ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΗΛΙΑΙΑΣ
ομώνυμο κεφάλαιο από το έργο της
ΣΟΦΙΑΣ ΑΔΑΜ-ΜΑΓΝΗΣΑΛΗ
(καθ. Ιστορίας του δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου)
«Η ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ
ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ»
I. Εισαγωγικά
Το κατεξοχήν όργανο της απονομής της δικαιοσύνης στην Αθήνα ήταν το
δικαστήριο της Ηλιαίας.
Δημιουργήθηκε από το Σόλωνα στις αρχές του 6ου π.Χ. αι. (594/3 π.Χ.),
για να δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των αρχόντων.
Πριν από τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, η δικαιοσύνη βρισκόταν στα χέρια
των αρχόντων και της Βουλής του Αρείου Πάγου. Όπως χαρακτηριστικά
τονίζει ο Αριστοτέλης, οι άρχοντες ήταν «κύριοι των νόμων».
Με τη δημιουργία του δικαστηρίου της Ηλιαίας η κατάσταση άλλαξε. Το νέο
δικαστήριο κατέλαβε μια ιδιαίτερα σημαντική θέση στο δικαστικό σύστημα
της Αθήνας. Ο Πλούταρχος, υπογραμμίζοντας τη σημασία του, αναφέρει ότι ο
Σόλων άφησε ηθελημένα κενά στους νόμους, επιτρέποντας έτσι στους
δικαστές να αποφασίζουν μόνοι τους για ορισμένα θέματα που έφταναν
ενώπιον τους, και για τα οποία δεν υπήρχε ρύθμιση στη σολώνεια
νομοθεσία. Με αυτόν τον τρόπο, αναφέρει ο Πλούταρχος, ο Σόλων κατέστησε
τους δικαστές της Ηλιαίας «κυρίους των νόμων».
Η ισορροπία μεταξύ των δύο λειτουργιών, εκτελεστικής και δικαστικής,
είχε αρχίσει να μεταβάλλεται. Συγκρίνοντας κανείς τα δύο χωρία, αυτό του
Αριστοτέλη και αυτό του Πλούταρχου, διακρίνει υι μεταβίβαση της
«κυριαρχίας επί των νόμων» από τους άρχοντες στη «λαϊκή» δικαιοσύνη,
στους δικαστές της Ηλιαίας και κατ’ επέκτασιν σ’ ολόκληρο τον αθηναϊκό
λαό. Έτσι ο αθηναϊκός λαός που ήταν ήδη «κύριος της πολιτείας» έγινε και
«κύριος της δικαιοσύνης».
Στην αρχή η Ηλιαία δεν αποτελούσε όργανο της πόλης. Όλοι οι ενήλικοι
Αθηναίοι πολίτες που συγκροτούσαν την Εκκλησία του Δήμου, συγκροτούσαν
και την Ηλιαία.
Ετυμολογικά η λέξη Ηλιαία φαίνεται να προέρχεται από το επίθετο
ἁλής που
σημαίνει ολόκληρος, συγκεντρωμένος, μαζεμένος. Το ρήμα
ἁλίζω σημαίνει
«συγκεντρώνω» και η Ηλιαία αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση των πολιτών με
σκοπό την απόδοση δικαιοσύνης.
Η λειτουργία της ήταν παράλληλη με εκείνη της Εκκλησίας του Δήμου. Έτσι,
η συνέλευση των Αθηναίων πολιτών άλλοτε συγκροτείτο για την ψήφιση των
νόμων και για υποθέσεις πολιτικής φύσεως και άλλοτε συγκροτείτο σε
δικαστήριο προκειμένου να ασκήσει τη δικαστική της εξουσία. Αυτός ήταν
και ο λόγος που οι διάδικοι απευθυνόμενοι στους δικαστές τους
προσφωνούσαν: Ώ άνδρες Αθηναίοι.
Στη συνέχεια η συγκρότηση της Ηλιαίας άρχισε να γίνεται με ένα
«αντιπροσωπευτικό» σύστημα και με περιορισμένο αριθμό πολιτών, ένα σώμα
6.000 δικαστών.
Οι βασικές προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στο δικαστήριο της Ηλιαίας ήταν
η αθηναϊκή «πολιτεία», η κατάλληλη ηλικία και τα πλήρη πολιτικά
δικαιώματα. Έπρεπε δηλαδή ο δικαστής να είναι κατ’ αρχήν Αθηναίος
πολίτης. Μετά τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, Αθηναίος θεωρείτο όποιος είχε
γεννηθεί από Αθηναίους γονείς.
Ο δικαστής έπρεπε, επίσης, να είναι τουλάχιστον 30 ετών.
Για τους δικαστές, όπως άλλωστε και για τους περισσότερους
αξιωματούχους, απαιτείτο ένα υψηλότερο ηλικιακό όριο απ’ αυτό που
απαιτείτο για τη συμμετοχή του Αθηναίου στην Εκκλησία του Δήμου,
προφανώς για να έχουν μεγαλύτερη ωριμότητα και εμπειρία για το έργο που
θα επιτελούσαν. Άλλωστε, το ηλικιακό όριο που απαιτείτο για τους
δημόσιους διαιτητές ήταν το εξηκοστό έτος. Για την εποχή εκείνη που ο
προσδόκιμος μέσος όρος ζωής ήταν πολύ χαμηλός (25 έτη), η ηλικία των
τριάντα ετών δεν αποτελούσε ασφαλώς νεαρή ηλικία (γέροντες τους αποκαλεί
ο Αριστοφάνης στους Σφήκες).
Οι άνδρες αυτής της ηλικίας αποτελούσαν περίπου το ένα τρίτο του συνόλου
των αρρένων πολιτών ηλικίας άνω των είκοσι ετών.
Για να ορισθεί κάποιος δικαστής έπρεπε ακόμη να έχει πλήρη πολιτικά
δικαιώματα. Δεν έπρεπε δηλαδή να έχει καταδικαστεί σε στέρηση των
πολιτικών του δικαιωμάτων (ατιμία) ούτε να έχει χρέη προς την πόλη. Αν
παρά ταύτα κάποιος συμμετείχε παράνομα ως δικαστής σε σύνθεση
δικαστηρίου, η πράξη του ήταν αξιόποινη και θεωρείτο ιδιαίτερα σοβαρή. Ο
Δημοσθένης αναφέρει ότι είχε επιβληθεί κάποτε η θανατική ποινή σε
δημόσιο οφειλέτη.
Ο Δημοσθένης αναφέρεται βέβαια σε περιστατικό παλαιότερης εποχής, αλλά η
ποινή του θανάτου ήταν πάντως ιδιαίτερα αυστηρή ποινή. Την εποχή πάντως
της Αθηναίων Πολιτείας ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε επιβολή χρηματικού
προστίμου σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Το πρόστιμο έπρεπε να πληρωθεί αμέσως, αλλιώς ο καταδικασθείς κρατείτο
στο δεσμωτήριο μέχρι την αποπληρωμή του. Η κράτηση αυτή του οφειλέτη της
πόλης αποτελούσε εξαίρεση του κανόνα που εισήγαγε ο Σόλων, σύμφωνα με
τον οποίο δεν επιτρεπόταν κράτηση του οφειλέτη.
