ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ
Ἡ ἑλληνική «τέχνη»
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
Κορνήλιου Καστοριάδη
«ΤΑ ΣΤΑΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΥ»)
Ἡ
λέξη τεχνική, ἀπό τήν ἑλληνική λέξη τέχνη, προέρχεται ἀπό ἕνα
πολύ ἀρχαῖο ρῆμα τεύχω (πού συναντᾶται πάμπολλες φορές
ἀλλά ἀποκλειστικά στούς ποιητές, ἀπό τή ρίζα τ(ε)υχ-,
ἰνδοευρωπαϊκή *th(e)uch-), τοῦ ὅποιου τό κεντρικό νόημα στόν
Ὅμηρο εἶναι «κατασκευάζω», «παράγω», «οἰκοδομῶ»· τεῦχος, «ἐργαλεῖο»,
«ὄργανο», εἶναι ἐπίσης καί τό κατ’ ἐξοχήν ὄργανο: τά ὅπλα. Ἤδη
στόν Ὅμηρο συντελεΐται ἡ μετάβαση ἀπό τό νόημα αὐτό στό νόημα
προξενῶ, κάνω νά εἶναι, φέρνω στήν ὕπαρξη, συχνά ἀποσπασμένο ἀπό
τήν ἰδέα τῆς ὑλικῆς κατασκευῆς, ἀλλά ποτέ ἀπό τήν ἰδέα τῆς
προσφυοῦς καί ἀποτελεσματικῆς ἐνέργειας· τό παράγωγο τυκτός,
«καλά κατασκευασμένος», «καλά οἰκοδομημένος», φτάνει νά σημαίνει
περατωμένος, τελειωμένος, ὁλοκληρωμένος· ὁ τέκτων, στήν ἀρχή ὁ
ξυλουργός, εἶναι ἐπίσης στόν Ὅμηρο ὁ τεχνίτης ἤ ὁ ἐργάτης ἐν
γένει, καί ἀργότερα ὁ μάστορας σέ ἕνα δεδομένο ἐπάγγελμα, τέλος
δέ ὁ καλός κατασκευαστής, παραγωγός ἤ δημιουργός. Τέχνη,
«παραγωγή», ἤ «ὑλική κατασκευή», γίνεται σύντομα ἡ παραγωγή ἤ τό
ἀποτελεσματικό ποιεῖν, τό ἐν γένει κατάλληλο ποιεῖν (πού δέν
συνδέεται κατ’ ἀνάγκην μέ ἕνα ὑλικό προϊόν), ὁ τρόπος-ποιεῖν ὁ
σύστοιχος μέ μία τέτοια παραγωγή, ἡ δεξιότητα πού τό ἐπιτρέπει
αὐτό, τό παραγωγικό εἰδέναι-ποιεῖν τό σχετικό μέ ἕνα ἐπάγγελμα,
καί (μέ ἀφετηρία τόν Ἡρόδοτο, τόν Πίνδαρο καί τούς τραγικούς) τό
εἰδέναι-ποιεῖν ἐν γένει, συνεπῶς ἡ ἀποτελεσματική μέθοδος,
τρόπος, μέσον-ποιεῖν. Ἔτσι ὁ ὅρος φτάνει νά χρησιμοποιεῖται
(συχνά στόν Πλάτωνα) ὡς οἰονεί-συνώνυμό τοῦ αὐστηροῦ καί
θεμελιωμένου εἰδέναι, τῆς ἐπιστήμης. Κατά τούς χρόνους
τῆς κλασικῆς ἀρχαιότη- τας, συνδηλώνεται μέ τίς ἀντιθέσεις
τέχνη-παιδεία (προσοδοφόρος ἐπαγγελματική ἀπασχόληση
ἀντιτιθέμενη στήν ἀφιλοκερδή μάθηση), τέχνη-τύχη (αἰτίωση
διά ἑνός ἀποτελεσματικοῦ καθ’ ὅσον συνειδητοῦ ποιεῖν, πού
ἀντιτίθεται σέ ἕνα ἀποτέλεσμα τῆς τύχης), τέλος τέχνη-φύσις
(βλ. πιό κάτω). Οἱ Στωικοί θά ὁρίσουν τήν τέχνη ὡς ἕξιν
ὁδοποιητικήν, «ἕξιν πού ἄνοιγει δρόμο».
