Η άνοδος και η πτώση της
οπλιτικής φάλαγγας:
Η ιστορία
της ελληνικής πολεμικής μηχανής
Μανώλης
Χατζημανώλης
Από την εμφάνισή τους κατά τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ και μέχρι
τα μέσα του 4ου οι Έλληνες οπλίτες αποτελούσαν χωρίς αμφιβολία
το φοβερότερο βαρύ πεζικό της αρχαιότητας. Οι Ελλαδίτες
ειδικότερα ήταν περιζήτητοι μισθοφόροι σε ανατολή και δύση,
καθώς είχαν αποκτήσει τεράστια πολεμική εμπειρία χάρη στις
συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις της περιόδου.
Ο σχηματισμός μάχης τους ήταν η φάλαγγα, ένας συμπαγής
σχηματισμός κρούσης. Αν και σύμφωνα με κάποιους συγγραφείς ο
οπλιτικός τρόπος του μάχεσθαι σε φάλαγγα φέρεται να επινοήθηκε
στην Μικρά Ασία και συγκεκριμένα από τους Κάρες (υπόθεση που
αμφισβητείται), ο οπλίτης «γεννήθηκε» σίγουρα στον ελλαδικό χώρο
αποτελώντας εξέλιξη του μυκηναϊκού και υστερομυκηναϊκού επέτη,
του βαριά οπλισμένου με πανοπλία ευγενούς πολεμιστή που
πλαισίωνε πάνω σε άρμα ή πεζός τους Αχαιούς άνακτες. Με την
κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος διοίκησης και με την
σταδιακή ανάδειξη της πόλεως-κράτους ως τον πυρήνα της πολιτικής
ζωής στην Ελλάδα, στο πλευρό των φατριών των αριστοκρατών
πολεμιστών για την υπεράσπιση της πατρώας γης στάθηκαν και οι
έως τότε παρίες της πολιτικής ζωής αγρότες. Καθώς ο οπλιτικός
τρόπος μάχης σε φάλαγγα δεν απαιτούσε ιδιαίτερη δεξιοτεχνία στα
πολεμικά, παρά μόνο καλή φυσική κατάσταση, πειθαρχία και
καρτερία, αρετές που οι αγρότες-πολίτες των ελληνικών
πόλεων-κρατών διέθεταν και με το παραπάνω, τα στρώματα των
μεσαίων και μικρών ιδιοκτητών γης κυριάρχησαν στις τάξεις της
φάλαγγας της πόλης τους. Σταδιακά και με διαφορετικό βαθμό
επιτυχίας ανά περιοχή, κατάφεραν κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά αυτήν
την πραγματικότητα μειώνοντας την ισχύ των παλαιών
αριστοκρατικών οικογενειών που αποτελούσαν την έως τότε
στρατιωτική και πολιτική ελίτ.
Οπλίτης της Κλασσικής εποχής
Τα
κριτήρια στρατολόγησης ήταν κυρίως περιουσιακά και διέφεραν από
πόλη σε πόλη. Συνήθεις προϋποθέσεις ήταν η ιδιοκτησία γης και η
δυνατότητα αγοράς του βασικού οπλιτικού εξοπλισμού, δηλαδή της
ασπίδας (στρογγυλή «αργολική», γνωστή και ως «όπλον», ή
οκτώσχημη «βοιωτική») και στιβαρού δόρατος, με ίδια έξοδα. Η
στρατιωτική υπηρεσία θεωρείτο προνόμιο κατά την πρώιμη εποχή,
καθώς συνδεόταν άμεσα με την δυνατότητα άσκησης των πολιτικών
δικαιωμάτων. Έτσι συμμετείχαν μόνο οι πολίτες που πληρούσαν
συγκεκριμένα οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια που διέφεραν ανά
περιοχή.
Κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο (8ος-5ος αιώνας π.Χ.) δεν
υπήρχε κάποιο θεσμοθετημένο σύστημα εκπαίδευσης. Οι πλουσιώτεροι
πολίτες εκπαιδεύονταν στα όπλα από ιδιώτες οπλοδιδάσκαλους, ενώ
οι φτωχότεροι λάμβαναν στοιχειώδη μόνο κατάρτιση όποτε καλούνταν
για υπηρεσία και αναλόγως της διάθεσης του στρατηγού να
ασχοληθεί.
Εξαίρεση αποτελούσε η Σπάρτη με την περίφημη Αγωγή, ενώ οι
Αθηναίοι αναφέρεται πως είχαν αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στα
πολεμικά χάρη στις συγκρούσεις που είχαν λάβει χώρα κατά την
διάρκεια ολόκληρου του 5ου αιώνα π.Χ.
