www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

Η επιστολή Νικία (7.8-16)    

 ( ομώνυμο υποκεφάλαιο του έργου της,

Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ )

 Emily Greenwood

 

Όπως ομολογεί ο ίδιος ο Θουκυδίδης, δεν μπορούσε να ανασυνθέσει τους λόγους όπως ακριβώς εκφωνήθηκαν, λόγω ατελούς ανάμνησης των συγκεκριμένων λέξεων, τόσο από αυτόν όσο και από τους πληροφοριοδότες του. Αυτό τον οδηγεί στον συνδυασμό του δικού του σχολιασμού με την ουσία όσων οι ομιλητές είπαν. Στο 7.8-16, ο Θουκυδίδης μάς δείχνει, μέσω της επιστολής του Νικία, με τι θα έμοιαζε η ακριβής αναφορά της επιχειρηματολογίας κάποιου· είναι αξιοσημείωτο ότι η ιδέα της ακριβούς μεταφοράς βασίζεται στον γραπτό λόγο. Η λογική που ο Θουκυδίδης αποδίδει στον Νικία, στο 7.8.2, θεωρεί τον γραπτό λόγο ως το μόνο μέσο που επιτρέπει σε κάποιον να μεταδώσει τις ιδέες του με ακρίβεια σε απόν ακροατήριο. Εξάλλου, η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης, στο 7.8-16, απηχεί τη δήλωσή του, στο 1.22.1-2, για τη δυσκολία ανασύνθεσης ομιλιών και επομένως λειτουργεί σαν ειρωνικό σχόλιο για το σχετικό κύρος του προφορικού λόγου και του γραπτού λόγου στην Ιστορία του Θουκυδίδη[1]. Ακόμη, η επιστολή του Νικία πλάθεται με την επιπλέον ειρωνεία ότι αυτό το υποτιθέμενο «αντίγραφο» όσων έγραψε ο Νικίας, είναι προφανούς αντικείμενο παρόμοιας διεργασίας αφηγηματικού αυτοσχεδιασμού, όπως και οι λόγοι (τόσο οι σε ευθύ όσο και οι σε πλάγιο λόγο). Αξίζει να σημειωθεί πως ο Θουκυδίδης παρουσιάζει το κείμενο της επιστολής με μορφή λόγου, που διαβάζεται μεγαλόφωνα από γραμματέα της αθηναϊκής συνέλευσης[2]: «Ο γραμματέας της πόλης ανέβηκε στο βήμα και διάβασε στους Αθηναίους την επιστολή, που αποκάλυπτε τα ακόλουθα πράγματα» (7.10)· ο γραμματέας λοιπόν αρθρώνει τις σκέψεις και τις συμβουλές του Νικία. Όπως σχολιάζει ο Γουέστλεϊκ (Westlake), «[ο Θουκυδίδης] πιθανώς είχε δει αντίγραφό της (ενν. της επιστολής του Νικία]· αλλά επέλεξε να παρουσιάσει στους αναγνώστες του τη δική του παραλλαγή, σχεδιασμένη να επιτελέσει την ίδια αποστολή με τις δημηγορίες του (...] είναι καθο- δηγητική και αποκαλυπτική όσο και οποιαδήποτε δημηγορία»[3].

