Η Αρχιτεκτονική υπόσταση του Παρθενώνα
Κεφάλας Ευστάθιος
ΑΡΧΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΝΑΟΣ (αρχιτεκτονική) : Ο ναός
στην ελληνική αρχαιότητα ήταν η κατοικία του θεού, το κτήριο που στέγαζε
το λατρευτικό άγαλμα μιας ή περισσότερων θεοτήτων, και όχι ο χώρος
συνάθροισης των πιστών, όπως στο χριστιανικό κόσμο. Αυτό φανερώνει και
το ουσιαστικό «ναός», που προέρχεται από το ρήμα «ναίω» (=κατοικώ). Το
λατρευτικό άγαλμα τοποθετούνταν στο βάθος του ναού, πάνω στον κατά μήκος
άξονα του κτηρίου. Οι θρησκευόμενοι συγκεντρώνονταν στον
περιβάλλοντα χώρο έξω από το κτήριο του ναού, όπου βρισκόταν και ο βωμός
για την προσφορά θυσιών και την άσκηση της λατρείας
.
Η βασική αυτή λειτουργική ιδιομορφία του ελληνικού ναού είναι σημαντική
για την κατανόηση της αρχιτεκτονικής του, καθώς υπάρχουν μαρτυρίες ότι
οι ναοί σχεδιάζονταν με βάση και το άγαλμα που επρόκειτο να στεγάσουν.
Σε αυτή τη λειτουργικότητα οφείλονται τα κύρια χαρακτηριστικά του
ελληνικού ναού, που μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω με γνώμονα τα
μνημεία του 6ου-4ου αι. π.Χ.: μνημειακότητα και ταυτόχρονα γενική
στενότητα του εσωτερικού χώρου. Ορθογώνια κάτοψη με επιμήκεις αναλογίες
και απόλυτη συμμετρία εκατέρωθεν του κεντρικού άξονα του κτηρίου.
Περισσότερη φροντίδα για την εξωτερική εμφάνιση παρά για το εσωτερικό.
Είσοδος από την ανατολική πλευρά. Περιορισμένη τυπολογική διαφοροποίηση
στη ναοδομία.
Πυρήνας του ελληνικού ναού είναι ο
σηκός, ένα κτήριο ορθογώνιας κάτοψης με είσοδο στην ανατολική
στενή πλευρά. Στην απλούστερη μορφή του το κτήριο αυτό είναι μονόχωρο.
Συνθετότερα αρχιτεκτονήματα περιλαμβάνουν ένα προθάλαμο, τον πρόδομο
ή
πρόναο, και ένα αντίστοιχο χώρο στην αντίθετη πλευρά, που δεν
επικοινωνεί με τον κυρίως ναό, τον οπισθόδομο. Ανάμεσα στον
οπισθόδομο, που είναι προσβάσιμος μόνο από το εξωτερικό του ναού, και
τον κυρίως ναό (ή στη θέση του οπισθόδομου), βρίσκεται συχνά ένα
δωμάτιο που επικοινωνεί με τον κυρίως ναό και είναι προσβάσιμο μόνο για
τους ιερείς, το άδυτο.
Ανάλογα με την ύπαρξη των παραπάνω χώρων ο ναός χαρακτηρίζεται
απλός, αν έχει μόνο πρόδομο, ή διπλός, αν διαθέτει και
οπισθόδομο. Ο ναός που δεν έχει κανένα από τους δύο χώρους, παρά μόνο
τον κυρίως ναό, ονομάζεται μονόχωρος. Στην είσοδο του πρόδομου
και του οπισθόδομου βρίσκονται συνήθως κίονες. Αυτοί οι κίονες μπορεί να
βρίσκονται ανάμεσα στις παραστάδες που σχηματίζουν οι πλευρικοί τοίχοι,
οπότε ο ναός ονομάζεται εν παραστάσι, ή μπροστά από αυτές, οπότε
ο ναός ονομάζεται πρόστυλος. Αν η κιονοστοιχία του πρόστυλου
πρόδομου επαναλαμβάνεται στον οπισθόδομο, τότε ο ναός ονομάζεται
αμφιπρόστυλος.
Σειρές κιόνων, που ονομάζονται
περίστασις ή πτερόν, περιβάλλουν το σηκό απ’ όλες τις
πλευρές. Σ’ αυτή την περίπτωση ο ναός ονομάζεται περίπτερος. Αν ο
ναός περιβάλλεται από διπλό πτερόν, τότε ονομάζεται δίπτερος.
Κάποιοι ναοί περιβάλλονται από απλή κιονοστοιχία, που όμως έχει
τοποθετηθεί σε τέτοια απόσταση από το σηκό, σαν να ήταν η εξωτερική
κιονοστοιχία δίπτερου ναού. Αυτοί οι ναοί ονομάζονται ψευδοδίπτεροι.
Ο διάδρομος που σχηματίζεται ανάμεσα στην κιονοστοιχία του πτερού και
στους τοίχους του σηκού ονομάζεται πτέρωμα.
Κιονοστοιχίες μπορεί να υπάρχουν και στο εσωτερικό του ναού, συνήθως
δύο, χωρίζοντάς τον σε τρία κλίτη, ένα πλατύτερο κεντρικό και δύο
στενότερα πλευρικά. Συχνά οι εσωτερικές κιονοστοιχίες αποτελούνται από
μικρούς κίονες που τοποθετούνται σε δύο επίπεδα, ώστε η μία να πατάει
πάνω στην άλλη. Αυτού του είδους η κιονοστοιχία ονομάζεται δίτονη.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά αφορούν στην κάτοψη του αρχαίου ελληνικού
ναού. Τα μέρη που διακρίνονται στην όψη του είναι, εκτός από τον
κίονα με το κιονόκρανο, η
κρηπίδα, ο στυλοβάτης και ο θριγκός. Κρηπίδα ή
κρηπίδωμα είναι το λίθινο βαθμιδωτό βάθρο, πάνω στο οποίο θεμελιώνεται ο
ναός. Στυλοβάτης είναι η τελευταία βαθμίδα αυτού του βάθρου, που
σχηματίζει το δάπεδο του ναού και το θεμέλιο για τους τοίχους του σηκού
και τους κίονες. Θριγκός είναι ολόκληρη η ανωδομή πάνω από τα κιονόκρανα
και αναλύεται λεπτομερέστερα σε διάφορα μέρη. Ωστόσο τα αρχιτεκτονικά
χαρακτηριστικά της όψης ενός αρχαίου ελληνικού ναού παρουσιάζουν
σημαντικές διαφοροποιήσεις, ανάλογα με το ρυθμό στον οποίο είναι
χτισμένος.[1]
————————–
Εν ολίγοις τα αρχιτεκτονικά μέλη που απαρτίζουν έναν αρχαίο ναό είναι τα
εξής:
α) Η κρηπίδα και ο στυλοβάτης. Την κρηπίδα αποτελούν τρεις
βαθμίδες (σκαλάκια) πάνω στις οποίες στηρίζονται οι κίονες. Η τελευταία
βαθμίδα ονομάζεται στυλοβάτης, γιατί πάνω της “βαίνουν οι στύλοι”.
Εντυπωσιακή τεχνική λεπτομέρεια του στυλοβάτη είναι η “Καμπύλωση” που τη
συναντάμε για πρώτη φορά στο ναό του Απόλλωνα στην Κόρινθο (540 π.Χ.)
για να φτάσει στην τελειότητα με τον Παρθενώνα. Με την καμπύλωση
εννοούμε ότι ο στυλοβάτης δεν είναι απολύτως οριζόντια επιφάνεια, αλλά
στο μέσο της κάθε πλευράς είναι λίγο υψηλότερος από τα άκρα.
Στον Παρθενώνα, για παράδειγμα, στις μακριές πλευρές η καμπύλωση φτάνει
τα 11 εκατοστά και στις στενές τα 7 εκατοστά.
β) Η βάση. Η βάση αποτελεί χαρακτηριστικό μόνο του ιωνικού
ρυθμού. Βρίσκεται στο στυλοβάτη και πάνω της στηρίζεται ο κίονας.
γ) Ο κίονας. Ο κίονας στον ιωνικό ρυθμό αποτελείται από ραβδώσεις
που καταλήγουν σε καμπύλες, ενώ στο δωρικό ρυθμό οι ραβδώσεις καταλήγουν
σε ακμές (μύτες).
-
Ο αριθμός των ραβδώσεων
ποικίλλει από 16 ως 20. Το βάθος των ραβδώσεων μπορεί να διαφέρει κι
έτσι άλλοτε οι ραβδώσεις είναι βαθύτερες στο πάνω μέρος του κίονα
(Παρθενώνας), άλλοτε είναι βαθύτερες στο κάτω μέρος (Ναός του
Ποσειδώνα στο Σούνιο, Ναός της Αφαίας στην Αίγινα) κι άλλοτε το
βάθος παραμένει το ίδιο (Προπύλαια, Ηφαιστείο-Θησείο). Σκοπός των
ραβδώσεων είναι ο τονισμός του κυκλικού σχήματος του κίονα και
φυσικά η αίσθηση που δημιουργείται από τις φωτοσκιάσεις.
