Η
ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ*
Γεωργίου
Μουστάκη
H αξιόλογη αποτίμηση της προσωπικότητας του ποικίλει
τόσο, όσο και το Αττικό κλίμα. Οι σύγχρονοι του «δημοκράτες Αθηναίοι», χωρίς
φόβο, άλλα με πάθος και πολλές φορές χωρίς αιδώ, προκαλούσαν τον φιλόσοφο.
Μέχρι και θεατρική επιθεώρηση αφιερώνει σ’ αυτόν ο αθυρόστομος Αριστοφάνης
(445-385 π.Χ.), που δεν άφηνε σαν «αλογόμυιγα» σε ησυχία ούτε θεούς, ούτε
ανθρώπους.
Στις Νεφέλες του, που παίχθηκαν για πρώτη φορά το 423 π.Χ., λαμβάνουμε τις
πρώτες πληροφορίες για τον άνθρωπο Σωκράτη, όχι βέβαια κολακευτικές, αφού
παρουσιάζει λίγο πολύ τον λαϊκό διδάσκαλο ν’ αεροβατή και χρησιμοποιεί το
δικό του όρο «Νεφελοκοκυγυία» πάντοτε με το γνωστό βιτριολικό του σαρκασμό.
Μέσα λοιπόν σ’ αυτή την «Νεφελοκοκυγυία» που δεν είναι άλλο από το
«ιοστεφές» των Αθηναίων Άστυ, εμπλέκεται κι ο Σωκράτης από τον
αριστοκρατικό Αριστοφάνη, ο οποίος τον κατηγορεί ότι δεν διδάσκει τα «πρέποντα»
και ότι δεν είναι ηθικός φιλόσοφος άλλα κοσμολόγος, ενώ οι πάντες γνώριζαν
ότι ο Σωκράτης ήταν αυτός που θεμελίωσε την επαγωγική μέθοδο και μαζί με
την διαλεκτική του, ουσιαστικά ήταν ο δημιουργός της στροφής από την
φυσιοκεντρική σκέψη στην ανθρωποκεντρική. Αυτόν λοιπόν τον φτωχό σε υλικά
μέσα, πλούσιο όμως σε ήθος, ιδέες και ηρωισμό, λοιδορεί ο Αριστοφάνης κι
ανοίγει τον δρόμο για τους μετέπειτα δημόσιους κατηγόρους του κι εννοούμε
τους διώκτες του Σωκράτη, ο όποιος ούτε τα σκώμματα, ούτε τα λακτίσματα
ανταπέδιδε, άλλα αντιμετώπιζε τους ανταγωνιστές του με λεπτή Αθηναϊκή
ειρωνεία.
Την ίδια αντισωκρατική τακτική ακολουθεί και ο σοφιστής Αθήναιος στο έργο
του «Δειπνοσοφισταί». Στο απόσπασμα 5.55, αποκαλεί το Σωκράτη, όχι όπως το
Ιερό Μαντείο των Δελφών που εξαιρετικά τον τιμούσε ως «Σοφώτερον των
Ελλήνων», άλλα εντελώς αναίσχυντο, ως «απεχθή, εξυπνάκια, και κερδοσκόπο
σοφιστή». Ποιόν; Τον ανάργυρο κι αφιλάργυρο δάσκαλο, όπως μας τον
κληροδότησε ο μαθητής του Πλάτων κι ο απομνημονευματογράφος Ξενοφών, Ο
πρώτος στον Φαίδρο κι ο δεύτερος στ’ απομνημονεύματα του.
Βεβαίως, ο καθένας θα μπορούσε να επισημάνη, ότι οι Αριστοφάνειες
κατηγορίες κάτω από την μάσκα της κωμωδίας, όπως και οι άδικες βολές του
Αθηναίου στους «Δειπνοσοφιστές», αποτελούσαν «πταισματάκια» μπροστά στις
στυγερές και μετά δόλου συκοφαντίες που εκτόξευσαν κατά τις ανίερες ώρες της
«άδικης δίκης» του Σωκράτη ο Άνυτος, ο Λύκων κι ο Μέλητος. Για την δίκη
αυτή του «Δημοκρατικού» σκοταδισμού έχουμε αφιερώσει ειδικό άρθρο στο
τεύχος 11-12 του «ΙΧΩΡ».
