήν κυρίως Ἑλλάδα ὅσο καί στή Σικελία: — Ὄχι, ἀπαντᾶ
ὁ Εὔφημος, τό μόνο ὅμοιο στίς δύο περιπτώσεις εἶναι ὁ στόχος μας (Ζ
76.3: τῇ αὐτῇ ἰδέᾳ—83.4: διά τό αὐτό): ἐδῶ, ὅπως καί ἐκεῖ, ἐξηγεῖ, ἡ
Ἀθήνα φροντίζει γιά τήν ἀσφάλειά της ἀλλά αὐτός ὁ ἴδιος σκοπός, μέ
διαφορετικές συνθῆκες, συνεπάγεται διαφορετικά μέσα. Ἑπομένως, ὁ
Εὔφημος, γιά νά δικαιωθεῖ, χρησιμοποιεῖ ὡς ἐπιχειρήματα τά ἴδια τά
γεγονότα γιά τά ὁποῖα τόν κατηγοροῦσαν. Φροντίζει, ἄλλωστε, νά τό
ὑπογραμμίσει: «Ἀπόδειξη - τά γεγονότα ἀκριβῶς γιά τά ὁποῖα αὐτοί μας
διαβάλλουν καί τά ὁποῖα κυρίως προκαλοῦν τίς δικές σας ὑποψίες καί τούς
φόβους σας» (Ζ 83.3). Ὥστε, ὑποστηρίζει, ἡ φροντίδα γιά τήν ἐξασφάλιση
τῆς ἡγεμονίας τους ἑρμηνεύει τή διαγωγή τῶν Ἀθηναίων στή Σικελία. Καί
ἀκριβῶς αὐτή ἡ φροντίδα ἐπιβάλλει στούς Ἀθηναίους νά ὑπερασπίσουν τούς
Σικελιῶτες καί ὄχι νά τούς ὑποδουλώσουν. Τό ἐπιχείρημα λοιπόν τοῦ
Ἑρμοκρατη ἀντιστράφηκε πέρα γιά πέρα.
Κάτι παραπάνω: ὁ Εὔφημος
ἐκμεταλλεύεται σχεδόν ὅρο πρός ὅρο τήν ἀντιστροφή αὐτή, γιά νά δείξει
πόσο ἀνυπόστατοι εἶναι οἱ ἰσχυρισμοί τοῦ Ἑρμοκράτη. Ὁ Ἑρμοκράτης εἶχε
ξεκινήσει ἀπό τό ἐπιχείρημα πώς ἡ διαγωγή τῶν Ἀθηναίων δέν ἦταν λογική
(Ζ 76.2: οὐ γάρ δή εὔλογον)· καί εἶχε ἀντιπαραθέσει δύο ὄψεις τῆς
διαγωγῆς αὐτῆς, ἐκεῖ καί ἐδῶ (τάς μέν ἐκεῖ... τάς δέ ἐνθάδε),
σχετικά μέ τούς Λεοντίνους καί σχετικά μέ τούς Χαλκιδεῖς (καί
Λεοντίνων μέν... Χαλκιδέας δέ): ὁ Εὔφημος, ἀντίθετα, καταλήγει στό
συμπέρασμα πώς ἡ ἀθηναϊκή ἐνέργεια εἶναι πέρα γιά πέρα λογική (Ζ 84.2:
εὔλογον), ἀκριβῶς ἐπειδή οἱ συνθῆκες εἶναι διαφορετικές ἐκεῖ καί
ἐδῶ, καί ἰδιαίτερα σέ ὅ,τι σχετίζεται μέ τούς Λεοντίνους καί τούς
Χαλκιδεῖς (τάς μέν γάρ ἐκεῖ καί αὐτοί... καί ὁ Χαλκιδεύς...
~ τά δέ ἐνθάδε καί Λεοντίνοι καί οἱ ἄλλοι φίλοι...). Ἡ ἔννοια τοῦ
συμφέροντος, πού συνδέει τίς διάφορες ὄψεις τῆς ἀθηναϊκῆς πολιτικῆς,
καθορίζει πράγματι τό τί εἶναι λογικό (85.1: πόλει ἀρχήν ἐχούςῃ οὐδέν
ἄλογον ὅ τί ξυμφέρον).
Ἀπό τή στιγμή πού
παραμέρισε τίς κατηγορίες τού Συρακούσιου ἀντιπάλου του ἐνάντιον τῶν
Ἀθηναίων καί πέτυχε ἡ ἀντιστροφή, ὁ Εὔφημος φαίνεται νά βρίσκεται σέ
ἰσοπαλία ἀπέναντι στόν Ἑρμοκράτη. Καί τώρα, μέ τή σειρά του,
μετατρέπεται σέ κατήγορο τῶν Συρακουσίων. Γιά νά ἐπιβεβαιώσει μέ
καινούριο τρόπο τήν ἑρμηνεία του, ἀναλύει τήν κατάσταση πού δημιούργησε
στή Σικελία ἡ φιλοδοξία τῶν Συρακουσίων. Ὁ Ἑρμοκράτης εἶχε ἀπειλήσει τήν
Καμάρινα μέ τόν ἀθηναϊκό ἰμπεριαλισμό καί εἶχε προσπαθήσει νά σπείρει
ὑποψίες· ὁ Εὔφημος θέλει νά διαλύσει τίς ὑποψίες (Ζ 85.2:
ἀπιστεῖν δέ
οὐ χρή)· ἀλλά,
ἐνῶ ἀπό τή μιά τίς παραμερίζει, ἀπό τήν ἄλλη τίς χρησιμοποιεῖ,
πετυχαίνοντας ἔτσι μιά πραγματική ἀνατροπή·
ὑποστηρίζει ὅτι οἱ ὑποψίες ἀκριβῶς πού ὁ Ἑρμοκράτης θέλει νά
δημιουργήσει ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων εἶναι ἕνα μέσο πού χρησιμοποιοῦν oἱ
Συρακούσιοι γιά νά προετοιμάσουν καλύτερα τή δική τους κυριαρχία (Ζ
85.3: καί βούλονται ἐπί τῷ ἡμετέρῳ ξυστήσαντες ὑμᾶς ὑπόπτῳ...).
Πρέπει ὡστόσο νά προσθέσει μία ἀπόδειξη: ὑπενθυμίζει μία λεπτομέρεια πού
δέν ἔχει μνημονευτεῖ ἀκόμα: τήν ἔκκληση τῶν κατοίκων τῆς Σικελίας πρός
στήν Ἀθήνα.
Φτάνει τότε στό συμπέρασμα πώς οἱ Καμαριναῖοι δέν πρέπει πιά νά
δυσπιστοῦν στά λόγια τῶν Ἀθηναίων: ἀντίθετα, πρέπει νά δυσπιστοῦν πολύ
περισσότερο πρός τούς Συρακουσίους (86.2: πολύ δέ μᾶλλον τοῖσδε
ἀπιστεῖν).
Ἑπομένως, τή φορά αὔτη, ἤ ἴδια ἤ κατηγορία ἔχει ἀπόλυτα ἀντιστραφεϊ, καί
μέ τόν πιό ἐντυπωσιακό τρόπο. Ἐξάλλου, τήν Ἰ'διά στιγμή, ὅ Εὔφημος
φαίνεται νά δίνει ἀπάντηση σχετικά μέ τό πρόβλημα τῆς ἀσφάλειας τῶν
Καμαριναίων (πρβ. 85.3: ἄρ- χής γάρ ἔφιενται ὑμῶν...) καί μέ τό πρόβλημα
τοῦ δικαίου (86.2: καί νῦν ὄν δίκαιον) λόγω τῆς συμμαχίας τους μέ τούς
’Ἀθηναίους.
Ἀπό τή στιγμή αὔτη. δλοί οἵ
ρόλοι ἔχουν ἀντιστραφεϊ. Ὅ Ἔρμοκρατης προσπαθοῦσε ὑά ἀποδείξει πῶς,
σώζοντας τίς Συρακοῦσες, οἵ Σικελιῶτες θά ἔσωζαν στήν πραγματικότητα τόν
ἑαυτό τούς (Ζ 78.3: λόγφ μΐν γάρ τήν ἡμετέραν δνναμιν σφ- ζοί ἄν τίς,
ἔργω δέ τήν αὔτοϋ σωτηρίαν). Τώρα δμῶς ὅ Εὐφημός παρουσιάζεται ὡς ὁ
ἀληθινός σωτήρας (Ζ 86.5: πολύ δέ ἐπί ἀληθεστέραν γέ σωτηρίαν ἡμεῖς
ἀντιπαρακαλοῦμεν).
Ἐπίσης ὅ Ἔρμοκρατης εἶχε
ἐπικαλεσθεῖ τό ἐνδεχόμενο νά μετανιώσουν ἀργότερα αὐτοί πού δέν θά
ὑποστήριζαν τίς Συρακοῦσες (Ζ 78.3: τάχ’ ἄν ἴσως καί τοῖς ἐμοῖς
ἀγαθοῖς πότε βουληθείη αὖθις φθονῆσαι). Ὁ Εὔφημος εὐχαρίστως
ἐπιστρέφει στό ἴδιο θέμα ἀλλά ἀντικαθιστᾶ τίς Συρακοῦσες μέ τήν Ἀθήνα
αὐτή τή φορά (86.5: ἔτι βουλήσεσθε καί πολλοστόν μόριον αὐτῆς ἰδεῖν...).
Ἄλλωστε, μία ἐνδεχόμενη ἀθηναϊκή ἀποτυχία, πού τίς συνέπειές της ἀφήνει
ἐδῶ νά τίς διαβλέψουν οἱ Καμαριναιοι, τήν ἔχει ἤδη ἐκμεταλλευθεῖ σέ ὅλο
του τόν ἀποδεικτικό συλλογισμό, ἀκριβῶς ὅπως ὁ Ἑρμοκράτης ἐκμεταλλευόταν
τήν ἰδέα μίας πιθανῆς ἀποτυχίας τῶν Συρακουσίων: οἱ μετοχές τῶν χωρίων
85.3 (ἀπράκτων ἡμῶν ἀπελθόντων — ἡμῶν μή παρόντων) ἀντιστοιχοῦν
ἔτσι στίς μετοχές τῶν χωρίων 77.2 καί 78.1 (τοῦ ἄπωθεν ξυνοίκου
προαπολλυμένου — οὐ προδιεφθαρμένου ἐμοῦ).
Χωρίς νά προσπαθήσουμε νά
καθορίσουμε ποιοί νόμοι κυβερνοῦν τήν ἀναστροφή αὐτή, παρατηροῦμε ὅτί
δύο γεγονότα τουλάχιστον ξεπροβάλλουν καθαρά:
Τό πρῶτο εἶναι ὅτί ὁ
Εὔφημος στή δημηγορία του προσπαθεῖ νά παρακολουθεῖ κατά γράμμα τή
δημηγορία τοῦ Ἑρμοκράτη καί ἀναστρέφει ὄχι μόνο τίς γενικές της θέσεις,
ἀλλά ὡς καί τίς λεπτομερειακές πληροφορίες.
Τό δεύτερο εἶναι ὅτι ὁ
Εὔφημος προσπαθεῖ νά κάμει αἰσθητή τή σχέση αὐτή, ἐπιλέγοντας ἀκόμα καί
τίς λέξεις καί τίς ἐπιμέρους ἐκφράσεις πού χρησιμοποιεῖ.
Ἴσως μάλιστα μποροῦμε νά
παρατηρήσουμε καί κάτι ἄλλο: Ἄν ἐξετάσουμε τή δομή καθεμιᾶς ἀπό τίς δύο
δημηγορίες, ἀνεξάρτητα τή μιά ἀπό τήν ἄλλη, διαπιστώνουμε εὔκολα πώς
ὁρισμένες λέξεις πού δέν ἔχουν καθαυτές ἰδιαίτερο σημασιολογικό βάρος,
χρησιμοποιοῦνται συστηματικά, σέ κάθε δημηγορία, γιά νά ἐπισημάνουν τούς
ἁρμούς της. Αὐτές οἱ λέξεις, λοιπόν, ἀκούγονται σάν ἠχώ ἀπό τή μιά
δημηγορία στήν ἄλλη.
Ὁ Ἔρμοκρατης, π.χ., στό
πρῶτο μέρος τῆς δημηγορίας του, δίνει καινούρια ὤθηση στήν ἐπίθεσή του,
μέ δύο παρόμοιες ἐκφράσεις (76.1: οὐ τήν παροῦσαν δύναμιν τῶν
’Ἀθηναίων... ἀλλά μᾶλλον... καί 77.1: ἀλλ' οὐ γάρ δή τήν τῶν
Ἀθηναίων... πολύ δέ μᾶλλον...). Οἱ λέξεις αὐτές, χωρίς νά εἶναι
οὐσιαστικές γιά τήν ἔκφραση τῆς σκέψης τοῦ ρήτορα, ἐπισημαίνουν τά
στάδια τῆς σκέψης του. Ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι τά συγκριτικά χρησιμεύουν
ἀκριβῶς καί στόν Εὔφημο γιά νά τονίσει τή μεγαλύτερη δυσπιστία πρός τούς
Συρακουσίους: 86.2 (πολύ δέ μᾶλλον...) καί τή μεγαλύτερη
ἐμπιστοσύνη στούς Ἀθηναίους (86.5: πολύ δέ ἐπί άληθεστέραν γέ
σωτηρίαν ἠμεῖς ἀντιπαρακαλοῦμεν).
Ἀντίστροφα, οἱ λέξεις πού
χρησίμεψαν στόν Ἑρμοκράτη γιά νά εἰσαγάγει τήν πιό συγκεκριμένη
κατηγορία του (Ζ 76.3: καί τά ἐνθάδε νῦν πειρῶνται...) εἶναι
ἀκριβῶς αύτές πού ἀπό τή μιάν ἄκρη ὡς τήν ἄλλη, ἐπισημαίνουν, καθώς
ἐπαναλαμβάνονται, τούς ἁρμούς τῆς δημηγορίας τοῦ Εὕφημου. Εἶναι εὔκολο
νά τό διαπιστώσουμε γιατί ἡ δομή τῆς δημηγορίας αὐτῆς εἶναι σαφής. Στό
πρῶτο μέρος (τῆς ἄμεσης δικαιολόγησης τοῦ γιατί οἱ Ἀθηναῖοι
εἰκότως
ἀρχήν ἔχουσι), ὁ ἀποδεικτικός συλλογισμός ἔχει δύο χοόνους: α) Ὁ
Εὔφημος δικαιολογεῖ τήν ἀθηναϊκή ἡγεμονία στήν κυρίως Ἑλλάδα
(καταλήγοντας σέ ἕναν ἀφορισμό: «κανένας δέν εἶναι ἀξιοκατάκριτος ὅταν
προσπαθεῖ νά πορίζεται τά μέσα πού ἐξασφαλίζουν τή σωτηρία του...») — β)
Ἀμέσως ἔπειτα, ἀρχίζοντας μέ ἕνα καί νῦν τῆς ἡμέτερας ἄσψαλειας ἕνεκα
(Ζ 83.2), ὁ Εὔφημος ἐξηγεῖ πώς ὅσα εἶπε γιά τήν ἡγεμονία, ἐφαρμόζονται
και στή σικελική πολιτική τῆς Ἀθήνας (ὁλόκληρη ἡ ἀνάπτυξη τοῦ θέματος
καταλήγει στόν ἀφορισμό: Ζ 85.1 «καί ξέρετε πώς γιά κάθε τύραννο ἡ πόλη
πού ἡγεμονεύει...»). Ἀκολουθεῖ ἔπειτα τό δεύτερο μέρος, τῶν κατηγοριῶν
ἐναντίον τῶν Συρακουσίων. Καί αὐτό τό μέρος ἔχει δύο χρόνους: α) Τούς
Συρακουσίους πρέπει νά ὑποπτεύονται οἱ Καμαριναΐοι (ἰδέα πού
διαρθρώνεται πάνω σέ ἕνα καί νῦν οὐ δίκαιον,
Ζ 86.2, καί καταλήγει στήν ἀναστροφή πολύ δέ μᾶλλον τοῖσδε ἀπιστεῖν)·
β) Ὁ λαός πού πράγματι θά τούς σώσει εἶναι οἱ Ἀθηναῖοι (ἰδέα πού
διαρθρώνεται πάλι πάνω σέ ἕνα καί νῦν τολμῶσιν Ζ 86.4, καί
καταλήγει στήν ἀναστροφή πολύ δέ ἐπί ἀληθεστέραν γέ σωτηρίαν ἠμεῖς
ἀντιπαρακαλοῦμεν).
Τέτοιες συσχετίσεις δέν
μπορεϊ νά εἶναι τυχαῖες. Καθώς προστίθενται στίς ἄλλες, μᾶς δίνουν τή
δυνατότητα νά ἀναμετρήσουμε καλύτερα τήν ὀξύνοια καί τή δεξιοτεχνία
αὐτῆς της διαλεκτικῆς καί τήν ἔκταση τῶν μέσων της, πού δέν
περιορίζονται στήν καθαυτό ἐπιχειρηματολογία, ἀλλά ἐκτείνονται καί στή
διάταξη, στήν ἔκφραση, στίς παραμικρές λεπτομέρειες.
Ὅλα αὐτά τά χαρακτηριστικά,
ἑπομένως, τῆς μεθόδου τοῦ Θουκυδίδη ὑποδηλώνουν τήν ὕπαρξη μίας
πραγματικῆς τεχνικῆς, ἐπιδέξιας καί ἀκριβόλογης.
Χαρακτηριστικά τῶν
ἀντλογιῶν
Τά συμπεράσματα πού
προκύπτουν ἀπό τή μελέτη τῆς ἀντιλογίας τῆς Καμάρινας μποροῦμε νά τά
ἐπεκτείνουμε καί στίς ἄλλες ἀντιλογίες. Γιά νά πεισθοῦμε γι’ αὐτό, ἄς
ἀναφερθοῦμε πρῶτα στίς παρατηρήσεις τοῦ προηγούμενου κεφαλαίου σχετικά
μέ τήν ἀντιλογία τῆς Ναυπάκτου ἤ τόν πλάγιο λόγο τοῦ κέφ. Η΄ 36, πού
εἶναι δομημένο, τό εἴπαμε (σέλ. 1 52), σάν ἀντιλογία. Θ’ ἀναφερθοῦμε
ἀκόμα στά συμπεράσματα πού δημοσίευσε ὁ L. Bodin στήν ἀξιόλογη μελέτη
τοῦ «Κλέων καί Διόδοτος, μερικές σύντομες ματιές στή διαλεκτική τόν
Θουκυδίδη».
Γενικότερα, ἄν ἐξετάσουμε
ὁποιαδήποτε ἀπό τίς ἀντιλογίες πού ἀναφέραμε στήν ἀρχή του κεφαλαίου
αὐτοῦ, θά διαπιστώσουμε πώς παρουσιάζουν ὅλες, στή διάταξη, στή
διατύπωση, στόν τρόπο τῆς ἐπιχειρηματολογίας, τά ἴδια χαρακτηριστικά μέ
τήν ἀντιλογία τῆς Καμάρινας σέ ποικίλους βαθμούς, καί πώς αὐτά τά
χαρακτηριστικά συχνά τίς φέρνουν πολύ κοντά στίς τετραλογίες τοῦ
Ἀντιφώντα.
