Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟ ΤΟΥ
ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΟΙ ΠΛΑΤΩΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
Νίκος
Παπαευστρατίου
ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΑΡΘΡΟΥ εἶναι νά ὑποστηρίξω ὅτι ὁ
Πλάτων, περιγράφοντας στόν Τίμαιο τή
δημιουργία καί τή δομή τοῦ χρόνου, στοχεύει νά τονίσει
τήν ἑνότητα (καί τήν παράλληλη ὕπαρξη) τοῦ κόσμου τῶν
Ἰδεῶν μέ τόν αἰσθητό κόσμο. Κοινά στοιχεῖα, ἀγωγά αὐτῆς
τῆς ἑνότητας, θεωρῶ τά χαρακτηριστικά πού
ἀποδίδονται τόσο στό Παράδειγμα ὅσο καί στήν εἰκόνα:
αἰώνιον καί ἕν.
1. Ὁ κόσμος τῶν Ἰδεῶν καί ὁ Χρόνος.
Ὁταν ὁ Τίμαιος, ἡ persona τοῦ Πλάτωνος στόν ὁμώνυμο
διάλογο, ἀρχίζει τήν περιγραφή τῆς γένεσης τοῦ
κόσμου,
χαρακτηρίζει τόν κόσμο τῶν Ἰδεῶν, τό Παράδειγμα, ὄν
ἀεί, γένεσιν δέ οὐκ ἔχον [...] νοήσει μετά λόγον
περιληπτόν, ἀεί κατά ταῦτα ὄν. Δηλαδή, ἐκεῖνο πού
πάντοτε ὑπάρχει δέν ἔχει γένεση, γίνεται ἀντιληπτό
ἀπό τή νόηση μέ συλλογισμό, διότι εἶναι καί ὑπάρχει
π ά ν τ ο τ ε κατά τόν ἴδιο τρόπο.
Ἀεί, λοιπόν, παντοτινό τό Παράδειγμα· τοῦ ἀπονέμει
δηλαδή, πρωθύστερα, μιά ἔννοια πού σχετίζεται μέ τόν
Χρόνο, ὁ ὁποῖος πρόκειται νά δημιουργηθεῖ. Οἱ αἰώνιες
μορφές, Οἱ Ἰδέες, διαρκοῦν «πάντοτε», ἀναλλοίωτες.
Στήν πραγματικότητα ὅμως, ἄν καί τό «πάντοτε» ὁρίζεται
ἀπό τά λεξικά ὡς χρονικός προσδιορισμός, ἡ μεγάλη
ποσότητα τοῦ χρόνου πού προσδίδει, ἡ ἄπειρη ποσότητα,
αἴρει τήν προσδιοριστική ἰδιότητά του: τό πάντοτε
εἶναι αὐτό πού ἀκυρώνει τό «πολύ». Ἡ αἰωνιότητα δέν
δηλώνει συγκεκριμένη ποσότητα χρόνου, ἀλλά εἶναι
αὐτό πού προϋπάρχει καί περικλείει τόν Χρόνο· ἡ ἔννοια
τοῦ γηράσκειν, πού σημαίνει ὅτι προστίθενται διαρκῶς
χρόνια, δέν ἀναφέρεται στά ἀεί ὄντα πού μένουν κατά
ταυτά.
Ἄρα τό ἀεί εἶναι χρόνος πού περιλαμβάνει ὅλον
τόν Χρόνο. Δέν εἶναι προσδιορισμός πέρα ἀπό τό «πολύ»,
ἀλλά διαφορετικός, σέ ἄλλο ἐπίπεδο. Ὁ,τι ὑπάρχει
ἀεί δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει «ἐπί πολύ», δέν μπορεῖ
δηλαδή νά μετριέται, καί δέν χωρίζεται.
'Ο Cherniss
ὑποστήριξε ὅτι ἡ λέξη ἀεί στόν Πλάτωνα, ὅταν
ἀναφέρεται σέ αἰώνιες μορφές, στερεῖται διάρκειας.
Χρησιμοποίησε ὡς ἐπιχείρημα τό σχόλιο τοῦ Πρόκλου (Εἰς
Τίμ. 239, 2-6 ἔκδοση Diehl): ἄλλο γάρ τό ἀεί τό
χρονικόν καί ἄλλο τό αἰώνιον τό μέν ἀθρόως πᾶν ὄν, τό δέ
τῇ ὅλῃ συνεχείᾳ τοῦ χρόνου συνεκτεινόμενον καί ἄπειρον,
τό μέν ἐν τῷ νῦν, τό δέ ἐν διαστάσει, τῆς διαστάσεως
ἀκατάληκτου τυγχανούσης καί ἀεί γιγνομένης. 'Ο
Whittaker
ὅμως, μέ ἐπαρκῆ κατά τή γνώμη μου ἐπιχειρήματα,
ἀπέδειξε ὅτι σέ ὅλο τό Πλατωνικό corpus ἡ λέξη ἀεί
δηλώνει διάρκεια.