-
Οι κίονες, τις
περισσότερες φορές, και ιδίως στο δωρικό ρυθμό, αποτελούνται από
κομμάτια, τους σπόνδυλους, οι οποίοι δεν ήταν ορατοί μετά το τέλος
των εργασιών, γιατί καλύπτονταν με ελαφρό επίχρισμα (σοβά).
-
Χαρακτηριστικό των κιόνων
είναι η ένταση, δηλαδή η ελαφριά καμπύλωση που παρατηρείται στον
κίονα. Στην κλασική περίοδο η μέγιστη τιμή της έντασης διαπιστώνεται
στα 2/5 του ύψους του κίονα. Η ένταση δεν ήταν σε καμιά περίπτωση
μεγαλύτερη από τη διάμετρο της βάσης του κίονα.
-
Χαρακτηριστικό επίσης των
κιόνων είναι η μείωση, δηλαδή ο κίονας καθώς ανεβαίνει γίνεται όλο
και λεπτότερος. Για να το πούμε με άλλα λόγια η διάμετρος του κίονα
στην κορυφή είναι μικρότερη της διαμέτρου του κίονα στη βάση.
-
Στο τέλος του κίονα, στο
σημείο που ενώνεται με το κιονόκρανο υπάρχουν οι δακτύλιοι εγκοπής
τρεις ή τέσσερις. Δακτύλιους παρατηρούμε στα αρχαϊκά χρόνια (Ναός
Αφαίας στην Αίγινα). Στα κλασικά έχουμε μόνο ένα, ενώ στα
ελληνιστικά χρόνια καταργείται.
-
Σύμφωνα με το συνηθέστερο
τυπικό ο αριθμός των κιόνων στη μακριά πλευρά είναι διπλάσιος συν
ένα των κιόνων της στενής πλευράς. (2α+1). Αν για παράδειγμα ένας
ναός έχει 6 κίονες στη στενή, τότε στη μακριά θα έχει 6Χ2+1 = 13.
-
Σημαντικό στοιχείο των
κιόνων είναι και η κλίση προς το σηκό, δηλαδή δεν ήταν κατακόρυφοι.
Οι τέσσερις γωνιακοί είχαν κλίση προς τη διαγώνιο. Αυτό σημαίνει ότι
ο ναός δε σχημάτιζε ένα ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο αλλά μια διάταξη
πυραμοειδή.
δ) Το κιονόκρανο. Ο κίονας καταλήγει στο κιονόκρανο. Στο δωρικό
ρυθμό αποτελείται από τον εχίνο και τον άβακα, ενώ στον ιωνικό από τις
έλικες και τον άβακα. Το κιονόκρανο του δωρικού είναι πιο “βαρύ” ενώ του
ιωνικού περισσότερο χαριτωμένο.
ε) Το επιστύλιο. Το επιστύλιο είναι ένα παραλληλόγραμμο κομμάτι
μαρμάρου που συνδέει τους κίονες και λέγεται έτσι γιατί βρίσκεται “επί
των στύλων”. Στα μικρότερα μνημεία το επιστύλιο μπορεί να είναι ολόσωμο,
δηλαδή να αποτελείται από ένα συμπαγές κομμάτι μαρμάρου. Σε μεγαλύτερα
μνημεία αποτελούνταν από δυο στοιχεία ή ακόμη και τρία, όπως στον
Παρθενώνα. Το κομμάτι που ήταν τοποθετημένο στο εσωτερικό του μνημείο
λέγεται αντίθημα. Το επιστύλιο δεν είχε καμιά διακόσμηση εκτός από το
ναό της Άσσου που είχε ανάγλυφα θέματα και κάποια πρώιμα σικελικά κτήρια
που είχαν επενδύσεις από τερρακότα. Στον Παρθενώνα, εκ των υστέρων είχαν
αναρτήσει χάλκινες ασπίδες και επιγραφές. Το μόνο στοιχείο που υπήρχε
στο επιστύλιο ήταν οι σταγόνες, έξι συνήθως, που θα μπορούσε να θεωρηθεί
ως στοιχείο των υπερκείμενων μετοπών. Τέλος, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι
στο επιστύλιο παρουσιάζεται η ίδια καμπύλωση με την κρηπίδα.
στ) Τα τρίγλυφα και οι μετόπες – Η ζωφόρος.
Στο δωρικό ρυθμό μετά από το επιστύλιο έχουμε τα τρίγλυφα και τις
μετόπες. Τρίγλυφο είναι μια ορθογώνια πλάκα μαρμάρου, η οποία έχει 3
κατακόρυφες γλυφές, δύο ολόκληρες και δύο ημιγλυφές δεξιά και αριστερά.
Μετόπη είναι μια ορθογώνια πλάκα μαρμάρου, η οποία μπορεί να έχει
ανάγλυφη ή γραπτή διακόσμηση. Στο τμήμα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο
κίονες αντιστοιχούν 2 μετόπες και 3 τρίγλυφα.
Στον ιωνικό ρυθμό μετά το επιστύλιο έχουμε τη ζωφόρο, δηλαδή μια ζώνη
από ανάγλυφες πλάκες. Ονομάζεται ζωφόρος επειδή φέρει ζωή.
ζ) Το γείσο : Το γείσο προεξέχει και προστατεύει από το νερό της
βροχής τα τρίγλυφα και τις μετόπες ή τη ζωφόρο. Κάτω από το γείσο
υπάρχουν οι πρόμοχθοι με τις σταγόνες. Κάθε πρόμοχθος έχει πλάτος ίσο με
τα τρίγλυφα και τις μετόπες και φέρει 18 συνήθως σταγόνες σε τρεις
σειρές (3Χ6). Υπάρχουν βεβαίως και μνημείο με λιγότερες σταγόνες (3Χ4) η
(3Χ3) ή ακόμη και (3Χ5)
Το επιστύλιο, τα τρίγλυφα και οι μετόπες ή η ζωφόρος και το γείσο
αποτελούν το
θριγκό.
η) Το αέτωμα ή τύμπανο. Πρόκειται για το τριγωνικό τμήμα στο πάνω
μέρος της πρόσοψης ενός ναού. Ονομάστηκε αέτωμα γιατί το σχήμα του
παραπέμπει σε αετό με ανοιγμένα τα φτερά.[22]
——————————————–
ΔΩΡΙΚΟΣ ΡΥΘΜΟΣ : Δωρικός Ρυθμός ονομάζεται στην αρχαία
ελληνική
αρχιτεκτονική και ειδικότερα στη ναοδομία ο ρυθμός εκείνος, που
διακρίνεται για τη λιτότητα, την αυστηρότητα και τη μνημειακότητά του
από τον πιο διακοσμητικό Ιωνικό Ρυθμό. Οι απαρχές του Δωρικού Ρυθμού
πιστεύεται ότι βρίσκονται στο Άργος και την Κόρινθο, δύο σημαντικά
δωρικά κέντρα τέχνης κατά τη Γεωμετρική Περίοδο (8ος αι. π.Χ.).
Ωστόσο από τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα τόσο πρώιμης εποχής δεν έχουν
σωθεί, αφού μάλιστα για την κατασκευή τους θα πρέπει να είχε
χρησιμοποιηθεί κυρίως ξύλο. Πράγματι, ο Παυσανίας αναφέρει ότι στον
δωρικό ναό της Ήρας στην Ολυμπία (έναν από τους αρχαιότερους)
είδε έναν ξύλινο κίονα ανάμεσα στους λίθινους. Φαίνεται ότι οι ξύλινοι
κίονες αντικαταστάθηκαν σταδιακά με λίθινους Αυτό δικαιολογεί και το ότι
κανένας από αυτούς δεν είναι ίδιος με κάποιον άλλο.
Κίονες : Κύριο χαρακτηριστικό των κιόνων είναι η απουσία βάσης:
οι κίονες στηρίζονται απευθείας στον στυλοβάτη. Τα κιονόκρανα είναι λιτά
σε σχέση με τους άλλους δύο ρυθμούς. Αποτελούνται από δύο μέρη, τον “εχίνο”
και τον “άβακα“. Ο “άβακας” είναι το τετράγωνης κάτοψης
ανώτερο σημείο του κίονα στο οποίο στηρίζεται το επιστύλιο, ενώ ο
“εχίνος” (αχινός) είναι το αμέσως κατώτερο σημείο το οποίο
αποτελεί ομαλή μετάβαση από τον “άβακα” στον κυρίως κίονα. Ένα
ακόμη χαρακτηριστικό των δωρικών κιόνων είναι ότι οι αιχμές των
ραβδώσεών τους είναι οξύες και όχι επίπεδες όπως στον Ιωνικό και τον
Κορινθιακό.