Ἄλλωστε ὅλα τά
χαρακτηριστικά αὐτά ἐξηγοῦνται ἀφοῦ πηγάζουν ἀπό τήν ἴδια τάση, δηλαδή
τήν παρακολούθηση τοῦ ἀντιπάλου ὅσο τό δυνατόν περισσότερο στή δική του
περιοχή.
α) Διάταξη τοῦ ὑλικοῦ
Ὡς πρός τή διάταξη, πρῶτα,
τοῦ ὑλικοῦ, οἵ δύο δημηγορίες προχωροῦν, στό σύνολό τους, παράλληλα.
Εἴδαμε πώς ὁ Εὔφημος,
ἀρχίζοντας, ἀναιρεῖ τήν ἐπίθεση πού εἶχε κάνει στήν ἀρχή της δημηγορίας
του ὁ Ἑρμοκράτης· ἔπειτα, στό δεύτερο μέρος, ἀντιμετωπίζει τίς σκέψεις
γιά τίς νομικές ὑποχρεώσεις τῶν Καμαριναίων ἔναντι τῶν Ἀθηναίων καί τήν
ἀσφάλειά τους, πού ἀποτελοῦσαν ἐπίσης τό δεύτερο μέρος τῆς δημηγορίας
τοῦ Ἑρμοκράτη.
Ἐπίσης, οἱ δημηγορίες τοῦ
Κλέωνα καί τοῦ Διοδότου (Γ 37- 48) ἔχουν καί οἱ δύο ἕνα πρῶτο μέρος
σχετικά μέ τό ἄν πρέπει ἤ δέν πρέπει ἕνα θέμα νά συζητηθεῖ γιά δεύτερη
φορά στήν ἐκκλησία τοῦ δήμου (Γ 37-33 καί 42-43), καί ἕνα δεύτερο μέρος
σχετικό μέ τή συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Μυτιλήνης (39-40 καί 44-47).
Ἐπίσης οἱ δημηγορίες τοῦ Ἀλκιβιάδη καί τοῦ Νικία ἔχουν καί οἱ δύο ἕνα
πρῶτο μέρος σχετικά μέ τήν κατάσταση στή Σικελία καί στήν Ἑλλάδα (Ζ 9-11
καί 17-18.4), ἔπειτα ἕνα δεύτερο, ὅπου κάνουν προσωπική ἐπίθεση ὁ ἕνας
ἐνάντίον τοῦ ἄλλου (12-13 καί 18.4 ὡς τό τέλος).
Ὡστόσο, ἀπό τήν παράλληλη
αὐτή πορεία δέν ἀποκλείονται οἱ παρεκκλίσεις· καί οἱ ἴδιες οἱ ἀπαιτήσεις
τῆς διαλεκτικῆς ἐνδέχεται νά προκαλοῦν ὁρισμένες ἀνωμαλίες.
Πρῶτα πρῶτα, ἡ δεύτερη
δημηγορία, ἔχοντας νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν ἀναίρεση τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ
ἀντιπάλου, ἀντιμετωπίζει ὑλικό κατά κάποιο τρόπο διπλάσιο ἀπό της πρώτης
δημηγορίας, ἀφοῦ πρῶτα ἀναιροῦνται τά ἐπιχειρήματα τοῦ ἀντιπάλου καί
ἀκολουθεῖ ἡ ἀναστροφή τους. Αὐτο εἶναι φυσικό. Οἱ τετραλογίες τοῦ
Ἀντιφώντα προσφέρουν μιά καλή μαρτυρία σχετικά μέ τό θέμα μας, ἄν καί
εἶναι αὐστηρότατα ἀκριβόλογες στή σειρά μέ τήν ὁποία ἐπαναλαμβάνουν, καί
κεῖνες, τό ἕνα θέμα ὕστερα ἀπό τό ἄλλο, ἀπό δημηγορία σέ δημηγορία·
ὡς πρός αὐτό,
ἔχει ὁ συγγραφέας ἐπίγνωση ὅταν βάζει τόν κατήγορο τῆς δεύτερης
τετραλογίας νά λέει: «Δέν μποροῦσα νά φανταστῶ πώς ἔκεϊνος θά ἀπαντοῦσε
(ἀντειπεῖν)·
διαφορετικά, δέν θά εἶχα ἀρκεστεῖ σέ μιά μόνο ἐπιχειρηματολογία, ἀντί
γιά δύο, καί δέν θά εἶχα στερήσει ἔτσι τόν ἑαυτό μου ἀπό τό μισό
κατηγορητήριο· καί ἐκεῖνος, πάλι, δέν θά εἶχε, ἐξαιτίάς της τόλμης του,
διπλή ὑπεροχή, ἀφοῦ μπόρεσε νά ἀπολογηθεῖ μέ μιάν ὑπεράσπιση στήν
ἐπίθεσή μου, καί συγχρόνως νά ἐπιρρίψει ἐνάντιόν μου κατηγορίες πού δέν
ἀναιρέθηκαν.
Ἀναμφισβήτητα, τό κείμενο
μᾶς ἀφήνει νά διαβλέψουμε πώς ἕνας εἰδικός στή διαλεκτική, συνετός καί
προσεκτικός, δέν θά ἀφηνόταν νά αἰφνιδιασθεῖ μέ τόν τρόπο αὐτό: θά εἶχε
ἀναιρέσει προκαταβολικά τά ἐπιχειρήματα πού θά ἦταν δυνατόν νά
χρησιμοποιήσει ἐνάντίον του ὁ ἀντίπαλος. Καί αὐτό κάνει, σχεδόν πάντα, ὁ
Θουκυδίδης.
Εἴδαμε πώς στίς ἀγορεύσεις
τῆς Καμάρινας ἡ πρώτη δημηγορία χρησιμεύει ἤδη ὡς ἀναίρεση, καθώς ὁ
Ἑρμοκρατης ἀντικρούει πιθανές ἀντιρρήσεις καί ἐπικρίσεις. Τό ἴδιο καί οἱ
Κερκυραῖοι, γιά παράδειγμα, ἐξετάζουν διαδοχικά ἐνδεχόμενη κριτική πρῶτα
ὡς πρός τή στάση τους, ἔπειτα ὡς πρός τίς προτάσεις τους (Α΄ 34:
ἤν
δέ λέγωσιν ὡς οὐ δίκαιον...· 36: καί ὅτῳ τάδε ξυμφέροντα μέν
δοκεῖ λεγεσθαι, φοβεῖται δέ...). Ἐπίσης καί οἱ Λακεδαιμόνιοι
στρατηγοί ἐξετάζουν ὅ,τι ὑπάρχει κίνδυνος νά τρομάξει τό στράτευμα, κτλ.
Ὡστόσο, δέν εἶναι σπάνιο νά
κλείσει τή δεύτερη δημηγορία ἕνα ἐπιχείρημα πού δέν εἶχε ἀναφερθεῖ στήν
πρώτη δημηγορία καί προκύπτει ἀπό τή συζήτηση, ἤ καί ποῦ εἶναι τελείως
καινούριο. Τήν πρώτη περίπτωση τή συναντοῦμε στήν ἀντιλογία τῆς
Ναυπάκτου, ὅταν ξαναβρίσκουμε, στό τέλος τῆς δημηγορίας τοῦ Φορμίωνα,
μία ἰδέα πού ἡ δημηγορία τῶν Πελοποννησίων εἶχε προσποιηθεῖ ὅτι τήν εἶχε
παραμερίσει, δηλαδή τό πόσο θά ἐπιδροῦσε πάνω στά πνεύματα τῶν ἐχθρῶν ἡ
ἀνάμνηση τῆς προηγούμενης μάχης ὅπου οἱ Πελοποννήσιοι εἶχαν νικηθεῖ (Β
89.11).
Ἡ ἄλλη περίπτωση (τοῦ
ἐντελῶς καινούριου ἐπιχειρήματος) εἶναι πιό συχνή. Τή συναντοῦμε, γιά
παράδειγμα, στήν ἀντιλογία τῆς Κέρκυρας: οἱ Κορίνθιοι ἀναιροῦν πρῶτα
τόσο τίς ἐπιθέσεις ὅσο καί τίς δικαιολογίες τῶν Κερκυραίων ἀμέσως ἔπειτα
ἐπικαλοῦνται τό δικό τους ἐπιχείρημα καί ἀπαιτοῦν τήν ἀνταπόδοση μίας
εὐεργεσίας.
Τό Γδιο καί οἵ Θηβαῖοι, ἀφοῦ δί- καιολογήθηκαν γιά τό μηδισμό τους καί
ἀφοῦ ἀντέστρεψαν καί ὅλα τά ἐπιχειρήματα τῶν Πλαταιέων τά σχετικά μέ τή
διαγωγή τούς ὄχι μόνο στά Μηδικά ἄλλα καί στά πρόσφατα γεγονότα.
προβάλλουν ὡς ἀποδεικτικό στοιχεῖο μιά καινούρια κατηγορία. βασισμένη σέ
κάτι καινούριο: ὅτι οἵ Πλαταιεῖς καταπάτησαν τίς συνθῆκες κατά τή
διάρκεια τῶν πρόσφατων γεγονότων (Γ 66 χχ.).
Τέλος, μπορεῖ ἤ διπλή αὔτη
ἄποψη (ἀναίρεση καί ἐπίθεση) νά ἐκφράζεται ἐπίσης μέ ἕνα εἶδος
διαλεκτικῆς μετάθεσης, χωρίς προσθήκη νέων ἐπιχειρημάτων. Στήν περίπτωση
αὐτήν, τά πρῶτα ἐπιχειρήματα (εἴτε ἀποτελοῦν ἕνα εἴτε περισσότερα μέρη)
εἶναι ἀρνητικά καί ἔχουν ὡς σκοπό τήν ἀναίρεση τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ
ἀντιπάλου. Μόνο τό τελευταῖο ἐπιχείρημα εἶναι θετικό καί μπορεϊ ἔτσι νά
χρησιμεύει ὡς ἀντίβαρο στό σύνολο.
Ὡστόσο, οἱ τέτοιου εἴδους
μεταθέσεις δέν ἐπηρεάζουν πολύ τήν παράλληλη πορεία τῶν δημηγοριῶν στό
σύνολό τους·
ἀπεναντίας, τή συμπληρώνουν. Ἀντίθετα, πιό αἰσθητές γίνονται οἱ
μετατοπίσεις τῆς σειρᾶς τῶν ἐπιχειρημάτων μέσα στά ἴδια τά τμήματα τῆς
δημηγορίας.
Στίς λεπτομέρειες, δηλαδή,
τοῦ συλλογισμοῦ, οἱ ἰδέες παρουσιάζονται τώρα μέ μιά καινούρια σχέση
μεταξύ τους: πρέπει λοιπόν, τίς περισσότερες φορές, νά ἀλλάξει καί ἡ
σειρά ποῦ ἀκολουθοῦν. Στό πρῶτο μέρος τῆς δημηγορίας του, ὁ Νικίας
ἀρχίζει ἀπό τήν κυρίως Ἑλλάδα·
στό ἀντίστοιχο πρῶτο μέρος τῆς δικῆς του δημηγορίας, ὁ Ἀλκιβιάδης
ἀρχίζει ἀπό τή Σικελία: ὁ καθένας, δηλαδή, ξεκινᾶ ἀπό τήν περιοχή πού ἡ
ἐξέτασή της τοῦ φαίνεται πώς ἔχει βαρύτητα καί πώς εἶναι εὐνοϊκή γιά τήν
ἄποψη πού ὑποστηρίζει (Ζ 9-18). Ἐπίσης, ἐνῶ οἱ Κορίνθιοι ἐξέταζαν τό πῶς
νά ἀποκτήσουν στόλο καί ἔπειτα δέν τούς πό- λυαπασχολοῦσε τό οἰκονομικό
πρόβλημα (Α 121.5), ὁ Περικλῆς, ἀντίθετα, προσπαθεῖ διεξοδικά νά δείξει
τίς οἰκονομικές δυσκολίες πού ἀπειλοῦν τους Πελοποννησίους (Α 141.3 -
142.2) καί ἔπειτα παραμερίζει τήν πιθανότητα νά ἀποκτήσουν στόλο, μιά
πιθανότητα πού, κατά τή γνώμη του, ἀποκλειόταν (Α 142.5-9).
Ἐξάλλου, οἱ πολύ φανερές
καί πολύ φυσικές αὐτές μετατοπίσεις προκαλοῦν γρήγορα καί ἄλλες. Δέν
πρέπει νά παραβλέψουμε ὅτι ἡ ἐπιχειρηματολογία πρέπει νά ἐπαναλάβει ὅσο
γίνεται περισσότερα ἀπό τά γεγονότα πού εἶχε ἀναφέρει ὁ ἀντίπαλος. ἀπό
τίς ἰδέες του, τίς λέξεις πού χρησιμοποίησε, τίς διαφοροποιήσεις πού
ἔκανε: εἶναι, λοιπόν, ἀναπόφευκτο ὅλα αὐτά νά χρησιμοποιοῦνται σέ
διαφορετικά μέρη στήν καινούρια δημηγορία. Καί ἴσως αὐτό, εἶναι ἕνα ἀπό
τά χαρακτηριστικά πού συντελοῦν περισσότερο στό νά παραπλανήσουν τόν
σύγχρονο ἀναγνώστη τοῦ Θουκυδίδη: δίδυμες τυποποιημένες ἐκφράσεις
παρεμβάλλονται, πράγματι, σέ θέσεις ἀνεξάρτητες ἀπ’ αὐτές πού θά
περίμενε κανείς. Καί ἑπομένως, ὅλη ἡ τάξη πού φαινόταν νά ἐπικρατεῖ στό
σύνολο, μετατρέπεται, μόλις ἐξετάσει κανείς τή λεπτομέρεια, σέ ἕνα
ἀξεδιάλυτο κουβάρι ἀπό πολύπλοκες σχέσεις.
Ἀπόδειξη ὅτι ὁ Περικλῆς,
στή δημηγορία πού ἀναφέραμε παραπάνω, ἐπαναλαμβάνει πολλά θέματα πού
εἶχαν χρησιμοποιήσει στή δημηγορία τους οἱ Κορίνθιοι π.χ. τήν ἀντίθεση
ἀνάμεσα στούς Πελοποννησίους πού πληρώνουν μέ τή ζωή τους, καί στούς
Ἀθηναίους πού στηρίζονται στά χρήματα (Α 121.3 = 141.5) ἤ τήν ἀντίθεση
ἀνάμεσα σ’ ἕνα μακροχρόνιο καί σέ ἕνα σύντομο πόλεμο (Α 121.4 = 141.6)
κτλ. Ὡστόσο, καθεμιά ἀπό τίς ἔννοιες αὐτές εἰσάγεται σέ διαφορετικά
συμφραζόμενα μέ καινούριο ρόλο πού τήν ὑποτάσσει μέ ἄλλο τρόπο στήν
κυρίαρχη ἰδέα. Καί στή μιά καί στήν ἄλλη περίπτωση, ἐπικρατοῦν οἱ
ἀπαιτήσεις μιᾶς πιό αὐστηρῆς διαλεκτικῆς.
β) Διατύπωση
Ἀλλά συγχρόνως τό τελευταῖο
παράδειγμα ἀποκαλύπτει πώς καί τά ἐκφραστικά μέσα ἐπηρεάζονται ἀπό τή
διαλεκτική· ὅ,τι ἀφαιρεῖ ἡ διαλεκτική ἀπό τήν ἐξωτερική ὁμαλότητα τῆς
σύνθεσης, τό ἀντισταθμίζουν οἹ λεκτικοί σύνδεσμοι, πού ὑφαίνονται μέ
λεπτότητα ἀπό τή μία δημηγορία στήν ἄλλη.
Ἡ φύση τῶν συνδέσμων αὐτῶν
ποικίλλει. Εἴδαμε, πράγματι, στίς ἀγορεύσεις τῆς Καμάρινας πώς ὑπῆρχαν
πρῶτα λέξεις- ἁρμοί πού ἀντιστοιχοῦν, σέ κάθε δημηγορία, στίς γενικές
διαρθρώσεις της· πώς οἱ λέξεις αὐτές ἦταν δυνατόν νά ἐπαναλαμβάνονται
ἀπό τή μία δημηγορία στήν ἄλλη· καί, φυσικά, τό ἴδιο γίνεται γιά ὅλες
τίς λέξεις, ὅλες τίς ἐκφράσεις, ὅλες τίς διαφοροποιήσεις, τίς διακρίσεις
πού ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν ἴδια τή σκέψη. Τά δεδομένα αὐτά
ἐπισημάνθηκαν ὅταν μνημονεύσαμε τή Ναύπακτο καθώς καί τό κέφ. Η 36·
καί ὁ L. Βodin
ἐπέμεινε ἰδιαίτερα πάνω σ’ αὐτές τίς λεκτικές ἀντιστοιχίες στό ἄρθρο του
σχετικά μέ τήν ἀντιλογία Κλέωνα-Διοδότου (σέλ. 36).
Θά μπορούσαμε νά ποῦμε τό
ἴδιο γιά ὅλες τίς ἀντιλογίες. Ἄς ἀναφέρουμε, γιά παράδειγμα, δύο μικρά
ἀξιοπερίεργα στήν κερκυραϊκή ἀντιλογία ὅπου ἐπαναλαμβάνονται οἱ
λέξεις-ἁρμοί: οἱ Κερκυραιοι ὑποστηρίζουν ὅτι ἄν οἱ Ἀθηναῖοι τους δεχτοῦν
στή συμμαχία τους θά ἔχουν ἕνα κέρδος μέγιστο ἤ τουλάχιστον... (Α 32.1:
ἀναδιδάξαι πρῶτον μάλιστα μέν ὡς...
εἰ δέ μή, ὅτι γε
(«εἶναι σωστό πρῶτα πρῶτα νά τούς πείσουν ὅτι ἡ συνδρομή πού ζητοῦν
εἶναι συμφέρουσα γι’ αὐτούς ἤ, τουλάχιστον, ὅτι δέν εἶναι ἐπιζήμια...»)
— 35.5: ἄλλα μάλιστα μέν εἰ δύνασθε.,.εἰ δέ μή... (Πρβ. 35.4:
ἤ... ἤ... μάλιστα δέ...)· καί οἱ Κορίνθιοι ὅμως ὑποστηρίζουν, μέ τόν
ἴδιο τρόπο, ὅτι τό δίκαιο ὑπαγορεύει νά μείνουν οἱ Ἀθηναῖοι οὐδέτεροι,
εἰδεμή... (νά πάρουν τό μέρος τῶν Κορινθίων): 40.4: δίκαιοι γ’ ἔστε
μάλιστα μέν... εἰ δέ μή...
Βλέπουμε ἀκόμα πώς ἐκτός
ἀπό τίς λέξεις-ἁρμούς ἐπαναλαμβάνονται καί οὐσιαστικές λέξεις γιά τήν
ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς σκέψης· οἱ Κερκυραϊοι εἶχαν ἐξάρει στήν ἀρχή τήν
ἀπομόνωσή τους: αὐτοί κατά μόνας ἀπεωσάμεθα Κορινθίους (Α 32.5)·
οἱ Κορίνθιοι ἐπαναλαμβάνουν τήν ἴδια ἔκφραση, γιά νά περιγράψουν τόν
ἔνοχο ἐγωισμό τῶν Κερκυραίων: ὅπως κατά μόνας ἀδικῶσι (Α 37.4).