Πουθενά δέν ἐμφανίζεται νά ἔχει ἕνα «ἔξωχρονικο»
νόημα.
Ἐκτός ὅμως ἀπό τό «παντοτινό» Παράδειγμα, καί ὁ κόσμος
ποιεῖται ὡς μένοντος αἰῶνος [...] αἰώνιον
εἰκόνα, [...] ὅν χρόνον ὠνομάκαμεν.
Ό Robinson
ἔχει καταλήξει, μετά τήν ἀνάλυση τῶν λέξεων
ἀΐδιος, αἰώνιος, διαιώνιος, νά θεωρεῖ ὅτι τό
αἰώνιος εἶναι μᾶλλον Πλατωνικός ὅρος, ὁ ὁποῖος
χρησιμοποιεῖται γιά νά προσδιορίσει τή διάρκεια
τόσο τῶν Ἰδεῶν ὅσο καί τοῦ δημιουργημένου κόσμου.
Πιστεύει ὅτι ὁ Πλάτων δέν εἶχε στή διάθεσή του
καθιερωμένη φιλοσοφική ὁρολογία ὅταν ἀνέπτυσσε
τή θεωρία του περί χρόνου. 'Ο Taran
ὑποστηρίζει ὅμως ὅτι εἶναι ἄγονη ἡ προσκόλληση στήν
ἀνάλυση τῆς πλατωνικῆς ὁρολογίας, δεδομένου ὅτι καί
ὁ Πλάτων τήν ἀρνεῖται,
καί εἶναι προφανές ὅτι στή φράση αἰώνιος
εἰκόνα τῆς αἰωνίου φύσεως τό αἰώνιος δέν
μπορεῖ νά σημαίνει καί τίς δύο φορές τό ἴδιο πράγμα, ἀφοῦ
ὁ κόσμος δέν μπορεῖ νά ἔχει τήν ἴδια αἰωνιότητα πού
χαρακτηρίζει τό πρότυπό του, ἄρα μέ τόν ἴδιο ὅρο
σημαίνονται δύο καταστάσεις. Νομίζω ὅτι, ὅπως
πρεσβεύει ὁ Robinson, ὄντως τό αἰώνιος εἶναι
πλατωνικός ὅρος·
ὄχι ὅμως ἐπειδή δέν εἶχε ὁ Πλάτων στή διάθεσή του
ἐπιστημονική ὁρολογία πού θά ἔκανε εὐκρινέστερη τή
διάκρισή του: δέν πρόκειται περί ἀταξίας στήν
ὁρολογία· ὁ κοινός χρονικός προσδιορισμός αἰώνιος
χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγράφει, ὡς σύνολο, τήν
κοινή ὕπαρξη τοῦ κόσμου τῶν Ἰδεῶν καί τοῦ
Δημιουργημένου Κόσμου, πού διέπονται ἀπό τή σχέση
πρότυπο-ὁμοίωμα. Ἡ αἰωνιότητα, ἡ ἰδιότητα τήν
ὁποία ἀποδίδει στόν δημιουργημένο κόσμο ὁ
Τίμαιος-Πλάτων, εἶναι ἀκριβῶς ἡ αἰωνιότητα, ἡ
ἀφθαρσία τοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν ὅπως ἀντιστοιχεῖ στή
μορφή τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου. Τό ἀΐδιον, πού
χρησιμοποιήθηκε γιά νά χαρακτηρίσει τό πρότυπο,
εἰκονίστηκε καί διασώθηκε στό γεννητόν. Θά
παρακολουθήσουμε πῶς.
2. Ἡ Δημιουργία καί ἡ ὕλη τοῦ Κόσμου.
Στήν ἀρχή τοῦ διαλόγου ὑπάρχει ἡ βασική ἐπιφύλαξη
καί προειδοποίηση: Ἡ συζήτηση ἀφορᾶ τή γέννηση τοῦ
κόσμου καί ὄχι τῶν θεῶν, διότι:
Τόν μέν οὖν ποιητήν καί πατέρα τοῦδε τοῦ παντός εὑρεῖν
ἔργον καί
εὑρόντα εἰς πάντας ἀδύνατον λέγειν.
Γιά τόν Κόσμο λοιπόν, στό ἐδάφιο 29e-30a
πληροφορούμαστε:
«Ἐπειδή ὁ Θεός θέλησε ὅλα νά εἶναι ἀγαθά καί τίποτε
ἀτελές, κατά τό δυνατόν, ἔτσι ἀφοῦ παρέλαβε ὅλο ὅ,τι
ἦταν ὁρατό, πού δέν βρισκόταν σέ ἡσυχία ἀλλά
κινοῦνταν πλημμελῶς καί μέ ἀταξία, σέ τάξη τό ὁδήγησε
ἀπό τήν ἀταξία, ἐπειδή θεώρησε ὁπωσδήποτε
καλύτερη αὐτή ἀπό τήν ἄλλη κατάσταση».
