ΝΟΣΟΣ
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του V. D. Hanson
«ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»)
Τα δεινά τον
λοιμού στην Αθήνα (430-426 π.Χ.)
Η
ανατομία μιας επιδημίας
Στο δεύτερο έτος του πολέμου η σύρραξη δε θα καθοριζόταν από
τους οπλίτες ή, έστω, από τους λαφυραγωγούς και τους ιππείς.
Ήταν φανερό ότι εξαρτιόταν πλέον από το πόσο σθεναρά θα
μπορούσαν να αντισταθούν οι πρόσφυγες, τόσο από ψυχολογική όσο
και από υλική άποψη, στην κατάληψη της Αττικής από τον εχθρό
για μερικές εβδομάδες. Στα τέλη της άνοιξης του 430, υλοποιώντας
τη στρατηγική του Περικλή, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού
της Αττικής - ίσως περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι -
συγκεντρώθηκε πάλι μέσα στην Αθήνα για περισσότερο από ένα μήνα.
Η πόλη του Παρθενώνα και του Θεάτρου του Διονύσου μετατράπηκε
για μια ακόμα φορά σε ένα δυσώδες στρατόπεδο προσφύγων.
Στο προηγούμενο, εναρκτήριο έτος του πολέμου είχε επίσης
αποδειχτεί ότι η μαζική εκκένωση της υπαίθρου και η
μετεγκατάσταση μέσα στην πόλη ήταν πρακτικά εφαρμόσιμες.
Ωστόσο, σε αυτό το δεύτερο έτος του πολέμου η τύχη εγκατέλειψε
κυριολεκτικά την πόλη. Ο συνδυασμός της μεσογειακής ζέστης, της
υπέρμετρης κοσμοσυρροής μέσα στην πόλη, της έλλειψης καθαρού
νερού, στέγης και κατάλληλων συνθηκών υγιεινής, αλλά και το
άγχος που προκαλούσε ο πόλεμος και η εισβολή αποτέλεσαν το
κατάλληλο υπόβαθρο για να ενσκήψει μια μυστηριώδης και
καταστρεπτική επιδημική νόσος. Μετά το τέλος της επιδημίας ο
Θουκυδίδης, συγκεφαλαιώνοντας τις συνολικές συνθήκες στην
Ελλάδα στη διάρκεια των τριών δεκαετιών του πολέμου, θα έγραφε:
«Η μολυσματική ασθένεια, ο λοιμός, που έβλαψε πάρα πολύ και
ξολόθρεψε έναν σημαντικό αριθμό ανθρώπων».1
Καμία άλλη από τις πόλεις-κράτη της Ελλάδας δε βίωσε ποτέ κάτι
παρόμοιο με τη μεταδοτική νόσο που έπληξε την Αθήνα. Ο
πληθυσμός της γειτονικής εχθρικής Θήβας, της ηγέτιδας πόλης του
Βοιωτικού Κοινού, διπλασιάστηκε μετά την έναρξη του πολέμου,
εξαιτίας της συρροής προσφυγών από τις γειτονικές ανοχύρωτες
κωμοπόλεις της Βοιωτίας, πολλές από τις οποίες βρίσκονταν κατά
μήκος των συνόρων με την Αθήνα που ήταν εύκολο να παραβιαστούν,
καθώς οι κάτοικοί τους φοβόντουσαν το ενδεχόμενο μιας αθηναϊκής
εισβολής.2 Ωστόσο, παρόλο που είχε πια το διπλάσιο
πληθυσμό σε σχέση με την προπολεμική περίοδο, η Θήβα είχε
πιθανότατα λιγότερους από 50.000 κατοίκους, μια πυκνότητα
πληθυσμού που δεν επέτρεπε την εύκολη μετάδοση μια μολυσματικής
νόσου. Πάντως, ήταν πολύ πιο εύκολο να στεγαστούν αυτοί οι
σαφώς λιγότεροι πρόσφυγες σε σύγκριση με τους δεκάδες χιλιάδες
που είχαν κατασκηνώσει μέσα στην Αθήνα. Επιπλέον, οι πρόσφυγες
που είχαν καταφύγει στη Θήβα δεν είχαν κοντά τους ένα λιμάνι που
ήταν το εμπορικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου και, ως εκ
τούτου, θα ήταν δυνατό να έρθουν σε αυτό χιλιάδες εν δυνάμει
φορείς νοσημάτων, επισκέπτες ή έμποροι. Επίσης, η Θήβα δεν
πολιορκήθηκε και δε στερήθηκε την πρόσβαση στην ύπαιθρο. Η
υπέρμετρη κοσμοσυρροή υπήρξε ο καταλύτης για το λοιμό, όμως η
Αθήνα ήταν ο μαγνήτης για ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων, από
τους οποίους μερικοί ήταν ενδεχομένως φορείς νοσημάτων, κάτι που
δεν ίσχυε για άλλες σκληρά πιεζόμενες και γεωπολιτικά
περίκλειστες πόλεις-κράτη στη διάρκεια του πολέμου.
Οι σημερινοί στρατιωτικοί ιθύνοντες παρασκευάζουν διαβολικά
πανίσχυρα μικρόβια ως δυνητικά όπλα μαζικής καταστροφής εναντίον
των εχθρών τους, επειδή είναι εξαιρετικά φονικά, φτηνά ή μικρά
σε μέγεθος και βάρος, και μπορούν να εξουδετερώσουν την ισχΰ των
πυρηνικών οπλο3ν ή του υπέρτερου ανθρώπινου δυναμικού.
Επιπλέον, οι μεταδοτικές νόσοι προκαλούν ένα αίσθημα τρόμου που
είναι μεγαλύτερο και από τις αποδεδειγμένες δυνατότητές τους να
σκοτώνουν, καθώς οι φορείς του θανάτου δεν κάνουν διακρίσεις,
ενώ είναι αόρατοι και, όπως αναφέρει ο Ησίοδος, σιωπηλοί.
Κανείς δεν περίμενε ότι μια καταστροφή θα έπληττε την Αθήνα,
τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον. Εξάλλου, ήταν μια πόλη που είχε
επανειλημμένους νικήσει τους αντιπάλους της. Η Αθήνα είχε
επιβιώσει παρά την πυρπόλησή της από τους Πέρσες πριν από μισό
αιώνα, όταν εισβάλανε και την κατέλαβαν το 480-479. Εντούτοις,
μετά το τέλος του πολέμου αναγεννήθηκε από τα ερείπιά της και
έγινε το πολιτισμικό κέντρο της Ελλάδας. Όταν μετά τους
Περσικούς Πολέμους διαταράχτηκαν οι σχέσεις της με τη Σπάρτη,
οι πολίτες της, σε κατάσταση υπερέντασης, συνέβαλαν μαζικά στην
ανέγερση των Μακρών Τειχών, κατασκευάζοντας ένα τεράστιο
περιτείχισμα γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά.
Επί αρκετά χρόνια ο Περικλής είχε κινητοποιήσει 20.000 εργάτες
για να κατασκευαστούν αρχιτεκτονικά αριστουργήματα όπως η
Ακρόπολη και ο Παρθενώνας, αλλά και τεράστια δημόσια κτίρια και
οχυρωματικά έργα στην Αγορά και στον Πειραιά. Παρά τις
ανησυχίες για την υποτιθέμενη τρομερή μεγάλη στρατιά των
Πελοποννησίων, η Αθήνα είχε αντιμετωπίσει χωρίς ιδιαίτερα
προβλήματα την πρώτη εισβολή του 431 και είχε δει τους εχθρούς
της να επιστρέφουν σας πατρίδες τους χωρίς να θεωρούν ότι είχαν
εκπληρώσει την αποστολή τους.3
Η αντίφαση ανάμεσα στο προηγούμενο μεγαλείο και στην ανθρώπινη
εξαχρείωση που προκάλεσε ο λοιμός παρακίνησε τον Θουκυδίδη να
στρέψει το ενδιαφέρον του στη νόσο και να περιγράφει με τρόπο
που καθηλώνει τον αναγνώστη τις επιπτώσεις της επιδημίας στο
δεύτερο βιβλίο της
Ιστορίας του.
Και πάθαιναν άλλοι από έλλειψη φροντίδας, άλλοι όμως μόλο που
είχαν μεγάλη περιποίηση. Δε βρέθηκε, μπορεί να πει κανείς, ούτε
ένα φάρμακο που η χρήση του να ωφελούσε αποτελεσματικά όλους·
γιατί ό,τι έκανε καλό στον έναν, το ίδιο έβλαφτε τον άλλον.
Κανένα σώμα, δυνατό ή αδύναμο, δεν αποδείχτηκε ικανό να
αντισταθεί στην αρρώστια, αλλά τους σάρωνε όλους, ακόμη κι
εκείνους που νοσηλεύονταν με κάθε φροντίδα. Το φοβερότερο απ’
όλα στην αρρώστια αυτή ήταν η αποθάρρυνση που τους έπιανε, όταν
καταλάβαιναν ότι έπασχαν (γιατί αμέσως το πνεύμα τους κυριευόταν
από απελπισία, παραμελούσαν ολότελα τον εαυτό τους και δεν
άντεχαν), και το ότι, νοσηλεύοντας ο ένας τον άλλο, κολλούσαν
την αρρώστια και πέθαιναν σαν πρόβατα. Και τη μεγαλύτερη
καταστροφή την έκανε αυτό.4
Ο Θουκυδίδης, που είχε επιβιώσει από τη μολυσματική νόσο,
αντιπαραβάλλει με παραστατικό τρόπο το ξέσπασμα της επιδημίας
με το διάσημο Επιτάφιο Λόγο, τον οποίο εκφώνησε ο Περικλής για
τους νεκρούς του πρώτου έτους του πολέμου και ο οποίος
αποτελούσε ένα εγκώμιο που υπενθύμιζε στους Αθηναίους την
υπεροχή της πόλης τους. Προφανώς, ο ιστορικός ήθελε να
επισημάνει την ιδιοτροπία της μοίρας και τον απρόβλεπτο
χαρακτήρα του πολέμου - και, για αυτό το λόγο, επισημαίνει τη
βίαιη φύση των ανθρώπων, όταν στερηθούν την κουλτούρα και τον
πολιτισμό που εξυμνούνται στον Επιτάφιο Λόγο του Περικλή. Ο
Θουκυδίδης πίστευε ότι οι μοιραίες επιπτώσεις του λοιμού
υπήρξαν μακροχρόνιες, μειώνοντας σημαντικά τη μαχητική
ικανότητα του αθηναϊκού στρατού:
Η αρρώστια έδωσε αφορμή να φανούν για πρώτη φορά στην πόλη κι
άλλα μεγαλύτερα ανομήματα. Γιατί τώρα αποτολμούσε κανείς
ευκολότερα όσα πριν ήθελε να κάμει και το ’κρύβε, επειδή
έβλεπαν πόσο γρήγορη ήταν η αλλαγή της τύχης, αφού κι οι
πλούσιοι πέθαι- ναν ξαφνικά κι όσοι πρωτύτερα δεν είχαν τίποτε
αμέσως βρίσκονταν με τ’ αγαθά εκείνων. Έτσι αποφάσιζαν να
κυνηγούν τις γρήγορες χαρές και τέρψεις, θαρρώντας το ίδιο
εφήμερα και τη ζωή και τον πλούτο. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να
ταλαιπωρείται από πριν για κάτι που θεωρούνταν ωραίο, γιατί
νόμιζε πως ήταν πιθανό να τον βρει ο θάνατος πριν το πετύχει. Η
ευχαρίστηση της στιγμής κι ό,τι από κάθε άποψη συντελούσε σ’
αυτή, τούτο κατάντησε να θεωρείται κι ωραίο και χρήσιμο. Φόβος
των θεών ή νόμος των ανθρώπων κανένας δεν τους συγκροτούσε...
Ύστερα από την ανάγνωση του μακάβριου απολογισμού που
πραγματοποιεί ο Θουκυδίδης για τις κοινωνικές συνέπειες του
λοιμού, είναι ασαφές, όπως ίσως ήταν η πρόθεση του ιστορικού να
τους παρουσιάσει, αν οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να είναι οι
καλλιεργημένοι άνθρωποι που λίγο νωρίτερα είχαν εξυμνηθεί στο
διάσημο Επιτάφιο του Περικλή ή είχαν μετατραπεί σε απολίτιστους
που διαπληκτίζονταν μπροστά από νεκρικές πυρές για το ποιος θα
κάψει τους νεκρούς του. Προφανώς, οι ελάχιστοι εκατοντάδες
άντρες που σκοτώθηκαν στο πρώτο έτος του πολέμου περιπολώντας
στην ύπαιθρο της Αττικής ή συμμετέχοντας σε ναυτικές επιδρομές
στην Πελοπόννησο άξιζαν εγκώμια και δημόσιες κηδείες, ενώ τα
πτώματα των χιλιάδων αντρών, γυναικών και παιδιών που πέθαναν
ομαδικά το επόμενο έτος με θλιβερό τρόπο μέσα στους δρόμους πολύ
συχνά αποσυντίθεντο χωρίς να ενταφιάζονται ή να αποτεφρώνονται.
Ο Θουκυδίδης περιγράφει σε προηγούμενα χωρία τις άθλιες
συνθήκες μέσα στην πόλη, οι οποίες προκλήθηκαν εξαιτίας της
εκκένωσης της Αττικής το 431 που διήρκεσε ένα μήνα. Στο
μεσοδιάστημα είναι πιθανό ότι οι περισσότερες αγροτικές
οικογένειες είχαν επιστρέφει στα αγροκτήματά τους, μόνο και
μόνο για να υποχρεωθούν να καταφύγουν πάλι στην πόλη την επόμενη
άνοιξη. Ο αριθμός των προσφυγών ήταν περίπου ο ίδιος και οι
περισσότεροι δεν είχαν μόνιμη στέγη, αλλά κατασκήνωναν σε
δημόσιους χώρους και στα προαύλια ναών. Στους πρόποδες της
Ακρόπολης βρίσκονταν παραπήγματα. Μερικοί πρόσφυγες ζουσαν πάνω
στα επιμήκη τείχη της πόλης. Πιθανότατα οι συνθήκες ήταν
χειρότερες στη διάρκεια των δυο πρώτων αρχικών εισβολών, όταν η
πόλη δεν είχε ακόμα φροντίσει να κατασκευάσει μόνιμους χώρους
στέγασης μέσα στη μήκους 6,5 χιλιομέτρων δίοδο που συνέδεε την
πόλη με τα οχυρωματικά έργα στον Πειραιά. Η Αθήνα, όπως και το
Λος Άντζελες, βρίσκεται σε ένα λεκανοπέδιο που περιβάλλεται από
τρία μεγάλα βουνά. Η θάλασσα βρίσκεται σχεδόν 8 χιλιόμετρα
μακριά και μέσα στη μητροπολιτική περιοχή κυλούσαν μόνο δυο
μικροί ποταμοί - με συνέπεια να είναι δύσκολη η απόρριψη των
λυμάτων σε μια κοντινή μετακινούμενη υδάτινη μάζα που κατέληγε
στη θάλασσα.
Τα πρόχειρα παραπήγματα δεν πρόσφεραν ουσιαστική προστασία από
τη ζέστη του καλοκαιριού, ενώ η αντιπαραβολή τους με τα
εγκαταλειμμένα ευρύχωρα σπίτια που είχαν στην ύπαιθρο οι πιο
εύποροι από τους πρόσφυγες προκαλούσε έντονα αισθήματα θλίψης.
Αργότερα ο Πλάτωνας θα υποστήριζε ότι οι Έλληνες έπρεπε να έχουν
δυο κατοικίες, μια στην πόλη και μια στην ύπαιθρο, ώστε να
ενισχύονται οι κοινωνικοί συνεκτικοί δεσμοί στην πόλη-κράτος. Η
πρότασή του, όμως, ήταν επίσης και μια αντίδραση στην αναταραχή
που επικράτησε στην Αττική, όταν στ κτηματίες μετατράπηκαν σε
πρόσφυγες εξαιτίας της στρατηγικής του Περικλή, ενώ οι φτωχοί
κάτοικοι της πόλης γνώριζαν ελάχιστα για τις δυσκολίες της ζωής
στην ύπαιθρο. Την εποχή που ξεκίνησε ο πόλεμος, περισσότεροι
από 20.000 Αθηναίοι δεν είχαν καμία σχέση με τη γεωργία.5
Αυτοί που κάποτε είχαν τις ομορφότερες αγροικίες στην Αττική
βρέθηκαν μέσα σε μερικές ημέρες να ζουν σε άθλια σπίτια, γεγονός
που εξηγεί την ιδιαίτερα εχθρική αντίδραση των
προσφύγων-κτηματιών προς την πολιτική του Περικλή. Ο Αριστοφάνης
σχολιάζει συχνά την εικόνα που παρουσίαζε η Αθήνα κατά τον
πόλεμο, μια πόλη όπου σε κάθε σταυροδρόμι υπήρχαν πλήθη από
απελπισμένους κατοίκους της υπαίθρου που παραμόνευαν για τη
φωλιά κάποιου πουλιού ή για λίγο κρασί (Αριστοφάνης,
Σφήκες,
792-3). Η αναταραχή οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, σε αυτή τη
ριζική αλλαγή της μοίρας: οι εύποροι βρίσκονταν πλέον στο έσχατο
σημείο αθλιότητας και είχαν μετατραπεί σε επισκέπτες μέσα στην
πόλη τους - φιλοξενούμενοι των φτωχών, που υποστήριζαν τη
ριζοσπαστική δημοκρατία, ήθελαν τον πόλεμο, έχαναν ελάχιστα από
αυτόν και, ενδεχομένως, αποκόμιζαν σημαντικά οφέλη από τη
συνεχή υπηρεσία τους στο ναυτικό.6
Η μυστηριώδης επιδημική νόσος ενέσκηψε στα τέλη Μαΐου του 430.
