Κερκυραϊκά
(435
π.Χ.)
Η
πρώτη αφορμή του πελοποννησιακού πολέμου
Όλοι σχεδόν οι ιστορικοί
θεωρούν ως χρονολογική αφετηρία τoυ Πελοποννησιακού Πολέμoυ το
431
π.Χ.,
όταν επισήμως
κατελύθηκαν οι Τριακοντούτεις Σπονδές και ως γεγονοτολογική αφετηρία την
πολιορκία των Πλαταιών.
Ωστόσο,
μια βαθύτερη
εξέταση των πραγμάτων θα μας έπειθε ότι
oυσιαστικά
(όχι τυπικά)
ο Πελοποννησιακός
πόλεμος άρχισε το
435
π.Χ.
με τη σύγκρουση
Κερκυραίων και Κορινθίων εξ αφορμής των γεγoνότων της Επιδάμνoυ.
Βεβαίως ο
Θουκυδίδης θεωρεί τα Κερκυραϊκά ως πρώτη αφορμή τoυ πολέμoυ, αλλά δεν
είναι νοητό να θεωρείται αφορμή μια αλυσίδα γεγoνότων, μέσα στα οποία
περιλαμβάνεται και η μεγαλύτερη ναυμαχία (ναυμαχία στα Σύβοτα) που έγινε μέχρι
τότε ανάμεσα σε 'Ελληνες, κατά την ομολογία τoυ ίδιου τoυ Θουκυδίδη.
Το Ιόνιο πέλαγος από την
παλαιά εποχή ανήκε στη σφαίρα επιρροής των Κορινθίων. Αλλά στο χώρο αυτό προ
πολλού είχαν αρχίσει να διεισδύουν και οι Αθηναίοι.
Αποικία των
Κορινθίων ήταν η Κέρκυρα
(περί
το 734
π.Χ.)
η οποία αυξήθηκε
τόσο πολύ,
ώστε με τη σειρά
της ίδρυσε στην απέναντι ηπειρωτική ακτή,
στην οποία
κατοικούσε το ιλλυρικό φύλο των
Tαυλαντίων,
νέα αποικία,
την Επίδαμνο
(περί
το 626
π.Χ.).
Μαζί με τouς
Κερκυραίoυς εγκατεστάθησαν στην Επίδαμνο και Κορίνθιοι άποικοι υπό τον Φάλιο.
Η Επίδαμνος
ονομάστηκε σε νεώτερα χρόνια Δυρράχιο και οι Αλβανοί την
oνομάζoυv
σήμερα
Durrazo.
Λόγω συνοικήσεως
Κερκυραίων και Κορινθίων,
οι Κορίνθιοι
είχαν βλέψεις και επί της Επιδάμνου.
Η Επίδαμνος,
λόγω της
εξαιρετικής γεωγραφικής θέσεως και της ευφορίας τoυ εδάφους,
αναπτύχθηκε
σημαντικά κι έγινε πόλη ισχυρή και πολυάνθρωπη.
Ο πλούτος όξυνε
τις κοινωνικές διαφορές και ξέσπασαν ταραχές,
από τις οποίες
επωφελήθησαν οι Ταυλάντιοι πoυ διενεργούσαν επιδρομές.
Κατά την
εσωτερική σύγκρoυση υπερίσχυσαν οι Δημοκρατικοί,
οι οποίοι το
436/5
εξόρισαν
από την πόλη τoυς Ολιγαρχικούς.
Αυτοί με τη σειρά τoυς
συμμάχησαν με τους Ταυλαντίους και διενεργούσαν επιδρομές και από ξηρά και από
θάλασσα κατά της πόλης τoυς. Αυτό ανάγκασε τους Δημοκρατικούς της Επιδάμνου να
ζητήσουν τη συνδρομή της Κερκύρας.
ώστε να
σταματήσει ο πόλεμος με τoυς Ταυλαντίους.
Οι Κερκυραίοι,
όμως,
ευνοούσαν
περισσότερο τoυς Ολιγαρχικούς Επιδαμνίους.
Επιπλέov ανάμεσα
στις πόλεις υπήρχε εμπορικός ανταγωνισμός.
'Ετσι δεν
έστειλαν βοήθεια.