Φαίνεται, λοιπόν, πώς ἡ μία
δημηγορία πρέπει νά ἐπαναλαμβάνει ὅλα τά στοιχεῖα τῆς ἄλλης, ἀπό τόν
ἁπλό σύνδεσμο ὡς τήν ἰδέα πού ἔχει ἤδη ὑποστεῖ ἐπεξεργασία· ἔτσι ὅμως,
αὐτές οἱ μικρές μετατοπίσεις τῶν λεπτομερειῶν δέν ἀφήνουν σέ λίγο πιά
τίποτα ὄρθιο ἀπό τήν ἀρχική δημηγορία·
ἄλλα αὐτό εἶναι μόνο φαινομενικό.
Τό νά ἐπισημάνει ὅλές αὐτές
τίς μετατοπίσεις καί νά ἑρμηνεύσει τό μηχανισμό πού δεσπόζει στό
συσχετισμό τους ἦταν τό ἔργο πού εἶχε ἀναλάβει ὁ L. Bodin - ἔργο ἴσως
χωρίς τέλος, ἐφόσον ὁρισμένες ἀπό τίς συσχετίσεις αὐτές ἐνδέχεται νά
εἶναι τυχαῖες, καί ἄλλες δέν μποροῦμε νά τίς αἰτιολογήσουμε: τίς εἶχε,
δηλαδή, προσθέσει ὁ Θουκυδίδης γιά τήν περίσταση. Ὡστόσο, ἀναζητώντας
αὐτή τήν ἐξαντλητική ἑρμηνεία, μποροῦμε, τουλάχιστον, νά ἀναμετρήσουμε
τή λεπτολογία τῆς διαλεκτικῆς καί τήν ποικιλία τῶν ἐφαρμογῶν της.
Τό πρόβλημα πού μᾶς
ἀπασχολεῖ σήμερα εἶναι διαφορετικό καί πιό ἁπλό· γιατί, παρόλο ὅτι οἱ
ἐφαρμογές του εἶναι ποικίλες, εἶναι φανερό πώς ἡ βασική ἀρχή του,
ἀντίθετα, εἶναι πάντα ἡ ἴδια.
γ) Ἐπιχειρηματολογία
Ἔτσι, ὅλες οἱ λεκτικές
ἀπηχήσεις (ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ φύση τους ἤ ἡ θέση τούς) πηγάζουν, ὅπως
καί ἡ ἴδια ἡ σύνθεση, ἀπό τήν ἴδια τάση, πού ζητᾶ μέ τήν ἀκύρωση, τήν
ἀντιστροφή, τήν ἀνατροπή τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ ἀντιπάλου νά μένει, ὅσο
γίνεται, πιό κοντά στά ἀντίπαλα ἐπιχειρήματα, ἐνῶ συγχρόνως φτάνει σέ
ἀντίθετα συμπεράσματα. Ἑπομένως τό πιό ἐνδιαφερόν σημεῖο, τελικά, εἶναι
ὁ μηχανισμός τῆς διαλεκτικῆς πού πάνω του στηρίζεται ἡ πρωτοτυπία τῆς
μεθόδου.
Τά μέσα πού
χρησιμοποιοῦνται ποικίλλουν καί δέν ἔχουν πάντα ὑποστεῖ τήν ἴδια λεπτή
ἐπεξεργασία: ἡ κοινή τους ὅμως βασική ἀρχή εὔκολα ἀποκαλύπτεται:
συνίσταται, κυρίως, στό ὅτι ἐνῶ ἐξετάζουν τά ἴδια γεγονότα, μεταβάλλουν
τήν ὀπτική γωνία.
Ἡ κατ’ ἐξοχήν ἁπλή μορφή
εἶναι αὐτή πού διδάσκει ὁ Ἀντιφώντας στούς μελλοντικούς διαδίκους στή
δεύτερη τετραλογία του. Τό ἴδιο γεγονός - στήν περίπτωση πού μᾶς
ἀπασχολεῖ, ὁ θάνατος ἑνός νέου πού σκοτώθηκε στό γυμναστήριο ἀπό ἕνα
ἀκόντιοπαίρνει στό κείμενο τοῦ Ἀντιφώντα, διαδοχικά, σημασίες
διαφορετικές, ἀνάλογα μέ τό ἄν φωτίζεται ἡ μιά ἤ ἡ ἄλλη ἄποψη. Ὁ νέος
πέθανε ἀπό τό χτύπημα αὐτό (α 1)· ναί, ἀλλά εἶχε ἔρθει καί στάθηκε μέσα
στό χῶρο τόν προορισμένο γιά τόν ἀκοντισμό (β 4 )· ναί, ἀλλά ὁ νέος εἶχε
ὑπακούσει στόν παι- δοτρίβη, ἄρα δέν ἦταν ἡ στιγμή νά ρίξει τό ἀκόντιο
αὐτός πού τό ἔριξε (γ 6).
Οἱ ρήτορες τοῦ Θουκυδίδη
ἀκολουθοῦν τήν ἴδια μέθοδο. Τίς πιό πολλές φορές, ἐκεῖνο πού
μεταβάλλεται ἀπό τή μιά δημηγορία στήν ἄλλη εἶναι ἡ χρονική στιγμή τῆς
θεώρησης.
Ἄν πρόκειται γιά κάποια
ἐπιχείρηση, ἐξετάζεται, διαδοχικά, ἡ αἰτία καί τό ἀποτέλεσμα: στήν ἀρχή
του Ζ' Βιβλίου, ὁ Νικίας θεμελιώνει τήν ἐπιχειρηματολογία του ἐναντίον
τῆς Σικελικῆς ἐκστρατείας πάνω στήν ἄποψη: «ἄν ἀποτύχουμε, θά εἶναι
ὀλέθριο καί γιά ἐδῶ καί γιά ἐκεῖ κάτω»· καί ὁ Ἀλκιβιάδης ἀπαντᾶ: «δέν
ἔχουμε ὅμως κανένα λόγο νά ἀποτύχουμε (οὔτε ἐκεῖ κάτω οὔτε ἐδῶ)».
Τοποθετεῖται, δηλαδή, σέ χρονική στιγμή προγενέστερη ἀπό τή στιγμή πού
ἐξετάζει ὁ Νικίας.
Τό ἴδιο συμβαίνει μέ τίς
ἀποστασίες: ὁ Κλέωνας ἐξετάζει τήν αἰτία πού τίς προκαλεϊ, ἐνῶ ὁ
Διόδοτος τήν κατοπινή τους ἐξέλιξη. Μιά πολιτική ἐπιείκειας, λέει ὁ
Κλέωνας, ἐνθαρρύνει τίς ἀποστασίες (Γ 39.7)· ἀλλά (ἀνατρέπει ὁ Διόδοτος
τό ἐπιχείρημα τοῦ Κλέωνα), ἄν παραδεχτοῦμε πώς ἡ ἀποστασία εἶναι
ἀναπόφευκτη, μία πολιτική αὐστηρότητας ὑπάρχει κίνδυνος νά κάνει τά
ἐπακόλουθά της ἀποστασίας πιό σοβαρά (Γ 46.2): γιατί οἱ ἄνθρωποι δέν θά
ἐλπίζουν πιά οὔτε σέ συγγνώμη οὔτε σέ τελική διάκριση ἀνάμεσα σέ ἔνοχους
καί ἀθώους, καί δέν θά θελήσουν πιά νά ὑποχωρήσουν.
Τά συμπεράσματα ποικίλλουν,
λοιπόν, ἀνάλογα μέ τή μελλοντική στιγμή πού ἐξετάζει κανείς.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί ὅταν
πρόκειται γιά τό παρελθόν. Συχνά βλέπουμε τούς ρήτορες τοῦ Θουκυδίδη -
ἀκριβῶς ὅπως ὁ Ἀντιφώντας στό παράδειγμα πού ἀναφέραμε παραπάνω - νά
ἀνατρέχουν περισσότερο ἤ λιγότερο στό παρελθόν, γιά νά ἀνακαλύψουν μέσα
σ’ αὐτό εὐθύνες διαφορετικές καί ἑρμηνεῖες ἀντίθετες.
Π.χ. οἱ Κερκυραῖοι, φανερά
ἔνοχοι γιά ἀνταρσία ἐναντίον τῆς Κορίνθου, τῆς μητρόπολής τους, ἐξηγοῦν:
«Μά ἐκεῖνοι (προηγουμένως) στάθηκαν ἔνοχοι ἀπέναντί μας, ἀφοῦ μᾶς
φέρνονταν ἄδικα» (Α 34.1). Σ’ αὐτό, οἱ Κορίνθιοι ἀπαντοῦν: «Μά ἐκεῖνοι
στάθηκαν (προηγουμένως) ἄποικοι ἀχάριστοι, πού δέν μᾶς ἔδειχναν σεβασμό»
(38).
Στόν ἴδιο «ἀγώνα λόγων», οἱ
Κερκυραῖοι προβάλλουν ὡς ἀπόδειξη τῆς καλῆς τους πίστης τό ὅτι ζήτησαν
διαιτησία. Σέ αὐτο οἱ Κορίνθιοι ἀπαντοῦν: «ναί, ἀλλά εἴχατε
(προηγουμένως) διαπράξει ἀδικίες», κι αὐτό ἀφαιροῦσε κάθε νόημα ἀπό τήν
πρότασή τους (39.1).
Ἡ βασική αὐτή ἀρχή εἶναι ἡ
ἴδια στό Γ' Βιβλίο, ὅταν οἱ Θήβαιοι, πού κατηγοροῦνται ὅτι χτύπησαν τούς
Πλαταιεῖς σέ καιρό εἰρήνης, ἀπαντοῦν: «Ὅμως, Πλαταιεΐς, οἱ δικοί σας
πρῶτοι πολίτες καί στά πλούτη καί στήν καταγωγή μᾶς εἶχαν καλέσει
(προηγουμένως) καί ἐμεῖς δέν κάναμε τίποτα ἄλλο παρά νά δεχτοῦμε τήν
πρόσκλησή σας». Μέ τόν τρόπο αὐτόν, ἀπαλλάσσονται ἀπό τήν εὐθύνη (Γ
65.2: οἱ γάρ ἄγοντες παρανομοῦσι μᾶλλον τῶν ἑπομένων)
καί πετυχαίνουν μιά πλήρη ἀνατροπή, μέ τήν ὁποια οἱ Πλαταιεΐς
ἀποδεικνύονται, ἀπό τήν ἄποψη αὐτήν, οἱ μεγαλύτεροι ἔνοχοι.
Ἀντίστροφα, στήν ἴδια
ἀντιλογία, οἱ Πλαταιεΐς, δικαζόμενοι ἀπό τους Πελοποννησίους γιά τή
συμμαχία τους μέ τούς Ἀθηναίους, ἀπαντοῦν: «ὅμως ἐσεῖς, Πελοποννήσιοι
(προηγουμένως). εἴχατε ἀποκρούσει τή συμμαχία μας». Ἔτσι ἀπαλλάσσονται
καί ἐκεῖνοι ἀπό τήν εὐθύνη (Γ 55.1: ὑμεῖς δέ αἴτιοι...).
Ἄλλωστε, ἐξετάζοντας τήν
ἴδια αὐτή ἀντιλογία στό σύνολό της, παρατηροῦμε πώς, ὅταν οἱ
Πελοποννήσιοι τούς ρωτοῦν γιά τή διαγωγή τους κατά τή διάρκεια τοῦ
πολέμου, οἱ Πλαταιεῖς ἀνατρέχουν ἀμέσως στούς Μηδικούς πολέμους, πού
τούς προσφέρουν ἕνα πεδίο πιό εὐνοϊκό·
μέ τή σειρά τους, οἱ Θηβαῖοι ἀνατρέχουν ἀκόμα πιό πίσω. ὡς τήν ἵδρυση
τῶν Πλαταιῶν· ἔτσι,
ἀποδίδουν ὅλα τά γεγονότα πού ἐπικαλοῦνται οἱ Πλαταιεΐς σέ αἰτίες
διαφορετικές ἀπό ἐκείνους. Μᾶς φέρνουν στή σκέψη, καί ἐτοῦτοι καί
ἐκεῖνοι, τήν Ἑλένη τοῦ Εὐριπίδη, ὅταν ἀντιγυρίζει στήν Ἑκάβη τήν
κατηγορία πού τῆς εἶχε φόρτώσει, καί τή μέμφεται πώς ἐκείνη εἶναι αἰτία
γιά ὅλα, ἀφοῦ ἔφέρε στόν κόσμο τόν Πάρη.
Συγχρόνως ὅμως, τό μικρό
αὐτό παιχνίδι μέ τίς ἀποκρουόμενες εὐθύνες δείχνει καθαρά πώς,
μεταθέτοντας χρονικά μιά στιγμή τῆς δράσης, αὐτό πού ἐπιζητοῦν κυρίως οἱ
ρήτορες εἶναι νά τήν ἀποδώσουν σέ διαφορετική αἴτια. Ἐντούτοις, αὐτό
μποροῦν νά τό κάμουν καί ἀπευθείας, καί δέν παραλείπουν νά τό κάνουν.
Περνᾶμε τότε ἀπό τό «ναί, ἀλλά προηγουμένως...» στό «ναί, ἀλλά
ἐπειδή...».
Ὑπάρχουν τέτοια
παραδείγματα ἁπλά καί εὔκολα. Π.χ. ἡ οὐδετερότητα τῆς Κέρκυρας εἶναι ἕνα
δεδομένο. Γιά τούς Κερκυραίους, σκοπός τῆς οὐδετερότητας ἦταν νά
ἀποφύγουν νά «μοιράζονται τούς κινδύνους μιᾶς συμμαχίας ξένης, πού θά
ἦταν συνέπεια τῆς πολιτικῆς ἄλλων» (Α 32.3-5). Στά μάτια τῶν Κορινθίων,
ἡ πολιτική τῶν Κερκυραίων ἐπιδίωκε σκοπούς κακόβουλους καί δέν τήν
ἐνέπνεε καθόλου ἡ ἀρετή (Α 37.2).
Γιά νά τό ἀποδείξουν αὐτό, στηρίζονται, συμπληρωματικά, στή γεωγραφική
θέση τοῦ νησιοῦ.
Ἄλλο παράδειγμα: οἱ
Πλαταιεῖς φέρθηκαν ἐχθρικά ἐναντίον τῆς Σπάρτης: αὐτό εἶναι ἐπίσης ἕνα
δεδομένο. Αὐτό ὅμως, κατά τήν ἄποψή τους, δέν σημαίνει ἐχθρότητα
ἀπέναντι στή Σπάρτη· εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιθυμίας τους νά μήν
προδώσουν τούς Ἀθηναίους. Τό συμπέρασμά τους εἶναι λοιπόν πώς δέν εἶναι
ὑπεύθυνοι (Γ 55.1: οὐχ οἱ ἑπόμενοι αἴτιοι... ἀλλ’ οἱ ἄγοντες ἐπί τά
μή ὀρθῶς ἔχοντα)·
καί τό ἐπιχείρημα τούς ἐπιτρέπει μιά ἀναστροφή, ἀφοῦ αὐτό γιά τό ὁποῖο
τούς μέμφονται. παρουσιάζεται ἔτσι ὡς ¨η πιό μεγάλη τους ἀρετή (Γ 56.6:
«φοβόμαστε σήμερα μήπως χάσουμε τή ζωή μας Ἀθηναίους ἑλόμενοι δικαίως
μᾶλλον ἤ ὑμᾶς κερδαλεως»).
Πραγματικά, ὅταν
ἐφαρμόζεται καλά ὁ τύπος αὐτός του συλλογισμοῦ ἐπιτρέπει ἄνετα τήν
ἀναστροφή. Τό εἴδαμε ἤδη στήν ἀντιλογία τῆς Καμάρινας, ὅταν ὁ Ἑρμοκράτης
κατηγοροῦσε τούς Ἀθηναίους πώς εἶχαν ἔρθει στή Σικελία ἐφαρμόζοντας τήν
ἴδια μέθοδο ὅπως καί στήν κυρίως Ἑλλάδα (Ζ 76.3: τῇ δέ αὐτῇ ἰδέᾳ...),
δηλαδή τήν ἱκανοποίηση τῶν ἰμπεριαλιστικῶν τους φιλοδοξιῶν ὁ Εὔφημος
εἶχε ἀπαντήσει μέ δυό λόγια: «Κάνετε λάθος σχετικά μέ τό κίνητρό μας. Ἡ
’Ἀθήνα προσπαθεῖ, καί ἐδῶ καί ἔκεϊ, μέ διαφορετικά μέσα, νά πετύχει τήν
ἴδια ὠφέλεια, δηλαδή νά προστατεύσει τήν ἀσφάλειά της».
Γιά νά ξαναγυρίσουμε στήν
ἀντιλογία Θηβαίων - Πλαταιέων. οἱ Θηβαῖοι, ἀπαντώντας στούς Πλαταιεῖς,
χρησιμοποιοῦν δυό φορές, στό χωρίο τό σχετικό μέ τό μηδισμό, μιά
ἐπιχειρηματολογία πού εἶναι χτυπητά παραπλήσια μέ τῶν Πλαταιέων.
Πρὼτα-πρῶτα, πρόκειται γιά
τήν περίφημη περηφάνια τῶν Πλαταιέων, πού, ἀντίθετα μέ τούς Θηβαίους,
δέν ἐμήδισαν. «Σύμφωνοι, δέν ἐμηδίσατε (ἀπαντοῦν οἱ Θηβαῖοι)·
ἀλλά γιά ποιό λόγο: Μόνο καί μόνο ἐπειδή ἀκολουθήσατε καί σ’ αὐτή τήν
περίσταση, ὅπως πάντοτε, τούς Ἀθηναίους» (Γ 62.2: διότι οὐδ’
Ἀθηναίους). Ἄν πάρουμε αὐτό γιά βάση, ἡ τότε διαγωγή τῶν Πλαταιέων
δέν μπορεῖ νά δικαιολογήσει τά τωρινά σφάλματά τους: ἀντίθετα, ἄν
συγκριθεῖ μέ τή διαγωγή τῶν Θηβαίων, στρέφεται ἐναντίον τῶν ἴδιων τῶν
Πλαταιέων. Ἐφαρμόζοντας γιά τούς Πλαταιεῖς τήν ἴδια μέθοδο πού εἶχε
ἐφαρμόσει ὁ Ἑρμοκράτης γιά τούς Ἀθηναίους, οἱ Θηβαῖοι σταθμίζουν
ὁλόκληρη τή διαγωγή τῶν Πλαταιέων μέ βάση ἕνα μόνο δυσμενές δεδομένο,
ὅτι στόν τωρινό πόλεμο ἦταν οἱ μόνοι ἀπό τους Βοιωτούς πού πῆγαν μέ τό
μέρος τῶν Ἀθηναίων (Γ 62.2: τῇ μέντοι αὐτῇ ἰδέᾳ ὕστερον ἰόντων Ἀθηναίων
ἐπί τούς Ἕλληνας μόνους αὖ Βοιωτῶν ἀττικίσαι.