Ὁ Θεός θέλησε νά δημιουργήσει τόν κόσμο, ἀλλά εἶχε τά
ὑλικά ἕτοιμα! Καί μάλιστα τέτοιου εἴδους πού μόνον
κατά δύναμιν μποροῦσε νά τά διαμορφώσει. Ὁμως τό
κατά δύναμιν δέν πρέπει νά ἐρμηνευθεῖ ὡς
προσδιορισμός τῶν δυνατοτήτων τοῦ Δημιουργοῦ, δέν
σημαίνει ποσόν δύναμης τοῦ δημιουργοῦ, δέν ἔκανε ὁ
δημιουργός ὅ,τι μποροῦσε· εἶναι προσδιορισμός τοῦ
τρόπου δράσης, ἔκανε ὁ δημιουργός ὅπως μποροῦσε,
ἀνάλογα μέ τό ὑλικό του. Τό ὁποῖο, ὅπως
πληροφορούμαστε στό 37d2 θέλησε, πάλι εἰς δύναμιν,
νά τό κάνει ἴδιο μέ τό αἰώνιο παράδειγμα. Ἄφοῦ ὅμως αὐτό
ἦταν γεννητό δέν μποροῦσε νά εἶναι αἰώνιο. Τό
κατά δύναμιν, λοιπόν, ὅπως καί τό εἰς δύναμιν
ἀναφέρονται στίς δυνατότητες πού παρέχει τό ἴ δ ι ο τό
δ ι α μ ο ρ φ ο ύ μ ε ν ο. Ἡ πρόθεση τοῦ δημιουργοῦ
εἶναι ἡ ὁμοιότητα.
Ἀπόλυτη ἐξομοίωση δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει,
δημιουργεῖ ὅμως τήν «αἰώνια», μέ τόν δικό της τρόπο,
ἀνάλογα μέ τίς δικές της δυνατότητες, «εἰκόνα».
Ὁ δημιουργός, λοιπόν, ἀπό τό παραπάνω κινούμενον,
δημιούργησε ἕνα οὐρανο. Διότι, δημιουργημένος
σύμφωνα μέ τό παράδειγμα (31a-b), καί γιά νά εἶναι ὅμοιος
μέ αὐτό (κατά τήν μόνωσιν ὅμοιον ᾗ τῷ παντελεῖ ζῴῳ)
ἔπρεπε νά εἶναι ἕνας. Παρακάτω, στό ἐδάφιο 32d-33a,
ὅπου περιγράφεται ὅτι ὁ κόσμος ἀποτελεῖται ἀπό
τέσσερα στοιχεῖα τά ὁποῖα προϋπῆρχαν τοῦ προκοσμικοῦ
χάους, τονίζεται ὅτι στόν δημιουργημένο κόσμο ἔχει
περιληφθεῖ ὅλη ἡ φωτιά, ὅλο τό νερό, οὕτως ὥστε νά μήν
μπορεῖ νά δημιουργηθεῖ ἄλλος κόσμος ἀφοῦ δέν ἔχουν
μείνει ἀλλά ὑλικά.
Τό ἕ ν α Παράδειγμα ἦταν τό αἴτιο γιά τή δημιουργία
ἑ ν ό ς κόσμου. Αὐτόν τόν προσδιορισμό τῆς
μοναδικότητας, ἀλλά καί τῆς ἑνότητας, πρέπει νά τόν
συνεξετάσουμε μέ τό ἀεί. Καί τό Ἕνα εἶναι
ἀριθμός, ἡ ἀρχή τῆς ἀρίθμησης, ἀλλά ἀντιδιαστέλλεται
πρός ὅλους τούς ἄλλους μαζί, δηλώνει ἑνότητα ἐνῷ οἱ
ἄλλοι κατάτμηση καί ἐπιμερισμό. Τό Παράδειγμα
παρουσιάζεται πλῆρες, ἕν καί ἀεί, ἐμπεριέχει
τόν χρόνο καί προϋποθέτει τήν ἀρίθμηση, ἀλλά εἶναι πέρα
ἀπό αὐτά, ἔξω ἀπό τά φυσικά μεγέθη καί ὑπόβαθρό τους.
3. Ἡ δομή τοῦ χρόνου καί ἡ σχέση του μέ τόν κόσμο.
Ὁ Δημιουργός λοιπόν: ποιεῖ μένοντος αἰῶνος ἐν ἐνί
κατ’ ἀριθμόν ἰοῦσαν αἰώνιον εἰκόνα, τοῦτον ὅν δή
χρόνον ὠνομάκαμεν.
Δημιουργεῖ, ἑπομένως, τήν αἰώνια εἰκόνα τῆς
αἰωνιότητος, ἡ ὁποία κινεῖται σύμφωνα μέ τόν νόμο
τῶν ἀριθμῶν, τήν ὁποία ἔχουμε ὀνομάσει χρόνο. Οἱ
ἀριθμοί καί ἡ κίνηση εἶναι τά συστατικά καί τά
χαρακτηριστικά της ὕπαρξης τοῦ χρόνου.