Αυτό ανάγκασε
τoυς Επιδαμνίους να στραφούν προς την Κόρινθο,
από την οποία
προερχόταν ο οικιστής Φάλιος.
«Αν και την
Κόρινθο την κυβερνούσαν οι ολιγαρχικοί,
ωστόσο έστειλαν
βοήθεια,
γιατί εχθρεύονταν
την Κέρκυρα και ζητούσαν να βρoυv την ευκαιρία για να επεκτείνoυv την επιρροή
τouς στα παράλια της Ιλλυρίας»
(Γ
.
Κορδάτος:
«Ιστορία της
Αρχαίας Ελλάδος», τόμ.
Β',
σ.
245).
Οι Κορίνθιοι
συγκέντρωσαν στρατιωτική δύναμη την οποία απέστειλαν διά ξηράς,
επειδή φοβούνταν
τov στόλο των Κερκυραίων,
στην αποικία τους
Απολλωνία.
Απολλωνία είναι
το σημερινό Φίερι.
Είχε ιδρυθεί το
588
π.Χ.
από τον Γύλακα
κοντά στους ποταμούς Αώο και Άψο,
σε απόσταση
50
σταδίων από τη
θάλασσα).
Από εκεί έφθασαν
στην Επίδαμνο.
Οι Κορίνθιοι
πήραν μαζί τους,
για να
κατοικήσoυν στην Επίδαμνο,
Λευκαδίους και
Aμβρακιώτες.
Αυτό
ανάγκασε τoυς Επιδαμνίoυς Ολιγαρχικσύς να στραφούν κι αυτοί με τη σειρά τους
προς τη μητρόπολη Κέρκυρα.
Οι Κερκυραίοι,
βλέποντας με
δυσφορία την παρουσία των Κορινθίων,
εξόπλισαν
40
πλοία,
έπλευσαν προς την
Επίδαμνο και απαίτησαν την επάνοδο των ολιγαρχικών και την αποπομπή των
Κορινθίων.
Οι Επιδάμνιοι
απέρριψαν τoυς όρους και τότε οι Κερκυραίοι με τους Ολιγαρχικούς και άλλους
Ιλλυριούς άρχισαν να πολιορκούν την πόλη. Όταν έμαθαν αυτό οι Κορίνθιοι,
άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατό και χρήματα, για να εκστρατεύσουν προς ενίσχυση
της Επιδάμνου. Ζήτησαν μάλιστα και τη συνδρομή των συμμάχων τoυς.
Οι Κερκυραίοι
ανησύχησαν με τις προετοιμασίες αυτές και σκέφθηκαν να επιδιώξουν μια ειρηνική
διευθέτηση.
Έτσι, αφού πήραν
ως εγγυητές πρέσβεις από τη Σπάρτη και τη Σικυώνα, έστειλαν πρεσβεία στην
Κόρινθο και έκαναν την ακόλουθη πρόταση: να ανακληθούν από την Επίδαμνο η
κορινθιακή φρoυρά και οι έποικοι και ακολούθως η διαφορά να λυθεί με διαιτησία.
Οι Κορίνθιοι με τη σειρά τoυς ζήτησαν από τους Κερκυραίoυς να λύσoυv την
πολιορκία της Επιδάμνου. Αυτοί συγκατατέθηκαν με τoν όρο να αποχωρήσουν και οι
Κορίνθιοι.
Ακολούθως να
γίνει ανακωχή και η διαφορά να παραπεμφθεί σε διαιτησία,
Οι Κορίνθιοι
απέρριψαν την πρόταση.
Οι Κερκυραίοι
κατάλαβαν ότι τα πράγματα ωθούνται σε ναυτική σύγκρουση και γι’ αυτό άρχιζαν να
παρασκευάζουν τη ναυτική τους δύναμη, νέα και παλιά πλοία, πoυ έφθανε στα 120
πλοία.
Η
πρώτη ναυτική σύγκρουση
Πιστεύω ότι ουσιαστικά η
περιγραφή τoυ Πελοποννησιακού Πολέμoυ από τον Θουκυδίδη αρχίζει από το βιβλίο Α΄,
κεφ.
