Το δυναμικό πεδίο της
προσωκρατικής φιλοσοφίας
A. A. Long
Σε
αντίθεση με άλλα βιβλία αυτής της σειράς, ο παρών τόμος δεν είναι ένα
«εγχειρίδιο» αφιερωμένο σε έναν μόνο φιλόσοφο αλλά στο σύνολο των
στοχαστών που συλλογικά διαμόρφωσαν τις απαρχές της φιλοσοφικής
παράδοσης στην αρχαία Ελλάδα. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν
ολιγογράφοι, και η επιβίωση του έργου ή της σκέψης τους είναι
αποσπασματική και συχνά δεν διαμεσολαβείται αυτολεξεί αλλά μόνο μέσω της
μαρτυρίας του Αριστοτέλη, του Θεόφραστου και άλλων πολύ οψιμότερων
συγγραφέων. Αυτά τα σπαράγματα είναι εξαιρετικά πολύτιμα όχι μόνο λόγω
της ουσιαστικής τους ποιότητας αλλά και για ό, τι αποκαλύπτουν σχετικά
με την πρωιμότερη ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Η
γοητεία του υλικού, ανεξάρτητα από την πυκνότητά του και την
αποσπασματική του παράδοση ή ακριβώς εξαιτίας αυτών των στοιχείων,
αιχμαλωτίζει κάθε αναγνώστη.
Δύο φιλόσοφοι του εικοστού αιώνα που άσκησαν μεγάλη επίδραση, ο
Heidegger και ο
Popper,
«επέστρεψαν» στους Προσωκρατικούς για να στηρίξουν τις δικές τους ριζικά
διαφορετικές μεθοδολογίες και ανησυχίες.
Πολλοί από αυτούς τους στοχαστές θέτουν τόσο μεγάλες προκλήσεις, ώστε η
μικρή ποσότητα του σωζόμενου έργου τους δεν συνιστά εμπόδιο για να
πραγματευτούμε καθέναν από αυτούς ξεχωριστά σε έκταση ενός βιβλίου.
Ακόμη και έτσι, έχουμε κάθε λόγο, αν παραβλέψουμε τις αποσπασματικές
πηγές και τη συνήθη πρακτική, να παρουσιάσουμε τόσο αυτούς όσο και
άλλους πρώιμους φιλοσόφους σε έναν συλλογικό τόμο.
Καταρχάς, ασχολούμαστε με μια εποχή που σημαδεύεται από στοχαστές με
άκρως ανανεωτικό και πειραματικό προσανατολισμό. Οι νεότεροι από αυτούς
δεν αγνοούσαν τους προγενέστερούς τους, και κατά τον έκτο και πέμπτο
αιώνα π.Χ. (το χρονικό διάστημα που μας ενδιαφέρει εδώ) αναπτύχθηκαν
συγκεκριμένα ρεύματα τα οποία είναι διακριτά με γλωσσικά (διαλεκτικά) ή
γεωγραφικά κριτήρια: οι πρώιμοι Ίωνες κοσμολόγοι, οι Πυθαγόρειοι, οι
Ελεάτες, οι Ατομικοί φιλόσοφοι και οι Σοφιστές. Ωστόσο, δεν πρόκειται
για μια εποχή σχολών με την κυριολεκτική σημασία που είχε, ας πούμε, η
Ακαδημία του Πλάτωνα ή το Λύκειο του Αριστοτέλη, με θεσμοθετημένο
σχολάρχη, πρόγραμμα μαθημάτων και αδιάσπαστη διαδοχή. Ο Μέλισσος μπορεί
να αποκαλείται Ελεάτης ή μαθητής του Παρμενίδη, με κριτήριο τη
διδασκαλία που πρέσβευε, αλλά ως ναύαρχος της Σάμου μπορεί να μην είχε
καμιά προσωπική επαφή με τον Παρμενίδη, του οποίου η γενέτειρα και ο
πιθανός τόπος διαμονής ήταν η Ελέα της Κάτω Ιταλίας. Ο Ζήνωνας ο
Ελεάτης, ο οποίος πρέπει να γνώριζε τον συμπατριώτη του, τον Παρμενίδη,
μπορεί να τον ακολούθησε πιο πιστά από ό, τι ο Μέλισσος, τα επιχειρήματα
όμως του Ζήνωνα άσκησαν άμεση επίδραση -πράγμα που δεν συνέβη με τον
Παρμενίδη- στην πρώιμη ιστορία των αρχαιοελληνικών μαθηματικών. Ο
Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής διακηρύσσουν τη
μοναδικότητα των ιδεών τους και με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ασκούν κριτική
σε άλλους στοχαστές όπως και σε ανθρώπους της καθημερινής ζωής. Για να
ερμηνεύσουμε το έργο κάθε προσωκρατικού φιλοσόφου, είναι απαραίτητη η
αναφορά σε όλη την εν λόγω περίοδο.
Κατά δεύτερο λόγο, ακόμη και αν λάβουμε υπόψη τα πολυάριθμα κενά στη
γνώση μας, μπορούμε να παρατηρήσουμε σημαντικές διαφορές στη μεθοδολογία
και τα ενδιαφέροντα των Προσωκρατικών. Αυτό καθίσταται ιδιαίτερα εμφανές
στην περίπτωση του Πυθαγόρα, που ήταν ο μοναδικός από τους φιλοσόφους το
όνομα του οποίου, χρόνια μετά τον θάνατό του, κατέληξε να εκπροσωπεί ένα
συγκεκριμένο ρεύμα. Ο Πυθαγόρας δίδαξε όχι μόνο έναν τρόπο ζωής που
περιλάμβανε καθαρτήριες πρακτικές αλλά και την εξαιρετική τους σημασία
για τη μεταθανάτια τύχη της ανθρώπινης ψυχής. Οι συμβολές του στη
φιλοσοφία και την επιστήμη, όπως τις αντιλαμβανόμαστε σήμερα, είναι
εξαιρετικά δυσδιάκριτες, ιδιαίτερα σε σύγκριση με μορφές όπως ο Ζήνωνας,
ο Δημόκριτος ή ο Αναξαγόρας. Ωστόσο, θα διαπράτταμε βαρύτατο σφάλμα, αν
απομονώναμε τον Πυθαγόρα από το κύριο ρεύμα της προσωκρατικής
φιλοσοφίας. Κριτική των συμβατικών θρησκευτικών τελετουργιών, όπως οι
αιματηρές θυσίες, και η υπόσχεση ότι η αληθινή κατανόηση του κόσμου θα
μεταμορφώσει τη ζωή του ανθρώπου, διατυπώνονται με έμφαση και από τον
Ηράκλειτο και από τον Εμπεδοκλή. Ορισμένοι Προσωκρατικοί δείχνουν
ελάχιστο ή καθόλου μαρτυρημένο ενδιαφέρον για την περί ψυχής θεωρία, την
επιστημολογία, την ηθική και τη θεολογία· άλλοι ενσωματώνουν στο έργο
τους συμβολές σε αυτά τα φιλοσοφικά πεδία τα οποία έμελλε αργότερα να
οριοθετηθούν αυστηρά.
Η ρευστότητα και η ποικιλία της προσωκρατικής φιλοσοφίας αποτελούν
κομβικά σημεία του χαρακτήρα και της σημασίας της. Για αυτόν τον λόγο
επίσης, το θέμα προσφέρεται ιδιαίτερα για πραγμάτευση σε έναν συλλογικό
τόμο, όχι μόνο λόγω της ευκαιρίας που παρουσιάζεται για μια συνεργασία
ανάμεσα σε ειδικούς, αλλά επειδή συνιστά και έναν τρόπο να επιχειρηθούν
μερικές από τις πολλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις στο ύφος και το
περιεχόμενο της προ- σωκρατικής φιλοσοφίας. Στις αρχές του εικοστού
αιώνα μαίνονταν οι αντιπαραθέσεις γύρω από τον επιστημονικό ή μη
χαρακτήρα της προσωκρατικής φιλοσοφίας, τις θεολογικές της διαστάσεις,
τις προκαταλήψεις της που βασίζονταν στον κοινό νου ή είχαν μη ενορατικό
χαρακτήρα, κ.τ.λ.
Αυτές οι διχογνωμίες δεν θα εκλείψουν ποτέ. Το υλικό είναι πολύ σύνθετο
για κάτι τέτοιο, και σε αυτόν τον τομέα, περισσότερο από ό,τι συμβαίνει
συνήθως, κάθε ερμηνευτής είναι υποχρεωμένος να υιοθετήσει μια δική του
οπτική γωνία προκειμένου να πει ό, τι αξίζει να ειπωθεί. Με αυτό δεν
ακυρώνουμε τις απόπειρες που έγιναν να περιγράφει το κοινό στοιχείο που
συνδέει τους βασικούς στοχαστές, όπως «η διερεύνηση της φύσης».
Περισσότερα για το θέμα αυτό θα πούμε στη συνέχεια. Προς το παρόν, είναι
απαραίτητο να αναγνωρίσουμε ότι, με πιθανή εξαίρεση τον Πυθαγόρα, καμιά
από τις μορφές τις οποίες πραγματεύεται ο παρών τόμος δεν
αυτοχαρακτηριζόταν ρητά ως «φιλόσοφος» ή αποκαλούσε το έργο του
«φιλοσοφία».
Το θέμα δεν είναι ότι εμείς πρέπει να αποφεύγουμε να τους αποκαλούμε
φιλοσόφους, αλλά ότι θα πρέπει να προσέχουμε να μην τους αποδίδουμε
αναχρονιστικές συλλήψεις του πεδίου της φιλοσοφίας και του χωρισμού της
σε τομείς όπως η λογική, η μεταφυσική και η ηθική. Ακόμη και ο Πλάτωνας,
ο οποίος ήταν ο πρώτος αρχαίος Έλληνας στοχαστής που διατύπωσε ρητό
θεωρητικό προβληματισμό πάνω στη φύση της φιλοσοφίας, δεν σχετίζεται με
μια οριοθέτηση αυτού του τύπου.