II. Σύνθεση ίων δικαστηρίων της Ηλιαίας
Στις αρχές κάθε χρόνου 6.000 πολίτες επιλέγονταν με κλήρωση από όλες τις
φυλές, για να συμμετάσχουν ως δικαστές στο δικαστήριο της Ηλιαίας.
Κληρώνονταν 600 ανά φυλή, από τους οποίους οι 500 ήταν τακτικά μέλη και
οι 100 αναπληρωματικά.
Αρχικά ο αριθμός των 6.000 πολιτών ήταν πιθανότατα ο ελάχιστος
απαιτούμενος αριθμός, όπως ακριβώς και στην Εκκλησία ίου Δήμου απαιτείτο
ο αριθμός ίων 6.000 πολιτών σε ορισμένες ιδιαίτερα σημαντικές
περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στον οστρακισμό.
Αργότερα όμως, ο αριθμός των 6.000 αντιπροσώπευε τον αριθμό των πολιτών
που κληρώνονταν κάθε χρόνο για δικαστές.
Την εποχή του Αριστοτέλη φαίνεται ότι έπαψε να ισχύει ο αριθμητικός
περιορισμός των 6.000 δικαστών, και έτσι στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα
κάθε Αθηναίος πολίτης, χωρίς να έχει κληρωθεί στην αρχή της χρονιάς,
μπορούσε να παρουσιαστεί και να διοριστεί δικαστής. Όσο όμως ο αριθμός
αυτός παρέμενε υποχρεωτικός (5ος και αρχές 4ου π.Χ. αιώνα) σι δικαστές
κληρώνονταν από τις δέκα φυλές.
Οι 6.000 δικαστές φαίνεται πως σπάνια συνεδρίαζαν σε ολομέλεια. Η μόνη
γνωστή περίπτωση είναι η υπόθεση της βεβήλωσης των Ελευσίνιων Μυστηρίων
το 415 π.Χ..
Η Ηλιαία συνεδρίαζε συνήθως με μικρότερη σύνθεση και ο αριθμός των
δικαστών ποίκιλλε ανάλογα με τη φύση των υποθέσεων. Οι κοινές ιδιωτικές
υποθέσεις δικάζονταν συνήθως από λιγότερους δικαστές, που ο αριθμός τους
καθοριζόταν από την αξία του επιδίκου αντικειμένου: α) αν η αξία του
επιδίκου αντικειμένου ήταν κατώτερη των 1.000 δραχμών, δίκαζαν 201
δικαστές και β) αν η αξία του επιδίκου αντικειμένου ήταν ανώτερη των
1.000 δραχμών, δίκαζαν 401 δικαστές.
Σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις που οι εκδικαζόμενες υποθέσεις ήταν
σημαντικές, παρατηρείται ένας μεγαλύτερος αριθμός δικαστών. Στη δίκη του
Περικλή το δικαστήριο συγκροτήθηκε από 1501 δικαστές.
Στη δίκη των πολιτών για τη συνωμοσία κατά των Τριάκοντα Τυράννων το 404
π.Χ., υπόθεση που αφορούσε την ασφάλεια του κράτους, το δικαστήριο
συγκροτήθηκε από 2.001 δικαστές. Όταν ο Δημοσθένης κατηγόρησε τον
Τιμοκράτη για παράνομη πρόταση ψηφίσματος (γραφή παρανόμων) στη δίκη
μετείχαν 1001 δικαστές.
Ο Λυσίας στα τέλη του 5ου αιώνα αναφέρεται σε μια υπόθεση που ψήφισαν
2.000 δικαστές
και ο Ισοκράτης, την ίδια περίπου περίοδο, αναφέρεται σε ένα δικαστήριο
που συγκροτήθηκε από 700 δικαστές.
Την εποχή του Αριστοτέλη, οι συνήθεις δημόσιες δίκες απαιτούσαν ένα σώμα
501 δικαστών και σι σημαντικότερης σημασίας δίκες ένα σώμα 1001 ή 1501
δικαστών.
Η προσθήκη του ενός επιπλέον αυτού δικαστή που καθιστούσε μονό το
συνολικό αριθμό των δικαστών, έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις μεταξύ
των μελετητών, αλλά καμιά από τις υποθέσεις που διατυπώθηκαν δεν είναι
απολύτως πειστική. Ο θεωρητικός λόγος της ύπαρξης μονού αριθμού δικαστών
ήταν η αποφυγή ισοψηφίας. Στην πράξη όμως ο επιπλέον δικαστής δεν ήταν
απαραίτητος, γιατί σε περίπτωση ισοψηφίας η απόφαση ήταν υπέρ του
εναγομένου/κατηγορουμένου (in dubio pro reo,
όπως ακριβώς ίσχυε στο ρωμαϊκό δίκαιο) και επομένως είναι δυσεξήγητη η
παρουσία του.
III. Η συγκρότηση των δικαστηρίων
Για τη συγκρότηση του σώματος των δικαστών, ανεξάρτητα από τον αριθμό
τους, η διαδικασία δεν ήταν ακριβώς ίδια σε όλη τη διάρκεια του 5ου και
του 4ου π.Χ. αιώνα.
Κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα οι δικαστές που κληρώνονταν για έναν χρόνο
δίκαζαν στα ίδια δικαστήρια, ενώ τον 4ο π.Χ. αιώνα κληρώνονταν κάθε μέρα
για διαφορετικό δικαστήριο.
Το 422 π.Χ., σύμφωνα με πληροφορίες που αντλούμε από τον Αριστοφάνη, οι
Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν ως δικαστήρια διάφορα κτήρια στα οποία
εκδικάζονταν ταυτόχρονα διάφορες υποθέσεις. Οι Ένδεκα δίκαζαν στο
Παράβυστον
και ο επώνυμος άρχων σε κάποιο άλλο κτήριο ή και στο Ωδείον που αρχικά
είχε ανεγερθεί για μουσικές παραστάσεις.
Γίνεται επίσης αναφορά στο Καινόν δικαστήριο και σ’ ένα άλλο δίπλα στον
τάφο του ήρωα Λύκου.
Σαν δικαστήριο χρησιμοποιήθηκε τον 4ο π.Χ. αιώνα και η Ποικίλη Στοά.
Το θέατρο του Διονύσου και η Πνύκα χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως δικαστήρια
τον 5ο π.Χ. αιώνα, όταν κάποιες δίκες απαιτούσαν πολύ μεγάλο αριθμό
δικαστών.