29. Λέει ο
μεγάλος ιστορικός:
«Κορίνθιοι δέ ούδέν τούτων ὑπήκουον,
ἀλλ
'
ἐπειδή πλήρεις αὐτοῖς ἦσαν αἱ νῆες καί οἱ σύμμαχοι παρῇσαν,
προπέμψαντες κήρυκα πρότερον πόλεμον προεροῦντα Κερκυραίοις,
ἄραντες ἑβδομήκοντα ναυσί καί πέντε δισχιλίοις τε ὁπλίταις ἔπλεον ἐπί τήν
Ἐπίδαμνον,
Κερκυραίοις ἐναντία πολεμήσοντες».
Μεταφράζει ο Ελευθ.
Βενιζέλος:
«Οι Κορίνθιοι,
εντούτοις,
καμμίαν από τας
προτάσεις αυτάς δεν ήθελαν να δεχθούν,
αλλ' ευθύς ως
ητοιμάσθησαν τα πληρώματα του στόλου και προσήλθαν οι σύμμαχοι,
προαπέστειλαν
κήρυκα,
διά να κηρύξη τον
πόλεμον κατά των Κερκυραίων,
μεθ' ο απέπλευσαν
διευθυνόμενοι προς την Επίδαμνον,
με στόλον
αποτελούμενον από εβδομήντα πέντε πλοία και δύο χιλιάδας οπλίτας,
διά ν' αρχίσουν
εχθροπραξίας κατά των Κερκυραίων».
Όταν ο στόλος των
Κορινθίων έφθασε στο Άκτιο, στο στόμιο του Αμβρακικού, οι Κερκυραίοι έκαναν μια
ύστατη προσπάθεια για την αποτροπή του πολέμου. Έστειλαν στο Άκτιο έναν κήρυκα
μ' ένα πλοιάριο («ακάτιον») με νέες προτάσεις.
Aυτός
επέστρεψε
άπρακτος.
Και τότε πια οι
Κερκυραίοι αποφάσισαν να κινήσουν όλο το στόλο τους
(εκτός
από τα 40
πλοία που πολιορκούσαν
την Επίδαμνο).
Τη δύναμή τους
αποτελούσαν
85
πλοία.
Στη Λευκίμμη
(ο
Θουκυδίδης την λέει Λευκίμνη),
το νότιο
ακρωτήριο της Κέρκυρας,
συναντήθηκαν το
435
π.Χ.
οι δύο στόλοι.
Εκεί έγινε η
πρώτη ναυμαχία του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Οι Κορίνθιοι
νικήθηκαν κατά κράτος.
Έχασαν
15 πλοία και
πολλούς άνδρες.
Οι Κερκυραίοι δεν
αρκέστηκαν στην πρώτη αυτή επιτυχία.
Μόλις αποχώρησαν
οι Κορίνθιοι,
ανέλαβαν
επιθετική πρωτοβουλία.
Λεηλάτησαν τη
Λευκάδα κι έκαψαν την Κυλλήνη,
η οποία είχε
βοηθήσει τους Κορινθίους.
Την ίδια μέρα που έγινε
η ναυμαχία της Λευκίμμης,
οι Κερκυραίοι
γεύτηκαν κι άλλη ικανοποίηση.
Παραδόθηκε η
Επίδαμνος.
Οι Κορίνθιοι
κρατήθηκαν αιχμάλωτοι,
ενώ οι λοιποί που
εκστρατεύσανε μαζί τους,
αφέθηκαν
ελεύθεροι.
Οι δύο αυτές
επιτυχίες έδωσαν θάρρος στους Κερκυραίους,
που άρχισαν
συστηματικές επιθέσεις κατά των πόλεων που ήσαν σύμμαχοι των Κορινθίων.
Αυτό ανάγκασε
τους Κορινθίους το θέρος του επόμενου έτους
(434
π.Χ.)
να έλθουν με
στρατό και στόλο στο Άκτιο και στο ακρωτήριο της Θεσπρωτίας Χειμέριο.
Οι Κερκυραίοι
αντιπαρατάχθηκαν στη Λευκίμμη.
Δεν έγινε καμμιά
σύγκρουση και έτσι,
όταν ήλθε ο
χειμώνας,
οι δύο στόλοι
επέστρεψαν στις βάσεις τους.
