Η αισθητική θεωρία του
Σωκράτη
Η αισθητική των αρχαίων Ελλήνων
Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια:
Αλέξανδρος Πέτρου
Ο Σωκράτης είναι κυρίως
γνωστός για τις ιδέες του στην ηθική και τη λογική, αλλά έχει
και μια θέση στην ιστορία της αισθητικής. Οι απόψεις του περί
της τέχνης […] μας μεταφέρονται από τον Ξενοφώντα […]
Οι αναπαραστατικές τέχνες
Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ο Σωκράτης επιχείρησε ουσιαστικά να
καθιερώσει το σκοπό του έργου ενός καλλιτέχνη, ενός ζωγράφου ή
γλύπτη, και να εξηγήσει γιατί το έργο του διαφοροποιείται από το
έργο των υπόλοιπων ανθρώπων ή –για να χρησιμοποιήσουμε σύγχρονη
ορολογία- ποιο είναι εκείνο το γνώρισμα δια του οποίου
διακρίνονται οι «καλές τέχνες» από τις υπόλοιπες.
[…] Η εξήγηση του Σωκράτη ήταν πως, ενώ οι άλλες τέχνες (π.χ.
αυτή του υποδηματοποιού) έφτιαχναν αντικείμενα που η φύση δεν
μπορούσε να δημιουργήσει, η ζωγραφική και η γλυπτική
επαναλάμβαναν και μιμούνταν όσα η φύση δημιουργούσε. Θεωρούσε
δηλαδή πως οι καλές τέχνες είχαν χαρακτήρα μιμητικό και
αναπαραστατικό, κάτι που τις διέκρινε από τις υπόλοιπες τέχνες.
(Ξενοφώντας Απομνημονεύματα, 3.10, 1-5) «Σίγουρα, η
ζωγραφική απεικονίζει τα πράγματα που βλέπουμε, είπε ο Σωκράτης
στον Παρράσιο το ζωγράφο. Με τα λόγια αυτά διατύπωσε τη θεωρία
της μίμησης της φύσης από την τέχνη. Για τους Έλληνες αυτή η
ιδέα ήταν φυσική, διότι αντιστοιχούσε στην πεποίθησή τους
σχετικά με την παθητική φύση του νου ως ολότητας. Έτσι, έτυχε
αποδοχής και κατέστη η βάση των πρώτων σπουδαίων συστημάτων
αισθητικής, εκείνων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο διάλογος
μεταξύ του Σωκράτη και του Παράσιου μας δείχνει πως γεννήθηκε η
ιδέα αυτή: τόσο ο φιλόσοφος όσο και ο καλλιτέχνης χρησιμοποιούν
ασαφή ορολογία και πολλούς όρους (εικασία, απεικασία,
αφομοίωσις, εκμίμησης και απομίμησης) για να
σημαίνουν την αναπαράσταση. Το ουσιαστικό μίμησις, που
αργότερα έγινε αποδεκτό, δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε μια φορά.
Η σωκρατική θεωρία: Η εξιδανίκευση στην τέχνη
Η δεύτερη ιδέα του Σωκράτη περί της τέχνης σχετιζόταν με την
πρώτη. Είπε στον Παρράσιο: «Και ακόμη, όταν απομιμείστε τις
ωραίες μορφές, επειδή δεν είναι εύκολο να συναντήσει κανείς
κάποιον άνθρωπο που να τα έχει όλα άψογα, πιάνοντας από τον
καθένα το ωραιότερο στοιχείο που έχει, συγκεντρώνετε από όλους
τα πιο ωραία και έτσι φτιάχνετε ολόκληρα τα σώματα να φαίνονται
ωραία». Με αυτά τα λόγια διατύπωσε τη θεωρία της εξιδανίκευσης
της φύσης από την τέχνη και συμπλήρωσε τη θεωρία της
αναπαράστασης της φύσης μέσω της τέχνης. Από τη στιγμή που η
αναπαραστατική ιδέα της τέχνης πρωτοεμφανίστηκε στους Έλληνες
είχε πάντοτε τη συγκεκριμένη αρχή, που δεν περιοριζόταν μονάχα
στους φιλοσόφους, αλλά τύγχανε αναγνώρισης και από τους
καλλιτέχνες. «Πράγματι, έτσι κάνουμε», απάντησε ο Παρράσιος στον
Σωκράτη. Η κλασική τέχνη των Ελλήνων, αναπαριστούσε την
πραγματικότητα, αλλά περιλάμβανε και ένα στοιχείο εξιδανίκευσης.