Θριγκός : Ο θριγκός στα δωρικά κτήρια αποτελείται από δύο
μέρη: Το
επιστύλιο και τη δωρική ζωφόρο. Το επιστύλιο (η ζώνη που ακουμπά
ακριβώς πάνω στους κίονες) χαρακτηρίζεται από την απουσία
διακοσμητικών στοιχείων με εξαίρεση μία λεπτή ταινία στο ανώτερο μέρος
της, που αποτελεί συνέχεια της διακόσμησης των τριγλύφων που βρίσκονται
ακριβώς από πάνω. Στη δωρική ζωφόρο, υπάρχει μία συνεχής εναλλαγή από
τρίγλυφα και μετόπες. Τα τρίγλυφα είναι τρία μακρόστενα και κάθετα
λαξεύματα στο μάρμαρο. Το σχέδιό τους καθιερώθηκε ώστε να θυμίζει τα
ξύλινα δοκάρια που στέγαζαν παλιότερα τους ναούς. Γι’ αυτόν τον λόγο,
κάτω ακριβώς από το κάθε ένα (σκαλισμένα στο επιστύλιο)
βρίσκονται απομιμήσεις των καρφιών που συγκρατούσαν κάποτε τις ξύλινες
δοκούς, που ονομάζονται “σταγόνες“. Οι μετόπες βρίσκονταν ανάμεσα
στα τρίγλυφα και ήταν είτε απλά κομμάτια μαρμάρου, είτε έφεραν γραπτές ή
ανάγλυφες παραστάσεις. Κατά την αρχαιότητα, τα τρίγλυφα ήταν βαμμένα
μπλε ενώ οι μετόπες κόκκινες.
Το πρόβλημα της γωνιακής τριγλύφου : Το σημαντικότερο πρόβλημα
στον σχεδιασμό των δωρικών ναών είναι το λεγόμενο “πρόβλημα της γωνιακής
τριγλύφου”. Κάθε τρίγλυφος ήταν έτσι τοποθετημένη ώστε να βρίσκεται
ακριβώς πάνω από κίονα. Αυτό όμως ήταν αδύνατο να συμβεί στους
γωνιακούς. Για τον λόγο αυτό έγιναν διάφορες δοκιμές αρκετά ατυχείς
(όπως για παράδειγμα η μεγέθυνση των γωνιακών τριγλύφων). Η λύση δόθηκε
με την κατασκευή του Παρθενώνα. Εκεί, οι γωνιακοί κίονες μεταφέρθηκαν
λίγο πιο κοντά στους παραπλήσιούς τους και το πλάτος των μετώπων
μεγάλωνε σταδιακά προς το κέντρο. Με αυτόν τον τρόπο το μάτι του θεατή
ξεγελιέται και δίνει μία συμμετρία στο όλο κτίσμα[2].
Ο κίονας: Ο κίονας στον ιωνικό ρυθμό αποτελείται από
ραβδώσεις που καταλήγουν σε καμπύλες, ενώ στο δωρικό ρυθμό οι ραβδώσεις
καταλήγουν σε ακμές (μύτες).
Το κιονόκρανο : Ο κίονας καταλήγει στο κιονόκρανο. Στο
δωρικό ρυθμό αποτελείται από τον εχίνο και τον άβακα, ενώ στον ιωνικό
από τις έλικες και τον άβακα.
Κιονοστοιχία : Κιονοστοιχία λέγεται η σειρά κιόνων που
τοποθετούνται γύρω και μέσα σε οικοδομήματα από την αρχαιότητα μέχρι
σήμερα. Οι κιονοστοιχίες κατά την αρχαία αρχιτεκτονική τοποθετούνταν
κυρίως σε ναούς, για σχηματισμό στοών, για υποστήριξη στέγης καθώς και
για τη διαίρεση ενός οικοδομήματος σε κλίτη. Η εξωτερική περιμετρική
κιονοστοιχία λεγόταν “περίστασις” ή “πτερόν“.
Οι κιονοστοιχίες σχηματίζονταν με βάση ειδικών κανόνων αναλογιών, του
αριθμού των κιόνων, της μεταξύ τους απόστασης, (με βάση τη διάμετρο του
κίονα), καθώς επίσης και από το ρυθμό αυτών. Έτσι οι αναλογίες
καθορίζονταν ακριβώς κατά το πλάτος μόνο του οικοδομήματος και ποτέ κατά
το ύψος.
Α. Η κιονοστοιχία ανάλογα του αριθμού των κιόνων ήταν τετράστυλη,
εξάστυλη, οκτάστυλη, δεκάστυλη, δωδεκάστυλη όταν η πρόσοψη του
οικοδομήματος είχε 4, 6, 8, 10, ή 12 κίονες αντίστοιχα. Εκ του αριθμού
δε των κιονοστοιχιών πέριξ του οικοδομήματος, συνηθέστερα ναού, αυτός
λεγόταν: Περίπτερος, όταν έφερε περιμετρικά μία κιονοστοιχία, Δίπτερος,
όταν έφερε περιμετρικά δύο κιονοστοιχίες, και Ψευδοδίπτερος, όταν έφερε
στις μεν στενές πλευρές διπλή κιονοστοιχία ενώ στις μακρές μόνο μία,
εξωτερική.
Β. Επίσης ανάλογα της μεταξύ των κιόνων απόστασης η κιονοστοιχία
χαρακτηρίζεται με βάση τη διάμετρο του κίονα σε: Πυκνόστυλη, όταν το
μεταξύ των κιόνων κενό είναι ίσο με το 1,5 της διαμέτρου του κίονα, σε
Σύστυλη, όταν το κενό είναι ίσο με 2 διαμέτρους, σε Εύστυλη, όταν το
κενό είναι ίσο με 2,5 διαμέτρους, σε Διάστυλη, όταν το κενό είναι ίσο με
3 διαμέτρους και σε Αραιόστυλη, όταν το κενό είναι μεγαλύτερο των 3
διαμέτρων.[3]
Οπισθόδομος : Με τον όρο οπισθόδομος στην αρχιτεκτονική
του
αρχαιοελληνικού ναού εννοείται ο οπίσθιος χώρος του αρχαίου ελληνικού
ναού με είσοδο από το εξωτερικό του οικοδομήματος, διαμορφωμένη με δύο
κίονες ανάμεσα στις παραστάδες των μακρών τοίχων. Άλλοτε ο οπισθόδομος
ήταν πλήρως απομονωμένος από τον σηκό, ενίοτε όμως επικοινωνούσε μαζί
του μέσω θύρας. Ο οπισθόδομος κατείχε πιθανώς τη θέση του
θησαυροφυλακίου οπότε και φυλασσόταν με κιγκλιδώματα. Χαρακτηριστικά
παραδείγματα ναών με οπισθόδομο είναι εκτός άλλων : o Ναός του Δία στην
Ολυμπία, o Παρθενώνας στην Ακρόπολη της Αθήνας, o Ναός Επικούριου
Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας, o Ναός της Αθηνάς στην Λίνδο, o Ναός
του Διονύσου στην Τέω, o Ναός της Αθηνάς στην Αίγινα και Ο Ναός του
Ποσειδώνα στο Σούνιο.[4]
Πρόναος :Πρόναος ή πρόδομος ονομάζεται ο χώρος στους
αρχαίους
ελληνικούς ναούς που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του ναού και
επιτρέπει την πρόσβαση στο εσωτερικό του κυρίως ναού. Ο πρόναος
σχηματίζεται από τον μπροστινό τοίχο του ναού και το αέτωμά του που
στηρίζεται ή μόνο σε κολώνες, ή σε κολώνες και τις παραστάδες των μακρών
τοίχων, ή μόνον στις παραστάδες των μακρών τοίχων. Όταν το αέτωμα
στηρίζεται μόνο σε κολώνες, τότε ο πρόναος (και γενικά ο ναός)
ονομάζεται πρόστυλος. Όταν το αέτωμα στηρίζεται μόνο στις
παραστάδες, τότε ο πρόναος ονομάζεται άστυλος.[5]
Σηκός :Σηκός ονομάζεται ο κύριος εσωτερικός χώρος στους
αρχαίους
ελληνικούς ναούς. Ήταν αποκλειστικά αφιερωμένος και χρησίμευε για την
φύλαξη του αγάλματος της θεάς ή του θεού, για αυτό και ήταν κλειστός για
το κοινό, αφού οι τελετές και οι θυσίες γίνονταν στον βωμό που
βρίσκονταν έξω από τον ναό.