Κερκυραίοι και Κορίνθιοι στην Αθήνα
«Η
παρά την
Λευκίμμην ήττα,
αλλά και η
παράδοσις της εις Επίδαμνον φρουράς είχαν αμφότερα διεγείρει την οργήν των
Κορινθίων,
διό και ούτοι
παρεσκεύαζον έκτοτε ισχυρόν στόλον,
ίνα επανορθώσουν
τα παθήματα.
Προσελάμβανον δε
προς τούτο από πόλεων της Πελοποννήσου,
αλλά και της
λοιπής Ελλάδος,
μισθοφόρους,
τους οποίους θα
εχρησιμοποίουν ως ερέτας»
(Γ
.Α.
Παπαντωνίου:
«Αρχαία Ελληνική
Ιστορία», Α',
σσ
157-158).
Οι προετοιμασίες
αυτές ανησύχησαν την Κέρκυρα,
η οποία μέχρι
τότε τηρούσε στάση ευφυoύς ουδετερότητας,
μη ανήκοντας ούτε
στο συνασπισμό της Αθήνας ούτε στο συνασπισμό της Σπάρτης.
Στη σύγκρουση
όμως που άρχισε με την Κόρινθο,
δεν είχε κανένα
στήριγμα.
Ξέροντας όμως τον
ανταγωνισμό Κορινθίων και Αθηναίων και γενικότερα τις επεκτατικές τάσεις των
τελευταίων,
έστειλε πρεσβεία
στην Αθήνα για σύναψη συμμαχίας.
Πρεσβεία όμως
έστειλαν και οι Κορίνθιοι για να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Τους λόγους των δύο
πρεσβειών διασώζει ο Θουκυδίδης στο πρώτο του βιβλίο,
θέλοντας εξ αρχής
να προσδιορίσει αυτό που,
κατά τη γνώμη του,
αποτελεί την
«αληθεστάτην πρόφασιν» του πολέμου.
Ο κ.
Παπαιιρηγόπουλος
που μελέτησε εμβριθώς τους λόγους αυτούς,
παρατηρεί:
«καίτοι δέ φέρουσι τόν ἰδιάζοντα τοῦ ὕφους καί τήν συνήθη τραχύτητα τής
γραμματικής κατασκευής τοῦ ἱστορικοῦ,
οἱ λόγοι οὗτοι εἶναι ὅμως ἐκ τῶν ἁπλουστάτων καί πρακτικωτάτων τῆς ὅλης
συγγραφῆς,
καί παριστῶσιν ἀκριβῶς τήν τότε κατάστασιν»
(Κ.
Παπαρρηγόπουλος:
«Ιστορία του
Ελληνικού
'Εθνους»,
εκδ.
Ελευθερουδάκη,
τομ.
Αβ,
σ.
208).
Δυστυχώς ο
Θουκυδίδης δεν παραθέτει το λόγο των Αθηναίων κι έτσι δεν γνωρίζουμε
-
το εικάζουμε μόνο
-
το σκεπτικό με το οποίο
αποφάσισαν και ενήργησαν οι Αθηναίοι.
Υποψιάζομαι ότι
έδωσαν διφορούμενη απάντηση,
για να κρύψουν
αυτό που επρόκειτο να πράξουν.
**
Οι Κερκυραίοι για να
εξασφαλίσουν τη συνδρομή των
Aθηναίων
επικαλέσθησαν προοιμιακά αυτό που είναι το «πρώτον κινούν» της
πολιτικής δράσεως: το συμφέρον
(«Ξύμφορα δέονται, εἰ δέ μή, ὅτι γε οὐκ ἐπιζήμια»,
Α, 32). Δηλαδή η συμμαχία ήταν συμφέρουσα στους Αθηναίους και πάντως όχι
επιβλαβής.
Επιπλέον δεν ήταν
αντίθετη προς την Τριακονταετή
Eιρήνη,
γιατί οι
Κερκυραίοι δεν ανήκαν σε καμμιά συμμαχία.
Άλλο βασικό
επιχείρηιια των Κερκυραίων ήταν ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος και ότι
συμφέρει τους Αθηναίους να συμμαχήσουν με μια ισχυρή ναυτική δύναμη και να
προλάβουν έτσι την κύρια ναυτική αντίπαλό τους,
που
προετοιμάζεται πυρετωδώς.