Οι ανεξήγητοι ομαδικοί θάνατοι ξεκίνησαν στη διάρκεια των
σαράντα ημερών που οι Σπαρτιάτες λεηλατούσαν την Αττική. Η
εισβολή αυτή υπήρξε η πιο μακροχρόνια από όσες έκαναν οι
Πελοποννήσιοι, γεγονός που ίσως να επέτεινε ακόμα περισσότερο
την αγωνία των προσφύγων που ζούσαν συνωστισμένοι μέσα στην
πόλη. Η περιγραφή του Θουκυδίδη είναι ασαφής σχετικά με τη
χρονολογία που ξέσπασε ο λοιμός. Αναφέρει μόνο ότι η νόσος
έπληξε την πόλη, ενώ οι Σπαρτιάτες λεηλατούσαν την Αττική.
Είναι πιθανό η επιδημία να παρακίνησε τους Σπαρτιάτες να
συντομεύουν το καταστρεπτικό τους έργο, καθώς θα πρέπει να άκου-
σαν τις τρομακτικές φήμες για τον όλεθρο εντός των τειχών, ενώ
μπορούσαν να δουν τους καπνούς από τις νεκρικές πυρές να
υψώνονται πάνω από την πόλη. Παρ’ όλα αυτά, η δεύτερη εισβολή
υπήρξε η πιο μακροχρόνια από όλες τις επιδρομές των Σπαρτιατών -
διήρκεσε συνολικά σαράντα ημέρες, στη διάρκεια των οποίων οι
εισβολείς κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος της Αττικής και
προσπαθούσαν να φέρουν σε πέρας ό,τι δεν είχαν καταφέρει να
ολοκληρώσουν το προηγούμενο έτος. Πιθανότατα, ο φόβος τους να
προσεγγίσουν τις εύφορες πεδιάδες που βρίσκονταν κοντά στη
χειμαζόμενη από τη νόσο πόλη ώθησε τους Σπαρτιάτες να
κατευθυνθούν προς το νότο, για να ερημώσουν τις παραθαλάσσιες
περιοχές της νότιας Αττικής και την ενδοχώρα που βρισκόταν κοντά
στα ορυχεία του Λαυρίου.
Οι Σπαρτιάτες είχαν πληροφορηθεί ότι η προηγούμενη πρώτη
εισβολή του 431 δεν είχε αποδυναμώσει την Αθήνα ή την ηγεμονία
της και υπολόγιζαν να πραγματοποιήσουν μια πιο μακροχρόνια
εκστρατεία το επόμενο έτος. Η παραμονή δεκάδων χιλιάδων
κατοίκων της υπαίθρου για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μέσα στην
πόλη συνέβαλε, επίσης, έμμεσα στη διάδοση της νόσου, που με τη
σειρά της είχε την παράδοξη συνέπεια να συντομεύσει το σχέδιο
που είχε καταστρωθεί ως η πιο καταστρεπτική και εκτενής
εκστρατεία δήωσης της γης σε ολόκληρο τον Αρχιδάμειο Πόλεμο.7
Το γεγονός ότι η νόσος ενέσκηψε λίγες ημέρες μετά την άφιξη των
Σπαρτιατών και μαινόταν όταν έφυγαν υποδηλώνει ότι, σε λιγότερο
από ένα μήνα από τότε που η νόσος έπληξε την Αθήνα, είχε
αποκτήσει διαστάσεις επιδημίας. Πράγματι, είχε σαρώσει την
πόλη, ενώ από απροσεξία είχε μεταδοθεί και στον αθηναϊκό στόλο.
Ναύτες που ήταν φορείς της νόσου, χωρίς όμως τα συμπτώματά της,
είχαν επιβιβαστεί σε πλοία στον Πειραιά για να πραγματοποιήσουν
επιδρομές στην Πελοπόννησο και για να αυξήσουν την πίεση στην
πολιορκημένη Ποτίδαια στο βορρά, αλλά εν μέρει και για αποφύγουν
τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στη μολυσμένη πόλη. Όταν
επιτέθηκαν εναντίον της Επιδαύρου ως αντίποινα για τη
σπαρτιατική εισβολή στην Αττική, λέγεται ότι αρρώστησαν αρκετοί
γηγενείς κάτοικοι που ήρθαν σε επαφή με τους Αθηναίους
στρατιώτες.8
Πολλοί Αθηναίοι εκείνη την εποχή πίστευαν ότι ο λοιμός
δεν ήταν
συμπωματικός. Θεωρούσαν ότι ήταν το άμεσο
αποτέλεσμα εσκεμμένων προσπαθειών από τους Σπαρτιάτες να τους
μολύνουν σε καιρό πολέμου. Υπήρχε μια δόση αλήθειας σε αυτή την
παρανοϊκή σκέψη: λοιμοί τέτοιας έντασης ήταν σχεδόν άγνωστοι
στην κλασική Ελλάδα, γεγονός που παρακίνησε τους Αθηναίους να
λάβουν υπόψη τους οποιαδήποτε ερμηνεία για αυτό το τρομερό και
σπάνιο συμβάν. Μερικοί ενδεχομένως να θυμόντουσαν τις λαϊκές
ιστορίες για τον ήρωα της Αθήνας Σόλωνα, που, πριν από έναν
αιώνα, είχε καταλάβει με μια εύκολη έφοδο την πόλη Κίρρα, αφού
όμως πρώτα είχε ρίξει ένα ισχυρό καθαρτικό στο ποτάμι της πόλης,
με συνέπεια οι αμυνόμενοι να εξασθενίσουν τόσο πολύ ώστε να
συνθηκολογήσουν. Ίσως οι ίδιοι οι Αθηναίοι να είχαν μολύνει τις
πηγές υδροδότησης της πόλης, όταν ο στρατός του Ξέρξη τούς
υποχρέωσε να εγκαταλείψουν την Αθήνα στα τέλη του καλοκαιριού
του 480. Στο ζεστό μεσογειακό κλίμα, όπου το νερό πάντα
σπανίζει, η μόλυνση από τον εχθρό των κρηνών, των δεξαμενών και
των ποταμών αποτελούσε ένα σχεδόν μόνιμο φόβο σε καιρό πολέμου.
Αργότερα διάφορα στρατιωτικά εγχειρίδια θα συνιστούσαν τη
μόλυνση των πηγών υδροδότησης ως ένα αποτελεσματικό μέσο
δημιουργίας προβλημάτων στις εχθρικές δυνάμεις είτε μέσω της
πρόκλησης ασθενειών είτε μέσω της δίψας. Στη Σικελία οι
Αθηναίοι θα προσπαθούσαν να καταστρέψουν τους αγωγούς από
τερακότα που μετέφεραν νερό στις πολιορκημένες Συρακούσες.9
Η εμφάνιση, λοιπόν, του λοιμού το 430 συνέπεσε με την άφιξη στην
Αττική του εχθρικού στρατού. Ο συγχρονισμός αυτός δε μοιάζει,
άραγε, παράδοξος; Όσοι πιστεύουν στις θεωρίες συνωμοσίας
διαθέτουν και άλλα επιχειρήματα. Η νόσος έπληξε αρχικά όσους
προμηθεύονταν νερό από κρήνες στο λιμάνι του Πειραιά, για τις
οποίες είχε διαδοθεί η φήμη ότι τις είχε δηλητηριάσει ο εχθρός.
Ο λοιμός δε μόλυνε τις πόλεις της Πελοποννήσου, όμως έπληξε τους
Αθηναίους στρατιώτες που πολιορκούσαν την Ποτίδαια, αλλά και
τους ναύτες που πραγματοποιούσαν επιδρομές στην Πελοπόννησο. Το
ευκολόπιστο πλήθος των υποστηρικτών αυτής της θεωρίας συνωμοσίας
δεν μπήκε στον κόπο να λάβει υπόψη του το προφανές δεδομένο: τη
μεγάλη κοσμοσυρροή στην Αθήνα και τον επακόλουθο συνωστισμό.
Αντίθετα, όντας σε κατάσταση απελπισίας, θα πρέπει να σκέφτηκαν
ότι κάτι άλλο είχε συμβεί, με βάση την ακόλουθη συλλογιστική:
«Είμαστε άρρωστοι. Αυτοί δεν είναι. Επομένως, πρέπει να είναι
οι υπεύθυνοι».
Φαίνεται ότι σε μερικές κοινότητες της Πελοποννήσου, υστέρα από
την πληροφορία για την εμφάνιση του λοιμού, οι κάτοικοι άρχισαν
να ανεγείρουν εντυπωσιακούς ναούς στους θεούς, επειδή είχαν
γλιτώσει από αυτό τον αποτρόπαιο εφιάλτη. Ενεργώντας με σύνεση,
οι Πελοποννήσιοι έμειναν συνειδητά μακριά από την Αττική το
επόμενο έτος, ενώ την άνοιξη του 429 συμμετείχαν στην πολιορκία
των Πλαταιών, που βρίσκονται από την άλλη πλαγιά του Κιθαιρώνα,
παρεμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο ένα βουνό ανάμεσα στη
μολυσματική νόσο και στο στρατό τους.
Η επιδημία συνδέθηκε επίσης με την εκπλήρωση ενός παλαιού και
έντονα αμφισβητήσιμου χρησμού σύμφωνα με τον οποίο «πόλεμος θα
έρθει δωρικός και λοιμός μαζί μ’ αυτόν». Παρόλο που ο
Θουκυδίδης απορρίπτει αυτές τις θεωρίες, εντούτοις καταγράφει
το λαϊκό μύθο για την ενοχή των Σπαρτιατών, αναφέρει την άποψη
για τη μόλυνση των πηγών υδροδότησης, ανασταίνει τις παλαιές
προφητείες και επισημαίνει τη γενική
de facto
ανοσία των Σπαρτιατών, σαν να μην είναι απολύτως βέβαιος
αν ένα τέτοιο φυσικό συμβάν, που προφανώς ήταν ιδιαίτερα
αποτελεσματικό από στρατιωτική άποψη, μποροόσε να είναι εντελώς
συμπτωματικό.10
Οι
περιορισμοί της ιατρικής
Ποια ήταν, λοιπόν, αυτή η νόσος; Σήμερα, ο γενικός όρος «λοιμός»
μας κάνει να φανταζόμαστε ότι πρόκειται για τη βουβωνική πανώλη,
και ιδιαίτερα για μια τρομερή επιδημία η οποία ήταν παρεμφερής
με τον αποκαλούμενο Μαύρο Θάνατο που έπληξε τη μεσαιωνική
Ευρώπη και την αναγεννησιακή Ιταλία, και που συνοδεύεται από
εικόνες ζωυφίων, ποντικιών και φρικτών φλυκταινών. Στην
πραγματικότητα, η χρήση αυτού του όρου είναι ανακριβής, καθώς
το πιθανότερο είναι ότι η επιδημία που έπληξε την Αθήνα
δεν ήταν
η βουβωνική πανώλη, παρά τις διαφωνίες για τα γενεσιουργό αίτιά
της.
Μελετητές και γιατροί που αντιπαραβάλλουν την αφήγηση του
Θουκυδίδη με άλλες περιγραφές λοιμών και με σύγχρονες
καταγραφές των συμπτωμάτων δαπάνησαν περισσότερο από έναν αιώνα
σε πικρόχολες διαμάχες για τη φύση της επιδημίας. Κατά καιρούς
έχουν θεωρήσει ως δεδομένο ότι ήταν μια μαζική επιδημία τύφου,
τυφοειδή πυρετού, ιλαράς, γρίπης, ευλογιάς, οστρακιάς ή
-σύμφωνα με πιο ιδιότροπες εκτιμήσεις- διαφόρων ειδών
αιμορραγικού πυρετού, λεπτοσπείρωσης, τουλαραιμίας, άνθρακα,
δάγκειου πυρετού, εργοτισμού και ιού Έμπολα.11
Τα επιχειρήματα είναι πολύπλοκα. Συχνά οι αναλύσεις είναι
ακατάληπτες. Ελάχιστοι συμφωνούν για το εάν τα είδη των
ποντικών που είναι φορείς της πανώλης (φαίνεται ότι δεν υπήρχε
ελληνική λέξη για το είδος
Rattm rattus)
υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα ή για το εάν η αρχαία λέξη
καρδιά
σήμαινε στην πραγματικότητα σε μερικές περιπτώσεις το στόμιο του
στομάχου ή, σύμφωνα με πιο παράδοξες αναλύσεις, εάν στις
σωζόμενες προτομές του Θουκυδίδη υπάρχουν τα χαρακτηριστικά
σημάδια που αφήνει η ευλογιά. Παρόλο που ο Θουκυδίδης περιγράφει
λεπτομερώς μια σειρά από τα φοβερά συμπτώματα -πυρετός,
φλεγμονές, προβλήματα στην όραση, πόνοι στο λαιμό, φτέρνισμα,
πόνοι στο στήθος, βήχας, εντερικοί πόνοι, εμετός, διάρροια,
διάρρηξη του δερματικού ιστού και έλκη, δίψα και αφυδάτωση,
γενική αδυναμία και κόπωση, γάγγραινα στα άκρα, μόνιμες
εγκεφαλικές βλάβες-, δεν είναι εύκολο για ένα σημερινό ιατρικό
ερευνητή να συσχετίσει την ακριβή σημασία του ελληνικού
λεξιλογίου με το νόημα των αρχαίων ή των σημερινών ιατρικών
όρων.
Καθώς η ιατρική στην αρχαιότητα βασιζόταν στον εμπειρισμό -η
διάγνωση και η πρόγνωση βασίζονταν στην προγενέστερη κλινική
παρατήρηση των συμπτωμάτων, και όχι φυσικά στην επιστημονική
ταυτοποίηση των μικροβίων σε κυτταρικό επίπεδο-, δεν υπάρχει
κάποιος τυπολογικός αρχαίος κατάλογος για τις ασθένειες που να
μοιάζει με τις δικές μας κλινικές ταξινομήσεις των ιών και των
βακτηρίων. Ίσως η πιο πιθανή εξήγηση για το λοιμό, αν δεν ήταν
μια μορφή ιδιαίτερα επιβλαβούς ευλογιάς, είναι ότι προκλήθηκε
από κάποιον οργανισμό που έχει σήμερα εξαφανιστεί ή,
τουλάχιστον, έναν οργανισμό που η εξέλιξη στη διάρκεια αυτών
των δυο χιλιετιών δεν τον καθιστά πλέον θανατηφόρο.
Αν μια μολυσματική νόσος προκαλεί το θάνατο του 30% ενός υγιούς
πληθυσμού και εξαρτάται από τις συχνές πρόσωπο με πρόσωπο
επαφές, τότε χρειάζεται χιλιάδες νέους ξενιστές για να
επιβιώσει και να μεταδοθεί, ενώ οι επιζήσαντες αποκτούν ανοσία.
Επομένως, είναι πιθανό ότι ο λοιμός εξαφανίστηκε μέσα στις
ιδιόμορφες συνθήκες που επικρατούσαν στην Αθήνα. Όπως
επισημαίνει ο Θουκυδίδης, η νόσος επανήλθε μονάχα σποραδικά
ύστερα από την αρχική θανατηφόρα εμφάνισή της, παρόλο που οι
συνθήκες μέσα στην Αθήνα έγιναν πάλι εξίσου ζοφερές με εκείνες
του 430, ιδίως μετά την οχύρωση της Δεκέλειας από τους
Σπαρτιάτες (413).
Για παράδειγμα, ύστερα από την πανωλεθρία στους Αιγός Ποταμούς
το 405 και την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου που οδήγησε στο
τέλος του πολέμου, ο τεράστιος στόλος του Λύσανδρου, που
αποτελούνταν από 200 πλοία, διέπλευσε όλο το Αιγαίο
εξαναγκάζοντας δεκάδες χιλιάδες εκπατρισμένους Αθηναίους να
επιστρέφουν σε μια πόλη που ήταν αποκλεισμένη από τη συνεχή
παρουσία του Σπαρτιάτη βασιλιά Άγιδος στο οχυρό της Δεκέλειας,
ενώ άλλα στρατεύματα βάδιζαν βόρεια από την Πελοπόννησο. Οι
σύγχρονες με τα γεγονότα πηγές αναφέρουν ότι υπήρξε εκτεταμένη
σιτοδεία στην Αθήνα κατά το τέλος του πολέμου, όμως ο λοιμός
δεν
επανεμφανίστηκε.
