Πλάτων:
Η Φιλοσοφία ως μελέτη θανάτου
Η διαλεκτική ζωής και θανάτου
Δημήτρης
Τζωρτζόπουλος
Όταν γίνεται λόγος για τον θάνατο, αυτόματα ο νους μας τον
συνδέει και με τη ζωή. Η τελευταία είναι πρωτίστως ζωή του κάθε
ανθρώπινου ατόμου, η οποία έχει αρχή και τέλος. Το τέλος
της ζωής είναι η αρχή του θανάτου. Η έννοια
του θανάτου έχει απασχολήσει συστηματικά την αρχαία ελληνική
σκέψη. Στον Ηράκλειτο ο θάνατος αποτελεί μέρος του κύκλου της
ζωής (Β 62, Β 88). Ενώ οι πολλοί κατανοούν λαθεμένα,
όπως συνήθως συμβαίνει με τα περισσότερα πράγματα της ζωής, τον
θάνατο χωριστά από τη ζωή, ο μεγάλος
στοχαστής της Εφέσου τον συλλαμβάνει σε διαλεκτική ενότητα
με τη ζωή. Στο απ. 62 μας λέει πως θνητοί και αθάνατοι
αποτελούν ένα ενιαίο Όλο, που έχει ως ενοποιητική βάση
τον καθολικό Λόγο. Έτσι οι αθάνατοι, ήτοι οι θεοί, επιβεβαιώνουν
την ύπαρξή τους, μέσα από την ύπαρξη των θνητών. Χωρίς τους
τελευταίους δεν θα μπορούσε να γίνεται λόγος για τους πρώτους.
Η ιδέα του θανάτου της ζωής συνέχεται με την ιδέα του θεού,
των αθανάτων: οι τελευταίοι είναι η κατάφαση του θανάτου
των άλλων, χωρίς να μπορούν να καταφάσκουν και τον δικό τους
θάνατο. Οι θνητοί που παύουν να ζουν, που πεθαίνουν, δεν
χάνουν με το θάνατο τη θνητή αλλά τη θεϊκή
ζωή τους, την αθάνατη, που παραχωρούν στους θεούς,
με το να πιστεύουν ότι είναι αθάνατοι. Μια παρόμοια κίνηση
ζεύγους αντιθέτων: ζωή και θάνατος, ζωντανό και νεκρό συναντάμε
και στο απ. Β 88.
Ο Πλάτων στο έργο του Φαίδων, έναν από τους
ωραιότερους διαλόγους της παγκόσμιας
φιλολογίας και όχι μόνο στα όρια της πλατωνικής δημιουργίας,
παρουσιάζει τον φιλοσοφικό τρόπο ζωής του Σωκράτη ως
μελέτη θανάτου (81a1-2).
Ενώ στο Συμπόσιο και στον Φαίδρο
εξυμνεί τον Έρωτα και την πλησμονή της ζωής, στον Φαίδωνα
μας εισάγει στο κέντρο της φιλοσοφικής συζήτησης τον θάνατο.