Ο Θουκυδίδης εστιάζει την αφήγησή του μέσω Νικία, με επινόηση που η Μέιμπελ Λανγκ (Mabel Lang) αποκάλεσε «μετοχικό κίνητρο», δημιουργώντας την εντύπωση ότι γνώριζε τι περνούσε από το μυαλό του Νικία: «ο Νικίας καταλαβαίνοντας... και βλέποντας...» (7.8.1)[4]. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, πίσω από την απόφαση του Νικία να δώσει γραπτή μορφή στην αναφορά του. υπάρχει ο φόβος μήπως οι αγγελιοφόροι δεν ανακοινώσουν την πραγματικότητα (τά ὄντα) της κατάστασης τους στη Σικελία και μήπως τα επιχειρήματα του (γνώμη) καταστούν ασαφή αν αναφερθούν προφορικά (ἐν τῷ ἀγγέλλῳ ἀφανισθεῖσαν). Αυτή η διπλή ερμηνεία αντιστοιχεί στη διάκριση του Θουκυδίδη ανάμεσα στα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν στον πόλεμο, και στις πράξεις που έλαβαν χώρα στον πόλεμο (1.22.1-4). Πάντως, με την επινόηση της επιστολής, ο Νικίας του Θουκυδίδη στοχεύει υψηλότερο επίπεδο αναπαραστατικής πιστότητας από το επίπεδο που διεκδικεί ο Θουκυδίδης για την καθαυτήν ιστορική περιγραφή του. Η χρήση της φράσης τά ὄντα, υποδηλώνει τι πραγματικά υπάρχει/τι ισχύει. Η Τζουν Άλλισον σχολίασε στο χωρίο αυτό τη χρήση της φράσης τά ὄντα, και υποστήριξε πως υποδηλώνει μάλλον «τη φυσική πραγματικότητα (την ιστορική ακρίβεια ή αντικειμενική αλήθεια) της κατάστασης στη Σικελία», παρά την ἀλήθειαν - ιδιότητα που αναφέρεται και σε σχέση με την επιστολή - η οποία, κατά την Άλλισον, ανήκει σε πράξεις έκφρασης και άρθρωσης, και συνδέεται με ρήματα σκέψης και ομιλίας[5].

Ο Νικίας του Θουκυδίδη δεν ανησυχεί για την ικανότητα των αγγελιοφόρων να διαβιβάσουν την αναφορά του λέξη προς λέξη, αλλά ενδιαφέρεται έντονα να μεταφερθούν τα επιχειρήματά του (γνώμη) χωρίς παρεμβάσεις. Αυτό θυμίζει τον ισχυρισμό του Θουκυδίδη ότι ανασυνέθεσε τις «γενικές ιδέες πίσω από» - (ξύμπασα γνώμη) αυτά που πράγματι είπαν οι ομιλητές. Όμως και πάλι τα κριτήρια του Νικία είναι απαιτητικότερα· ο Θουκυδίδης προσδιορίζει την γνώμην με το επίθετο ξύμπασα· αυτή η επιμελημένη ασάφεια παρακάμπτει το καθήκον συστηματικής αναπαράστασης των επιχειρημάτων των ομιλητών. Όμως, η επιστο­λή του Νικία δεν λειτουργεί ως αύταρκες κείμενο, αφού ο Νικίας λέει στους αγγελιοφόρους τι να πουν, πέρα από τη γραπτή αναφορά που τους έδωσε να διαβιβάσουν (7.8.3)· στο 7.10, οι αγγελιοφόροι ανακοινώνουν δεόντως στη συνέλευση «όλα όσα τους είπε προφορικά». Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τη σχέση ανάμεσα στο προφορικό μήνυμα και τη γραπτή επιστολή, και ο Θουκυδίδης δεν μας διαφωτίζει. Το γράμμα μοιάζει σχεδόν να παίζει υποστηρικτικό ρόλο.

Στρεφόμενοι στην ερμηνεία από τον Θουκυδίδη της λογικής του Νικία, βρίσκονται πάλι τόσο λεκτικοί όσο και θεματικοί αντίλαλοι της μεθοδολογικής δήλωσης τού 1.22· οι αγγελιοφόροι θα μπορούσαν να διαστρεβλώσουν την αναφορά του Νικία για τους εξής λόγους:

 

  • πρώτον, ίσως ήταν ακατάλληλοι ομιλητές - (κατά τήν τοῦ λέγειν ἀδυνασίαν)

  • δεύτερον, η μνήμη τους ίσως να μην ήταν ικανή να ανταποκριθεί στην αποστολή ανάκλησης των λόγων του - (μνήμης[6] ἐλλιπεῖς γιγνόμενοι)

  • τρίτον, ίσως επηρεάζονταν από την επιθυμία να ευχαριστήσουν το πλήθος - (τῷ ὄχλῳ πρός χάριν τι λέγοντες):