Παράλληλα μέ τήν ἀποδέσμευση αύτή, πού τά τεκμήρια τήν κάνουν νά
φαίνεται ἄμεση, τοῦ νοήματος τοῦ κατάλληλου καί ἀποτελεσματικοῦ
εἰδέναι-ποιεῖν, μέ ἀφετηρία ἕνα νόημα κατασκευῆς, εἶναι
ἐνδιαφέρον νά διαπιστώσουμε τήν ἀπείρως πιό ἀργή καί ἀβέβαιη ὡς
τό τέλος ἀποδέσμευση, μέ ἀφετηρία τό ὑλικό «τεύχειν», τήν ἔννοια
δημιουργία (ποίησις) στήν ὁποία τελικά ὁ Ἀριστοτέλης θά
προσδέσει τήν τέχνην. Ἀπό τά δύο ἀρχικά νοήματα τοῦ ρήματος
ποιέω (to make καί to do), μόνο τό πρῶτο
(δηλαδή: παράγω, κατασκευάζω, οἰκοδομῶ) ὑπάρχει στόν Ὅμηρο καί
σχεδόν ὡς ἀπόλυτο συνώνυμο τοῦ τεύχω. Τό τρίτο: δημιουργῶ,
θά ἀναδυθεῖ μόνο στούς κλασικούς χρόνους. Στίς ἀπαρχές της, ἡ [ἀρ-
χαία] ἑλληνική σκέψη δέν μπορεῖ νά πάρει ὑπόψη της τό ex
nihilo (ἀνικανότητα στήν ὁποία θά τή συναντήσει στήν πράξη
ὅλη ἡ φιλοσοφία ὡς τίς μέρες μας). Αὐτο πού κάνει νά ὑπάρξει
κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ἤδη ὑπῆρχε, εἶναι εἴτε φύσις
(καί συνεπῶς τό διαφορετικό δέν εἶναι πραγματικά διαφορετικό),
εἴτε τέχνη, ἀλλά ἡ τέχνη προχωρεῖ πάντοτε ἔχοντας ὡς
ἀφετηρία αὐτό πού εἶναι ἤδη παρόν, εἶναι συγκέντρωση, ἀμοιβαία
συναρμογή, κατάλληλος μετασχηματισμός τῶν ὑλικῶν. Ὁ Ὅμηρος δέν
λέει ὅτι ὁ Ζεύς κάνει νά εἶναι μία θύελλα ἀπό βροχή καί χαλάζι,
ἄλλα ὅτι ἔτυξεν (Ἰλιάς, I, 6 ), τήν κατασκευάζει, τήν
παράγει, τήν συνάζει. Οἱ θεοί εἶναι μέσα στήν τέχνη, εἶναι οἱ
ἀρχικοί της κάτοχοι (Αἰσχύλος, Προμηθεύς, στ. 506: ὅλες
οἱ τέχνες ἔχουν δοθεῖ στούς θνητούς ἀπό τόν Προμηθέα «Πᾶσαι
τέχναι βροτάσιν ἐκ Προμηθέως»). Ὀπτική πού θά μείνει
κυρίαρχη μέχρι καί τόν Τίμαιο, στόν ὁποῖο ὁ θεός κατασκευάζει
τόν κόσμο μέ ἀφετηρία πάσης τάξεως προϋπάρχοντα στοιχεῖα, πού τά
συνάζει, τά ἀνακατεύει, τά μεταμορφώνει, συναρμόζει τά μέν μέ τά
δέ κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ εἰδέναι του, ὡς γνήσιος
τεχνίτης-δημιουργός μέ τό κλασικό νόημα τοῦ ὅρου, αὐτό πού λέμε
σήμερα «τεχνίτης».