Στο Ωδείον χωρούσαν άνετα 500 και περισσότεροι δικαστές και φαίνεται πως
οι θέσεις τους δεν ήταν προκαθορισμένες. Σε άλλα όμως δικαστήρια ο χώρος
ήταν περιορισμένος και, σύμφωνα με τον Αριστοφάνη, οι δικαστές ήταν
στριμωγμένοι.
Αργότερα, μετά το 409 π.Χ., οι χώροι των δικαστηρίων διαιρέθηκαν σε 25
μέρη (που διακρίνονταν με τα γράμματα Α-Ω και την προσθήκη ενός ακόμη
γράμματος Τ). Οι δικαστές έπρεπε να καθίσουν στην πτέρυγα του γράμματος
που είχε το χάλκινο σύμβολον που διανεμόταν σε όλους τους δικαστές. Όλες
αυτές οι προφυλάξεις προβλέπονταν για να μη μπορούν οι δικαστές να
σχηματίζουν ομάδες φίλων, συγγενών κ.λπ.
Ο χώρος των δικαστηρίων περιβαλλόταν από έναν ξύλινο φράκτη (δρύφακτοι)
με μία είσοδο (κιγκλίς) η οποία έκλεινε νωρίς από τον άρχοντα και δεν
επιτρεπόταν να εισέλθουν όσοι είχαν μεν ήδη ορισθεί δικαστές, όσο καιρό
ίσχυε το παλαιότερο σύστημα διορισμού των δικαστών, αλλά έφταναν
αργοπορημένοι.
Το κοινό που ήθελε να παρακολουθήσει έμενε έξω από την είσοδο.
Τον 4ο π.Χ. αιώνα, περί το 340 π.Χ., οι Αθηναίοι συγκέντρωσαν τα κτήρια
των δικαστηρίων σε έναν ενιαίο χώρο, πιθανότατα στην Αγορά, όπως
προκύπτει και από ορισμένες επιγραφές που βρέθηκαν εκεί.
Αυτό έγινε για να μην υπάρχει τρόπος να προσεγγίσουν οι ενδιαφερόμενοι
τους δικαστές με σκοπό τη δωροδοκία τους, την ώρα που θα πήγαιναν στα
δικαστήριά τους, όπως γινόταν παλαιότερα.
Όταν τελείωνε η κλήρωση των δικαστών και πριν αρχίσει η εκδίκαση των
υποθέσεων η εξωτερική πύλη άνοιγε και όσοι ήθελαν να παρακολουθήσουν μια
δίκη μπορούσαν να πλησιάσουν.
Η διαδικασία για τη συγκρότηση του σώματος των δικαστών από το τέλος του
5ου ως τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ήταν απλούστερη από αυτήν που
περιγράφεται στην Αθηναίων Πολιτεία (που γράφηκε περί το 325 π.Χ.). Τον
5ο π.Χ. αιώνα οι άνδρες που ορίζονταν δικαστές διαιρούνταν σε δέκα
δικαστικές ομάδες (από το Α-Ι<) με ίσο αριθμό ανδρών από τις δέκα φυλές
και γινόταν μια κλήρωση με σφαιρίδια που τραβούσαν μέσα από την
κηθίδα ή το
κηθάριον (είδος
δοχείου).
Για τη συγκρότηση του σώματος των δικαστών τον 4ο π.Χ. αιώνα
ακολουθείτο μια περίπλοκη διαδικασία που περιγράφεται με πολλές
λεπτομέρειες από τον συγγραφέα της Αθηναίων Πολιτείας.
Το δικαστήριο της Ηλιαίας, που την εποχή που περιγράφει ο Αριστοτέλης
βρισκόταν πιθανότατα στο Ν.Δ. άκρον της Αγοράς, είχε δέκα κλειστές
εισόδους, μία για κάθε φυλή, που οδηγούσαν σε μια αυλή ή διάδρομο προς
τις αίθουσες των δικαστηρίων.
Στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα, όσοι υποψήφιοι επιθυμούσαν να υπηρετήσουν
ως δικαστές, νωρίς το πρωί κατά τις ημέρες που λειτουργούσαν τα
δικαστήρια συγκεντρώνονταν κατά φυλές μπροστά στις δέκα εισόδους.
Στις εισόδους αυτές υπήρχαν εκατό συνολικά κιβώτια, δέκα για κάθε φυλή,
στα οποία τοποθετούσαν οι υποψήφιοι δικαστές τα πινάκιά τους.
Την πρώτη φορά που κάποιος εκλεγόταν ηλιαστής στην αρχή του έτους,
παραλάμβανε ένα είδος δικαστικής ταυτότητας, το δικαστικό
πινάκιον (βλ.
εικόνα 1). Επρόκειτο για μια μικρή πινακίδα (αρχικά μεταλλική και
αργότερα ξύλινη) στην οποία ανέγραφε το όνομά του, το πατρώνυμό του και
το όνομα του δήμου (δημοτικόν)
στον οποίο ανήκε. Στα πινάκια αυτά ήταν επίσης γραμμένο και ένα από τα
πρώτα δέκα γράμματα της αλφαβήτου (από το Α έως το Κ), σύμφωνα με το
σύστημα των δέκα φυλών. Από τους 600 περίπου υποψήφιους δικαστές που
υπήρχαν σε κάθε φυλή οι 60 είχαν το ίδιο γράμμα (από το Α έως το Κ). Ο
ίδιος αριθμός υποψήφιων δικαστών με καθένα από τα δέκα γράμματα (Α-Κ)
υπήρχε κατά προσέγγιση και στις δέκα φυλές.
Το «δικαστικό πινάκιο» χορηγείτο στους Αθηναίους μόνο την πρώτη φορά που
παρουσιάζονταν για δικαστές και έπρεπε να το διατηρήσουν για όλη τους τη
ζωή. Όπως διαπιστώνεται από τα ευρήματα των τάφων, πολλοί ενταφιάζονταν
μ’ αυτά. Μερικές φορές όμως οι κληρονόμοι, στις πιο φτωχές οικογένειες,
πουλούσαν τα δικαστικά πινάκια, διότι ορισμένα έχουν βρεθεί με σβησμένο
το πρώτο όνομα και ξαναγραμμένο ένα άλλο όνομα.
Στις αρχαιολογικές ανασκαφές έχουν βρεθεί περίπου 170-200 τέτοια
ορειχάλκινα πινάκια που έχουν διαστάσεις περί τα 11 εκ. μήκος, 2 εκ.
πλάτος και 3 χιλ. πάχος.
Την εποχή του Αριστοτέλη ήταν ξύλινα, από ξύλο πύξου, αλλά ασφαλώς
τέτοια πινάκια δεν βρέθηκαν, εφόσον το ξύλο φθείρεται και δεν
διατηρείται.
Κάθε υποψήφιος έπρεπε να τοποθετήσει ίο πινάκιό ίου στο αντίστοιχο με το
γράμμα του (Α-Κ) κιβώτιο της φυλής του. Στις εισόδους του δικαστηρίου
υπήρχε ένας ακόμη αριθμός κιβωτίων που ποίκιλλε ανάλογα με τα δικαστήρια
που θα λειτουργούσαν και χρησίμευε για να τοποθετηθούν στο τέλος ανά
δικαστήριο, τα πινάκια όσων θα κληρώνονταν δικαστές για εκείνη την
ημέρα.