Ο σηκός ήταν ένας κλειστός χώρος χωρίς παράθυρα. Το φως έμπαινε από την
είσοδο. Στους μεγαλύτερους ναούς, ο σηκός περιείχε κίονες που στήριζαν
την οροφή. Οι αρχαιότεροι ναοί (π.χ. στην Δήλο) περιείχαν μια κεντρική
κιονοστοιχία. Αργότερα συναντάμε συνήθως δύο κιονοστοιχίες, οι οποίες
διαμοιράζανε τον χώρο του σηκού σε τρείς διαδρόμους: δύο στενούς
πλαϊνούς και έναν φαρδύτερο στην μέση. Η διαρρύθμιση αυτή έγινε κανόνας,
αφού αργότερα, στον δωρικό ρυθμό συναντούμε τις εσωτερικές
κιονοστοιχίες, ακόμα και σε μικρούς ναούς που δεν είχαν ανάγκη
στηρίγματος. Ιδικά στους ναούς δωρικού ρυθμού συναντάμε διώροφες
κατασκευές, που διαμοιράζανε τον σηκό σε πάνω και κάτω όροφο. Στον πάνω
όροφο, την Hyperoa, π.χ. στον ναό της Αφαίας στην Αίγινα, βρισκόταν
έκθεση αγαλμάτων δεξιά και αριστερά. Υπάρχει και η παραλλαγή του
υπαίθριου σηκού, όπου ο εσωτερικός χώρος του ναού δεν είναι σκεπασμένος,
αλλά περιέχει μια εσωτερική αυλή. Στον σηκό του Παρθενώνα, οι
κιονοστοιχίες αντί να χωρίζουν τον χώρο σε διαδρόμους τον περιβάλουν σε
ημικύκλιο σχηματισμό U.[6]
Άδυτο :Το άδυτο ήταν ένας από τους εσωτερικούς χώρους των
αρχαίων ναών. Ήταν ένας
ιδιαίτερος χώρος, τμήμα του κυρίως ναού, αλλά με
ενδιάμεσο τοίχο, έτσι ώστε να μην είναι προσβάσιμος. Ορισμένοι μόνο ναοί
είχαν άδυτο, ιδιαίτερα εκείνοι που φιλοξενούσαν μαντείο ή θεούς με
ιαματικές ικανότητες είχαν το άγαλμα της θεότητας μέσα στο άδυτο
κάνοντάς το με αυτό τον τρόπο πιο απομονωμένο από τους θνητούς. Στο
άδυτο επιτρεπόταν η είσοδος μόνο στους ιερείς του ναού[7].
Χαρακτηριστικό είναι το άδυτο του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου
η Πυθία καθισμένη στον τρίποδα ανακοίνωνε τον χρησμό του Θεού, τον οποίο
εν συνεχεία οι ιερείς μετέφεραν στον εκάστοτε που είχε ζητήσει την
βοήθεια. Ξέρουμε ότι το άδυτο ήταν χωρισμένο από τον σηκό, αφού έτσι το
αναφέρει ο Μάρκος Ανναίος Λουκανός[8]. Στην Ελλάδα οι αρχαίοι ναοί είχαν
άδυτο μόνο στην αρχαϊκή εποχή, ενώ στην Μεγάλη Ελλάδα συναντάμε άδυτο
και σε ναούς της κλασικής εποχής, π.χ. στην Σελινούντα.[9]
Ακρόπολις
“Η Ακρόπολις των Αθηνών είναι ένας από τους λόφους που ξεπετιούνται
μέσα από το αττικό λεκανοπέδιο, περίπου 150 μ. πάνω από το επίπεδο της
θάλασσας. Τοπογραφικά παρουσιάζει αναμφισβήτητη γεωλογική συγγένεια με
τους γειτονικούς της λόφους. Καθώς κανείς στέκεται στην κορυφή του
Μουνιχίου, που δεσπόζει πάνω από το λιμάνι του Πειραιώς, και κοιτάζει
κατά μήκος της πεδιάδας με θέα το Πεντελικόν Όρος στα βορειοανατολικά,
μπορεί να διακρίνει στη σειρά τρεις μεγάλες τομές καθ’ ύψος: τον λόφο
των Μουσών (Φιλοπάππου), την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό, που εκτείνονται
απλωμένοι σε μία γραμμή που διαγράφεται προς τα νοτιοανατολικά και προς
τα βορειοδυτικά, ακολουθώντας πορεία παράλληλη με αυτή του Υμηττού. Έχει
διαπιστωθεί ότι αυτοί οι απομονωμένοι πλέον λόφοι αποτελούσαν αρχικά ένα
ενιαίο υψίπεδο, γεγονός που καθιστά φανερό τόσο η φύση των πετρωμάτων
τους, ενός κυανόγκριζου ασβεστολίθου με κοκκινωπές ανταύγειες, όσο και
το σχήμα των κοιλάδων που διαμορφώθηκαν ανάμεσά τους με την πάροδο του
χρόνου. Αποθέσεις στρωμάτων πηλού μαζί με ασβέστη και σχιστολιθικά
πετρώματα δείχνουν να έχουν παρασυρθεί εξαιτίας διάβρωσης, σχηματίζονταν
σπήλαια και μεγάλες ρωγμές στις πλαγιές των λόφων. Ο Πλάτων φαίνεται να
πιστεύει ότι οι ανυψώσεις και καταβυθίσεις της γης προκλήθηκαν εν μέρει
από σεισμό, όμως πιθανώτερη αιτία είναι η βαθμιαία φθορά και υποχώρηση
των λόφων εξαιτίας της δράσης των χειμάρρων νερού και η επακόλουθη
καθίζηση των περιοχών που υποσκάφτηκαν τοιουτοτρόπως, διεργασία που
παρατηρείται και στον γειτονικό λόφο του Αρείου Πάγου.
Καθ’ όσον αφορά το σχήμα της, η Ακρόπολις είναι ένα ακανόνιστο
πολύγωνο, εκτεινόμενο από δυσμάς προς ανατολας σε μία απόσταση 270
μέτρων. Μαζί με την τεχνητή προέκταση της δυτικής πλευράς της επιφάνειάς
της, επέμβαση που σημειώθηκε αργότερα, το μεγαλύτερο πλάτος της φθάνει
περίπου τα 156 μ. Στην πρωταρχική του μορφή ο βράχος πρέπει να
παρουσίαζε πολύ διαφορετική εμφάνιση και πολύ πιο ακανόνιστη διάρθρωση,
με πολυάριθμες μυτερές οδοντώσεις, προεξοχές, κοιλότητες και χαραμάδες,
κυρίως προς την πλευρά της ανατολικής του απόληξης που αποκολλήθηκε και
επικαλύφθηκε από την γραμμή των μετέπειτα χτισμένων τειχών, τα οποία θα
του έδιναν όψη πολύ πιο τραχιά και πετρώδη από εκείνη που προήλθε μέσω
της επεξεργασίας του από τον άνθρωπο και, ασφαλώς, από την εικόνα που
μας δίνει σήμερα.
Οι πολλαπλές και ποικίλες χρήσεις του χώρου (φρούριο, ιερό, τόπος
κατοίκησης, καταφύγιο σε καιρό πολέμου) από τους προϊστορικούς χρόνους
έως και τον 19ο αιώνα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις κοινωνικές,
πολιτικές, και οικονομικές συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε και
αναπτύχθηκε η αρχαία Αθήνα, προσφέροντάς μας ένα σκιαγράφημα της
ιστορικής εξέλιξης της πόλης στο διάβα των αιώνων
Βωμός της Αθηνάς
Από τον Όμηρο (Ιλιάδος Β, 550) πληροφορούμαστε την ύπαρξη βωμού επάνω
στην Ακρόπολη, αφιερωμένου στη λατρεία του μυθικού ήρωος-βασιλέως
Ερεχθέως, δεν γνωρίζουμε όμως την ακριβή μορφή που είχε τότε (περ. 8ος
αι. π.Χ.). Σε αυτόν είναι πιθανόν να τελούνταν λατρευτικές πράξεις και
προς τιμήν της Αθηνάς, όταν από τους αρχαϊκούς χρόνους κι έπειτα
παγιώθηκε το Δωδεκάθεο. Βρισκόταν στα ανατολικά του μεταγενέστερου
«αρχαίου νεώ» της Αθηνάς, τοποθετημένος σχεδόν στην ευθεία του κεντρικού
άξονα του ναού. Όταν κτίστηκε ο Παρθενών, ο βωμός πιθανώτατα εξυπηρέτησε
τις λειτουργικές ανάγκες και του νέου ναού, γεγονός που συνηγορεί στην
απόδοσή του στη λατρεία μίας θεότητας, της Αθηνάς, κατά τους κλασσικούς
χρόνους (Βωμός της Αθηνάς). Ο βωμός συνέχισε να βρίσκεται σε χρήση στα
μετακλασσικά και ρωμαϊκά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων φαίνεται
πως δέχθηκε επισκευές.
Χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου (περ. 465-450 π.Χ.)
Η «μεγάλη χαλκή Αθηνά» ήταν έργο του περίφημου γλύπτη Φειδίου.
Αφιερώθηκε στην Αθηνά Πρόμαχο, προστάτιδα της πόλης των Αθηνών. Για την
εκτέλεση του έργου οι Αθηναίοι διέθεσαν δεκάτη (1/10) από τα λάφυρα της
νίκης στο Μαραθώνα το 490 π.Χ.· ωστόσο, το γλυπτό πρέπει να
κατασκευάσθηκε μία γενιά μετά τους Μαραθωνομάχους, πιθανώτατα μετά τη
νίκη των Αθηναίων στον Ευρυμέδοντα ποταμό (470 ή 467 π.Χ.).