Μολαταύτα, πρῶτος ὁ Πλάτων θά δώσει τόν πλήρη ὁρισμό τῆς
ποιήσεως: «ἡ γάρ τῷ ἐκ τοῦ μή ὄντος εἰς τό ὄν ἰόντι
ὁτῳοῦν αἰτία πᾶσά ἐστι ποίησις, ὥστε καί αἵ ὑπό πάσαις ταῖς
τέχναις ἐργασίαι ποιήσεις εἰσί καί οἱ τούτων δημιουργοί πάντες
ποιηταί» (Συμπόσιον, 205b). Αὐτο πού ἔχει σπείρει γιά
μία ἀκόμα φορά παρεμπιπτόντως ὁ Πλάτων, θά τό ξαναπάρει καί θά
τό ἀποσαφηνίσει διεξοδικά ὁ Ἀριστοτέλης: «ἡ τέχνη καί ἕξις
ποιητική μετά λόγου ἀληθοῦς»·
ὅπως ἡ πράξις, ἀποβλέπει στό «ἐνδεχόμενον καί ἄλλως ἐχειν»,
συνεπῶς τό πεδίο τῆς εἶναι τό δυνατόν, ἄλλα διαφέρει ἀπό τήν
πρᾶξιν κατά τό ὅτι τό τέλος της εἶναι ἕνα ἔργον (ἔργο,
ἀποτέλεσμα), τό ὁποῖο ὑπάρχει ἀνεξάρτητα ἀπό τή δραστηριότητα
πού τό ἔκανε νά εἶναι καί τό ὁποῖο ἀξίζει περισσότερο ἀπ’ αὐτήν.
«Ἐστι δέ τέχνη πᾶσα περί γένεσιν καί τό τεχνάζειν καί θεωρεῖν
ὅπως ἄν γένηται τί τῶν ἐνδεχομένων καί εἶναι καί μή εἶναι, και
ὧν ἡ ἀρχή ἐν τῷ ποιοῦντι ἀλλά μή ἐν τῷ ποιουμένῳ. Οὔτε γάρ τῶν
ἐξ ἀνάγκης ὄντων ἤ γινομένων ἡ τέχνη ἐστίν, οὔτε τῶν κατά φύσιν
ἐν αὐτοῖς γάρ ἔχουσιν ταῦτα τήν ἀρχήν».
Συνεπῶς, ὑπάρχει ἕνα πεδίο στό ὁποῖο δημιουργός εἶναι τό
ἀνθρώπινο ποιεῖν: «ὅλως δέ ἡ τέχνη τά μέν ἐπιτελεῖ ἅ ἡ φύσις
ἀδυνατεῖ ἀπεργάζεσθαι, τά δέ μιμεῖται».
Θά διαπιστώσουμε ὅτι οἱ ἑρμηνεῖες τοῦ Heidegger, σύμφωνα μέ τίς
ὁποῖες «τό ἀποφασιστικό σημεῖο στήν τέχνην δέν ἔγκειται διόλου
στήν ἐνέργεια τοῦ ποιεῖν καί τοῦ χειρίζεσθαι, οὔτε στήν χρήση
τῶν μέσων, ἀλλά στήν ἐκκάλυψη...», δέν ἔχουν στήν περίπτωση αὐτή
οὔτε μεγαλύτερη οὔτε μικρότερη σχέση ἀπ’ ὅ,τι συνήθως μέ τόν [ἀρχαῖο]
ἑλληνικό κόσμο.