Οι εννέα άρχοντες με το γραμματέα τους, σύμφωνα με την Αθηναίων
Πολιτεία, διενεργούσαν την όλη κλήρωση των δικαστών.
Στην αρχή ένας δημόσιος δούλος ανακινούσε τα κιβώτια και καθένας από
τους άρχοντες τραβούσε για τη φυλή του ένα δικαστικό πινάκιο από κάθε
κιβώτιο για να κληρωθεί ο λεγόμενος «ἐμπήκτης».
Ο «ἐμπήκτης»
κληρωνόταν για να τοποθετήσει, στη συνέχεια, τα πινάκια μέσα στις
«μηχανές κληρώσεως». Ο
ἐμπήκτης, όπως σχολιάζει ο Αριστοτέλης, ήταν κληρωτός, ώστε η
εισαγωγή των πινακίων να γίνεται από ένα άλλο άτομο κάθε μέρα και να
αποφεύγονται έτσι οι παρανομίες.
Υπήρχε επομένως ένας
ἐμπήκτης για όλους τους υποψήφιους της ίδιας φυλής με το ίδιο
γράμμα του αλφαβήτου (Α-Κ) στο πινάκιό τους.
Η κλήρωση μεταξύ των υποψήφιων μελών κάθε δικαστηρίου (κάθε τμήματος)
γινόταν με μία συσκευή που ονομαζόταν κληρωτήριον. Υπήρχαν είκοσι
κληρωτήρια, δύο για κάθε φυλή, τοποθετημένα στις εισόδους του
δικαστηρίου. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής
Σχολής στην Αγορά έφεραν στο φως ένα τέτοιο κληρωτήριον ελληνιστικής
περιόδου, το οποίο βρίσκεται σήμερα στο μουσείο της αρχαίας Αγοράς.
Η βοήθεια των αρχαιολογικών δεδομένων ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την
κατανόηση της λειτουργίας αυτών των «μηχανών κληρώσεως». Παρά τη
λεπτομερή περιγραφή του Αριστοτέλη στην Αθηναίων Πολιτεία, ο μηχανισμός
της κλήρωσης ήταν πολύ δύσκολα κατανοητός πριν βρεθεί το κληρωτήριον.
Στην αρχή οι μελετητές πίστευαν ότι τα κληρωτήρια ήταν αίθουσες στις
οποίες γινόταν η κλήρωση και ότι τα δικαστήρια είχαν δέκα εισόδους που
οδηγούσαν σε είκοσι τέτοιες αίθουσες.
Τα δύο κληρωτήρια (όπως φαίνεται από το σχέδιό χους στην εικόνα 2)
αποτελούνταν από μια μεγάλη μαρμάρινη στήλη πάνω σε βάση, χωρισμένη σε
πέντε κάθετες στήλες, τις κανονίδες. Στο πάνω μέρος κάθε κανονίδος ήταν
γραμμένο ένα γράμμα της αλφαβήτου. Στο πρώτο κληρωτήριο κάθε φυλής ήταν
γραμμένα τα γράμματα A, Β, Γ, Δ, Ε, και στο
δεύτερο τα γράμματα Ζ, Η, θ, I, Κ.
Σε κάθε κάθετη στήλη, κάτω από τα γράμματα, υπήρχαν οριζόντιες εγκοπές,
συνολικά περίπου 500 (50 περίπου σε κάθε στήλη). Σ’ αυτές τις εγκοπές
χωρούσαν ακριβώς τα δικαστικά πινάκια.
Καθένας από τους δέκα
ἐμπήκτας κάθε φυλής έπαιρνε τα πινάκια από το κιβώτιο που του
αντιστοιχούσε και τα τοποθετούσε (ἐμπηγνύναι.)
στις σχισμές της στήλης που είχε το ίδιο γράμμα με το κιβώτιο με τρόπο
που να μη φαίνεται το γραμμένο στο πινάκιο όνομα παρά μόνο το γράμμα
(Α-Κ) που ήταν γραμμένο σε κάθε πινάκιο.
Κατά μήκος της αριστερής πλευράς του κληρωτηρίου ήταν τοποθετημένος ένας
χάλκινος κοίλος σωλήνας (ὑδρία)
ο οποίος είχε άνοιγμα σχήματος χωνιού στο επάνω άκρο και κινητό πώμα στο
κάτω άκρο του (βλ. εικόνα 2). Μέσα στην ὑδρία τοποθετούνταν
μαύροι και άσπροι χάλκινο! «κύβοι», που προηγουμένως είχαν ανακατευθεί.
Σε προγενέστερες του Αριστοτέλη περιόδους οι κύβοι ήταν ξύλινοι.
Το κληρωτήριο ελληνιστικής εποχής που βρέθηκε στην Αγορά ήταν
σχεδιασμένο για σφαιρίδια και όχι για κύβους. Προφανώς στην ελληνιστική
εποχή οι κύβοι είχαν αντικατασταθεί από σφαιρίδια.
Ο αριθμός των άσπρων ή των μαύρων κύβων ήταν υπολογισμένος, ώστε κάθε
κύβος να αντιστοιχεί σε δέκα δικαστικά πινάκια απ’ αυτά που βρίσκονταν
τοποθετημένα στις οριζόντιες εγκοπές κάτω από τα γράμματα Α έως Ε και Ζ
έως Κ και να μπορεί έτσι να συμπληρωθεί με την κλήρωση ο απαιτούμενος,
κάθε φορά, αριθμός δικαστών.
Ο άρχοντας άνοιγε το πώμα στο κάτω άκρο του σωλήνα και άφηνε να πέσει
ένας ένας κύβος σε ένα καλάθι που υπήρχε κάτω από κάθε κανονίδα. Αν ο
κύβος ήταν λευκός σήμαινε την κλήρωση ως μελών του δικαστηρίου της
Ηλιαίας για τις συνεδριάσεις εκείνης της ημέρας των δέκα ονομάτων των
πινακίων της οριζόντιας σειράς του κληρωτηρίου, αρχίζοντας από την
πρώτη. Αν ο κύβος ήταν μαύρος σήμαινε τον αποκλεισμό των ονομάτων των
δέκα πινακίων από τη συνεδρίαση της Ηλιαίας. Στον αριθμό των δικαστών
που επιλέγονταν με την κλήρωση συμπεριλαμβάνονταν όλοι οι
ἐμπῆκται. Η
διαδικασία επαναλαμβανόταν μέχρις ότου συμπληρωθεί ο αναγκαίος αριθμός
δικαστών.
Ο άρχων έπαιρνε τα πινάκια και ανακοίνωνε τα ονόματα ίων κληρωθέντων. Τα
πινάκια ίων μη κληρωθέντων παρέμεναν στις εγκοπές του κληρωτηρίου μέχρι
να τελειώσει όλη η διαδικασία της κλήρωσης.