«Οὐδείς ἑκών κακός». Κανένας άνθρωπος δεν είναι
εκούσια και θεληματικά κακός. Πόσο επιεικής είναι αυτή η ηθική αποτίμηση
της ανθρώπινης βούλησης; Δεν δαιμονοποιεί την λειτουργία των ελεύθερων
ανθρώπινων επιλογών οι οποίες πολλές φορές ξεστρατίζουν από το νόμο της
αρετής.
Πάνω στο σημείο αυτό ο πρόδρομος της ψυχοφιλοσοφίας του βάθους
Carl Jung, ρίχνει το ειδικό βάρος στον ανθρώπινο
περίγυρο που επιδρά πάνω στην βούληση, στην νόηση και στο συναίσθημα του
ενός ανθρώπου που τον ωθεί ως "ολετήρας" σε ολέθριες για τον εαυτόν του και
τους συμπολίτες του πράξεις.
Αυτή ή θέση του Σωκράτη μας δίνει το δικαιωμα να τον ονομάσουμε: Σωκράτης
ο θεμελιωτής της φιλοσοφίας του βάθους, δηλαδή της ατομικής
φιλοσοφίας του βάθους, όπως ακριβώς οι ψυχολόγοι ονομάζουν τον Κάρολο
Γιούνγκ θεμελιωτή της ατομικής ψυχολογίας του βάθους.
Η ΕΙΡΩΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Κάθε μεγάλος παιδαγωγός, όπως Ο Σωκράτης, χρησιμοποιεί δικές του μεθόδους
προκειμένου να διαδώση τα μηνύματα του, στους μαθητές του. Έτσι ο Σωκράτης
χρησιμοποιεί την διαλεκτική - μαιευτική και την ειρωνεία, ως παιδευτική
μέθοδο.
Αυτή την μοναδική Σωκρατική ειρωνεία παραχρήμα σχολιάζουμε, στηριζόμενοι
πάνω στην πρωτοποριακή μονογραφία του Γρ. Βλαστού. «Σωκράτης: Ειρωνευτής
και ηθικός φιλόσοφος». Εκείνος πού πρώτος επισημαίνει την ειρωνεία,
αισθανόμενος εσωτερικά στενόχωρα και πειραγμένος, ως ευφυής μαθητής, είναι
ο Αλκιβιάδης που επισημαίνει πικρόχολα ότι, ο διδάσκαλος «διατελεί σε
κατάσταση ειρωνείας και περιπαίζει πάντας ανθρώπους, όχι μίαν φοράν,
αλλά εις ολόκληρον τον βίον του» (Πλάτωνος Συμπόσιον, 216
ε). Σε άλλο δε σημείο: «Και αυτός (ο Σωκράτης) ακούσας τα
μέγιστα ειρωνικώς απήντησεν» (J. Anton, «Το
Διονυσιακό Στοιχείο στους Πλατωνικούς διάλογους», σελ. 22).
Η Σωκρατική ειρωνεία ήταν φυσικό να ενοχλούσε ευαίσθητους συνομιλητές, άλλα,
όλοι οι μεγάλοι της Ιστορίας καθοδηγητές είχαν κι αυτοί ιδιόρρυθμους τρόπους
έκφρασης. Είχε κι ο Σωκράτης το αλάτι και το καυστικό πιπέρι του Αττικού
λόγου και όπως παρατηρεί ο πολυγραφότατος καθηγητής της Νομικής Αθηνών
Κώστας Μπέης:
«Η ειρωνεία ήταν βίωμα για το Σωκράτη καθώς τούτο
κυρίως επιβεβαιώνεται από το γεγονός, ότι ήταν ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος της
ορθολογικής θεώρησης του κόσμου και του ανθρώπου που ήθελε να
διαπαιδαγωγήση άτομα τα όποια εύκολα δεν αποδέχονταν τον μαιευτικό του λόγο
και παρέμεναν θωρακισμένα και περιτυλιγμένα με το ένδυμα της
ισχυρογνωμοσύνης, όπως ήταν ο λαμπερός νεανίας Αλκιβιάδης» (Σωκράτης:
Ώρα άπιέναι, Αθήνα 2001).