Τό περίφημο χορικό ἀπό τήν Ἀντιγόνη (στ. 332-375: «Πολλά τά
δεινά κοὐδέν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει...»), ὑμνεῖ τή δύναμη
τοῦ ἀνθρώπου νά ποιεῖ, νά χειρίζεται, νά κατασκευάζει στό ὑλικό
ἐπίπεδο, καί νά δημιουργεῖ, ἐπινοεῖ, θεσμίζει στό μή ὑλικό
ἐπίπεδο. Ἄν «ἡ ἀρχή (τοῦ εἶναι ἤ τοῦ γίγνεσθαι) ἐν τῷ
ποιοῦντι ἀλλά μή ἐν τῷ ποιουμένῳ», ὅπως λέει ὁ Ἀριστοτέλης
ἐπ’ εὐκαιρία τῆς τέχνης, τότε ἡ μοναδική «ἐκκάλυψη» γιά τήν
ὁποία θά μποροῦσε νά γίνει λόγος, εἶναι ἡ ἐκκάλυψη τοῦ παραγωγοῦ
ὡς πηγῆς τῆς ἀρχῆς τοῦ εἶναι ἤ τοῦ γίγνεσθαι. Αὐτό πάνω κάτω θά
πεῖ ὁ Marx εἴκοσι τρεῖς αἰῶνες ἀργότερα. Ἀλλά ὁ Ἀριστοτέλης δέν
εἶναι Marx (οὔτε καί ὁ Marx θά εἶναι τελείως Marx, ὅπως θά
ἐπιχειρήσουμε νά δείξουμε πιό κάτω). Ἡ ἰδέα τῆς δημιουργίας,
ποίησις καί τέχνη, μένει κατ’ ἀνάγκην στόν πρῶτο
ἀμφίσημη καί αἰνιγματική- ἡ φράση ἀπό τά Φυσικά πού παραθέσαμε
πιό πάνω θά μποροῦσε κάλλιστα νά ἀποδοθεῖ καί μέ τόν ἀκόλουθο
τρόπο: «Ἡ τέχνη... περατώνει (ἐπιτελεῖ) αὐτό πού ἡ φύση
ἀδυνατεῖ νά ἐπεξεργαστεῖ μέχρι τέλους (ἀπεργάζεσθαι)». Ἐν
πάση περιπτώσει, τό δημιουργικό ποιεῖν θεμελιώνεται σέ δύο
προϋποθέσεις: ὑπάρχει τό δυνατό, τόν κόσμο δέν τόν ἐξαντλεῖ ἡ
ἀνάγκη· καί ὑπάρχει λόγος ἀληθής (τήν δέ ἀπουσία
τέχνης, τήν ἀτεχνίαν, ὁ Ἀριστοτέλης τήν συνδέει ρητά μέ
τόν ψευδῆ λόγον). Οἱ δύο αὐτές προϋποθέσεις κάθε ἄλλο
παρά ἀσύνδετες εἶναι: προφανῶς, ὁ ἀληθής λόγος ἀκριβῶς
ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἕνα πράγμα θά μποροῦσε νά εἶναι ἤ νά μήν
εἶναι, νά γίνεται ἤ νά μήν γίνεται καί, σ’ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο,
γνωρίζει ὄχι μόνο τό αὐτό πού ἀλλά καί τό γιά τί
ἐπιτρέπει στό πράττειν, τό ὁποῖο φωτίζει, νά θέσει στήν
κατάλληλη μεταξύ τους σχέση τά πρότερα καί τά ὕστερα, σύμφωνα μέ
τό γενικό καί συγχρόνως εἰδικό μοντέλο τῆς ἐν λόγω παραγωγῆς τό
ὁποῖο βρίσκει μέσα στή φύση: («εἰ οὗν τά κατά τέχνην
ἕνεκά του, δῆλον ὅτι καί τά κατά φύσιν ὁμοίως γάρ ἔχει πρός
ἄλληλα ἐν τοῖς κατά τέχνην καί ἐν τοῖς κατά φύσιν τά ὕστερα πρός
τά πρότερα»).