Στη συνέχεια ο κήρυκας καλούσε τους άνδρες που είχαν κληρωθεί να
τραβήξουν μέσα από μια άλλη υδρία μία βάλανο. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς
ήταν η βάλανος, αλλά επειδή σήμαινε βαλανίδι υποθέτουμε ότι την εποχή
του Αριστοτέλη χρησιμοποιούσαν σύμβολα σε σχήμα βελανιδιού. Τα σύμβολα
αυτά είχαν επάνω τους γραμμένο ένα γράμμα από το Λ και πέρα, ανάλογα με
τον αριθμό των δικαστηρίων που έπρεπε να επανδρωθούν εκείνη την ημέρα.
Το γράμμα της βαλάνου κάθε δικαστή προσδιόριζε σε ποιο δικαστήριο
οριζόταν μέλος, διότι τα δικαστήρια (τα τμήματα εκείνης της ημέρας)
διακρίνονταν επίσης με γράμματα από το Λ και πέρα. Δεν πρέπει μάλλον να
υπήρχαν περισσότερα από τρία κάθε φορά.
Τα γράμματα που διέκριναν κάθε δικαστήριο καθορίζονταν επίσης με κλήρωση
που διενεργούσαν οι θεσμοθέτες νωρίς το πρωί της ίδιας ημέρας.
Κληρωνόταν ένας θεσμοθέτης και η κλήρωση που διενεργούσε για το γράμμα
που θα τοποθετείτο σε κάθε αίθουσα ήταν απλή, χωρίς κληρωτήριο ή κάτι
άλλο. Στη συνέχεια ένας δημόσιος δούλος τοποθετούσε σε κάθε αίθουσα το
γράμμα που είχε κληρωθεί. Κάθε αίθουσα δικαστηρίου ξεχώριζε όμως από τις
υπόλοιπες όχι μόνο από το γράμμα της, αλλά και από το διαφορετικό χρώμα
που είχε το υπέρθυρο (σφηκίσκος) της εισόδου της.
Κάθε δικαστής για να προχωρήσει από την πύλη προς το εσωτερικό της αυλής
των δικαστηρίων έδειχνε τη βάλανο με το γράμμα Λ, Μ, Ν κλπ. στον άρχοντα
και εκείνος τοποθετούσε συγχρόνως το πινάκιο του δικαστή σ’ ένα κιβώτιο
με το ίδιο γράμμα, από τα δεύτερα αυτά τα κιβώτια που ήταν τοποθετημένα
κοντά στις εισόδους.
Ο δικαστής έπρεπε να ξαναδείξει τη βάλανο στον υπάλληλο του δικαστηρίου
για να μπορέσει να προχωρήσει στην αίθουσά του. Δίπλα σε κάθε είσοδο
ήταν τοποθετημένες χρωματισμένες βακτηρίες, τόσες όσοι και οι δικαστές,
με τα ίδια χρώματα του υπέρθυρου των αιθουσών του δικαστηρίου. Ο
υπάλληλος έδινε στο δικαστή μια βακτηρία που το χρώμα της αντιστοιχούσε
στο γράμμα της βαλάνου του.
Ο κάθε δικαστής έπρεπε να πάει στην αίθουσα που θα συνεδρίαζε το
δικαστήριο του γράμματος της βαλάνου του και συγχρόνως του χρώματος της
βακτηρίας του. Αν πήγαινε σε άλλο δικαστήριο τον πρόδιδε το χρώμα της
βακτηρίας του.
Είναι σαφές ότι, ακόμη και μετά την κλήρωσή τους οι δικαστές δεν ήταν
δυνατόν να επιλέξουν μόνοι ιους αίθουσα και τμήμα. Επομένως, σε μια δίκη
δεν μπορούσε κανείς να συγκεντρώσει δικαστές της δικής του επιλογής.
Όταν οι δικαστές εισέρχονταν στην αίθουσα του δικαστηρίου παρέδιδαν τη
βάλανο και τη βακτηρία τους στον αρμόδιο υπάλληλο και λάμβαναν ένα
σύμβολον που τους χρησίμευε για να καθίσουν στις θέσεις τους. Όπως και
τα προηγούμενα χρόνια οι αίθουσες ήταν διαιρεμένες σε 25 τμήματα και
κάθε σύμβολον είχε επάνω του ένα γράμμα (Α-Ω και το Τ) που αντιστοιχούσε
στις θέσεις που έπρεπε να καθίσουν.
Το σύστημα αυτό της συγκρότησης των δικαστηρίων δεν ήταν ούτε εύκολο
ούτε απλό. Σκοπός όμως των πολλών ασφαλιστικών δικλίδων σ’ αυτή τη
διαδικασία κλήρωσης ήταν αφενός η διασφάλιση της ισότητας των ευκαιριών
κάθε πολίτη να εκλεγεί δικαστής και αφετέρου η αποτροπή της νοθείας,
εφόσον ήταν τυχαία τόσο η τοποθέτηση των πινακίων στο κληρωτήριον, όσο
και η εισαγωγή λευκών ή μαύρων κύβων στην
ὑδρία. Επομένως
οι δικαστές ήταν αδύνατο να γνωρίζουν εκ των προτέρων το τμήμα στο οποίο
θα δίκαζαν. Ακόμη και ο καθορισμός της θέσης τους μέσα στην αίθουσα ήταν
τυχαίος. Η διαδικασία αυτή βοήθησε ασφαλώς πολύ στον περιορισμό της
νοθείας, της διαφθοράς και της δωροδοκίας των δικαστών διότι μετά την
κλήρωσή τους δεν ήταν δυνατόν να τους προσεγγίσει κάποιος.
Με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή με τα δύο κληρωτήρια, κληρώνονταν και τα
δικαστήρια στα οποία θα προήδρευε κάθε αξιωματούχος. Υπήρχαν δύο ειδών
χάλκινοι κύβοι. Οι πρώτοι είχαν τα ονόματα των αξιωματούχων και οι
δεύτεροι τα χρώματα των αιθουσών των δικαστηρίων. Κληρώνονταν δύο
θεσμοθέτες για να πραγματοποιήσουν την κλήρωση αυτή. Αφού ανακινούσαν
τους κύβους τους τοποθετούσαν στην
ὑδρία του
κληρωτηρίου και έναν έναν τους άφηναν να πέσουν. Ο αξιωματούχος που
αναγραφόταν στον πρώτο κύβο αναλάμβανε το δικαστήριο που κληρωνόταν
συγχρόνως πρώτο από το δεύτερο κληρωτήριο. Επομένως κανένας αξιωματούχος
δεν ήξερε εκ των προτέρων σε ποιο δικαστήριο θα δίκαζε και με ποιους
δικαστές.