Παρ’ όλα αυτά, οι Προσωκρατικοί είχαν πρωτοπόρες συμβολές όχι μόνο στην
κατανόηση του κόσμου γενικά αλλά και σε φιλοσοφικά θέματα που αργότερα
μελετήθηκαν πιο εξειδικευμένα. Για να διευκολυνθεί η έκθεση του θέματος
και για να γίνει πιο προσιτή η ευρύτερη σύλληψη αυτού που περιλάμβανε η
προσωκρατική φιλοσοφία, το βιβλίο χωρίζεται σε κεφάλαια που
πραγματεύονται μεμονωμένους στοχαστές και σε κεφάλαια με θεματικές
ενότητες. Στην περίπτωση των Σοφιστών (κεφάλαια 14-15), οι θεματικές
ενότητες και οι μεμονωμένοι στοχαστές σε μεγάλο βαθμό συμπίπτουν,
επειδή, όσο τουλάχιστον επιτρέπουν να γνωρίζουμε οι πηγές μας, η πιο
διακεκριμένη συμβολή των Σοφιστών στην προσωκρατική φιλοσοφία ήταν η
διδασκαλία της ρητορικής και της γλωσσολογίας, του σχετικισμού και της
πολιτικής θεωρίας. Από την άλλη πλευρά τα κεφάλαια 10-13 αφιερώνονται σε
θέματα που είναι κάπως ετερογενή σε σχέση με τους στοχαστές που
συζητούνται εκεί - κεφάλαια σχετικά με την εξορθολογισμένη θεολογία, τις
απαρχές της επιστημολογίας, την ψυχή, την αίσθηση και τη σκέψη, την
ευθύνη και την αιτιότητα. Πρωταγωνιστές αυτού του τελευταίου θεματικού
κεφαλαίου, συνταγμένου από τον Mario Vegetti,
είναι οι Ιπποκρατικοί ιατροί. Ο Vegetti υποστηρίζει ότι αυτοί υπήρξαν πρωτοπόροι στη συστηματική σκέψη γύρω από
την αιτιότητα και όχι εκείνοι τους οποίους συμβατικά αποκαλούμε
Προσωκρατικούς. Το κεφάλαιό του, επίσης, περιλαμβάνει τους ιστορικούς
Ηρόδοτο και Θουκυδίδη. Το ίδιο το υλικό, χωρίς να παραβιάζει τα
καθιερωμένα όρια της προσωκρατικής φιλοσοφίας, συνιστά μια σημαντική
ένδειξη της ρευστότητάς τους. Αν ο διαθέσιμος χώρος δεν ήταν
περιορισμένες, ο παρών τόμος θα είχε περιλάβει πολύ περισσότερα από το
πλούσιο πεδίο της Ιπποκρατικής ιατρικής.
Ένα τελευταίο θεματικό κεφάλαιο, ή μάλλον ένα επίμετρο σε ολόκληρο το
βιβλίο, προσφέρεται από τον Glenn Most στην
περιεκτική μελέτη του για «την ποιητική της προσωκρατικής φιλοσοφίας».
Τρεις Προσωκρατικοί, ο Ξενοφάνης, ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής,
επέλεξαν τον στίχο και όχι το καινοφανές μέσο του πεζού λόγου ως όχημα
για να εκφράσουν τη σκέψη τους· ο Ηράκλειτος, μολονότι δεν συνέθεσε σε
κάποια από τις τυπικές μορφές του αρχαιοελληνικού στίχου, υιοθέτησε ένα
ρυθμικό και επιγραμματικό ύφος που είναι απολύτως προσωπικό. Εδώ
συναντούμε ακόμη μια ένδειξη του ρευστού χαρακτήρα της αρχαιοελληνικής
φιλοσοφίας στα χρόνια της διαμόρφωσής της· γιατί από το δεύτερο μισό του
πέμπτου αιώνα και εξής, ο επιστημονικός πεζός λόγος θα καταστεί το
καθιερωμένο μέσο γραφής της φιλοσοφίας, και η ποιητική «αλήθεια» θα
αντιμετωπιστεί ως διαφορετικό είδος από τις αποδεικτικές φιλοδοξίες της
φιλοσοφίας. Ωστόσο, η «ποιητική» είναι ένα οργανικό συστατικό του
θέματός μας για ουσιαστικότερους λόγους από τη λογοτεχνική μορφή που
επιλέγουν οι φιλόσοφοι ποιητές. Η παραδοσιακή αρχαιοελληνική σοφία
ουσιαστικά ταυτιζόταν με την επική ποίηση του Ομήρου και του Ησιόδου. Ως
κύριο πρόγραμμα στη βασική εκπαίδευση, αυτά τα σπουδαία κείμενα,
περισσότερο από οποιαδήποτε άλλα, επηρέασαν και προσέφεραν ερεθίσματα
τόσο στο ύφος όσο και στο περιεχόμενο της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Για
να αποκτήσει ρίζες η ανανεωτική σκέψη, ο Όμηρος και ο Ησίοδος έπρεπε να
εκθρονιστούν ή τουλάχιστον να μετακινηθούν από την κυρίαρχη θέση τους,
και για αυτό συναντούμε ρητή κριτική τους στον Ξενοφάνη και τον
Ηράκλειτο. Με πολλαπλούς, ωστόσο, τρόπους, όπως δείχνει ιδιαίτερα
πειστικά ο Most, τα ομηρικά και ησιόδεια
πρότυπα σκέψης και έκφρασης είναι ακόμη ανιχνεύσιμα στην προσωκρατική
φιλοσοφία, για να μην αναφερθούμε σε προφανή σημεία σύγκλισης, όπως η
«θεϊκή» έμπνευση την οποία επικαλούνται ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής ή
οι ρητές ερμηνείες της ποίησης στις οποίες προβαίνουν ο Δημόκριτος, ο
Γοργίας και ο Πρωταγόρας.
Τα θεματικά κεφάλαια του παρόντος τόμου για την προσωκρατική φιλοσοφία
αποκλίνουν από πολλές καθιερωμένες πραγματεύσεις του σχετικού
αντικειμένου.
Το ίδιο, σε κάποιο βαθμό, συμβαίνει και με την πραγμάτευση των επιμέρους
φιλοσόφων. Η Μιλησιακή τριάδα, ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης,
είναι κύριο θέμα του τρίτου μόνο κεφαλαίου. Δεν προσφέρονται κεφάλαια
αφιερωμένα αποκλειστικά στον Ξενοφάνη ή τον Διογένη τον Απολλωνιάτη, ενώ
ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας συνεξετάζονται στο όγδοο κεφάλαιο υπό το
πρίσμα των απαντήσεων που έδωσαν στον Παρμενίδη. Στον Ζήνωνα αφιερώνεται
ένα ολόκληρο κεφάλαιο, αλλά ο Παρμενίδης και ο Μέλισσος παρουσιάζονται
από κοινού. Εάν αυτή η διαδικασία φαίνεται μεροληπτική ή ιδιόρρυθμη, τα
θεματικά κεφάλαια και το ευρετήριο θα προσφέρουν στον αναγνώστη πολλές
πρόσθετες προοπτικές για όλους τους κύριους στοχαστές. Έτσι ο Ξενοφάνης
καταλαμβάνει πολλές σελίδες στα κεφάλαια 3, 10, 11 και 16. Ο Εμπεδοκλής,
ένας κατεξοχήν πολύπλευρος στοχαστής, κατέχει περίοπτη θέση στα θεματικά
κεφάλαια και επίσης στο κεφάλαιο 4, το σχετικό με την πυθαγόρεια
παράδοση. Ένα μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της διαδικασίας, όπως πιστεύουμε
τουλάχιστον, είναι ότι επιτυγχάνει να συνδυάσει τη διαχρονία, δηλαδή την
πραγμάτευση των επιμέρους φιλοσόφων, με την ανάλυση νευραλγικών θεμάτων
και μεθοδολογιών στις οποίες αυτοί συνέβαλαν συλλογικά.
Ωστόσο, υπόκειται και κάτι άλλο στη λογική του βιβλίου. Ξεκινούμε,
ύστερα από την εισαγωγή και το δεύτερο κεφάλαιο σχετικά με τις πηγές,
από τις απαρχές της κοσμολογίας στη Μίλητο (κεφ. 3). Για τις σχετικές με
το θέμα μαρτυρίες εξαρτόμαστε σχεδόν αποκλειστικά από την ερμηνευτική
παράδοση που έχει ως αφετηρία της τον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο. Όπως
και να χειριστούμε αυτήν την παράδοση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
συνεπάγεται κάποιους αναχρονισμούς αλλά και παρερμηνείες.
Επιπλέον, η εν λόγω παράδοση έχει συμβάλλει στην προώθηση της άποψης ότι
οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι γενικά, αν και όχι αποκλειστικά, ήταν κατά
κύριο λόγο κοσμολόγοι, τα κεντρικά ερωτήματα των οποίων αφορούσαν την
προέλευση και τις υλικές απαρχές του κόσμου.
Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν όντως κοσμολόγοι, αν εξαιρέσουμε τους
Σοφιστές. Είναι όμως υποχρεωτικό οι Σοφιστές να αποσπασθούν από τις
τάξεις των προσωκρατικών φιλοσόφων επειδή δεν καταπιάστηκαν, σε μεγάλο
βαθμό, με την κοσμολογία;
Ασχέτως κατά πόσο είναι πρόσφορη μια καταφατική απάντηση σε αυτό το
ερώτημα, η ταύτιση της προσωκρατικής φιλοσοφίας κυρίως με την κοσμολογία
είχε ένα ατυχές αποτέλεσμα: συνέβαλε ώστε οι συνεισφορές της στην
επιστημολογία, την ηθική και άλλους τομείς να μοιάζουν επικουρικές και
παραπληρωματικές. Αυτή η παρανόηση δεν είναι πια τόσο εδραιωμένη, αλλά
δεν έχει και απολύτως εκλείψει. Συνεπώς, ένας από τους στόχους του
παρόντος τόμου είναι να δείξει πόσο αυτοί οι πρώιμοι στοχαστές συνέβαλαν
όχι μόνο στην κοσμολογία αλλά και σε άλλους τομείς που θα αποτελέσουν
μέρος του βασικού θεματολογίου της φιλοσοφίας.