Σε τι όμως συνίστατο αυτή η περιπαικτική και σαρκαστική του Σωκράτη
συμπεριφορά;
Θα λέγαμε, στο ειρωνικό χαμόγελο και τον περιπαικτικά έπαινο, που
επιστράτευε για να επισφραγήση όχι το δασκαλίστικο μονόλογο, άλλα τον λόγο
της διδαχής από τον οποίο εύκολα δεν παραιτείτο ο Σωκράτης της κλασσικής
αρχαιότητας.
ΣΩΚΡΑΤΙΚΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΚΟΡΥΦΩΣΕΙΣ
Αρετή και Ευδαιμονία οδηγούν στην Ευπραξία. Αυτό το τρίδυμο αποτελεί τη
στερεή βάση της ηθικής συμπεριφοράς κατά Σωκράτη, όπως μας διηγείται ο
Ξενοφών (9.14).
Στην συνέχεια ο «σοφώτερος των Ελλήνων» καταπιάνεται με δύο αξίες του
ανθρώπινου όντος. Η πρώτη έχει άμεση σχέση με την οντολογική και υπαρξιακή
υπόσταση του ανθρώπου αυτό πού λέμε ΕΙΝΑΙ και αποτελεί τον αναλλοίωτο πυρήνα
της ύπαρξης και την κατάφαση της, γιατί το ΕΙΝΑΙ αποτελεί θέση ύπαρξης και
το αντίθετο του είναι ανύπαρκτο, γιατί το μη ΕΙΝΑΙ αποτελεί μηδενική βάση.
Το Είναι δεν μπορεί να μην Είναι, γι’ αυτό αποτελεί θέση, ουσία και ύπαρξη
αναλλοίωτη.
Παράπλευρα με το ΕΙΝΑΙ λειτουργεί το ΕΝΕΡΓΕΙΝ ως απόρροια του ΕΙΝΑΙ. Εφ’
όσον λοιπόν ΕΙΜΑΙ, αρά ΕΝΕΡΓΩ κατά το καρτεσιανό "Cogito
Ergo Sum", «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» και
ενεργώ, θα προσθέταμε, επηρεασμένοι από την Σωκρατική λογική σκέψη
του «ενεργείν» και «πράττειν».
Βεβαίως κατά τον Γερμανό φιλόσοφο Bohme «Δεν
υπάρχει αμιγές και συνθετικά ολοκληρωμένο Σωκρατικό φιλοσοφικό σύστημα,
αλλά μονάχα φιλοσοφικές αρχές και επαγωγικές φιλοσοφικές παραινέσεις
ηθικού περιεχομένου».
Πάντως, όπως κι αν ερμηνεύεται ο Σωκρατικος ηθοφιλοσοφικός λόγος, υπό την
μαιευτική μορφή των ερωτημάτων οδηγεί σε προβληματισμούς και ηθικές
παρορμήσεις. Κι αυτό θέλει ο φιλοσοφημένος δάσκαλος, η σκέψη να γίνη
θέληση κι αυτή απόφαση προς το αγαθό «ποιείν και πράττειν». Επομένως αυτό
που είπε 2.000 χρόνια μετά τον Σωκράτη, ο Κάρλ Μάρξ: «Οι φιλόσοφοι στοχάσθηκαν για τον κόσμο, εγώ όμως ήλθα να τον αλλάξω»,
είναι
το ίδιο που υποστηρίζει καθαρά και ξάστερα ο μεταμορφωτικός Σωκράτειος
λόγος, δηλαδή ότι με τις ερωτήσεις τον διαλόγων του επερχόταν η κάθαρση των
παθών του συνομιλητή του, άρα ή αλλαγή του και κατ’ επέκταση η κοινωνική
αλλαγή. Και τούτο γιατί το «κεκαθαρμένο», το «ενάρετο» άτομο επενεργεί, ως
οικογενειακός και κοινωνικός καταλύτης.
ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ «ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ»
Στο κομβικό ερώτημα: «Πώς η Γνώση αναπτύσσεται εν πρώτοις μέσα
στον άνθρωπο και δεύτερον εκτός αυτού», Ο Σωκράτης απαντά:
Η εσώτερη ιδέα αποκτάται δια της επαγωγής και καλύπτει τα ατομικά γεγονότα
του ανθρώπινου Είναι και οδηγεί στην ΑΥΤΟ-ΓΝΩΣΙΑ και κατ’ επέκταση στην
καθαρότητα του ΝΟΟΣ.
Η εξωτερική ιδέα καθορίζει τις σχέσεις μας με τον κόσμο, έξω από τα
ατομικά συμβεβηκότα της εσωτερικής συναίσθησης. Οι εξωτερικές ιδέες
ορίζονται και καθορίζονται «συμφώνως με το κοινωνικό γίγνεσθαι». Είναι
αυτές που αποκτώνται με τον αγώνα του ανθρώπου και που εμπλουτίζονται και
καλλιεργούνται, ενώ οι εσωτερικές είναι ανώλεθρες, έμφυτες και εγγενείς».
Αυτές τις ιδέες, ο μαθητής του Σωκράτη που διέσωσε τα λεχθέντα του
διδασκάλου του, ο Πλάτων, τις ονομάζει «Αναμνήσεις», ενώ ο Καρτέσιος «Εσώτερη
Συνείδηση», ο δε Καντ: «a priori του υπάρχειν» και
τέλος ο Νίτσε: «Δεσποτικές Δυνάμεις».
Έτσι βλέπουμε ότι ο Σωκράτης με την Γνωσιολογική του σκέψη στηριγμένη πάνω
στο Δελφικό αυτοκαθαρτικό λόγο «Γνώθι σ’ αυτόν», κάνει την θεωρία των
κοσμολόγων και των σοφιστών ηθική πράξη αποθεωρητικοποιώντας τον «κόσμο των
Ιδεών» δίδοντας την πρωτοπορεία στο «πράττειν και ενεργείν».
Βεβαίως ο Σωκράτης δεν ανέπτυξε την Γνωσιολογία του ώστε να την μεταβάλη σε
εντυπωσιακό λογικό θεωρητικό οικοδόμημα, όπως έχουμε την «Λογική» του
Αριστοτέλη με τις γενικές αρχές.
Ο Σωκράτης ενδιαφερόταν όχι να θεωρητικοποιήση την πραγματικότητα, αλλά να
εγκοσμιοποιήση τα αρχέτυπα των ιδεών, επομένως δεν κινείται στην «Νεφελοκοκυγυία»,
όπως ο Αριστοφάνης που λοιδορούσε, αλλά πατάει γερά πάνω στην εμπειρική
ηθική πράξη.
Γι’ αυτό, στον χώρο της Γνωσιολογίας του Σωκράτη, η διαλεκτική του ελέγχει
την αλήθεια συγκεκριμένων προβλημάτων, του καλού καγαθού, του έρωτα, της
σοφιστείας, της φιλίας, της αρετής, και τέλος της ψυχής και του θανάτου. Και
όλα τούτα τα ελέγχει, ως προς την αλήθεια τους, και τις προτεινόμενες
«εκδοχές» για λύση, χωρίς να σχηματίζη πολυδαίδαλα κτίρια σκέψης και χωρίς
βεβαίως να ξεπέφτη σε τετριμμένες ηθικολογίες και καταπιεστικούς
αφορισμούς.