Έτσι, η θεωρία της τέχνης ως εξιδανίκευσης και επιλογής, δεν
συγκρούονταν στο μυαλό των Ελλήνων με τη θεωρία της τέχνης ως
αναπαράστασης, διότι η δεύτερη επέτρεπε την εξιδανίκευση.
Άλλωστε, σύμφωνα με τον Σωκράτη, η επιλεκτική μίμηση της φύσης
συνιστούσε μίμηση.
Η δεύτερη ιδέα του Σωκράτη δεν ήταν λιγότερο δυνατή από την
πρώτη. Ύστεροι συγγραφείς της αρχαιότητας την χρησιμοποιούσαν
συχνά. Είδαν σε αυτή τον καλύτερο τρόπο εξιδανίκευσης της φύσης,
επιλέγοντας και πολλαπλασιάζοντας τις δικές τους ομορφιές. Συχνά
το εξηγούσαν αυτό, λέγοντας την ιστορία ενός ζωγράφου, του
Ζεύξη, που για να φτιάξει κάποιον πίνακα που να παρουσιάζει την
Ελένη για τους Ακραγαντίνους, που θα αφιερωνόταν δημοσία δαπάνη
στο ναό της Λακίνιας Ήρας, ζήτησε από την πολιτεία να του
στείλουν τις ωραιότερες των γυναικών για να διαλέξει το μοντέλο
του. Από αυτές ο καλλιτέχνης διάλεξε τις πέντε ωραιότερες, τις
μελέτησε γυμνές, πήρε ό,τι ωραιότερο είχε η κάθε μια και
συνέθεσε αυτόν τον υπέροχο πίνακα.
Η πνευματική ωραιότητα
Η Τρίτη αισθητική ιδέα του Σωκράτη (και εδώ είχε στο μυαλό του
συγκεκριμένα τη γλυπτική) ήταν πως η τέχνη αναπαριστούσε όχι
μόνο σώματα αλλά και ψυχές, «τον πιο ελκυστικό και τον πιο
ευχάριστο και τον πιο αγαπητό και τον πιο επιθυμητό και τον πιο
ερωτικό χαρακτήρα της ψυχής». Ο Παρράσιος, σε μια συζήτηση που
είχε με τον Σωκράτη, αρχικά εξέφρασε αμφιβολίες για τις
προτάσεις αυτές και αναρωτήθηκε κατά πόσο δεν προχωρούσαν πέραν
των δυνατοτήτων της τέχνης, αφού η ψυχή δεν έχει ούτε
συμμετρία, ούτε χρώμα, πράγματα δηλαδή στα οποία βασίζεται η
τέχνη. Ωστόσο, τελικά πείσθηκε από το Σωκράτη και συμφώνησε πως
σε ένα άγαλμα, τα μάτια συγκεκριμένα μπορούν να εκφράσουν την
ψυχή: ευγενικά ή εχθρικά, μεθυσμένα από την επιτυχία ή
μελαγχολικά από την ατυχία, να φανερώσουν «ιδιότητες της
μεγαλοπρέπειας και της ελευθεριότητας, της ταπεινότητας και της
δουλικότητας, της σωφροσύνης και της φρόνησης, της αυθάδειας και
της χωριατοσύνης». Αυτή ήταν μια δεύτερη τροποποίηση της καθαρά
αναπαραστατικής αντίληψης της τέχνης.
Ήταν μια νέα ιδέα, την οποία οι Έλληνες δεν αποδέχθηκαν άμεσα,
παρότι αξιοποιήθηκε από τη σύγχρονη τέχνη. Δεν είναι δύσκολο να
παρατηρήσουμε την εφαρμογή της στα έργα του Σκόπα [Βακχίς,
Μελέαγρος] και του Πραξιτέλη (Το παιδί του Μαραθώνα),
οι οποίοι έφτιαχναν πλέον πιο «ζωντανά» αγάλματα, δίνοντας
ιδιαίτερη έμφαση στην έκφραση των ματιών.