Ο πρόεδρος κάθε δικαστηρίου μετέβαινε στην αίθουσά του και πρώτα κλήρωνε
δέκα δικαστές που θα βοηθούσαν στη διεξαγωγή της δίκης. Έπαιρνε τυχαία
δέκα πινάκια από τα κιβώτια στα οποία είχε τοποθετήσει τους κληρωθέντες
δικαστές της αίθουσάς του. Τα τοποθετούσε σε ένα άλλο άδειο κιβώτιο και
κλήρωνε με τη σειρά πέντε δικαστές. Ο δικαστής, του οποίου το όνομα ήταν
στο πρώτο πινάκιο που κληρωνόταν, ήταν υπεύθυνος για την κλεψύδρα (επί
το ύδωρ) και οι επόμενοι τέσσερις δικαστές ήταν υπεύθυνοι για την
διανομή και καταμέτρηση των ψήφων (ἐπί
τάς ψήφους).
Οι υπόλοιποι πέντε που δεν κληρώνονταν είχαν την επίβλεψη της καταβολής
του μισθού στους δικαστές στο τέλος της δίκης.
IV. Δικαστική αποζημίωση (ηλιαστικός μισθός)
Οι ηλιαστές δεν ήταν επαγγελματίες δικαστές και είχαν περισσότερο τα
χαρακτηριστικά των σημερινών ενόρκων παρά των δικαστών, ήταν δηλαδή
κριτές. Από την εποχή του Περικλή (περί το 460-450 π.Χ.) καθιερώθηκε μια
αποζημίωση (μισθός) για κάθε μέρα που περνούσαν στα έδρανα του
δικαστηρίου. Η αποζημίωση αυτή στα μέσα του 5ου αιώνα ανερχόταν σε δύο
οβολούς
και αργότερα περί το 420 π.Χ. ανήλθε σε τρεις χάρι στον Κλέωνα.
Ο Περικλής, ακριβώς την εποχή που μείωσε σημαντικά τις αρμοδιότητες του
Αρείου Πάγου, υιοθέτησε ένα μέτρο, τη μισθοδοσία των δικαστών, που είχε
άμεσο πολιτικό στόχο να τον καταστήσει δημοφιλή στο λαό της Αθήνας. Όπως
διηγείται ο Αριστοτέλης, ο Περικλής δεν είχε την περιουσία του πολιτικού
του αντιπάλου Κίμωνα ο οποίος «τάς
κοινάς λῃτουργίας ἐλῃτούργει λαμπρῶς, καί ἔτρεφε πολλούς ταῶν δημοτῶν»
και έτσι δύσκολα μπορούσε να τον συναγωνισθεί σε άλλα έργα που
χρειάζονταν πολλά χρήματα για να πραγματοποιηθούν.
Το μέτρο του δικαστικού μισθού αποτέλεσε για τους αθηναϊκούς θεσμούς μια
πολύ μεγάλη καινοτομία. Συγχρόνως όμως, ήταν ένα μέτρο απαραίτητο, διότι
ο αριθμός των δικαστικών υποθέσεων είχε αυξηθεί πολύ και δεν ήταν εύκολο
να βρεθούν πολίτες πρόθυμοι να θυσιάζουν ολόκληρη τη μέρα τους στο
δικαστήριο χωρίς κανένα όφελος.
Το θέμα του δικαστικού μισθού έχει επίσης προκαλέσει ποικίλες συζητήσεις
μεταξύ των μελετητών σχετικά με την πολιτική και κοινωνική του αξία. Οι
συζητήσεις στρέφονται κυρίως στις επιδράσεις και στις συνέπειες του
μισθού στη σύνθεση του σώματος των δικαστών. Υπάρχει μια διαφωνία μεταξύ
των σύγχρονων μελετητών σχετικά με το αν οι δικαστές ήταν άτομα με
οικονομική άνεση ή όχι.
Ο ηλιαστικός μισθός αποτελούσε οπωσδήποτε για τους Αθηναίους μια
πρόσθετη πηγή εσόδων. Κάποιοι θεωρούν ότι οι δικαστές ήταν άτομα με καλή
οικονομική κατάσταση, διότι μόνο αυτοί μπορούσαν να αφιερώσουν όλη τη
μέρα τους στο δικαστήριο. Γι’ αυτήν την κατηγορία πολιτών η αποζημίωση
δεν ήταν παρά μια συμβολική ανταμοιβή. Για τους κατοίκους όμως της
υπαίθρου, τον 4ο π.Χ. αιώνα, η μετάβαση στην Αθήνα ήταν ταξίδι μακρινό
και το ποσό της αποζημίωσης δεν ήταν αρκετό, για να τους παρακινήσει να
γίνουν μέλη των δικαστηρίων.
Άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι μετά τον 4ο π.Χ. αιώνα τη θέση του δικαστή
επιζητούσε κυρίως ένας μεγάλος αριθμός φτωχών πολιτών, για τους οποίους
η δικαστική αποζημίωση ήταν σημαντικό ποσό. Αν κρίνουμε από τους
«Σφήκες» του Αριστοφάνη το σώμα των δικαστών το αποτελούσαν άτομα χωρίς
εργασία και άλλες πηγές εσόδων. Έτσι, η αθηναϊκή δικαιοσύνη ήταν κατά
κάποιον τρόπο στα χέρια των φτωχών πολιτών που είχαν την εξουσία να
δικάζουν τους πλούσιους.
Και οι δύο πιο πάνω θέσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η δικαιοσύνη
ήταν ταξική. Δικαιοσύνη των πλουσίων κατά των φτωχών ή δικαιοσύνη των
φτωχών κατά των πλουσίων. Οι τρεις οβολοί του ηλιαστικού μισθού
αποτελούσαν πράγματι ένα αξιόλογο επιπλέον έσοδο για τους πολίτες.
Δεν είναι όμως δυνατόν να μιλήσει κανείς για μια ταξική δικαιοσύνη με
μόνο κριτήριο την ύπαρξη αποζημίωσης των δικαστών.
Ο δικαστικός μισθός πάντως αποτελούσε για την πόλη σημαντικό έξοδο.
Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη οι 6.000 δικαστές της Ηλιαίας στοίχιζαν στην
πόλη 150 τάλαντα το χρόνο, δηλαδή 150 δρχ. ανά δικαστή κάθε χρόνο.
Πρόκειται για ένα αρκετά υψηλό ποσό, αλλά καλό είναι να ληφθεί υπόψιν
και η γενικότερη υπερβολή που είναι χαρακτηριστική στα έργα του
Αριστοφάνη.
V. Ο όρκος ίων δικαστών (ηλιαστικός όρκος)
Κάθε χρόνο στην αρχή του αθηναϊκού ημερολογιακού έτους, στα μέσα του
καλοκαιριού, οι 6.000 Αθηναίοι δικαστές έπρεπε να δώσουν στο λόφο του
Αρδηττού
έναν καθιερωμένο όρκο.
