ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
Άγγελου Βλάχου
«Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Εισαγωγικές σκέψεις
Δύο είναι οι βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η κυριαρχία
του Λαού και η διάκριση των εξουσιών.
Η πρώτη βάση πρέπει να θεωρηθεί, εν μέρει, τουλάχιστον, ως
πλάσμα και τούτο επειδή, για να μπορεί να υπάρξει κυριαρχία του
λαού της
οποίας φορεύς είναι ο κάθε πολίτης ατομικά, θα έπρεπε να μην
κατανέμεται η από την λαϊκή αυτήν κυριαρχία προερχόμενη εξουσία
σε πλειοψηφία και μειοψηφία, αφού η πρώτη ασκεί εξουσία ενώ η
δεύτερη ελάχιστο παίζει ρόλο στην διάπλαση και εφαρμογή της
πολιτικής. Ο λαός είναι αδιαιρέτως κυρίαρχος, επομένως η
μειοψηφία θα έπρεπε να ασκεί, και αυτή, το απορρέον από την
κυριαρχία της δικαίωμα να μετέχει στην χάραξη της πολιτικής και
την λήψη αποφάσεων συμμετέχοντας στην διακυβέρνηση της
κοινωνίας. Δύο, ίσως, είναι οι προσφερόμενοι τρόποι προς
θεραπεία του πράγματος. Ο πρώτος, χιμαιρικός, θα ήταν να
συμμετέχει η μειοψηφία στην κυβέρνηση κατά ποσοστό ανάλογο των
προτιμήσεων του Λαού. Ο δεύτερος, πρακτικός αλλά δυσεφάρμοστος,
θα ήταν να απαιτείται, για την ψήφιση ενός νόμου, ένας αριθμός
ψήφων ανώτερος κατά χ μονάδες από όσες διαθέτει η απόλυτη ή
σχετική πλειοψηφία.
Αν ο πρώτος τρόπος είναι εντελώς χιμαιρικός, ο δεύτερος δεν θα
ήταν σε μια κοινωνία όπου θα κυριαρχούσε η υψηλοφροσύνη και όπου
το εθνικό ή συνολικό συμφέρον θα είχε το προβάδισμα επί του
κομματικού. Στην σύγχρονη Ελλάδα έχομε
δοκιμάσει οικουμενικές κυβερνήσεις -βραχύβιες- αλλά που
αντιμετώπισαν με κάποια επιτυχία δύσκολες καταστάσεις. Θα άξιζε
να καλλιεργηθούν ιδέες προς την κατεύθυνση της συνεργασίας των
πολιτικών παρατάξεων, οι οποίες, άλλωστε, με την τεχνική πρόοδο
έχουν μειωμένα περιθώρια επιλογής και συχνά οι μεταξύ τους
διαφορές είναι ρητορικές χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
Στην αρχαία Αθήνα μπορούσε να εφαρμοσθεί ένα τέτοιο σχήμα αφού
κόμματα δεν υπήρχαν, όμοια με τα σύγχρονα πολιτικά κόμματα.
Υπήρχαν όμως -και διατηρήθηκαν σε όλη την διαδρομή του
καθεστώτος- παρατάξεις. Οι πλούσιοι και οι ευ- γενείς που δεν
έπαυσαν να θεωρούν την ολιγαρχία ως το καλύτερο πολίτευμα, και
οι μέσοι και πένητες (κύρια μάζα του λαού) που ήσαν
δημοκρατικοί.
Η ανάμιξη των δύο μερίδων στην διακυβέρνηση της χώρας δεν
εμποδιζόταν από το τιμοκρατικό στοιχείο που υπήρχε ως κριτήριο
για ορισμένα μόνο αξιώματα, όπου μπορούσαν να μετέχουν μόνο
πλούσιοι και εύποροι, πεντακοσιομέδιμνοι ή ιππείς, εκλεγόμενοι
Ελληνοταμίαι, ταμίαι της Αθηνάς, ταμίαι των άλλων θεών καθώς και
ταμίαι επί των στρατιωτικών και των θεωρικών. Βουλευτής μπορούσε
να είναι και ο πενέστερος θήτης, αφού εκτός από την «δοκιμασία»
δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να αναδειχθεί ως βουλευτής όποιος
είχε κληρωθεί από την Φυλή του.
Το δεύτερο αξίωμα -η αυστηρή διάκριση των εξουσιών- κατ’ επίφαση
μόνο εφαρμοζόταν, αφού η Βουλή (εκτελεστική εξουσία) είχε και
νομοθετικές αρμοδιότητες, ο Δήμος δε είχε (κατ’ εξαίρεση)
δικαστικές αρμοδιότητες εκτός των νομοθετικών και διοικητικών.
Η Εκκλησία του Δήμου συχνά ενεργούσε ανακρίσεις, ή τις ανέθετε
στην Βουλή, για εγκλήματα στρεφόμενα κατά της δημόσιας
ασφαλείας. Παραπέμποντας την εκδίκαση μιας υποθέσεως στα
δικαστήρια, ο Δήμος διόριζε πέντε συνηγόρους ή συνδίκους που
υποστήριζαν την κατηγορία του Δήμου ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ήσαν, δηλαδή, “εισαγγελείς”, οι μόνοι οι οποίοι υπήρχαν τότε,
διοριζόμενοι κάθε φορά ειδικά για μιαν υπόθεση. Θεσμός
εισαγγελέως, δηλαδή δημοσίου κατηγόρου, δεν υπήρχε και ο κάθε
πολίτης είχε το δικαίωμα να καταγγείλει άλλον πολίτη που
παρανομούσε, είτε το αδίκημα ήταν ποινικό είτε ήταν αστικό...