Προσπάθεια ορισμού της προσωκρατικής φιλοσοφίας
Οι πρώιμοι Έλληνες φιλόσοφοι συνήθως αποκαλούνται «Προσωκρατικοί». Η
λέξη πολιτογραφήθηκε για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα από τη στιγμή
που ο Γερμανός φιλόλογος Hermann Diels, εκατό
χρόνια πριν, τη χρησιμοποίησε ως τίτλο της σπουδαίας συλλογής του των
μαρτυριών για την πρώιμη αρχαιοελληνική φιλοσοφία: Die Fragmente der Vorsokratiker
έκτοτε η λέξη καθιερώθηκε ως όρος. Αυτοί που τον συναντούν για
πρώτη φορά προφανώς υποθέτουν ότι αναφέρεται απλώς στους στοχαστές που
έζησαν και έδρασαν πριν από τον Σωκράτη, και αυτό αληθεύει εν πολλοίς
για τους φιλοσόφους που περιλαμβάνονται στον πρώτο τόμο του
Diels, οι οποίοι καλύπτουν την περίοδο από τον
μυθικό Ορφέα έως τη «σχολή των Πυθαγορείων». Αλλά όπως χρησιμοποιείται
από τον ίδιο τον Diels, ο όρος «προσωκρατικός»
δεν αποτελεί μόνο χρονολογικό δείκτη. Όπως εξήγησε ο νεότερος συνεργάτης
του, ο Walter Kranz, ο δεύτερος τόμος της
συλλογής τους περιλαμβάνει «πολλούς συγχρόνους του Σωκράτη, και μάλιστα
κάποιους που έζησαν μετά τον θάνατό του. Ακόμη και έτσι το βιβλίο
διαθέτει ενότητα», επειδή σε αυτό «έχει τον λόγο μια φιλοσοφία που δεν
πέρασε μέσα από την πνευματική σχολή του Σωκράτη (και του Πλάτωνα) -όχι
μόνο η προσωκρατική αλλά και η μη σωκρατική πρώιμη φιλοσοφία».
Αυτό το σχόλιο δεν είναι τόσο απαλλαγμένο από προκαταλήψεις όσο
φαίνεται. Το ιδιαίτερα αποκαλυπτικό στην περίπτωση είναι ότι ο
Kranz βάζει το όνομα του Πλάτωνα σε παρένθεση.
Στην ουσία, βέβαια, τα γραπτά του Πλάτωνα είναι η κύρια πηγή μας για να
ορίσουμε την άγραφη φιλοσοφία του Σωκράτη και για να τη διαχωρίσουμε από
εκείνη των συγχρόνων του, συμπεριλαμβανομένων ειδικά των σοφιστών. Τα
περισσότερα από αυτά που μπορούμε να μάθουμε για τους σοφιστές, εκτός
από το σωζόμενο έργο του Γοργία, προέρχονται από τον Πλάτωνα, και τίποτε
δεν είχε μεγαλύτερη σημασία για τον Πλάτωνα από το να προστατεύσει τον
Σωκράτη από την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι στην ουσία ήταν και αυτός
σοφιστής. Ο Πλάτωνας, επομένως, κάθε άλλο παρά είναι απροκατάληπτος
μάρτυρας του ιδιαίτερου χαρακτήρα της σωκρατικής φιλοσοφίας. Σίγουρα
είναι ό,τι καλύτερο διαθέτουμε, και αναμφισβήτητα ο Σωκράτης, στη
διαλεκτική του μεθοδολογία, την έρευνά του για τον ορισμό ηθικών
εννοιών, τον εταστικό βίο του, και σε πάρα πολλά άλλα ήταν αμιγώς
αυθεντική μορφή. Ωστόσο, οι Diels και
Kranz έγραφαν σε μια εποχή κατά την οποία οι
φιλόλογοι υπέθεταν ότι ήξεραν πολύ περισσότερα για τον ιστορικό Σωκράτη
από ό, τι πολλοί ειδικοί πιστεύουν με ασφάλεια ότι γνωρίζουν σήμερα.
Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο Σωκράτης ως ιστορικό πρόσωπο έμοιαζε
πολύ περισσότερο με τον συνονόματο του στην Απολογία και τον Κρίτωνα του
Πλάτωνα απ’ ό, τι με το πρόσωπο του «Σωκράτη» ως ερευνητή της φύσης και
σοφιστή, ο οποίος παρωδείται στη δηκτική κωμωδία του Αριστοφάνη Νεφέλες.
Δεν διατείνομαι ότι η λέξη «προσωκρατικός» είναι ένας όρος που πρέπει να
εγκαταλειφθεί εξ ολοκλήρου· ακόμη και εάν κάτι τέτοιο ήταν ευκταίο, δεν
θα ήταν πρακτικό. Με δεδομένες τις διαθέσιμες πηγές και την εντυπωσιακή
επιβίωση του Σωκράτη, θα ήταν ανεύθυνο να τον αντιμετωπίσουμε απλώς ως
έναν ανάμεσα σε πολλούς άλλους στοχαστές του πέμπτου αιώνα π.Χ. Θα
πρέπει να μελετηθεί σε συνάρτηση με τον Πλάτωνα, και από αυτή την άποψη
δεν έχει αποτελέσει σχεδόν καθόλου αντικείμενο πραγμάτευσης στον παρόντα
τόμο (βλ., ωστόσο, κεφ. 14-15). Παρ’ όλα αυτά, η εν λόγο) προϋπόθεση δεν
μας δίνει το δικαίωμα να θεωρήσουμε ακόμη και τον Σωκράτη του Πλάτωνα ως
μια μορφή τόσο μεταιχμιακή, ώστε να δημιουργείται ασυνέχεια μεταξύ αυτών
που επηρέασε και εκείνων που δεν δέχθηκαν την επιρροή του.
Παρουσιάζοντας τους πρώιμους Έλληνες φιλοσόφους ως προσωκρατικούς από
εννοιολογική και μεθοδολογική άποψη, έχουμε την τάση να αγνοούμε ή να
περιθωριοποιούμε τα ενδιαφέροντά τους σε πεδία όπως αυτά στα οποία έχω
ήδη αναφερθεί, τα οποία συμπεριλαμβάνουν την ηθική, την περί ψυχής
θεωρία, τη θεολογία και την επιστημολογία. Επειδή ο Πλάτωνας δεν
αναφέρει ποτέ τον Δημόκριτο, μπορεί εύκολα να μας διαφύγει ότι ο
Δημόκριτος υπήρξε σύγχρονος του Σωκράτη.
Ωστόσο παρατηρούνται εντυπωσιακές συγγένειες μεταξύ της ηθικής
φιλοσοφίας του Δημοκρίτου και των ιδεών που απηχεί ο Σωκράτης του
Πλάτωνα.
Συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας, οι οποίοι αποδίδουν στον Σωκράτη την
εκ του μηδενός επινόηση της φιλοσοφικής ηθικής, αναζητούσαν μετά μανίας
να εντοπίσουν «πρώτους ευρετές». Όχι μόνο δεν υπονομεύουμε τη σημασία
του Σωκράτη αλλά την υπογραμμίζουμε, όταν αναγνωρίζουμε τις ηθικές
διαστάσεις του Ξενοφάνη ή του Ηράκλειτου, ή δείχνουμε τα κοινά
ενδιαφέροντά του με τους Σοφιστές, και βέβαια τις αποκλίσεις τους. Ο
χαρακτηρισμός, επίσης, «προσωκρατικοί» παραπλανά, επειδή είναι
γενικόλογος. Παρότι είναι αόριστος, υποβάλλει την εντύπωση ότι όλοι οι
πρώιμοι φιλόσοφοι είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι ως ομάδα, κάτι που
συμβαίνει κυρίως λόγω των μη σωκρατικών τους γνωρισμάτων. Με αυτόν τον
τρόπο, ο όρος συγκαλύπτει τη ρευστότητα και την ποικιλία την οποία έχω
ήδη επισημάνει με έμφαση. Η λέξη «προσωκρατικός», επίσης, τείνει να
συσκοτίσει τη διαλεκτική σχέση του Πλάτωνα με τους άλλους προδρόμους
του, ειδικά τους Πυθαγορείους, τους Ελεάτες και τον Ηράκλειτο: μια σχέση
που αποκτά αυξανόμενη σημασία στους ύστερους διαλόγους του Πλάτωνα,
στους οποίους αντικαθίσταται ο Σωκράτης από τους Ελεάτες, από τους
Αθηναίους «ξένους» και από τον Τίμαιο.
Ούτε στην αρχαιότητα ούτε αργότερα επικρατούσε ομοφωνία σχετικά με το
πεδίο, τα όρια και τις υποδιαιρέσεις της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Ο
Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος, όπως εξηγεί ο Jaap
Mansfeld στο επόμενο κεφάλαιο, ενδιαφέρονταν κυρίως να
ταξινομήσουν τις γνώμες των προδρόμων τους σε θέματα όπως ο αριθμός και
η ταυτότητα των πρωτογενών στοιχείων του κόσμου, η ψυχή και η
αισθητηριακή αντίληψη. Όλα αυτά υπάγονται στην περιπατητική σύλληψη της
«φύσης»· έτσι, ονόμασαν τους υποστηρικτές αυτών των απόψεων «ερευνητές
της φύσης» (φυσικούς ή φυσιολόγους).
Μερικές φορές ο Αριστοτέλης σχολιάζει τη σχετική τους χρονολόγηση, αλλά
το εάν το πράττει, ή ποιον περιλαμβάνει σε ένα δεδομένο πλαίσιο,
εξαρτάται από τη σχέση τους με το θέμα που τον απασχολεί. Στην
πραγματεία του για τα «αίτια», υποδεικνύει μια σαφή τομή μεταξύ του
Πλάτωνα και εκείνων που προηγήθηκαν από αυτόν, συμπεριλαμβανομένων του
Παρμενίδη xui των Πυθαγορείων, και εδώ (αλλά
μόνο εδώ) τονίζει με παροιμιώδη τρόπο την εστίαση του Σωκράτη στην ηθική
με εξαίρεση κάθε έρευνας γύρω από τη «φύση ως σύνολο».
Στην πραγμάτευσή του των αρχών (Φυσικά 1), ο Αριστοτέλης συζητά τους
πρώτους Ίωνες κοσμολόγους, τον Ηράκλειτο, τον Εμπεδοκλή, τον Αναξαγόρα,
τον Παρμενίδη και τον Μέλισσο και κάνει μια σύντομη νύξη στον Πλάτωνα.