"Τόν
δέ πόλεμον,
δι'ὅνπερ χρήσιμοι ἄν εἴωμεν,
εἴ τις ὑμῶν μή οἴεται ἔσεσθαι,
γνώμης ἁμαρτάνει καί οὐκ αἰσθάνεται τους Λακεδαιμονίους φόβῳ τῷ ὑμετέρῳ
πολεμησείοντας καί τούς Κορινθίους δυναμένους παρ'αὐτοῖς καί ὑμῖν ἐχθρούς ὄντας
καί προκαταλαμβάνοντας ἡμᾶς...Ἡμέτερον
δ'αὖ ἔργον προτερῆσαι,
τῶν μέν διδόντων,
ὑμῶν δεξαμένων τήν ξυμμαχίαν,
καί προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἤ ἀντεπιβουλεύειν"
(Α,
33).
Που σημαίνει:
αν κανείς από σας
νομίζει ότι ο πόλεμος στον οποίο θα μπορούσαμε να σας φανούμε χρήσιμοι,
δεν θα γίνει,
σφάλλει και δεν
αντιλαμβάνεται ότι οι Λακεδαιμόνιοι επιθυμούν τον πόλεμον διότι φοβούνται τη
δύναμή σας,
ενώ οι Κορίνθια
που είναι εχθροί σας,
όχι μόνο ασκούν
μεγάλη επιρροή σ' αυτούς,
αλλά παράλληλα
παρασκευάζουν τη δύναμή τους για να σας προκαταλάβουν...
Αντίθετα δικό μας
καθήκον είναι να πάρουμε την πρωτοβουλία με το να προσφέρουμε εμείς τη συμμαχία
και σεις να την δεχθείτε, και έτσι να προλάβουμε τα σχέδιά τους παρά να τα
ματαιώσουμε εκ των υστέρων.
Με το μικρό αυτό
απόσπασμα ο Θουκυδίδης κατορθώνει να δείξει τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στον
Πελοποννησιακό Πόλεμο.
Οι Κερκυραίοι
επικαλέσθηκαν και άλλα ακόμη επιχειρήματα,
ότι δηλαδή
«οι αντίπαλοί μας είναι και αντίπαλοί σας» και την ανατροπή του
συσχετισμού των ναυτικών δυνάμεων:
Tρεις είναι οι
κυριότεροι στόλοι της Ελλάδος,
ο δικός σας,
ο δικός μας και
των Κορινθίων.
Αν αφήσετε τους
Κορινθίους να μας υποτάξουν, θα αναγκασθείτε να αγωνισθείτε και εναντίον των
Kερκυραίων
και εναντίον των Κορινθίων, αν όμως συμμαχήσετε μαζί μας, θ' αγωνισθείτε
εναντίον των Κορινθίων ενισχυμένοι και με το δικό μας στόλο. Οι Κερκυραίοι,
δηλαδή,
επικαλέσθηκαν τη
λογική του «Δύο ένα».
Οι
Κορίνθιοι επικαλέσθηκαν κυρίως ηθικά, άρα μη πειστικά
επιχειρήματα. Επικαλέσθηκαν κυρίως το δικαίωμα της
μητροπόλεως να επεμβαίνει στα εσωτερικά της αποικίας, υπέδειξαν στους Αθηναίους τον κίνδυνο πως αν ενισχύσουν τους Κερκυραίους θα
ανοίξουν το δρόμο της αποστασίας στoυς δικούς τους συμμάχους και ακόμη ότι έτσι
θα χαθεί το δικαίωμα της ηγεμονεύουσας πόλης να τιμωρεί τους συμμάχους της σε
περίπτωση αποστασίας.
Οι Αθηναίοι αφού άκουσαν
αυτά συνεκάλεσαν δύο φορές την Εκκλησία του Δήμου.
Κατά την πρώτη
συνεδρίαση δεν απεφάσισαν επιθετική και αμυντική συμμαχία με την Κέρκυρα.
Κατά τη δεύτερη
απoφάσισαν μόνο αμυντική,
για την αμοιβαία
υπεράσπιση του εδάφους τους.