Το άγαλμα πατούσε σε βάση ύψους 2μ. και είχε συνολικό ύψος 9μ. Σήμερα
σώζεται μόνο τμήμα της βάσης του και των οικοδομικών επιγραφών του. Η
θεά απεικονιζόταν σε ήρεμη και όχι επιθετική στάση. Έφερε δόρυ στο δεξί
της χέρι και ασπίδα στο αριστερό· κατά μία άλλη εκδοχή, με το αριστερό
της χέρι κρατούσε δόρυ και στήριζε την ασπίδα πλάι της, ενώ στο δεξί της
κρατούσε κάτι (Νίκη;). η ασπίδα της θεάς ήταν διακοσμημένη με παράσταση
Κενταυρομαχίας που σχεδίασε ο ζωγράφος Παρράσιος και εκτέλεσε ο τορευτής
Μύς. Ίσως η Αθηνά Πρόμαχος να αποτέλεσε το πρότυπο για την μεταγενέστερη
Αθηνά Παρθένο. Μάλιστα, φαίνεται πως υπήρχε μία μορφή ανταγωνισμού
ανάμεσα στα δύο αγάλματα, αν κρίνουμε από τις επίθετες μορφές που
προστέθηκαν στην ασπίδα της Προμάχου αργότερα μέσα στον ίδιο αιώνα.
Γεγονός είναι πάντως ότι το άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου προξενούσε
μεγάλη εντύπωση στην αρχαιότητα. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η
μαρτυρία του περιηγητή Παυσανίου (2ος αι. μ.Χ.), σύμφωνα με τον οποίο η
αιχμή του δόρατος (θα πρέπει το δόρυ να είχε μήκος 9-16μ.) και το λοφίο
του κράνους της θεάς ήταν ήδη ορατά όταν πλησίαζε κανείς (στον Πειραιά)
πλέοντας από το Σούνιο. Κατά μία άλλη παράδοση, ο ηγέτης των Βησιγότθων
Αλάριχος (370-410 μ.Χ.), τον καιρό που διενεργούσε επιδρομές κατά των
ελληνικών κτήσεων του Βυζαντίου, είδε την Αθηνά Πρόμαχο επάνω στην
Ακρόπολη να κινείται και από φόβο αποφάσισε να μην εισβάλει στην Αθήνα.
Το 465 μ.Χ. το άγαλμα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και έκτοτε
αγνοείται η τύχη του.“[10].
Σχεδιαστική και ζωγραφική αναπαράσταση της Ακροπόλεως των κλασσικών
χρόνων
Σχέδιο της Ακροπόλεως των κλασσικών χρόνων.
Συνολική αναπαράσταση της Ακροπόλεως και των μνημείων της. Στο μέσον
περίπου του βράχου δεσπόζει η φιγούρα της Αθηνάς Προμάχου, προστάτιδος
των Αθηνών.
Ασυνήθιστη παράσταση της Αθηνάς στον τύπο της Προμάχου με την μορφή
γλαυκός, συμβόλου της σοφίας για τους Έλληνες, σε ερυθρόμορφο σκύφο (5ος
-4ος αι. π.Χ.).
Παρθενών (447-432 π.Χ.)
Ο μεγάλος ναός της Αθηνάς Παρθένου, της προστάτιδος της Αθήνας, δεσπόζει
στην κορυφή του λόφου της Ακροπόλεως. Αρχικά ονομαζόταν «εκατόμπεδος
νεώς» (είχε μήκος 100 αττικών ποδών) ή απλώς «νεώς» (570-566 π.Χ.)· ο
όρος ‘εκατόμπεδος’ αναφερόταν κυρίως στο κεντρικό τμήμα του ναού, όπου
βρισκόταν το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, γι’ αυτό και ο ναός
απεκαλείτο επίσης «Παρθενών» (οίκος της Παρθένου). Από τα χρόνια του
Δημοσθένους και εξής η ονομασία «Παρθενών» δήλωνε ολόκληρο το ναϊκό
οικοδόμημα. Ήδη μετά τη νίκη επί των Περσών στο Μαραθώνα το 490 π.Χ.
είχε αρχίσει η ανέγερση ενός μεγάλου εξάστυλου ναού προς τιμήν της θεάς,
του λεγόμενου Προ-Παρθενώνος, ο οποίος έμεινε ημιτελής και κατεδαφίσθηκε
από τους Πέρσες. Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι του Προ-Παρθενώνος
προϋπήρξε μέσα στον 6ο αι π.Χ. ένας πώρινος Πρωταρχικός ναός, ο
“Urparthenon” ή «παππούς του Παρθενώνος», όμως κάποια από τα λείψανα που
του έχουν αποδοθεί ίσως να ανήκαν στον παρακείμενο «αρχαίο νεώ» της
Αθηνάς. Ο αρχαϊκός αυτός πρόδρομος του κλασσικού Παρθενώνος, που
ανάγεται στα χρόνια των Πεισιστρατιδών (περ. 520 π.Χ.), ήταν δωρικός
περίπτερος ναός (κιονοστοιχία 6×12), με σχεδόν τετράγωνο σηκό στα
ανατολικά και έναν αντίστοιχο μικρότερο χώρο προς τα δυτικά, προς τον
οποίο ανοίγονταν δύο διαδοχικά δωμάτια. Πάνω από τις στενές πλευρές του
σηκού το κτίριο περιέτρεχε ανάγλυφη ιωνική ζωφόρος. Τα αετώματα ήταν
καμωμένα από παριανό μάρμαρο· στο δυτικό λιοντάρια επιτίθενται σε ταύρο,
ενώ στο ανατολικό εικονιζόταν το προσφιλές στους Αθηναίους θέμα της
Γιγαντομαχίας. Κατά μία άλλη άποψη, στην ίδια θέση προηγήθηκε ακόμη
ένας, αρχαιότερος του “Urparthenon” ναός στα τέλη του 7ου ή στις αρχές
του 6ου αι. π.Χ., θεωρία που παραμένει αναπόδεικτη. Ο Παρθενών ήταν το
πρώτο και το πιο σημαντικό από τα κτίρια που ανοικοδόμησαν οι Αθηναίοι
έπειτα από τις καταστρεπτικές συνέπειες της περσικής εισβολής του 480
π.Χ. στην Αθήνα και αποτέλεσε το συμβολικό και ουσιαστικό επίκεντρο του
μεγαλεπήβολου οικοδομικού προγράμματος που εφαρμόσθηκε στην πόλη με
πρωτοβουλία του Περικλέους. Η οικοδόμηση του ναού ξεκίνησε το 447 π.Χ.
από τους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη, υπό τη γενική εποπτεία του
Φειδίου. Ο ναός με το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς εγκαινιάσθηκε εννέα
χρόνια αργότερα, το 448 π.Χ., ενώ οι εργασίες στον γλυπτό διάκοσμο
συνεχίστηκαν έως το 432 π.Χ..[10]
Αθήναι.
Ακρόπολις. Οικοδομικές φάσεις των ναών της Αθηνάς.
U
Πρωταρχικός Παρθενών (Urparthenon) (πώρινος, αρχές 6ου αι. π.Χ.).
ΠI Προπαρθενών Ι (πώρινος, γύρω ή λίγο πριν το 500, ημιτελής).
ΠΙΙ Προπαρθενών ΙΙ (μαρμάρινος, 489-485 π.Χ., ημιτελής).
Π
Παρθενών (447-438 π.Χ., ολοκλήρωση του γλυπτού διακόσμου το 432 π.Χ.).
ΑΙ Αρχαιότερος ναός της Αθηνάς (αρχές 7ου αι. π.Χ.).
ΑΙΙ
«Αρχαίος νεώς» της Αθηνάς (520/500 π.Χ.).
ΕΙ Ερέχθειον Ι, οίκημα (αρχές 5ου αι. π.Χ.).
ΕΙΙ
Ερέχθειον ΙΙ (431 (?) – 406 π.Χ.).
ΜΙ Μυκηναϊκό (Πελαργικόν ή Πελασγικόν) τείχος.
ΜΙΙ
Κλασσικό τείχος.
Ν Επίχωση των τυράννων (6ος αι. π.Χ.) και περσική επίχωση (480/79
π.Χ.).
Αξονομετρικό σχέδιο της πρόσοψης του Πρωταρχικού Παρθενώνος.