        Η φράση μνήμης ἐλλιπεῖς, θυμίζει τη γλώσσα ανάμνησης και μνήμης στο 1.22.1 - 4 (διαμνημονεῦαι ... μνήμης)[7]. Ενώ η ιδέα ότι οι αγγελιοφόροι ίσως μιλούσαν με σκοπό να ικανοποιήσουν (πρός χάριν) το ακροατήριο θυμίζει την κριτική του Θουκυδίδη κατά των λογογράφων, στο 1.21.1, με βάση το ότι ενδιαφέρονται περισσότερο να ψυχαγωγήσουν το ακροατήριο παρά να προσπαθήσουν να παρουσιάσουν την αλήθεια- υπάρχει ίσως και κάποιος «απόηχος» του 2.65.10-11. όπου ο Θουκυδίδης γράφει, προληπτικώς, ότι η γενιά των μετά τον Περικλή πολιτικών «παρέδωσε τις πολιτικές υποθέσεις στην ευχαρίστηση του δήμου», αναφερόμενος κυρίως στον τρόπο διεξαγωγής της σικελικής εκστρατείας. Η αναφορά της ικανοποίησης μάς θυμίζει και τις θεωρίες του Θουκυδίδη σχετικά με τις προτεραιότητες των ακροατηρίων στο 1.22.4, όπου γνωστοποιεί ότι ίσως η Ιστορία του φανεί να μειονεκτεί κάπως σε απόλαυση (ἀτερπέστερον).

Ο Θουκυδίδης δεν έχει αξιώσεις ἀληθείας για την περιγραφή του· αντίθετα ορίζει τη χρησιμότητα τού έργου του με βάση τη σαφή βαθύτερη γνώση (τό σα­φές) του παρελθόντος (1.22.4). Η επιστολή του Νικία έχει στόχο την αλήθεια - την προώθηση μιας αναφοράς που θα μεταδώσει τα πάντα (θυμηθείτε την ετυμολογική ερμηνεία του ἀλήθεια: «αυτό που δεν [πρέπει να] ξεχνιέται», σ. 115 ανωτέρω). Μαθαίνουμε ότι ο Νικίας κατέφυγε σε επιστολή, ώστε οι Αθηναίοι να αποφασίσουν για τη σικελική εκστρατεία βασιζόμενοι στην αλήθεια (βουλεύσασθαι περί τῆς ἀληθείας - 7.8.2). Το κριτήριο της ἀληθείας επαναλαμβάνεται στο τέλος της επιστολής, όπου ο Νικίας δηλώνει ότι θεώρησε «ασφαλέστερο» το να αποκαλύψει την αλήθεια στους Αθηναίους (τό ἀληθές δηλῶσαι - 7.15.1).

Πάντως, η επιστολή συνδυάζει και την ιδιότητα τοῦ σαφοῦς, αφού ο Νικίας εξηγεί τον τόνο του γράμματος λέγοντας: «θα μπορούσα να συμπεριλάβω άλλα πράγματα στην αναφορά, τα οποία θα ακούγονταν πιο ευχάριστα, αλλά δεν θα ήταν χρήσιμα, στον βαθμό που είναι απαραίτητο για σας να αποφασίσετε με βάση τη σαφή γνώση (σαφῶς εἰδότας) του πώς έχουν τα πράγματα εδώ» (7.14.4). Ο ισχυρισμός ότι μια ειλικρινής, αδιάνθιστη περιγραφή είναι «χρησιμότερη» για το ακροατήριο, θυμίζει και τους ισχυρισμούς του Θουκυδίδη για την Ιστορία του (πρβλ. 1.22.4). Περαιτέρω αντιστοιχία ανάμεσα στη δεδηλωμένη στο 1ο Βιβλίο μεθοδολογία του Θουκυδίδη και την επιστολή του Νικία, φαίνεται καθαρά στη δήλωσή του (μορφή recusatio) ότι θα μπορούσε να έχει συμπεριλάβει άλλα πράγματα, πιο ευχάριστα για τα αφτιά του ακροατηρίου της συνέλευσης· το σχόλιο αυτό θυμίζει τόσο τον φόβο του μ ήπιος οι αγγελίας όροι αλλοιώσουν το μήνυμα, για να ικανοποιήσουν το ακροατήριο (7.8.2, ανωτέρω), όσο και τη γενικότερη εικόνα ακροατηριοκεντρικής ρητορικής παιδείας στην Αθήνα.