Με τη σχετική όμως συζήτηση περί θανάτου, ο φιλόσοφος δεν
αποστρέφεται τη ζωή, που εξύψωνε στα προαναφερθέντα έργα του
ως τον «υπερουράνιο τόπο», αλλά την αποθεώνει μέσα από
τον απαθανατισμό του θανάτου, μέσα από το δόξασμά του. Αυτή η
σχέση ζωής και θανάτου κατανοείται, στην απόλυτη αλήθεια της,
όταν ερμηνεύεται εσωτερικά, δηλαδή όταν δεν
εξηγείται με κριτήρια εξωτερικά και ξένα
προς την εσωτερική λογική, που διέπει την εν λόγω σχέση και την
οποία ακολουθεί εδώ ο Πλάτων. Το δόξασμα του θανάτου, για τον
κοινό νου, για τον καθημερινό άνθρωπο, που ταυτίζει το νόημα
της ζωής του αποκλειστικά με τις υλικές απολαύσεις, με τις
ηδονές και τα αφροδίσια, με ό,τι δηλ. το αντιπνευματικό και
ζωώδες (64d3-6),
μοιάζει αδιανόητο. Η κατηγορία των αστόχαστων θνητών ‒δηλ. οι
Αθηναίοι, οι πολιτικοί, οι εντεταλμένοι δικαστές, η κοινή γνώμη,
οι ποιητές σαν τον Αριστοφάνη που με στρεβλές εικόνες κατηύθυνε
την κοινή γνώμη ενάντια στον Σωκράτη, κ.λπ.‒ που έστειλε τον
Σωκράτη στο θάνατο, ελπίζοντας ότι θα απαλλαγεί από την
αλήθεια της φιλοσοφίας του, ουσιαστικά πέτυχε το αντίθετο:
δικαίωσε τη στάση ζωής του φιλοσόφου που υπηρετούσε αυτή την
αλήθεια και απαθανάτισε συγχρόνως την αλήθεια τούτη.
Ταυτόχρονα, αυτή η κατηγορία των θνητών έδειξε πως, όντας
ένας α-νόητος όχλος, μια άβουλη μάζα, με τη ζωή
των απολαύσεων, των κατώτερων επιθυμιών για φαγητά και ποτά, για
σεξουαλικές ηδονές, για απόκτηση φανταχτερών φορεμάτων,
υποδημάτων και κάθε είδους τέτοιων καλλωπισμών του σώματος (64d3-11),
γενικώς με τον ευτελισμό της ζωής, όντως λειτουργεί ως το σώμα
που φυλακίζει την ψυχή και την εμποδίζει να
ανοιχτεί στον κόσμο της ιδιάζουσας στην ίδια αφθαρσίας.
Απέναντι σε τούτη τη φυλακή ο αληθινός φιλόσοφος, όσο ζει,
αντιτάσσει την ολοκληρωτική του αφοσίωση στη φιλοσοφία,
με λόγο και έργο: αυτό που πρεσβεύει, το εφαρμόζει στη ζωή του
και έτσι δίνει νόημα τόσο στον θνητό χαρακτήρα της ζωής,
όσο και στην αθανασία της, ως πνεύματος, με τη
μορφή του θανάτου. Με τη μορφή του θανάτου του φιλοσόφου,
με τον τρόπο δηλ. που αντιμετωπίζει τον θάνατο ο φιλόσοφος και
όχι ο οιοσδήποτε φοβισμένος και ωφελιμιστής θνητός,
συνδέεται η απαλλαγή του πνεύματος, της ψυχής, από τη
φυλακή του σώματος. Ο Πλάτων δεν θεωρεί το σώμα, την
υλική υπόσταση του ανθρώπου, εξ ορισμού ως κάτι το βδελυρό
και βλαβερό για την ψυχή, δηλ. για την πνευματική
υπόσταση του τελευταίου. Δεν χωρίζει, δεν κομματιάζει τον
άνθρωπο σε δυο υποστάσεις, εχθρικές μεταξύ τους, την υλική
και την πνευματική, αφού ξέρουμε ότι στον Φαίδρο μιλάει
με ενθουσιασμό για τα όμορφα σώματα, για το κάλλος,
που συνδυάζει ομορφιά του σώματος και αρμονία της ψυχής.
