ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ
- ἀπὸ τὸν μύθο στὸν λόγο-
(εἰσαγωγικὸ κεφάλαιο στὸ ἔργο τοῦ
Wilhelm Nestle
«ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΣΤΟΝ ΛΟΓΟ»)
1
Μύθος καὶ Λόγος — ἔτσι. χαρακτηρίζουμε τοὺς δύο πόλους, ἀνάμεσα
στοὺς ὁποίους αἰωρεῖται ἡ ἀνθρώπινη πνευματικὴ ζωή. Ἡ μυθικὴ
παραστατικὴ δύναμη καὶ ἡ λογικὴ σκέψη συνιστοῦν ἀντιθέσεις. Ἡ
πρώτη —δημιουργώντας καὶ διαμορφώνοντας ἀκούσια καὶ μέσα ἀπὸ τὸ
ἀσυνείδητο — εἶναι εἰκονιστική, ἐνῶ ἡ δεύτερη — ἀναλύοντας καὶ
συνδέοντας σκόπιμα καὶ συνειδητὰ—εἶναι_ἐννοιολογική. Ἀρχικά, ὁ
μυθικὸς σχηματισμὸς παραστάσεων εἶναι ἡ μόνη μορφὴ μὲ τὴν ὁποία
ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει τὸν ἐξωτερικὸ καὶ τὸν
ἐσωτερικό του κόσμο.
Ὅλα τὰ φαινόμενα καὶ στοὺς δύο τομεῖς, ἡ ἀνατολὴ καὶ ἡ δύση τῶν
ἀστέρων, τὰ ἀτμοσφαιρικὰ φαινόμενα, ἡ ἀνάπτυξη τῶν φυτῶν, οἱ
ἐκφάνσεις τοῦ ζωικοῦ βίου, ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀσθένεια, ἡ γέννηση καὶ
ὁ θάνατος, καθὼς καὶ ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μίσος, ἡ γενναιότητα καὶ ἡ
δειλία, ἡ φρόνηση καὶ ἡ τύφλωση, τὸ ὄνειρο καὶ ἡ ἔκσταση, ὁ
ἐνθουσιασμὸς καὶ ἡ τρέλα ἀποδίδονται, μὲ τὴ βοήθεια τῆς
προσωποποίησης καὶ τῆς εἰκονιστικῆς φαντασίας, σὲ δαιμονικὰ ὄντα.
Ὅπως ἀρχικὰ ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς ἦταν ὁλότελα καλυμμένη μὲ νερό,
τὸ ὁποῖο μόνο σταδιακὰ ὑποχώρησε καὶ ἀπεκάλυψε τὰ νησιὰ καὶ τὶς
ἠπείρους, ἔτσι καὶ γιὰ τὸν πρωτόγονο ἄνθρωπο ὁ κόσμος πού τὸν
περιέβαλλε καὶ ἡ ἴδια ἡ οὐσία του ἦσαν καλυμμένα ἀπὸ ἕνα στρῶμα
μυθικῶν παραστάσεων, τὸ ὁποῖο ὑποχώρησε σταδιακὰ μόνο μετὰ ἀπὸ
πολὺ χρόνο, ὥστε νὰ ἀποκαλυφθοῦν καὶ νὰ φωτισθοῦν ὅλο καί
μεγαλύτερες περιοχὲς ἀπὸ τὸν σκεπτόμενο νοῦ. Αὐτό τὸ ψυχολογικὸ
γεγονὸς παραμένει ἀδιαμφισβήτητο, ὁπουδήποτε καὶ ἂν ἀναζητήσουμε
τὴν ἀπαρχὴ τῆς θρησκείας: εἴτε, ὅπως ὁ Schleiermacher, στὸ «αἴσθημα
τῆς ἀπόλυτης ἐξάρτησης», εἴτε στὰ πάθη, ὅπως ὁ Wundt, ἰδιαίτερα
στὸ πάθος τοῦ φόβου, εἴτε πάλι, ὅπως οἱ R. Otto καὶ W. Hauer, σὲ
μία μυστικὴ πραγματικότητα, ἡ ὁποία κυριεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν
ὁδηγεῖ σ’ ἕνα ἐσωτερικὸ βίωμα, πραγματικότητα, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ
χαρακτηρισθεῖ ὡς τὸ Θεῖο· εἴτε δοῦμε τὴν οὐσία της, ὅπως ὁ
Carlyle, στὸν τρόπο «μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται συγγενὴς
μὲ τὸν ἀόρατο κόσμο ἤ μὴ κόσμο» εἴτε, ὅπως ὁ Η. St. Chamberlain,
σὲ «μία θεατὴ μέσα στὴ φαντασία συνολικὴ εἰκόνα τῆς κοσμικῆς
τάξης».
Εἰδικότερα, ἡ μυθικὴ σκέψη χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν παντελή
ἔλλειψη ἐλέγχου τῶν παραστάσεών της μὲ βάση τὴν πραγματικότητα,
δηλαδὴ ὁριοθέτησης τοῦ φαίνεσθαι ἀπὸ τὸ εἶναι, ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση
τῆς καλῆς ἤ κακῆς πρόθεσης δαιμονικῶν ὄντων, ἀπὸ τὴν
ἐκπνευμάτωση τῶν φυσικῶν δυνάμεων καὶ τὴν ἐξυλίκευση πνευματικῶν
περιεχομένων, καὶ ἀπὸ τὴν πίστη στὴ μαγικὴ ἐπίδραση λατρευτικῶν
πράξεων.