Ο ΝΑΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΛΥΠΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ : O Παρθενώνας, το
πρώτο μνημείο του Περίκλειου προγράμματος στην Ακρόπολη των κλασικών
χρόνων, ήταν οικοδόμημα
θαυμαστό για τις αναλογίες του, την
αριστοτεχνική κατασκευή του, αλλά και για την τόσο σοφή χωροθέτησή του
στην κορυφή του Ιερού Βράχου. Περίπτερος ναός, διαστάσεων περίπου 31x
70μ με αναλογία κιόνων 8×17 που διαιρείται σε πρόναο, σηκό και
οπισθόδομο (πίσω διαμέρισμα) με θύρα προς τον οπισθόναο. Ο
Παρθενώνας αποτελεί το λαμπρότερο μνημείο της αθηναϊκής πολιτείας. Η
κατασκευή του ξεκίνησε το 448/7 π.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν το 438 π.Χ.
στα Μεγάλα Παναθήναια, ενώ ο γλυπτός διάκοσμος περατώθηκε το 433/2 π.Χ.
Χτίστηκε από τους φημισμένους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη, με τη
γενική εποπτεία του γλύπτη Φειδία – σε δωρικό ρυθμό, αλλά και με
στοιχεία χαρακτηριστικά του ιωνικού ρυθμού, όπως η ζωφόρος, οι ιωνικοί
κίονες που στήριζαν την οροφή του οπισθοδόμου κ.α. Πολλά τμήματα του
γλυπτού διακόσμου, του επιστυλίου και των φατνωμάτων της οροφής έφεραν
γραπτό διάκοσμο με κόκκινο, μπλε και χρυσό χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε
πεντελικό μάρμαρο, εκτός από το στυλοβάτη που κατασκευάστηκε από
ασβεστόλιθο. Το πτερό (οι σειρές κιόνων) είχε 8 κίονες κατά
πλάτος και 17 κατά μήκος. Η τοποθέτηση των κιόνων είναι ασυνήθιστα πυκνή
με αναλογία διαμέτρου κίονα και μετακιόνιου διαστήματος 1:2,25 (πρβλ.
την αναλογία 1: 2,32 στο ναό του Δία στην Ολυμπία και 1:2,65 στο ναό της
Αφαίας στην Αίγινα). Στις στενές πλευρές υπήρχε και δεύτερη σειρά 6
κιόνων που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση δίπτερου ναού. Μέσα στον σηκό
περιτριγυρισμένο από διώροφη κιονοστοιχία ήταν το κολοσικό
χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς Παρθένου, περίφημο έργο του γλύπτη
Φειδία. Ο Παρθενώνας ως αρχιτεκτόνημα ήταν φημισμένος για τις λεγόμενες
εκλεπτύνσεις ή καμπυλότητες, χάρις στις οποίες το κτήριο δεν ήταν
στατικό και άψυχο, αλλά έμοιαζε σαν ένας ζωντανός οργανισμός με
εσωτερική πνοή. Κυρίως όμως ήταν φημισμένος για τον γλυπτό του διάκοσμο
(αετώματα, μετόπες, ζωφόρος).
Προοπτική αναπαράσταση της εξωτερικής όψης και τομή που απεικονίζει την
εσωτερική δομή του Παρθενώνος.
«Ο Παρθενώνας κτίστηκε από λευκό πεντελικό μάρμαρο. Κτίστηκε σε μια
βάση που είχε ύψος περίπου 4 πόδια και 6 ίντσες [1,35μ] και απαρτιζόταν
από ένα σηκό που περιβάλλονταν από ένα περιστύλιο με 46 κίονες διαμέτρου
6 ποδιών και 3 ιντσών [1,85μ] στη βάση και ύψους 34 ποδών [10,20μ], οι
οποίοι στηρίζονταν σε ένα επίπεδο στο οποίο ανέβαζαν 3 βαθμίδες
(σκαλιά). Το συνολικό ύψος πάνω από τη βάση ήταν 65 πόδια περίπου
[19,50μ]. Μέσα στο περιστύλιο, σε κάθε πρόσοψη, υπήρχε μια εσωτερική
σειρά από 6 κίονες μπροστά από τον πρόναο και μια μπροστά από τον
οπισθόδομο, οι οποίες αντίθετα με τη συνήθεια, ήταν όμοιες επειδή η
τελευταία [η εσωτερική σειρά κιόνων του οπισθόδομου] φαινόταν καλύτερα
από ότι η ανατολική ή κύρια πρόσοψη, από τον Πειραιά και την ακτή, καθώς
και από τα Προπύλαια ή την είσοδο της Ακροπόλεως. Αυτή η διάταξη των
κιόνων μπροστά από τον πρόναο ήταν εφεύρεση του Ικτίνου, η οποία
πρωτοχρησιμοποιήθηκε σε αυτό το έργο : τόσο σημαντικές ήταν πράγματι οι
επινοήσεις που εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά σε αυτό το ναό, καθώς και σε
όλα τα έργα που σχετίζονται με αυτόν, ώστε καταγράφηκαν σε ένα βιβλίο
που συντάχθηκε από τον Ικτίνο και τον Καρπίονα. Για να μπει κανείς στους
προθαλάμους από το περιστύλιο ανέβαινε δυο σκαλιά. Ο σηκός ο οποίος είχε
εσωτερικό πλάτος 62 πόδια και 6 ίντσες [18,75μ], χωριζόταν σε δυο
άνισους θαλάμους από τους οποίους ο δυτικός είχε μήκος 43 πόδια και 10
ίντσες [13,15μ] και ο ανατολικός 95 πόδια και 7 ίντσες [29.58μ]. Ο
πρώτος, σχεδιασμένος σαν οπισθόδομος ή σαν θησαυροφυλάκιο του ναού δε
φαίνεται να επικοινωνούσε με το σηκό στον οποίο ήταν τοποθετημένο το
άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου : η οροφή του στηριζόταν σε τέσσερις κίονες
διαμέτρου περίπου 4 ποδών [1,20μ]. Η δυτική πρόσοψη ήταν διακοσμημένη με
οπισθόδομο και διάδρομο εισόδου το ίδιο καθώς φαίνεται μεγαλοπρεπή με τα
αντίστοιχα τμήματα της ανατολικής πρόσοψης που αποτελούσαν την είσοδο
του σηκού. Η οροφή εδώ στηριζόταν σε 16 κίονες διαμέτρου περίπου 3 ποδών
[0,90μ]. Δεν είναι όμως γνωστό ποιάς μορφής ήταν οι εσωτερικοί κίονες
κάθε θαλάμου. Οι γραμμές που υπάρχουν στο σχέδιο παριστάνουν τις
μαρμάρινες πλάκες που συνθέτουν το εσωτερικό δάπεδο. Δείχνουν
ξεκάθαρα τις θέσεις των κιόνων τόσο στο σηκό όσο και στον οπισθόδομο.
Στον τελευταίο οι 4 μεγαλύτερες πλάκες δείχνουν τους 16 κίονες και στο
σηκό οι εναλλάξ πλάκες δείχνουν τους 16 κίονες. Τα ίχνη της διαμέτρου
των κιόνων ήταν ορατά σε μερικές απ’ αυτές. Εκείνοι του δυτικού θαλάμου
που είχαν 46 πόδια [10,80μ] ύψος, θα πρέπει να είχαν τις ίδιες αναλογίες
με τους Ιωνικούς κίονες του προθαλάμου των Προπυλαίων : γι’ αυτό και
φαίνεται πολύ πιθανό ότι χρησιμοποιήθηκε ο ίδιος ρυθμός για το εσωτερικό
και των δύο αυτών κτιρίων της ίδιας εποχής. Στον ανατολικό θάλαμο του
Παρθενώνα, το μικρό μέγεθος της διαμέτρου των κιόνων δεν αφήνει παρά
ελάχιστη αμφιβολία ότι υπήρχε ένα δεύτερο ψηλότερο τμήμα, όπως συμβαίνει
και με τον ναό της Αίγινας»[11].
Προοπτική αναπαράσταση του Παρθενώνος, με το λατρευτικό άγαλμα της
Αθηνάς Παρθένου, έργο του Φειδίου, στο κέντρο του βάθους του σηκού.
Ανατολική πρόσοψη του Παρθενώνος.
Τομή της δυτικής πρόσοψης του Παρθενώνος.
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ : Στο εσωτερικό του ναού
υπήρχε δίτονη (διώροφη) δωρική κιονοστοιχία σχήματος «Π», που
δημιουργούσε ένα υπερώο, από το οποίο οι επισκέπτες μπορούσαν να
θαυμάσουν από διάφορα σημεία το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς μαζί με
το βάθρο του.
«Το άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου από ελεφαντοστούν και χρυσό, σύμφωνα
με Πλίνιο[12], είχε ύψος 39 πόδια και 7 ίντσες
[11,88μ], χωρίς την βάση που είχε από 8 έως 12 πόδια ύψος [2,5μ - 3,6μ].