Το κείμενο του όρκου των ηλιαστών έχει διασωθεί στον «κατά Τιμοκράτους»
λόγο του Δημοσθένη, χωρίς να είναι βέβαιο ότι πρόκειται για ολόκληρο τον
όρκο. Το κείμενο του όρκου θεωρείται ότι παρεμβλήθηκε κατά τους
ελληνιστικούς χρόνους και ότι δεν υπήρχε στον αρχικό λόγο του Δημοσθένη.
Το κείμενο του όρκου
έχει ως εξής σε μετάφραση:
«θα δικάζω (ψηφίζω) σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου
της Αθήνας και της Βουλής των Πεντακοσίων. Δεν θα ψηφίσω για την
εγκαθίδρυση τυραννίδας ή ολιγαρχίας και, εάν κάποιος επιχειρεί την
κατάλυση της δημοκρατίας στην Αθήνα, προτείνει η θέτει σε ψηφοφορία
μέτρο που συγκρούεται με τη δημοκρατία, δεν θα τον ακολουθήσω. Δεν θα
ψηφίσω για την απόσβεση των ιδιωτικών χρεών, ούτε για την αναδιανομή της
γης των Αθηναίων και των οικιών τους. Δεν θα επαναφέρω τους
καταδικασμένους σε εξορία, ούτε τους καταδικασθέντες σε θάνατο, ούτε θα
απελάσω από την πόλη τους διαμένοντες ξένους αντίθετα με τους ισχύοντες
νόμους και τα ψηφίσματα του Δήμου των Αθηναίων και της Βουλής, ούτε εγώ
ο ίδιος ούτε θα επιτρέψω σε άλλον. Δεν θα αφήσω να οριστεί άρχων κάποιος
που δεν έχει ακόμη λογοδοτήσει για την άσκηση άλλου αξιώματος, είτε
αυτός είναι ένας από τους εννέα άρχοντες, είτε ιερομνήμων ή άλλος άρχων
που κληρώνεται την ίδια μέρα με τους εννέα άρχοντες, ή κήρυκας, ή μέλος
πρεσβείας ή συμβουλίου. Δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να ασκήσει δυο φορές
το ίδιο αξίωμα, ούτε να ασκήσει δύο αξιώματα μέσα στο ίδιο έτος. Δεν θα
δωροδοκηθώ λόγω της δικαστικής μου ιδιότητας, ούτε εγώ προσωπικά, ούτε
άλλος ή άλλη για λογαριασμό και εν γνώσει μου κατ’ ουδένα τρόπο και με
κανένα πρόσχημα. Έχω συμπληρώσει την ηλικία των τριάντα ετών. θα ακούσω
και τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο εξίσου και τους δύο, και θα
ψηφίσω αποκλειστικά για το ζήτημα το οποίο αφορά η δίωξη. Ορκίζομαι στο
όνομα του Δία, του Ποσειδώνα, της Δήμητρας. Συμφορά σε μένα και την
οικογένειά μου αν παραβώ τις δεσμεύσεις αυτές, κάθε καλό αν τηρήσω τον
όρκο».
Ο όρκος του δημοσθενικού χωρίου ανάγεται στον 4ο π.Χ. αιώνα και, παρότι
δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο του δικαστικού όρκου του 5ου π.Χ. αιώνα,
υποθέτουμε ότι δεν διέφερε στις γενικές τουλάχιστον δεσμεύσεις των
δικαστών. Οι υποχρεώσεις των δικαστών σύμφωνα με τον όρκο τους ήταν οι
εξής:
1) Να σέβονται τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου της Αθήνας. Το
κείμενο κάνει διάκριση μεταξύ νόμων και ψηφισμάτων που εκδίδονταν από
την Εκκλησία του Δήμου και από τη Βουλή και η διάκριση αυτή δείχνει ότι
το κείμενο τροποποιήθηκε μετά τις μεταρρυθμίσεις του 403 π.Χ. Οι
αναφερόμενοι «νόμοι» είναι οι παλιοί νόμοι που ίσχυαν πριν από το 403
π.Χ. και τους κατέγραψαν οι Αθηναίοι κατά την πραγματοποιηθείσα
«αναγραφή των νόμων». «Ψηφίσματα» ονόμαζαν οι Αθηναίοι τους νόμους που
ψήφιζαν μετά το 403 π.Χ. Τόσο οι νόμοι όσο και τα ψηφίσματα
αναγνωρίζονταν ως τμήμα της ισχύουσας νομοθεσίας και ήταν οι μόνες πηγές
δικαίου στην Αθήνα.
2) Να προστατεύουν το αθηναϊκό δημοκρατικό πολίτευμα και να μη
συμμετέχουν σε προσπάθειες για την ανατροπή του.
3) Να μην επιτρέπουν την κατάργηση των ιδιωτικών χρεών ούτε τη διανομή
της γης. Οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις ήταν πολιτικές και υποδηλώνουν ότι
το σημείο αυτό προστέθηκε αργότερα, μετά το 333 π.Χ.
4) Να σέβονται και να μη καταδικάζουν σε απέλαση τους ξένους, ήτοι τους
μετοίκους και τους παρεπίδημους ξένους. «Παρεπίδημοι
ξένοι» ήταν οι περαστικοί, οι ξένοι που δεν διέμεναν μόνιμα
στην Αθήνα, σε αντίθεση με τους μετοίκους που διέμεναν μόνιμα.
Υπήρχε πάντα διάκριση μεταξύ των ξένων που διέμεναν στην Αθήνα
(μέτοικοι) και αυτών που ήταν προσωρινοί. Η διάκριση και η διαφορά
μεταξύ των δύο κατηγοριών ξένων ήταν απόλυτα σαφής, αλλά στα τέλη του
4ου αιώνα π.Χ. δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει πλέον διαφορές μεταξύ
του ξένου που είχε προνόμια (μετοίκου) και του περαστικού ξένου, και γι’
αυτό γίνεται και η αναφορά στον όρκο.
5) Να σέβονται όλες τις αρχές που ίσχυαν για τους αξιωματούχους της
πόλης. Συγκεκριμένα, μάλιστα, ο όρκος αναφέρει ότι δεν πρέπει να
επιτρέψουν να εκλεγεί αξιωματούχος κάποιος που δεν είχε λογοδοτήσει για
προηγούμενο αξίωμά του ή να επιτρέψουν να ασκήσει κάποιος δύο φορές το
ίδιο αξίωμα ή δύο αξιώματα τον ίδιο χρόνο.
6) Να μη δωροδοκηθούν με κανένα τρόπο.
7) Να είναι αμερόληπτοι και να ακούνε προσεκτικά και τους δύο
διαδίκους. Αυτή η υποχρέωση αμεροληψίας για την οποία δίνουν όρκο ήταν
και η μόνη καθαρά δικαστική υποχρέωση (η γνωστή αρχή της «εκατέρωθεν
ακροάσεως»),
8) Να ψηφίσουν αποκλειστικά για το ζήτημα το οποίο αφορά η δίωξη (διαψηφιοῦμαι
περί αὐτοῦ οὗ ἄν ἡ δίωξις).
