Η άνοδος στις αρχές και τα
όρια της φιλοσοφικής γνωστοποίησης
στον
Πλάτωνα
Thomas A.
Szlezák,
Πώς να διαβάζουμε τον
Πλάτωνα
Περισσότερες από μια φορές ο Πλάτων λέει ότι ο στόχος αυτού
που μετέχει στη διαδικασία της γνώσης είναι η άνοδος σε μια
έσχατη, υπερβατική αρχή. Μπορεί να μιλά για την άνοδο από
υπόθεση σε υπόθεση σε κάτι που είναι αρκετό (ικανόν,
Φαίδων 99d-107b)∙
ή για την ανιούσα γνώση του Ωραίου, από την παρατήρηση ωραίων
σωμάτων στη γνώση του ηθικά ωραίου και από εκεί στη θέαση του
ίδιου του Ωραίου (Συμπόσιο 210a
κε.)∙ ή για την κλιμάκωση των τρόπων της γνώσης, από τους
οποίους ο ύψιστος, η νόησις, αναγνωρίζει την αρχή των
πάντων (Πολιτεία 509d-511e).[1][1]
Γεγονός είναι ότι σε παλαιότερες εποχές τη σημασία των
χωρίων αυτών όχι μόνο δεν την παραγνώρισαν, αλλά έβλεπαν στην
στάση για «άνοδο» και υπέρβαση» την ουσία του πλατωνισμού. Πολύ
σπανιότερα, αντίθετα, αναγνώρισαν ότι ακριβώς η κίνηση της
ανόδου αποτελεί το πραγματικό θέμα της δραματικής μιμήσεως
στους διαλόγους. Και όσες φορές το διέβλεψαν, τόνισαν ως επί
το πλείστον την ίδια την άνοδο ξεχνώντας ταυτόχρονα ότι οι
διάλογοι δείχνουν πάντοτε μόνο ένα κομμάτι της κίνησης προς τα
πάνω, ενώ με αρκετή σαφήνεια δηλώνουν ότι σκόπιμα μπαίνουν όρια
στη διαδικασία.
Μόνο η ορθή κατανόηση της
κριτικής του γραπτού λόγου μας επιτρέπει να καταλάβουμε
γιατί αυτά τα δυο πάνε μαζί: η άνοδος και ο περιορισμός στη
μεταφορά της σε γραπτή μορφή, η «βοήθεια» μέσω «πολυτιμότερων
πραγμάτων» και η σιωπή, όπου αυτό είναι απαραίτητο (το σιγάν
προς ους δει). Τα παραδείγματα πλατωνικής «βοήθειας» […]
είναι παραδείγματα όχι μόνο για την προσφυγή σε τιμιώτερα, αλλά
και για σαφή εσκεμμένα κενά.
Το ότι τα πλατωνικά τιμιώτερα οδηγούν εντέλει προς την
κατεύθυνση της γνώσης των αρχών έχει σημασία εν σχέσει προς το
γεγονός ότι ο Αριστοτέλης στα Μετά τα φυσικά και σε
άλλα έργα αναφέρει μια διδασκαλία του Πλάτωνα για τις αρχές
την οποία δεν βρίσκουμε με τη μορφή αυτή στους διαλόγους.
[…]
Γιατί πρέπει να προστατευτεί από τη γραπτή διάδοση εκείνο
ακριβώς το μέρος της φιλοσοφίας που πραγματεύεται τις αρχές;
Με την κριτική του γραπτού λόγου ως υπόβαθρο η απάντηση είναι
εύκολη: όσο πιο περίπλοκο είναι το αντικείμενο τόσο
μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να υποτιμηθεί άδικα από αναγνώστες
που δεν καταλαβαίνουν, απέναντι στους οποίους το γραπτό κείμενο
δεν μπορεί εν απουσία του συγγραφέα του να αμυνθεί (πρβ.
Φαίδρ. 275de). Μια τέτοια
υποτίμηση ο Πλάτων δεν την αντιμετώπιζε προφανώς με πλήρη
αδιαφορία -πράγμα που είναι απόλυτα κατανοητό, αν σκεφτεί κανείς
ότι γι’ αυτόν ο κόσμος των Ιδεών κατέχει μια θέση «υπερουράνια»
και «θεία».[2][2]
Ακόμη πιο σημαντικό είναι ίσως και το ότι για τον Πλάτωνα δεν
έχει νόημα να ανακοινώσεις σε κάποιον κάτι για το οποίο δεν
είναι κατάλληλος ή δεν είναι ακόμη ικανοποιητικά προετοιμασμένος.
Τα πράγματα αυτού του είδους τα ονομάζει απόρρητα:
«πράγματα που δεν πρέπει να ανακοινωθούν πρόωρα», διότι αν
ανακοινωθούν πρόωρα, δηλαδή προτού ο αποδέκτης να είναι ώριμος
γι’ αυτά, «δεν φανερώνουν τίποτε» (Νόμοι 968e
4-5). Επειδή η θεωρία των αρχών είναι αυτό που προϋποθέτει τα
περισσότερα στη φιλοσοφία, μια επαρκής προετοιμασία για τη
θεωρία αυτή μέσα από γραπτά κείμενα -τα οποία όμως «δεν
μπορούν να διδάξουν ικανοποιητικά την αλήθεια» (Φαίδρ.
276c 9)- αποκλείεται∙ και,
επομένως, η γραπτή παγίωση της θα ήταν απλώς αντιπαραγωγική. […]