ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ
(απόσπασμα από το
σεμινάριο της 23ης Φεβρουαρίου 1983)
Κορνήλιος Καστοριάδης
Κατά την παράδοση, ο Ξενοφάνης υπήρξε ιδρυτής της
Ελεατικής Σχολής[1]
και άκμασε γύρω στο 540. Οι δοξογράφοι αναφέρονται σε
αυτόν διεξοδικά και συζητούν αρκετές πλευρές της
διδασκαλίας που του αποδίδουν, εμείς όμως θα την
εξετάσουμε μόνο σε σχέση με τα προβλήματα που μας
απασχόλησαν μέχρι τώρα. Ας παρατηρήσουμε εν πρώτοις ότι,
σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στο Μετά τα Φυσικά, ο
Ξενοφάνης, έχοντας θεωρήσει τον
ὅλον
οὐρανόν (τον κόσμο, το σύμπαν ολόκληρο) «είπε
ότι το ένα είναι ο θεός[2]».
Ο Ξενοφάνης απορρίπτει συνεπώς τον πολυθεϊσμό του Ομήρου
και του Ησιόδου και ονομάζει θεό το Ένα. Η ιδέα αυτή του
Ενός αναμφίβολα προϋπήρξε του Ξενοφάνη. όχι όμως με τη
μορφή μεγάλης υπερβατικής αρχής, αρχής του είναι.
Πρόκειται για την αφετηρία αυτού που θα γίνει στη
συνέχεια το πρόβλημα της ορθολογικής θεολογίας στη
φιλοσοφία, πρόβλημα που θα αποθηκεύσει - πώς θα μπορούσε
να γίνει διαφορετικά άλλωστε; - την ανάπτυξή της και
πώς, εν πάση περιπτώσει, θα την απασχολήσει έντονα μέχρι
σήμερα. Αυτό όμως που κυρίως μας ενδιαφέρει είναι ότι με
τον Ξενοφάνη αρχίζει και συγχρόνως φτάνει αμέσως στο
ανώτερο επίπεδο η κριτική της θεσμισμένης παράστασης,
τόσο της ελληνικής παράδοσης όσο και των
δοξῶν
γενικότερα. Θα σας παρουσιάσου καταρχάς, χωρίς να
προσπαθήσω να σας δώσω ακριβή μετάφραση, ορισμένα από τα
αποσπάσματά του, ακολουθώντας την αρίθμηση του
Diels. Στο 11ο
απόσπασμα βρίσκεται η περίφημη κριτική του στον Όμηρο
και στον Ησίοδο, τους οποίους κατηγορεί ότι απέδωσαν
στους θεούς όλα όσα οι άνθρωποι θεωρούν επαίσχυντα:
ψεύδη, μοιχείες, διπλοπροσωπίες. Επανέρχεται στην
κριτική αυτή στο 12ο απόσπασμα: οι ποιητές
αυτοί αποδίδουν στους θεούς
ἀθέμιστας
πράξεις, αντίθετες με τους κανόνες συμπεριφοράς και με
το νόμο. Ύστερα, στο 14ο απόσπασμα. προχωρεί
ακόμα πιο μακριά, εφόσον γενικεύει την κριτική όλων των
ανθρωπομορφικών θρησκειών: οι θνητοί θεωρούν πως οι θεοί
γεννιούνται, πως φοράνε ρούχα και έχουν φωνή και σώμα
σαν το δικό τους. Για πρώτη φορά συναντάμε καθαρή
πρόταση, και κατά μία έννοια οριστική, που
vet καταδικάζει την προβολή η
οποία περιέχεται στην παράσταση του θείου σε όλες τις
γνωστές θρησκείες. Κριτική η οποία γίνεται ακριβέστερη
και βαθύτερη στο 15ο απόσπασμα: αν τα βόδια,
τα άλογα και τα λιοντάρια είχαν χέρια και μπορούσαν
vet σχεδιάσουν ή να σκαλίσουν
όπως οι άνθρωποι, θα παρίσταναν θεούς με μορφή βοδιού,
αλόγου ή λέοντος. Και στο 16ο απόσπασμα
συνεχίζει: για τους Αιθίοπες οι θεοί έχουν γαμψή μύτη
και μαύρο δέρμα, για τους Θράκες γαλάζια μάτια και
κόκκινα μαλλιά. Η κριτική είναι όσο πιο καθαρή γίνεται
και δεν θα έπρεπε να υποτιμήσουμε το θάρρος που τη
χαρακτηρίζει. Ο Ξενοφάνης αντιτάσσει στα παραπάνω τη
δική του σύλληψη για τον θεό (απ. 23-26), ένα θεό ο
οποίος, όπως λέει, είναι όλος όραση, ακοή και στοχασμό
(απόσπασμα 24) και δεν συγκρίνεται με τους θνητούς ούτε
κατά το σώμα ούτε κατά τη σκέψη (απ. 23). Βλέπει κανείς
αμέσως τη σημασία της ιδέας, ακόμα και από την άποψη της
χριστιανικής θεολογίας. Η πλευρά όμως αυτή δεν θα μας
απασχολήσει περαιτέρω, ίσως επανέλθω όταν θα μιλήσουμε
για την καταγωγή της θεολογίας αυτής καθαυτής.