Μένει, πάντως, ὅτι οἵ
Θηβαῖοι ἐμήδισαν. —«Χωρίς ἀμφιβολία» ἀπαντοῦν οἱ Θηβαῖοι «ἀλλά, στό
σημεῖο αὐτό πρέπει νά γίνει μία διάκριση: μόνο ἡ ὀλιγαρχία μας ἦταν
ὑπεύθυνη γιά τήν πολιτική της, πού ὁ λαός δέν τήν υἱοθέτησε καθόλου: καί
ἀπόδειξη εἶναι ἡ συμπεριφορά τῆς πόλης μας κάθε φορᾶ πού ἐπρόκειτο νά
ὑπερασπίσει τήν ἀπειλούμενη ἀπό τους Ἀθηναίους ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων».
Ἑπομένως, οἱ Θηβαῖοι, γιά
νά δικαιολογηθοῦν, χρησιμοποιοῦν μία ἐπιχειρηματολογία συγγενική μέ τήν
ἐπιχειρηματολογία τοῦ Εὐφήμου ἐναντίον τοῦ Ἑρμοκρατη. Ὅπως ὁ Ἑρμοκράτης.
ἔτσι καί οἱ Θηβαῖοι, κατασκεύασαν, ἐναντίον τῶν Πλαταιέων, μία λογική
σειρά ἀπό ἐπιχειρήματα πού βασίζεται σέ κοινό κίνητρο· ὅπως ὁ Εὔφημος,
κατασκευάζουν, γιά νά δικαιολογηθοῦν οἱ ἴδιοι, μεροληπτικές διακρίσεις
πού θά ταιρίαζαν σέ διαφορετικές περιστάσεις.
Καθώς οἱ Θηβαῖοι φωτίζουν
ἀπό διαφορετική ὀπτική γωνία τή στάση τῶν Πλαταιέων καί τή δική τους, οἱ
ρόλοι ἀντιστρέφονται: οἱ Πλαταιεῖς δέν ἔχουν πιά καμιά σχέση μέ τήν
ἑλληνική ἐλευθερία· οἱ Θηβαῖοι γίνονται ὁ ἀληθινός ὑπερασπιστής της. Καί
ὁ τύπος τῆς ἀνατροπῆς εἶναι καί ἐδῶ τό ἴδιο καθαρός ὅσο καί στή
δημηγορία τοῦ Εὐφήμου, ὅταν, ὅπως καί ἐκεῖνος, οἱ Θηβαῖοι περνοῦν στήν
κατηγορία, Γ 63.1: «... ἐσεῖς εἶστε περισσότερο ἀπό μᾶς ἔνοχοι ἀπέναντι
στήν Ἑλλάδα καί ἀξίζετε τήν ἔσχατη τῶν ποινῶν...».
Χωρίς ἀμφιβολία, οἱ
παραλληλισμοί ἀνάμεσα στίς δύο ἀντιλογίες ἐξηγοῦνται, ἐπειδή, καί στίς
δύο περιπτώσεις, πρόκειται νά συζητηθεῖ μία κατηγορία καί νά δοθεῖ μία
λύση· ἀλλά κυρίως μᾶς κατατοπίζουν σχετικά μέ τήν ἴδια τή μέθοδο τῆς
ἀνατροπῆς. Πραγματικά, ἡ βασική ἀρχή μένει κάθε φορᾶ ἡ ἴδια (τῇ αὐτῇ
ἰδέᾳ, θά ἔλεγε ὁ Θουκυδίδης!)· σύμφωνα μέ τήν ἀρχή αὐτήν, τό
ξεκίνημα γίνεται πάντοτε ἀπό τό περιστατικό πού χρησιμοποίησε ὁ
ἀντίπαλος, καί πού τώρα τοῦ δίνεται ἄλλο νόημα: ἀπό εὐνοϊκό, γίνεται
δυσμενές· καί, ἀντί νά προσφέρει σέ μιάν ἄποψη τό βασικό της ἐπιχείρημα,
γίνεται τό ἀδύνατό της σημεῖο.
Ὡστόσο, ὁ καλύτερος καί ὁ
πιό κομψός τρόπος γιά νά φτάσει κανείς στό ἀποτέλεσμα αὐτό, μένει πάντα
τό νά ἑδραιωθεῖ, ἀνάμεσα σέ δυό δεδομένα στοιχεῖα πού χρησιμοποιεῖ ὁ
ἀντίπαλος, μιά σχέση διαφορετική ἀπό αὐτήν πού εἶχε ἐπισημάνει ἐκεῖνος,
καί μάλιστα, ἄν εἶναι δυνατόν, ἀντίστροφη. Αὐτή ἡ ὀλίσθηση ἀπό τή μιά
ὀπτική γωνία στήν ἄλλη εἶναι μόλις αἰσθητή. Δέν ἔχει κανείς παρά νά
ἐπισύρει τήν προσοχή σέ μιά διαφορετική χρονική στιγμή ἤ σέ μιά αἰτία
καινούρια: διατηροῦνται μόνο οἱ ἴδιοι ὅροι πού ἔδιναν στόν ἀντίπαλο τή
δύναμή του καί παραμερίζεται ἡ σχέση πού ἐκεῖνος ἔβλεπε ἀνάμεσά τους·
καταστρέφεται ἔτσι τό ἐπιχείρημά του μέ τρόπο ἀμείλικτο. Ἀντί «Ναί,
ἀλλά...», ἡ ἀπάντηση, τή φορά αὐτή, εἶναι: «Ἀντίθετα, ἀφοῦ...».
Ἡ πιό χαρακτηριστική μορφή
στό ἐπιχείρημα αὐτό εἶναι ἡ ἀκόλουθη: ὅταν ὁ ἀντίπαλος παρουσιάζει δύο
ἔννοιες ἀντίθετες, νά δείξουμε ὅτι οἱ ἀντίθετες αὐτές ἔννοιες μποροῦν νά
συνδυαστοῦν πρός μιά καί μοναδική κατεύθυνση.
Θά ποῦμε, γιά παράδειγμα,
πώς παλιές μεγάλες πράξεις, ἀντί νά ἐξιλεώνουν, κάνουν πιό μεγάλη τήν
ἐνοχή. Οἱ Θηβαῖοι δέν διστάζουν, πρός τό τέλος τῆς δημηγορίας τους,
ὕστερα ἀπό τόσες ἐπιδέξιες ἐπιθέσεις, νά ἐκτοξεύσουν ἕνα καινούριο
βέλος: ἀναφέρουν τίς παλιές ἀρετές τῶν Πλαταιέων, ἀλλά γιά νά
ἰσχυριστοῦν ὅτι οἱ ἐνάρετοι πού κάνουν πράξεις ἐπαίσχυντες «πρέπει νά
τιμωρηθοῦν διπλά (διπλασίας ζημίας), γιατί τά σφάλματά τους εἶναι
ἀσυμβίβαστα μέ τήν προηγούμενη διαγωγή τους» (Γ 67.2). Αυτό τό
ἐπιχείρημα ἀκριβῶς εἶχε χρησιμοποιήσει ἤδη ὁ Σθενελαΐδας ἐνάντιον τῶν
Ἀθηναίων: «εἰ πρός τούς Μήδους ἐγένοντο ἀγαθοί τότε, πρός δ’ ἡμᾶς
κακοί νῦν, διπλασίας ζημίας ἀξιοί εἰσιν, ὅτι ἀντ’ ἀγαθῶν κακοί
γεγένηνται» (Α 86.1).
Στή μορφή αὐτή, τήν
ἁπλούστατη. ἀντιτάσσεται μιά μορφή πιό τελειοποιημένη, ὅπως τή βρίσκουμε
δύο φορές στήν ἀντιλογία τῆς Ναυπάκτου.
Οἱ Πελοποννήσιοι ἔλεγαν:
«οἱ Ἀθηναῖοι ἔχουν πείρα, ἀλλά ἐμεῖς ἔχουμε παλικαριά» (Β 87.4: ὑμῶν
δέ οὐδ’ ἡ ἀπειρία τοσοῦτον λείπεται ὅσον τόλμῃ προύχετε). Ἡ
σπινθηροβόλα ἀνάλυση τοῦ Φορμίωνα ἀντιτάσσει πώς ἡ παλικαριά εἶναι, στήν
πραγματικότητα, συνάρτηση τῆς πείρας (Β 89.3: ἐπεί εὐψυχίᾳ γέ οὐδέν
προφέρουσι, τῷ δέ ἑκάτεροί τι εἶναι ἐμπειρότεροι θρασύτεροί ἐσμέν).
Ὡς πάρεργο, θά
παρατηρήσουμε ὅτι μιά τέτοια ἐπιχειρηματολογία στηρίζεται σέ αὐστηρη
διάκριση τῆς ἀπόχρωσης τῶν λέξεων ἀπόλυτα σύμφωνη μέ τή διδασκαλία τοῦ
Προδίκου. Με τόν ἴδιο τρόπο ὅμως σκέπτεται καί ὁ Ἀντιφώντας, ὅταν, στήν
τρίτη τετραλογία (γ 4), ἀντιδιαστέλλει: ἔστι δέ ἡ μέν ἀτυχία τοῦ
πατάξαντος, ἡ δέ συμφορά τοῦ παθόντος.
Ἔτσι καί οἱ Πελοποννήσιοι
ἔλεγαν: «νικηθήκαμε, εἶναι ἀλήθεια, ἀλλά τώρα ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στά
πολλά πλοῖα μας» (Β 87.6: περιγίγνεται δέ ὑμῖν πλῆθος τέ νεῶν...).
Ἡ δημηγορία τοῦ Φορμίωνα θεμελιώνει καί ἐδῶ μιά σχέση αἰτίου καί
αἰτιατοῦ ἀνάμεσα στά δύο αὐτά ἀντίθετα στοιχεῖα: ὁ μεγάλος ἀριθ- μός τῶν
Πελοποννησιακῶν πλοίων ἐξηγεῖται μόνο ἀπό τήν προηγούμενη ἥττα τους (Β
89.2: οὗτοι γάρ πρῶτον μέν διά τό προνενικῆσθαι καί.... τό πλῆθος τῶν
νεῶν... παρεσκευάσαντο).
Μήπως ὅμως καί ὁ Περικλῆς
δέν εἶχε κάμει τό ἴδιο ὅταν, ἀπαντώντας στά σχέδια τῶν Κορινθίων,
ἐπαναλάμβανε τούς ὅρους πού εἶχαν χρησιμοποιήσει ἐκεῖνοι στή δημηγορία
τους, γιά νά τούς παρουσιάσει μέ μιά σχέση καινούρια, καί μάλιστα
ἀντίστροφη; Π.χ. στό ἐνδεχόμενο πού εἶχαν διατυπώσει οἱ Κορίνθιοι, πώς
θά μποροῦσαν νά ἐξασκηθοῦν στή ναυτική τέχνη
γιά νά ἀντισταθμίσουν τή ναυτική ὑπέροχη τῶν Ἀθηναίων, ἀπαντᾶ πώς
ἀκριβῶς ἡ ἀθηναϊκή ὑπέροχη δέν θά τούς ἐπιτρέψει τήν ἐξάσκηση.
Καί ἐδῶ, δύο ἰδέες πού
προορίζονται νά ἀντισταθμίσουν ἡ μία τήν ἄλλη, ἐξαρτῶνται, τελικά, ἡ μία
ἀπό τήν ἄλλη. Καί τό ἀποτέλεσμα εἶναι, καί ἐδῶ, πώς αὐτο πού θά
ἀποτελοῦσε τή δύναμη τῶν Πελοποννησίων καταλήγει, σέ τελευταία ἀνάλυση,
μόνο στό νά ἀποκαλύψει καλύτερα τήν ἀδυναμία τους.
Ἀκόμα μία φορά, λοιπόν,
βρίσκουμε μιά μέθοδο ἀκριβῶς ὅμοια σέ δύο ἀντιλογίες, πού ἀνήκουν στόν
ἴδιο τύπο, δηλαδή ἕνα «ἀγώνα λόγων» πού ἔχει ὡς ἀντικείμενο δυνάμεις
ἀντιμέτωπες.
Αὐτή ἡ ὁμοιότητα μᾶς βοηθᾶ
ἐπίσης νά καταλάβουμε πιό καθαρά τί εἶναι ἡ διαλεκτική ἀνατροπή στήν πιό
τέλεια μορφή της. Ἄλλωστε, σ’ αὐτή τήν κατηγορία θά ἔπρεπε νά
κατατάξουμε τό πιό χαρακτηριστικό ἐπιχείρημα ἀπό ὅλα – αὐτό πού θά
μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε «ἔλλογη πιθανότητα».
Ἄν ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ δύο
ἔννοιες μιά σχέση πού ἀποτελεῖ μιά πρώτη πιθανότητα, εἶναι ἀρκετό, γιά
νά ἀντιστρέψουμε τή σχέση, νά ὑποθέσουμε ἕνα ὑποκείμενο καλά
πληροφορημένο γιά τή σχέση αὐτή.
Ὁ Ἀριστοτέλης, στό χωρίο
πού ἀναφέραμε ἤδη (Ρητορ. II. 1402a), μνημονεύει ἕνα κλασικό
παράδειγμα. «Ἡ Τέχνη τοῦ Κόρακα ἀποτελεῖται ἀπό ἐφαρμογές αὐτοῦ τοῦ
τόπου: ἄν ἕνας ἄνθρωπος δέν δίνει λαβή γιά τήν κατηγορία πού τοῦ
ἀποδίδουν, ἄν, γιά παράδειγμα, ἕνας ἄνθρωπος ἀσθενικός κατηγορεῖται γιά
σωματικές βλάβες, ἡ ὑπεράσπισή του θά ἰσχυριστεῖ ὅτι ἡ ἐνοχή του δέν
εἶναι πιθανή· ἄν
ὅμως ὁ κατηγορούμενος δίνει λαβή γιά κατηγορία, ἄν, γιά παράδειγμα,
εἶναι ρωμαλέος, τότε ἡ ὑπεράσπισή του θά ἰσχυριστεῖ ὅτι δέν εἶναι πιθανό
νά εἶναι ἔνοχος, γιατί τό πιό πιθανό θά ἦταν νά τόν θεωρήσουν ἔνοχο. Τό
ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς ἄλλες περιπτώσεις·
γιατί, ἀναγκαστικά, ἤ δίνει κανείς λαβή γιά τήν κατηγορία πού τοῦ
ἀποδίδουν ἤ δέν δίνει·
καί οἱ δύο λοιπόν περιπτώσεις φαίνονται πιθανές·
ἡ μία ὅμως εἶναι πραγματικά πιθανή, ἐνῶ ἡ ἄλλη ὄχι ἀπόλυτα ἀλλά ὡς τό
βαθμό ποῦ ἀναφέραμε.
Χωρίς ἀμφιβολία, τό
παράδειγμα ἦταν φημισμένο. Δέν εἶναι ὅμως παρά μιά τελειοποίηση τοῦ πιό
ἁπλοῦ παραδείγματος πού ἀναφέρει ὁ Πλάτωνας στόν Φαίδρο (273 b) καί πού
τό ἀποδίδει στόν Τεισία. «Ἄν ἕνας ἄνθρωπος» γράφει «ἀσθενικός καί
τολμηρός, ξυλοκοπήσει ἕναν ἄλλο. ρωμαλέο καί δειλό, τό μεγάλο ἐπιχείρημα
πού θά χρησιμοποιήσει γιά τήν ὑπεράσπιση του εἶναι: «Πῶς θά εἶχα
ἐπιτεθεῖ ἐγώ, τέτοιος πού εἶμαι ἀπό τή φύση μου, σ’ ἐκεῖνον, τέτοιον πού
εἶναι ἀπό τή φύση του;». Πάνω σ’ αὔτη τήν τυπική περίπτωση ὑπάρχει, ἀπό
δῶ καί πέρα, μιά διπλή καί ἀντίθετη πιθανότητα. Ἀκριβῶς αὐτή τή δεύτερη
μορφή, τήν πιό ἐκλεπτυσμένη καί πού τήν περιγράφει ὁ Ἀριστοτέλης, τή
βρίσκουμε στόν Ἀντιφώντα καί στόν Θουκυδίδη.
Ὅσο γιά τόν Ἀντιφώντα, τά
δύο παραδείγματα πού ἀναφέρει κανείς πρόθυμα, προέρχονται ἀπό τή δεύτερη
ἀγόρευση τῆς πρώτης τετραλογίας. Καί στό ἕνα καί στό ἄλλο παράδειγμα, τό
μίσος τοῦ κατηγορουμένου γιά τό θύμα δημιουργεῖ μιά πιθανότητα πού
ἀντιστρέφεται ἄν παραδεχτοῦμε πώς ὁ ἄνθρωπος ἔχει συνείδηση τῆς
πιθανότητας αὐτῆς. «Γιατί» λέει ὁ κατηγορούμενος «ἄν τώρα ἡ βιαιότητα
τῆς ἔχθρας μου εἶναι στά μάτια σᾶς πιθανή ἔνδειξη, θά ἦταν πολύ πιό
πιθανό νά προβλέψω, πρίν νά κάμω ὅ,τι νομίζετε πώς ἔκαμα, πώς ἡ ὑποψία
θα ἔπεφτε ἀπάνω μου· ἀκόμα κι ἄν ἤξερα πώς κάποιος ἄλλος προμελετοῦσε τό
ἔγκλημα, θά εἶχα κάθε συμφέρον νά τόν ἐμποδίσω - ὄχι νά ἐγκληματήσω ὁ
ἴδιος καί νά ἐκτεθῶ θεληματικά σέ ὑποψίες βεβαιότατες ἐκ τῶν προτέρων»
(3)· καί πιό κάτω. - «Γιατί δέν θά ἦταν πιθανότερο νά τόν ἔχουν σκοτώσει
ἐκεῖνοι πού τόν μισοῦσαν ὅσο κι ἐγώ - καί ἦταν πολλοί - παρά ἐγώ; Γιατί
ἄν ἔκαναν τό ἔγκλημα ἐκεῖνοι θά εἶχαν τό πλεονέκτημα πώς ἡ ὑποψία θά
ἔπεφτε πάνω μου, ἐνῶ ἐγώ ἤξερα πολύ καλά πώς, ἄν τόν σκότωνα, ἐμένα θά
θεωροῦσαν ἔνοχο καί δχί ἐκείνους» (6).
Τήν ἴδια μέθοδο ἀκολουθεῖ
καί ἡ ἀντιλογία τῆς Ναυπάκτου, ὅταν χρησιμοποιεῖ ἐπίσης τήν ψυχολογία
γιά νά ἀναστρέψει τήν πιθανότητα. Ἤδη, τό εἴδαμε, ἡ ἀριθμητική ὑπεροχή
δέν σημαίνει τίποτα, ἀφοῦ, ἰσχυρίζεται ὁ Φορμίωνας (Β 89.2), οἱ
Πελοποννήσιοι συνειδητοποιοῦν πώς ἡ ἀριθμητική τους ὑπεροχή ἐξηγεῖται
ἀπό τό αἴσθημα τῆς ἀδυναμίας τους (ὅπως ἀναφέρεται παραπάνω, σέλ. 210).
