ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ
απόσπασμα
από το έργο του
Egon Friedell
«Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»
(σελ. 302-305)
Φυσικά, ακόμα και η βασιλική ειρήνη δεν ήταν πραγματική
ειρήνη, γιατί οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις
συνεχίσθηκαν. Σ’ αυτό το κομφούζιο των εναλλασσόμενων
συνασπισμών και συμφώνων, νικών και ηττών, η μάχη στα
Λεύκτρα, που έγινε το 371, αποτελεί ένα ορόσημο, γιατί
με τη νίκη τους οι Θηβαίοι κατέρριψαν τον μύθο του
αήττητου των Σπαρτιατών. Η θηβαϊκή επιτυχία οφειλόταν
στη μεγαλοφυΐα του Επαμεινώνδα, που επινόησε τη «λοξή
φάλαγγα». Ως τότε, το δεξί κέρας της φάλαγγας των
οπλιτών ήταν πάντα το επιθετικότερο και ισχυρότερο,
γιατί τα δόρατα έκλιναν ακούσια προς τα δεξιά. Επομένως,
η νίκη εξαρτιόταν πάντα από αυτό το κέρας: αν κατόρθωνε
να τρέψει σε φυγή το αντικριστό αριστερό κέρας του
εχθρικού στρατού, το μέτωπο του εχθρού πλευροκοπούνταν
αυτόματα και τότε η μάχη είχε κριθεί. Ο Επαμεινώνδας
είχε τη μεγαλειώδη όσο και απλή σκέψη να ενισχύσει το
αριστερό κέρας, εμβαθύνοντάς το σαν μια σφήνα. Έτσι όμως
αναγκάσθηκε να κοντύνει το δεξί κέρας και να το εκθέσει
στον κίνδυνο της υπερφαλάγγισης. Γι’ αυτό κάλυψε τα
πλευρά του δεξιού κέρατος με ιππικό: τώρα το αριστερό
κέρας μπορούσε να προωθηθεί με ολόκληρη τη δύναμη
κρούσης του, «σαν μια τριήρης που διεμβολίζει την
αντίπαλή της» (σύμφωνα με μια πετυχημένη σύγκριση που
έκανε ο Ξενοφών). Ο χαρακτηρισμός «λοξή φάλαγγα» είναι
κάπως παραπλανητικός, γιατί και ο παραδοσιακός
σχηματισμός ήταν λοξός, αφού πάντοτε προωθούνταν το δεξί
κέρας· αλλά η φάλαγγα του Επαμεινώνδα, εξαιτίας του
άνισου βάθους της διάταξής της, ήταν ακόμα λοξότερη. Το
βασικό όμως ήταν ότι στη φάλαγγα του Επαμεινώνδα είχε
γίνει αντιμετάθεση των κέντρων βάρους: γι’ αυτό πολλοί
προτιμούν να τη λένε «αντεστραμμένη φάλαγγα». Θα
μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι η επιτυχία αυτής της
έξυπνης ιδέας βασιζόταν στο στοιχείο του αιφνιδιασμού
και γι’ αυτό μπορούσε να τελεσφορήσει μόνο μια φορά·
αλλά έπειτα από εννιά χρόνια η επιτυχία επαναλήφθηκε στη
Μαντίνεια. Μήπως αυτό οφειλόταν στον νωθρό συντηρητισμό
των Σπαρτιατών; Ή στην ανικανότητά τους ν’ αναπτύξουν
αξιόμαχο ιππικό, πράγμα που απαιτούσε αυτή η καινούρια
τακτική, ενώ οι Βοιωτοί ήταν ανέκαθεν καβαλάρηδες; Ή
μήπως (πράγμα που είναι πιθανότερο) ο Επαμεινώνδας δεν
ήταν δούλος του συστήματος του, αλλά ήξερε να το
τροποποιεί αποτελεσματικά, έτσι ώστε το στοιχείο του
αιφνιδιασμού να είναι πάντα δικός του σύμμαχος; Γιατί το
ουσιαστικό γνώρισμα της διάταξής του δεν ήταν βέβαια η
«αντιστροφή», αλλά ακριβώς η «λοξότητα» με μια καινούρια
και ανώτερη έννοια, δηλαδή η συγκέντρωση του εξοντωτικού
πλήγματος σ’ ένα σημείο, ενώ ως τότε ήταν αυτονόητος
κανόνας να γίνεται η επίθεση σ’ ολόκληρο το μέτωπο. Με
μια λέξη, ήταν η κοσμοϊστορική στροφή από την
παραλληλομαχία στην πλάγιομαχία: η επιθετική πτέρυγα
προελαύνει με εξουθενωτική υπεροχή, η αμυντική πτέρυγα
μένει στην αρχή σκόπιμα πίσω, για να προωθηθεί κι αυτή
αργότερα και να ολοκληρώσει τη νίκη περικυκλώνοντας τον
εχθρό. Είναι ολοφάνερο ότι ώς τότε ο τρόπος διεξαγωγής