Αλλά ποια γνωσιολογική πυραμίδα θα μπορούσε να στηριχθή πάνω στην ίδια την
αφοπλιστική σεμνότητα της ομολογίας του οτι «εν οιδα, ότι ουδέν οίδα». Παρ’
όλα αυτά ο Αριστοτέλης αργότερα στο έργο του «Μετά τα Φυσικά (1078 έ,
27-30), θ’ αποτιμήση και θ’ αποδώση στον Σωκράτη δύο «συμβεβηκότα»:
1. Την επαγωγική μέθοδο, δηλαδή από τα "καθ' έκαστα" στην "γενική
αρχή".
2. Το σχηματισμό ορισμού των εννοιών.
«Δύο γαρ εστίν α τις αν αποδώη Σωκράτει δικαίως, τους
επακτικούς λόγους και το ορίζεσθαι καθόλου. Ταύτα γαρ εστίν άμφω περί αρχήν
επιστήμης».
Και αυτά δεν τα ομολογεί κάποιος τυχαίος λογογράφος, αλλά ο θεμελιωτής της
λογικής ως επιστήμης, και άλλων συναφών επιστημών Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης
και που ταυτόχρονα σημαίνει αιώνια αναγνώριση για τον σεμνό διδάσκαλο.
ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΒΙΟΘΕΩΡΙΑ
Ο Σωκράτης, ο Σωφρονίσκου και Φαιναρέτης υιός, γεννήθηκε στην περιώνυμη
πόλη των Αθηνών κατά τον 4ον έτος της 77ης Ολυμπιάδος 468 π.Χ. Δεν υπήρξε
«δημότης Αθηναίων», αλλά δημότης του συνορεύοντος με την Αθήνα, Δήμου
Αλωπεκής (σημερινή Δάφνη), και θανατώθηκε υστέρα από καταδίκη αθηναϊκού
δικαστηρίου το οποίο τον κα-τεδίκασε στην «δια της πόσεως κώνειου -
δηλητηρίου θάνατο» μεταξύ των μέσων και του τέλους Απριλίου του 399 π.Χ.
Σε ηλικία περίπου 55 ετών νυμφεύθηκε την Ξανθίππη, Ίσως σε νεώτερη ηλικία
είχε για σύζυγο την Μυρτώ, κόρη του δικαίου Αριστείδη, που πέθανε, όπως και
ο γυιός του Σωφρονίσκος, πολύ πρόωρα, από τον επάρατο λοιμό. Από την
Ξανθίππη απέκτησε τον Λαμπροκλή, τον Λύση και ενδεχομένους έναν ακόμη γυιό,
τον Φοίνικα.
Ο Σωκράτης χαρακτηρίζει τον εαυτό του «ως αυτοδίδακτον» αλλά παραδέχεται
παράλληλα ότι ακροάσθηκε μαθήματα από τους σοφιστές Πρόδικο και Κόννωνα κι
όχι μόνο, αλλά κι από δύο καλλιεργημένες γυναίκες, την Ασπασία και την
Διοτίμα.
Για την Διοτίμα, γνωρίζουμε από τον Πλάτωνα, ότι ήταν Ιέρεια που
επικοινωνούσε με το θείο και πραγματοποιούσε θαύματα. Είχε έλθει στην Αθήνα
γύρω στο 440 π.Χ. την εποχή που ο Σωκράτης ήταν τριαντάχρονος. Την γνώρισε,
την εκτίμησε βαθύτατα και στην συνέχεια έγινε πιστός μαθητής της, αναφέρεται
δε στο Συμπόσιο του Πλάτωνα.
Υπήρξε υπόδειγμα αρετής κι εγκράτειας, τόσο στο φαγητά και στο ποτό, όσο
και στα ερωτικά και καυχιόταν ο ίδιος ότι ήξερε από έρωτα και έχαιρε φήμης
ερωτικού ανθρώπου. Ο αυτοσεβασμός του δεν επέτρεπε να γίνεται «έρμαιο του
πάθους για ηδονές».