Αθηναίος
οπλίτης
Κατά την ύστερη περίοδο τα ελληνικά κράτη άρχισαν να ανθούν
οικονομικά και να αποκτούν σημαντικό κρατικό ταμείο. Παράλληλα,
χρειάζονταν όσο το δυνατόν περισσότερους στρατιώτες, ώστε να
ανταπεξέλθουν στις μαζικές πολεμικές συγκρούσεις της εποχής. Τα
περισσότερα κατέφυγαν στην πρόσληψη μισθοφόρων. Στην Αθήνα του
ύστερου 4ου αιώνα π.Χ. από την άλλη, μετά την ήττα στην
Χαιρώνεια από τους Μακεδόνες του Φιλίππου Β’, η πολιτεία
επένδυσε στην εκπαίδευση των πολιτων της. Οι έφηβοι
διεκπεραίωναν την «εφηβεία» τους, δηλαδή βασική στρατιωτική
εκπαίδευση δύο χρόνων που αναλάμβανε να παρέχει η ίδια η πόλη
στους πολίτες της. Με την επιτυχή περάτωση της εκπαίδευσης ο
πολίτης-οπλίτης παραλάμβανε ως δωρεά από την πολιτεία την
πανοπλία του.
«Έκδρομος»
οπλίτης, με ελαφρύτερη εξάρτυση για να μετέχει σε καταδρομικές
επιχειρήσεις, καταδιώξεις
κ.α.
Η φάλαγγα διαιρείτο σε τακτικές υποδιαιρέσεις που διευκόλυναν
την διοίκησή της. Μεγαλύτερη τακτική υποδιαίρεση της φάλαγγας
ήταν η τάξις, που μπορούσε να περιλαμβάνει από 300 μέχρι και
1000 περίπου άνδρες και αντιστοιχούσε πολιτικά σε μία φυλή, η
οποία μπορούσε να αποτελείται από αρκετές φατρίες/λόχους.
Μικρότερες μονάδες ήταν η πεντηκοστύς/γένος (72-50 άνδρες) και η
ενωμοτία (ομοσκηνία των 36 ανδρών που αποτελούνταν συνήθως από
«αδελφότητες» πολεμιστών, συνήθως της ίδιας ηλικίας, που τους
συνέδεαν συγγενικοί δεσμοί αίματος ή εξ αγχιστείας). Με την
σταδιακή ένταξη όλο και περισσότερων πολιτών στην φάλαγγα που
δεν άνηκαν στις παραδοσιακές φατρίες, η ένταξη στις τάξεις
άρχισε να γίνεται με βάση γεωγραφικά κριτήρια παρά με τους
οικογενειακούς δεσμούς, η ανάδειξη της ηγεσίας να γίνεται με
διορισμό από το κράτος ή με εκλογές απευθείας από τους
οπλίτες-πολίτες και να παρακάμπτει τις επιταγές της παραδοσιακής
φυλετικής οργάνωσης και η ιεραρχία όλο και πιο καθετοποιημένη
και με μεγαλύτερη έμφαση στο σώμα των υπαξιωματικών (στοιχιάρχης,
ουραγός, σαλπιγκτές).
Κατά τη παράταξη σε μάχη η φάλαγγα αρχικά είχε βάθος 8 ζυγών,
ενώ κατα τη περίοδο της μεγάλης ακμής της, στις αρχές του 4ου
αιώνα π.Χ. είχε βάθος 12-16 ζυγών. Η φάλαγγα διακρινόταν στο
«δεξιό» και το «αριστερό κέρας» και το «μέσον» που αποκαλούνταν
«ομφαλός».
Η κύρια τακτική που εφαρμοζόταν ήταν ο ωθισμός, η άσκηση,
δηλαδή, πιέσεως στην αντίπαλη παράταξη. Πιο συγκεκριμένα, οι
πίσω γραμμές έσπρωχναν (ωθούσαν) τις μπροστινές, οι οποίες με
την σειρά τους, έσπρωχναν τις πρώτες γραμμές του εχθρού. Έτσι,
στις πρώτες 2-4 γραμμές της αντίπαλης παράταξης, ασκείτο τρομερή
πίεση, με αποτέλεσμα πολλοί πολεμιστές, μην αντέχοντας, να
πέφτουν στο έδαφος και να ποδοπατούνται από την προελαύνουσα
αντίπαλη παράταξη. Κατά αυτόν τον τρόπο κρίνονταν, κυρίως, οι
μάχες μεταξύ οπλιτών, για αυτό και οι νεκροί της σύγκρουσης ήταν
λίγοι. Εκεί όπου υπήρχαν οι περισσότερες απώλειες, ήταν η
καταδίωξη, κατά την οποία οι ηττημένοι οπλίτες διέλυαν τον
σχηματισμό τους και υποχωρούσαν άτακτα.