Το δόρυ που κρατούσε με το αριστερό χέρι στηριζόταν σε μια ορειχάλκινη
σφίγγα κοντά στην οποία υπήρχε ο Εριχθόνιος όφις. Στο κυρτό μέρος της
ασπίδας η οποία ήταν τοποθετημένη στο έδαφος, υπήρχε αναπαράσταση της
μάχης μεταξύ Ελλήνων και Αμαζόνων και στην κοίλη πλευρά της η πάλη
μεταξύ Θεών και Γιγάντων. Στις άκρες του πέλματος των πέδιλων που ήταν
τυρρηνικού τύπου, ίσως από 12 έως 18 ίντσες [3μ - 4,5μ], υπήρχε η μάχη
των Κενταύρων και των Λαπήθων. Ο Πλάτων[13] μας
πληροφορεί ότι τα μάτια του αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου ήταν από
ελεφαντόδοντο, εκτός από τις κόρες οι οποίες ήταν από πολύτιμους λίθους.
Ο Παυσανίας μας λέει ότι το άγαλμα της Σφίγγας καταλάμβανε την κορυφή
της περικεφαλαίας και στις δυο πλευρές της οποίας υπήρχαν Γρύπες : το
άγαλμα ήταν ευθυτενές με το μανδύα να φτάνει μέχρι τα πέλματα, στο
στήθος υπήρχε μια κεφαλή Μέδουσας από ελεφαντοστούν και στο ένα χέρι μία
Νίκη το ύψος της οποίας έφτανε τα τέσσερα κύβιτα. Στο βάθρο υπήρχε
ανάγλυφη η γέννηση της Πανδώρας με τους δώδεκα θεούς οι οποίοι της
παρουσιάζουν τα διάφορα δώρα τους[14]. Αυτό το
επιβλητικό άγαλμα που σύγκειται από τόσα πολύτιμα υλικά και από τόσο
ωραία και περίτεχνα μέρη, βγαλμένο από τα χέρια του ίδιου του Φειδία,
καταλάμβανε ολόκληρο το κεντρικό κλίτος του ναού. Τα προστώα, το ύψος
των οποίων πρέπει να περιοριζόταν στο πρώτο ρυθμό, διακοσμούνταν με
αγάλματα από τα οποία δυο προσωπογραφίες (των Αδριανού & Ιφικράτη)
αναφέρονται από τον Παυσανία. Αυτά καθώς και οι τοιχογραφίες (στις
οποίες κάνει ειδική αναφορά ο Πλίνιος[15]) στον
πρόναο, ήταν των συνηθισμένων διαστάσεων και σύμφωνες με τον
αρχιτεκτονικό ρυθμό, ενώ το άγαλμα της ίδιας της θεάς Αθηνάς που η
αντίθεση το έκανε πιο επιβλητικό όταν το έβλεπε κανείς από την είσοδο
υπό γωνία περίπου 37ο, προκαλούσε μια αίσθηση έκπληξης και
θαυμασμού»[16.
Ζωγραφική τομή που αναπαριστά το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς εντός του
Παρθενώνος.
Άποψη του πίσω μέρους του λατρευτικού αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου από
την νοτιοδυτική γωνία του σηκού
ΤΑ ΑΕΤΩΜΑΤΑ : Τα αετώματα, δηλαδή οι τριγωνικοί χώροι που
σχηματίζονται από τα γείσα της στέγης στις στενές πλευρές του ναού, ήταν
τα τελευταία τμήματα που δέχθηκαν γλυπτή διακόσμηση με ολόγλυφα κολοσικά
αγάλματα (437-432 π.Χ.) Τα θέματα ήταν παρμένα από την αττική μυθολογία.
Το ανατολικό που ήταν πάνω από την είσοδο του ναού εικόνιζε τη γέννηση
της θεάς Αθηνάς από το κεφάλι του πατέρα της Δία, με την παρουσία
Ολύμπιων θεών. Στο δυτικό εικονιζόταν η έριδα μεταξύ της θεάς Αθηνάς και
του θεού Ποσειδώνα για τη διεκδίκηση της αττικής γης, που κατέληξε με τη
νίκη της θεάς Αθηνάς, η οποία έγινε πολιούχος της Αθήνας[17].
ΟΙ ΜΕΤΟΠΕΣ : Οι μετόπες είναι οι ορθογώνιες πλάκες που
εναλλάσσονται με τρίγλυφα στο διάζωμα του ναού πάνω από τα επιστύλια.
Ήταν τα πρώτα τμήματα του ναού που διακοσμήθηκαν με ανάγλυφες
μυθολογικές παραστάσεις από σπουδαίους γλύπτες της εποχής (445-440
π.Χ.). Οι 92 μετόπες του Παρθενώνα εικονίζουν : α) στην ανατολική πλευρά
την Γιγαντομαχία, δηλαδή τον αγώνα των Ολύμπιων θεών με τους Γίγαντες
που ήθελαν να ανατρέψουν την τάξη του Ολύμπου, β) στη δυτική πλευρά την
Αμαζονομαχία, τον αγώνα των προϊστορικών κατοίκων της Αθήνας, εναντίον
των Αμαζόνων που είχαν εισβάλει στον τόπο τους, γ) στη νότια πλευρά την
Κενταυρομαχία, την άγρια πάλη ανάμεσα στους Κενταύρους και τους Λαπίθες,
λαό της Θεσσαλίας, γιατί οι πρώτοι θέλησαν να αρπάξουν τις γυναίκες των
Λαπιθών κατά την τελετή του γάμου του βασιλιά τους Πειρίθου, τέλος δ)
στη βόρεια πλευρά σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο.
Παρθενών. Δυτικές μετόπες. Αμαζόνες, έφιππες και πεζές, μάχονται
εναντίον Ελλήνων.
Παρθενών. Βόρειες μετόπες. Σκηνές με θέμα την άλωση της Τροίας («Ιλίου
Πέρσις»).
Παρθενών. Ανατολικές μετόπες. Μάχη των Ολύμπιων θεών εναντίον των
Γιγάντων (Γιγαντομαχία).
Παρθενών. Νότιες μετόπες. Λαπίθες συγκρούονται με Κενταύρους
(Κενταυρομαχία).
Σχεδιάγραμμα με την διάταξη των παραστάσεων που περιλαμβάνει η ζωφόρος
του Παρθενώνος.
Η ΖΩΦΟΡΟΣ: Με την λέξη Ζωφόρος ή ζωοφόρος ή
διάζωμα
στην αρχιτεκτονική και την αρχαιολογία χαρακτηρίζεται σπουδαίο
αρχιτεκτονικό στοιχείο που προσδίδει μια κομψότητα στο επιστέγασμα των
κτιρίων. Αποτελεί μια διακοσμητική ταινία που περιτρέχει το οικοδόμημα.
Βρίσκεται συνήθως στην εξωτερική όψη του κτιρίου που μαζί με το γείσο
και το επιστύλιο αποτελούν το λεγόμενο θριγκό. Όταν αυτό το διάζωμα
φέρει μεταξύ των άλλων παραπάνω τμημάτων του Θρογκού ανάγλυφες
παραστάσεις τότε η δημιουργούμενη σειρά αυτών λέγεται ζωφόρος. Η διαφορά
της ζωφόρου από το απλό διάζωμα βρίσκεται στην ίδια την ετυμολογία της
λέξης, που σημαίνει κυριολεκτικά “φέρω ζωή“.
Εν γένει αποτελεί τμήμα της ανωδομής των αρχαίων ναών και συγκεκριμένα
του σηκού και βρίσκεται κοντά στην μαρμάρινη οροφή. Στην προκειμένη
περίπτωση η ζωφόρος στην αρχαιότητα είναι γεμάτη παραστάσεις ανθρώπων,
ζώων ή μυθικών πλασμάτων και αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα του ιωνικού
ρυθμού. Απαντάται όμως και σε αρχαίους ναούς δωρικού ρυθμού. Ειδικά στον
Παρθενώνα που ανήκει στον δωρικό ρυθμό η ζωφόρος επιστέφει όλο τον ναό
και όχι μόνο το σηκό. Σημειώνεται ότι στους ναούς δωρικού ρυθμού αντί
ζωφόρου φέρονται μετώπες και τρίγλυφοι.
Όταν το διάζωμα φέρει ανάγλυφη και συνεχή μυθολογική ή ιστορική
παράσταση και στις τέσσερις πλευρές του μνημείου ή ολοκυκλικά θόλων ή
περιμετρικά πολύπλευρών μνημείων τότε είναι ισοϋψής με το κάτω αυτής
επιστύλιο που στηρίζεται στους κίονες. Ειδικότερα η ζωφόρος του
Παρθενώνα καλύπτει και τις τέσσερις πλευρές στη οποία και απεικονίζεται
“εν σειρά”[18] η πομπή [προς την Ακρόπολη] των Μεγάλων Παναθηναίων επί
φερώνυμων πλακών από πεντελικό μάρμαρο ύψους 1,02μ και μήκους 1,60μ.