Μαζί, παράλληλα, δημιουργεῖ τόν οὐρανό. Ὅπως
ἀναφέρεται στό 38c-d ὁ χρόνος, παρουσιάζεται
συνδεδεμένος μέ τήν ὕπαρξη καί τήν περιφορά τῶν
πλανητῶν-θεῶν. Ὁ χρόνος ἐμφανίζεται νά ἀποτελεῖται
ἀπό καθορισμένα, διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενα,
ἰσόποσα διαστήματα, μέ ἀτομική ὑπόσταση τό
καθένα: ἡμέρας, νύκτας, μῆνας, ἐνιαυτούς. Εἶναι
δηλαδή μέσα στή φύση του, ἀπό τή δημιουργία του, τό
κατ’ ἀριθμόν, ἡ ὕπαρξη κανονικῶν διαστημάτων τοῦ
εἴδους μέρα-νύκτα. Μιά «μετρική»
ἄποψη τοῦ χρόνου θά λέγαμε σήμερα. (Ὁ χρόνος
ἀποτελεῖται ἀπό διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενα χρονικά
διαστήματα, π.χ. ἔτη. Τό κάθε ἔτος περιλαμβάνει τά
γεγονότα, τίς κινήσεις πού συμβαίνουν στή διάρκειά
του, εἶναι ἴδιο ὅμως μέ ὁποιοδήποτε ἄλλο στή διάρκειά
του). Συνδέοντας ὁ Πλάτων τή δημιουργία τοῦ χρόνου μέ
τή δημιουργία τῶν πλανητῶν-θεῶν ἀποδίδει στόν χρόνο
μιά «ὡρολογιακή» διαδικασία: τόν θεωρεῖ
ἀποτελούμενο, καί ἄρα χωριζόμενο, ἀπό τακτικά,
ἰσόποσα διαστήματα, διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενα,
ἄρα καί μετρήσιμα, ὄ χ ι χ ά ρ η σ έ ἀ π ό φ α σ η τ
ο ῦ ἀ ν θ ρ ώ π ο υ, ἀ λ λ ά ἀ π ό τ ή δ η μ ι ο υ ρ
γ ί α τ ο υ, κατ’ ἀριθμόν ἰοῦσαν. Πρίν ἀπό τή
γένεση τοῦ οὐρανοῦ δέν ὑπῆρχαν ἡμέρες καί νύκτες καί
μῆνες καί ἐνιαυτοί, προφανῶς οὔτε στόν «αἰώνα» πού
ἀποτελεῖ τό πρότυπό του, ἀλλά ἅμα ἐκείνῳ
ξυνισταμένῳ τήν γένεσιν αὐτῶν μηχανᾶται.
Δηλαδή, ἡ δημιουργία τῶν πλανητῶν συνυφαίνεται καί
συνδυάζεται μέ τόν καθορισμό τῆς ἡμέρας, τῆς νύχτας
κτλ., τή δημιουργία, τήν ὕπαρξη, δηλαδή, τοῦ χρόνου.
Στό ἐδάφιο 38e2-3 διευκρινίζεται ἐπειδή δέ οὖν εἰς
τήν ἑαυτῷ πρέπουσαν ἕκαστον ἀφίκετο φοράν τῶν ὅσα ἔ δ
ε ι ξ υ ν α π ε ρ γ ά ζ ε σ θ α ι χρόνον. Τό ἔδει
ξυναπεργάζεσθαι σημαίνει ὅτι ὁ στόχος τοῦ
δημιουργοῦΰ εἶναι ὁ χρόνος καί οἱ πλανῆτες τοῦ οὐρανοῦ
τόν «συναπεργάζονται», μπαίνουν σέ καθορισμένες φορές
καί τόν συνδημιουργοῦν.
Ἐκεῖνο τό στοιχεῖο πού δέν μελετᾶται στό Πλατωνικό
ἔργο εἶναι ἡ διαφορά ἀνάμεσα στό μετρούμενο καί αὐτό
πού μετρᾶ. Πουθενά δέν ἐξετάζεται τό φυσικό μέγεθος
τοῦ χρόνου χωριστά ἀπό τους πλανῆτες. Ἁπλῶς ἔχουμε
ἀναφορές γιά διαδικασίες κατασκευῆς τοῦ κόσμου πρίν
νά δημιουργηθεῖ ὁ οὐρανός.