Δύο ακόμα αποσπάσματα μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα εδώ. Δεν
θα επεκταθούμε στο πρώτο (απ. 32), όπου βρίσκουμε μια
απαρχή κριτικής της γλώσσας καθαυτής: αυτό που αποκαλούν
οι άνθρωποι Ίριδα (το ουράνιο τόξο) είναι ένα σύννεφο
πορφυρό, κόκκινο και πράσινο. Βεβαίως, ο Ξενοφάνης
πλανάται εδώ το ουράνιο τόξο δεν είναι, από φυσική
άποψη, σύννεφο, το νόημα όμως της κριτικής του είναι
εμφανές. Προχωρά πολύ πιο μακριά στο απόσπασμα 34,
απόσπασμα ιδιαίτερης σημασίας. Ουδείς άνθρωπος, λέει,
γνωρίζει και δεν θα μπορέσει ποτέ να γνωρίσει τίποτα το
σίγουρο για τους θεούς ούτε εξάλλου για οτιδήποτε άλλο.
Ακόμα και αν κάποιος, προσθέτει, κατάφερνε να πει τη
μεγαλύτερη αλήθεια ή την πιο ακριβή δυνατή, δεν θα το
γνώριζε ούτε ο ίδιος. Σκέψη που περιέχει αναμφισβήτητη
αλήθεια και που μπορεί να αναπτυχτεί περαιτέρω. Ο
άνθρωπος που διαθέτει το πλέον κριτικό πνεύμα δεν
γνωρίζει αν είναι αληθή όσα εκστομίζει, παρά το γεγονός
ότι έχουν αυστηρά αποδειχθεί, και τούτο όχι με
σχετικιστική-ιστορική έννοια αλλά διότι δεν θα είναι
ποτέ σε θέση να επιστρατεύσει, να διευκρινίσει και να
θεμελιώσει το σύνολο των προϋποθέσεων της αλήθειας που
διατυπώνει. Κανένας ποτέ δεν θα μπορέσει να έχει τη
γνώση και τη βεβαιότητα της γνώσης με απόλυτο τρόπο,
ακόμα και προκειμένου να αποφανθεί ότι δύο και δύο
κάνουν τέσσερα. Το απόσπασμα καταλήγει με το εξής
εκπληκτικό ημιστίχιο, του οποίου δυστυχώς η δύναμή του
μόνο στα Ελληνικά μπορεί να αποδοθεί:
δόκος ἐπί
πᾶσι τέτυκται.
Δόκος
είναι μια ιωνική λεκτική μορφή της δόξης, της
γνώμης. Πρόκειται για τη δόξα ή μια δόξα που
τέτυκται,
κτίζεται, κατασκευάζεται,
ἐπί πᾶσι,
πάνω σε όλα τα πράγματα. Πρόκειται πάντα για την
κατασκευή, τη διαμόρφωση μιας γνώμης, γι’ αυτό που
σας φαίνεται σαν, που καλύπτει τα πάντα για τους
ανθρώπους[3].
Ιδού λοιπόν ο Ξενοφάνης γύρο στο 540 π.Χ.: κατά κάποιον
τρόπο, τα πάντα έχουν ή6η λεχθεί και συγχρόνως τα πάντα
αρχίζουν.
Ένα τελευταίο σημείο για τις πολύ βαθιές πολιτικές
επιπτώσεις - αυτή τη φορά με τη στενή έννοια του όρου -
που είχε η κριτική του μυθολογικού λόγου από τον
Ξενοφάνη, σύγχρονο των μεγάλων ανακατατάξεων του 6ου
αιώνα και του δημοκρατικού κινήματος. Η αμφισβήτηση της
ίδιας της ύπαρξης των ανθρωπόμορφων θεών που μοιχεύουν
σημαίνει αμφισβήτηση της νομιμοποίησης των
αριστοκρατικών οικογενειών, διότι οι πρόγονοι τους
οποίους διεκδικούν συνήθως οι οικογένειες αυτές είναι
ήρωες που γεννήθηκαν από τη συνεύρεση θεών με θνητές
γυναίκες. Αν ο Αίας δεν είχε διαπράξει μοιχεία με την
Αλκμήνη, μητέρα του Ηρακλή, οι Ηρακλείδες, βασιλείς της
Σπάρτης, δεν θα κατάγονταν από τον Δία. Ιδού το
συμπέρασμα που ο καθένας μπορούσε να βγάλει αβίαστα από
την ως άνω κριτική. Βρίσκουμε άλλωστε και άλλες
ενδείξεις στην ποίηση της εποχής, δεν θα επιμείνω όμως
επ’ αυτού.