Καί κάτι ἄλλο ὅμως: ἡ ἴδια
ἡ μειονεκτική θέση τῶν Ἀθηναίων πρέπει, τελικά, νά τρομάξει τούς
Πελοποννησίους· θά σκεφτοῦν πώς οἱ Ἀθηναῖοι πρέπει νά στηρίζουν σέ πολύ
σημαντικούς λόγους τήν αὐτοπεποίθησή τους γιά νά ἐπιτίθενται μέ τέτοιες
συνθῆκες. «Σεῖς, Ἀθηναῖοι, ἀντίθετα, τούς ἐμπνέετε πολύ πιό μεγάλο καί
πολύ πιό θεμελιωμένο φόβο: πρῶτα πρῶτα, ἐπειδή τούς ἔχετε ἤδη νικήσει
στήν προηγούμενη ναυμαχία καί ἐπειδή πιστεύουν πώς δέν θά
ἀντιπαρατάσσεσθε ἐναντίον τους ἄν δέν ἐλπίζατε ὅτι θά κατορθώνατε ἕνα
ἀποτέλεσμα ἀντάξιο μιᾶς τέτοιας διαφορᾶς·
γιατί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἐπιτίθενται ἀφοῦ πρῶτα ἔχουν ἐξασφαλίσει,
ὅπως αὐτοί, ἴσες ἤ μεγαλύτερες δυνάμεις, ἐπειδή ἐμπιστεύονται
περισσότερο στήν ὑλική δύναμη παρά στό θάρρος τους· αὐτοί ὅμως πού
ξεκινοῦν μέ δυνάμεις πολύ κατώτερες, καί συγχρόνως τίποτα δέν τούς
ὑποχρεώνει σ’ αὐτό, ὑψώνουν τήν τόλμη τούς ἀπέναντι στήν τόλμη τοῦ
ἀντιπάλου, ἐπειδή νιώθουν ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στό φρόνημά τους. Αὐτά
συλλογίζονται οἱ ἐχθροί, καί τούς τρομάζουμε πιό πολύ μέ αὐτό πού εἶναι
ἀπροσδόκητο παρά ἄν τούς ἀντιμετωπίζαμε μέ δυνάμεις ἀνάλογες μέ τίς
δικές τους» (Β 89.5).
Ἔτσι, χωρίς τίποτα νά
ἀλλάξει ἀπό τά γεγονότα, ὁλόκληρο τό σύστημα τῆς ἑρμηνείας
ἀντιστρέφεται. Καί εἶναι εὐνόητο πώς ἡ ἀνακάλυψη τέτοιων δυνατοτήτων
εἶχε γεμίσει τούς συγχρόνους μέ θαυμασμό καί ἀνησυχία.
Μποροῦμε, λοιπόν, νά ποῦμε
πώς βρίσκουμε καί στόν Ἀντιφώντα, καί προπάντων στόν Θουκυδίδη, πολύ
ποικίλες μορφές ἀνατροπῆς, ἀντιστροφῆς καί ἀναίρεσης, ἀπό τίς πιό ἁπλές
ὡς τίς πιό εὔστροφες·
ὅλες ἔχον ὡς ἀποτέλεσμα τή μεγαλύτερη δυνατή ἀντιστροφή στά
συμπεράσματα, μέ τήν πιό ἀσήμαντη διαφορά στά δεδομένα.
Μιά τάση τόσο σταθερή,
ἐξυπηρετούμενη ἀπό μεθόδους πού ἔχουν ὑποστεῖ τόση ἐπεξεργασία,
ἀπεικονίζει, ὁπωσδήποτε, μιά πραγματική τεχνική, πού, χωρίς ἀμφιβολία,
διδασκόταν, ἀφοῦ βρίσκουμε πολλά στοιχεῖα της σέ κείμενα σύγχρονα. Ὁ
Θουκυδίδης ὅμως φαίνεται πώς τήν ὁδήγησε στό πιό ψηλό σημεῖο τῆς
τελειότητάς της, στήν ἀκμή της.
Πῶς νά ἐξηγήσουμε τήν
ἔφεση, τή σπουδή τοῦ Θουκυδίδη γιά τήν τεχνική αὐτήν; Ποιό σκοπό
ἐξυπηρετεῖ μέσα στό ἔργο του ὡς ἱστορικοῦ αὐτή κάπως ἡ ὕποπτη τέχνη;
Μποροῦμε νά πιστέψουμε πώς μιμεῖται μόνο κάποιες συνήθειες τῆς ἐποχῆς
του γιά νά τῆς μείνει πιστός; Φαίνεται, ὡστόσο, δύσκολο νά τις ἐφάρμοσε
μέ τέτοιο λαμπρό καί συστηματικό τρόπο ἄν δέν ἔβρισκε πώς παρουσίαζαν
κάποιο μεγάλο πλεονέκτημα γιά τό ἔργο του.
Ποιό εἶναι λοιπόν τό
πλεονέκτημα αὐτό; Πρῶτα πρῶτα, ὁ ἐντυπωσιασμός, πού τοῦ ἐπιτρέπουν τά
σοφιστικά παιχνίδια ὅπως, π.χ., καί τά σχήματα λόγου.
Ἐντούτοις, αὐτο δέν εἶναι ἡ
μοναδική ἐξήγηση οὔτε γιά τίς σοφιστεῖες οὔτε γιά τά σχήματα λόγου: ἄν ὁ
ἱστορικός μας ὑπερθεματίζει ἀπέναντι στούς συγχρόνους του, εἶναι γιατί,
καί στίς δύο περιπτώσεις, κάτι μέσα στήν ἴδια του τή σκέψη τόν ἔσπρωχνε
πρός τά ἐκεῖ·
φαίνεται, λοιπόν, πώς τόν ἱκανοποιοῦσε πνευματικά ἡ μόδα τῆς
διαλεκτικῆς. Γιά νά κρίνουμε ὅμως τούς λόγους του, θά εἶχε ἐνδιαφέρον νά
μπορέσουμε γενικά νά συλλάβουμε μέ περισσότερη ἀκρίβεια τό πνεῦμα καί τή
σημασία τους.
Βασική ἀρχή τῶν
ἀντιλογιῶν
α) Τό ὄργανο
Καί πρῶτα πρῶτα, ἄν θέλουμε
νά κρίνουμε ἀκριβοδίκαια τή μέθοδο τῶν ἀντιλογιῶν, πρέπει νά μήν
ὑποτιμοΰμε τίς μικρές συνταγές πάνω στίς ὁποῖες φαίνεται νά στηρίζεται.
Βέβαια, τά τυπικά
ἐπιχειρήματα πού τά μαντεύει κανείς πίσω ἀπό ὅλες τίς ἀναστροφές, δέν
δίνουν καθόλου τήν ἐντύπωση a priori ὅτι ἀποτελοῦν μιά μέθοδο σοβαρή,
βασισμένη στόν ὀρθό λόγο. Μάλιστα, τό ἴδιο τό ὄργανο πού χρησιμοποιεῖται
προκαλεῖ ἀνησυχίες. Μᾶς φέρνει πολύ πιό κοντά στή ρητορική ἀπό ὅσο στή
λογική.
Ὁπωσδήποτε, ὅλα τά μειονεκτήματαμίας τέτοιας ἀνάμειξης (ρητορικῆς καί
λογικῆς) εἶναι πολύ εὐδιάκριτα.
Καταρχήν, τό ἐπιχείρημα
μπορεῖ πολύ καλά νά εἶναι μονάχα εὐλογοφανές. Ἡ ρητορική του ζητᾶ νά
πείσει, αὐτό εἶναι ὅλο. Κάτι πιό πολύ: ἐφόσον ὑπάρχει μόνο τεχνική,
ἐπιδιώκονται τά ἐκπληκτικά, τά ἀπροσδόκητα ἀποτελέσματα· ἐνδίδει κανείς
στήν ἐπιθυμία τοῦ ἐντυπωσιασμοῦ καί ἀνοίγει ἡ πόρτα στήν πομπή τῶν
παραδόξων καί τῶν σοφισμάτων. Ἔτσι, ἡ διαλεκτική καταλήγει στήν
ἐριστική. Καί ἀπό τή διδασκαλία αὐτή γεννιοῦνται τά λογίδια, γιά τά
ὁποῖα ὁ Ἰσοκράτης ἀναφέρει μέ περιφρόνηση πώς «θά προκαλοῦσαν ἀμέσως ἕνα
πλῆθος ἀπό δεινά σέ ὅποιον θά τούς ἔμενε πιστός στήν πράξη» (Κατά τῶν
Σοφιστῶν, 20).
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, τά
λογίδια, καί ἄν ἀκόμα ἦταν λιγότερό ἐπικριτέα. παρουσιάζουν πάντα, ἀπό
τή νοητική ἄποψη, τό μειονέκτημα πώς εἶναι μόνο παραδείγματα, Μιά σειρά
ἀπό στερεότυπες ἐκφράσεις, ἔστω καί θεμιτές, δέν ἀποτελεῖ ποτέ ἐπιστήμη
τῆς λογικῆς. Ἔτσι, ὁ Ἀριστοτέλης θά μᾶς κάμει νά προσέξουμε, στό τέλος
τῶν Σοφιστικῶν Ἐλέγχων, πώς, πρίν ἀπό ἐκεῖνον, οἱ δάσκαλοι τῆς
ἐριστικῆς ἔδιναν καλούπια ἐπιχειρημάτων πού τούς ἐπέτρεπαν μιά γρήγορη
ἀλλά ὄχι ἐπιστημονική διδασκαλία (ταχεῖα μέν ἄτεχνος δέ), ἀφοῦ
ἐδίδασκαν, ἀντί γιά ἐπιστήμη, ἐφαρμογές, σάν κάποιον πού θά ὑποσχόταν νά
διδάξει τήν τέχνη τοῦ παπουτσῆ, καί θά τοῦ ἔφτανε νά προσφέρει στούς
μαθητές του διάφορα εἴδη παπουτσιῶν (XXXIV,7).
Ὅλα αὐτά τά χαρακτηριστικά
ἐξηγοῦν τόν νόθο χαρακτήρα μιᾶς τέτοιας διδασκαλίας καί τίς κριτικές πού
ξεσήκωσε. Ό Ἰσοκράτης ἦταν ὁ πρῶτος πού θέλησε νά ἀπαλλάξει τή ρητορική
ἀπό τή διδασκαλία αὐτή· χτύπησε τούς σοφιστές, τούς τάς καλουμένας
τέχνας γράψαι τολμήσαντας (Κατά τῶν Σοφιστῶν. 19), τούς
δασκάλους τῆς ἐριστικῆς· καί περιόρισε τή διαλεκτική στό ἐπίπεδο
προπαιδευτικῶν ἀσκήσεων, πού δέν ἔπρεπε νά παρατείνονται πάρα πολύ (Περί
ἀντιδόσεως, 261- 268).
Τήν ὁριστική ὅμως ἐπιλογή
τήν πραγματοποίησε μόνο ὁ Ἀριστοτέλης. Τότε πῆγε τό καθετί στή θέση του:
ἡ ρητορική ξεχώρισε ἀπό τή διαλεκτική· ἡ διαλεκτική, πάλι, ἀπομακρύνθηκε
ἀπό τή σοφιστική, μέ τίς ὄχι καθαρές προθέσεις. Ἔτσι, ἡ τέχνη τῆς
λογικῆς μπόρεσε νά ἀναπτυχθεῖ μέ τρόπο ἐπιστημονικό. Ὁ Ἀριστοτέλης
διατυπώνει νόμους, τά Τοπικά, καί συνδέει τά Τοπικά μέ ἀνάλυση τοῦ
ἀνόθευτου καί αὐστηροῦ λογισμοῦ στά Ἀναλυτικά.
Εἶναι ἀλήθεια πώς ἡ πρόοδος
πού πραγματοποιήθηκε μέ τόν τρόπο αὐτόν ἦταν ἀναγκαιότατη καί πώς τή
διδασκαλία τοῦ Ἀριστοτέλη τήν ὁρίζει ἡ ἀντίθεσή της μέ τά προηγούμενα.
Ὡστόσο, εἶναι τό ἴδιο ἀλήθεια πώς ἡ διδασκαλία αὐτή εἶναι συνέχεια τῶν
ὅσων προηγήθηκαν καί τούς ὀφείλει τήν ὕπαρξή της.
Ἡ ἐξέλιξη πού ὁδηγεῖ στή
λογική τοῦ Ἀριστοτέλη ἀρχίζει μέ τούς διαλεκτικούς του 5ου
αἰώνα. Ἀπό κείνους ὡς τόν Ἀριστοτέλη ὑπάρχει βέβαια μετάπλαση, ἀλλά καί
συνέχεια, ἀλληλουχία.
Ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τοῦ κοινοῦ
τόπου, ὅπως τή βλέπουμε νά ἐξελίσσεται ἀπό τίς ἀντιλογίες τοῦ Πρωταγόρα
ὡς τίς πραγματεῖες τοῦ Ἀριστοτέλη, δείχνει καθαρά τή διπλή αὐτή σχέση,
τή μετάπλαση ἀλλά καί τή συνέχεια.
Ἡ ἀρχαιότητα ἤδη ἀνάγει ὡς
τόν Πρωταγόρα τήν ἐφεύρεση τῶν κοινῶν τόπων. Ὁ Κικέρωνας τό λέει
ἐπιγραμματικά, καί ἡ ἔκφραση πού χρησιμοποιεῖ σημαίνει, χωρίς ἀμφιβολία,
ὅτι οἱ κοινοί τόποι
ἦταν ἕτοιμες ἐπιχειρηματολογίες, πού θά μποροῦσαν νά ἐφαρμοστοῦν σέ
ποικίλες περιπτώσεις γιά νά ἀποδείξουν σέ κάθε περίπτωση τά ὑπέρ ἤ τά
κατά. Γενικά, αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς ἐπιχειρηματολογίες τίς δίδασκαν οἱ
δάσκαλοι τῆς ἐριστικῆς. Ἀκριβῶς γιά τόν τρόπο τόν κάπως ἁπλοϊκό μέ τόν
ὁποῖο ἐργάζονταν οἱ δάσκαλοι αὐτοί, διαμαρτύρεται ὁ Ἰσοκράτης στό λόγο
του Κατά τῶν Σοφιστῶν (ἰδιαίτερα 16 ἐξ.).
Ἐκεῖνος χρησιμοποιεῖ τόν
ὄρο ἰδέαι
πού τόν μεταφράζουμε, ἀνάλογα μέ τίς περιπτώσεις, «τρόποι», «γενικά
θέματα», «κοινοί τόποι». Ὁπωσδήποτε, εἶναι φανερό ὅτι, μέσα στό μυαλό
του, πρόκειται πάντα, στήν περίπτωση αὐτή, γιά τυποποιημένη
ἐπιχειρηματολογία.
Ὡστόσο, ἡ σημασία τείνει νά
γίνει πιό γενική· καί, σέ ὁρισμένα παραδείγματα, πρέπει προφανῶς νά
ἑρμηνεύσουμε τόν ὅρο ἰδέαι ὡς «κατηγορίες εὑρέσεως», ὅπως τό
ἐγκώμιο, ἡ σύγκριση, ἡ ἀναδρομή στό παρελθόν, κτλ.·
χαρακτηριστική περίπτωση, ἰδιαίτερα στόν Φίλιππο (M3) καί στό γράμμα στά
παιδιά τοῦ Ἰάσονα (8).
Γιά νά προσδιορίσει μιά
μεγαλύτερη γενίκευση, ὁ Ἀριστοτέλης χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «τόπος». Ὁ
ἀριστοτελικός «τόπος» εἶναι αὐτό στό ὁποῖο ἀναφέρεται τό ἐνθύμημα, αὐτό
πού ‘παρέχει’ (στηρίζει) τό ἐνθύμημα· (Ρητορ. 11.26: ἐστι γάρ
στοιχεῖον καί τόπος εἰς ὅ πολλά ἐνθυμήματα ἐμπίπτει). Ὡστόσο, πρέπει
νά παραδεχτοῦμε πώς ὁ Ἀριστοτέλης χρησιμοποιεῖ τή λέξη μέ κάποια
ἀβεβαιότητα. Ὁρισμένοι ἀπό τους «τόπους» ἔχουν πέριεχόμενο μέ κύρος
καθολικό. Παράδειγμα «τόπου» στά Τοπικά, III, 2,3: «Τά ἴδια
πράγματα ὅταν συνοδεύονται ἀπό εὐχαρίστηση εἶναι προτιμότερα ἀπό τά ἴδια
ἀκριβῶς πράγματα ἀλλά χωρίς εὐχαρίστηση». Ἄλλοι «τόποι» ὁρίζονται ἀπό τή
βασική τους ἀρχή: «τόπος» = «νά ἐξετάσουμε ἄν...». Παράδειγμα στά
Τοπικά, II, 2, 1. «Ἕνας πρῶτος τόπος γιά τό τυχαῖο περιστατικό εἶναι
νά ἐξετάσουμε μήπως ὁ ἀντίπαλος ἔχει ἀποδώσει ὡς τυχαῖο περιστατικό μία
ἰδιότητα πού ἀνήκει στό ὑποκείμενο κατά ἐντελῶς διαφορετικό τρόπο» (ἐπιβλέπειν
εἰ…)
Ἡ ἔκφραση λοιπόν «κοινός
τόπος» (πού τή χρησιμοποιοῦμε τόσο συχνά σήμερα γιά νά δηλώσουμε ἕνα
θέμα συνηθισμένο καί πασίγνωστο) χρησιμοποιεῖται σέ περιστάσεις πολύ
ποικίλες·
φτάνει νά δηλώνει ἀκόμα, ὡς τεχνικός ὅρος, ἕνα νόμο τῆς λογικῆς πού
καθορίζει τίς δυνατότητες γιά τή χρήση τοῦ ἐνθυμήματος καί ἀνήκει σέ μιά
ἐπιστήμη πού, ἄν δέν εἶναι ἡ ἐπιστήμη τοῦ ἀνόθευτου λογισμοῦ, εἶναι
τουλάχιστον καθορισμένη καθαρά καί μέ ἀκρίβεια.
Βέβαια, ὑπάρχει ἀπόσταση
ἀπό τά Ἀναλυτικά στά Τοπικά, καί ἀκόμα μεγαλύτερη ἀπόσταση
ἀπό τά Τοπικά στούς Δισσούς Λόγους. Ὡστόσο, μποροῦμε νά
ἀποκαταστήσουμε, κατά κάποιο τρόπο, ὅσον ἀφορᾶ τόν ἴδιο τόν Ἀριστοτέλη,
τήν ἐπιστήμη τῶν «τόπων» καί νά τή δοῦμε ὡς ἤδη μία ἐπιστήμη μέ τή
νεότερη σημασία τῆς λέξης.
Παράλληλα ὅμως πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε πώς ἡ ἐπιστήμη αὐτή ἔχει τίς
ρίζες της στίς ἀσκήσεις τοῦ 5ου αἰώνα, πού εἶναι συγχρόνως
σοφιστικές καί διαλεκτικές.