Το γεγονός ότι υστέρα από είκοσι πέντε χρόνια δεν υπήρξε μια
παρόμοια επιδημία, παρόλο που οι Αθηναίοι πεινούσαν και ήταν
περιορισμένοι εντός των τειχών, υποδηλώνει είτε ότι στην πόλη
υπήρχαν αρκετοί επιζήσαντες από τον πρώτο λοιμό και η ανοσία
τους απέτρεψε την εύκολη αναζωπύρωσή του, είτε ότι υστέρα από
τόσα χρόνια εκκενώσεων της Αττικής οι Αθηναίοι είχαν γίνει
περισσότερο ικανοί στη διευθέτηση των αιφνίδιων αναγκών για
στέγαση, υδροδότηση, απομάκρυνση των απορριμμάτων και αποχέτευση
των λυμάτων. Πάντως, φαίνεται ότι ο νικητής ναύαρχος Λύσανδρος
έτρεφε τη μάταιη ελπίδα ότι στη γεμάτη ανθρώπους και
πολιορκημένη Αθήνα του 404 θα μπορούσε να αναγεννηθεί ο φριχτός
εφιάλτης του 430, που πριν από είκοσι πέντε χρόνια είχε
αποδειχτεί μεγάλο πλεονέκτημα για τους Σπαρτιάτες.12
Φαίνεται ότι ο λοιμός προερχόταν από την Αφρική. Στη συνέχεια
μεταδόθηκε, μέσω της Αιθιοπίας, στην Αίγυπτο και στη Λιβύη. Από
εκεί διασκορπίστηκε σε διάφορα σημεία της Περσικής Αυτοκρατορίας
πριν φτάσει στον Πειραιά. Η Ελλάδα και η Ανατολική Μεσόγειος
απείχαν διά θαλάσσης μόνο μερικές ημέρες από τα εκατομμύρια των
ανθρώπων που ζούσαν στην Αφρική και στην Ασία, και αποτελούσαν
ένα φυσικό συνδετικό κρίκο για τη μετάδοση μιας τροπικής νόσου.
Οι περισσότεροι λοιμοί στην Ελλάδα και στη Ρώμη εμφανίζονταν
στο νότο και συνήθως ενέσκηπταν στη διάρκεια του καλοκαιριού,
προφανώς επειδή τα μικρόβια μπορούν πιο εύκολα να επιβιώσουν
στα στάσιμα νερά, στα ακάθαρτα λύματα και στα τρόφιμα που
αποσυντίθενται. Ωστόσο, οι Αθηναίοι δεν είχαν δει ποτέ μια
επιδημία τέτοιας έκτασης, παρόλο που λιγότερο λοιμώδεις μορφές
παρόμοιων ασθενειών είχαν πλήξει τα νησιά του Αιγαίου, και ιδίως
τη Λήμνο, στις προηγούμενες δεκαετίες.
Οι
μολυσμένοι
Παρόλο που ο Θουκυδίδης προφανώς αντλεί στοιχεία από την
προσωπική του εμπειρία και αναγνωρίζει ότι η νόσος μπορεί να
προσβάλλει τους ανθρώπους με διαφορετικούς τρόπους, ωστόσο
επιχειρεί μια γενική περιγραφή της. Οι τρομακτικές ενδείξεις
ξεκινούσαν, τυπικά, με μια έντονη θέρμη στο κεφάλι, καθώς και με
κοκκίνισμα των ματιών. Ο λαιμός και η γλώσσα γίνονταν
αιματοειδείς και η αναπνοή μύριζε άσχημα. Ύστερα από αυτά τα
αρχικά συμπτώματα όσοι είχαν μολυνθεί άρχιζαν να φτερνίζονται
και η φωνή τους γινόταν βραχνή, ενώ σύντομα τους έπιανε έντονος
βήχας. Όταν η νόσος έφτανε στο στομάχι, οι ασθενείς άρχιζαν να
κάνουν εμετούς. Ταυτόχρονα, αισθάνονταν ναυτία και τους έπιαναν
έντονοι σπασμοί. Οι συσπάσεις του σώματος άρχιζαν σε μερικές
περιπτώσεις αμέσως μετά την εμφάνιση των αρχικών συμπτωμάτων, σε
άλλες όμως περιπτώσεις εκδηλώνονταν πολύ αργότερα. Φαίνεται ότι
σε μερικούς ασθενείς η νόσος έπληττε ταυτόχρονα το αναπνευστικό
σύστημα και τα έντερα, γεγονός που εξηγεί εν μέρει τον τρόμο για
αυτή τη νόσο, η οποία μπορούσε να προσβάλει τόσο εκτεταμένα τον
ασθενή. Στη σημερινή εποχή, που τα εμβόλια μας έχουν απαλλάξει
από τις χειρότερες μολυσματικές νόσους του παρελθόντος, είναι
δύσκολο να φανταστούμε κάποιο χειρότερο είδος ασθένειας, καθώς
ήταν σαν ένας σημερινός ασθενής να πάσχει ταυτόχρονα από γρίπη,
δυσεντερία, ιλαρά και πνευμονία.
Το σώμα των ασθενών δεν ήταν ζεστό όταν το άγγιζε κανείς, ούτε
ιδιαίτερα χλομό. Αντίθετα, είχε έντονο ερυθρό χρώμα και ήταν
διάστικτο με μικρές φλύκταινες και πληγές. Όσοι είχαν
προσβληθεί από τη νόσο σύντομα αισθάνονταν μια τόσο έντονη
κάψα, ώστε δεν ανέχονταν να αγγίζει το σώμα τους κανένα είδος
ενδύματος, ακόμα και αν ήταν από λινό ύφασμα. Πολλοί προτιμούσαν
να είναι γυμνοί. Στο τελευταίο στάδιο οι πιο παραμελημένοι
ασθενείς ήθελαν να βουτήξουν σε κρύο νερό. Μερικοί πηδούσαν μέσα
σε δεξαμενές με τη μάταιη ελπίδα να κορέσουν μια φριχτή δίψα,
ένα γεγονός που παρακίνησε μερικούς λογίους του 19ου αιώνα να
ταυτίσουν λανθασμένα το λοιμό με τη λύσσα.
Παρόλο που οι περισσότεροι πίστευαν ότι η μόλυνση του νερού
προκάλεσε το λοιμό, δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό μέσα στην
επιθανάτια οδύνη τους να βουτήξουν σε αυτό για να
ανακουφιστούν. Όποια και αν ήταν τα γενεσιουργό αίτια της νόσου,
η ιατρική εκείνης της εποχής δεν αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο της
διάδοσης των μικροβίων από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω της μόλυνσης
του κοινόχρηστου πόσιμου νερού.
Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι ο ύπνος δεν απάλλασσε τους
ασθενείς από την οδύνη τους. Τα θύματα της νόσου δεν μπορούσαν
να ησυχάσουν και υπέφεραν από επίμονη αϋπνία. Ωστόσο, ακόμα και
όταν η ασθένεια έφτανε στο αποκορύφωμά της, οι περισσότεροι
πάσχοντες δεν πέθαιναν αμέσως. Πολλοί άντεχαν μέχρι την έβδομη ή
την ένατη ημέρα, όταν πλέον υπέκυπταν από τον πυρετό και την
εξάντληση. Στην περίπτωση που οι πιο ρωμαλέοι περνούσαν αυτή την
κρίσιμη στιγμή, στη συνέχεια πολλοί από τους επιζήσαντες
γέμιζαν με έλκη και πάθαιναν διάρροια, με συνέπεια η εξάντληση
και η αφυδάτωση να προκαλέσουν τελικά το θάνατό τους.
Όσοι άντεχαν ακόμα και μετά την προσβολή των εντέρων, έβλεπαν
τη νόσο να επεκτείνεται στα άκρα τους, παραμορφώνοντας και
αχρηστεύοντας τα γεννητικά τους όργανα, αλλά και τα δάχτυλα των
χεριών και των ποδιών τους. Άλλοι τυφλώνονταν ή πάθαιναν
εγκεφαλικές βλάβες. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι παραμορφωμένοι
και οι ακρωτηριασμένοι περιφέρονταν χωλαίνοντας στην Αθήνα για
χρόνια μετά την επιδημία του 430. Θα πρέπει να του δημιούργησαν
την αίσθηση ότι ήταν ζωντανά φαντάσματα, όταν μετά το τέλος του
πολέμου επέστρεψε από την εικοσάχρονη εξορία του για να
ολοκληρώσει την
Ιστορία του,
υποχρεώνοντάς μας να αναρωτηθούμε πώς ο ίδιος ο ιστορικός
αντιπάλευε τα κατάλοιπα της νόσου που είχε πλήξει και αυτόν, ενώ
ταυτόχρονα συνέθετε το ε'ργο του. Παρόλο που το ποσοστό
θνησιμότητας παρεμπόδισε τις αθηναϊκές στρατιωτικές
επιχειρήσεις για μια δεκαετία, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι
μακροπρόθεσμα παρεμποδίστηκε η ικανότητα της Αθήνας να διεξάγει
πόλεμο εξαιτίας του μεγάλου αριθμού εξασθενημένων και
ακρωτηριασμένων που είχαν επιζήσει.
Η ιδιαίτερη περιποίηση ή παραμέληση φαίνεται ότι δεν είχε καμία
σημασία για τους ασθενείς, καθώς οι περισσότεροι πέθαιναν ούτως
ή άλλως. Μόνο όσοι επέζησαν, αν και είχαν προσβληθεί από τη νόσο
και, άρα, ο οργανισμός τους είχε αναπτύξει αντιστάσεις,
έδειχναν πραγματική συμπόνια προς τους πάσχοντες - τόσο επειδή
είχαν εμπιστοσύνη στη νεοαποκτηθείσα ανοσία τους όσο και επειδή
η δική τους δοκιμασία τους έκανε να συμπάσχουν με τους ασθενείς.
Στη σημερινή εποχή θα πρέπει να τοποθετήσουμε τη μολυσματική
αυτή νόσο μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο για να κατανοήσουμε
πλήρως την ολέθρια θέση στην οποία βρέθηκε η Αθήνα το 430. Οι
περισσότεροι από εμάς, όταν ασθενούμε, ξαπλώνουμε στο κρεβάτι,
αν έχουμε πυρετό, και αρχίζουμε πραγματικά να ανησυχούμε μόνο
ύστερα από την εμφάνιση δευτερευόντων συμπτωμάτων, όπως ο εμετός
ή η διάρροια. Παρά τις φροντίδες από την οικογένειά μας, την
επίσκεψη κάποιου γιατρού, τους νοσηλευτές και τα.άφθονα
φάρμακα, η κόπωση που επακολουθεί ύστερα από μια ασθένεια
μπορεί να μας επηρεάζει για ημέρες ή ακόμα και για εβδομάδες. Ας
φανταστούμε, όμως, μια τέτοια ασθένεια σε καιρό πολέμου.
Φάρμακα, καθαρό νερό, αποστείρωση, παραμονή στο κρεβάτι -όλα όσα
σήμερα θεωρούνται απαραίτητα για την ανάρρωση- δεν ήταν
διαθέσιμα για τους ασθενείς Αθηναίους. Στην αίσθηση τρόμου που
οφειλόταν στην παρουσία του εχθρικού στρατού στην Αττική θα
πρέπει να προσθέσουμε τα καθημερινά ψυχικά τραύματα που
προκαλούσαν οι θάνατοι των παιδιών, των αδελφών καπών συζύγων
εξαιτίας μιας νόσου για την οποία κανείς δε γνώριζε ποια ήταν τα
αίτιά της, πόσο διαρκούσε, πώς θεραπευόταν ή ποια μέτρα
προφύλαξης έπρεπε να ληφθούν. Εν μέσω μιας τέτοιας συμφοράς
κάποιοι έπρεπε να παρέχουν τροφή, να φροντίζουν τους ασθενείς,
να απομακρύνουν τις σορούς των πεθαμένων, να επανδρώνουν τις
επάλξεις και να συμμετέχουν στις περιπόλους εκτός των τειχών
της πόλης.
Σε μια τέτοια χαοτική κατάσταση, αν στη διάρκεια της εισβολής
του 430 οι Σπαρτιάτες δεν είχαν φοβηθεί μήπως μολυνθούν και
είχαν επιτεθεί εναντίον των τειχών της Αθήνας, ή αν είχαν
επιστρέφει το επόμενο έτος αντί να συμμετάσχουν στην πολιορκία
των Πλαταιών, ίσως να είχαν καταλάβει την Αθήνα, δεδομένου ότι η
φρουρά της πόλης αποτελούνταν από σκελετούς, αλλά και δεδομένης
της γενικότερης απελπισίας που επικρατούσε. Αντίθετα, οι
ανησυχίες των Σπαρτιατών για το ανθρώπινο δυναμικό τους - και
ιδίως η αίσθηση του πόσο πολύτιμοι και λίγοι ήταν οι επίλεκτοι
οπλίτες που απάρτιζαν την τάξη των Ομοίων - είχαν ως συνέπεια ο
στρατός τους να επιστρέφει νωρίτερα στην Πελοπόννησο και να μην
εισβάλει ξανά στην Αττική, μέχρι να βεβαιωθούν ότι οι
στρατιώτες τους δεν υπήρχε πλέον καμία πιθανότητα να μολυνθούν
από την ασθένεια.13
Οι ετοιμοθάνατοι στους δρόμους και κοντά στις κρήνες ήταν
συντετριμμένοι. Η τελευταία εικόνα της ζωής τους ήταν εκείνη
των λειψάνων των φίλων και των οικογενειών τους, και
συνειδητοποιούσαν ότι και αυτούς τους περίμενε σύντομα μια
παρόμοια μακάβρια μοίρα. Πώς μπορούσε μια πολιορκούμενη πόλη να
απαλλαχθεί από τα χιλιάδες πτώματα που συσσωρεύονταν μέσα στα
τείχη της; Πρόσφατες ανασκαφές για την κατασκευή ενός σταθμού
του μετρό κοντά στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού έφεραν
στην επιφάνεια ένα μαζικό τάφο και περισσότερα από 1.000 μνήματα
κοντά στην επιφάνεια του εδάφους. Σε μερικές περιπτώσεις
βρέθηκαν δεκάδες σκελετοί σωριασμένοι φύρδην μίγδην σε μεγάλους
λάκκους, προφανώς χωρίς τις φυσιολογικές προετοιμασίες και τα
συνήθη κτερίσματα. Οι ενδείξεις για αυτό τον εσπευσμένο ομαδικό
ενταφιασμό υποδήλωναν στους ανασκαφείς ότι οι μηχανικοί που
είχαν αναλάβει την κατασκευή του μετρό είχαν βρει έναν από τους
πολλούς μαζικούς τάφους που είχε καταστήσει αναγκαίους η
επιδημία του 430, ένα φαινόμενο που, όπως φαίνεται, δεν
επαναλήφθηκε στα επόμενα 2.500 χρόνια της ιστορίας της πόλης.14
Ένας παρόμοιος εφιάλτης ομαδικών ενταφιασμών σε πολύ μεγαλύτερη
κλίμακα υπήρξε στη διάρκεια της επιδημίας της βουβωνικής
πανώλης που έπληξε την Κωνσταντινούπολη μια χιλιετία αργότερα,
στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Και εκεί τα νεκροταφεία σύντομα γέμισαν, με συνέπεια να
υπάρχουν σωροί με πτώματα σε αποσύνθεση στους δρόμους και κατά
μήκος της ακτής. Ακόμα και οι τεράστιοι λάκκοι που σκάφτηκαν με
την πρόθεση να τοποθετηθούν σε αυτούς 70.000 σοροί σύντομα
υπερπληρώθηκαν, με συνέπεια οι νεκροί να ρίχνονται από τους
πύργους των τειχών.13
Μέσα σε μερικές ημέρες οι υπεύθυνοι αξιωματούχοι της Αθήνας δεν
ήταν σε θέση να μεταφέρουν, πολύ δε περισσότερο να θάψουν ή να
κάψουν, τις σορούς των πτωμάτων που συνεχώς διογκώνονταν. Οι
άνθρωποι δεν είχαν τα μέσα για να φροντίσουν τα νεκρά μέλη των
οικογενειών τους. Σε μερικές περιπτώσεις έκλεβαν τα ξύλα από τις
νεκρικές πυρές για άλλους ή τις χρησιμοποιούσαν - ή τοποθετούσαν
τους νεκρούς τους στα μνήματα άλλων. Προκλήθηκαν έριδες. Πολλοί
από τους μόνιμους κάτοικους της πόλης κατηγορούσαν τους
νεοαφιχθέντες από την ύπαιθρο, καθώς θεωρούσαν ότι ο αριθμός και
οι αγροτικές συνήθειές τους εξηγούσαν την αιφνίδια εμφάνιση
αυτής της καινοφανούς μολυσματικής νόσου, και ενδέχεται αυτές
οι εντάσεις να υπέβοσκαν για πολλά χρόνια, βάζοντας τα θεμέλια
για την πολιτική αναταραχή που θα ξεσπούσε είκοσι χρόνια
αργότερα.16
Η εικόνα των πτωμάτων σε αποσύνθεση και των άταφων σορών σε όλη
την πόλη άφησε ανεξίτηλα ίχνη στους Αθηναίους. Μόλις έξι χρόνια
αργότερα, ύστερα από τη μάχη του Δηλίου (424), οι νικητές
Θηβαίοι άφησαν τις σορούς των Αθηναίων που είχαν σκοτωθεί να
αποσυντίθενται, ως ένα μέσο πίεσης για να προβούν οι Αθηναίοι
σε παραχωρήσεις - μια ύβρις που ο Ευριπίδης καταδίκασε το
επόμενο έτος στις
Ικέτιδες
(423). Παρόμοια, η υστερία που κυρίευσε την πόλη
υστέρα από την πληροφορία ότι δεν είχαν περ συλλεχθεί οι σοροί
των Αθηναίων ναυτικών έπειτα από τη νίκη στις Αργινούσες (406)
προκάλεσε τη δίκη των νικητών στρατηγών. Αυτή η αυτοκτονική
πράξη φαίνεται ως ανεξήγητος παραλογισμός, εκτός εάν αναλογιστεί
κάποιος ότι, στην πραγματικότητα, οι Αθηναίοι δεν είχαν ποτέ
ανακάμψει ψυχολογικά από τις φριχτές εικόνες και αναμνήσεις που
τους είχαν ανεξίτηλα εντυπωθεί το καταστρεπτικό έτος 430. Αλλά
και στη Σικελία αφήνονταν συχνά σοροί να αποσυντεθούν, με τα
οστά των νεκρών να περισυλλέγονται πολλούς μήνες αργότερα, μετά
την παύση των εχθροπραξιών.17
Κουλτούρα και μαζικοί θάνατοι
Για ποιο λόγο ο Θουκυδίδης σε μια καθ’ υπόθεση στρατιωτική
ιστορία δίνει μια τόσο περίοπτη θέση στην περιγραφή του λοιμού
και αφηγείται διεξοδικά την κάθοδο των Αθηναίων προς τη
βαρβαρότητα; Εκτός από το γεγονός ότι και ο ίδιος είχε πληγεί
από τη νόσο, η ενέργειά του αυτή εδράζεται σε ευρύτερα ιστορικά
και φιλοσοφικά ενδιαφέροντα. Πρώτον, καθώς έζησε στη διάρκεια
του αθηναϊκού διαφωτισμού των μέσων του 5ου αιώνα, που επεδίωκε
να ερμηνεύσει τα φυσικά φαινόμενα μέσω της επιστήμης και όχι
μέσω των θρησκευτικών ή λαϊκών δοξασιών, ο Θουκυδίδης, ως
διδακτικός ιστορικός, ήθελε να καταστήσει σαφές στους αναγνώστες
του ότι ο ίδιος πίστευε στην ορθολογική μέθοδο της διακρίβωσης
των συμπτωμάτων. Η προσεκτική κλινική παρατήρηση θα μπορούσε να
οδηγήσει στη διάγνωση για το αν επρόκειτο για μια προϋπάρχουσα
γνωστή ασθένεια. Μόνο με αυτό τον τρόπο ένας ορθολογιστής θα
ήταν σε θέση να κάνει μια πρόγνωση για τον ασθενή. Ήθελε,
λοιπόν, να περιγράφει «τα συμπτώματά της, ώστε παρατηρώντας τα
κανείς προσεχτικά, αν καμιά φορά ξαναπέσει, να ναι πιο πολύ σε
θέση να γνωρίζει».18
Συχνά ο Θουκυδίδης καταβάλλει ιδιαίτερες προσπάθειες για να
καταρρίψει ψευδείς πεποιθήσεις, όπως την εξωφρενική ιδέα ότι η
ανάρρωση διασφάλιζε στον τυχερό τη μελλονιική του ανοσία από
κάθε άλλη ασθένεια. Επίσης, απορρίπτει τα υπερφυσικά αίτια για
την επιδημία. Και γελοιοποιεί όσους προσπαθούσαν να εξηγήσουν
την επιδημία συσχετίζοντάς τη με τον παλαιό χρησμό για το
«δωρικό πόλεμο». Τη νόσο δεν την προκάλεσαν οι θεοί, αλλά η
κοσμοσυρροή. Δεν ήταν υπεύθυνη η θεϊκή βούληση, αλλά οι
ανθρώπινες δραστηριότητες.