Στο πρώτο βιβλίο του έργου του Περί ψυχής, η συζήτηση για τους
προδρόμους του είναι συγχρονική, ανεξάρτητη από κάθε απόπειρα να
οριστούν συγκεκριμένες περίοδοι σκέψης, και πραγματεύεται τον Πλάτωνα
παράλληλα με νεότερους φιλοσόφους (όπως κάνει ο Θεόφραστος στο έργο του
Περί αισθήσεων). Ο Αριστοτέλης πουθενά δεν αποκαλεί σοφιστή τον
Πρωταγόρα, και αφού έχει επιχειρηματολογήσει κατά του δόγματος του
Πρωταγόρα πάντων χρημάτων μέτρων άνθρωπος (Μετά τά Φυσικά 4. 5),
παρομοιάζει τον λογικό αφορισμό του με διατυπώσεις του Αναξαγόρα, του
Δημόκριτου και άλλων.
Ο Αριστοτέλης διαθέτει μια λανθάνουσα σύλληψη της προσωκρατικής
φιλοσοφίας, αλλά αυτή είναι περισσότερο προπλατωνική παρά προσωκρατική.
Μεταγενέστεροι συγγραφείς φιλοσοφικών διαδοχών και βίων, γράφοντας κατά
την ελληνιστική εποχή, έτειναν να χαράξουν μια γραμμή ύστερα από τον
Σωκράτη προκειμένου να παρουσιάσουν ό, τι ακολούθησε ύστερα από αυτόν ως
μια σειρά σωκρατικών σχολών που ειδικεύονταν στην ηθική.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Σωκράτης μπορούσε επίσης να παρουσιαστεί ως ο
τελευταίος κρίκος σε μια αλυσίδα που ξεκίνησε με τον Αναξίμανδρο.
Για μας αυτές οι ταξινομήσεις εμφανίζουν κυρίως αρχαιοδιφικό ενδιαφέρον,
αλλά βοηθούν να καταστεί φανερό ότι τα όρια αυτής της ιστορίας, παρότι
χρειάζεται να χαραχθούν, είναι αναπόφευκτα ασαφή και εν μέρει
υποκειμενικά.
Το ζήτημα δεν είναι απλώς μεθοδολογικό. Επηρεάζει επίσης αυτό που θα
θεωρήσουμε ως αρχή της πρώιμης αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, και τον τρόπο
με τον οποίο θα ερμηνεύσουμε τη μεταγενέστερή της ιστορία. Χρησιμοποιώ
τον όρο «ιστορία» και όχι «εξέλιξη», επειδή η έννοια της εξέλιξης, η
οποία καθορίζει την εγελιανής προέλευσης πραγμάτευση της αρχαιοελληνικής
φιλοσοφίας από τον Zeller, διαδραμάτισε επίσης
κυρίαρχο ρόλο.
Οι βιολογικές συνυποδηλώσεις του όρου τείνουν να προεξοφλήσουν την
ανωτερότητα αυτού που ακολουθεί σε σχέση με ό, τι προηγείται, και παρότι
εντοπίζονται αναμφίβολα εξελίξεις υπό την έννοια ότι η ατομική θεωρία
του Δημόκριτου αποτελεί απάντηση και (κατά τη σύγχρονη αντίληψη)
ολοφάνερη πρόοδο σε σχέση με όλες τις προηγούμενες θεωρίες που αφορούσαν
τα θεμέλια της φυσικής πραγματικότητας, ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης,
για παράδειγμα, αξίζουν εξονυχιστική εξέταση και απαιτούν από τη σκέψη
μας μια αποκλειστική μελέτη πάνω στο έργο τους αυτό καθαυτό, ανεξάρτητα
από το πώς θα τους συσχετίσουμε με τη μεταγενέστερη φιλοσοφία.
Όσον αφορά τον αρχηγέτη, ο παρών τόμος ακολουθεί τη σύμβαση που
καθιέρωσε ο Αριστοτέλης σύμφωνα με την οποία πρωτοπόρος είναι ο Θαλής ο
Μιλήσιος, και καμιά άλλη προσωπικότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να
διεκδικήσει επάξια αυτή τη θέση. Ωστόσο ο Αριστοτέλης, προς τιμήν του,
παρατηρεί ότι «κανείς μπορεί να υποπτευθεί» πως ο επικός ποιητής Ησίοδος
έχει σκιαγραφήσει τη δική του εκδοχή «του ποιητικού αιτίου» (Μετά τά
Φυσικά 1. 4 984b23). Σε συγκεκριμένα
συμφραζόμενα, ο Αριστοτέλης είναι αρκετά πρόθυμος να εντοπίσει
φιλοσοφικές σκέψεις σε μορφές προγενέστερες του Θαλή. Και πρώτος Ίωνας
φιλόσοφος υπήρξε ο Θαλής ή ο Αναξίμανδρος; Ο Διογένης ο Λαέρτιος,
γράφοντας γύρω στο 200 μ.Χ., κατατάσσει τον Θαλή ανάμεσα στους επτά
σοφούς, αλλά τον θεωρεί και δάσκαλο του Αναξίμανδρου, στον οποίο
αποδίδει τη δημιουργία της Ιωνικής φιλοσοφίας (1. 13).
Έπειτα, υπάρχει η ενδιαφέρουσα αλλά σκοτεινή μορφή του Φερεκύδη, του
πρώτου, σύμφωνα με μερικές πολύ ύστερες μαρτυρίες, που εισηγήθηκε τη
διδασκαλία περί αθανασίας της ψυχής.
Εύλογα ανακύπτουν υποψίες, όταν διαβάζει κανείς ότι ο Φερεκύδης υπήρξε
δάσκαλος του Πυθαγόρα (Λ. Λ. αυτόθι), και επίσης όταν ο φιλόσοφος αυτός
στοιχίζεται αναχρονιστικά από τον Διογένη με τους «σοφούς» πριν από την
εμφάνιση της φιλοσοφίας. Το ερώτημα εάν θα συμπεριλάβουμε τον Ησίοδο και
τον Φερεκύδη στην ιστορία της προσωκρατικής φιλοσοφίας απαντάται συνήθως
είτε αρνητικά είτε με την συγκαταρίθμησή τους στους «προδρόμους».
Μια δικαιολόγηση αυτής της αντιμετώπισης θα υπογραμμίσει τη διαφορά
ανάμεσα στις μυθολογικέ? κοσμογονίες του Ησιόδου και του Φερεκύδη και
την αναφορά των πρώιμων Ιώνων κοσμολογιών στην παρατηρήσιμη κανονικότητα
των φαινομένων η οποία δεν εξαρτάται από την αυθαίρετη βούληση των θεών.
Αυτό είναι απόλυτα κατανοητό, αλλά δύσκολα ευσταθεί ως καθοριστικό
χαρακτηριστικό της προσωκρατικής φιλοσοφίας στο σύνολό της. Ούτε ο
Παρμενίδης ούτε ο Εμπεδοκλής (ούτε ο Πλάτωνας, στην προκείμενη
περίπτωση) αποκηρύσσει κάθε χρήση μυθολογίας, και η θεολογία συνιστά ένα
σημαντικό στοιχείο στη σκέψη του Ξενοφάνη και του Ηρακλείτου (βλ.
κεφάλαια 10 και 16).
Εάν ο Θαλής, ο Πυθαγόρας ή ο Ξενοφάνης υπήρξαν απομονωμένες
προσωπικότητες, οι οποίες δεν προκάλεσαν ούτε στη δική τους ούτε στην
επόμενη γενιά σημαντικές και ρητές αντιδράσεις, δεν θα υπήρχε αποχρών
λόγος να θεωρήσουμε ότι ανήκουν στις απαρχές της φιλοσοφίας ως μια ομάδα
ξεχωριστή από τη συνεχή παράδοση της «σοφίας» που ήδη εκπροσωπούσαν οι
ομότεχνοι του Ησίοδου και του Φερεκύδη. Η ειδική διάκριση της πρώτης
ομάδας από τη δεύτερη έγκειται σε δύο πολύ σημαντικά στοιχεία. Πρώτον, ο
Θαλής, είτε υπήρξε «δάσκαλος» του Αναξίμανδρου είτε όχι, κατά γενική
ομολογία επηρέασε τις πιο φιλόδοξες κοσμολογίες των Μιλησίων
συμπατριωτών του, του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη. Άφησε ένα είδος
πνευματικής κληρονομιάς την οποία μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς ως
πηγή, να την βελτιώσει και να την αποτιμήσει κριτικά. Δεύτερον, γύρω στο
500 π.Χ. ο Ηράκλειτος διαφοροποιεί έντονα τη δική του σκέψη από την
«πολυμάθεια» τόσο του Ησιόδου όσο και τριών άλλων στοχαστών - του
Πυθαγόρα, του Ξενοφάνη και του Εκαταίου (DK22B40).
Αυτή η τετράδα ονομάτων αποδεικνύεται εξαιρετικά αποκαλυπτική. Ο
Ηράκλειτος συνδέει τον αξιοσέβαστο ποιητή Ησίοδο με τρεις περίπου
σύγχρονούς τους ανταγωνιστές στη «σοφία». Στον Πυθαγόρα και τον Ξενοφάνη
προσθέτει τον Μιλήσιο γεωγράφο και χρονικογράφο Εκαταίο. Αυτή είναι η
καλύτερη απόδειξη για την οπτική γωνία από την οποία έβλεπε την
αρχαιοελληνική φιλοσοφία ένας πρωτεργάτης της όσο αυτή βρισκόταν ακόμη
στο στάδιο της διαμόρφωσής της. Ο Ηράκλειτος επιδιώκει να
αποστασιοποιηθεί τόσο από αρχαίες αυθεντίες (Ησίοδος) όσο και από μια
ομάδα σχεδόν συγχρόνων του στοχαστών. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι επέλεξε
αυτή την τετράδα μάλλον σκόπιμα. Τρεις από αυτούς αποτελούν νέες, υπό
εξέλιξη αυθεντίες, αντιπροσωπευτικές ενός εγχειρήματος στο οποίο
εμπλέκεται και ο ίδιος, το οποίο όμως θα φέρει εις πέρας πολύ πιο
αποτελεσματικά. Οφείλουμε, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι ο Ηράκλειτος
βρίσκεται τόσο κοντά στις αρχές της παράδοσης στη διαμόρφωση της οποίας
θα συμβάλλει, ώστε μέσα στην ίδια πρόταση στην οποία καταφέρεται
εναντίον του Ησιόδου στηλιτεύει τον Ξενοφάνη, τον Πυθαγόρα και τον
Εκαταίο.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ σοφίας και πρακτικής δεξιότητας επιχωρίαζε από
καιρό στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Ποιητές και αθλητές ανταγωνίζονταν
μεταξύ τους αλλά και ήταν αναμενόμενο να συμβαίνει αυτό. Το καινούριο
στοιχείο στον Ηράκλειτο (και το βλέπουμε και στον Ξενοφάνη) είναι το
αντικείμενο του ανταγωνισμού. Ο Ξενοφάνης, σύμφωνα με την πειστικότερη
ερμηνεία μιας αμφίσημης πρότασης, παρουσιάζεται ως στοχαστής που μιλά
«για τα πάντα» (DK21Β34),
και ο Ηράκλειτος, στην αρχή ακριβώς του βιβλίου του, υποστηρίζει ότι τα
πάντα συμφωνούν με την εκδοχή (λόγον) που αυτός δίνει (DK22B1).