Το θέμα της σαφήνειας ενισχύεται από τη χρήση του ρήματος «αποκαλύπτω» (δηλόω), που χρησιμοποιείται στην παρουσίαση της επιστολής και, από τον Νικία, στο κείμενο της επιστολής. Το κείμενο της επιστολής αρχίζει με τη δήλωση ότι «αποκάλυπτε τα ακόλουθα πράγματα» (7.10)· ο Νικίας λέει ότι θεώρησε ασφαλέστερο να αποκαλύψει «την αλήθεια» (7.15.1) και τελικά ο Θουκυδίδης κλείνει κυκλικά την επιστολή: «η επιστολή λοιπόν του Νικία αποκάλυπτε αυτά τα πράγματα» (7.16.1). Η τριπλή επανάληψη του ίδιου ρήματος δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Ο Θουκυδίδης τονίζει πως ο Νικίας προσπάθησε να στείλει αναφορά, υπόδειγμα σαφήνειας και ειλικρινούς πληροφόρησης. Αυτός ο χαρακτήρας της επιστολής του Νικία θυμίζει τις ξεκάθαρες συμβουλές του Περικλή στους Αθηναίους, κατά τα πρώιμα στάδια του πολέμου (1ο και 2ο Βιβλίο). Όπως και ο Περικλής στους λόγους του, ο Νικίας προσπαθεί να δώσει στους Αθηναίους πλήρη αναφορά σχετικά με τα αποθέματά τους, αλλά η προηγούμενη απόπειρά του να μεταχειριστεί τον εφοδιασμό με στόχους πειθούς, υπήρξε ρητορική αποτυχία (6.20-4· δες ιδιαίτερα 6.24.1-3). Καλούμαστε επίσης να συγκρίνουμε τη συμπεριφορά Νικία και Περικλή, μέσω της απόπειρας του πρώτου να απεικονίσει τον εαυτό του ως διορατικό σύμβουλο. Ο λόγος του Νικία επιστρατεύει λεξιλόγιο διανοούμενου, περιλαμβάνοντας τα ρήματα «έμα­θα» (πυνθάνομαι - 7.12.2) και «εννοώ» (ἐπιστάμενος - 7.14.4)· την εικόνα εντείνει η υπαινικτική χρήση του ουσιαστικού γνώμη («γνώμη κατόπιν σκέψεως»). Είδαμε παραπάνω ότι κίνητρο του Νικία για την αποστολή του μηνύματος, ήταν να εξασφαλίσει ότι η γνώμη του θα έφτανε στους Αθηναίους. Το ίδιο ουσιαστικό επαναλαμβάνεται στη σύνοψη του Νικία, στα 7.15.1 και 7.15.2. Η γνώμη είναι χαρακτηριστικό του Περικλή στο 1ο και 2ο Βιβλίο και αποτελεί σημαντικό τμήμα του λεξιλογίου του, στους λόγους που συνθέτει γι’ αυτόν ο Θουκυδίδης[8]. Γενικότερα, η Λίζα Κάλλετ ανέλυσε την απεικόνιση του Νικία στο 6ο και 7ο Βιβλίο, με βάση τη σχέση ανάμεσα στις λέξεις περιουσία χρημάτων και γνώμη, και υποστηρίζει ότι ο Θουκυδίδης εμφανίζει τον Νικία ως ηγέτη με οξεία αντίληψη των οικονομικών του πολέμου, αλλά στερούμενο ευφυούς κρίσης και ικανότητας να χρησιμοποιήσει τις βαθύτερες περί οικονομίας γνώσεις του[9]. Αυτό ισοδυναμεί με προσπάθεια του Νικία να παραστήσει τον Περικλή: προσπαθεί να του αναγνωρίσουν ότι έχει τον έλεγχο και ασκεί συνετή πολιτική, σε μια κατάσταση όπου έχει χάσει τον έλεγχο και οι Αθηναίοι έχουν αναλάβει μιαν άφρονα, επεκτατική υπερπόντια εκστρατεία.

