Πλάτωνος
«ΦΑΙΔΩΝ», (67e)
…τῷ ὄντι ἄρα, ἔφη,
ὦ Σιμμία, οἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦντες ἀποθνῄσκειν μελετῶσι, καὶ τὸ
τεθνάναι ἥκιστα αὐτοῖς ἀνθρώπων φοβερόν.
ἐκ τῶνδε δὲ σκόπει. εἰ γὰρ διαβέβληνται μὲν πανταχῇ τῷ σώματι, αὐτὴν
δὲ καθ᾽ αὑτὴν ἐπιθυμοῦσι τὴν ψυχὴν ἔχειν, τούτου δὲ γιγνομένου εἰ
φοβοῖντο καὶ ἀγανακτοῖεν, οὐ πολλὴ ἂν ἀλογία εἴη, εἰ μὴ [68a]
ἅσμενοι ἐκεῖσε ἴοιεν, οἷ ἀφικομένοις ἐλπίς ἐστιν οὗ διὰ βίου ἤρων
τυχεῖν--ἤρων δὲ φρονήσεως--ᾧ τε διεβέβληντο, τούτου ἀπηλλάχθαι
συνόντος αὐτοῖς; ἢ ἀνθρωπίνων μὲν παιδικῶν καὶ γυναικῶν καὶ ὑέων
ἀποθανόντων πολλοὶ δὴ ἑκόντες ἠθέλησαν εἰς Ἅιδου μετελθεῖν, ὑπὸ
ταύτης ἀγόμενοι τῆς ἐλπίδος, τῆς τοῦ ὄψεσθαί τε ἐκεῖ ὧν ἐπεθύμουν
καὶ συνέσεσθαι· φρονήσεως δὲ ἄρα τις τῷ ὄντι ἐρῶν, καὶ λαβὼν σφόδρα
τὴν αὐτὴν ταύτην ἐλπίδα, μηδαμοῦ ἄλλοθι ἐντεύξεσθαι αὐτῇ [68b]
ἀξίως λόγου ἢ ἐν Ἅιδου, ἀγανακτήσει τε ἀποθνῄσκων καὶ οὐχ ἅσμενος
εἶσιν αὐτόσε; οἴεσθαί γε χρή, ἐὰν τῷ ὄντι γε ᾖ, ὦ ἑταῖρε, φιλόσοφος·
σφόδρα γὰρ αὐτῷ ταῦτα δόξει, μηδαμοῦ ἄλλοθι καθαρῶς ἐντεύξεσθαι
φρονήσει ἀλλ᾽ ἢ ἐκεῖ. εἰ δὲ τοῦτο οὕτως ἔχει, ὅπερ ἄρτι ἔλεγον, οὐ
πολλὴ ἂν ἀλογία εἴη εἰ φοβοῖτο τὸν θάνατον ὁ τοιοῦτος;
Μετάφραση
…Επομένως,
Σιμμία, είπε, αυτοί που φιλοσοφούν σωστά ασκούνται πράγματι στο να πεθαίνουν κι
αυτοί απ’ όλους τους ανθρώπους φοβούνται λιγότερο τον θάνατο. Από αυτά
εδώ κρίνε: Γιατί, αν αποστρέφονται ολωσδιόλου το σώμα κι επιθυμούν να κρατούν
την ψυχή αυτή καθ’ αυτή κι αν, όταν γίνεται αυτό, φοβούνται και αγανακτούν, δεν
θα ήταν πολύ παράλογο να μην πηγαίνουν ευχαριστημένοι εκεί όπου φτάνοντας
υπάρχει ελπίδα να πετύχουν αυτό που σε όλη τη ζωή ποθούσαν – τη φρόνηση
ποθούσαν – και να απαλλαγούν από αυτό που όσο ήταν μαζί τους το αποστρέφονταν;
Εξ άλλου, όταν τους πέθαναν πρόσωπα αγαπημένα, εραστές, γυναίκες και παιδιά,
πολλοί ήταν εκείνοι που θέλησαν να πάνε από μόνοι τους στον Άδη, οδηγημένοι από
την ελπίδα, να δουν εκεί όσους είχαν επιθυμήσει και να είναι μαζί τους. Άρα
κάποιος, που ποθεί πραγματικά τη φρόνηση κι έχει κυριευτεί από αυτή ακριβώς
την ελπίδα ότι πουθενά αλλού δεν θα τη συναντήσει με τρόπο που να αξίζει παρά
μόνο στον Άδη, θα δυσανασχετήσει που πεθαίνει και δεν θα πάει άραγε εκεί μετά
χαράς. Αυτό πρέπει κυρίως να σκέφτεται κάποιος, σύντροφε, αν είναι πράγματι
φιλόσοφος γιατί θα πιστεύει ακράδαντα ότι πουθενά αλλού δεν θα βρει τη φρόνηση
παρά μόνον εκεί. Εάν τα πράγματα έχουν έτσι όπως έλεγα μόλις πριν, δεν θα ήταν
πολύ παράλογο να φοβάται τον θάνατο ένας τέτοιος άνθρωπος;