Όπως και στις διάσημες περιγραφές του για τον εμφύλιο πόλεμο
στην Κέρκυρα, για τη δολοφονία των μαθητών ενός σχολείου στη
Μυκαλησσό από Θράκες μισθοφόρους ή για την τελική καταστροφή
του αθηναϊκού στρατού στη Σικελία, η περιγραφή του Θουκυδίδη
για το λοιμό μάς υπενθυμίζει ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται πάντα
πολύ κοντά στην αγριότητα - και πόσο πολύτιμη είναι η σωτηρία
της μέσω των νόμων, της θρησκείας, της επιστήμης και των
εθίμων. Αυτό το λεπτό επίστρωμα πολιτισμού είναι μια καθολική
σταθερά, ένα αντίσωμα στην αλαζονεία του μοντερνισμού, που
πρεσβεύει ότι η τεχνολογία επιτέλους εξάλειψε τις πανάρχαιες
παθολογίες της ανθρώπινης φύσης. Η ικανότητα με την οποία ο
Θουκυδίδης αναλύει μεθοδικά τα γενεσιουργό αίτια της νόσου μάς
υπενθυμίζει, επίσης, ότι το ιστορικό έργο του δεν ήταν μόνο
εμπειρικό αλλά και διδακτικό, και ότι δεν είχε τη
μυθιστορηματική και φολκλορική διάσταση του έργου του Ηροδότου
ή των επικών ποιητών.
Ο λοιμός μόλυνε επίσης την Αθήνα με μια ολοσχερή ανομία. Καθώς
οι άνθρωποι πίστευαν ότι πλησίαζε το τέλος, «αποτολμούσε κανείς
ευκολότερα». Δεδομένου ότι ο θάνατος επικρεμόταν πάνω από όλους,
οι περισσότεροι έχασαν τον αυτοέλεγχό τους και, αντίθετα,
«αποφάσιζαν να κυνηγούν τις γρήγορες χαρές και τέρψεις».
Ξέχασαν το φόβο τους τόσο για τους νόμους όσο και για τους
θεούς, προσθέτει ο Θουκυδίδης, επειδή κανείς δεν μπορούσε να
προσδιορίσει ποια είδους δίκαιη συμπεριφορά θα πρόσφερε ασφάλεια
από τη νόσο. Καθώς, όμως, ένας φριχτός τρόπος θανάτου μπορούσε
να επέλθει αδιακρίτως και χωρίς προειδοποίηση, οι άνθρωποι
ζούσαν για το σήμερα και, ως εκ τούτου, συχνά προέβαιναν σε
εγκληματικές πράξεις για να «χαρούν κάπως τη ζωή».19
Ο λοιμός αντικατοπτρίζει ένα θέμα που συναντάμε σε όλη την
Ιστορία·,
μια ακόμα παράμετρος που σχετίζεται με το πολύπλοκο ζήτημα του
πολέμου είναι ότι οι πόλεμοι έχουν τρομερές απελευθερωτικές
συνέπειες, εξαναγκάζοντας τους ανθρώπους να καταφεύγουν σε
πράξεις που ποτέ δε θα σκέφτονταν ορθολογικά να κάνουν σε
περιόδους ειρήνης και ησυχίας, στις οποίες έχουν τόσα πολλά να
χάσουν. Και επειδή η Αθήνα ήταν το πνευματικό κέντρο της
Ελλάδας και αξίωνε να κατέχει μια περίοπτη θέση χάρη στα
μοναδικά ανθρωπιστικά της ιδεώδη και στην υψηλή κουλτούρα της,
το πανδαιμόνιο που ακολούθησε, το λοιμό μάς υπενθυμίζει ότι ο
πολιτισμός μπορεί να χαθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε.
Επιπλέον, επειδή η επιδημία εμφανίστηκε στο δεύτερο έτος του
εικοσιεφτάχρονου πολέμου, διαδραμάτισε έναν καθοριστικό ρόλο:
καθώς οι Αθηναίοι υπέστησαν τόσα δεινά, ήταν δύσκολο να
ανυψωθούν στο προηγούμενο ηθικό ανάστημά τους στα επόμενα
χρόνια. Η εγκληματικότητα και η αγριότητα μετατράπηκαν σε
συνήθεις, ή μάλλον σε καθιερωμένες, μορφές συμπεριφοράς, λες και
οι Αθηναίοι, αφού απελευθερώθηκαν από δεκαετίες εκπολιτιστικών
επιρροών, να μην μπορούσαν να αποτινάξουν τις καινοφανείς
βάναυσες έξεις τους. Ο θάνατος του Περικλή στη διάρκεια της
επιδημίας συμβολίζει την καθοδική πορεία της Αθήνας, καθώς
χάθηκε ο τελευταίος πολιτικός που διέθετε τη νοημοσύνη και το
ηθικό κύρος για να συγκρατεί τους Αθηναίους σε αυτούς τους
καιρούς της αγριότητας. Για τον Θουκυδίδη ο λοιμός δεν είχε μόνο
ως συνέπεια την αθλιότητα, το θάνατο και την αναπηρία. Οι
επιπτώσεις του ήταν, επίσης, ο πρόδρομος των πιο σκληρών και
ιδιοτελών μορφών πολιτικής που επακολούθησαν, και οδήγησαν σε
μια σειρά βάναυσων αθηναϊκών ενεργειών σε βάρος τοιν συμμάχων
που στασίαζαν, αλλά και εναντίον ουδέτερων πόλεων-κρατών.
Ο Θουκυδίδης αναφέρει, λοιπόν, σε ένα κομβικής σημασίας χωρίο
ότι ο λοιμός έφερε για πρώτη φορά στην πόλη μια μεγάλη ανομία.
Και υπαινίσσεται ότι πολλές από τις αποτρόπαιες ενέργειες που
διέπραξε η Αθήνα στα επόμενα χρόνια του πολέμου κυοφορήθηκαν από
το 430 ε'ως το 426, όταν το σύνολο των κατοίκων κινδύνευε να
εξολοθρευτεί. Αν αυτή η ανάλυση ισχύει, τότε η νόσος είχε επίσης
βαθιές συνέπειες στις τακτικές και στις μεθόδους με
τις οποίες η Αθήνα διεξήγαγε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο - ένα
δεδομένο που παραβλέπουν οι περισσότεροι στρατιωτικοί
ιστορικοί, οι οποίοι υποτιμούν τις πολιτισμικές αναταράξεις που
προκάλεσε ο λοιμός και έγιναν αισθητές σε όλη την αθηναϊκή
ηγεμονία, από τη Μυτιλήνη μέχρι τη Μήλο.20
Ο πιο
θανάσιμος εχθρός
Εντούτοις, το ενδιαφέρον του Θουκυδίδη επικεντρώνεται κυρίως στα
στρατιωτικά ζητήματα: ο απίστευτος αριθμός των απωλειών από το
λοιμό μετέβαλε σχεδόν αμέσως την εύθραυστη ισορροπία ισχύος και,
κατ’ επέκταση, τόσο τους στρατηγικούς σχεδιασμούς όσο και
ολόκληρη την πορεία του πολέμου. Ύστερα από την επανεμφάνιση
της νόσου το 426 ο ιστορικός καταλήγει χωρίς περιστροφές στο
συμπέρασμα «τίποτα άλλο να μη βασανίσει περισσότερο τους
Αθηναίους και να μη βλάψει πιο καίρια τη δύναμή τους από την
αρρώστια αυτή» - μια εντυπωσιακή αποτίμηση, καθώς στα δεινά των
Αθηναίων συγκαταλέγονταν ήττες όπως στις μάχες του Δηλίου (424)
και της Μαντίνειας (418), η καταστροφή στις Συρακούσες (413), οι
λεηλασίες εξαιτίας της οχύρωσης της Δεκέλειας από τους
Σπαρτιάτες (413-404) και οι κομβικής σημασίας αθηναϊκές ήττες
στη θάλασσα (411-404). Παρόλο που ο Θουκυδίδης δηλώνει ότι
υπήρξαν δυο σημαντικές επανεμφανίσεις της νόσου, αναφέρει
επίσης ότι «ποτέ δεν είχε εκλείψει ολότελα», υπαινισσόμενος ότι
για σχεδόν τέσσερα έτη οι Αθηναίοι πέθαιναν από τη μυστηριώδη
επιδημία.21
Ωστόσο, ένα από τα μεγάλα μυστήρια του πολέμου παραμένει το
ποιες ακριβώς ήταν οι επιπτώσεις του λοιμού στην ικανότητα της
Αθήνας να συνεχίσει τον πόλεμο. Ο Θουκυδίδης δεν υπερέβαλλε
όταν περιέγραφε τα δεινά που έπληξαν την Αθήνα, δεν είναι όμως
σαφές πώς η επιδημία μετέβαλε τις αθηναϊκές τακτικές, εκτός από
το γεγονός ότι έστρεψε τους Σπαρτιάτες εισβολείς από την Αττική
στις γειτονικές Πλαταιές και ότι μείωσε το ανθρώπινο δυναμικό
της Αθήνας για τα επόμενα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, ο λοιμός μάς
θέτει μπροστά σε μια σειρά υποθετικών ερωτημάτων για το τι θα
μπορούσε να είχε κάνει η Αθήνα χωρίς την αιφνίδια απώλεια
δεκάδων χιλιάδων πολιτών της.
Και ο ιστορικός συνεχίζει την καταμέτρηση των ολέθριων
επιπτώσεων της επιδημίας με τη ρητή δήλωση ότι χάθηκαν 4.400
«μάχιμοι» Αθηναίοι οπλίτες, αλλά και 300 ιππείς, ενώ «στάθηκε
αδύνατο να εξακριβωθεί πόσοι πέθαναν από τον υπόλοιπο πληθυσμό
της πόλης».22 Τι σημαίνουν αυτοί οι αριθμοί όσον
αφορά τη συνολική φθορά που υπέστη η ικανότητα της Αθήνας να
διεξάγει έναν πόλεμο;
Όταν ξεκίνησε η σύρραξη, ο αριθμός των αρρένων Αθηναίων πολιτών
ήταν πιθανότατα μεταξύ 30.000 και 40.000, και οι μισοί περίπου
από αυτούς είχαν τα απαραίτητα μέσα για να υπηρετούν ως
οπλίτες. Σε αυτούς τους κατά προσέγγιση 15.000 ή 20.000 οπλίτες
πρέπει να προσθέσουμε και ένα σημαντικό αριθμό μόνιμων κατοίκων
που είχαν περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα επειδή ήταν ξένοι
(μέτοικοι). Οι περισσότεροι από αυτούς αναλάμβαναν καθήκοντα
φύλαξης, όμως σε περιπτώσεις ανάγκης πύκνωναν τις τάξεις της
φάλαγγας των οπλιτών. Επομένως, ο στρατός χωριζόταν σε οπλίτες
πρώτης γραμμής (13.000) και σε οπλίτες της εφεδρείας (16.000).
Αν η μνεία για τους 4.400 «μάχιμους» οπλίτες που πέθαναν
αναφέρεται μόνο στις απώλειες που υπέστησαν οι 13.000 πολίτες
που ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να βαδίσουν στη μάχη, τότε το
ένα τρίτο όλων των οπλιτών αυτής κατηγορίας χάθηκε μέσα σε
τέσσερα έτη - δηλαδή, μια αναλογία απωλειών της τάξεως του 34%
για τους καλυτέρους άντρες που μπορούσε να παρατάξει η πόλη.
Συγκριτικά, ο λοιμός αποδείχτηκε για τους Αθηναίους το
αντίστοιχο της μάχης του Σομ ή της πολιορκίας του Στάλινγκραντ.
Επιπλέον, η απώλεια 300 ιππέων σήμαινε ότι είχε χαθεί το 30% του
πολυτίμου ιππικού της Αθήνας, που η δύναμή του ανερχόταν σε
άντρες. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τις συνέπειες που είχε η
νόσος στα άλογα που ήταν σταβλισμένα στην πόλη ή αν
συνεχίστηκαν οι έξοδοι του ιππικού εναντίον των Πελοποννησίων
λαφυραγωγών, που είχαν κατευθυνθεί προς το νότο προσπερνώντας
τις κοντινές στην Αθήνα πεδιάδες. Το μοναδικό μέσο άμυνας
απέναντι στις περιπόλους του εχθρού στην Αττική ήταν το αθηναϊκό
ιππικό, που μέσα σε ένα έτος έχασε περισσότερους ιππείς από τις
συνολικές απώλειες που υπέστη σε τρεις δεκαετίες. Ακόμα και
εννέα χρόνια μετά το οριστικό τέλος του λοιμού, στη διάρκεια
της Σικελικής Εκστρατείας, οι Αθηναίοι θα είχαν σημαντικές
ελλείψεις στο ιππικό, ακριβώς τη στιγμή που οι έφιππες
περίπολοι θα αποκτούσαν ακόμα πιο καθοριστικό ρόλο στην Αττική.
Ο Θουκυδίδης προσθέτει ότι η νόσος μεταδόθηκε και στο
εκστρατευτικό σώμα που πολιορκούσε στο βορρά την Ποτίδαια.
Παρόλο που τελικά οι Αθηναίοι θα κυρίευαν την πόλη, έχασαν
1.050 οπλίτες από μια δύναμη 4.000 μέσα σε 40 ημέρες (26%). Το
ποσοστό των απωλειών και η γρήγορη, μέσα σε έξι εβδομάδες,
διάδοση της νόσου στην Ποτίδαια θύμιζαν τις επιπτώσεις της
ασθένειας στην Αθήνα.