Το σώμα, η υλική υπόσταση, αποκτά ή χάνει σε αξία,
ανάλογα με την εικόνα της ζωής, με την οποία συνάπτεται. Η
ζωή δεν είναι μονόπλευρη και μονοσήμαντη αλλά κατ’ εξοχήν
πολύπλευρη. Από τη μια πλευρά φανερώνεται κατ’ αυτό τον
τρόπο, από την άλλη κατά τον άλλο τρόπο. Η ίδια καταλήγει να
είναι ένας διαρκής αγώνας ανάμεσα στον Έρωτα και τον
θάνατο, ειδικά έτσι όπως τη φιλοτεχνεί ο θείος Πλάτων στα
έργα του: Συμπόσιο, Φαίδρο και
Φαίδωνα. Πότε μιλάει ο Πλάτων για μελέτη θανάτου;
Όταν έχει εμπρός του το ιστορικό παράδειγμα του θανάτου του
αγαπημένου του δασκάλου, του Σωκράτη. Όταν, με άλλα λόγια,
έχει εκπέσει τόσο πολύ η κοινωνική, πολιτική και πνευματική
ζωή της πολιτείας, που δεν ανέχεται πια τη φωνή της
φιλοσοφίας, φοβάται την ανώτερη ζωή του αληθινού φιλοσόφου·
και τότε ο αγώνας ανάμεσα στις δυο μορφές ζωής, στη χθαμαλή που
είναι δομημένη εξουσιαστικά, δηλ. στην περατή και φθαρτή, και
στην ελεύθερη ζωή του φιλοσόφου, την απέραντη και την αθάνατη,
είναι αγώνας για την αθανασία της ψυχής πέρα από την υλική
συντριβή. Μέσα σε τούτη την αθάνατη ψυχή του φιλοσόφου
ενώνεται η ζωή με τον θάνατο και έτσι ο τελευταίος
γίνεται αφορμή για να επανέλθει στη ζωή, ως ζωντανή και αιώνια
ανάμνηση πλέον, ως φανέρωση της ζωής της σκέψης, του Νοητού,
όλο το μεγαλείο της προηγούμενης ζωής. Τούτη η φανέρωση είναι
αεί παρούσα, για να θυμίζει σε όλους τους δειλούς και
ταπεινούς, που δολοφονούν τη ζωή των άλλων, ότι οι ίδιοι είναι
πρωτίστως δολοφόνοι της δικής τους ζωής, είναι δηλ.
αχρείοι και δέσμιοι των πιο βάρβαρων επιθυμιών, και δεν μπορούν
να ανυψωθούν με κανένα τρόπο και σε κανένα τόπο: ούτε στον
επίγειο ούτε στον υπερουράνιο τόπο (Φαίδρος). Συγχρόνως
να θυμίζει πως ο θάνατος είναι λύτρωση της σκέψης (63e8
κ.εξ.).
Ο θάνατος του Σωκράτη, με βάση το ως άνω πνεύμα, είναι μια
ανάγκη της ζωής και όχι κάποια υποκειμενική επιθυμία
του φιλοσόφου. Αν ήταν το δεύτερο, τότε θα επρόκειτο ουσιαστικά
για αυτοκτονία, κάτι που καταδικάζει ρητά ο Πλάτων στον
Φαίδωνα (61c2
κ.εξ.). Την καταδικάζει, γιατί ο άνθρωπος είναι υπό την
προστασία του θεού (62d2-3),
δηλ. η ζωή είναι κάτι το ιερό, που οι ανόητοι δεν μπορούν να
τιμήσουν και να εκτιμήσουν δεόντως, σε αντίθεση με τους
φιλοσόφους. Όταν οι τελευταίοι πηγαίνουν από τη ζωή, την ιερή
ζωή που αγαπούν στη βαθύτερη ουσία της, προς τον θάνατο, χωρίς
να αγανακτούν, ξέρουν ότι πηγαίνουν κοντά σε θεούς καλούς και
σοφούς, όπως και σε ανθρώπους καλύτερους από τους εδώ (63b6-8).
Ανεκτίμητα εσαεί τούτα τα λόγια του Πλάτωνος: πράγματι
και τότε και τώρα και πάντα αιτίες κακές οδηγούν τους ανθρώπους
στον θάνατο. Αυτές τις αιτίες τις γεννούν οι ίδιοι οι
άνθρωποι, και μάλιστα ποιοτικά υποδεέστεροι σε
συνδυασμό με τη θέση ή τον ρόλο τους στην κοινωνία και την
αντίστοιχη ευθύνη τους για τον θάνατο των πιο αγαθών ανθρώπων.