”Αν ὅμως ἡ τέχνη ἐπιτελεῖ κάτι πού ἡ φύση ἀδυνατεΐ νά
ἀποπερατώσει, αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι τό ἐνδεχόμενον κυοφοροῦσε
ἤδη αὐτό τό πράγμα, συνεπῶς αὐτό τό πράγμα εἶναι μή φυσική
πραγμάτωση ἑνός δυνατοῦ πού δέν μπορεῖ νά μή εἶναι φυσικό, μέ
ἐνδιάμεσο αὐτόν τόν ἰδιαίτερο δρώντα, τόν ἄνθρωπο, τοῦ ὁποίου ἡ
προσιδιάζουσα φύσις περικλείει ἀκριβῶς τή δυνητικότητα νά
πραγματώνει τό δυνητικό της φύσεως ἐν γένει. Δέν εἶναι δύσκολο
νά τραβήξουμε τήν ἰδέα αὐτή ὡς τήν κανονιστική καί κενή
ταυτολογία τῆς παραδοσιακῆς φιλοσοφίας: τό καινούριο εἶναι μόνο
πραγμάτωση ἑνός δυνατοῦ τό ὁποῖο δίνεται δια μιᾶς (σέ
ποιόν;) μαζί μέ τό εἶναι. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἀξίζει νά
ἐπισημάνουμε ὅτι, ὅταν ὁ Ἀριστοτέλης θά ἐξετάσει τήν κατ’ ἐξοχήν
ποιητικήν τέχνην, αὐτήν πού ὀνομάζουμε ἀκόμα ποίησιν,
θά τήν ὁρίσει (ὅπως ἔκανε ἤδη ὁ Πλάτων) διά τῆς μιμήσεως καί
προκειμένου γιά τήν τραγωδία, ὡς «μίμησιν πράξεως σπουδαίας
καί τελείας». Εἶναι μία τέτοια πράξη μέσα στήν φύσιν; Ἡ
πρᾶξις εἶναι φύσει στόν ἄνθρωπο (ὅπως ὁ πόθος τοῦ
εἰδέναι)· ἄλλα ἡ «σπουδαία καί τελεία πρᾶξις», τήν ὁποία
μιμεῖται ἡ τραγωδία, εἶναι ἀποκλειστικά ἡ κατάχρηση ἐξουσίας, ἡ
πατροκτονία, ἡ αἱμομειξία, ἡ παιδοκτονία. Ἡ φύσις τοῦ
ἀνθρώπου περιέχει οὐσιαστικά τό ἔγκλημα καί τό ἄμετρο, τήν
ἀνομία καί τήν ὕβριν· αὐτό ἀκριβῶς «ἀναπαριστᾶ» ἡ
τραγωδία, πού ἀποβλέπει συγχρόνως στήν τροποποίηση αὐτῆς τῆς
φύσης τοῦ ἀνθρώπου «δι’ ἐλέου καί φόβου». Ἀλλά καί σ’
αὐτό ἀκόμα θά μπορούσαμε νά δοῦμε ὅτι: «ὅταν τίς ἰατρεύῃ
αὐτός ἑαυτόν τούτῳ γάρ ἔοικεν ἡ φύσις». Καί ὅμως, «ἡ ἀρχή
εἶναι μέσα στόν δημιουργό καν ὄχι μέσα στό δημιουργούμενο».
Δέν μποροῦμε νά προχωρήσουμε περισσότερο: στό ἀριστοτελικό
σύνορο, ἡ τέχνη εἶναι τό ἕτερον τῆς φύσεως, ἀλλά ἡ
κατ’ ἐξοχήν τέχνη, ἡ ποίηση, εἶναι μίμηση μίας φύσεως
πού δέν εἶναι ἁπλῶς φύσις.
Ἠθ. Νίκ., Ἕκτο Βιβλίο, IV, 6.
Αὐτ.,
Ἕκτο Βιβλίο,
IV, 4.
Φυσικά,
Β,
8, 199α,
15-17.
«La question de la technique»,
στό
Essais et Conferences,
Παρίσι,
Gallimard, 1958,
σ.
19-20.
Πρβλ.
ἐπίσης,
τοΰ ἴδιου συγγραφέα,
Nietzsche, I,
Παρίσι,
Gallimard, 1971,
σ.
79-80.
|