Όποιο και αν ήταν το γενεσιουργό μικρόβιο, η επιδημία υπήρξε
ιδιαίτερα θανατηφόρα, δεδομένου ότι το ποσοστό θνησιμότητας
μεταξύ υγιών ενήλικων αντρών ήταν πολύ μεγάλο. Οι μολυσμένοι
Αθηναίοι πέθαιναν, πιθανότατα, σε μεγαλύτερες αναλογίες από
τους κατοίκους του μεσαιωνικού Λονδίνου στη διάρκεια των
χειρότερων ετών της επιδημίας της βουβωνικής πανώλης. Οι
ασθένειες έχουν πάντα μια ιδιαίτερη συνάφεια με τον πόλεμο,
καθώς σε περιόδους πολέμου υπάρχουν ελλείψεις στα τρόφιμα,
επικρατούν έντονα αισθήματα άγχους και οι στρατιώτες -όπως οι
Αθηναίοι που πολιορκούσαν την Ποτίδαια (432-430) κάτω από τις
διαταγές του Άγνωνα- υποχρεώνονται να στρατωνίζονται σε σκηνές
και παραπήγματα στην ύπαιθρο. Μερικοί από τους μεγαλύτερους
λοιμούς στον αρχαίο κόσμο -η επιδημία στα χρόνια του Αντωνίνου
που προκάλεσε το θάνατο του ενός τρίτου του πληθυσμού σε μερικές
περιοχές στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Μικρά Ασία και στην
Αίγυπτο, αλλά και άλλες επιδημίες στη διάρκεια της βασιλείας των
αυτοκρατόρων Δεκίου (249-251 μ.Χ.) και Γάλλου (251-253 μ.Χ.)-
είχαν την αφετηρία τους σε στρατόπεδα και, πριν εξαλειφθούν,
εξολόθρευσαν σχεδόν ολόκληρες ρωμαϊκές στρατιές.
Εκτός από αυτούς τους σαφείς αριθμούς για τη συνολική απώλεια
5.750 επίλεκτων Αθηναίων στρατιωτών, μπορούμε να εικάσουμε, με
βάση το αξιοσημείωτα σταθερό ποσοστό των απωλειών (περίπου 30%),
τόσο τον αριθμό των απωλειών των οπλιτών της εφεδρείας (περίπου
4.800 νεκροί από 16.000 άντρες;), όσο και τον «αδύνατο να
εξακριβωθεί» αριθμό των θητών, των μετοίκων, των γυναικών των
παιδιών και των δούλων που πέθαναν. Η δεύτερη αυτή κατηγορία των
κατοίκων της Αττικής πρέπει να αριθμούσε συνολικά τουλάχιστον
200.000 ανθρώπους. (Το 1920, πριν από την άφιξη του μεγάλου
κύματος προσφυγών από τη Μικρά Ασία, η απογραφή του ελληνικού
πληθυσμού ανέφερε ότι οι συνολικοί κάτοικοι της Αττικής ήταν
501.615, εξαιρούμενης της μητροπολιτικής και βιομηχανικής
καρδιάς της Αθήνας και του Πειραιά.)
Αν όσοι ζούσαν στην αρχαία Αττική πέθαναν εξαιτίας του λοιμού
με μια αναλογία αντίστοιχη με το ποσοστό των απωλειών στο
ιππικό και στο πεζικό, τότε χάθηκαν τουλάχιστον 60.000 επιπλέον
άνθρωποι. Από την άποψη των ετήσιων εισοδημάτων που απωλέσθησαν
και που σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν συγκεντρώσει όσοι
στρατιώτες και εργαζόμενοι είχαν προσβληθεί από τη νόσο, ο
θάνατος περίπου 20.000 έως 30.000 ενήλικων αντρών κάθε
κοινωνικής τάξης σήμαινε ένα άμεσο έλλειμμα στο ισοζύγιο των
οικογενειακών τους προϋπολογισμών που υπερέβαινε τα 1.000
τάλαντα - οι ζημιές, λοιπόν, που υπέστη η οικονομική
δραστηριότητα ισοδυναμούσαν με το συνολικό κεφαλαιουχικό απόθεμα
για την προστασία της πόλης, ένα ποσό που προσέγγιζε τα
500.000.000 σημερινά δολάρια. Οι οικονομικές δυσκολίες της
Αθήνας στις επόμενες δεκαετίες του πολέμου δεν οφείλονταν μόνο
στην εκτόξευση στα ύψη των στρατιωτικών δαπανών ή στους
ανυπάκουους συμμάχους, αλλά επίσης και στο θάνατο ή στην
αναπηρία χιλιάδων εργαζομένων στην Αττική στις αρχές του
πολέμου.
Είναι αδύνατο να υπολογιστούν οι επιπτώσεις από το θάνατο 40.000
έως 50.000 γυναικών, δούλων και παιδιών. Εκτός από την
ουσιαστική συμβολή τους στην αθηναϊκή οικονομία, ακόμα και στη
διάρκεια ενός πολέμου αυτοί οι άμαχοι διαδραμάτιζαν ένα βασικό
ρόλο. Στις πολιορκίες, για παράδειγμα, οι γυναίκες μαγείρισσες
είναι πολύτιμες για να διατηρείται η φρουρά που υπερασπίζεται
την πόλη ζωντανή και υγιής. Η απώλεια αυτών τιον θεραπαινίδων
εξηγεί αναμφίβολα το μεγάλο αριθμό των νεκρών, καθώς οι
γυναίκες θα μπορούσαν να τους είχαν περιποιηθεί στη διάρκεια της
ασθένειάς τους. Η αθηναϊκή φάλαγγα δεν μπορούσε να εισβάλει εν
πλήρη ισχύ στα Μέγαρα ή στη Βοιωτία χωρίς τους δούλους που
μετέφεραν τις αποσκευές, ενώ είχε ήδη αρχίσει η χρησιμοποίηση
χιλιάδων δουλών ως κωπηλατών στον αθηναϊκό στόλο, του οποίου οι
τριήρεις απαιτούσαν 40.000 έως 60.000 ναύτες.
Ο λοιμός σκότωσε πιθανότατα πέντε φορές περισσότερους οπλίτες
από όσους σκοτώθηκαν στην αιματηρή μάχη του Δηλίου. Οι συνολικές
απώλειες που προκάλεσε ο λοιμός υπερέβαιναν τον αριθμό όσων
χάθηκαν στη διαβόητη καταστροφή στη Σικελία. Σε κανέ- ναν από
τους παραπάνω αριθμούς απωλειών δε συμπεριλαμβάνονται οι
χιλιάδες που ακρωτηριάστηκαν ή έμειναν ανάπηροι εξαιτίας της
νόσου ή, ακόμα χειρότερα, οι δημογραφικές επιπτώσεις που
υπήρξαν στην Αθήνα τα επόμενα χρόνια, καθώς εξολοθρεύτηκαν
τόσοι πολλοί άνθρωποι που βρίσκονταν στην αναπαραγωγική τους
ηλικία. Για παράδειγμα, ο Παυσανίας έγραψε ότι, τριάντα χρόνια
αργότερα, η Αθήνα ζήτησε να μη συμμετάσχει στην πανελλήνια
εκστρατεία στη Μικρά Ασία, με το πρόσχημα ότι εξακολουθούσε να
δοκιμάζεται από τις μεγάλες απώλειες του ανθρώπινου δυναμικού
της που οφείλονταν στον πόλεμο και στο λοιμό.
Ο αιφνίδιος θάνατος τόσων πολλών οπλιτών είχε, επίσης, και έναν
πιο άμεσο αντίκτυπο στα επόμενα έτη. Η Αθήνα παρέταξε μόνο 7.000
οπλίτες στη μάχη του Δηλίου το 424. Και έστειλε λιγότερους από
1.000 στην ακόμα πιο κρίσιμη μάχη της Μαντίνειας το 418 -
αρκετές χιλιάδες λιγότερους οπλίτες από τους 10.000 Αθηναίους
που είχαν πολεμήσει στο Μαραθώνα το 490. Και οι δυο ήττες
προήλθαν ύστερα από αμφίρροπες μάχες. Τρεις ή τέσσερις χιλιάδες
επιπλέον Αθηναίοι οπλίτες θα μπορούσαν να είχαν κάνει τη διαφορά
και να οδηγούσαν στη νίκη και όχι στην πανωλεθρία. Αν η
αθηναϊκή συμμαχία είχε επικρατήσει σε κάποια από αυτές τις
κρίσιμες συγκρούσεις, είναι ενδεχόμενο ο πόλεμος να είχε
τελειώσει με ευνοϊκούς για την Αθήνα όρους, είτε επειδή το
Βοιωτικό Κοινό θα αποχωρούσε από την εχθρική συμμαχία είτε
επειδή ένας νέος δημοκρατικός συνασπισμός
στην Πελοπόννησο θα είχε περικυκλώσει μια ευνουχισμένη Σπάρτη.
Άρα, ο θάνατος περίπου 10.000 οπλιτών της πρώτης γραμμής και της
εφεδρείας, σε συνδυασμό με την απώλεια 300 ιππέων, αλλά και η
πραγματοποίηση πολιορκιών και ναυτικών περιπολιών, σήμαιναν ότι
η Αθήνα δεν ήταν σε θέση να δεσμεύσει σημαντικές δυνάμεις σε
χερσαίες επιχειρήσεις για αρκετά χρόνια. Η απώλεια του
ανθρώπινου δυναμικού ενδέχεται, επίσης, να εξηγεί για ποιο λόγο
η αθηναϊκή φάλαγγα οπλιτών δεν πραγματοποίησε κάποια σημαντική
εκστρατεία στη διάρκεια των πέντε επόμενων ετών μετά το 429,
όπως ήταν τα μεταγενέστερα, έστω και χωρίς ιδιαίτερο ζήλο,
εγχειρήματα στο Δήλιο και στη Μαντίνεια. Αντίθετα, οι Αθηναίοι
ένιωθαν μια παρανοϊκή φοβία για το ενδεχόμενο να στασιάσουν οι
φόρου υποτελείς πόλεις-κράτη, εν μέρει εξαιτίας των
καταστρεπτικών απωλειών που είχε υποστεί το ανθρώπινο δυναμικό
τους εξαιτίας του λοιμού, αλλά και εξαιτίας της αίσθησης ότι η
πολιορκία της πόλης τους τους εμπόδιζε να επιβάλλουν την
υπερπόντια επικυριαρχία τους.24
Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια είχαν γίνει σημαντικά λάθη. Ο στρατός
που στις αρχές του πολέμου είχε παρατάξει 16.000 οπλίτες για να
λεηλατήσουν την πεδιάδα της Μεγαρίδας εφτά χρόνια αργότερα στο
Δήλιο είχε το μισό μέγεθος. Για να μπορέσουν οι Αθηναίοι να
νικήσουν τον ποιοτικά ανώτερο θηβαϊκό ή πελοποννησιακό στρατό,
ήταν ουσιώδες να διαθέτουν την αριθμητική υπεροχή και να μην
είναι απλώς ισάριθμοι. Αν η τάξη των θητών, που επάνδρωναν το
στόλο, είχε εξαιτίας της νόσου το ίδιο συνολικό ποσοστό
απωλειών με το αντίστοιχο των οπλιτών και των ιππέων (περίπου
30%), τότε από τους σχεδόν 20.000 πολίτες κωπηλάτες πέθαναν ίσως
6.000 έως 7.000 στη διάρκεια της επιδημίας - ή αρκετοί ναύτες
για να επανδρώσουν εξ ολοκλήρου 30 με 35 τριήρεις. Οι απώλειες
αυτές ήταν μεγαλύτερες από το σύνολο των Αθηναίων που
σκοτώθηκαν στη νικηφόρο ναυμαχία της Σαλαμίνας πριν από πενήντα
χρόνια, η οποία σηματοδότησε την έναρξη του Χρυσού Αιώνα.
Μόνο το 415, δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση της
επιδημίας, ο αθηναϊκός στρατός ανέκτησε έναν ικανοποιητικό
βαθμό ισχύος. Για παράδειγμα, σχολιάζοντας τις προετοιμασίες
που έγιναν το 416 για την εισβολή στη Σικελία, ο Θουκυδίδης
εξηγεί ότι ο πληθυσμός ήταν πεπεισμένος για την επιτυχία, καθώς
«η πόλη είχε συνέλθει πρόσφατα από την επιδημία και τον
αδιάκοπο πόλεμο», και προσθέτει ότι είχε αποκατασταθεί η
οικονομική ευρωστία στη διάρκεια της Νικίειου Ειρήνης, αλλά και
ότι «πολλοί νέοι ήταν πια στρατεύσιμοι».25
Αν προσθέσουμε τους ιππείς, τους οπλίτες και τους θήτες που
πέθαναν, αν συνυπολογίσουμε τους μετοίκους, και αν υποθέσουμε
ότι το ποσοστό απωλειών για τις γυναίκες, τα παιδιά και τους
δούλους ανεξαρτήτου ηλικίας και φύλου ήταν παρόμοιο, τότε
περίπου 70.000 έως 80.000 κάτοικοι της Αττικής χάθηκαν μέσα σε
ελάχιστο διάστημα. Πιθανότατα, υπέκυψαν μέσα σε μερικούς μήνες
μετά την εμφάνιση της επιδημίας το 430. Επομένως, το ένα
τέταρτο ή το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού πέθανε πριν
αρχίσει ουσιαστικά ο πόλεμος.
Κρίση
εμπιστοσύνης
Αν οι σημερινοί επιστήμονες δε συνυπολογίζουν πάντα το λοιμό
στις στρατιωτικές αναλύσεις τους για τον Αρχίδαμειο Πόλεμο, οι
Αθηναίοι, τουλάχιστον, γνώριζαν ότι η πόλη τους είχε πληγεί
ανεπανόρθωτα. Αναμφισβήτητα, έβλεπαν την ισχΰ του στρατού και
του ναυτικού τους κάτω από το πρίσμα του «πριν» και του «μετά»
την επιδημία. Ο Θουκυδίδης παρατηρεί ότι η εισβολή στην πεδιάδα
της Μεγαρίδας στη διάρκεια του πρώτου φθινοπώρου του πολέμου
υπήρξε η μεγαλύτερη επίδειξη ισχύος που είχε κάνει μέχρι τότε
το αθηναϊκό πεζικό, καθώς «δεν την είχε [την Αθήνα] χτυπήσει η
επιδημία». Ο Περικλής κατέληξε σιο συμπέρασμα ότι η εμφάνιση
της επιδημίας ευθυνόταν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη
συμφορά για την καταστροφή του πνεύματος της Αθήνας. Και
υπονοούσε ότι η αρχική πολιτική του θα ήταν πολύ περισσότερο
αποτελεσματική, αν ο λοιμός δεν είχε ανατρέψει την προσεκτικά
σχεδιασμένη στρατηγική του. Ήδη στη διάρκεια της επιδημίας οι
Αθηναίοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ποτέ δεν είχε
υπάρξει κάτι παρόμοιο και ότι η νόσος είχε τροποποιήσει ριζικά
την πορεία του πολέμου.