Υπάρχει τραγική ειρωνεία στην επιστολή του Νικία. Η επιστολή προτρέπει το αθηναϊκό ακροατήριο να πάρει τη σωστή απόφαση όσον αφορά στην εκστρατεία στη Σικελία (βουλεύεσθαι - 7.11.2· δες επίσης 8.2 και 14.4). Εντούτοις, αναγκασμένος να επιμορφώσει τους Αθηναίους ώστε να λάβουν ορθές αποφάσεις και ζητώντας ενισχύσεις, ο Νικίας μετατρέπει σε πραγματικότητα μια δήλωση που έκανε στον λόγο του, στην αθηναϊκή συνέλευση, για τον εφοδιασμό της εκστρατείας: «Θα ήταν ντροπή αν αναγκαζόμαστε να αποσυρθούμε ή να ξαναζητήσουμε αργότερα ενισχύσεις, εξαιτίας αρχικά απερίσκεπτων αποφάσεων» (ἀσκέπτως βουλευσαμένους - 6.21.2). Στον ίδιο λόγο ο Νικίας είχε προβλέψει και τη δύσκολη θέση που αντιμετωπίζει στο 7.8· βρίσκεται μακριά από την πατρίδα και είναι αναγκασμένος να βασιστεί σε αγγελιοφόρους, που έχουν να κάνουν μακρύ ταξίδι επιστροφής στην Αθήνα (δες 7.9): «απομακρυνόμαστε από την πατρίδα και πηγαίνουμε σε μια τελείως διαφορετική χώρα, από την οποία, κατά τους τέσσερεις χειμερινούς μήνες, ακόμη και αγγελιοφόρος δυσκολεύεται να φτάσει στην Αθήνα» (6.21.2-22.1). Στις συζητήσεις στη συνέλευση, στην αρ 6ου Βιβλίου, ο Νικίας αποξενώνεται από την πλειοψηφία των Αθηναίων αντίθεσή του στην εκστρατεία· παραδόξως καταλήγει να είναι μεταξύ των ηγετών της εκστρατείας και αισθάνεται όχι μόνο ψυχολογικά αλλά και γεωγραφικά αποξενωμένος.

Υπάρχει χάσμα πληροφόρησης: οι Αθηναίοι στην πατρίδα αγνοούν την κατάσταση στη Σικελία, αντίθετα, ο αναγνώστης έχει πλήρη αντίληψη, που ενισχύεται από την επιστολή του Νικία· η επιστολή δεν βοηθά μόνο στη διεξοδική ανάλυση του χαρακτήρα του Νικία αλλά και στην αποσαφήνιση της δομής της αφήγησης του Θουκυδίδη, καθότι συνοψίζει την εξέλιξη της εκστρατείας στη Σικελία στα μέσα περίπου της διάρκειάς της. Ο αναγνώστης είναι οικείος με πολλές από τις λεπτομέρειες, που το αθηναϊκό ακροατήριο ακούει για πρώτη φορά. Ως εδώ έστρεψα την προσοχή μου στον ενδοκειμενικό χαρακτηρισμό του Νικία, με τον οποίο ο Θουκυδίδης εισάγει στην επιστολή λεκτικά θέματα που προκαλούν σύγκριση με τον Περικλή και μας παρακινούν να δούμε την επιστολή του Νικία υπό το φως των προηγούμενων λόγων του. Οι μελετητές, όμως διέκριναν και διακειμενικούς απόηχους στην επιστολή Νικία, κυρίως από τον Όμηρο[10]. Παρακινημένος από σχολιαστή, ο οποίος συνδέει το σχόλιο του Νικία σχετικά με τα αθηναϊκά πλοία, που το ξύλο τους σάπιζε στη Σικελία (7.12.2) με το Β135 της Ιλιάδας, ο Zadorojinyi διέκρινε έμμεση αναφορά στον κακοσχεδιασμένο λόγο του Αγαμέμνονα προς τους Αχαιούς, στην Ιλιάδα (Β110-41)[11] είναι ανάγκη να δεχτούμε την περίπλοκη λεκτική επιχειρηματολογία του Zadorojinyi για να συμφωνήσουμε με την ευρύτερη θέση του, για τον τρόπο που ΐ| ανεπαρκής ρητορική του Νικία και το θέμα της πρόωρης υποχώρησης φέρνουν στον νου τον ομηρικό Αγαμέμνονα.