Την αμυντική αυτή
συμμαχία ο Θουκυδίδης ονομάζει «επιμαχία». Οι Αθηναίοι προχώρησαν
σε μια τέτοια απόφαση, γιατί όπως λέει ο Θουκυδίδης, θεωρούσαν τον πόλεμο
αναπόφευκτο και ήθελαν τη συμμαχία της Κέρκυρας και για τη δύναμη που είχε αλλά
και διότι λόγω θέσεως ελέγχει την θαλάσσια οδό που φέρvει στην Ιταλία και
Σικελία. Μετά την αναχώρηση των Κορινθίων, οι Αθηναίοι έστειλαν 10 πλοία στην
Κέρκυρα υπό την ηγεσία του Λακεδαιμονίου, (γιος του
Kίμωνα),
του Πρωτέα και του Επικλή. Η εντολή ήταν σαφής:
να μην εμπλακούν
σε ναυμαχία με τους Κορινθίους,
εκτός κι αν αυτοί
απειλήσουν την Κέρκυρα.
Οι Αθηναίοι δεν
ήθελαν να δώσουν αφορμή για την παραβίαση της Τριακοναετούς Συνθήκης.
Η
ναυμαχία στα Σύβοτα
Το θέρος του
433
π.χ.
οι
Kορίνθιοι
με
150
πλοία έφθασαν στη
Λευκάδα,
με αρχηγό τον
Ξενοκλείδη.
Από εκεί έφθασαv
στο Χειμέριο,
όπου
στρατοπέδευσαν.
Προς ενίσχυσή
τους ήρθαν πολεμιστές από τις γύρω περιοχές.
Οι Κερκυραίοι
ετοίμασον κι αυτοί
110
πλοία με αρχηγούς τον
Μικιάδη,
τον Αισιμίδη και
τον Ευρύβατο.
Ακολουθούμενοι
από τα 10
αθηναϊκά πλοία έπλευσαν
στα Σύβοτα.
Η λέξη «σύβοτα»
σημαίνει μέρος που βόσκουν χοίροι.
Συβότης είναι ο
χοιροβοσκός.
Ως τοπωνύμιο η
λέξη δηλώνει δυο νησάκια της Ηπείρου (σήμερα Άγιος Νικόλαος και Μαύρο
Όρος ) απέναντι από τη Λευκίμμη. Ο Θουκυδίδης
(Α,
34) μιλάει για
Σύβοτα
«ἐν τῇ ἠπείρῳ»
( =
στεργιανά σύβοτα,
δηλαδή
χοιροστάσια
)
και Σύβοτα
«ἐν τῇ νήσῳ».
Απέναντι από τα
νησιωτικά Σύβοτα,
στο ακρωτήριο της
Λευκίμμης.
παρατάχθηκε ο
στρατός των Κερκυραίων με
1.000
Ζακυνθίους.
Οι Κορίνθιοι, αφού
προετοιμάστηκαν για ναυμαχία, έφυγαν από το Χειμέριο, ακρωτήριο της Θεσπρωτίας
(ανάμεσα στην Τορύνη και τον Γλυκό Λιμένα, που σε νεώτερα χρόνια λεγόταν
Χαρχάλι. Ακολούθως έπλευσαν προς τα Σύβοτα,
όπου συναντήθηκαν
με τον Κερκυραϊκό στόλο.
Επακολούθησε
ναυμαχία.
Ο Θουκυδίδης
γράφει ότι αυτή έγινε περισσότερο με ανδρεία παρά με δεξιοτεχνία,
λόγω ναυτικής
απειρίας.
Λόγω συγχύσεως
επικράτησαν στην μια πτέρυγα οι Κερκυραίοι και στο άλλο οι Κορίνθιοι.
Αλλά την επιτυχία
των Κορινθίων περιόρισε η παρέμβαση των
10
αθηναϊκών πλοίων,
που εν τω μεταξύ
ενισχύθηκαν με την άφιξη άλλων
20
από την Αθήνα.
όταν έπεσε η
νύκτα,
οι Κερκυραίοι
έπλευσαν προς την Λευκίμμη και οι Κορίνθιοι στο λιμάνι των Συβότων
.
Την επομένη τα τριάντα
πλοία των Αθηναίων μαζί με τα Κερκυραϊκά έπλευσαν προς τα Σύβοτα και
παρατάχθηκαν για ναυμαχία.