Παρόμοια, οι ηγέτες της εξέγερσης στη Μυτιλήνη ικέτευαν τους
Σπαρτιάτες να τους βοηθήσουν με το επιχείρημα ότι δυο μόλις
χρόνια μετά την εμφάνιση της επιδημίας «οι Αθηναίοι έχουν
εξαντληθεί από την επιδημία και τις πολεμικές δαπάνες». Για τον
Θουκυδίδη, που επιβίωσε από τη νόσο, οι επιπτώσεις της ήταν
παντού αισθητές: μειώθηκε η στρατιωτική ικανότητα, προκλήθηκε
πολιτική αναταραχή, οι συμμαχικές πόλεις στασίασαν, άλλαξε η
στρατηγική και, το χειρότερο από όλα, πέθανε ο μοναδικός
Αθηναίος ηγέτης που φαινόταν ικανός να διατηρήσει ενωμένους τους
χωρισμένους σε φατρίες πολίτες στη διάρκεια των δύσκολων στιγμών
του πολέμου.26
Ο ηλικιωμένος Περικλής, καταπτοημένος από το θάνατο των γιων του
Ξανθίππου και Πάραλου από τη νόσο, κατέρρευσε. Η μοίρα τον είχε
πλήξει σκληρά. Ο Περικλής είχε χάσει την αδελφή του, καθώς
επίσης και «από τους συγγενείς και τους φίλους του τους πιο
πολλούς». Πέθανε δυόμισι χρόνια μετά την έναρξη του πολέμου,
ύστερα από ένα μακροχρόνιο και εξουθενωτικό αγώνα με την
ασθένεια, μια λεπτομέρεια που παραλείπεται στο διάσημο εγκώμιο
του Θουκυδίδη για το μεγάλο ηγέτη. Ο θάνατός του στην αρχή της
σύρραξης -καθώς είχε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό,
καθοδηγήσει την Αθήνα ως ενιαύσιος στρατηγός για σχεδόν 30
χρόνια- άφησε την πόλη χωρίς ηγεσία. Οι Αθηναίοι δεν ήταν
βέβαιοι αν η στρατηγική άποψη του Περικλή ήταν λανθασμένη και
είχε οδηγήσει στην καταστροφή του λοιμού, ή αν όντως
εξακολουθούσε να είναι βιώσιμη και θα οδηγούσε τελικά στη νίκη,
αφού όμως πρώτα η πόλη θα ανακτούσε τις δυνάμεις της.27
Ο Θουκυδίδης όχι μόνο παραδέχεται ότι η δεύτερη γενιά των
Σπαρτιατών ηγετών, όπως ο Βρασίδας, ο Γύλιππος και ο Λύσανδρος,
ήταν πιο ικανοί και τολμηροί από τον γηραιό Αρχίδαμο, αλλά
φαίνεται να θεωρεί ότι οι διάδοχοι του Περικλή, όπως ο Κλέω- νας
και ο Αλκιβιάδης, ήταν, αντίθετα, περισσότερο απερίσκεπτοι και
αμοραλιστές. Οι υποστηρικτές του νεοτερισμού επικρίνουν την
ιστορική θεωρία για τους «μεγάλους άντρες», δηλαδή την κυρίαρχη
κατά το 19ο αιώνα αντίληψη ότι τα γεγονότα διαμορφώνονται από
την ιδιαίτερη ιστορική διαδρομή μεμονωμένων ατόμων και όχι από
τις μακροπρόθεσμες και περισσότερο αφανείς δημογραφικές,
κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες. Λίγοι όμως μπορούν να
υποστηρίξουν ότι, αν ο Τσόρτσιλ, ο Ρούζβελτ, ο Στάλιν ή ο Χίτλερ
είχαν πεθάνει από ευλογιά στις αρχές του 1939, ο Β' Παγκόσμιος
Πόλεμος δε θα είχε ακολουθήσει μια εντελώς διαφορετική πορεία ή
ότι ενδεχομένως η έκβασή του δε θα ήταν εντελώς διαφορετική. Σε
όλη τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά και ύστερα
από αυτόν, φαίνεται ότι οι ενέργειες ή ο θάνατος σημαντικών
ατόμων είχαν σημαντικές συνέπειες στην πορεία των γεγονότων: η
δημηγορία του ηλικιωμένου Παγώνδα έπεισε τους Βοιωτούς να
βαδίσουν προς το Δήλιο, οι θάνατοι του Βρασίδα και του Κλέωνα
στην Αμφίπολη οδήγησαν στη Νικίειο Ειρήνη, ο θάνατος του Λάμαχου
στις Συρακούσες συνέβαλε στην αποτυχία της εκστρατείας, η
εμφάνιση του Λύσανδρου ατσάλωσε το σπαρτιατικό στόλο, ή, ύστερα
από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ο θάνατος του Κύρου του Νεότερου
στα Κούναξα είχε ως συνέπεια οι νικητές Μύριοι να βρεθούν σε
θέση ηττημένου, παρόλο που είχαν επικρατήσει στο πεδίο της μά-
χης.28
Ο Θουκυδίδης ανάρρωσε ύστερα από τον αγώνα του με τη νόσο. Δεν
είναι όμως σαφές αν η δοκιμασία αυτή συνέβαλε στη διαμόρφωση της
απαισιόδοξης αντίληψής του για τα ανθρώπινα πράγματα, ή αν του
άφησε μια μόνιμη φυσική αναπηρία που τον εμπόδισε να ασκήσει τα
καθήκοντά του όταν εκλέχθηκε στρατηγός και, ως εκ τοΰτου,
προκάλεσε την εξορία του. Ασφαλώς, οι ιδέες του για το
σημαντικό ρόλο του πολιτισμού στην τιθάσευση της φύσης
σχετίζονται με τη νεανική του πάλη με το θάνατο εν μέσω μιας
λαοθάλασσας ασθενών που πέθαιναν απρόβλεπτα δίπλα του. Κατά μια
έννοια, οι ζοφερές εντυπώσεις που σχημάτισε για τον πόλεμο
διαμορφώθηκαν στο δεύτερο έτος της σύρραξης, όταν ο λοιμός
κυριολεκτικά καθόρισε το ύφος και τη θεματολογία της εξιστόρησής
του.
Για να αντιμετωπίσουν τις απώλειες από το λοιμό, οι Αθηναίοι
βασίστηκαν σε μια σειρά απελπισμένων μέτρων που είχαν
ανυπολόγιστες επιπτώσεις στη διάβρωση της πολιτισμικής συνοχής
της πόλης. Αργότερα διαδόθηκε ο λαϊκός μύθος ότι η περιστασιακή
πολυγαμία επιτράπηκε
de faclo
για πρώτη φορά. Υποτίθεται ότι φωτεινά πνεύματα, όπως ο
Σωκράτης και ο Ευριπίδης, απέκτησαν από πατριωτικό ζήλο
επιπλέον παιδιά από δεύτερες συζύγους.29 Οι αλλαγές
στους νόμους για την ιθαγένεια επέτρεψαν να παραχωρηθούν
πολιτικά δικαιώματα σε όσους είχαν γεννηθεί στην Αττική από
έναν αντί από δύο Αθηναίους γονείς. Ο Περικλής είχε κάποτε
υπενθυμίσει στους Αθηναίους ότι τα πολιτικά τους δικαιώματα
ήταν μια σπάνια τιμή και ένα σπάνιο προνόμιο. Ωστόσο, στην
Αθήνα μετά το λοιμό η ποσότητα και όχι η καταγωγή των ανθρώπων
είχε πλέον σημασία, αν η πόλη ήθελε να επιβιώσει. Ο Περικλής,
ύστερα από το θάνατο των δυο νόμιμων γιων του, επεδίωξε αμέσως
την ψήφιση ενός νόμου που θα παραχωρούσε πολιτικά δικαιώματα
στον επιζήσαντα νόθο γιο του, τον Περικλή το νεότερο.30
Μια κοινωνία της αρχαιότητας που δήλωνε την πίστη της στην υπό
ενηλικίωση επιστήμη -όπως η Αθήνα του 5ου αιώνα- θα
αντιμετώπισε σημαντικά προβλήματα όσον αφορά την ερμηνεία των
φυσικών συμφορών, καθώς η καινοφανής θεότητα της Λογικής είχε
απο- τύχει. Μεταγενέστερες φήμες αναφέρουν ότι ο θρυλικός
πατέρας της ιατρικής, ο Ιπποκράτης, είχε επισκεφτεί την πληγείσα
από το λοιμό Αθήνα. Σύμφωνα με μερικές αποτιμήσεις στην
αρχαιοελληνική γραμματεία που αντικατοπτρίζουν επιστημονικές
θεωρίες, οι καιρικές συνθήκες υπήρξαν τα γενεσιουργό αίτια - ή,
ενδεχομένως, μόλυναν τα εισαγόμενα δημητριακά εξαιτίας της
υπερβολικής υγρασίας. Παρόλο που οι εικασίες για τη μιασματική
νόσο -ότι ο αέρας μολύνθηκε από μυστηριώδη αέρα, από νεκρά
σώματα ή από στάσιμα νερά- αποτελούσαν, όπως φαίνεται,
διαδεδομένες ερμηνείες για την εμφάνιση της επιδημίας, ο
Θουκυδίδης δεν τις θεωρούσε άξιες διεξοδικής συζήτησης. Πολλοί
άλλοι όμως το έκαναν. Ο Διόδωρος Σικελιώτης, για παράδειγμα,
υποστηρίζει ότι εξαιτίας της κοσμοσυρροής «εισέπνεαν μολυσμένο
αέρα», με συνέπεια να αρρωστήσουν οι πολίτες.31
Παρόλο που ο «αέρας» έχει ελάχιστη κλινική σχέση με τις
μολυσματικές νόσους, οι εμπειρικές υποθέσεις των αρχαίων δεν
ήταν εντελώς λανθασμένες. Πολλοί ιοί και βακτηρίδια
μεταδίδονται μέσω του αέρα, ο οποίος μεταφέρει τα σταγονίδια που
εκβάλλονται με το βήχα. Επιπλέον, η ύπαρξη στάσιμων νερών
προκαλεί προβλήματα στην υγεία, καθώς αποτελούν ιδανικούς τόπους
αναπαραγωγής για τα κουνούπια που μεταδίδουν την ελονοσία.
Ωστόσο, αν η επιστήμη του Ιπποκράτη δεν μπορούσε να ερμηνεύσει
επαρκώς, πόσο μάλλον να καταπραΰνει, τις επιπτώσεις του λοιμού,
αν οι Έλληνες φυσικοί φιλόσοφοι δεν είχαν καμία ένδειξη για τα
γενεσιουργό αίτια της επιδημίας και αν η ηθική του Σωκράτη
απέτυχε να εξηγήσει για ποιο λόγο ήταν αναγκαίο για το καλό της
πόλης οι κάτοικοι να διατηρήσουν την πολιτική τους
αυτοσυνειδησία εν μέσω αυτής της συμφοράς, τότε ήταν πιθανό
ακόμα και εκλεπτυσμένοι άνθρωποι όπως οι Αθηναίοι της κλασικής
εποχής -συμπεριλαμβανομένου και του Περικλή- να στραφούν σε
νέες θρησκευτικές λατρείες και σε προκαταλήψεις, προτιμώντας
τες από την επιστήμη και τους παραδοσιακούς Ολύμπιους θεούς. Τι
είχαν κάνει ο Ζευς, ο Απόλλωνας ή η Αθηνά για να σταματήσουν το
λοιμό; Τί- ποτά περισσότερο από όσα ο Ιπποκράτης και οι γιατροί.
Αυτός, λοιπόν, είναι ο λόγος που τόσο ο Θουκυδίδης στην
Ιστορία
του όσο και ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του αναφέρουν ότι
παράδοξοι μάντεις και προφήτες κάλυψαν το κενό και είδαν, στα
χρόνια του λοιμού, να αναβιώνει η απήχησή τους στον
απογοητευμένο λαό.
Ο Πλούταρχος θεωρούσε ότι η πνευματική οδύσσεια του Περικλή
αποτελούσε ένα μάθημα για την κάθοδο από την επιστήμη στη
λανθασμένη γνώση. Ο Αθηναίος ηγέτης είχε διακωμωδηθεί στο
παρελθόν επειδή στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ήταν
ορθολογιστής, ένας μαθητής των φυσικών φιλοσόφων Αναξαγόρα και
Πρωταγόρα. Κυκλοφορούσαν ανόητες ιστορίες, όπως ότι κάποτε είχε
σπαταλήσει το χρόνο του σε μια συζήτηση με τον Πρωταγόρα, η
οποία αποσκοπούσε να διαπιστωθεί αν το ακόντιο ή αυτός που
έριξε είχε την ηθική ευθύνη για τον τυχαίο θάνατο του στόχου.
Ωστόσο, στις τελευταίες ημέρες του, ακόμα και ο Περικλής, ο
πολεμικός ηγέτης της Αθήνας, είχε αποδεχθεί αυτές τις
αξιοθρήνητες αντιλήψεις και είχε επιτρέψει να του φορέσουν ένα
φυλαχτό γύρω από το λαιμό του για να σωθεί από τη νόσο. Πριν
τελειώσει αυτός ο φοβερός πόλεμος, οι Αθηναίοι θα έβλεπαν τον
ορθολογιστή μεγάλο στρατηγό τους να αποδέχεται ακόμα χειρότερα
πράγματα από αυτού του είδους τις προκαταλήψεις στην επιθανάτια
κλίνη του.32
Ένα από τα επακόλουθα της νόσου ήταν ότι η λατρεία του
Ασκληπιού, μαζί με αυτή της Υγείας, εισήχθη για πρώτη φορά στην
Αθήνα από την Επίδαυρο το 420 περίπου, λες και η λατρεία αυτών
των νέων θεών σε μόνιμη βάση μπορούσε να σώσει την πόλη από
επανεμφανίσεις της επιδημίας. Το Ασκληπιείο ανεγέρθηκε δυτικά
του μεγάλου Θεάτρου του Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη, μια
πικρή υπενθύμιση ότι, εκτός από τις δημόσιες δραματικές
παραστάσεις, η Αθήνα χρειαζόταν τώρα πια και την ιατρική αρωγή
των θεών. Επιπλέον, στον Ωρωπό, στα σύνορα της Βοιωτίας με την
Αττική, ο μυθικός ήρωας Αμφιάραος απέκτησε σύντομα το δικό του
ιερό, με την ελπίδα ότι αυτή η θεραπευτική θεότητα θα μπορούσε
να προφυλάξει από μια επανεμφάνιση της νόσου.
Υπήρχε, επίσης, η έντονη ανησυχία ότι οι θεοί ήταν οργισμένοι.
Τέσσερα χρόνια μετά την εμφάνιση της επιδημίας, και λίγο μετά
την επανεμφάνιση της νόσου το 426, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να
προβούν στον καθαρμό της Δήλου -το νησί που ήταν το κέντρο της
παλιάς ελληνικής Δήλιας Συμμαχίας- με την ελπίδα ότι θα
ανακτούσαν την εύνοια του Απόλλωνα, ο οποίος σύμφωνα με την
παράδοση προστάτευε από τις ασθένειες. Με επικεφαλής τον Νικία
απομάκρυναν όλους τους τάφους από το νησί και αποφάσισαν να
οργανώνουν ετήσιους αγώνες προς τιμήν του θεού.33
Αλλά και άλλες μη παραδοσιακές λατρείες από την Ανατολή -η
φρυγική θεά των βουνών, η Κυβέλη, ο Σαβάζιος, ο θρακικός
Διόνυσος και ο ασιατικός Βάκχος- θα εισάγονταν σύντομα στην
περικυκλωμένη πόλη, καθώς οι Αθηναίοι ήθελαν να είναι
διασφαλισμένοι για την περίπτωση που οι παραδοσιακοί Ολύμπιοι
θεοί, όπως ο Απόλλωνος, η Αθήνα και ο Ζευς, δε θα τους βοηθούσαν
στο μέλλον. Ωστόσο, παρά την άνθηση των υπερφυσικών εξηγήσεων
και τη συλλογική τους υστερία, οι Αθηναίοι, ακόμα και στις
χειρότερες στιγμές, δεν κατέφυγαν στις ανθρωποθυσίες για να
εξευμενίσουν τους θεούς, δεν έκαναν δίκες μαγισσών ούτε
αναζήτησαν εξιλαστήρια θύματα με την ελπίδα ότι με αυτό τον
τρόπο θα απαλυνόταν η δυστυχία τους. Εντούτοις, και ενώ η Αθήνα
είχε κλονιστεί από τα πλήγματα των εχθρών της, εντός των τειχών
της άρχισε η μεγαλύτερη πνευματική μεταμόρφωση στην ιστορία της
πόλης, αλλά και μια περίοδος θρησκευτικής αβεβαιότητας. Όλες οι
μεταγενέστερες εκστρατείες στη Μυτιλήνη, στη Σκιώνη, στη Μήλο ή
στη Σικελία πρέπει να ιδωθούν υπό το πρίσμα του πολιτισμικού
χάους στο οποίο βυθίστηκε η αθηναϊκή δημοκρατία.
Οι
επιζήσαντες
Οι δύσκολοι καιροί απαιτούν ξεχωριστούς άντρες. Ο Περικλής είχε
πεθάνει. Όμως, ο ορφανός νεαρός κηδεμονευόμενος του, ο
Αλκιβιάδης, είχε αρχίσει να αναδεικνύεται και είχε αποδειχτεί
άτρωτος - αργότερα θα αποδείκνυε ότι ήταν και αναίσχυντος. Είχε
επιζήσει παρόλο που για τέσσερα χρόνια ήταν εκτεθειμένος στο
λοιμό, τόσο στην Αθήνα, αλλά και νωρίτερα στην Ποτίδαια, όπου η
νόσος είχε ως συνέπεια να πεθάνουν ο ένας στρατιώτης στους
τέσσερις. Στα πέντε πρώτα χρόνια του πολέμου ο Αλκιβιάδης, ο
βετεράνος ιππέας, είχε καταφέρει να διατηρήσει ακέραιη την
υπόληψή του, που με τόσο δύσκολο τρόπο είχε κερδίσει. Τώρα,
μετά το θάνατο του ηλικιωμένου κηδεμόνα του από τη νόσο και ενώ
είχε μόλις περάσει τα είκοσι, πλησίαζε η ώρα να αναδειχθεί ως
ένας από τους νέους ηγέτες της Αθήνας, η οποία πλέον
αντιμετώπιζε μια χρόνια έλλειψη υγιών αντρών. Ο Πλούταρχος
αφηγείται πώς, εν μέσω της δυστυχίας που επικρατούσε στην
πληγείσα από το λοιμό Αθήνα, ο αποφασισμένος και ρωμαλέος
Αλκιβιάδης επισκέφτηκε τον αποκαρδιωμένο Περικλή και τον έπεισε
να αγνοήσει τις μομφές εναντίον του και να αναμειχθεί πάλι στα
κοινά. Σε φυσιολογικές συνθήκες, η ηλικία και η νηφαλιότητα
διασφαλίζουν την ανάληψη της πολιτικής ηγεσίας. Ωστόσο, εκείνα
τα σκοτεινά χρόνια του λοιμού η νεότητα, η υγεία, ακόμα και η
απερισκεψία, αποτελούσαν τα καλύτερα κριτήρια των καιρών.34
Ο πατέρας του Αλκιβιάδη είχε πεθάνει σε έναν πόλεμο, ο γιος του
όμως είχε γίνει ήρωας στην Ποτίδαια και ένας αξιοσέβαστος άντρας
του αθηναϊκού ιππικού, το οποίο κρατούσε τους Σπαρτιάτες μακριά
από τα όρια της πόλης. Ο πόλεμος δίδαξε τον Αλκιβιάδη ότι κανείς
δεν είναι απρόσβλητος από τη μοίρα, καθώς έβλεπε τον κηδεμόνα
του να πεθαίνει από τη νόσο, και την πόλη του Σοφοκλή και του
Παρθενώνα να βυθίζεται στο ηθικό μίασμα που έφερε ο θανατηφόρος
λοιμός. Ο χρόνος κυλούσε πλέον αμείλικτα για όλους στην Αθήνα
και ήταν προτιμότερο να εκμεταλλευτεί κάποιος την παραμικρή
ευκαιρία παρά να περιμένει να πεθάνει μόνος του, γεμάτος από τις
πληγές που προκαλούσε η νόσος.