Ο Νικίας προσπαθεί να ξεπεράσει τα προβλήματα της προφορικής επικοινωνίας, τα μειονεκτήματα της ανθρώπινης μνήμης και τις πιέσεις που τα πολυάνθρωπα αθηναϊκά ακροατήρια μπορούσαν να ασκήσουν στους ομιλητές. Η απόπειρα είναι σχεδιασμένη με όρους που θυμίζουν στον αναγνώστη το ιστοριογραφικό πλάνο του Θουκυδίδη και την εξέταση των δυσκολιών που σχετίζονται με τη σαφή απόδοση - κατά την περιγραφή τους - λόγων και συμβάντων, στο 1.22.1-4. Διατύπωσα την άποψη ότι η επιστολή του Νικία προσφέρει έναν γοητευτικό σχολιασμό πάνω στο μεθοδολογικό κεφάλαιο του 1ου Βιβλίου· ταυτόχρονα, χρησιμεύει σαν παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ο Θουκυδίδης ανασυνέθετε «λόγους», και διατυπώνει καθαρά τα ιστοριογραφικά θέματα της αλήθειας και του τι συνιστά σαφήνεια περιγραφής. Οι προτάσεις του Νικία προς την αθηναϊκή συνέλευση υποσκάπτονται από πολλαπλές ειρωνείες, αλλά το γενικό αποτέλεσμα δεν είναι εντελούς αρνητικό. II αποτυχία ενώπιον των πολυάνθρωπων αθηναϊκών ακροατηρίων δεν είναι απαραίτητα λάθος, κατά την εκτίμηση του Θουκυδίδη. Η δήλωση του Νικία, στο 7.14.2, ότι ο χαρακτήρας των Αθηναίων «είναι δύσκολο να κυβερνηθεί», συναντά ευρεία επιβεβαίωση στην Ιστορία, στο 6ο Βιβλίο ιδιαίτερα· ίσως μάλιστα την ασπαζόταν και ο Θουκυδίδης[12]. Ο Σάιμον Χόρνμπλοουερ παρατήρησε ότι, ως πρώην στρατηγός, ο Θουκυδίδης ασφαλώς θα είχε στείλει αναφορές στην Αθήνα από το πεδίο της μάχης και, υποτίθεται, θα ήταν οικείος με αναφορές άλλων στρατηγών. Ο Χόρνμπλοουερ προχωρεί ακόμη περισσότερο, διαβεβαιώνοντας ότι οι στρατιωτικές αυτές αναφορές, από τις οποίες δεν διασώθηκε καμιά, είχαν γενικότερα επιρροή στον Θουκυδίδη[13]. Αν και η επιστολή είναι μόνο εν μέρει επιτυχής και ενισχύει τον χαρακτηρισμό του Νικία ως τραγικού, επιπόλαιου ηγέτη, ο Νικίας ξέρει ότι η κρίση του τείνει να χαθεί κατά τη διαβίβαση και αντιδρά λαμβάνοντας μέτρα. Αυτή είναι στην Ιστορία, η μεγαλύτερη προσέγγιση σε ένα χαρακτήρα που να αντανακλά την απόπειρα του Θουκυδίδη να εδραιώσει γραπτώς τη δική του άποψη για τον πόλεμο· η επιστολή του Νικία είναι μέσο ανάδειξης της θουκυδίδειας κειμενικής «επιστολής».


 

[1] Δες Allison 1997α, 227: «Είναι ένας άλλος τρόπος, με τον οποίο ο Θουκυδίδης μπορεί να εξετάσει τη σχέση μεταξύ λέξεων και συμβάντων. Αυτό περαιτέρω εξηγεί τους πολύπλοκους συνδυασμούς ή την προσπάθεια αληθοφάνειας, που περιβάλλουν την παρουσίαση της επιστολής».

[2] Ο γραμματεύς, στον οποίο αναφέρομαι εδώ, ήταν επιφορτισμένος να διαβάζει μεγαλοφώνως έγραφε στους πολίτες, στη συνέλευση. Δες HCT IV ad loc. (σ. 387)

[3] Westlake 1968, 190.

[4] Lang 1995

[5] Allison 1997α, 210: υπάρχει πλήρης πραγμάτευση των εννοιολογικών αποχρώσεων τού ἀλήθεια στον Θουκυδίδη, ibid., σ. 206-37.

[6] Παραθέτω το ελληνικό κείμενο του Θουκυδίδη από την έκδοση Oxford Classical Text, όπου ο επισττημονικός εκδότης γράφει μνήμης, σύμφωνα με χειρόγραφο του ενδέκατου αιώνα (Vaticanus 126)· πάντως, τα υπόλοιπα μεσαιωνικά χειρόγραφα έχουν γνώμης. Αν η δεύτερη ανάγνωση είναι η σωστή, θα προσέδιδε μεγαλύτερη έμφαση στο άγχος τού Νικία για τη διαβίβαση της μελετημένης άποψής του και των επιχειρημάτων του στους Αθηναίους.