Στα ίδια συμφραζόμενα ο Ηράκλειτος παρουσιάζεται ως στοχαστής που
«διακρίνει κάθε πράγμα ανάλογα με τη φύση του» (φύσιν).
Η «έρευνα της φύσης» είναι μια εύστοχη περιγραφή της προσωκρατικής
φιλοσοφίας· ήταν μια έκφραση του Αριστοτέλη, όπως είδαμε, και δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι μερικοί προσωκρατικοί φιλόσοφοι, είτε
χρησιμοποιούσαν τον όρο είτε όχι, υπήρξαν πρωτοπόροι σε τέτοιες
συνυποδηλώσεις της φύσης ως αντικειμενικής πραγματικότητας, δηλαδή της
ποιότητας των πραγμάτων, της βασικής δομής τους, της πραγματικότητας ως
διακριτής από τα φαινόμενα ή τη σύμβαση. Ωστόσο, όταν κάνει κανείς λόγο
για όλα αυτά κατά κάποιον τρόπο προτρέχει. Πιο αυθεντική για να
συλλάβουμε τι θεωρούσαν ο ίδιος ο Ξενοφάνης και ο Ηράκλειτος ότι έκαναν
μπορεί να είναι η διατύπωση: «επιχειρούσαν μια εξήγηση των πάντων».
Επιχειρώντας μία εξήγηση των πάντων
Πρέπει να αποδώσουμε στην έκφραση τη σημασία ενός τεχνικού σχεδόν όρου.
Στόχος δεν είναι να μιλήσουμε για τα πάντα ή να εξηγήσουμε κυριολεκτικά
τα πάντα, αλλά μάλλον να δώσουμε μια καθολική περιγραφή, να δείξουμε με
τι μοιάζει το «παν» ή το σύμπαν, να συλλάβουμε τα πάντα -τον κόσμο στο
σύνολό του - ως αντικείμενο έρευνας.
Τώρα μπορούμε να αντιληφθούμε για ποιον λόγο ο Ηράκλειτος επέλεξε αυτά
τα συγκεκριμένα μέλη της τετράδας που απέρ- ριπτε: ο Ξενοφάνης προφανώς
επαγγελλόταν μια πραγμάτευση των πάντων ο Εκαταίος ο Μιλήσιος είχε
σχεδιάσει έναν χάρτη της γης και είχε επίσης συγγράψει ένα έργο που
ανίχνευε τη μυθική γενεαλογία μερικών οικογενειών η Θεογονία του Ησιόδου
είναι καθολική στις προθέσεις της, καθώς επιχειρεί να υπαγάγει τα κύρια
γνωρίσματα του ορατού κόσμου και επίσης πολυάριθμες «αφηρημένες» έννοιες
όπως ο έρωτας, η έριδα, η φιλία και η απάτη, σε ένα σχήμα θεϊκών
γεννητόρων και απογόνων τους. Όσον αφορά τον Πυθαγόρα, ακόμη και εάν δεν
εισηγήθηκε την επιστήμη των μαθηματικών και τη μουσική δομή του κόσμου,
που σχετίστηκαν με το όνομά του, μπορούμε να υποθέσουμε ότι
αντιμετωπιζόταν ευρύτατα ως ο συγγραφέας που πρότεινε μια αρκετά γενική
εκδοχή για τα πράγματα, και ειδικότερα, για το ποια είναι η κατάσταση
των ανθρώπινων όντων, με κριτήριο την ψυχή τους.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ηράκλειτος δεν θέτει τον Θαλή, τον Αναξίμανδρο
ή τον Αναξιμένη στο στόχαστρό του. Εάν στόχος του ήταν απλώς να επιτεθεί
σε όλους τους άλλους μελετητές της φύσης, αυτοί οι Μιλήσιοι κοσμολόγοι
θα μπορούσαν να συγκαταλέγονται στους πρώτους υποψήφιους. Αυτό που τους
προφύλαξε από την κριτική που θα τους ασκούσε στη συγκεκριμένη
περίπτωση, όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, είναι η βασική εστίαση των
απόψεων τους στην υποκείμενη ενότητα του κόσμου, την προϋπόθεση που ο
ίδιος ο Ηράκλειτος διακηρύσσει ότι είναι η ουσία της σοφίας: «τα πάντα
είναι ένα» (DK22B50).
Ο Ησίοδος και η νεότερη τριάδα, αντίθετα, θεωρείται ότι έχουν συσκοτίσει
αυτή την αξονική αλήθεια μολύνοντας τις καθολικές τους αξιώσεις με
πολλαπλά δεδομένα («πολυμάθεια»).
Εκλαμβάνοντας την προσωκρατική φιλοσοφία ως πρόγραμμα εξήγησης και
συστηματοποίησης όλων των πραγμάτων, αποκτούμε μια διατύπωση που
εμπεριέχει τους κύριους στοχαστές που συζητούνται στον παρόντα τόμο, και
που ανταποκρίνεται στη ρευστότητα και την ποικιλία τους χωρίς να
καταλήγει σε ασάφεια. Ο όρος «φύση» (φύσις),
παρά τη γενικότητά του, μας προδιαθέτει να δούμε κάτι πιο περιορισμένο,
τον φυσικό κόσμο και ειδικότερα τις απαρχές του (επειδή
φύσις κατά κύριο
λόγο σημαίνει «προέλευση» ή «ανάπτυξη»), ως το μοναδικό τους σημείο
εστίασης. Αυτό λειτουργεί αρκετά ικανοποιητικά στην περίπτωση των
Μιλήσιων κοσμολογιών, οι διαθέσιμες αποσπασματικές μαρτυρίες των οποίων
σε μεγάλο βαθμό διηθούνται από την αριστοτελική παράδοση. Είναι λιγότερο
αποτελεσματικό, αν θέλουμε να σκιαγραφήσουμε τους προσωκρατικούς
φιλοσόφους των οποίων τα ίδια τα λεγάμενα είμαστε σε θέση να διαβάσουμε,
ειδικά εάν μας προδιαθέτει να τους αντιμετωπίσουμε ως αποκλειστικούς
παρατηρητές και θεωρητικούς της φύσης, οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν τον
νου και το ανθρώπινο υποκείμενο στο πεδίο των ερευνών τους.
Ωστόσο, στη Μίλητο και στην αρχή ακριβώς της περιόδου που εξετάζουμε,
συναντούμε τον Αναξίμανδρο να ερευνά την προέλευση των έμβιων όντων και
την «εξέλιξη» του ανθρώπινου είδους.
Στην επόμενη γενιά, ο Αναξιμένης χρησιμοποίησε την ανθρώπινη ψυχή ως
μικρόκοσμο, για να δείξει τον τρόπο με τον οποίο ο «θείος» αήρ
περιβάλλει τον κόσμο.
Ακόμη και στη Μίλητο, λοιπόν, η «κοσμολογία» αντιμετωπιζόταν υπό την
ευρεία έννοιά της. Όταν ανατρέχουμε σε συγγραφείς των οποίων το έργο
παραδίδεται πληρέστερα, η καθολική τους προοπτική και το ενδιαφέρον τους
για την ανθρώπινη εμπειρία προβάλλουν με κάθε επιθυμητή σαφήνεια. Ο
παρών τόμος συγκεντρώνει μαρτυρίες για πολυάριθμα οικεία παραδείγματα,
άλλα όμως, λιγότερο γνωστά, διαδραματίζουν εδώ έναν σημαντικό ρόλο.
Ο Αναξαγόρας μελέτησε το ηθικό περιεχόμενο των ομηρικών κειμένων, και η
κοσμολογία του χρησιμοποιήθηκε ως βάση για να δοθεί μια αλληγορική
ερμηνεία της Ιλιάδας,
Ο Δημόκριτος, με το πολύτομο έργο του, από το οποίο διαθέτουμε δυστυχώς
ελάχιστο μέρος του, και με το ευρύτατο φάσμα των ενδιαφερόντων του,
αποτελεί πρόδρομο του Αριστοτέλη. Στα ενδιαφέροντά του συγκαταλέγονταν η
ηθική (βλ. κεφ. 9), τα μαθηματικά, η μουσική, η ανθρωπολογία και η
λογοτεχνική θεωρία -ειδικότερα αναφορικά με τον Όμηρο. Τόσο ο Γοργίας
όσο και ο Ιππίας, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ήταν προετοιμασμένοι να
μιλήσουν για οποιοδήποτε θέμα, και ο Πλάτωνας μνημονεύει την αξίωση του
Ιππία να διδάξει αστρονομία, μαθηματικά και φιλολογία -οι συμβολές του
Πρόδικου και του Πρωταγόρα στον τελευταίο τομέα υπήρξαν γενναίες.