Ἑπομένως, ἡ αὐστηρή
ἀκρίβεια καί ἡ λεπτολογία πού χαρακτηρίζουν τίς ἀντιλογίες τοῦ Θουκυδίδη
ἀνήκουν πράγματι σέ μία προσπάθεια πού θά καταλήξει στή θεμελίωση τῆς
λογικῆς.
β) Ἡ μέθοδος
Αὐτό δέν σημαίνει,
ἀναγκαστικά, πῶς τό λογικό δργανο ποῦ ἐφευρέθηκε μέ τόν τρόπο αὐτόν, τό
χρησιμοποίησαν συνειδητά τήν ἐποχή ἐκείνη. Καί ἀπομένει νά μάθουμε ὡς
ποιό σημεῖο εἶναι καλή μέθοδος, ἀπό τή σκοπιά τῆς λογικῆς, ἡ μέθοδος πού
ἀντιπαραθέτει πάντοτε τά ὑπέρ καί τά κατά, μέ τή μορφή δύο διαδοχικῶν
ἀγορεύσεων, διαμετρικά ἀντίθετων μεταξύ τους.
Τά μειονεκτήματά της, οἱ
κίνδυνοι τούς ὁποίους συνεπάγεται, διαφαίνονται ἀμέσως, καί οἱ σύγχρονοι
τά διέκριναν ὁπωσδήποτε. Ἐφόσον δημιουργεῖ τήν αἴσθηση πώς τά πάντα
μπορεῖ κανείς νά τά ὑπερασπίσει, ὁδηγεῖ πρῶτα στό πνεῦμα τῆς
παραδοξολογίας. Εἶναι ἡ στιγμή ὅπου ἡ Ἑλένη γίνεται ἡ ἐνσάρκωση τῆς
ἀθωότητας καί κατηγορεῖ τήν Ἑκάβη, ὅπου ἡ Πασιφάη κατηγορεῖ τόν Μίνωα
κτλ.· ὅλες οἱ ἀξίες κινδυνεύουν, μέ τόν τρόπο αὐτόν, νά ἀνατραποῦν.
Ἑπομένως, πρέπει νά θεωρήσουμε καί τήν τεχνική αὐτήν (ὅπως καί τή
ρητορική τοῦ Γοργία) ὡς ἕνα μέσον ὁπωσδήποτε ἐπικίνδυνο, πού μπορεϊ νά
χρησιμοποιηθεῖ γιά τό καλό ἤ γιά τό κακό, ἀνάλογα μέ τίς προθέσεις
ἐκείνου ποῦ τό χειρίζεται. «Πρέπει νά χρησιμοποιεῖ κανείς τή ρητορική μέ
δικαιοσύνη, ὅπως ὅλα τά ὄπλα.» Ἀλλά, κάτι παραπάνω, ἀπό τήν ἴδια της τή
φύση ἡ τεχνική της ἀέναης συζήτησης, τῆς ἀναίρεσης, τῆς ἀναστροφῆς τῶν
ἐπιχειρημάτων ὑπάρχει κίνδυνος νά μᾶς κάνει νά χάσουμε τήν αἴσθηση τῆς
ἀλήθειας. Εἶναι ἕνας κίνδυνος τόν ὁποῖο ὁ Πλάτωνας εἶχε ἔντονα αἰσθανθεῖ
καί ἐπισημάνει πολλές φορές.
Στόν Φαίδωνα εἰδικά
(90 bc),
περιγράφει τό σκεπτικισμό πού ἀναπτύσσουν οἱ συστηματικά ἀσχολούμενοι μέ
τίς ἀντιλογίες (οἱ περί τούς ἀντιλογικούς λόγους διατρίψαντες)
καί στήν Πολιτεία (538 d e) παραπονιέται γιά τήν ἐπίδραση πού
ἄσκησε ἡ διαλεκτική πάνω στούς νέους, πού δέν ζητοῦν πιά τίποτα ἄλλο
παρά νά «ἀντιλέγουν» (ἀεί εἰς ἀντιλογίαν χρώμενοι).
Ὡστόσο μποροῦμε, παράλληλα,
νά ἀναρωτηθοῦμε μήπως αὐτή ἡ μέθοδος βρίσκει τήν πραγματική της
δικαίωση, ἀκριβῶς ἐπειδή ἔτσι χρησιμεύει, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ
Πρωταγόρα, γιά νά ὑπερασπίζει δύο θέσεις ἀντίθετες. Γιατί ἡ βασική ἀρχή
τῆς ἀντιλογίας εἶναι νά παρατίθενται οἱ δύο θέσεις, νά προβάλλονται καί
οἱ δύο, νά ὑποστηρίζονται καί οἱ δύο, νά ἀκούγονται καί οἱ δύο. Ἡ
ὑπεράσπιση μιᾶς ἄποψης ἤ ἡ ἀντιστροφή της ὁδηγεῖ μόνο στήν ἐπιτυχία
ἐκείνου πού καταπιάστηκε μέ τή δουλειά αὐτή: ἡ ὑποστήριξη ὅμως μιᾶς
θέσης καί ἔπειτα ἡ ἀντιστροφή της εἶναι τό καλύτερο μέσο, ὅπως φαινόταν
τότε, γιά νά παρουσιάζεται στόν ἀκροατή ἡ ἀλήθεια. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν
δύο συζητητές, δύο ἀπόψεις, δύο ἀγορεύσεις, τέσσερις ἀγορεύσεις - ὅπως
θά ὑπάρχει ἀργότερα ἕνας διάλογος· ὑπαρχουν ὅμως πάντοτε δύο
ἀλληλοσυμπληρωνόμενες ἀπόψεις. Καί αὐτό πού ἦταν ρητορικό ἤ σοφιστικό
τέχνασμα, ὅταν τό δοῦμε ἀπό τήν ἄποψη τοῦ Ἑρμοκράτη ἤ τοῦ Εὐφήμου,
γίνεται μία ἀποτελεσματική μέθοδος γιά ἀνάλυση καί γιά ἀνακάλυψη, ὅταν
τήν ἐξετάσουμε ἀπό τό ἐπίπεδό του Θουκυδίδη ἤ ἀπό τήν ἄποψη τοῦ
ἀναγνώστη του.
Ἡ βασική ἀρχή τῆς
ἀντιλογίας στάθηκε πάντοτε γιά τούς Ἕλληνες ἡ ἴδια ἡ προϋπόθεση γιά τήν
ὀρθή κρίση καί γιά τήν κατανόηση τοῦ ὁποιουδήποτε θέματος.
Ἀντιλογία εἶναι ἡ
προσεχτική ἐξέταση ἑνός θέματος ὅπου ζυγίζονται τά ὑπέρ καί τά κατά. Καί
αὐτή εἶναι ἀκριβῶς, κατά τόν Ἡρόδοτο, ἡ καλύτερη μέθοδος γιά νά
διακρίνουμε τό σωστό: «Βασιλιά», λέει ὁ Ἀρταβανός του, «ἄν δέν
διατυπωθοῦν γνῶμες ἀντίθετες μεταξύ τους (γνωμέων ἀντιέων), δέν
μποροῦμε νά διαλέξουμε τήν καλύτερη γιά νά τήν υἱοθετήσουμε, ἀλλά πρέπει
νά περιοριστοῦμε στή μόνη πού διατυπώθηκε. Ἄν ὅμως διατυπώνονται
ἀντίθετες γνῶμες, μποροῦμε νά διαλέξουμε τήν καλύτερη: τό καθαρό
χρυσάφι, ἄν τό ἐξετάσουμε αὐτό καθαυτό, δέν τό ξεχωρίζουμε·
ὅταν ὅμως τό τρίψουμε κοντά στό μέρος ὅπου ἔχουμε τρίψει ἄλλο χρυσάφι
πάνω στή λυδία λίθο, τότε ξεχωρίζουμε τό καλύτερο» (VII. 10). Ἀπό δῶ
προέρχεται ἡ συνήθεια νά θέλουμε πάντοτε νά ἀκοῦμε τίς δύο ἀντίθετες
ἀπόψεις, παρουσιασμένες μέ ὅσο γίνεται μεγαλύτερη δύναμη· αὐτό κάνουν
στή δικαιοσύνη· αὐτό κάνουν στή συνέλευση. Καί ἀπό τή σχέση ἀνάμεσα στίς
δύο ἀντίθετες ἀγορεύσεις μπορεῖ νά βγεῖ ἡ ἀλήθεια. Ἡ μέθοδος εἶναι τόσο
φυσική, ὥστε τήν ξανασυναντοῦμε εὐκαιριακά σ’ ἕναν ἄνθρωπο πού βρίσκεται
τόσο μακριά ἀπό τίς ἀντιλογίες ὅσο ὁ Πλάτωνας. Ὁ Γλαύκωνάς του δέν
ἱκανοποιήθηκε ἀπό τή συζήτηση ἀνάμεσα στόν Σωκράτη καί στόν Θρασύμαχο:
θά ἐπαναλάβει λοιπόν τήν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Θρασυμάχου καί θά
ὑποστηρίξει μέ ὅλη του τή δύναμη μιά θεωρία πού δέν τήν πιστεύει: «Γι’
αὐτό, θά βάλω ὅλα μου τά δυνατά (κατατείνας) γιά νά ἐπαινέσω τή
ζωή τοῦ ἄδικου καί ἔπειτα θά σοῦ δείξω μέ τό λόγο μου μέ ποιό τρόπο θέλω
νά ἀκούσω μέ τή σειρά μου (αὖ) καί σένα νά κατηγορεῖς τήν ἀδικία
καί νά ἐπαινεῖς τή δικαιοσύνη».
Αὐτοί πού ἐπικρίνουν κάπως συνοπτικά τήν ἐριστική, ξεχνοῦν, πράγματι,
πώς ὁ σκοπός τῆς ἀντιλογίας εἶναι τελικά ἡ ἀντιπαράθεση δύο ἀπόψεων.
Πῶς μπορεῖ νά γίνει ἡ
ἀντιπαράθεση αὐτή; Ἡ μαρτυρία τοῦ Πλάτωνα μπορεῖ, καί στήν περίπτωση
αὐτή, νά μᾶς βοηθήσει νά τό καταλάβουμε. Ἄλλωστε, ἡ βασική ἀρχή ταῆς
ἀντιπαράθεσης εἶναι ἁπλούστατη: εἶναι ἡ ἀρχή του μετρήματος, τῆς
πρόσθεσης καί τῆς ἀφαίρεσης, μέ δύο λόγια, τῆς ἀριθμητικῆς. Εἶναι κάτι
ποῦ διακρίνεται καλά, ὅταν ὁ Πλάτωνας τήν ἀναλύει (γιά νά τήν ἐπικρίνει)
στό Α' Βιβλίο τῆς Πολιτείας (348 α): ἀφοῦ ἄκουσε τόν Θρασύμαχο νά
ἀπαριθμεῖ τά πλεονεκτήματα τῆς ἀδικίας, ὁ Σωκράτης προτείνει, ἀκόμα μιά
φορά, νά ἀντικαταστήσουν τήν ἀντιλογία μέ τό διάλογο, καί συνοψίζει τή
βασική ἀρχή της ἀντιλογίας ἔτσι: «Ἄν λοιπόν, εἶπα ἐγώ, συγκεντρώνοντας
τίς δυνάμεις μας καί ἀντιτάσσοντας στόν Θρασύμαχο λόγο στό λόγο,
ἀπαριθμήσουμε ὅλα τά πλεονεκτήματα πού κρύβει, μέ τή σειρά του, τό
δίκαιο, καί πάλι ἀπαντήσει ἐκεῖνος, καί ἀπαντήσουμε μέ ἄλλο λόγο ἐμεῖς,
θά χρειαστεῖ νά μετρήσουμε τά πλεονεκτήματα καί νά λογαριάσουμε αὐτά πού
λέμε καί ἐκεῖνος καί ἐμεῖς στούς ἀντίστοιχους λόγους μας. Καί θά
χρειαστοῦμε τότε διαιτητές γιά νά δώσουν τή λύση·
ἄν ἀντίθετα...».
Ἀναγνωρίζουμε, στό σημεῖο
αὐτό, τή βασική ἀρχή της τετραλογίας· ἔχει προηγηθεῖ ἕνας λόγος, καί θά
ὑπῆρχε μιά ἀπάντηση (αὖ), ἔπειτα πάλι ἕνας λόγος πρός καθεμιά ἀπό
τίς δύο πλευρές (καί αὖθις οὗτος καί ἄλλον ἡμεῖς). Κάθε φορά, ὁ
ἀπαντητικός λόγος θά βάδιζε παράλληλα μέ τό λόγο πού προηγήθηκε (λόγον
παρά λόγον)· καί καθένας ἀπό τους δύο θά παρουσίαζε τήν πιό δυνατή
ἐπιχειρηματολογία πού θά μπορούσε (ἀντικατατείναντες).
Αὐτό λοιπόν πού θά ἀπόμενε νά γίνει γιά νά προβληθεῖ ἀνάγλυφη ἡ ἀλήθεια,
ὁ ΙΙλάτωνας τό ἐκφράζει μέ δύο λέξεις πολύ χαρακτηριστικές:
ἀριθμεῖν
καί μέτρεῖν.
Παρά τήν κριτική πού
συνεπάγεται ἡ μαρτυρία αὐτή, οἱ δύο λέξεις φωτίζουν τήν ἴδια τήν ἀξία
τῆς μεθόδου καί δείχνουν πώς μποροῦσε νά γίνει πιό πολύ ἕνα ἀληθινό
ὄργανο τοῦ πνεύματος παρά ἕνα ἁπλό ρητορικό παιχνίδι. Πράγματι, τό «ἀριθμεῖν»
καί τό «μετρεῖν» μποροῦν πρῶτα νά ἐφαρμοστοῦν σέ ἁπλές μονάδες.
Στήν περίπτωση αὐτή, ἡ ἀντιλογία συντάσσει δύο καταλόγους, ἀπαριθμώντας,
π.χ., τά ποικίλα πλεονεκτήματα πού θά ἔχει κανείς ἀνάλογα μέ τό ἄν
ἐνεργήσει μέ αὐτόν ἤ μέ ἐκεῖνο τόν τρόπο: ἀρκεῖ νά πεῖ κανείς ποιός
κατάλογος εἶναι πιό μεγάλος ἤ παρουσιάζει τά μεγαλύτερα πλεονεκτήματα.
Αὐτή εἶναι ἡ μορφή πού παίρνει συχνά ἡ ἀντιλογία στήν τραγωδία ἤ στήν
κωμωδία ἤ καί στό μύθο τοῦ Ἡρακλῆ στό σταυροδρόμι ἀνάμεσα στήν Ἀρετή καί
στήν Κακία, γιά νά ἀναφέρουμε ἕνα φημισμένο παράδειγμα·
εἶναι μιά μορφή ἀρκετά φυσική καί χωρίς τεχνάσματα.
Ὡστόσο, ὅσο πιό ὅμοια εἶναι
τά συγκρίσιμα στοιχεῖα, ὅσο περισσότερο βρίσκονται οἱ ἴδιες ἑνότητες ἀπό
τή μία καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, τόσο πιό πειστική θά εἶναι ἡ σύγκριση:
γι’ αὐτό, θά πρέπει νά βρεθεῖ κατά κάποιο τρόπο στίς δύο ποσότητες πού
πρόκειται νά συγκριθοῦν ἕνας κοινός παρονομαστής τῶν ὅρων, νά ὑπάρχουν
στόν ἕνα καί στόν ἄλλο κατάλογο ἡ πιό στενή σχέση καί οἱ σαφέστεροι
παραλληλισμοί. Κάτι παραπάνω: ἄν οἱ ρήτορες ἑτοιμάσουν οἱ ἴδιοι τόν
ὑπολογισμό, ἀφαιρώντας ἀπό τόν ἀντίπαλο τά ἐπιχειρήματά του,
ἀντισταθμίζοντάς τα ἤ προσαρτώντας τα στή δική τους ἐπιχειρηματολογία,
θά κάνουν πιό φανερό τό ἀποτέλεσμα, πιό εὔκολο τό συμπέρασμα. πιό
σίγουρη τή νίκη: οἱ λεπτολογίες τῆς διαλεκτικῆς βρίσκουν τή δικαίωσή
τους ἄν τίς συσχετίσουμε μέ τόν συγκριτικό καί μαθηματικό χαρακτήρα τῆς
μεθόδου· τῆς δίνουν
τήν πραγματική της αὐστηρή ἀκρίβεια. Καί εἴδαμε ὅτι ἀποτελοῦσαν ἀκριβῶς
τό πρωτοφανέρωτο καί διακριτικό γνώρισμα τῶν ἀντιλογιῶν τοῦ Θουκυδίδη.
γ) Ἡ ἀριθμητική τῶν
συλλογισμῶν στόν Θουκυδίδη
Αὐτή ἡ αὐστηρή ἀκρίβεια
(πού τείνει νά μεταβάλλει ὅλα τά στοιχεῖα τῆς ἐπιχειρηματολογίας σέ
δεδομένα συγκρίσιμα μεταξύ τους, κατάλληλα γιά πρόσθεση καί ἀφαίρεση,
ἐναλλασσόμενα μάλιστα) εἶναι πράγματι φανερή στόν Θουκυδίδη στήν ἴδια τή
λεπτομέρεια τῆς ἔκφρασης. Στίς ἀντιλογίες του, ἡ δημηγορία δέν προσπαθεῖ
νά πετύχει τήν ἀκρίβεια μέ τή χρήση μίας μεθόδου παραγωγικῆς· οὔτε
προσπαθεῖ νά ἀσκήσει ἄμεση ἀποτελεσματικότητα, μέ τή σύνθεση ἕνος
συνόλου ἀπό συγκλίνουσες πληροφορίες. Τείνει, ἀντίθετα, νά ἀπομονώσει
κάθε στοιχεῖο μέ κάποια ἀκαμψία, θέλει νά δώσει σέ κάθε ἐπιχείρημα τήν
κάπως σχηματική σαφήνεια πού θά εἶχαν ἁπλές ἑνότητες καί νά δουλέψει μέ
τίς ἑνότητες αὐτές ὅπως θά δούλευε κανείς μέ ἀριθμούς: ἡ ἀντιλογία, ἄν
θέλει νά εἶναι αὐστηρά ἀκριβόλογη, γίνεται ἡ ἀριθμητική τῶν
ἐπιχειρημάτων.
Τό πράγμα εἶναι πολύ καθαρό
στίς ἀντιλογίες ὅπου ἀναλύονται οἱ δυνάμεις τῶν ἀντιπάλων. Ἔτσι, οἱ
Κορίνθιοι ὑποστηρίζουν πώς μποροῦν νά ἐξισωθοῦν στή γνώση τῆς ναυτικῆς
τέχνης μέ τούς Ἀθηναίους, καί τότε νά τούς ξεπεράσουν μέ τό θάρρος τους
(Α 121.4: ὅταν τήν ἐπιστήμην ἐς τό ἴσον καταστήσωμεν, τῇ γε εὐψυχίᾳ
δήπου περιεσόμεθα): αὐτό θά μπορούσαμε νά τό παραστήσουμε μέ μιά
ἀριθμητική πράξη, στήν ὁποία θά ἀπαλείφαμε τά κοινά στοιχεῖα ἀπό τή μιά
καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά.