[7] Δες ανωτέρω, σ. 1 15.

[8] Η αντίθεση του Edmunds μεταξύ Περικλή, ως ενσάρκωσης της γνώμης, και Νικία, ως ενσάρκωσης της τύχης, παραβλέπει τον ρόλο της γνώμης στον χαρακτηρισμό του Νικία (1975, 130-42).

[9] Δες Kallct 2001, 151-9

[10] Για ομηρικά πρότυπα και έμμεσες αναφορές στον Όμηρο, στην αφήγηση της σικελικής εκστρατείας, δες Avery 1973, Latciner 1985, Zadorojnyi 1998, Mackie 1996, Allison 1997β και Road (1998β). που αξιολογεί όλες αυτές τις μελέτες- στο άρθρο του Rood τονίζεται ότι η έντονη προσοχή σε έμμεσες αναφορές στο ομηρικό έπος, σε προηγούμενες μελέτες, δημιουργεί κίνδυνο συσκότισης της έκτασης έμμεσων αναφορών μεταξύ λογοτεχνικών ειδών στα Βιβλία 6 και 7, που περιλαμβάνουν έπος (όχι μόνο ομηρικό έπος), τραγωδία, ιστοριογραφία (ιδίως Ηρόδοτο) και - κατά τον Road - λυρική ποίηση και επίγραμμα επίσης. Και η Kallct 2001, 97-120, εξετάζει αναφορές στο ομηρικό έπος στα Βιβλία 6 και 7, αλλά ορθώς τονίζει τη στενή αλληλεξάρτησ έμμεσων αναφορών στον Όμηρο και τον Ηρόδοτο και συνιστά ότι η από τον Θουκυδίδη χρήση του Ομήρου είναι πολύπλευρη (δες σ. 98). Δες ακόμη σ. 149 σημ. 23 κατωτέρω.

[11] 1998, 298: «Η λεπτομέρεια σχετικά με τη σε αποσύνθεση ξυλεία, στα συμφραζόμενα της επιστολής του Νικία, δεν ήταν δυνατόν να μην ηχήσει στα αυτά των μορφωμένων Ελλήνων αναγνωστών, - που, όπως και ο Θουκυδίδης, έπαιζαν τον Όμηρο στα δάχτυλα - σαν αντίλαλος των λόγων του Αγαμέμνονα, στο ΒΙ35 της Ιλιάδας. Υποστηρίζω ότι πρόθεση του Θουκυδίδη είναι να γίνει αντιληπτός ο υπαινιγμός και, επιπλέον, τον χρησιμοποιεί για να μας σπρώξει να καταλάβουμε  ότι η μορφή του Νικία θα έπρεπε να ερμηνεύεται με φόντο τη μορφή του ομηρικού Αγαμέμνωνα». Δες την κριτική του Rood εναντίον αυτού του επιχειρήματος, στο άρθρο που αναφέρεται στη σημείωση 78 ανωτέρω.

[12] Σημειώνω την με επιφύλαξη διατυπωμένη υπόθεση της Κallot ότι η δήλωση αυτή αναφέρεται εμμέσως σε χωρίο των Ιστοριών (6.12) του Ηρόδοτου, όπου ο Ηρόδοτος σχολιάζει, σε ύφος εθνογραφικού κειμένου, ότι οι Ίωνες ήταν πολύ απείθαρχοι και ασυνήθιστοι στη σκληρή δουλεία, ώστε να δεχτούν το πρόγραμμα πλήρους εκπαίδευσης που κατέστρωσε γι’ αυτούς ο φωκαεύς ηγέτης Διονύσιος (2001. 93). Πάντως, νομίζω ότι το σχόλιο του Νικία ερμηνεύεται καλύτερα με βάση έναν προκλητικό ρητορικό κοινό τόπο γύρω από την ενδεχομένως δυσκυβερνησία του αθηναϊκού δήμου και την ικανότητά του να ανέχεται κακή διακυβέρνηση.

[13] 1994β, 39-40.