Ως σημείο οριοθέτησης του πεδίου της προσωκρατικής φιλοσοφίας, «η
εξήγηση των πάντων» μπορεί να στεγάσει μέσα στην παράδοση και τους
αποκαλούμε- νους Σοφιστές. Αναμφίβολα ο Γοργίας και ο Πρωταγόρας δεν
είχαν τίποτε να πουν για την αισθητή φύση, αλλά αυτό μπορεί να εξηγηθεί
από τη σκεπτικιστική ή σχετικιστική στάση τους απέναντι στην αλήθεια
(βλ. κεφ. 14). Ήταν χωρίς αμφιβολία προετοιμασμένοι να μιλήσουν για «τα
πάντα» που έκριναν ότι ήταν σχετικά με την ανθρώπινη ωφέλεια και
κατανόηση, όπως προκύπτει και από τη διάσημη ρήση του Πρωταγόρα: πάντων
χρημάτων μέτρον άνθρωπος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν μικρή η μεταβολή που επήλθε στα ενδιαφέροντα
και τις μεθόδους των παλαιότερων από τους Προσωκρατικούς σε σχέση με
εκείνα των νεότερων. Ούτε σημαίνει ότι αμφισβητούμε την καινοτομία των
Σοφιστών στον ρόλο τους ως αμειβόμενων εκπαιδευτικών. Στα τέλη του
πέμπτου αιώνα, η «σοφία» (σοφία), ο κοινός παρονομαστής των λέξεων
φιλοσοφία και σοφιστής, έχει προσλάβει μια συνυποδήλωση περισσότερο
«επαγγελματική» από αυτήν που έφερε κατά την εποχή του Θαλή - μια
συνυποδήλωση αναγνωρισμένης εξειδίκευσης στην κατανόηση και διδασκαλία
των γενικών συνθηκών του κόσμου και της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτή η
πολιτισμική εξέλιξη δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την εξαιρετικά τολμηρή
υπόθεση - έκδηλη ήδη από τους Μιλήσιους και εξής- ότι οι απόπειρες να
εξηγήσει κανείς τα πάντα, χωρίς να βασίζεται στην αλήθεια και την
παράδοση, είναι ανθρωπίνως δυνατές και επιθυμητές. Ακόμη και ο
Αριστοφάνης υποστηρίζει αυτή την ερμηνεία του πεδίου της προσωκρατικής
φιλοσοφίας - διότι, ενώ μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον διακωμωδούμενο
Σωκράτη του ως συνδυασμό «φυσικού» φιλοσόφου και σοφιστή, ο δραματικός
χαρακτήρας στην ίδια την κωμωδία αποτελεί μια ενότητα.
Ανακεφαλαιώνω. Από το 550-500 π.Χ. περίπου στην Ιωνία -στη Μίλητο (την
πόλη του Θαλή, του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη), στη Σάμο (τη
γενέτειρα του Πυθαγόρα), στην Κολοφώνα (τη γενέθλια πόλη του Ξενοφάνη)
και στην Έφεσο (την πατρίδα του Ηράκλειτου)- προετοιμάζεται αυτό που
έμελλε να εξελιχτεί σε μια εντελώς καινούρια πνευματική παράδοση. Οι εν
λόγω φυσιογνωμίες συνιστούν άκρως εξατομικευμένες περιπτώσεις. Ο
Πυθαγόρας μεταναστεύει στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας και εκεί ιδρύει μια
θρησκευτική κοινότητα - ο Ξενοφάνης περιλαμβάνει και τις πόλεις της Κάτω
Ιταλίας στα ταξίδια του, και συνθέτει τα έργα του σε διάφορα μέτρα- ο
Αναξίμανδρος γράφει ένα βιβλίο στο καινοφανές εκφραστικό μέσο του πεζού
λόγου- και ο Ηράκλειτος εκφράζεται με άκρως σκοτεινές και επιγραμματικές
αποφάνσεις. Δεν υπάρχει καμιά ομοιομορφία, μέχρι στιγμής, σχετικά με το
τι σημαίνει κανείς να φιλοσοφεί, καμιά σύλληψη της φιλοσοφίας ως
αυτόνομου αντικειμένου. Ωστόσο, ο νεότερος από αυτούς τους στοχαστές, ο
Ηράκλειτος, είναι ήδη πεπεισμένος ότι έχει μια εξήγηση για «τα πάντα»
που είναι η μόνη σωστή και απείρως ανώτερη από αυτήν που προσφέρουν οι
άλλοι.
Πολύ νωρίτερα, ο Ησίοδος είχε παρουσιάσει τη Θεογονία του σε έναν
ποιητικό διαγωνισμό, και είχε τη δυνατότητα και ο ίδιος να την
αποκαλέσει «εξήγηση», ή τουλάχιστον «αφήγηση», για «τα πάντα». Τι είναι
αυτό που, πέρα από την απόστασή του από την παραδοσιακή μυθολογία και
τον επικό διδακτισμό, διακρίνει τον Ηράκλειτο ριζικά από τον Ησίοδο;
Ανάμεσα σε πολλά άλλα που θα μπορούσε κανείς να προσαγάγει, πέντε σημεία
είναι πρωταρχικής σημασίας. Πρώτον, ο Ηράκλειτος μνημονεύει ρητά το
είδος της περιγραφής που σκοπεύει να υιοθετήσει: πρόκειται για περιγραφή
που «εξηγεί» και «διαχωρίζει» το κάθε τι. Εκμεταλλευόμενος τις ποικίλες
σημασίες της λέξης λόγος (ο θεωρητικός λόγος, η εξήγηση, ο υπολογισμός,
το μέτρο), υπόσχεται, όσο το επιτρέπουν οι τρέχουσες δυνατότητες της
γλώσσας του, ότι θα δώσει μια «λογική» και συστηματική περιγραφή των
πάντων. Δεύτερον, οι αποφάνσεις του, παρά τη σκοτεινότητά τους,
προδίδουν τη μέριμνά του να καταστήσει την περιγραφή του συμβατή με τις
γνωστικές μας δυνατότητες, τόσο από εμπειρική όσο και από εννοιολογική
άποψη. Μας προσφέρει τη δυνατότητα να διαπλεχθούμε μαζί του. Τρίτον,
διατυπώνει αυτή την περιγραφή με τρόπο που να «αφυπνίζει» τους ανθρώπους
από τις ατομικές τους πλάνες σχετικά με το πώς συμβαίνουν τα πάντα.
Υπηρετεί έναν αναμορφωτικό, και θα μπορούσε κανείς να πει σχεδόν
«σωτηριολογικό» στόχο. Τέταρτον, σκοπός του είναι όχι μόνο να φανερώσει
αλήθειες αλλά επίσης να τις διατυπώσει με τέτοιο τρόπο ώστε οι ακροατές
του να αναγκαστούν να σκεφτούν και να ερευνήσουν από μόνοι τους. Είναι
ένας δάσκαλος που επιθυμεί να ερεθίσει τη σκέψη του ακροατηρίου του.
Πέμπτον, όπως έπραξε ήδη ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος αποστασιοποιείται από
τις πρωτοβάθμιες εθνοκεντρικές συμφάσεις και την παραδοσιακή σοφία,
παράλληλα όμως υιοθετεί μια κριτική απόσταση από τον Ξενοφάνη και
οποιονδήποτε άλλον.
Ο Ηράκλειτος επιδιώκει να προσφέρει μια περιγραφή των πάντων η οποία να
είναι (1) εξηγητική και συστηματική, (2) συνεπής και
επιχειρηματολογημένη, (3) αναμορφωτική, (4) εκπαιδευτικά ερεθιστική και
(5) κριτική και αντισυμβατική- σε μια τέτοια διατύπωση μπορούμε να
συμπεριλάβουμε το γενικό πρόγραμμα της προσωκρατικής φιλοσοφίας χωρίς
αναχρονισμούς και με σεβασμό στην έμφαση, τη μέθοδο και το ειδικό
περιεχόμενό της. Όπως κάθε γενίκευση, και η συγκεκριμένη εμφανίζει τόση
ευρύτητα, (ώστε να περιλάβει όλα τα επιμέ- ρους ζητήματα· για
παράδειγμα, ο παρών τόμος ασχολείται ακροθιγώς με τις μετεωρολογικές
εικασίες ορισμένων Προσωκρατικών. Ωστόσο, η γενίκευση προσφέρεται για
εκείνους τους στοχαστές τ(»ν οποίων τα λεγόμενα είναι επαρκώς
μαρτυρημένα, ιδιαίτερα για τον Ξενοφάνη, τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη
και τον Εμπεδοκλή - ανταποκρίνεται σε ό, τι γνωρίζουμε από τον Δημόκριτο
και σε σημαντικό βαθμό, ανταποκρίνεται επίσης στους Σοφιστές. Δεν
προτείνω τίποτε πρωτότυπο με το πρώτο, το δεύτερο και το πέμπτο
γνώρισμα, αλλά το τρίτο και το τέταρτο απαιτούν κάποια περαιτέρω
διευκρίνιση.
Ο
Karl Popper έγραψε για την «απλή και
ευθύγραμμη ορθολογική σκέψη» των Προσωκρατικών.
Ο ενθουσιασμός του για αυτούς τους στοχαστές είναι παραπλανητικός, αλλά
στην ουσία αυτοί γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέροντες, όταν αναγνωρίσουμε
ότι η λογική τους δεν ήταν ούτε απλή ούτε ευθύγραμμη. Ένας διακεκριμένος
Γάλλος μελετητής έχει πρόσφατα προτείνει την άποψη ότι η συνολική
ελληνορωμαϊκή παράδοση της φιλοσοφίας θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι έχει,
πρώτα και κύρια, πρακτικούς και «πνευματικούς» στόχους, υποστηρίζοντας
τη φιλοσοφία ως τρόπο ζωής.
Αυτός ο χαρακτηρισμός θα φανεί σε πολλούς εύστοχος μόνον όσον αφορά
μερικούς φιλόσοφους της ύστερης αρχαιότητας, αλλά διαθέτει το σπουδαίο
πλεονέκτημα να μην απαιτεί από εμάς να αποδώσουμε σύγχρονες έννοιες περί
πλήρους ανιδιοτέλειας της φιλοσοφίας ή περί «καθαρής» έρευνας στην
κλασική αρχαιότητα. Είναι αξιοσημείωτος, για παράδειγμα, ο τρόπος με τον
οποίον ο Ευριπίδης, ένας τραγικός που είχε βαθιά αναστροφή με τις
πνευματικές ζυμώσεις της εποχής του, βάζει τον Χορό ενός χαμένου έργου
του να σχολιάζει τις αρετές της «έρευνας»:
ὄλβιος ὅστις ταῆς
ἱστορίας ἔσχε μάθησιν, μήτε πολιτῶν ἐπί πημοσύνην μήτ' εἰς ἀδίκους
πράξεις ὁρμῶν, ἀλλ' ἀθανάτου καθορῶν φύσεως κόσμον ἀγήρων, πῇ τε συνέστη
καί ὅπῃ καί ὅπως...