Η ιδέα του Σωκράτη περί πνευματικής ωραιότητας, σηματοδοτεί την
αναχώρηση από την αποκλειστική φορμαλιστική πυθαγόρεια αντίληψη
περί του ωραίου. Εκεί, το ωραίο εξαρτάται από την αναλογία,
εδώ και από την έκφραση της ψυχής. Η ιδέα αυτή έφερε το ωραίο
κοντύτερα στον άνθρωπο από ότι η πυθαγόρεια αντίληψη, που
αναζητούσε το ωραίο στον κόσμο παρά στον άνθρωπο. Η έννοια της
πνευματικής ωραιότητας δεν έκανε την εμφάνισή της νωρίτερα από
την κλασική εποχή. Στα ύστερα αισθητικά συστήματα της Ελλάδας
και οι δυο ελλείψεις –η ωραιότητα της μορφής και η ωραιότητα του
πνεύματος- κατέστησαν το ίδιο ισχυρές και σημαντικές.
Το ωραίο και η προσαρμογή του σε σκοπούς
Οι υπόλοιπες αισθητικές ιδέες του Σωκράτη περί του ωραίου
διασώθηκαν σε ένα διάλογο με τον Αρίστιππο, που ο Ξενοφών επίσης
κατέγραψε. Στο ερώτημα κατά πόσο γνωρίζει οποιαδήποτε όμορφα
πράγματα, ο Σωκράτης απάντησε πως τα όμορφα πράγματα είναι
ποικίλα -δεν υπάρχουν δυο όμοια μεταξύ τους. Διότι, «ένας καλός
δρομέας δεν είναι όμοιος με ένα καλό παλαιστή και μια καλή
προστατευτική ασπίδα δεν είναι καθόλου όμοια με ένα δυνατό και
γρήγορο ακόντιο». Διότι το κάθε πράγμα είναι όμορφο όταν
εξυπηρετεί καλά το σκοπό του. Ακόμη και «μια χρυσή ασπίδα είναι
άσχημη, αν το κοφίνι είναι καλά κατασκευασμένο ενώ η ασπίδα
όχι.» «Διότι όλα τα πράγματα είναι από τη μια καλά για όσες
περιστάσεις είναι κατάλληλα, από την άλλη άσχημα, για όσες
περιστάσεις είναι ακατάλληλα.» (Απομνημονεύματα, 3.8,
4-7).
Με τα λόγια αυτά, ο Σωκράτης είπε για το ωραίο όλα όσα συνεχώς
έλεγε για την αγαθότητα. Όταν ο Αρίστιππος του το υπενθύμισε
αυτό, ο Σωκράτης απάντησε πως το αγαθό πρέπει σίγουρα να είναι
και ωραίο. Για τους Έλληνες η ταυτοποίηση αυτή ήταν φυσική,
διότι για αυτούς ένα πράγμα ήταν αγαθό εάν επιτελούσε τη
λειτουργία του και ωραίο εάν ήγειρε το θαυμασμό. Ο Σωκράτης ήταν
πεπεισμένος πως τίποτα δεν τύγχανε θαυμασμού, πλην αυτού που
επιτελούσε τη λειτουργία του. Ο Σωκράτης εφάρμοσε την ιδέα αυτή
στην αρχιτεκτονική: Ένα σπίτι για να είναι κατάλληλο, έλεγε, θα
πρέπει να είναι πολύ ευχάριστο για διαμονή και πολύ χρήσιμο. Να
είναι δροσερό το καλοκαίρι και ζεστό το χειμώνα (Απομνημονεύματα,
3.8, 8-9).
Η θέση του Σωκράτη φαίνεται τόσο σχετική όσο και αυτή των
Σοφιστών, αλλά, υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά. Ο Σωκράτης
θεωρούσε πως μια ασπίδα ήταν ωραία όταν πληρούσε το σκοπό της,
ενώ οι Σοφιστές θεωρούσαν πως μπορούσε να θεωρηθεί ωραία όταν
ικανοποιούσε το γούστο αυτού που την κοίταζε. Η άποψη του πρώτου
ήταν λειτουργική, ενώ των δεύτερων σχετικιστική και
υποκειμενική.