Τέτοιοι ποιοτικά υποδεέστεροι μπορεί να είναι π.χ. πολιτικοί,
που με τις πολιτικές τους φτωχαίνουν τους ανθρώπους, τους
στερούν τα αναγκαία, τους αρρωσταίνουν ψυχικά και τελικά τους
στέλνουν στον θάνατο· μπορεί επίσης να είναι διάφοροι
θεσμικοί παράγοντες μορφωτικών, νοσηλευτικών ή άλλων
ιδρυμάτων ή αντίστοιχοι «επιστήμονες» τέτοιων ιδρυμάτων,
που εκτελούν εν ψυχρώ το μαθητή, το φοιτητή, τον ασθενή, τον
αληθινό επιστήμονα, τον αστραφτερό στοχαστή κ.λπ., επειδή
αγωνίζεται με το ανώτερο για το ανώτερο και αντιμάχεται με
σθένος τις ποικίλες φαυλότητες των ως άνω «εκτελεστών» του.
Το πρόβλημα που προκύπτει από τα προαναφερθέντα και θέτει
προς συζήτηση ο Πλάτων στη συνέχεια είναι πως ο θάνατος δεν
είναι, υπό μια έννοια, το τέλος της ζωής, γιατί τότε θα
δικαιώνονταν όλοι όσοι έμμεσα ή άμεσα συντελούν στην αφαίρεση
της ζωής, αλλά η πηγή της, καθώς συνιστά απελευθέρωση
της ψυχής από τα ένυλα δεσμά της, οδηγεί δηλ. στην αθανασία.
Αλλά τούτο μπορεί να το συλλάβει και να το κατανοήσει μόνο ο
αληθινός φιλόσοφος που αναγνωρίζει τη βαθιά, την εσωτερική
διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Ο θρήνος
για τον θάνατο, για παράδειγμα, που προέρχεται από την
Ξανθίππη ‒από τον κοινό θνητό‒ είναι μεν μια παρηγοριά για την
ίδια (60a),
αλλά δεν ταιριάζει στη ζωή του φιλοσόφου· γι’ αυτό και ο
Σωκράτης, όταν η Ξανθίππη θρηνεί και οδύρεται στη φυλακή για τον
επικείμενο θάνατο του φιλοσόφου, ζητά από τον Κρίτωνα «να
την οδηγήσουν στο σπίτι» (60a7-8).
Απεναντίας, αν ο ίδιος ο Σωκράτης θρηνούσε για τον θάνατό του,
θα αρνούνταν ουσιαστικά τον ως τώρα παραδειγματικό για
όλους φιλοσοφικό τρόπο της ζωής του· θα αναιρούσε τον ίδιο τον
εαυτό του, που καθ’ όλη τη ζωή του αποτέλεσε σύμβολο φιλοσοφικής
αντιμετώπισης του θανάτου. Ο Πλάτων λαμβάνει σοβαρά τη
φιλοσοφική αντίληψη για τη ζωή και τον θάνατο. Τη διαχωρίζει
απόλυτα από την αφιλοσόφητη και γι’ αυτό συσχετίζει τη
ζωή με τη μελέτη του θανάτου. Αλλά μελέτη για ποιο
είδος θανάτου; Προφανώς όχι για τον φυσικό θάνατο, δηλ.
για τον θάνατο ως απλό φυσικό γεγονός, ως την θλιβερή και
πολύφοβη κατάσταση, παρά για τον θάνατο, που γίνεται το
παρατηρητήριο όλης της ζωής. Ο τελευταίος τούτος θάνατος είναι η
Γνώση, είναι ο διαυγής, ο φωτεινός Λόγος,
που μας βγάζει έξω από το βουητό των αισθήσεων, αποστρέφει την
ψυχή από ένα τέτοιο βουητό και μας καθιστά γνωσιακά και ηθικά
αυτοκαθοριζόμενους.