Οι Κορίνθιοι,
βλέποντας τους
Αθηναίους,
δίστασαν να
εκπλεύσουν.
Είχαν αρχίσει
μάλιστα να σκέπτονται τον απόπλου.
Προηγουμένως όμως
θέλησαν να βολιδοσκοπήσουν τους Αθηναίους,
κατά πόσο ήσαν
διατεθειμένοι να τους εμποδίσουν.
Με ένα πλοιάριο
έστειλαν άνδρες να ερωτήσουν.
Παρ' όλο που τα
Κερκυραϊκά πληρώματα κραύγαζαν
«λαβεῖν τε αὐτούς καί ἀποκτεῖναι»,
οι Αθηναίοι τους επέτρεψαν ν’ αναχωρήσουν
(«Εἰ
μέν οὖν ἄλλοσε ποι βούλεσθε πλεῖν,
οὐ κωλύομεν»).
Αρκεί να μην πλεύσουν εναντίον της Κέρκυρας ή εναντίον κάποιου μέρους που ανήκε
στην επικράτεια των Κερκυραίων.
**
Ύστερα από αυτό, οι
Κορίνθιοι έστησαν τρόπαιο νίκης στα ηπειρωτικά Σύβοτα και οι Κερκυραίοι στα
νησιωτικά. Διότι και οι δύο διεκδικούσαν τη νίκη,
ο καθένας με το
δικό του σκεπτικό.
Ύστερ’ από αυτό
οι Κορίνθιοι αναχώρησαν αλλά κατά την επιστροφή κατέλαβαν το Ανακτόριο (στην
είσοδο του Αμβρακικού) με απάτη και αφού εγκατέστησαν Κορίνθιους αποίκους,
επιστρέψανε στην Κόρινθο. Μαζί τους είχαν πολλούς αιχμαλώτους.
Από αυτούς,
800 που ήσαν
δούλοι πουλήθηκαν,
ενώ
250
που ήσαν ελεύθεροι
Κερκυραίοι κρατήθηκαν στη φυλακή και μάλιστα με εξαιρετικές περιποιήσεις.
Ο λόγος ήταν
απλός:
πίστευαν πως
αυτοί,
όταν θα
επέστρεψαν στην Κέρκυρα,
θα εργάζονταν για
την πολιτική μεταστροφή των συμπατριωτών τους.
Μετά τους
Κορίνθιους ανεχώρησαν και τα πλοία των Αθηναίων.
Και ο Θουκυδίδης
τελειώνει την περιγραφή των Κερκυραϊκών λέγοντας:
«Αἰτία δέ αὕτη πρώτη ἐγένετο τοῦ πολέμου τοῖς Κορινθίοις ἐς τούς Ἀθηναίους»
(Α,
55, 3).
Ώμως η πρώτη
αιτία φέρνει τη δεύτερη και η δεύτερη την τρίτη.
Οι Κερκυραίοι
και οι Αθηναίοι φαίνονταν σαν οι νικητές του παιχνιδιού.
Οι Κερκυραίοι
είχαν καταλάβει την Επίδαμνο και είχαν υποχρέωσει σε υποχώρηση τους Κορινθίους.
Οι Αθηναίοι πάλι
χωρίς καμμιά απώλεια κινώντας μόνο
30
πλοία,
είχαν ενισχύσει
τη συμμαχία τους με την πανίσχυρη Κέρκυρα.
Η ζυγαριά είχε
γείρει προς το μέρος των Αθηναίων.
Οι Κορίνθιοι από
εδώ και στο εξής ζητούν να πάρουν τη «ρεβάνς». Όπως λοιπόν,
οι Αθηναίοι
στράφηκαν,
κατά παράβαση της
Συνθήκης,
στο δικό τους
χώρο επιρροής,
έτσι κι αυτοί
στρέφονται προς τα παράλια της Μακεδονίας που ήταν στη σφαίρα επιρροής της
Αθήνας.
Η είσοδος στον
πόλεμο μοιάζει με είσοδο του ανθρώπου στη λάσπη.
Για να βγάλει το
ένα ποδάρι πρέπει να πατήσει και το δεύτερο στη λάσπη.
«ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ»,
πρωτοχρονιάτικο τεύχος 1995