Ἄλλωστε, αὐτή τήν ἰδέα τῆς ἀπάλειψης τήν ὑπογραμμίζει καθαρά τό σχόλιο
πού ἀκολουθεῖ: «γιατί τό φυσικό πλεονέκτημα πού ἔχουμε ἐμεῖς, ἐκεῖνοι
δέν μποροῦν νά τό ἀποκτήσουν μέ τήν ἐκπαίδευση· ἐνῶ τήν ἀνωτερότητα πού
ἔχουν χάρη στίς τεχνικές γνώσεις τους, ἐμεῖς μποροῦμε νά τήν
κατακτήσουμε μέ τήν ἄσκηση». Ἀπαλείφω (καθαιρεῖν), ἔξι- σώνω (ἐς
τό ἴσον), ὑπερέχω (περιεσόμεθα), ὅλοι αὐτοί οἱ ὅροι εἶναι
ἴσως ὅροι πολεμικοί·
ἐκφράζουν ὅμως, ἀκριβῶς γι’ αὐτό, μιά σύγκριση ἀνάμεσα σέ δυνάμεις
περισσότερο ἤ λιγότερο μεγάλες· ἐκφράζουν, μέ μορφή ἐνεργητική καί
συγκεκριμένη, αὐτό πού ἡ ἀριθμητική πράξη ἐκφράζει μέ νοητική μορφή. Καί
ὅλοι αὐτοί οἵ ὅροι εἶναι τό ἴδιο κατάλληλοι γιά νά ἐκφράσουν μιά τέτοια
ἀριθμητική πράξη.
Ξαναβρίσκουμε στή Ναύπακτο
τήν ἴδια αὐτή ὄψή τῆς ἀντιπαράθεσης καί τοῦ ὑπολογισμοῦ. Πρῶτα πρῶτα,
ὅταν οἱ Πελοποννήσιοι ἀρχηγοί, παρατάσσοντας ἐπιχείρημα στό ἐπιχείρημα,
κρίνουν πώς τό πλεόνασμα εἶναι εὐνοϊκό γι’ αὐτούς:
«Στή δική τους λοιπόν
μεγαλύτερη πείρα, ἐσεῖς ἀντιτάξτε τή δική σας μεγαλύτερη τόλμη (πρός
μέν οὖν τό ἐμπειρότερον αὐτῶν τό τολμηρότερον ἀντιτάξασθε) καί, ἄν
φοβάστε ἐξαιτίας τῶν προηγούμενων ἀτυχιῶν μας, σκεφτεῖτε πώς τότε δέν
ἤμασταν καλά προετοιμασμένοι: τώρα, ἄλλωστε, ὑπερτερεῖτε (περιγίγνεται
δέ ὑμῖν) καί ὡς πρός τόν ἀριθμό τῶν πλοίων καί ἐπειδή θά ναυμαχήσετε
κοντά σέ φιλική μας ἀκτή...» (Β 87.5).
Ἐδῶ οἱ ἴδιες οἱ λέξεις
περιγράφουν τίς δύο παράλληλες στῆλες (ἀντιτάξασθε) καί
ἐπιτρέπουν νά φανεῖ καθαρά τό μαθηματικό ἀποτέλεσμα (περιγίγνεται)·
καί τά οὐδέτερα συγκριτικά (τό ἐμπειρότερον... τό τολμηρότερον)
ἀντιστοιχοῦν ἀπόλυτα στά πλεονεκτήματα καί τῆς μίας καί τῆς ἄλλης
παράταξης. Πράγματι, λίγες σειρές πιό πάνω, βρίσκουμε μιά ἄμεση σύγκριση
ἀνάμεσα στά πλεονεκτήματα αὐτά: «Ἡ δική σας ἀπειρία δέν ὑπολείπεται τόσο
[ἀπέναντι στούς ἀντιπάλους σας] ὥστε νά μήν τήν ξεπερνάει τό θάρρος σας»
(Β 87.4: ὑμῶν δέ οὔδ’ ἡ ἀπειρία τοσοῦτον λείπεται ὅσον τόλμη προύχετε).
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι
στήν ἀπάντηση τοῦ Φορμίωνα ξαναβρίσκουμε τήν ἴδια ἀντιδιαστολή, ὅταν
συζητεῖ ἀκριβῶς γι’ αὐτό τό περίφημο πελοποννησιακό θάρρος: «Τό
πλεονέκτημα ὅμως αὐτό, καί ἄν ἀκόμα ἐκεῖνοι τό ἔχουν στήν ξηρά, τό σωστό
εἶναι νά δεχτοῦμε πώς θά εἶναι μᾶλλον μέ τό δικό μας μέρος (μᾶλλον
νῦν περιέσται) μιά καί θά πολεμήσουμε στή θάλασσα·
γιατί στήν παλικαριά δέν μᾶς ξεπερνοῦν καθόλου (οὐδέν προφέρουσι),
καί ὁσο γιά τήν ἐμπειρία, τή δική μας καί τή δική τους, ἐμεῖς ἔχουμε πιό
πολλούς λόγους νά εἴμαστε περισσότερο θαρραλέοι» (Β 89.3).
Βρίσκουμε ἐδῶ, μέ
περισσότερη λεπτολογία, σέ πιό προχωρημένο στάδιο, τόν ἴδιο ὑπολογισμό
πού συναντοῦμε ἤδη στόν Ἀντιφώντα, ὅταν γράφει στήν τελευταία ἀγόρευση
τῆς τρίτης τετραλογίας: «Ἄν εἴμαστε σέ ἴση μοίρα στό σημεῖο αὐτό ὁ
ἀντίπαλός μας καί ἐμεῖς, σέ ὅλα τά ἄλλα ὑπερέχουμε» (3.
Κοινοῦ δέ τοῦ
τεκμηρίου ἡμῖν ὄντος <καί> τούτῳ, τῷ παντί προέχομεν).
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἀκόμα
καί ὅτᾶν λείπει μιά τόσο περίτεχνη ἀριθμητική πράξη, ὁ Θουκυδίδης
ἐκφράζει συχνά τήν ἔννοια τοῦ μετρήματος καί τῆς σύγκρισης μέ τήν ἁπλή
της μορφή. Τά ἐπιχειρήματα στήν περίπτωση αὐτή ὑπολογίζονται σάν
ποσότητες.
Ἕνα παράδειγμα: Στή
δημηγορία τῶν Πλαταιέων βρίσκουμε καί πάλι τήν ἔννοια τῆς ἀντιπαραβολῆς
ἀλλά, τή φορά αὐτή, μέ διαφορετική σπουδαιότητα (Γ 56.5). «Εἶναι δίκαιο,
τό τωρινό μας σφάλμα (ἄν πραγματικά ἔχουμε κάνει σφάλμα) νά τό
ἀντιζυγιάσετε (ἀντιθεῖναι) μέ τό ζῆλο πού δείξαμε τότε· θά βρεῖτε ἔτσι
πώς, συγκριτικά, ὁ ζῆλος μας ἦταν πιό μεγάλος ἀπό τό σφάλμα μας καί
μάλιστα σέ περιστάσεις...» (καί μείζω τε πρός ἐλάσσω εὑρήσετε καί ἐν
καιροῖς οἶς...).
Τήν ἔννοια τῆς σύγκρισης
ἀνάμεσα σέ ποσότητες τήν ξαναβρίσκουμε σταθερά μέ ἐκφράσεις λιγότερο
χαρακτηριστικές. Παράδειγμα, τά λόγια τοῦ Περικλῆ, ὅταν ἐξετάζει τήν
προσπάθεια πού καταβάλλει ὁ καθένας ἀπό τους δύο λαούς σ’ ἕνα τομέα ὅπου
δέν ἔχει εἰδικότητα. «Γιατί καί στόν στεριανό πόλεμο ἐμεῖς ἔχουμε
μεγαλύτερη πείρα (πλέον) λόγω τῆς ναυτικῆς μας ἐμπειρίας παρά
ἐκεῖνοι στά ναυτικά ἀπό τήν πείρα τους στόν στεριανό πόλεμο» (Α 142.5).
Ἤ, ἀκόμα, ὅταν προβάλλει, μέ μιά φράση ἐπιγραμματική, τήν ἀθηναϊκή
ὑπεροχή: «Ἀντίθετα, ἡ δική μας κατάσταση ὄχι μόνο δέν ἔχει τά
μειονεκτήματα γιά τά ὁποῖα κατηγόρησα τούς Πελοποννησίους
ἄλλα ἔχει πλεονεκτήματα μεγάλα, ἀνώτερα ἀπό τά δικά τους» (οὐκ ἀπό
τοῦ ἴσου, A 143.3). Καί λίγο πιό κάτω, κάνοντας ἕναν ὑπαινιγμό στίς
δυνατότητες τῶν Ἀθηναίων, ἐξηγεῖ: «Δέν θά εἶναι πιά τό ἴδιο (οὐκέτι
ἐκ τοῦ ὁμοίου ἔσται) ἄν ἐρημώσουμε (κόβοντας τά δέντρα καί
καταστρέφοντας τά σπαρτά) ἕνα μέρος τῆς Πελοποννήσου καί ἄν ἐρημώσουν
ἐκεῖνοι ὁλόκληρη τήν Ἀττική» (Α 14 3.4) [ἐπειδή ἐμεῖς ἔχουμε τήν
κυριαρχία στή θάλασσα].
Ἄλλωστε, μήπως ὁ ρήτορας
δέν πρέπει ἀκριβῶς νά δείξει, σύμφωνα μέ τή βασική ἀρχή της ἀναστροφῆς,
πώς ὁ ἀντίπαλος εἶναι κατώτερος, πώς ἔχει πιό πολύ ἄδικο, πώς
ἀντιμετωπίζει πιό μεγάλες δυσκολίες; Ἔτσι εἴδαμε στήν ἀντιλογία τῆς
Καμάρινας, πώς ὁ Θουκυδίδης χρησιμοποιεῖ τό συγκριτικό μέ τό πολύ:
πολύ δέ μᾶλλον τοῖσδε [τοῖς Συρακοσίοις] ἀπιστεῖν (Ζ
86.2)· [οἱ Ἀθηναῖοι, ἀντίθετα]: πολύ δέ ἐπί ἀληθεστέραν γε σωτηρίαν
ἡμεῖς ἀντιπαρακαλοῦμεν (Ζ 86.5). Τό χαρακτηριστικό ὅμως αὐτό θά
μπορούσαμε νά τό βροῦμε σέ ὅλους σχεδόν τούς «ἀγῶνες λόγων». Στή
Ναύπακτο, ὁ Φορμίωνας λέει στούς ἄνδρες του: «Μήν φοβάστε λοιπόν τό
θάρρος τους· ἀντίθετα, ἐσεῖς τούς ἐμπνέετε ἕνα φόβο πολύ πιό μεγάλο καί
πιό θεμελιωμένο» (Β 89.5: πολύ δέ ἡμεῖς ἐκείνοις πλείω φόβον παρέχετε
καί πιστότερον). Στήν Πλάταια, ἡ ἴδια ἔκφραση ξαναγυρίζει πολλές
φορές: οἱ Πλαταιεῖς ἔβλαψαν τούς Ἕλληνες περισσότερο (ἀπό τούς Θηβαίους)
καί ἀξίζουν περισσότερο τή μεγαλύτερη τιμωρία (Γ 63.1: ὡς δέ ὑμεῖς
μᾶλλον τε ἠδικήκατε τούς Ἕλληνας καί ἀξιώτεροι ἔστε πάσης ζημίας)·
οἱ Πλαταιεῖς ἔκαναν κάτι πολύ πιό ἐπονείδιστο καί πιό ἄδικο (πολύ δέ
γέ αἴσχιον καί ἀδικώτερον)· τέλος, γιά τά πρόσφατα γεγονότα, εἶναι
«τουλάχιστον τό ἴδιο» ἔνοχοι ὅσο καί οἱ Θηβαῖοι (Γ 65.1:
οὐ νομίζομεν
οὐδ’ ἐν τούτοις ὑμῶν μᾶλλον ἁμαρτεῖν). Συγκρίνονται ἀκόμα καί τά
δικαιώματα τοῦ κάθε ἀντιπάλου γιά οἶκτο: (Γ 67.3: καί γάρ ἡμεῖς
ἀνταποφαίνομεν πολλῷ δεινότερα παθοῦσαν...). Φαίνεται λοιπόν πολύ
καθαρά σέ ποιά βασική ἀρχή στηρίζεται ἡ μέθοδος τῆς ἀντιλογίας. Στήν
ἑλληνική παράδοση ταυτίζονται ὁ ὑπολογισμός καί ὁ στοχασμός καί
ἀφομοιώνονται ἔτσι σέ μία οἱ δύο ἔννοιες τοῦ ρήματος
λογίζομαι
καί τοῦ οὐσιαστικοῦ λογισμός·
τό στοιχεῖο αὐτό τό βλέπουμε πολύ καθαρά νά ἀπεικονίζεται στή μέθοδο πού
ἐξετάζουμε, ὅπως τουλάχιστον τήν ἐφάρμοσε ὁ Θουκυδίδης.
Ξέρουμε, πράγματι, πολύ
καλά πόσο ἀγαποῦσε ὁ Θουκυδίδης τήν ἀφαίρεση καί τήν αὐστηρή ἀκρίβεια·
ἦταν, λοιπόν, φαίνεται, φυσικό νά βρίσκει ἰδιαίτερη ἱκανοποίηση ὅταν
χειριζόταν τίς ἔννοιες ὡς μαθηματικές ποσότητες: εἶναι πρόθυμος νά τίς
προσθέσει, νά τίς πολλαπλασιάσει. Πρίν ἀπό τήν τελευταία μάχη, οἱ
Συρακούσιοι δηλώνουν: «Οἱ Ἀθηναῖοι ἔχουν χάσει τό θάρρος τους. Ἀντίθετα,
τό δικό μας ἀρχικό ἐνεργητικό... – αὐτό πού μᾶς βοήθησε νά τολμήσουμε νά
ριχτοῦμε στόν κίνδυνο, καί ἄς μήν εἴχαμε ἀκόμα πείρα ἀπό τά ναυτικά -
στηρίζεται σήμερα σέ ἀσφαλέστερο θεμέλιο· καί ἀφοῦ, πλάι σ’ αὐτό, ἦρθε
νά προστεθεῖ (προσγεγενημένης) καί ἡ πεποίθηση πώς τό
κρατίστους εἶναι εἰ τούς κρατίστονς ἐνικήσαμεν, διπλάσια ἑκάστου ἡ ἐλπίς»
(Η 67.1). Ὁ Θουκυδίδης ὑπογραμμίζει τά συγκρίσιμα στοιχεῖα μέ οὐδέτερα (τό
χρήσιμον) πού μποροῦν νά ἀντιτάσσονται μεταξύ τους μέ πιό αὐστηρή
ἀκρίβεια (Γ 44.4: καί οὐκ ἀξιῶ ὑμᾶς τῷ εὐπρεπεῖ τοῦ ἐκείνου λόγου τό
χρήσιμον τόν ἐμόν ἀπώσασθαι). Οἱ διάφορες ὄψεις πού παρουσιάζει μιά
κατάσταση ὀργανώνονται σέ προτάσεις μαθηματικές (Γ 37.3: ἀμαθία τέ
μετά σωφροσύνης ὠφελιμώτερον ἤ δεξιότης μετά ἀκολασίας). Οἱ
τυποποιημένες ἐκφράσεις, οἱ ἴδιες οἱ μορφές τῆς σκέψης φαίνονται
ἑπομένως νά πηγάζουν μέ τρόπο φυσικό ἀπ’ αὐτή τήν τάση. Τό
χαρακτηριστικό αὐτό δείχνει καθαρά πώς πρέπει νά ὑπῆρξε κάποια
ἀνταπόκριση ἀνάμέσα σ’ ἕνα τρόπο ἔκφρασης πού ἦταν τότε τῆς μόδας καί
στίς πνευματικές τάσεις τοῦ ἴδιου του Θουκυδίδη· κάτι παραπάνω: δείχνει
ἀκόμα πόσο ἐπεξεργάσθηκε ὁ Θουκυδίδης τόν τρόπο αὐτόν τῆς ἔκφρασης.
Μποροῦμε, πράγματι, νά ποῦμε πῶς δικό του ἔργο ἦταν νά τόν ὠθήσει ὅσο
γινόταν πιό μακριά πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἐπιστημονικῆς ἀκρίβειας καί
σαφήνειας· γί’ αὐτό, χωρίς ἀμφιβολία, καί οἱ ἀντιλογίες του ἀφήνουν στόν
ἀναγνώστη μία τέτοια ἐντύπωση αὐστηρῆς ἀκρίβειας στήν ἀνάλυση.
δ) Οἱ ἀντιλογίες στήν
ἱστορία τόν στοχασμοῦ καί στό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη
Φυσικά, ἡ αὐστηρή ἀκρίβεια
συνεπάγεται μιά ἀκαμψία. Καί ἴσως ἔτσι ἐξηγεῖται ὅτι ὁ τρόπος αὐτός της
ἀνάλυσης γνώρισε μιά σύντομη μόνο περίοδο ἀκμῆς. Ἄλλωστε, ὅπως καί οἱ
τετραλογίες τοῦ Ἀντιφώντα (πού χωρίς νά διεκδικοῦν οὔτε τόν ἴδιο πλοῦτο
οὔτε τήν ἴδια λεπτολογία, εἶναι ὅμως ἡ πλησιέστερη ρητορική μορφή), ἔτσι
καί οἱ ἀντιλογίες τοῦ Θουκυδίδη ἔχουν καμιά φορά - τουλάχιστον ὅσες
πραγματεύονται θέματα τεχνικά - ἕνα εἶδος ἀκαμψίας, πού πρόθυμα θά τή
χαρακτηρίζαμε ἀρχαϊκή. Σάν τά ἀγάλματα μέ τά ἑνωμένα πόδια καί τά κάθετα
χέρια, ἡ ὀμορφιά τους φαίνεται νά περιορίζεται ἀπό δεσμά ἀόρατα,
κλεισμένη σέ μιά ἀκινησία, τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι θά ἀπαρνηθοῦν ἀργότερα.
Θά μπορούσαμε ὡστόσο νά
ἀναρωτηθοῦμε: οἱ αἰτίες γιά μιά τέτοια ἐγκατάλειψη τῆς ἀντιλογίας, καί
οἱ ἐπικρίσεις - συγκεκριμένες ἤ λανθάνουσες - πού τήν προκάλεσαν, μᾶς
δίνουν κάποιο δικαίωμα νά τίς ἐπικαλεστοῦμε ἐναντίον τοῦ Θουκυδίδη;
Τήν ἀντιλογία τήν
ἐγκατέλειψαν καί ἡ ρητορική καί ἡ φιλοσοφία.
Στή ρητορική, ἡ ἐξέλιξη δέν
συνάντησε ἐμπόδιο. Στό πεδίο αὐτό, ἡ μέθοδος τῆς ἀντιλογίας εἶχε
χρησιμέψει μόνο γιά νά προσφέρει πλαίσια ἤ ἐπιμέρους ἐπιχειρήματα:
παρατηροῦμε μόνο πώς τά πλαίσια αὐτά γίνονται ὁλοένα καί πιό ἐλαστικά.