Στην ανατολική πλευρά απεικονίζεται η ετοιμασία προς θυσία με τα ζώα και
τις ομάδες ανδρών και γυναικών που φέρουν ιερά τελετουργικά σκεύη και
προσφορές, στη μέση της ανατολικής πλευράς, πάνω από την είσοδο του
ναού, εικονίζεται το αποκορύφωμα του πολυήμερου εορτασμού των
Παναθηναίων, στο τέλος της πομπής, η παράδοση του πέπλου, του δώρου των
Αθηναίων στο λατρευτικό “διιπετές ξόανο” της θεάς. Αριστερά και
δεξιά εικονίζονται καθιστοί οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου. Στη δυτική
πλευρά η προετοιμασία της πομπής και στις εκατέρωθεν πλευρές η όλη πομπή
(οδηγοί με σφάγια, κιθαριστές, αυλιτές, πλήθος κόσμου, άρματα και
ιππείς[19].
Σχεδιαστική αναπαράσταση της ιωνικής ζωφόρου που περιέτρεχε το άνω μέρος
των εξωτερικών τοίχων του σηκού (κυρίως ναού) του Παρθενώνος.
TO ΘEMA THΣ ZΩΦOPOY : Πρόκειται για την επισημότερη εορτή
της Αρχαίας Αθήνας, που γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν της
πολιούχου της πόλης θεάς Αθηνάς, τον μήνα Εκατομβαιώνα (Ιούλιο –
Αύγουστο). Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε κατά τους προϊστορικούς
χρόνους από τον Εριχθόνιο, με το όνομα Αθήναια, αναδιοργανώθηκε από τον
Θησέα στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής και τότε πήρε το όνομα Παναθήναια.
Νέα αναδιοργάνωση έγινε από τον τύραννο Πεισίστρατο το 566 π.Χ.
Εορτάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια με τόση λαμπρότητα (Μεγάλα Παναθήναια),
που κατά τον 6ο-4ο αι. π.Χ. είχαν πανελλήνια αίγλη, ενώ τα Μικρά
Παναθήναια, που γίνονταν κάθε χρόνο είχαν τοπικό χαρακτήρα. Κατά τα
Μεγάλα Παναθήναια ετελούντο πολλές τελετές και θυσίες, από τις οποίες
σπουδαιότερη ήταν η εκατόμβη (θυσία 100 βοδιών), καθώς και αγώνες
ιππικοί, γυμνικοί (αγώνες στίβου) και μουσικοί. Οι τελετές και οι
αγώνες, που διαρκούσαν από 4 – 12 ημέρες, έφθαναν στο αποκορύφωμά τους
την 28η Εκατομβαιώνος, γενέθλιος ημέρα της θεάς Αθηνάς, κατά την οποία
παραδιδόταν από τον αθηναϊκό λαό στη θεά ένας πέπλος χρυσοκέντητος, που
είχαν υφάνει οι αρρηφόροι και οι εργαστίνες, δηλαδή νέα κορίτσια
επιφανών οικογενειών στην υπηρεσία της θεάς.
Ο πέπλος μεταφερόταν με μεγαλόπρεπη πομπή από τον Κεραμεικό στην
Ακρόπολη, στην αρχή κρεμασμένος στο κατάρτι ενός τροχήλατου πλοίου, ενώ
μετά το Ελευσίνιο στα χέρια. Στην πομπή που είχε τελετουργικό χαρακτήρα,
μετείχαν μουσικοί που έδιναν τον ρυθμό, αξιωματούχοι, νέοι που οδηγούσαν
τα προς θυσία ζώα, νέες με κλαδιά ελιάς και προσφορές μέσα σε καλάθια
για τη θεά. Στην Ακρόπολη ο πέπλος παραδιδόταν στους ιερείς, οι οποίοι
έντυναν το ξόανο (το παλαιό ξύλινο άγαλμα) της θεάς, που
βρισκόταν αρχικά μέσα στον “αρχαίο νεώ“, ενώ αργότερα στο
Ερέχθειο. Αυτή την πομπή παρέστησε ο Φειδίας στη ζωφόρο του
Παρθενώνα[20].
Παρθενών. Ζωφόρος. Δυτική πλευρά.
Παρθενών. Ζωφόρος. Νότια πλευρά.
Παρθενών. Ζωφόρος. Βόρεια πλευρά.
Παρθενών. Ζωφόρος. Ανατολική πλευρά.
——————————————————————————-
Πηγές
[1]
Πηγές
: G. Gruben, «Griechische Tempel und Heiligtümer, 5». Auflage,
Hirmer: München 1996/2001 και Α.Ν.
Μαστραπάς,
«ΜνημειακήτοπογραφίατηςαρχαίαςΑθήνας»,
Εκδόσεις Καρδαμίτσα:
Αθήνα
1999 και
T. Spawforth, «The Complete Greek Temples, Thames and Hudson» :
London 2006, επίσης
“http://el.wikipedia.org/wiki/
Αρχαίος_ελληνικός_ναός_(αρχιτεκτονική)».
[2] Βλ.
http://el.wikipedia.org/wiki/Δωρικός_ρυθμός
[3] Βλ.
http://el.wikipedia.org/wiki/Κιονοστοιχία
[4] Βλ.
http://el.wikipedia.org/wiki/Οπισθόδομος
[5] Βλ.
http://el.wikipedia.org/wiki/Πρόναος
[6] Βλ.
http://el.wikipedia.org/wiki/Σηκός
[7]
Βλ.
(Caes. B. C. III, 105; Virg. Aen. VI, 98).
[8]
Βλ.
(Phars. V, 141-161).
[9]
Βλ.
René Ginouvès, Roland Martin “Dictionnaire méthodique de l’
architecture grecque et romaine”. Bd. 3, 1998, S. 43,
επίσης
Gottfried Gruben “Die Tempel der Griechen. 5. Auflage.
Hirmer, München 2001,
ISBN 3-777-48460-1″και
επίσης “http://el.wikipedia.org/wiki/Άδυτον“
[10] Βλ.
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/02_DELTIA/Acropolis.aspx
και
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/02_DELTIA/Altar_of_Athena.aspx και
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/02_DELTIA/Athena_Promachos.aspx
[11] Βλ.
http://www.eie.gr/archaeologia/gr/02_DELTIA/Parthenon.aspxhttp://www.eie.gr/archaeologia/gr/02_DELTIA/Acropolis.aspx
[12] Βλ. «Τα μάρμαρα του Παρθενώνα στο
Βρετανικό μουσείο – Περιγραφή της συλλογής των αρχαίων μαρμάρων του
βρετανικού μουσεία – με χαρακτικά, σελ. 143 – 148» [εκδόσεις Διόπτρα].
[13] Βλ. Πλίνιος «Φυσική Ιστορία», βιβλ.
Xxxvi. Κεφ. Iv. Παρ. 4
[14] Βλ. Πλάτων «Ιππίας Μείζων, 290.b. 2
– 5».
[15] Βλ. Πλίνιος «Φυσική Ιστορία»,
βιβλίο xxxvi. Κεφ. Iv. Παρ. 4 και Παυσανίας [Αττικά, 24. 4.13 -
7.8].
[16] Βλ. Πλίνιος «Φυσική Ιστορία»,
βιβλίο xxxv. Κεφ. Xxxvi. Παρ. 20.
[17] Βλ. «Τα μάρμαρα του Παρθενώνα στο
Βρετανικό μουσείο – Περιγραφή της συλλογής των αρχαίων μαρμάρων του
βρετανικού μουσεία – με χαρακτικά, σελ. 143 – 148» [εκδόσεις Διόπτρα].
[18] Ο Παυσανίας εν έτη 150 μ.Χ. γράφει
στο έργο του «Ελλάδος Περιηγήσεις, τόμος Αττικά, 24. 4.13 – 7.8»
για τον Παρθενώνα, που είχε εγκαταλειφθεί τουλάχιστον 150 έτη πριν πάει
εκεί ο Παυσανίας, ότι : «από την μεριά που μπαίνουν, όσα βρίσκονται
στο λεγόμενο αέτωμα, όλα αναφέρονται στην γέννηση της Αθηνάς, ενώ στο
πίσω αέτωμα παρουσιάζεται η “Ποσειδῶνος πρὸς Ἀθηνᾶν ἔρις ὑπὲρ τῆς γῆς“».
[19] Σε μία δηλ. συνεχής ζώνη με
ανάγλυφες παραστάσεις, που περιέτρεχε το πάνω μέρος του σηκού, του
κυρίως ναού, μέσα από την εξωτερική κιονοστοιχία του.
[20] Βλ. Νεώτερο Εγκυκλοπαιδικό
Λεξικό Ηλίου
τόμος 8ος σελ. 885.
[21] Βλ. Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και
συγκεκριμένα «www.ekt.gr/parthenonfrieze/index.jsp?w=1024»,
όπως επίσης και «el.wikipedia.org/wiki/Παρθενώνας».
[22]
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/arx.arxit.htm
Πηγή:
http://eleysis69.wordpress.com/%CE%B5%CE%BB%CE%
BB%CE%AE%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CF%80%
CE%B9%CF%83%CF%84%CE%AE%CE%BC%CE%B7/%CE%
B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%
BA%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%
CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B8%CE%B5%CE%BD%CF%8E%CE%BD%CE%BF%CF%82/