Αὐτό σημαίνει ἤδη ὅτι καὶ ἡ μυθικὴ σκέψη δὲν μπορεῖ νὰ ἀποφύγει
ἐντελῶς τὴν αἰτιότητα· ἀλλά χρησιμοποιεῖ ἐντελῶς
αὐθαίρετα καὶ ἄκριτα ἀκόμη τὴν ἔννοια τῆς αἰτίας.
Ἡ ἔννοια αὐτή ἐμφανίζεται ἐδῶ γιὰ πρώτη φορὰ σπερματικά,
περιβεβλημένη ἀκόμη ἀπὸ ἕνα παχὺ στρῶμα δεισιδαιμόνων
παραστάσεων, τὶς ὁποῖες ἀποτινάσσει καὶ ἀπορρίπτει, μόνο μετὰ
ἀπὸ πολλὲς ἐμπειρίες. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἀκριβῶς τοῦτο τὸ ἐγγενὲς
στὶς μυθικὲς παραστάσεις καὶ στὴν πρακτική τους ἐπίδραση αἰτιακὸ
στοιχεῖο συνδέει τὴ μυθικὴ μὲ τὴ λογικὴ σκέψη. Ἂν θεωρήσουμε τὴ
θρησκεία ὡς ἔκφραση τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου πρὸς
τὸν θεὸ μεταβάλλεται ἀπὸ ἁπλό φόβο σὲ σεβασμό, τότε ὅλες οἱ
μυθικὲς παραστάσεις, ὡς σύμβολα τοῦ Θείου, μποροῦν νὰ ἀξιώσουν
σεβασμὸ καὶ ἁγιοσύνη. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ ξεχνᾶμε ὅτι αὐτή ἡ
γνώση τοῦ συμβολικοῦ χαρακτήρα τοῦ μύθου εἶναι καρπὸς μίας
ὑψηλῆς μόνο βαθμίδας τῆς σκέψης. Πρὶν φθάσουμε σ’ αὐτὴν τὰ
μυθικὰ ὄντα καὶ οἱ τρόποι δράσης τους θεωροῦνται
πραγματικότητες, καὶ ἡ θρησκεία, σιωπηρὰ ἤ ρητά, ἀπαιτεῖ νὰ
ἀναγνωρισθεῖ ἡ ὕπαρξή τους ὡς ἀληθινή. Αὐτό εἶναι τὸ καίριο
σημεῖο. Μόλις τεθεῖ τὸ ζήτημα τῆς ἀλήθειας, τὸ ὁποῖο ἤδη
καθεαυτὸ περιέχει μιὰν ἀμφιβολία, ἀρχίζει ἡ ἀντιπαράθεση Μύθου
καὶ Λόγου, ὁ Λόγος ἀρχίζει νὰ ἐζετάζει τὰ δημιουργήματα τῆς
φαντασίας ὡς πρὸς τὴν πραγματικότητά τους, νὰ ἀντικαθιστᾶ τὴν
ἰδέα τῶν ὑπερφυσικῶν, λίγο πολὺ αὐθαίρετων τρόπων δράσης τους μὲ
τὴν ἔρευνα τῶν φυσικῶν αἰτίων τῶν πραγμάτων μέσα στὴ συνεπὴ
αἰτιακὴ σκέψη, καὶ συνεχίζει θαρραλέα αὐτή τὴν πορεία, στὴν ἀρχὴ
ἀνενόχλητος ἀπὸ γνωσιοθεωρητικοὺς ἐνδοιασμούς, μέχρι νὰ πιστέψει
ὅτι εἰσέδυσε σ’ ἕνα ἔσχατο αἴτιο. Ἀναγνωρίζοντας μιὰ τέτοια «ἔσχατη
πραγματικότητα», ἕνα θεῖο αἴτιο τοῦ κόσμου, μποροῦν καὶ οἱ δύο,
ὁ Μύθος καὶ ὁ Λόγος, ἡ θρησκεία καὶ ἡ φιλοσοφία, νὰ φθάσουν ἀπὸ
διαφορετικοὺς δρόμους στὸν ἴδιο στόχο, στὴν ὑπερκείμενη καὶ τῶν
δύο ἔννοια μιᾶς κοσμοθεωρίας...
H. Usener, «Mythologie», ARW., VII (1904), σελ. 6
κ.ἑ., στὰ Vortrage und Aufsatze (1907), σελ. 37 κ.ἑ.
Fr. Schleiermacher, Der christliche Glaube (1821), I,
173. — W. Wundt, Elemente der Volkerpsychologie*
(1913), σελ. 92. — R. Otto, Das Heilige16
(1927), σελ. 5 κ.ἑ. — W. Hauer, Die Religionen.
Ihr Werden, ihr Sinn, ihre Wahrheit,
I (1923),
σελ.
27
κ.ἑ.
— Th. Carlyle, Helden, Heldenverehrung und das
Heroische in der Geschichte (1846),
γέρμ.
μτφ.
Neuberg3
(1898),
σελ.
3. — H. St. Chamberlain, Die Grundlagen des 19.
Jahrhunderts2
(1900), I, 100.
E. Cassirer, Philosophie der
symbolischen Formen, II. Teil: Das mythische
Denken, 1929.
Καὶ ὁ
W. Wundt,
ὅ.π.,
σελ.
93,
παραδέχεται ὅτι
«ἡ
δική μας αἰτιότητα τῶν φυσικῶν νόμων δύσκολα θὰ εἶχε
δημιουργηθεῖ,
ἂν δὲν εἶχε προετοιμασθεῖ ἀπὸ τὴ μαγικὴ αἰτιότητα».
|