Ευρυθμία
Η ευρυθμία ήταν μια εξίσου σημαντική έννοια, που έκανε
την εμφάνισή της στο διάλογο που είχε ο Σωκράτης με τον οπλουργό
Πιστία, ο οποίος ισχυριζόταν πως οι θώρακες έχουν καλές
αναλογίες όταν εφαρμόζουν ακριβώς στο σώμα εκείνου που τις φορά.
Τι μπορεί όμως να λεχθεί για το θώρακα που φορά κάποιος με σώμα
δυσανάλογο; Πως μπορεί κάποιος να φτιάξει ένα εύρυθμο θώρακα για
κάποιον με μη εύρυθμο σώμα; Πρέπει, άραγε, ο οπλουργός να
προσπαθήσει να αναζητήσει τις καλές αναλογίες ή τον τρόπο που θα
εξυπηρετήσει το σώμα; Ο Πιστίας πίστευε στο δεύτερο. Εδώ υπήρχε
ένα παράδοξο και η λύση του πιθανότατα έγκειται στο ότι
διαφορετικές αρχές ισχύουν στις καλές αναλογίες του σώματος.
Στην απάντηση όμως του Πιστία, ο Σωκράτης εισήγαγε μια άλλη
διάκριση: ο Πιστίας δεν μιλούσε για αναλογίες εύρυθμες
κατ’ εαυτόν αλλά για εκείνες που δύνανται να είναι ωραίες για
ένα συγκεκριμένο άτομο. Εδώ βλέπουμε τη διάκριση ανάμεσα στην
ευρυθμία ενός πράγματος καθαυτό και στην ωραιότητα του σύμφωνα
με το άτομο που το χρησιμοποιεί (Απομνημονεύματα, 3, 10,
10). Η διάκριση αυτή επαυξάνει και διορθώνει το διάλογο με τον
Αρίστιππο: ενώ κατά τη συζήτηση αυτή λήφθηκε υπόψη ένα είδος
ευρυθμίας, στην πραγματικότητα υπάρχουν δυο είδη καλών
αναλογιών. Μονάχα, όμως, το ένα εξ’ αυτών συμφωνεί με την
καταλληλότητα και τη σκοπιμότητα.
Η σωκρατική αυτή διάκριση, που αναμφίβολα είναι σημαντική για
την αισθητική, έτυχε αποδοχής και χρησιμοποιήθηκε από πολλούς
Έλληνες και, αργότερα Ρωμαίους συγγραφείς. Ο Σωκράτης ονομάζει
την σκόπιμη ωραιότητα αρμόζουσα (ίδια ρίζα με την
αρμονία) ενώ οι ύστεροι Έλληνες την ονόμασαν πρέπουσα.
[…]
Το αισθητικό λεξιλόγιο του Σωκράτη ήδη περιείχε όρους που
αργότερα θα χρησιμοποιούνταν ευρέως από τους Έλληνες. Μεταξύ
αυτών ήταν και ο όρος ρυθμός και τα παράγωγά του. Ο
Σωκράτης ισχυριζόταν πως οι καλές αναλογίες χαρακτηρίζονταν από
«μέτρο και ρυθμό». Ονόμασε τις καλές αναλογίες «εύρυθμες» και
τις αντίθετες «άρρυθμες». Ο όρος ευρυθμία θεωρούνταν από
τους Έλληνες κυρίαρχος μαζί εκείνον της αρμονίας, ενώ η
συμμετρία περιέγραφε την ωραιότητα με την στενότερη πιο
εξειδικευμένη έννοια του όρου.
Η διερευνητική ανάλυση της τέχνης από τον Σωκράτη ομοίαζε με
εκείνη των Σοφιστών και, παρά το γεγονός πως σε άλλους τομείς
της φιλοσοφίας ανήκουν σε αντίπαλα στρατόπεδα, δεν υπήρχε
σημαντική απόκλιση μεταξύ τους όσον αφορά στην αντίληψη της
αισθητικής και της τέχνης.