Τό τμῆμα τό ἀφιερωμένο στήν ἀναίρεση δέν ἀποτελεϊ πιά στοιχεῖο
ἀνεξάρτητο. Ἐπηρεασμένος ἴσως ἀπό τόν Σωκράτη, ὁ Ἰσοκράτης εἰσάγει στή
σύνθεση συνήθειες πιό ἐλεύθερες πού ἐκφράζουν πιό εὔκολα τή σκέψη.
Ὁ Δημοσθένης μένει, στήν ἀρχή, πιό πιστός στήν παλιά παράδοση·
καί ὁ λόγος Ὑπέρ Μεγαγαλοπολιτῶν ἴσως δείχνει πώς στήν ἀρχή τῆς
σταδιοδρομίας του εἶχε ἀκολουθήσει τούς παλιούς κανόνες, ἀκόμα καί στό
πεδίο τῆς πολιτικῆς ρητορείας. Ὡστόσο, ἡ ἐλευθερία τοῦ ὕφους τῶν μεγάλων
πολιτικῶν ἀγορεύσεων ἐγκαταλείπει γρήγορα τίς μεθόδους αὐτές:
ὁ «ἀγώνας λόγων» κερδίζει σέ ἄνεση αὐτό πού ἴσως χάνει σέ αὐστηρή
ἀκρίβεια στή μορφή.
Ἀντίστροφα, στό πεδίο τῆς
φιλοσοφίας, ὁ Πλάτωνας καταγγέλλει τούς κίνδυνους πού κρύβει γιά τή
διάνοια ἡ μέθοδος τῆς ἀντιλογίας. Πραγματικά, γιά κεῖνον, ἡ μέθοδος
αὐτή ὁδηγεῖ πάντοτε σέ μιά ἀπατηλά αὐστηρή ἀκρίβεια, στερημένη ἀπό κάθε
ἐποικοδομητική ἀξία.
Τήν πιό καθαρή κριτική τή
βρίσκουμε, ἀκριβῶς, στό κείμενο τῆς Πολιτείας πού ἀναφέραμε πιό πάνω.
Βασίζεται στή σκέψη πώς ἡ καλή χρήση τῆς μεθόδου αὐτῆς ἀπαιτεῖ πάντα ἕνα
τρίτο πρόσωπο, ἕναν ἀκροατή, ἕναν κριτή. «Ἄν τήν ἀκολουθήσουμε» λέει ὁ
Σωκράτης «θά μᾶς χρειαστοῦν ἀπό κεῖ καί πέρα κριτές, γιά νά βγάλουν
ἀπόφαση. Ἄν, ἀντίθετα, ἐξετάσουμε τά πράγματα ὅπως κάναμε πρίν ἀπό λίγο,
καί συμφωνήσουμε μεταξύ μας, θά εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ταυτόχρονα κριτές
καί ρήτορες» (348 b).
Ἄλλωστε, ἄν πρόκειται νά
ἀναζητήσουμε τήν ἀλήθεια, τό πρόσωπο ποῦ μᾶς ἐνδιαφέρει πιό πολύ νά
συμφωνήσει μαζί μας δέν εἶναι ὁ ἀκροατής, ἀλλα ὁ ἴδιος ὁ συνομιλητής
μας. Μόνο ἄν τόν πείσουμε. ἀντί νά τόν νικήσουμε, μποροῦμε νά ἐλπίζουμε
πώς θά ξεπεράσουμε τόν κόσμο τῆς διαφωνίας καί τῆς ἀβεβαιότητας. Τότε,
δέν ἔχουμε πιά δύο προσωπα πού λίγο πολύ σφάλλουν, καί μιά τελική κρίση
πού βγῆκε μέ τό περίπου, ἀλλά τή δυνατότητα νά φτάσουμε σέ μιά μέθοδο
πού ἐπιτρέπει στά δύο πρόσωπα νά προχωροῦν μαζί, νά ξεχωρίζουν τό σωστό
ἀπό τό λανθασμένο μέ σιγουριά. Ἑπομένως, τόν διαλεκτικό ἀγώνα διαδέχεται
ὁ διάλογος.
Δέν ἔχουμε πιά μιά ὁλόκληρη σειρά ἀπό ἐπιχειρήματα ἀνεξέλεγκτα πρός τή
μιά καί ἔπειτα πρός τήν ἄλλη κατεύθυνση· τό κάθε ἐπιχείρημα ζυγίζεται,
γίνεται δεκτό ἤ ἀπορρίπτεται, μέ βάση πάντα μιά συμφωνία· δέν ὑπάρχει
πιά θέση γιά τό ἀπατηλό ἐπιχείρημα: ἡ υἱοθεσία τοῦ διαλόγου ἀντιστοιχεῖ
στήν ἐγκατάλειψη τῆς σοφιστικῆς.
Ἡ ἐξέλιξη ἀπό τήν ἀντιλογία
στό διάλογο δέν ἦταν ξένη πρός τήν ἐριστική·
ἡ ἐξέλιξη αὐτή γίνεται αἰσθητή μέσα στό ἴδιο τό ἔργό τοῦ Θουκυδίδη· τή
μέρα πού θέλησε νά σπρώξει τήν ἀνάλυσή του πιό μακριά καί πιό ψηλά ἀπό
ὅσο συνήθιζε, ἀναγκάστηκε νά φέρει σέ ἀντίθεση μεταξύ τους ὄχι πιά δύο
δημηγορίες ἀλλά κάθε ἐπιχείρημα, βῆμα πρός βῆμα: τότε ἔγραψε τό διάλογο
τῶν Μηλίων καί τῶν Ἀθηναίων.
Ὡστόσο, ὁ διάλογος τῶν
Μηλίων δέν μοιάζει καθόλου μέ τόν πλατωνικό διάλογο, κάθε ἄλλο!
Πράγματι, οἱ στόχοι τοῦ Πλάτωνα δέν μποροῦσαν νά ἔχουν περιεχόμενο
ἀντίστοιχο μέ τῆς ἱστορικῆς συγγραφῆς.
Ὅσο γιά τούς ρήτορες,
ἐφόσον πρόκειται γιά συγκεκριμένη πολιτική, πῶς θά περιμέναμε ἀπ’ αὐτούς
νά συμφωνήσουν ἔστω καί σέ προφανή στοιχεῖα; Ἀκόμα καί ἀνάμεσα στόν
πραγματικό Εὔφημο καί στόν πραγματικό Ἑρμοκράτη, ἕνας πλατωνικός
διάλογος θά ἦταν ἀπαράδεκτος· γιατί σκοπός τους δέν ἦταν νά συμφωνήσουν
μεταξύ τους, ἀλλά νά ὑποστηρίξουν θέσεις ἀντίθετες. Κάτι παραπάνω: ὁ
Θουκυδίδης ἦταν ἱστορικός, καί ἔργο του δέν ἦταν νά μᾶς παραδώσει
στοχασμούς πάνω στίς διάφορες ἀπόψεις, ἀλλά νά μᾶς δημιουργήσει τίς
καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις ὥστε νά κρίνουμε μόνοι μας τίς ἀπόψεις
αὐτές ἀντικειμενικά.
Ἡ ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη
ἀπευθύνεται, «ἐξ ὁρισμοῦ», σ’ αὐτόν τόν τρίτο, σ’ αὐτόν τόν διαιτητή,
πού εἶναι ἀπαραίτητος, σύμφωνα μέ τόν Πλάτωνα, γιά τήν ἀντιλογία. Καί ἄν
αὐτή ἡ μέθοδος, πού κανένας δέν τήν ἐφάρμοσε πιό συστηματικά, βρίσκει
κάπου τή δικαίωσή της, τή βρίσκει ἀκριβῶς στό ἔργο τοῦ Ἀθηναίου
ἱστορικοῦ.
Αὐτός ὁ τρόπος τῆς
ἔκφρασης, καί μόνο αὐτός, τοῦ ἔδινε τη δυνατότητα νά ἀνταποκριθεϊ
ταυτόχρονα καί στίς δύο ἀπαιτήσεις πού φαίνονται νά δεσπόζουν στό ἔργο
του: τήν ἀπαίτηση γιά ἀντικειμενικότητα καί τήν ἀπαίτηση γιά
ὀρθολογισμό.
Πραγματικά, καθώς
παρουσιάζει διαδοχικά τίς δύο ἀντιθετικές δημηγορίες, χωρίς νά
παρεμβαίνει προσωπικά ὁ ἴδιος πουθενά, ὁ Θουκυδίδης σέβεται τό νόμο τῆς
ἀκρίβειας καί τῆς ἀμεροληψίας, αὐτόν πού πρέπει νά τηρεῖ ἕνας ἱστορικός.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά ὅμως,
αὐτή τήν ἐξαφάνιση τοῦ ἑαυτοῦ του τή διορθώνει ἀμέσως ἡ δομή πού δίνει
στίς δύο δημηγορίες. Τίς βάζει νά ἀναμετρηθοῦν ἡ μία μέ τήν ἄλλη,
ἀντιθέτει ἐπιχείρημα πρός ἐπιχείρημα, χρησιμοποιεῖ, γιά νά ὑποστηρίξει
κάθε ἐπιχείρημα, ὅλα τά μέσα μίας ἐπιδέξιας διαλεκτικῆς, ὑπογραμμίζει
(ἀκόμα καί μέ τήν ἴδια τή μορφή) γιά τήν κάθε ἄποψη, κάθε στοιχεῖο πού
παρουσιάζεται ἀνολοκλήρωτο ἤ δισήμαντο·
χρησιμοποιεῖ παραλληλισμούς, ἀπηχήσεις, ἐπαναλήψεις, γιά νά δώσει τή
δυνατότητα νά παρακολουθήσουμε, βῆμα βῆμα, πῶς ἀναιροῦνται καί πῶς
ἀναστρέφ>ὀνται τά ἐπιχειρήματα.
Ἔτσι, διευκολύνει ὅσο
γίνεται πιό πολύ τό ἔργο τοῦ διαιτητῆ, αὐτό θά πεῖ τοῦ ἀναγνώστη του,
καθώς τοῦ δείχνει καθαρά ἤ τά σημεῖα πού σηκώνουν ἀμφισβήτηση ἤ τή
σπουδαιότητα πού ἔχουν οἱ διάφορες αἰτιολογίες. Ἔτσι, πρίν νά
δοκιμαστοῦν ἀπό τά γεγονότα, τά σχέδια τῶν ρητόρων περνοῦν τή δοκιμασία
τῆς συλλογιστικῆς. Πρίν νά κριθοῦν ὁριστικά ἀπό τό ἀποτέλεσμα, οἱ
αἰτιολογίες τους εἶχαν ἤδη ἀντιμετωπιστεῖ μέσα στό πνεῦμα τοῦ ἀναγνώστη.
Καί ἡ δοκιμασία ἤ ἡ
ἀντιμετώπιση αὐτή ἦταν τόσο πιό αὐστηρές, ὅσο ὁ Θουκυδίδης τίς εἶχε
προωθήσει πιό βαθιά, ὅσο φαίνονταν πιό τεχνητές ἐξωτερικά. Ἔτσι
ἑρμηνεύεται ἡ ἀκραία λεπτολογία τοῦ Θουκυδίδη στίς ἀντιλογίες του: οἱ
ἀντιλογίες αὐτές, πηγάζοντας ἀπό τή λογική, τοῦ δίνουν τή δυνατότητα νά
μειώσει ἀκόμα πιό πολύ τήν ἀπόσταση πού χωρίζει τά ἀκατέργαστα γεγονότα
ἀπό τό χῶρο τῆς λογικῆς. Ἄν υἱοθετεῖ τή μόδα τῆς ἐποχῆς του καί μάλιστα
ὑπερθεματίζει, τό κάνει ἐπειδή ἡ μόδα αὐτή ὑπηρετεῖ τή βαθύτερη πρόθεσή
του.
Ἄν τέτοια εἶναι στό σύνολό
τους τά χαρακτηριστικά τῶν ἀντιλογιῶν στό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη, δέν εἶναι
ἴσως παράτολμο νά τά χρησιμοποιήσουμε γιά νά βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα
ὡς πρός τήν αὐθεντικότητά τους.
Πρώτα πρῶτα, δέν εἶναι ὅλες
οἱ δημηγορίες ὀργανωμένες σέ ἀντιλογίες, οὔτε ὅλες οἱ ἀντιλογίες εἶναι
τό ἴδιο πλούσιες σέ διαλεκτικά μέσα, ὅπως ὅσα ἐξετάσαμε στό κεφάλαιο
αὐτό. Ὁ Θουκυδίδης ὑποτάσσει τήν ἔφεσή του γιά τή διαλεκτική στίς
ἀπαιτήσεις γιά ἱστορική πιστότητα καί στίς ἀνάγκες πού τοῦ ἐπιβάλλει ἡ
ἐπιθυμία του νά ἀναλύει μέ ἀκρίβεια τά γεγονότα.
Ἐντούτοις, χρησιμοποίησε τά
διαλεκτικά μέσα ὅπου καί ὅσο ἦταν δυνατόν περισσότερο,
προσαρμόζοντας τά, βέβαια, στήν πραγματική πρόθεση τῶν προσώπων πού
δημηγοροῦσαν καί στόν ἀκριβή τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἔβλεπαν τά πράγματα
(ἀλλιῶς δέν θά εἶχαν κανένα νόημα).
Μποροῦμε ὅμως ἐπίσης νά
ποῦμε πώς κανένας ἀπό τους ρήτορες τῶν ὁποίων ἀναφέρει τίς ἀγορεύσεις
δέν θά κατόρθωνε νά ζυγίσει τόσο τέλεια τά πάντα: τό διανοητικό αὐτό
ἔργο θά μποροῦσε νά τό πραγματοποιήσει μόνο ἐκεῖνος πού θά ἦταν σέ θέση
νά ὀργανώσει μιά δημηγορία σέ συσχέτιση μέ μιάν ἄλλη, νά ἀπαλείψει
ὁποιοδήποτε τυχαῖο στοιχεῖο πού δέν θά ἀνῆκε στό λογικά ὀργανωμένο
σύνολο καί νά ἀναδομήσει τό σύνολο αὐτό, μέ τήν καλύτερη δυνατή ἐφαρμογή
τῶν διαλεκτικῶν κανόνων.
Ἄλλωστε, ὅταν διαβάζουμε τή
δικαιολογία πού ἐπικαλεῖται ὁ Θουκυδίδης (Α 22) ὅτι «ἦταν πάρα πολύ
δύσκολο νά συγκρατήσουμε στή μνήμη μας καί νά ἀποδώσουμε μέ ἀπόλυτη
ἀκρίβεια τό περιεχόμενο τῶν δημηγοριῶν, καί γιά μένα, ὅταν εἶχε τύχει νά
τίς ἔχω ἀκούσει ὁ ἴδιος, καί γιά τούς ἄλλους πού μου τίς μετέφεραν ἀπό
τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τύπο», πρέπει νά σκεφτοῦμε πώς, καί ἄν ἀκόμα τοῦ ἦταν
ἐφικτή, τό ἰδανικό του δέν θά ἦταν ἡ ἀπόλυτη ἀκρίβεια.
Χωρίς ἀμφιβολία, δέν
ἀνάπλασε τίς δημηγορίες παρουσιάζοντας μόνο ὅσα ἐπιχειρήματα θεωροῦσε
καλύτερα, κάτι πού ὑποστηρίζουν οἱ ὀπαδοί τῆς ἐλεύθερης σύνθεσης. ΛΔν
μποροῦμε ὅμως καί νά παραδεχτοῦμε πώς παρεμβαίνει μόνο ὡς πρός τή
λογοτεχνική ἔκφραση, κάτι πού ἀπαιτοῦν οἱ ὀπαδοί τῆς αὐθεντικότητας.
Στίς ἀντιλογίες, ἔκφραση καί λογική διάταξη τῶν ἐπιχειρημάτων εἶναι τό
ἴδιο πράγμα. Καί ἡ καλύτερη δυνατή διάταξη σημαίνει «αὐτό πού οἱ ρήτορες
(κατά τή γνώμη μου) θά μποροῦσαν νά ἔχουν πεῖ, τό πιό πρόσφορο γιά κάθε
περίσταση» (ὡς δ’ ἄν ἐδόκουν μοι ἕκαστοι περί τῶν αἰεί παρόντων τά
δέοντα μάλιστ’ εἰπεῖν). Καί τό πραγματοποιεῖ, χωρίς νά ἀπομακρύνεται,
κατά τό γενικό πνεῦμα, ἀπό τά λόγια πού χρησιμοποίησαν οἱ ρήτορες στήν
πραγματικότητα (ἐχομένῳ ὅ,τι ἐγγύτατα τῆς ξυμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς
λεχθέντων).
Αὐτή ὅμως ἡ καλύτερη δυνατή
διάταξη εἶναι ἐκείνη πού, καθώς φέρνει ἀντιμέτωπες τίς διάφορες ἀπόψεις
μέ τρόπο πιό λεπτόλογο, πιό αὐστηρά ἀκριβή, πιό συστηματικό, τίς
ἀποκαθιστά ατά μάτια τοῦ ἀναγνώστη στήν ἀληθινή καί ἔλλογη σχέση τους.
Χάρη σ’ αὐτό τό περιθώριο
γιά μιά κάποια ἐλευθερία, φαινομενικά μόνο μορφική, ὁ Θουκυδίδης
ἑπομένως μπορεῖ, σέ τελευταία ἀνάλυση, νά ὁδηγήσει τή μεταφορά τῶν
ἱστορικῶν δεδομένων στό πεδίο τοῦ λόγου ἀκόμα λίγο μακρύτερα· καί ὅλα
αὐτά τά διαλεκτικά τεχνάσματα δέν ἀποβλέπουν μόνο στή λάμψη· ἔχουν ἕνα
ἀκριβή προορισμό μέσα στήν Ἱστορία του: τοῦ ἐπιτρέπουν, χωρίς νά
ἐγκαταλείπει τή συνηθισμένη του ἀντικειμενικότητα, νά εἰσάγει στό ἔργο
του μιά βαθύτερη ἀνάλυση. Αὐτό γίνεται εἰς βάρος τῶν ρητόρων πού
ἀναφέρει, ἀλλά ἡ ἀφήγησή του κερδίζει ἔτσι μεγαλύτερη σαφήνεια.
Καί ἡ ἴδια προσπάθεια, πού
ἐπέτρεπε στόν ἱστορικό νά παρουσιάζει μέσα σέ μιά συνηθισμένη ἀφήγηση
πολύ σαφεῖς σχέσεις ἀνάμεσα στά γεγονότα, ἔπειτα νά ἀφήνει νά
διαφαίνεται, μέσα σέ μιά ἀφήγηση πιό πολύπλοκη, μιά φανερή σύνδεση
ἀνάμεσα στόν ὑπολογισμό καί στήν πράξη, βρίσκει ἔτσι, σ’ αὐτή τή
φαινομενικά ἀσήμαντη μέθοδο, τήν ἀληθινή της κορωνίδα.
Απ. 189
Nauck:
ἐκ παντός ἄν τις πράγματος δισςῶν λόγων
ἀγῶνα θεῖτ’ ἄν, εἰ λέγειν
εἴη σοφός.