[«Ευλογημένος είναι όποιος διδάχθηκε/ πώς να ασκεί την έρευνα, /δίχως να
βλάπτει τους συμπολίτες του/ και δίχως να επιδίδεται σε άδικες πράξεις/
αλλά συλλαμβάνοντας την τάξη της αθάνατης/ και αγέραστης φύσης,/ από τι
αυτή συνίσταται,/ με ποιον τρόπο και με ποια μορφή»].
Στους παραπάνω στίχους ακούμε την προσωκρατική φιλοσοφία να εγκωμιάζεται
με όρους της εποχής του Ευριπίδη οι οποίοι συλλαμβάνουν την ολιστική της
φιλοδοξία στους τομείς της επιστήμης, της θεωρητικής γνώσης, της ηθικής
και της αξιοσέβαστης θεολογίας.
Οι προσωκρατικοί αυτοί στοχαστές ολοφάνερα θεωρούν ότι το ψεύδος είναι
επώδυνα καταστροφικό για όσους σφάλλουν- εδώ οφείλονται και οι οξείς
τόνοι με τους οποίους επιπλήττουν το απληροφόρητο κοινό τους ο
Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής. Όχι μόνο ο
Πυθαγόρας αλλά και αυτοί οι στοχαστές υπηρετούν αντικειμενικούς σκοπούς
τους οποίους μπορούμε να ονομάσουμε αναμορφωτικούς, και σε μεγάλο βαθμό
η αντιπάθεια του Πλάτωνα για τον Πρωταγόρα προέρχεται από την πεποίθησή
του ότι οι ισχυρισμοί του τελευταίου, πως είναι δηλαδή ικανός να διδάξει
την καλή διαχείριση τόσο των ατομικών όσο και των πολιτικών υποθέσεων,
δεν μπορούν να αντέξουν στον αυστηρό σωκρατικό έλεγχο. Ο Πλάτωνας δεν
επινόησε την ιδέα ότι όσοι επιθυμούν να παρακολουθήσουν μια αληθινή
εξήγηση των πάντων θα έχει στη ζωή τους ευεργετικά αποτελέσματα·
κληρονόμησε αυτή την ιδέα από τους φιλοσοφικούς του προδρόμους.
Το γνώρισμα της ερεθιστικής από εκπαιδευτική άποψη περιγραφής σχετίζεται
άμεσα με τα παραπάνω. Αυτό το ειδοποιό χαρακτηριστικό του Σωκράτη μπορεί
να ανιχνευθεί ακόμη πρωιμότερα. Μολονότι ο Πλάτωνας μας προτρέπει με
πειστικό τρόπο να προβούμε σε ριζική διάκριση μεταξύ της σωκρατικής
διαλεκτικής και της ρητορικής των Σοφιστών, ο Σωκράτης του Πλάτωνα, όπως
και ο ίδιος ο Πλάτωνας, είναι επίσης ένας δεξιοτέχνης της ρητορικής,
όπως οφείλει να είναι κάθε αποτελεσματικός δάσκαλος. Η αλήθεια, για να
αναγνωριστεί, χρειάζεται πειστική διατύπωση, αλλά εάν οι άνθρωποι
πρέπει επίσης να ενθαρρυνθούν, ώστε να ανακαλύψουν αλήθειες για τον
εαυτό τους, χρειάζονται ακριβώς την πρόκληση εκείνη στην οποία αφιέρωσαν
τις προσπάθειές τους ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης, όπως και ο
Πρωταγόρας και ο Σωκράτης.
Αυτές οι διαπιστώσεις επιβεβαιώνουν τις λαθεμένες κατευθύνσεις προς τις
οποίες ενδέχεται να μας παρασύρει ο χαρακτηρισμός “προσωκρατικός”. Ο
Σωκράτης του Πλάτωνα ανταποκρίνεται σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό στον
χαρακτηρισμό που έχω δώσει στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία, και ο ίδιος ο
Πλάτωνας ανταποκρίνεται ακόμη περισσότερο.
Στους πρώιμους διαλόγους του ο Πλάτωνας εστίασε το ενδιαφέρον του
πρωτίστως στα ηθικά ζητήματα και στη μεθοδολογία την οποία εξέλαβε ως
ξεχωριστή σωκρατική κληρονομιά, αλλά καθώς η σκέψη του εξελισσόταν,
επικεντρώθηκε προοδευτικά στον Ηράκλειτο, τον Πρωταγόρα, τους
Πυθαγόρειους και τους Ελεάτες σκιαγραφώντας την προσωπική του κοσμολογία
μόνο στον Τίμαιο, έναν από τους τελευταίους διαλόγους του. Όπως ο
Αριστοτέλης, θα έπρεπε και εμείς μερικές φορές να χαράσσουμε μια
διαχωριστική γραμμή πριν από τον Σωκράτη ή πριν από τον Πλάτωνα, αλλά
για κάποιους λόγους κρίνεται αναγκαίο να προεκτείνουμε την πρωιμότερη
φάση της φιλοσοφίας, ώστε να συμπεριλάβει και τον ίδιο τον Πλάτωνα.
Συμπέρασμα
Υπό αυτές τις διαφοροποιήσεις η δική μου εκδοχή για τα κύρια γνωρίσματα
της προσωκρατικής φιλοσοφίας εναρμονίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις
τρέχουσες απόψεις, είτε αυτές προσδίδουν έμφαση στην αναμόρφωση της
θεολογίας, στην ικανότητα για αφηρημένη γενίκευση, γιο ολιστικές
ερμηνείες, αλλά και για μη ενορατικές υποθέσεις βασισμένες σε
επιχειρήματα, είτε αφιερώνονται στην κριτική έρευνα. Ορισμένοι στοχαστές
κλίνουν περισσότερο προς την επιστήμη και σε ευρήματα που σε μεγάλο
βαθμό εξαρτώνται από την παρατήρηση. Άλλοι αμφισβητούν τα φαινόμενα και
προοικονομούν απόψεις, οι οποίες πολύ αργότερα θα τροφοδοτήσουν τον
στοχασμό των Σκεπτικών. Χάρη στον Παρμενίδη και τους συμπατριώτες του
Ελεάτες μπορούμε να παρατηρήσουμε τη λογική και τη μεταφυσική εν τω
γίγνεσθαι. Συναντούμε κοσμολογικά πρότυπα που κόβουν την ανάσα με την
τόλμη τους, σπερματικές ιδέες ενός εξελισσόμενου κα; αυτορυθμιζόμενου
σύμπαντος, συστηματικού στη δομή του και τα βασικά του συστατικά.
Γίνονται διακρίσεις μεταξύ φύσης και σύμβασης, που θέτουν τη βάση για
έρευνα στις απαρχές της γλώσσας, των κοινωνικών πρακτικών και της
δικαιοσύνης. Η αλήθεια αντικειμενικοποιείται από κάποιους και
σχετικοποιείται από κάποιους άλλους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου
που συζητείται στον παρόντα τόμο γίνεται απτή μια αίσθηση διανοητικού
ενθουσιασμού και πρόκλησης. Οι θεωρίες διαδέχονται η μια την άλλη και
συναγωνίζονται μεταξύ τους. Οι περιγραφές «των πάντων» βασίζονται
ελάχιστα σε μετρήσεις ή στους αυστηρούς ελέγχους και επαληθεύσεις που
εφαρμόζουν οι φυσικοί επιστήμονες. Εντούτοις, όσο η περίοδος προχωρεί
και φτάνει στην ακμή της με τη δημοκρίτεια Ατομική φιλοσοφία,
διαμορφώνεται μια επιστημονική θεωρία, που εκπλήσσει με τον προδρομικό
της χαρακτήρα - η θεωρία ότι η βασική δομή τη: φύσης δεν είναι τίποτε
περισσότερο από ύλη σε κίνηση.
Για ποιον λόγο όλα αυτά συνέβησαν όποτε και όπου συνέβησαν είναι ένα
ερώτημα που συναρπάζει, αλλά και είναι αδύνατο να απαντηθεί με απόλυτη
ακρίβεια. Μπορεί κανείς να επικαλεστεί πολυάριθμους παράγοντες, μεταξύ
των οποίων οι πλέον εύγλωττοι (που δεν παρατίθενται κατά σειρά
προτεραιότητας) είναι: η πολιτική ελευθερία και η δυνατότητα για
διάλογο, το διακρατικό εμπόριο και η επικοινωνία με τους αρχαιότερους
πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Ασίας, η εξάπλωση της αγραμματοσύνης, η
κωδικοποίηση των νόμων, η απαρέσκεια απέναντι στους ανθρωπομορφικούς
μύθους, η επιβράβευση της καινοτομίας και της αυτοπεποίθησης, ένα γενικό
ενδιαφέρον για τη λεκτική επιδεξιότητα, μια ικανότητα χάρη στην οποία
μπορεί κανείς να αντέξει στον συναγωνισμό, μια συνειδητή ανάγκη για
ανοπερη μόρφωση, ανησυχίες σχετικά με τον χαρακτήρα της ανθρώπινης
ταυτότητας και της θέσης του ανθρώπου τόσο μέσα στον κόσμο όσο και στο
επέκεινα.
Όλα αυτά σχετίζονται με τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε το πολιτισμικό
πλαίσιο και το περιεχόμενο της προσωκρατικής φιλοσοφίας- αλλά σε κάθε
περίπτωση δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον θαυμασμό μας να διολισθήσει σε
συζήτηση σχετικά με την ιδιοσυστασία του αρχαιοελληνικού πνεύματος. Ο
παρών τόμος δεν επιχειρεί να προβεί σε συγκρίσεις της πρώιμης
αρχαιοελληνικής πνευματικής ζωής με την αντίστοιχη των γειτονικών
πολιτισμών- αυτό όμως οφείλεται εξολοκλήρου στην έλλειψη χώρου και στην
ανάγκη να. τεθούν ευσύνοπτα όρια σε κάθε ιστορία.
Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν τη μικρή ηλικία του πολιτισμού
τους σε σχέση με τους κατά πολύ παλαιότερους πολιτισμούς της Αιγύπτου
και της Ασίας και την οφειλή των πρώιμων ελληνικοί μαθηματικών και της
αστρονομίας στην Αίγυπτο και τη Βαβυλώνα.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Θαλής και οι Ίωνες συμπατριώτες του γνώριζαν
τις περιγραφές της προέλευσης του κόσμου οι οποίες προέρχονταν από την
Εγγύς Ανατολή και είχαν επηρεαστεί από αυτές. Για τους σκοπούς του
παρόντος τόμου, τα σημαντικά ερωτήματα δεν είναι ποιος διατύπωσε πρώτος
κάτι ή από πού δανείστηκε κάποιος στοχαστής αυτή ή εκείνη την ιδέα, αλλά
τι προσέφεραν ο Ηράκλειτος και οι υπόλοιποι φιλόσοφοι με τις δικές τους
σκέψεις (όπως και αν προέκυψαν αυτές) και σε ποια συμφραζόμενα
τοποθετούσαν οι ίδιοι τον εαυτό τους και το κοινό τους. Υπό το πρίσμα
μιας γενικής θεώρησης, οι Έλληνες δεν ήταν ο μοναδικός αρχαίος λαός που
άρχισε να φιλοσοφεί.
Η σημασία της αρχαιοελληνικής αφετηρίας είναι διπλή - αφενός εξαιτίας
της θέσης της στην αρχή της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής παράδοσης και
αφετέρου εξαιτίας του είδους της φιλοσοφίας που εγκαινίασε.
Οι άνθρωποι συχνά χρησιμοποιούν τη λέξη «παράδοση» κάπως χαλαρά, για να
δηλώσουν ένα μακροχρόνιο σύστημα πρακτικών του οποίου οι ιστορικές
φάσεις συνδέονται διαδοχικά και όχι συσσωρευτικά και ταυτόχρονα. Από τις
πρώτες ελληνικές αρχές της, η παράδοση στη δυτική φιλοσοφία ανήκε στο
δεύτερο είδος, θέτοντας νέα ερωτήματα και προτείνοντας υποθέσεις και
ανασκευές διαρκώς ανατροφοδοτούμενες, επιστρέφοντας σε προηγούμενες
θεωρίες και μεθοδολογίες και αναθεωρώντας τες. Εάν στη φιλοσοφία υπάρχει
πρόοδος, αυτή σε μεγάλο βαθμό σημειώνεται χάρη σε αυτού του τύπου τις
διαλεκτικές αναμετρήσεις με την παράδοση, είτε οι εκάστοτε συμμετέχοντες
αναγνωρίζουν αυτή τη σχέση είτε όχι. Αποτελεί αναπόσπαστο γνώρισμα της
φιλοσοφίας που εκπληρώνει επάξια τον ρόλο της να αντιμετωπίζει τους
παλαιότερους εκπροσώπους της ως συνομιλητές με τους οποίους μπορούμε να
εμπλακούμε σε γόνιμη συζήτηση, ειδικά όταν παραδεχόμαστε τις ιδιαίτερες
ιστορικές συνθήκες που τους απομακρύνουν από εμάς και έτσι συμβάλλουν
στο να σχηματισθεί η προσωπική οπτική γωνία τους. Εάν συζητήσεις αυτού
του τύπου αγνοούν την ιστορία και το πλαίσιο, κινδυνεύουν να μετατραπούν
σε απλή πολεμική, με τεχνητό και μυωπικό χαρακτήρα, ένα ελάττωμα που
ελπίζω να έχει εξολοκλήρου αποφευχθεί στον παρόντα τόμο. Η ένταξη,
αντίθετα, της προσωκρατικής φιλοσοφίας στα συμφραζόμενά της, όπως
επιχειρείται από τους συνεργάτες του παρόντος τόμου, δεν ανήκε στην
ελληνορωμαϊκή πρακτική, αλλά η συμπερίληψη φιλοσόφων του παρελθόντος σε
σημερινές έρευνες έχει μια ιστορία που αποτελεί ουσιαστικό τμήμα της
αρχαιοελληνικής παράδοσης. Ο Αριστοτέλης το διατυπώνει εύστοχα, όταν
γράφει: «Η διερεύνηση της αλήθειας είναι από μια άποψη επίπονη, από άλλη
πάλι εύκολη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι κανένας δεν είναι σε θέση
να προσεγγίσει με επάρκεια την αλήθεια, και κανένας δεν αποτυγχάνει
ολότελα σ’ αυτό, αλλά όταν κάποιος εκφέρει κάποια γνώμη για τη φύση των
πραγμάτων, και όλοι δεν συνεισφέρουν παρά λίγο ή καθόλου στη συγκρότησή
της, από τη συνάθροιση ωστόσο όλων των συμβολών προκύπτει ένα σεβαστό
μέρος της».
Η προσωκρατική φιλοσοφία υπήρξε και αφετηρία της αρχαίας παράδοσης αλλά
και αναπόσπαστο μέρος των μεταγενέστερων φάσεών της. Δεν μπορεί κανείς
να συλλάβει την ύστερη σκέψη του Πλάτωνα με μια ή δύο προτάσεις, χωρίς
να προϋποθέσει ότι μια συνεπής περιγραφή του κόσμου πρέπει να συμφωνεί
τόσο με τον ελεατικό μονισμό και τη σταθερότητα όσο και με τις
ηρακλείτειες αντιθέσεις και την αέναη ροή. Ο Αριστοτέλης συζητά
συστηματικά τους προσωκρατικούς φιλοσόφους στην κριτική του ανασκόπηση
των δεδομένων που ένας ερευνητής πρέπει να λάβει υπόψη του. Όταν
ιδρύονται οι μετααριστοτελικές σχολές, η δημοκρίτεια Ατομική θεωρία
αναβιώνει χάρη στον Επίκουρο, ενώ ο Ζήνωνας ο Κιτιεύς και ο Κλεάνθης, οι
παλαιότεροι αρχηγέτες της Στοάς, έχουν σταθερά προσηλωμένο το βλέμμα
τους προς τον Ηράκλειτο όσον αφορά τη διατύπωση της φυσικής θεωρίας τους
και της θεολογίας τους. Ταυτόχρονα, όταν ο σκεπτικισμός αναγνωρίζεται,
επίσης, ως φιλοσοφική θέση, αρχικά με τον Πύρρωνα και έπειτα με τους
εκπροσώπους της μεταπλατωνικής Ακαδημίας, γίνεται αναδρομή στον
Ξενοφάνη, τον Πρωταγόρα και τον Δημόκριτο. Ο Πυθαγορισμός έχει ένα
μέλλον που θα αποκτά ολοένα μεγαλύτερη δυναμική στα πρωτοχριστιανικά
χρόνια, και την αριθμολογία του την είχαν ήδη ενστερνιστεί οι πρώιμοι
πλατωνικοί φιλόσοφοι.
Αν εξαιρέσουμε παρόμοιες προφανείς ενδείξεις για την επιβίωση των
προσωκρατικών φιλοσόφων, μερικές από τις πλέον αντιπροσωπευτικές
διδασκαλίες τους προσλαμβάνουν αξιωματικό χαρακτήρα σε όλους τους
μεταγενέστερους στοχαστές που δεν είναι σκεπτικιστές. Σε αυτές τις
διδασκαλίες περιλαμβάνονται η παρμενίδεια αρχή ότι η πραγματικότητα ως
έχει δεν μπορεί να αναχθεί στα καθημερινά φαινόμενα ή απλώς να ταυτιστεί
μαζί τους· η εμπεδόκλεια επιλογή της γης, του αέρα, της φωτιάς και του
νερού ως πρωταρχικών στοιχείων· και προπαντός, η παραδοχή ότι ο κόσμος
στο σύνολό του είναι μια νοηματοδοτημένη δομή που διέπεται από βαθύτερες
αρχές προσπελάσιμες από την ανθρώπινη νόηση. Στο τέλος της περιόδου που
εξετάζουμε, μορφές όπως ο Δημόκριτος, ο Αναξαγόρας και ο Διογένης ο
Απολλωνιάτης προετοιμάζουν το έδαφος για το μείζον κοσμολογικό ερώτημα
που επρόκειτο με το πλήρωμα του χρόνου να συνασπίσει Πλατωνικούς,
Αριστοτελικούς και Στωικούς εναντίον των ατομικών Επικούρειων -το
ερώτημα εάν ο κόσμος κυβερνάται από έναν νου που έχει θέσει στόχους ή
από απλές μηχανιστικές δυνάμεις. Στους τομείς της περί ψυχής θεωρίας
καθώς και της επιστημολογίας οι θεωρίες των προσωκρατικών φιλοσόφων
εξακολουθούν να επηρεάζουν τον ύστερο αρχαιοελληνικό στοχασμό, όπως
συμβαίνει, για παράδειγμα, στις αντιπαραθέσεις σχετικά με τη σύνθεση της
ψυχής ή την αξιοπιστία της αισθητηριακής αντίληψης.
Ακόμη και έξω από το πλαίσιο της φιλοσοφικής παράδοσης οι Προσωκρατικοί
έχουν αιχμαλωτίσει τη φαντασία νεότερων συγγραφέων: ο Matthew Arnold
τιτλοφόρησε ένα από τα πιο φιλόδοξα ποιήματά του «Empedocles
on Etna»· ο Τ. S. Eliot
έθεσε ως προμετωπίδα στα Τέσσερα Κουαρτέτα δύο παραθέματα
από τον Ηράκλειτο - ο Tom Stoppard, στο έργο
του Jumpers, ανακαλεί στη μνήμη το βέλος του
Ζήνωνα, το οποίο δυστυχώς σκοτώνει έναν λαγό, και έτσι παραπέμπει σε
ακόμη ένα παράδοξο του Ζήνωνα· ο Karl Marx συνέταξε τη διδακτορική διατριβή του με θέμα τις διαφορές μεταξύ
Επικούρειας και Δημοκρίτειας φιλοσοφίας· και ο Oswald
Spengler, συγγραφέας του έργου Η παρακμή της Δύσης, συνέταξε τη
διδακτορική του διατριβή με θέμα τον Ηράκλειτο. Δεν πρόκειται παρά για
ελάχιστες ενδείξεις της εξαιρετικής επιρροής που άσκησε η προσωκρατική
φιλοσοφία στην πολιτισμική μας ευαισθησία.