Οἱ χρονικοί σύνδεσμοι «πρίν», «μέχρι», «πρό» πού
χρησιμοποιοῦνται ἐκεῖ ὑποδηλώνουν ἐκφράσεις τῆς
καθημερινῆς ζωῆς γιά τή χρονική διάρκεια. Δέν
ἀναλύεται ὅμως τό χρονικό status πού ἐπικρατοῦσε πρίν
ἀπό τή γένεση τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Βλαστός
θεωρεῖ ὅτι τό προϋπάρχον χάος, ὅπως περιγράφεται,
ἐπιτρέπει νά ὁρισθεῖ ἐντός του κάποια διάταξη,
δηλαδή ποιό προηγεῖται καί ποιό ἕπεται ἀπό δύο
δοθέντα γεγονότα. Παρόμοια ἄποψη διατυπώνει καί ὁ
Mohr,
ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ Δημιουργός δέν ἀλλάζει τό
χρονικό status δημιουργώντας τόν «χρόνο». Τά γεγονότα
ὑπάρχουν, τό «πρότερον - ὕστερον» μεταξύ τους ὑπάρχει·
ἁπλῶς κατασκευάζονται τά μέτρα γιά νά μετρηθεῖ τό «πρότερον
- ὕστερον» καί ἡ διάρκεια τῶν γεγονότων. 'Ἡ ἄποψή μου
πάντως εἶναι ὅτι δέν ἔχουμε ἐνδείξεις ἀπό τό κείμενο
τοῦ Τιμαίου πού θά μᾶς ἐπέτρεπαν νά ἀποφανθοΰμε
γιά τό ἄν ὑπῆρχε τάξη γεγονότων στό προκοσμικό χάος.
Ἀναφορά γιά τό προκοσμικό χρονικό status (ἄν καί
σημαντικό θέμα) δέν ἔχουμε, διότι προφανῶς ὁ σκοπός
τοῦ Πλάτωνος ἦταν ἡ περιγραφή τῆς δημιουργίας τοῦ
κόσμου καί ἡ σχέση του μέ τόν κόσμο τῶν Ἰδεῶν καί ὄχι ἡ
περιγραφή τοῦ ὄντος πρίν ἀπό τή δημιουργία αὐτή.
Στό 37e4 δηλώνεται ὅτι ὑπάρχει ἡ διάκριση παρόντος -
παρελθόντος - μέλλοντος, τό τ’ ἦν τό τ’ ἔσται χρόνου
γεγονότα εἴδη στόν χρόνο πού ἕπεται τῆς
δημιουργίας τοῦ οὔρανοῦ. Τονίζεται ὅμως ὅτι τό
«παρελθόν» καί τό «μέλλον» εἶναι καταστάσεις, εἴδη, πού
δέν μποροῦν νά ἀποδοθοῦν στήν αἰωνιότητα, τό
ἀΐδιον, τήν ὁποία μόνον τό «εἶναι» δύναται νά
ἀποδώσει. Διότι τό παρελθόν καί τό μέλλον εἶναι εἴδη
τοῦ χρόνου πού ἀφοροῦν μόνο τήν «εἰκόνα», τόν οὐρανό,
ἀφοῦ περιγράφουν τήν κίνησή του, δηλώνοντας τό
«νεώτερον» ἤ τό «πρεσβύτερον».
Ἄρα, ἡ κίνηση τοῦ Χρόνου, πού ὁρίζει τή φύση του,
ἀποτελεῖ τή βασική διαφορά τοῦ προτύπου καί τῆς
εἰκόνας. Τό πρότυπο, τό Παράδειγμα, τό ἕν καί ἀεί
γίνεται εἰκόνα, Κόσμος, εἷς καί κινούμενος μέ τήν
προσθήκη τοῦ χρόνου. Ἡ δημιουργία παρήγαγε τό
κινούμενον, αὐτό πού μεταβάλλεται μέ πρότυπο τό
σταθερό. Τότε ὅμως ποῦ ἐπέδρασε τό πρότυπο; Πῶς μπορεῖ
νά ἀποτυπώσει ἡ κίνηση τήν αἰωνιότητα;
Παρακάτω, ἀφοῦ ὁρίσει στό 39c τίς μονάδες τοῦ χρόνου -
τό ἔτος, τον μήνα, τή μέρα - ἀπό τίς κινήσεις τῶν
πλανητῶν, ὁ Πλάτων-Τίμαιος ὁρίζει ὡς καλύτερη μονάδα
μετρήσεως τοῦ χρόνου τόν τέλεον ἐνιαυτόν (τόν
μέγαν Ἐνιαυτόν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἀστρονόμων).
Τόν χρόνο δηλαδή πού ἀπαιτεῖται ὥστε ὅλοι οἱ πλανῆτες νά
ἐπανέλθουν στό ἴδιο σημεῖο ἀπό τό ὁποῖο ξεκίνησαν
μαζί:
ὅ γέ τέλεος ἀριθμός χρόνου τόν τέλεον ἐνιαυτόν πληροῖ
τότε, ὅταν ἁπα- σῶν τῶν ὀκτώ περιόδων τά πρός ἄλληλα
ξυμπερανθέντα τάχη σχῇ κεφαλήν τῷ τοῦ ταὐτοῦ καί
ὁμοίως ἀναμετρηθέντα κύκλῳ.