Άσκησε σφοδρή πολεμική εναντίον των σοφιστών, στους οποίους καταλόγιζε
ανήθικη εμπορία της γνώσης και της διδασκαλίας, διαστροφή της αλήθειας,
επιδειξιομανία και έλλειψη αληθινής καλλιέργειας.
Ο Σωκράτης δεν είχε συνεργασθή με το τυραννικό καθεστώς των τριάκοντα
τυράννων, όμως δεν είχε ταχθή ούτε με το μέρος των αυτοεξορίστων
δημοκρατικών. Είχε ηχηρά σιωπήσει μπροστά στην τυραννία. Έτσι, όταν
αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία και οι θεσμοί της, τότε άρχισε η κατακραυγή
εναντίον του Σωκράτη ότι ήταν εχθρός των δημοκρατικών και «μισόδημος».
Όμως Ο Σωκράτης πίστευε πρώτα στην δικαιοσύνη και θεωρούσε ότι το μέγιστο
κακό είναι ν’ άδικη κάποιος και μικρότερο ν’ αδικείται.
Ο Σωκράτης πίστευε στην Δημοκρατία όχι ως θεσμό, αλλά ως ιδέα. Πίστευε στην
ισονομία όλων των πολιτών και στην θέσπιση των νόμων μονάχα με την συναίνεση
της λαϊκής πλειοψηφίας. Όμως κατά την εφαρμογή και εξειδίκευση αυτών των
νόμων της Δημοκρατίας, δια μέσου δικαστικών αποφάσεων και διοικητικών
πράξεων, δεν εμπιστευόταν την επιπόλαιη γνώμη της λαϊκής πλειοψηφίας, άλλα
την γνώμη των ολίγων «επαϊόντων». Αυτοί και μόνο μπορούσαν να έχουν έγκυρη
κι αξιοσέβαστη γνώμη γιατί αυτοί έχουν αποδεδειγμένη φρόνηση.
Όλα όμως τούτα ήταν άγνωστα στην τρέχουσα πολιτικολογία και την ακατάσχετη
δημαγωγία ή οποία επεκράτησε ως «πολιτικό ήθος» μετά τον θάνατο των
κορυφαίων πολιτικών ανδρών Κίμωνα (των συντηρητικών) και Περικλή των (δημοκρατικών).
Γι’ αυτό μετά από αυτούς, άρχισε η κατά του Σωκράτη διαβολή, πρώτα -πρώτα
ανάμεσα στους ισχυρούς πατέρες των μαθητών του και σε δεύτερη φάση ή
κατασυκοφάντηση του μέσα στον Αθηναϊκό λαό ότι ο Σωκράτης υπονόμευε την
πίστη των νέων στις θρησκευτικές και δημοκρατικές αξίες, για διαφθορά των
νέων καθώς και για την εισαγωγή καινών δαιμονίων τα οποία κατέστρεφαν το
δημοκρατικό πολίτευμα και την ευνομία της πόλεως των Αθηναίων.
«Ο Μέλητος που κατέθεσε το έγγραφο «γραφή» της
καταγγελίας ατό «δημοκρατικό» δικαστήριο ενήργησε ως ο «αχυράνθρωπος
του Ανύτου» (Κώστα Μπέη, Ώρα άπιέναι).
Ο Σωκράτης καταδικάσθηκε άδικα σε θάνατο και απέθανεν κατά τον Πλάτωνα: «ως
ο ευγενέστερος εις την ζωήν ο σοφώτερος και πλέον δίκαιος των ανθρώπων». Μας
χωρίζουν 2.400 χρόνια από τότε, σαν να είναι χθεσινό το ανοσιούργημα που
παραμένει ασυγχώρητο.
* Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό
«ΙΧΩΡ»,
τεύχος 18