Ζωγραφική που μιλάει:
η
ποιητική φύσις των πρώτων Ελλήνων φιλοσόφων
Άννα
Κελεσίδου,
Πρ.
Διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας
Αθηνών,
Αντ. μέλος
της Ακαδημίας Επιστημών της Μόσχας
Εισαγωγή
Στα
Μετεωρολογικά
(357α)ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε μια ποιητική μεταφορά του
Εμπεδοκλή για τη θάλασσα[1]
: κἄν εἴ τις εἰπών
ἱδρῶτα
τῆς γῆς εἶναι τήν
θάλατταν
οἴεταί τι σαφές είρηκέναι, καθάπερ Ἐμπεδοκλῆς· πρός ποίησιν μέν
γάρ οὕτως εἰπών ἴσως εἴρηκεν ἱκανῶς (ἡ γάρ μεταφορά ποιητικόν)
πρός δέ τό γνῶναι τήν φύσιν οὐχ ἱκανῶς.
Με την παρατήρηση αυτή επισημαίνεται από τον Σταγειρίτη η
διαφορά επιστημονικής γνώσης και ποίησης, αναλυτικής και
συνθετικής προσέγγισης των όντων.
Τη δεύτερη αυτή θα επιχειρήσω να καταδείξω μέσα από τους
σωζόμενους στίχους των τριών Πρώτων Ελλήνων Φιλοσόφων
(καταχρηστικώς επονομαζόμενων Προσωκρατικών) που έμμετρα
φιλοσοφούν: του Κολοφώνιου Ξενοφάνη, του “αιδοίου και δεινού” (Πλάτων,
Σοφιστής
242d)
Ελεάτη Παρμενίδη, ο οποίος “διά ποιημάτων φιλοσοφεί” (Διογ.
Λαέρτ., IX 22) και του Ακραγαντίνου Εμπεδοκλή, με ιδιαίτερο σ’
αυτόν σταθμό. Ο Αριστοτέλης, αν και όταν συγκρίνει τον
Εμπεδοκλή με τον Όμηρο δεν τον αριθμεί στους ποιητές, όμως τον
χαρακτηρίζει
(Σοφιστ.,
Rose
65,
Περί ποιητών
Rose
70)
“δεινόν “περί τήν φράσιν” “μεταφορικόν καί τοῖς ἄλλοις τοῖς περί
ποιητικήν ἐπιτεύγμασι χρώμενον.
Προκειμένου για τον Ξενοφάνη, τον οποίο δοξογραφικές μαρτυρίες
επονομάζουν “φυσικόν”[2],
το ότι ο Αριστοτέλης
(Μετ.
A.
5
986b.25)
δεν τον περιέλαβε ανάμεσα στους “φυσιολόγους” και δεν τον
κατονόμασε στη μαρτυρία του σχετικά με την προέλευση του παντός
από τη γη, πιθανόν οφείλεται στην άποψή του ότι ο Κολοφώνιος
-που έγραφε στίχους ως τα 92 του χρόνια
(VS
Β.8)-. ήταν μάλλον ποιητής παρά φιλόσοφος, εξ ου ίσως και ο
χαρακτηρισμός του ως “αγροίκου” περί τα φιλοσοφικά. Έχοντας
δείξει αλλού[3]
ότι η επιτίμηση αυτή αδίκησε τον επαναστάτη ποιητή-
φιλόσοφο θα συμφωνήσω ότι ένα από τα βασικά μέσα της ποιητικής
τέχνης του Ξενοφάνη, ο εποπτικός τρόπος προσιδιάζει στη φυσική
διδασκαλία του.
Ειδικά η ξενοφάνεια παραστατική περιγραφή της γης μοιάζει με
πίνακα ζωγραφικής που θα δικαίωνε την απόφανση του Σιμωνίδη για
την ποίηση, ότι είναι “ζωγραφική που μιλάει”:
γαίης μέν τόδε πεῖρας ἄνω παρά ποσσίν ὁρᾶται
ἠέρι προσπλάζον, τό κάτω
δ’
ἐς ἄπειρον ἱκνεῖται
(Β 23).
Από φιλοσοφική άποψη έχουμε εδώ απομυθοποίηση της γνώσης ενός
μέρους του φυσικού κόσμου, αφού στην εξεικόνιση της γης
απουσιάζει η παραδοσιακή, ομηρική και ησιόδεια παράσταση της
(Τάρταρα, Ουρανός, Χάος). Η αντίθεση
“ὁρᾶται-ἄπειρον”
καθιστά φανερό ότι το κάτω άκρο της γης πρέπει να εννοηθεί όχι
ως ατελεύτητο άλλ’ ως αφανές, δηλαδή ως αυτό του οποίου δεν
έχουμε γνώση από την πείρα[4].
Συνάμα έχουμε εδώ μια πρώτη ένδειξη και της φιλοσοφικής
σημασίας της κατ’ εξοχήν ποιητικής αίσθησης, της όρασης (βλ. και
το απόσπασμα 32, που περιέχει με παραστατικό τρόπο την
ξενοφάνεια εκλογίκευση της Ίριδος:
νέφος καί τοῦτο πέφυκεν, πορφύρεον καί φοινίκεον καί χλωρόν
ἰδέσθαι)....
[1]
‘Γῆς ἱδρώτα θάλατταν’ Β 55. Πρβλ. Διογ. Απολλ.
A
XVII (για τον Νείλο), Αναξαγόρας
AXC,
Αντιφών XXXII.
[2]
Ευσέβιος,
VS
2
A
9,
Στράβων, XIV 634, πρβλ. Α.
Kelessidou,
‘Xenophane
sur la nature’,
Πρακτικά
XX
Διεθνούς Συνεδρίου
ASPLF,
Λωζάννη 1994.
[3]
Βλ. Α. Κελεσίδου, Η φιλοσοφία του
Ξενοφάνη, Ακαδημία Αθηνών 1996, σσ. 56 επ.
[4]
Από δοξογραφική μαρτυρία (Αέτιος 21
A
41
για τον ήλιο ο οποίος κινείται ευθύγραμμα “εις άπειρον”
γίνεται φανερό ότι και εδώ δεν πρόκειται για άρνηση της
περατότητας, αλλά για το αφανές από ένα σημείο και πέρα,
αφού ο ήλιος (αυτ. II 20, 3), πως και η σελήνη, είναι
νέφη: η εξάτμιση από τη γη δημιουργεί πυρίδια που
συναθροίζονται και σχηματίζουν τον ήλιο.