«Ὁ τέλειος ἀριθμός τοῦ χρόνου συμπληρώνει τόν τέλειο
ἐνιαυτό τότε, ὅταν οἱ ταχύτητες ἀπό τίς ὀκτώ
περιφορές ὁλοκληρωθοῦν ταυτόχρονα μεταξύ τους καί,
ἀφοῦ ἐπανέλθουν στό ἴδιο σημεῖο, ξαναβρεθοΰν νά
κατέχουν τήν ἀρχή τοῦ ταυτοῦ».
(Ὁ κύκλος τοῦ Ταυτοῦ εἶναι ὁ κύκλος τῶν ἀπλανῶν ὅπως
πληροφορούμαστε στό 36c
καί στό 40b).
Στή συνέχεια, προφανῶς, ἀφοῦ δέν δηλώνεται τό τέλος τῆς
εἰκόνας, ἀφοῦ ἡ εἰκόνα εἶναι αἰώνια,
ξαναρχίζει ὁ ἴδιος κύκλος, γιά νά συμπληρωθεῖ καί ὁ
ἑπόμενος μέγας ἐνιαυτός, μέ πλήρη ἐπαναφορά τῆς
κατάστασης τοῦ οὐράνιου κόσμου (πλανητῶν καί ἀπλανῶν)
στήν ἀρχή ἀπ’ ὅπου ξεκίνησε! Ἔτσι ὁ γεννητός οὐράνιος
κόσμος μέσῳ τῆς κυκλικῆς καί διαρκῶς
ἐπαναλαμβανόμενης κινήσεως ἐμφανίζεται νά ἀποκτᾶ
μιά συγκεκριμένη τάξη-δομή. Ὑπάρχει αἰωνίως καί, ὅπως
ὁ κόσμος τῶν Ἰδεῶν, πάντοτε μέ τόν ἴδιο τρόπο (ἀεί
κατά ταὐτά ὄν). Ἡ αἰωνιότητα τῆς εἰκόνας
ὑφίσταται μέσα ἀπό τήν τακτική κίνησή της στόν ἀέναο
κύκλο τῶν πλανητῶν, στόν κύκλο τοῦ Χρόνου. Κινούμενη
διαρκῶς μεταποιεῖ τήν κατάστασή της γιά νά ἐπανέλθει
μέ ἀπαρέγκλιτη πορεία στήν ἴδια. Τό γεννητόν
ἀποβαίνει ὅμοιον πρός τό Παράδειγμα μέσῳ
ἀκριβῶς της διαφορᾶς του, τῆς κίνησης, ἡ ὁποία τό
ἀλλάζει, ἀλλά καί τό ἐπαναφέρει στήν κατάσταση τῆς
ἀρχικῆς ἰσορροπίας, κατά δύναμιν τοῦ ἀτελοῦς
καί πλημμελῶς κινουμένου ὑλικοῦ!
Ὅλα κινοΰνται κυκλικά καί ὅλα ἐπανέρχονται στό ἴδιο
σημεῖο μέ μιά καθορισμένη τροχιά·
ἡ αἰώνια ἐπαναφορά ἐξασφαλίζει τή σταθερότητα
μέσα ἀπό τήν κίνηση, ἄρα ἡ εἰκόνα, ἡ κατά μίμησιν τοῦ
μένοντος αἰῶνος, ἀποκτᾶ τό στοιχεῖο τῆς ἀϊδιότητος,
τό ἀεί κατά ταῦτα ὄν, ὅπως καί τό ἕν τοῦ
προτύπου. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ὁ Πλάτων δέν
ἀντιμετωπίζει τόν χρόνο ὡς ἕνα μέγεθος πού ρέει
διαρκῶς, οὔτε ἐνδιαφέρεται νά ἐξετάσει τίς ἰδιότητές
του (π.χ. τή συνέχεια) ὡς φυσικοῦ μεγέθους.
Μέσῳ τῆς κίνησης τοῦ οὐρανοῦ ὁ Πλάτων δικαιολογεῖ τή
ροή τοῦ χρόνου πού ἐπισημαίνει ἡ ἐμπειρία ἀλλά,
παράλληλα, συμβιβάζει τήν ἐμπειρική παρατήρηση μέ
τήν αἰωνιότητα, τήν ἀκινησία, τήν ἀθανασία: ἐν
τέλει ὅλα ἐπιστρέφουν γιά νά ξανακάνουν τό ἴδιο ἀπ’ τήν
ἀρχή ταξίδι, ἀναλλοίωτα. Τό στοιχεῖο αὐτό συμφωνεῖ
καί μέ τό ἄλλο θέμα τοῦ ἔργου, πού ἀναφέρεται σέ
προηγούμενο κεφάλαιο, στόν λόγο τοῦ Αἰγύπτιου
ἱερέα (22d): τίς καταστροφές καί τίς ἀναγεννήσεις τῆς
ἀνθρωπότητας, πού ὡστόσο διασῴζεται, παραμένει,
ὄχι ἀκίνητη, ἀλλά ἐν τέλει ἀθάνατη, ἀεί καί
μία. Ὁ δημιουργός ἔδωσε στόν κόσμο τήν κίνηση γιά
νά ἐπανέρχεται στά ἴδια, τοῦ παρέσχε ἕναν τρόπο
αἰωνιότητας. Ἄν λοιπόν ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς, πού
ἀπασχολεῖ τόν φιλόσοφο στή συνέχεια τοῦ διαλόγου,
ὑποστηρίζεται μέ ἐπιχειρήματα, ἕνα ἀκόμη
ἐπιχείρημα γιά τήν ἑνότητα καί τήν ἀθανασία τοῦ
κόσμου, μέσῳ τῆς κίνησης τοῦ χρόνου, εἶναι ἡ κοινή χρήση
τοῦ προσδιορισμοῦ ἀεί γιά τήν ὕπαρξη τοῦ
παραδείγματος καί τῆς εἰκόνας.
ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ
15/2, Δεκέμβριος 1997
'Ἡ ἐργασία αὐτή χρωστᾶ μεγάλο μέρος τῆς
σύνταξής της στή βοήθεια τοῦ καθηγητῆ κ.
Βασίλη Καρασμάνη, τόν ὁποῖο εὐχαριστῶ πολύ. Ἡ
εὐθύνη της ὁμως βαρύνει ἀποκλειστικά ἐμένα.
Πλάτων, Τίμαιος 27d-28a.
Ἐπίσης, τό 29a3, τό παράδειγμα, τό ὁποῖο ἔβλεπε
ὁ Δημιουργός γιά νά φτιάξει τόν κόσμο,
ὀνομάζεται ἀΐδιον. Δήλ. αὐόο πού δέν
ἀλλάζει μορφή, τό σταθερό στόν χρόνο. Παρακάτω,
στό 29b6, τό χαρακτηρίζει «μόνιμο καί βέβαιο».
Στό 51al-5 διακρίνονται τά ἀεί ὄντα ἀπό αὐτά πού
ἔχουν γέννηση: Αὐτό πού γεννιέται εἶναι
διαφορετικό ἀπό τά ἀεί ὄντα. Εἶναι
ἀντιληπτό ἀπό τήν βράση καί τίς ἄλλες αἰσθήσεις,
ἐνῷ τά ἀεί ὄντα δέν εἶναι. Ταῦτον οὖν καί
τῷ τά τῶν πάντων ἀεί τέ ὄντων κατά πᾶν ἑαυτόν
πολλάκις ἀφομοιώωματα καλῶς μέλλοντι δέχεσθαι
πάντων ἐκτός αὐτῷ προσήκει πεφυκέναι τῶν εἰδῶν.
Διά δή τήν τοΰ γεγονότος ὁρατοῦϋ καί πάντως
αἰσθητοῦ.
Χαρακτηριστικό εἶναι τό ἐδάφιο 38a3-38a5 ὅπου
ἀναφέρει: τό δέ ἀεί κατά ταῦτα ἔχον
ἀκινήτως οὔτε ποεσβύτερον οὔτε νεώτερον
προσήκει γίγνεσθαι διά χρόνου οὐδέ γενέσθαι
ποτέ οὐδέ γεγονέναι νῦν οὐδ’ εἰσαῦθις ἔσεσθαι.
Δηλαδή οἱ αἰώνιες μορφές φαίνεται νά μή
γηράσκουν μέ τήν προσθήκη τῶν ἐτῶν, νά μήν ἔχουν
μιά συγκεκριμένη στιγμή πού γεννιοῦνται οὔτε
στό μέλλον οὔτε στό παρελθόν οὔτε στό παρόν,
δηλαδή νά εἶναι ἔξω ἀπό «χρονικές»
διαδικασίες.
Η.
Cherniss, Aristotle’s Criticism of Plato and the
Academy, J. Hopkins Press, Rep. N. York 1962,
σ.
420.
J. Whittaker, «The eternity of the platonic Forms»,
Phronesis 13 (1968), 132-3.
Στόν Τίμαιο,
ὅταν δηλώνεται
τί τό ὄν ἀεί,
γένεσιν
δέ οὐκ ἔχον
καί τί τό γιγνόμενον
ἀεί,
τό δεύτερο
ἀεί
ὁπωσδήποτε
δείχνει
διάρκεια,
δέν μπορεῖ
ἑπομένως
στήν ἴδια
φράση
τό πρῶτο
νά μή δείχνει.
Ἐπίσης
παραθέτει
καί χωρία
ἀπό
ἄλλα
Πλατωνικά
ἔργα,
ὅπως τό
79a6-ll
ἀπό
τόν
Φαίδωνα
καί τό
611e2-3
τῆς
Πολιτείας,
ὅπου σαφῶς
πιστοποιεῖται
ὅτι τό
ἀεί,
ἄν καί ἀναφέρεται
στίς Ἰδέες,
δέν εἶναι
ἄχρονο.
Εἶναι ὁμως πιθανόν στήν Ἑλληνιστική ἐποχή νά
προσέλαβε καί ἄλλο νόημα.