της μάχης δεν επέτρεπε ουσιαστικά την πλαγιομαχία:
γιατί, παρόλο που το αριστερό κέρας έμενε κατά κανόνα
στην άμυνα, δεν το έκανε αυτό προ- μελετημένα, αλλά
αναγκαστικά και μηχανικά, υπακούοντας, θα έλεγε κανείς,
σ’ ένα νόμο της βαρύτητας· και είναι εξίσου φανερό ότι
στη «λοξή φάλαγγα» δεν είναι καθόλου αναγκαίο να είναι
πάντα το αριστερό κέρας το επιθετικό, γιατί η επίθεση
μπορεί να γίνει σ’ οποιοδήποτε σημείο: αρκεί να είναι
αιφνιδιαστική και εξουθενωτική· ο εντοπισμός αυτού του
«αρχιμήδειου σημείου» ήταν ζήτημα στρατηγικής ιδιοφυίας,
που συνίσταται σ’ ένα μίγμα από τη γοργόστροφη και
ξεκάθαρη σκέψη του ρεαλιστή και τη διαίσθηση του
υπνοβάτη. Το «αδρανές» κέρας, αυτό που στην αρχή δεν
έρχεται σ’ επαφή με τον εχθρό, παίζει τον ρόλο της
εφεδρείας, που πραγματικά μπορούμε να πούμε ότι την
επινόησε ο Επαμεινώνδας. Εφεδρεία, πλευροκόπηση,
αντιστροφή, περικύκλωση: όλα αυτά είναι ιδέες, κι έτσι
δεν απορούμε πια μαθαίνοντας ότι ο Επαμεινώνδας, αυτός ο
σύγχρονος του Πλάτωνα, δεν ενδιαφερόταν αρχικά καθόλου
για την πολιτική και τα στρατιωτικά, αλλά για την τέχνη
και τη φιλοσοφία. Ακόμα και η στρατιωτική τέχνη είναι
ένας κόσμος της σκέψης. Όλες οι πράξεις του πνεύματος
είναι φιλοσοφία.
Μετά την καταστροφή των Σπαρτιατών στα Λεύκτρα ο
Επαμεινώνδας εισέβαλε στη Λακωνία, που, όπως η Αγγλία,
δεν είχε δει εχθρό στα εδάφη της από αμνημονεύτων
χρόνων. Αλλά, ως υπερασπιστές της πατρώας γης, οι
Σπαρτιάτες εξακολούθησαν να είναι αήττητοι, και παρόλο
που η πόλη τους δεν ήταν περιτειχισμένη ο Επαμεινώνδας
δεν κατόρθωσε να την κυριεύσει. Κινήθηκε τότε προς τη
Μεσσηνία και απελευθέρωσε τους είλωτες, που από εκείνη
τη στιγμή αποτελούσαν αυτόνομο κράτος, με μια οχυρή
πρωτεύουσα στους πρόποδες του βουνού Ιθώμη. Αυτό ήταν το
φοβερότερο χτύπημα που μπορούσε να δοθεί στη Σπάρτη: η
ηγεμονία της κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Τότε ο
Επαμεινώνδας άρχισε να κάνει μακρόπνοα σχέδια, για να
εγκαθιδρύσει τη θηβαϊκή κυριαρχία σ’ ολόκληρη την
Ελλάδα. Η μοναδική αξιόλογη αντίπαλος ήταν η Αθήνα, που
στο μεταξύ είχε συνέλθει και μάλιστα είχε ιδρύσει μια
καινούρια ναυτική συμμαχία. Καθώς οι Βοιωτοί δεν
μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα σ’ ένα κατά θάλασσα πόλεμο,
ο Επαμεινώνδας ήρθε σε συνεννόηση με την Περσία. Αλλά το
362 σκοτώθηκε στη μάχη της Μαντίνειας και η Θήβα
ξανάπεσε στον προηγούμενο υποδεέστερο ρόλο της. Η άνθησή
της ήταν ένα επεισόδιο που κράτησε-δεν κράτησε δέκα
χρόνια και βασιζόταν εξ ολοκλήρου σ’ ένα μεγαλοφυή
πρωταγωνιστή. Ως πολιτικός, ο Επαμεινώνδας δεν ήταν ούτε
καλύτερος ούτε χειρότερος από τους Αθηναίους και τους
Σπαρτιάτες προδρόμους του: τα αισθήματά του δεν ήταν
περισσότερο πανελλήνια από τα δικά τους, αν και αργότερα
ο ρομαντισμός τον εξιδανίκευσε και τον παρουσίασε ως
«ελευθερωτή». Ο Επαμεινώνδας δε γνώριζε τίποτα ανώτερο
από τη δικτατορία της πόλης του. Ο τρόπος σκέψης και
ζωής των Ελλήνων ήταν ο
ἀγών,
ο θρίαμβος και η δόξα του παλαιστή· η ισότητα και η
ενότητα είναι έννοιες ξένες προς το ελληνικό πνεύμα: η
στιγμή που απόκτησαν παγκόσμια ισχύ σημαδεύει το τέλος
της ελληνικής ιστορίας.