Ο γνωστός ιστορικός Peter Rhodes σε ένα
πρόσφατο άρθρο του μελετά κατά πόσο οι διάδικοι στις αγορεύσεις τους,
σύμφωνα με τους διασωθέντες δικανικούς λόγους, τηρούσαν τον κανόνα αυτόν
που θέσπιζε ο ηλιαστικός όρκος και έμεναν αυστηρά στο θέμα που αφορούσε
την επίδικη υπόθεση.
Απ’ ό, τι φαίνεται, οι διάδικοι επεκτείνονταν συχνά και σε άλλα θέματα
που αφορούσαν κυρίως την προσωπική ζωή του αντιδίκου τους.
Ο ηλιαστικός όρκος που διασώθηκε φαίνεται να μην είναι πλήρης. Αφενός οι
πολιτικής φύσεως διατάξεις που περιέχει δεν μπορούν να αναχθούν στην
εποχή του Σόλωνα και αφετέρου δεν περιλαμβάνονται διατάξεις που θα
μπορούσαν να αναχθούν στην εποχή του. Επίσης, δεν περιλαμβάνεται μια
γνωστή από άλλες πηγές αναφορά σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να
δικάζουν οι δικαστές, σύμφωνα δηλαδή με την «δικαιοτάτη γνώμη», την πιο
δίκαιη γνώμη.
Πηγές για τον ηλιαστικό όρκο αποτελούν και ορισμένα άλλα χωρία αρχαίων
συγγραφέων (όπως των Ισοκράτη, Δημοσθένη, Δείναρχου, Υπερείδη, Ανδοκίδη)
που επιβεβαιώνουν ή συμπληρώνουν κάποια σημεία του όρκου, όπως αυτός μας
παραδίδεται από το δημοσθενικό χωρίο του Κατά Τιμοκράτους λόγου.
Στον «.Περί αντιδόσεως» λόγο του Ισοκράτη έχουμε επιβεβαίωση της
τελευταίας διάταξης του όρκου για την υποχρέωση αμεροληψίας και την αρχή
της εκατέρωθεν ακροάσεως: «θα ακούσω εξίσου τον κατήγορο και τον
κατηγορούμενο».
Και σε ένα χωρίο του Ανδοκίδη συνοψίζονται οι επιταγές του όρκου των
δικαστών σε τρία συγκεκριμένα σημεία: ο δικαστής να μη μνησικακήσει, να
μην επηρεαστεί από τρίτους και να ψηφίσει σύμφωνα με τους κείμενους
νόμους.
Σύμφωνα με το δημοσθενικό χωρίο του κατά Τιμοκράτους λόγου, οι δικαστές
ορκίζονταν να δικάζουν σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα. Από
ορισμένα όμως άλλα δημοσθενικά χωρία
συμπληρώνεται ότι σε περίπτωση που δεν υπήρχαν νόμοι, οι δικαστές
δεσμεύονταν με τον όρκο τους να δικάζουν σύμφωνα με την πιο δίκαιη
γνώμη, την «δικαιοτάτην γνώμην».
Επιγραφικές κυρίως πηγές με αναφορά στην «δικαιοτάτην γνώμην» μαρτυρούν
έναν πανελλήνιο χαρακτήρα του αξιώματος αυτού. Τέτοιες αναφορές
βρίσκονται ο ένα νόμο της δελφικής αμφικτυονίας,
στον όρκο των δικαστών της Ερεσού,
σε μια απόφαση διαιτητών της Κνίδου που δίκασαν μια υπόθεση ανάμεσα στην
Κω και την Κάλυμνο
και σ’ έναν πτολεμαϊκό νόμο.
Οι απόψεις των ερευνητών για τη σημασία της έκφρασης «γνώμη τη
δικαιότατη» διίστανται. Μια πρώτη παραδοσιακή άποψη (L.
Gemet) δέχεται ότι η «δικαιότατη γνώμη» ήταν η
έκφραση της επιείκειας και είχε τριπλό στόχο, δηλαδή βοηθούσε τους
δικαστές πρώτον να ερμηνεύσουν τους νόμους, δεύτερο να συμπληρώσουν τα
κενά των νόμων και τρίτον, σε περίπτωση σύγκρουσης ανάμεσα στο γράμμα
και το πνεύμα του νόμου, να δικάζουν με επιείκεια.
Μια δεύτερη, αντίθετη άποψη (Wolff και
Meyer Laurin), θεωρεί ότι η «δικαιότατη γνώμη»
ήταν ένα βοηθητικό μέσο αναζήτησης του δικαίου (θεωρία της
Rechtsfindung).
Όταν το δίκαιο δεν είναι σαφές, χρέος του δικαστή είναι να το
αναζητήσει. Η «δικαιότατη γνώμη» ήταν το μέσο που προοριζόταν να
βοηθήσει το δικαστή να αποκαταστήσει τον κανόνα του δικαίου στο σημείο
που δεν ήταν σαφής. Ο δικαστής έπρεπε να αναζητήσει τον κανόνα που θα
έθετε ο νομοθέτης, επομένως έπρεπε να έρθει στη θέση του νομοθέτη και να
πράξει όπως θα έπραττε εκείνος. Η αντίληψη αυτή είναι αντίθετη με την
άποψη ότι οι δικαστές δίκαζαν με βάση την επιείκεια.
Ο καθ. I. Τριανταφυλλόπουλος ακολουθεί την ίδια οδό με ιούς γερμανούς
νομικούς που θεωρούν την «δικαιότατη γνώμη» βοηθητικό μέσο αναζήτησης
του δικαίου. Συμπληρώνει όμως ότι εφαρμοζόταν μόνο στην περίπτωση που
υπήρχε κενό νόμου.
Η άποψη αυτή φαίνεται εύλογη.
Μια ενδιάμεση άποψη (Paoli,
Biscardi) υποστηρίζει ότι η «δικαιότατη γνώμη», ήταν μια
ερμηνευτική κυρίως αρχή. Ο Biscardi
επισημαίνει ακόμη ότι η δικαιότερη γνώμη, η επιείκεια, αποτελούσε μια
ασφαλιστική δικλίδα στο σύστημα των πηγών του δικαίου και οι δικαστές
μπορούσαν να δικάζουν σύμφωνα μ’ αυτήν ακόμη και όταν δεν υπήρχε κενό
νόμου.
Συμπερασματικά θα πρέπει να τονίσουμε ότι στην αρχαία Αθήνα ο όρκος των
δικαστών είχε ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα. Επιπλέον η δέσμευση των
ηλιαστών με όρκο αποτελούσε μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ αυτών από τους
Αθηναίους πολίτες που έπαιρναν αποφάσεις στο δικαστήριο της Ηλιαίας
δεσμευόμενοι με όρκο και εκείνων από τους ίδιους Αθηναίους πολίτες που
λάμβαναν αποφάσεις ως μέλη της Εκκλησίας του Δήμου.