Πλάτων,
Τίμαιος
37d6-7.
Τ.
Robinson, «The Timaeus on types of duration»,
Illinois Classical Studies 11 (1986), 143-4.
L. Taran, «Perpetual duration and atemporal eternity in
Parmenides and Plato», Monist 62 (1979), 44-45.
Πλάτων, Πολιτεία 533d-e· Θεαίτητος
184b-c, κτλ.
Μοναδική χρήση τοῦ ἐπιθέτου αἰώνιος γιά πρό-πλατωνική
ἀντίληψη μαρτυρεῖται ἀπό τόν Ἰάμβλιχο (D.K. fr.
Β 23, I 418, 7). Ἀποδίδει στόν Φιλόλαο τήν
ἔκφραση αἰώνιας διαμονῆς. Εἶναι πιθανόν
ὡστόσο νά μή μεταφέρεται αὐτούσια ἡ ρήση τοῦ
Πυθαγορείου, νά χρησιμοποιεῖται δηλαδή ἀπό
τόν νεοπλατωνικό στοχαστή ἕνας ὅρος πού εἶχε
πλέον ἐπιβληθεῖ ἀπό τόν Πλάτωνα.
μᾶλλον ὅμοιον πρός τό παράδειγμα ἀναφέρει στό
37c7. Στό δέ 29e3-4 ἀναφέρει ὅτι: πάντα ὅτι
μάλιστα ἐβουλήθη γενέσθαι παραπλήσια ἑαυτῷ.
Δηλαδή, θέλησε τά πάντα νά γίνουν ὅσον τό
δυνατον ὅμοια μέ τόν ἑαυτό του.
Μ.
J. White, The Continuous and the discrete,
Clarendon Press Oxford, 1992,
σ.
80.
Πλάτων,
Τίμαιος
37e2-3.
Ἀπό
τό ἐδάφιο
αὐτό
καθώς
καί ἀπό
τό
38b6:
Χρόνος
δ’
οὖν μετ’
οὐρανοῦ
γέγονεν,
γίνεται
φανερό
ὅτι ὁ χρόνος
δέν μπορεϊ
νά ταυτισθεῖ
μέ τόν οὐρανό,
ὅπως ὑποστήριξε
ὁ von Leyden στό ἄρθρο
τοῦ
«Time, Number, and Eternity in Plato and Aristotle»
στό Philosophical Quarterly
14 (1964), 35-52.
Στό
52d4,
ὅπου γίνεται
λόγος
γιά τήν Τιθήνη,
ἀναφέρει
ὅτι ὑπῆρχε
τό ἀπόλυτό
ὄν καί ὁ χῶρος
πρίν γεννηθεῖ
ὁ οὐρανός.Ὁμοίως
καί στά
48b2-5, 69b2-c2.
Βλαστός,
«Creation in Timaeus: is it a fiction?», Studies in
Plato Metaphysics, R. E. Allen (ed.), London 1965,
σ.
410.
R. Mohr, The Platonic cosmology, E. J. Brill,
Leiden 1985,
σ.
67.
Ὁ
μέγας
Ἐνιαυτός,
ὅπως ὁρίζεται,
εἶναι
τό ἐλάχιστο
κοινό πολλαπλάσιο
τῶν χρόνων
τῶν περιφορῶν
τῶν πλανητῶν.
Ἔτσι ὅλες οἱ μονάδες χρόνου πού ἔχει ἀναφέρει
παραπάνω εἶναι συμβατές μεταξύ τους, ὑπάρχει
ἁρμονία, πού εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ
παραδείγματος. Ἡ ἁρμονία εἶναι κι αὐτή ἕνα
εἶδος πληρότητας, «ἀκινησίας».
Στό 38C2-3
μᾶς ἔχει δηλωθεῖ ὅτι ὁ οὐρανός θά διαρκεΐ
παντοτινά διά τέλους τόν ἅπαντα χρόνον
γεγονώς τέ καί ὤν καί ἐσόμενος.
Γενικά ὁ χρόνος στή φιλοσοφία, πρίν ἀπό τόν
Πλάτωνα, συλλαμβάνεται ὡς κυκλική κίνηση.
Ὑπάρχουν ὅμως καί διαφορετικές ἀντιλήψεις: Ὁ
Κριτίας, θεῖος τοῦ Πλάτωνος, τόν θεωρεῖ ὡς
«συνεχή ροή» (βλ.
W.
Κ.
Guthrie,
Οἵ Σοφιστές, μτφ. Δάμ. Τσεκουράκης, ΜΙΕΤ, Ἀθήνα
1991, σ. 367). Ἄρα, εἶναι ἡ πίστη τοῦ φιλοσόφου
στήν αἰωνιότητα τοῦ κόσμου πού τοῦ ὑπαγορεύει
τήν κυκλικότητα τοῦ χρόνου καί ὄχι ἡ ἀνυπαρξία
ἄλλης, διαφορετικῆς ἀντίληψης.