Όταν η Αθήνα απαλλάχθηκε οριστικά από το λοιμό το 426, ο
Αλκιβιάδης ήταν μόνο είκοσι τεσσάρων ετών. Ωστόσο, στα πέντε
χρόνια που ήδη διαρκούσε ο πόλεμος, είχε δει το λοιμό και τη
σφαγή στην Ποτίδαια, είχε δει γυναίκες και παιδιά να πεθαίνουν
στους δρόμους της Αθήνας, είχε δει τα κτήματα των εύπορων φίλων
του εγκαταλειμμένα και σε μερικές περιπτώσεις πυρπολημένα στην
ύπαιθρο της Αττικής, που ήταν κάποτε όμορφη - όπου η δική του
οικογένεια κατείχε για γενιές τουλάχιστον δυο μεγάλα
αγροκτήματα 320 στρεμμάτων περίπου.35 Τα διδάγματα
που ο νεαρός άντρας αποκόμισε από όλα αυτά ήταν παρόμοια με
αυτά του Θουκυδίδη: ο πόλεμος ήταν «ένας σκληρός δάσκαλος» και
μόνο λίγοι οξυδερκείς και σκληροί άνθρωποι μπορούσαν να
αντιληφθούν τη βαθύτερη φύση του. Ο Αλκιβιάδης ήταν σχεδόν ο
μόνος από τη γενιά του που μπορούσε να το κάνει1
όμως, θα συμπαρέσυρε την πόλη του στην πτώση του. Ο Θουκυδίδης
επισημαίνει ότι όσοι επέζησαν από το λοιμό πίστευαν εσφαλμένα
ότι δε θα ήταν ποτέ ξανά ευάλωτοι σε άλλες ασθένειες. Είναι
πιθανό ότι, παρόμοια, ο Αλκιβιάδης αισθανόταν ότι η επιβίωσή
του -αλλά και η επιβίωση του μέντορά του Σωκράτη- οφειλόταν στην
ασυνήθιστη τύχη του, αλλά και ότι αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο
μια απόδειξη του ξεχωριστού πεπρωμένου του.36
Οι Αθηναίοι στρατιώτες βάδιζαν στη μάχη τα επόμενα είκοσι δύο
χρόνια, από το 426 έως το 404, με την επίγνωση ότι οι γονείς
τους, οι ίδιοι, τα παιδιά τους και οι φίλοι τους είχαν υποφέρει
από τη νόσο, η οποία ανά πάσα στιγμή μπορούσε να επιστρέφει για
να σκοτώσει χιλιάδες χωρίς καμία προειδοποίηση. Ο φόβος της
επιδημίας θα πρέπει να επικρεμόταν πάνω από τους πολεμιστές στο
μεγαλύτερο μέρος του πολέμου. Όταν οι Σπαρτιάτες και οι Αργείοι
εξέταζαν την προοπτική να υπογράψουν μια συνθήκη ειρήνης το
420, συμπεριέλαβαν έναν όρο σύμφωνα με τον οποίο και τα δυο μέρη
θα εξαιρούνταν από την τήρηση των συμφωνημένων, αν τη δεδομένη
περίοδο μαστίζονταν από κάποιο λοιμό.37
Οι συνέπειες του λοιμού είναι αισθητές τόσο στη σύγχρονη όσο και
στη μεταγενέστερη κλασική γραμματεία. Ο Σοφοκλής, που λέγεται
ότι είχε αναμειχθεί στη λατρεία του θεράποντος θεού Ασκληπιού
όταν αυτή εισήχθη στην Αθήνα το 420, παρουσίασε ίσως τον
Οιδίηοδα
Τύραννο πέντε χρόνια μετά την εμφάνιση της
επιδημίας σε ένα κοινό που είχε δει πρόσφατα να πεθαίνουν
δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Στην αρχή του έργου πληροφορούμαστε
ότι η Θήβα έχει πληγεί από μια αιφνίδια επιδημία, που
συνοδεύεται από καταστροφή των σοδειών, θανάτους ζώων και
γενική ακαρπία. Οι Αθηναίοι, που αποτελούσαν το κοινό, δε θα
δυσκολεύονταν να αναγνωρίσουν σε όλες αυτές τις συμφορές τα
πρόσφατα δεινά, τα οποία οφείλονταν στο λοιμό ή στις εισβολές
των Σπαρτιατών λαφυραγωγών - και φοβόντουσαν ότι θα μπορούσαν να
τα υποστούν πάλι ανά πάσα στιγμή. Ενώ ο Θουκυδίδης
επικεντρώνεται σε επιστημονικές περιγραφές της επιδημίας, και
είτε παραβλέπει είτε γελοιοποιεί τους λαϊκούς θρύλους, το
θρησκευτικό υπόβαθρο του λοιμού κατέχει κεντρική θέση στην
πλοκή της τραγωδίας του Σοφοκλή: οι Θηβαίοι πρέπει να υποστούν
μια συλλογική τιμωρία εξαιτίας μιας αιμομει- ξίας και μιας
ανομολόγητης πατροκτονίας μέσα στη βασιλική οικογένεια.
Στο έργο η παραδοσιακή θρησκεία -η σοφία του Απόλλωνα και η
μαντική τέχνη του Τειρεσία- δείχνει την ορθή οδό για να
ανακαλυφθούν τα γενεσιουργό αίτια και η θεραπεία της νόσου. Η
Αθήνα, στη σκέψη του Σοφοκλή τουλάχιστον, είχε χάσει το ένα
τέταρτο του πληθυσμού της όχι εξαιτίας της κοσμοσυρροής ή των
ελλιπών πρακτικών υγιεινής, αλλά μάλλον εξαιτίας της απουσίας
της παραδοσιακής ευσέβειας. Φαίνεται να υπαινίσσεται ότι
συνιστά ύβρι το να θεωρείται ως δεδομένο πως η λογική μόνη της
-ίσως ο Σοφοκλής να εξισώνει τους σοφιστές ή τον Περικλή με τον
υπέρμετρα υπερήφανο Οιδίποδα- μπορεί να βρει ορθολογικά αίτια
και απαντήσεις για όσα, σε τελική ανάλυση, είναι θεϊκής
προέλευσης προβλήματα. Ο Οιδίποδας είναι ορθολογιστής, αγέρωχος
και -όπως και ο Περικλής- αδυνατεί να αντιληφθεί πώς πρέπει να
αντιμετωπιστεί ένας εχθρός που η ισχύς του είναι πέρα από τον
υπολογισμό του αριθμού των οπλιτών και των τριήρεων.
Μεταγενέστεροι συγγραφείς, όπως ο Λουκρήτιος, ο Βιργίλιος, ο
Οβίδιος και ο Ιώσηπος, θα μας έδιναν παραστατικές περιγραφές
λοιμών και φυσικών καταστροφών, που συχνά θυμίζουν εντυπωσιακά
την επιδημία στην Αθήνα - προέλευση από την Αφρική, εγκατάλειψη
της υπαίθρου και συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις,
μυστηριώδη αίτια, ανυπαρξία θεραπείας και κοινωνικό χάος ως
συνέπεια των μαζικών θανάτων. Σε ένα πιο ιστορικό πλαίσιο, ο
Βυζαντινός χρονικογράφος Προκόπιος χρησιμοποίησε ως πρότυπο τον
Θουκυδίδη για να περιγράφει μια εξίσου εντυπωσιακή περιγραφή
των κοινωνικών δεινών που επακολούθησαν μια επιδημία, πιθανότατα
βουβωνικής πανώλης, η οποία ενέσκηψε στην Κωνσταντινούπολη την
άνοιξη του 542 και, για μια περίοδο, είχε ως συνέπεια να χάνουν
τη ζωή τους ίσως και 10.000 άνθρωποι καθημερινά. Η καταστροφή
που έπληξε την Αθήνα αποδείχτηκε το
locus classicus,
κλασικό χωρίο, για τη μεταγενέστερη δυτική ιστοριογραφία που
κατέγραψε παρόμοιες καταστρεπτικές επιδημίες, σαν η οποιαδήποτε
μεταγενέστερη περιγραφή να έπρεπε να συνεπάγεται μια θουκυδίδεια
αποτίμηση του κοινωνικού χάους, που αναπόφευκτα επακολουθεί
υστέρα από τέτοιες περιπτώσεις μαζικών θανάτων.38
Ωστόσο, οι εισβολές των Σπαρτιατών στα πρώτα χρόνια του πολέμου
δεν πέτυχαν οΰτε να καταστρέφουν οικονομικά την Αθήνα ούτε να
προκαλέσουν την προσδοκώμενη εκ παρατάξεως μάχη, έστω και αν
χιλιάδες Αθηναίοι χάθηκαν από τη νόσο. Επειδή ούτε οι
παραδοσιακές μέθοδοι της δήωσης της γης και της μάχης οπλιτών
ούτε ο λοιμός οδήγησαν σε μια αποφασιστική νίκη, και τα δυο
μέρη επανακαθόρισαν τη στρατηγική τους. Οι Αθηναίοι δε θα
παρέμεναν πια εντός των τειχών, περιμένοντας να πεθάνουν. Οι
Σπαρτιάτες δεν μπορούσαν πια απλώς να στέλνουν τους ογκώδεις
στρατούς τους σε μια μάταιη αναζήτηση των οπλιτών του εχθρού.
Αντίθετα, θα εμφανίζονταν νέοι άντρες που, δρώντας σε καινούρια
θέατρα πολεμικών επιχειρήσεων, θα διεξήγαν ένα βρόμικο πόλεμο
που παρόμοιός του δεν είχε υπάρξει ποτέ στην Ελλάδα.
Αυτός ο καινοφανής τρόπος διεξαγωγής του Πελοποννησιακού Πολέμου
θα ταίριαζε σε τολμηρούς ηγέτες, όπως ήταν ο Αλκιβιάδης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
1.23.3. Προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ο ισχυρισμός
του Θουκυδίδη ότι η
νόσος υπήρξε η μεγαλύτερη συμφορά που έπληξε τους
Έλληνες στη διάρκεια του πολέμου - χειρότερη από τη Σικελική
Εκστρατεία, το χάος στην Κέρκυρα, τη σφαγή στη διάρκεια του
Ιωνικού Πολέμου και μια σειρά από άλλες καταστροφές (όπως, για
παράδειγμα, στις περιπτώσεις της Δεκέλειας και της Μήλου). Ο
λόγος που είναι δύσκολο να πιστέψουμε αυτή τη γενίκευση είναι,
ίσως, ότι ο λοιμός συνέβη στο δεύτερο έτος ενός πολέμου που,
ωστόσο, διήρκεσε άλλα είκοσι πέντε χρόνια.
2.
Ελληνικά Οξυρρύγχια,
12.3. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι υπήρξε ένα με
γάλο κύμα προσφύγων στη Θήβα, δεδομένου ότι οι
αθηναϊκές επιθέσεις πέρα από τα σύνορα ήταν σπάνιο φαινόμενο.
Πραγματοποιήθηκαν αρκετές επιδρομές μέσα από τα ορεινά
περάσματα της Πάρνηθας, οι περισσότερες όμως επιθέσεις έγιναν
από τους Θηβαίους. Οι αθηναϊκές επιθέσεις στη Μυκαλησσό και
στην Τανάγρα έμοιαζαν μάλλον με εκδρομές. Η μόνη σημαντική
εισβολή -αυτή υπό την ηγεσία του Δημοσθένη και του Ιπποκράτη
που αποκορυφώθηκε με τη μάχη στο Δήλιο- κατέληξε οε μια
αξιοθρήνητη αποτυχία.
3.
Για τα Μακρά Τείχη, βλ. 2.13.8. Πρβλ. 1.89.3,
1.93.8,1.108.3 και
Gomme,
Commentary,
2.39-40. Παρόλο που οι δυο σειρές των οχυρωματικών έργων
υπερέβαιναν τα 6,5 χιλιόμετρα, ολοκληρώθηκαν σε πολύ λιγότερο
από τα 20 χρόνια που χρειάστηκαν για την κατασκευή του
Παρθενώνα. Μαζί με τα προγενέστερα τείχη της πόλης, συγκρότησαν
ένα δίκτυο οχυρώσεων που δεν υπήρχε πουθενά αλλού στην Ελλάδα
του 5ου αιώνα.
4.
Βλ. 2.51.2-5. Ο Διόδωρος Σικελιώτης (12.45)
αναφέρει μερικές χρήσιμες πληροφορίες για το πώς ξεκίνησε ο
λοιμός, ενώ επισημαίνει το ρόλο της υπερβολικά μεγάλης
κοσμοσυρροής μέσα στην πόλη.
5.
Για τις κοινωνικές συνέπειες του λοιμού, βλ.
Θουκυδίδης 2.53. Για τη δια
φορά στη στέγαση πριν και μετά την εκκένωση της
Αττικής, βλ. 2.17 και 2.52. Πρβλ. Διόδωρος Σικελιώτης,
12.45.2-3. Για τον αριθμό των Αθηναίων που εργάζονταν στα
δημόσια έργα, βλ. Αριστοφάνης, Σφήκες, 709 και
Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, 24.3.
6.
Αριστοφάνης, Σφήκες, 792-93. Για το ζήτημα
των δύο οικιών, βλ. Πλάτωνας, Νόμοι, 5.745Β και
Αριστοτέλης, Πολιτικά, 6.1330a
14-18. Για την εκκένωση, γενικότερα, βλ.
Hanson,
Warfare and Agriculture,
ο. 112-121. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η παρουσία των προσφύγων
έδωσε τους κάτοικους της πόλης την πρώτη πραγματική ευκαιρία να
δημιουργήσουν σχέσεις οικειότητας με τους αγρότες της Αττικής,
μια εικόνα που είναι μάλλον διαφορετική από τη συνήθη αντίληψη
ότι, στις πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας, δεν υπήρχαν έντονες
διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην πόλη και στην ύπαιθρο,
ανάμεσα στους πολίτες που ζού- ααν στις αγροτικές περιοχές και
σε αυτούς που ζούσαν στις αστικές περιοχές. Βλ.
Jones,
Rural Athens,
σ. 204-07.
7.
2.54. Εν μέρει, ο Θουκυδίδης περιγράφει με
περισσότερες λεπτομέρειες την εκκένωση του 431, επειδή
πραγματοποιήθηκε πριν από το λοιμό και ήταν φαινομενικά
περισσότερο εκτεταμένη. Για τις περιοχές της Αττικής που δεν
εκκενώθηκαν ποτέ στη διάρκεια του πολέμου, βλ.
Hanson, Warfare and
Agriculture, a.
151
και
161-66.
8.
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλη), «Περικλής»,
35.3. Προφανούς, οι Έλληνες γνώριζαν ότι η ασθένεια μπορούσε να
μεταδοθεί από φορείς της νόσου, ακόμα και από εκείνους στους
οποίους δεν είχαν εκδηλωθεί τα συμπτώματά της.
9.
Για την υποτιθέμενη χρησιμοποίηση χημικών όπλων
από τον Σόλωνα βλ. Παυσανίας 10.37.7. Πρβλ., επίσης, Αινείας
Τακτικός, 8.4. Στον
Mayor,
Greek Fire,
a.
99-118, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για τα όπλα της
κλασικής περιόδου που ήταν αντίστοιχα των βιολογικών όπλων και
αναφέρονται σε αρκετά αρχαία χωρία, ώστε να καταδειχθεί πόσο
διαβολικά επινοητικοί ήταν οι Έλληνες σε μια εποχή πολύ πριν
εμφανιστούν τα σημερινά όπλα μαζικής καταστροφής.
10.
Για το λοιμό και τους Πελοποννήσιους, βλ.
Παυσανίας 8.41.7-9 και 10.11.5. Για τους χρησμούς, βλ.
Θουκυδίδης, 2.54.3. Πρβλ. 2.54.4. Για τη γενικά επικρατούσα
άποψη στην αρχαιότητα ότι η πυκνότητα του πληθυσμού και ο
συνωστισμός σε πολλές συνοικίες της πόλης προκάλεσαν τη νόσο,
βλ. Διόδωρος Σικελιώτης, 12.45.2-4. Για τους λοιμούς στην
αρχαιότητα σε καιρό πολέμου, πρβλ.