Αν και ανυπέρβλητη έναντι οποιουδήποτε σύγχρονου πεζικού, η
φαλαγγα των οπλιτών μπορούσε να βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη
θέση αν αφηνόταν χωρίς υποστήριξη από αλλα σώματα έναντι ελαφρού
πεζικού ή ιππικού. Γι’αυτό οι ελληνικοί στρατοί της ύστερης
περιόδου αποτελούσαν καλά οργανωμένες δυνάμεις συνδυασμένων
όπλων, όπου φάλαγγα, ακροβολιστές και ιππικό συνεργάζονταν
αρμονικά. Σύμφωνα με τον Αθηναίο στρατηγό του 4ου αιώνα
Ιφικράτη, ένας στρατός λειτουργούσε όπως το ανθρώπινο σώμα: ο
στρατηγός αποτελούσε το μυαλό, η φάλαγγα τον κορμό, το ιππικό τα
πόδια και οι ακροβολιστές τα χέρια. Μια καλά εκπαιδευμένη
φαλαγγα οπλιτών όπως η σπαρτιατική ή αυτή των περίφημων Μυρίων,
μπορούσε να επιδείξει μεγάλη ευελιξία στο πεδίο της μάχης χάρη
στις τακτικές υποδιαιρέσεις της και, σε συνεργασία με τα τμήματα
ιππικού και ελαφρού πεζικού που την συνόδευαν, να ανταπεξέλθει
σχεδόν σε οποιαδήποτε πρόκληση.
Η ένδεια των ΑΘηναίων πολιτών των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ, καθώς
και η ανάγκη ύπαρξης ενός αξιόπιστου πεζικού πολλαπλών ρόλων που
θα αναλάμβανε αποστολές που δύσκολα θα μπορούσαν να φέρουν σε
πέρας οι κλασικοί βαριά οπλισμένοι οπλίτες, οδήγησε τον στρατηγό
Ιφικράτη στην επινόηση ενός πεζικού μέσου τύπου που, αναλόγως
της αποστολής του, θα μπορούσε να πολεμήσει αποτελεσματικά τόσο
σε παράταξη, όσο και σε ακροβολισμό.
Έφερε μικρότερη, ελαφρύτερη ασπίδα, την πέλτη, και μακρύτερο
δόρυ για να διαθέτει το πλεονέκτημα του πρώτου πλήγματος έναντι
του αντιπάλου. Από αυτόν τον τύπο πεζικού θεωρείται από κάποιους
μελετητές πως εμπνεύστηκε ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας τους
σαρισοφόρους φαλαγγίτες του.
Χάρη στη μεγαλη επιτυχία του, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των
Μηδικών, ο οπλιτικός τρόπος μάχης ξεπέρασε τα όρια του ελληνικού
κόσμου και υιοθετήθηκε σύντομα και από τους στρατούς σημαντικών
δυνάμεων της εποχής, όπως η Καρχηδόνα. Άλλες δυνάμεις όπως οι
Αχαιμενίδες Πέρσες και η Αίγυπτος στρατολόγησαν αθρόα οπλίτες
από την Ελλάδα και την Μικρά Ασία ελλείψει ιθαγενούς βαρέος
πεζικού, ενώ η Ρώμη υιοθέτησε, εξέλιξε και βελτίωσε το ελληνικό
υπόδειγμα, δημιουργώντας την σπειροειδή λεγεώνα της μέσης
δημοκρατικής περιόδου.
Η οπλιτική φάλαγγα παρήκμασε κατά τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ με
την εμφάνιση της περίφημης μακεδονικής φάλαγγας που σταδιακά
κυριάρχησε στον ελληνικό κόσμο, αλλά και με την ραγδαία
φτωχοποίηση της Ελλάδας λόγω των συνεχών πολέμων και της αλλαγής
των γεωοικονομικών δεδομένων που έφεραν η κατάκτηση της ανατολής
από τον Μέγα Αλέξανδρο και η δημιουργία των ελληνιστικών
βασιλείων.
Παράλληλα, οι εισβολές των Κελτών των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ
στον ελληνικό κόσμο, έφεραν τους Έλληνες πολεμιστές σε επαφή με
τον «θυρεό», μια παραλλαγή της κελτικής ασπίδας του πολιτισμού
Λα Τεν σαφώς φθηνότερης και ελαφρύτερης από το παραδοσιακό
«όπλον». Μέχρι το τέλος του αιώνα οι Έλληνες πολίτες των
μικρότερων πόλεων-κρατών, που δεν διέθεταν την δυνατότητα
οργάνωσης στρατών συνδυασμένων όπλων σαρισοφόρων-ακροβολιστών-ιππικού
ελληνιστικού τύπου, εγκατέλειψαν σταδιακά τις βαριές οπλιτικές
τους εξαρτήσεις και υιοθέτησαν τον νέο «θυρεό» μετατρεπόμενοι σε
μέσο πεζικό πολλαπλών ρόλων, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν
στις προκλήσεις του σύγχρονού τους πεδίου μάχης. Οι αγέρωχοι
πολεμιστές που σε παλαιότερες εποχές ταπείνωσαν τους Πέρσες σε
Μαραθώνα και Πλαταιές, τον 3ο αιώνα π.Χ αποτελούσαν πλέον
παρελθόν…