Mayor, Greek Fire, a. 126-27.
11.
Μια καλή συνοπτική παρουσίαση της συζήτησης και
των ενεχόμενων ζητημάτων υπάρχει στα
Sallares,
Ecology,
a.
244-62 και
Gorame,
Commentary,
2.145-62.
12.
Ξενοφώντας, Ελληνικά, 2.2.10-11. Άραγε,
μήπως ο φόβος για μια επανεμφάνιση της επιδημίας επηρέασε
όσους είχαν επιζήσει από τον πρώτο λοιμό και, για μια ακόμα
φορά, είχαν συγκεντρωθεί μέσα στην Αθήνα, με συνέπεια να είναι
περισσότερο πρόθυμοι να συνθηκολογήσουν από όσο ήταν πριν από
τρεις δεκαετίες;
13.
2.51. Φαίνεται ότι, πολύ σύντομα, διαπιστώθηκε
πόσο σημαντικές ήταν δυο κρίσιμες πτυχές της νόσου - η μετάδοσή
της και η απόκτηση ανοσίας. Για τις διάφορες πτυχές του λοιμού,
με μια ιδιαίτερη προσήλωση στο λεξιλόγιο του Θουκυδίδη, βλ.
Gomme, Commentary,
2.150-61.
14.
Μια πρώτη μνεία γίνεται στις συνοπτικές
παρουσιάσεις στο
Parlama
κ.ά,
City,
σ.
272-74. Για μια πλήρη αποτίμηση των ευρημάτων θα πρέπει να
γίνουν περαιτέρω επιστημονικές δημοσιεύσεις.
15.
Ιωάννης ο εξ Εφέσου, απόσπασμα II
E-G,
Προκόπιος, Ιοτορία, 11.23. Η Κωνσταντινούπολη, όπως και η
Αθήνα, ήταν ένα μεγάλο λιμάνι και, ως εκ τούτου, την
επισκέπτονταν έμποροι και από τις τρεις ηπείρους που
διαβρέχονται από τη Μεσόγειο.
16.
Για τη δυσφορία εναντίον των νεοαφιχθέντων βλ.
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, «Περικλής», 34.4. Για τους
διάφορους λόγους για τους οποίους οι Σπαρτιάτες έφυγαν νωρίτερα
ή δεν εισβάλλανε, πρβλ. 2.71.1, 3.89.1 και 4.61, και
Hanson, Warfare and Agriculture, a.
135-37.
17.
Για τους άθαφτους νεκρούς, βλ. Ευριπίδης,
Ικέτιδες, 16-17, 168-69, 30811 και 531-36. Για τα οστά των
Συρακούσιων που σκοτώθηκαν στη διάρκεια του Καρχηδονιακού
Πολέμου, βλ. Διόδωρος Σικελιώτης,
13.75.23.
18.
2.48.2 Με αυτή την έννοια, η ανάλυσή του για το
λοιμό χρησιμεύει ως προσχέδιο για την αφήγηση ολόκληρου του
Πελοποννησιακού Πολέμου, ο οποίος δεν ήταν ένα τυχαίο συμβάν,
αλλά μια χρόνια ασθένεια με σαφή συμπτώματα, τα οποία επέτρεπαν
μια διάγνωση και απαιτούσαν μια πρόγνωση.
19.
2.52-53. Πρβλ. 2.53.4 Δεν ξέρουμε για πόσο
διάστημα υπήρχε το ίδιο ποσοστό θνησιμότητας εξαιτίας της νόσου,
σύμφωνα, όμως, με την περιγραφή του Θουκυδίδη φαίνεται ότι η
απορρέουσα κοινωνική παθολογία ακολούθησε αμέσως μετά την
εμφάνιση του λοιμού - και εξακολουθούσε να υπάρχει για ένα πολύ
μεγάλο διάστημα μετά την εξάλειψη της μαζικής μετάδοσης της
νόσου.
20.
2.53.1 Μερικές φορές ξεχνάμε ότι οι Αθηναίοι, που
στην Εκκλησία του Δήμου είχαν ψηφίσει υπέρ της εκτέλεσης περίπου
1.000 Μυτιληναίων το 427, είχαν δει πολύ περισσότερους θανάτους
και καταστροφές από την τιμωρία που επέβαλαν στη Λέσβο. Είναι
επίσης πιθανό -μια ακόμα ειρωνεία- ότι ο λοιμός ευθυνόταν για
την καταστροφή των Πλαταιών, με την έννοια ότι, αν δεν είχε
ενσκήψει, οι Σπαρτιάτες θα είχαν εισβάλει στην Αττική το 428
και θα είχαν παρακάμψει την πόλη των Πλαταιών, που ήταν φανερό
ότι οι Θηβαίοι δεν μπορούσαν να την καταλάβουν ή να την
υποχρεώσουν σε λιμοκτονία μόνο με τις δικές τους προσπάθειες.
Αν η νόσος είχε εμφανιστεί στο τελευταίο, και όχι στο δεύτερο
έτος του πολέμου, αν είχαν χαθεί 80.000 Αθηναίοι το 404 αντί το
430, ίσως η φύση της αθηναϊκής στάσης στη σύρραξη να ήταν πολύ
διαφορετική.
21.3.87. Ύστερα από τη λιγότερο λοιμώδη δεύτερη
εμφάνιση της νόσου το 426 δε μαθαίνουμε πότε ο
λοιμός σταμάτησε οριστικά.
22.
3.87.3. Πρβλ. Διόδωρος Σικελιώτης, 12.58.2. Βλ.
επίσης
Strauss,
Athens Alter,
σ. 75-78, όπου ο συγγραφέας πραγματεύεται διεξοδικά τις
επιπτώσεις του λοιμού στο ανθρώπινο δυναμικό του αθηναϊκού
στρατού.
23.
2.49.8. Παρόλο που ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι
συχνά οι επιζήσαντες ήταν ανάπηροι, δεν υπάρχουν αναφορές στις
μεταγενέστερες πηγές για τους ακρωτηριασμένους. Πρβλ. Παυσανίας,
3.9.2.
24.
3.3.1. Στον Επιτάφιο (πρβλ. 2.35-41) ο Περικλής
είχε καυχηθεί, με μια ορολογία σαν αυτή του Κένεντι, ότι οι
Αθηναίοι θα κατέβαλλαν οποιοδήποτε αντίτιμο και θα
αντιμετώπιζαν οποιονδήποτε κίνδυνο για να ανταποκριθούν στις
ανάγκες της εθνικής τους ασφάλειας. Όμως, μετά το 428, ο
Θουκυδίδης θα σχολίαζε: «Οι Αθηναίοι όμως (οι οποίοι είχαν πολύ
ταλαιπωρηθεί από την επιδημία και τον πόλεμο που μόλις είχε
αρχίσει και βρισκόταν στην ακμή του) θεωρούσαν πως ήταν
εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση να προσθέσουν στους ως την ώρα εχθρούς
τους και τη Λέσβο, που και το ναυτικό κι οι πόροι της ήταν
άθιχτα· γι’ αυτό και στην αρχή δεν ήθελαν να πιστέψουν τις
καταγγελίες [ότι οι κάτοικοι της Λέσβου ετοιμάζονταν να
στασιάσουν], πιο πολύ επειδή επιθυμούσαν να μην είναι τούτες
αληθινές» (3.3.1).
25.
6.26.2 Παρά τη χρησιμοποίηση του επιρρήματος
άρτι, η επιδημία δεν είχε πλήξει την πόλη την τελευταία
δεκαετία.
26.
Βλ. 2.31.2, 2.61.3 και 3.13.3-4. Πέντε χρόνια
μετά την έναρξη του πολέμου οι Μυτιληναίοι μπορούσαν να
υποστηρίξουν το επιχείρημα ότι οι Αθηναίοι είχαν εξαντληθεί (εφθάραται)
- ένας παράξενος ισχυρισμός για μια πόλη-κράτος που, σύντομα, θα
κατέστελλε με άγριο τρόπο τις εξεγέρσεις των φόρου υποτελών
πόλεών της και θα εκτελούσε περισσότερους από 1.000 άντρες.
27.
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, «Περικλής»,
36.4. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Περικλής πέθανε μετά από ένα
μεγάλο αγώνα με τη νόσο που, σταδιακά, εξάντλησε τις δυνάμεις
του και λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής για ένα σύνολο δεινών
στα τελευταία χρόνια της ζωής του, τόσο επειδή είδε να
πεθαίνουν από τη νόσο οι νόμιμοι γιοι του, η αδελφή του,
συγγενείς του και στενοί φίλοι του, όσο και εξαιτίας του
διαζυγίου του, που προηγήθηκε, και της κατοπινής αποξένωσής του
από το μεγαλύτερο γιο του, τον Ξάνθιππο. Πέθανε πριν δει τον
τελευταίο νόθο γιο του να εκτελείται εξαιτίας της υστερίας που
ακολούθησε τη νίκη στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς:. Βλ.
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, «Περικλής», 36-7.
28.
2.65.10. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η αρχική
στρατηγική των Αθηναίων να αποσυρθούν πίσω από τα Μακρά Τείχη
ήταν το λογικό αποτέλεσμα της σχεδόν τριακονταετούς ηγεσίας του
Περικλή, ο οποίος είχε επιδιώξει να συστηματοποιήσει και να
καθιερώσει την αρχική
ad hoc
ιδε;α του Θεμιστοκλή, ότι έπρεπε να
εγκαταλειφθεί η ύπαιθρος της Αττικής και να αποφευχθεί μια έκ
παρατάξεως μάχη. Επομένως, ο θάνατος του Περικλή στην αρχή του
πολέμου σήμαινε ότι μαζί του δόθηκε τε'λος σε μια στρατιωτική
πολιτική 30 ετών, η οποία αντικαταστάθηκε από ακαθόριστες
στρατηγικές, που δε συμπεριλαμβάνονταν στην αρχική απόφαση των
Αθηναίων να κατασκευάσουν οχυρωματικά έργα, να δημιουργήσουν
μια ηγεμονία, να επενδύσουν στο στόλο και να αποφεύγουν τις
μάχες ανάμεσα σε φάλαγγες οπλιτών.
29.
Διογένης Λαέρτιος, 26 και Αύλος Γέλλιος,
Αττικές Νύχτες, 15.20.6. Πρβλ. Πλούταρχος, Βίοι
Παράλληλοι, «Αριστείδης», 27. Οι περισσότερες ενδείξεις
προέρχονται από μεταγενέστερες πηγές που, σε μερικές
περιπτώσεις, ενδέχεται να συγχέουν με την πολυγαμία ένα νέο
γάμο μετά το θάνατο της συζύγου - ή να υπονοούν, με διάθεση
κουτσομπολιού, ότι αρκετοί επιφανείς Αθηναίοι είχαν
εξωσυζυγικές σχέσεις.
30.
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, «Περικλής»,
37.4-5. Κατά μία έννοια, αυτή η εξαίρεση υπήρξε καταστρεπτική:
αφού πρώτα υπήρξε ένας από τους διοικητές του αθηναϊκού στόλου
στη νίκη στις Αργινούσες, ο νεότερος Περικλής εκτελέστηκε με
συνοπτικές διαδικασίες, με την παράλογη κατηγορία ότι μαζί με
τους άλλους στρατηγούς εγκατέλειψαν τις σορούς των Αθηναίων
ναυτών. Η ένδοξη καταγωγή του δεν τον έσωσε - είκοσι τρία χρόνια
ύστερα από το θάνατο του πατέρα του από το λοιμό.
31.
Διόδωρος Σικελιώπης, Βιβλιοθήκης Ιστορικής,
12.45 (μτφ. Φιλολογική Ομάδα «Κάκτου», εκδ. «Κάκτος», Αθήνα,
1998). Οι αρχαίοι σχολιαστές σαγηνεύονταν από το θέμα του
λοιμού εξαιτίας της σπανιότητας του φαινομένου των μαζικών
θανάτων στην κλασική Ελλάδα.
32.
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, «Περικλής»,
38.2-3. Οποιοσδήποτε έχει υποφέρει από κάποια χρόνια και
εξουθενωτική νόσο δε θα πρέπει να εκπλήσσεται από το πόσο
γρήγορα η εμπιστοσύνη στον ορθολογισμό και στην ιατρική
ξεθωριάζει, καθώς ο ασθενής αναζητώντας την ανακούφιση
εισέρχεται στο βασίλειο της πίστης, των προκαταλήψεων και των
εμπειρικών θεραπειών.
33.
Διόδωρος Σικελιώτης, 12.58.6. Πρβλ. Θουκυδίδης,
3.104. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η προσφυγή σε αυτά τα
παραδοσιακά καταπραϋντικά. Μετά την πρώτη εμφάνιση της
επιδημίας το 431-430, η νόσος είχε υποχωρήσει για να
αναζωπυρωθεί, αν και με μικρότερη ένταση, το 426, ενώ στη
συνέχεια έπεσε σταδιακά σε λανθάνουσα κατάσταση για να
εξαφανιστεί τελικά. Και παρά τις συνθήκες συνωστισμού μέσα στην
πόλη εξαιτίας της οχύρωσης της Δεκέλειας (413-404) και του
θαλάσσιου αποκλεισμού από τον Λύσανδρο (404-403), στην Αθήνα δεν
υπήρξε ξανά κάτι ανάλογο με το
annus horribilis,
το φοβερό έτος του 429 - μια απόδειξη για τους περισσότερους
από τους επιζήσαντες Αθηναίους ότι η ευσέβεια και οι νέες
λατρείες είχαν σημαντικό αντίκρισμα.
34.
Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, «Περικλής»,
37.1-2. Παράτα προφανή ελαττώματα του Αλκιβιάδη, όλες οι
σύγχρονες πηγές -Θουκυδίδης, Αριστοφάνης και Ξενοφώντας-
συμφωνούν για το αδάμαστο πνεύμα του. Τροφοδοτούμενος από το εγώ
και τα φυσικά του χαρίσματα, ο Αλκιβιάδης κυριολεκτικά δε
σταματούσε ποτέ να αγωνίζεται: παρά την εξορία, την προδοσία,
τα σκάνδαλα, την οικονομική καταστροφή και τις στρατιωτικές
ήττες συνέχισε να πολεμά μέχρι το τέλος ανάμεσα σε πολλούς
εχθρούς.
35.
Για τα κτήματα της οικογένειας του Αλκιβιάδη, βλ.
Davies, Athenian Propertied Families, a.
20.
Όλα όσα είχε -και η αξία της κινητής και
ακίνητης περιουσίας του υπερέβαινε ίσως τα 100 τάλαντα (περίπου
48 εκατομμύρια σημερινά δολάρια!)- κατασχέθηκαν μετά την εξορία
του το 415. Τσως να του επιστράφηκε ένα μεγάλο μέρος της
περιουσίας του μετά την άρση της ποινής του το 407, για να τη
χάσει πάλι στη συνέχεια στα τελευταία χρόνια του πολέμου, όταν
εκδιώχθηκε για μια ακόμα φορά από την Αθήνα.
36.
Ο Σωκράτης δεν προσβλήθηκε από το λοιμό. Πρβλ.
Διογένης Λαέρτιος, 2.25 και Αύλος Γέλλιος, Αττικές Νύχτες,
2.1.4-5, ο οποίος επίσης ισχυρίζεται, λανθασμένα, ότι ο
φιλόσοφος ήταν ο μόνος που δεν προσβλήθηκε - κάτι που είναι
αδύνατο να είχε συμβεί, αν αναλογιστούμε ότι η δεύτερη εμφάνιση
της επιδημίας το 427 ήταν ιδιαίτερα λοιμώδης και ότι η
προηγούμενη έκθεση στη νόσο είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες από τους
επιζήσαντες να έχουν αποκτήσει ανοσία.
37.
5.41.2. Η προτεινόμενη συνθήκη -που ποτέ δεν
τέθηκε σε εφαρμογή- είναι ενδιαφέρουσα, καθώς προτεινόταν σε
αυτή οι εν δυνάμει διαφορές να επιλύονται με την πραγματοποίηση
μιας μόνο εκ παρατάξεως μάχης αντί με την έναρξη ενός πολέμου
χωρίς ορατό τέλος. Οι Σπαρτιάτες, οι κατεξοχήν οπλίτες
στην αρχαία Ελλάδα, χαρακτήρισαν αρχικά την ιδέα ανόητη
(μωρία), στη συνέχεια όμως υποσχέθηκαν να τη μελετήσουν
προσεκτικότερα. Η φύση της πρώτης δεκαετίας του Πελοποννησιακού
Πολέμου, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες για το φριχτό λοιμό
στην Αθήνα, είχαν προφανώς δημιουργήσει ένα αίσθημα νοσταλγίας
για την παλαιό ελληνική αντίληψη ότι έπρεπε να επιδιώκονται
απλές λύσεις.
38.
Για περιγραφές αυτών των μεταγενέστερων λοιμών,
βλ. Λουκρήτιος, Περί Φύσεως Πραγμάτων, 6.1138-1286,
Βιργίλιος, Γεωργικά, 3.478, Οβίδιος, Μεταμορφώσεις,
7.523 και Προκόπιος, Ιστορία, 2.23.1