www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

ΤΟ ΑΠΕΙΡΟΝ ΣΤΗΝ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΥ

 

Κωνσταντίνος Καλαχάνης  

Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών.

  1. Βιογραφικά στοιχεία

 

Μία από τις δεσπόζουσες προσωπικότητες της Προσωκρατικής περιόδου της ελληνικής φιλοσοφίας, είναι ο Αναξίμανδρος από την Μίλητο της Ιωνίας (611 π.Χ.-547 π.Χ.). Ο Μιλήσιος σοφός θεωρείται ως μαθητής του μεγάλου σοφού Θαλού (Ευσεβίου, Ευαγγελική Προπαρασκευή, 10,14,11,1), ενώ κύρια ασχολία του υπήρξε ο προσδιορισμός της αρχής του κόσμου. Το ενδιαφέρον του επίσης εστιάστηκε και στην αστρονομία, καθώς κατασκεύασε όργανα (γνώμονες) προς διάγνωσιν τροπών τε ηλίου και χρόνων και ωρών και ισημερίας (Ευσεβίου, Ευαγγελική Προπαρασκευή, 10,14,12). Επιπλέον, τοποθετούσε την Γη στο κέντρο του σύμπαντος, με την Σελήνη παράλληλα να φωτίζεται από τον Ήλιο, τον οποίον θεωρούσε ως καθαρώτατον πύρ. Παραδίδεται επίσης ότι υπολόγισε την περίμετρο της γης και της θαλάσσης, ενώ κατασκεύασε και σφαίρα (Δ., Λαερτίου, Βίοι, 2,1-2), περί της οποίας ο φυσικός Δ. Μακρυγιάννης υποστηρίζει ότι ενδεχομένως να επρόκειτο για μία ουράνια σφαίρα που απεικόνιζε τις θέσεις των αστερισμών (Δ., Μακρυγιάννη, 2000, σ.179). Πέραν όμως των επιστημονικών του ενδιαφερόντων, ο Αναξίμανδρος είχε αναπτύξει και έντονη πολιτική δράση, καθώς όπως μας παραδίδει ο Αιλιανός ηγήθηκε του αποικισμού της Απολλωνίας από την Μίλητο (Αιλιανού, Ποικίλη Ιστορία, 3,17,9-10), γεγονός που καταδεικνύει ότι υπήρξε μία πολυσχιδής προσωπικότητα που συνδύασε την επιστημονική σκέψη με την πολιτική δράση.

 

 

2. Η διδασκαλία για το άπειρον

 

Η κοσμολογία του Αναξιμάνδρου βασίζεται σε αυτήν του διδασκάλου του Θαλού, ο οποίος προσδιόριζε ως μοναδική αρχή του κόσμου το ύδωρ. Ο όρος αρχή μάλιστα, υποστηρίζεται ότι πρωτίστως εισήχθη από τον Αναξίμανδρο (Κ., Δ., Γεωργούλη, Ιστορία, σ. 46). Ο Αναξίμανδρος κινήθηκε στο ίδιο πλαίσιο με τον διδάσκαλό του Θαλή, αναζητών την μοναδική αιτία της προελεύσεως του σύμπαντος. Παραταύτα καινοτόμησε εν σχέσει προς τον δάσκαλό του, μη αποδίδοντας την αρχή του κόσμου ούτε στο ύδωρ, ούτε σε κάποιο άλλο στοιχείο, αλλά στο άπειρον, εκ του οποίου προέρχονται όλοι οι κόσμοι. Το άπειρον, συμφώνως προς τον Αναξίμανδρο, αποτελεί τον παράγοντα από τον οποίο προέρχονται και στον οποίο καταλήγουν τα όντα μετά τον θάνατό τους, συμφώνως προς την δύναμη της ανάγκης. Ουσιαστικά δηλαδή, το άπειρον λειτουργεί σαν ένα αρχικό υπόστρωμα από το οποίο προέρχεται η γένεση, η μεταβολή και ο θάνατος των όντων. Ο Σιμπλίκιος μάλιστα, αναζητώντας τα αίτια της θεωρήσεως του απείρου ως αρχής των όντων, επισημαίνει ότι ο Αναξίμανδρος αφού παρετήρησε τις αλληλομετατροπές που υφίστανται τα τέσσερα στοιχεία (πύρ, αήρ, ύδωρ, γη), θεώρησε αναγκαία την ύπαρξη ενός αναλλοίωτου αρχικού υποκειμένου που δεν σχετίζεται με αυτά (Σιμπλικίου, Εις Φυσικά, 24,13 κ.ε. Αναξ. Α΄ 9). Επομένως το άπειρον δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως η υλική αρχή του κόσμου, αλλά ως μία αρχή που έχει όλα εκείνα τα γνωρίσματα του ακαθορίστου. Έτσι διαπιστώνεται υπό του Αναξιμάνδρου ότι το ακαθόριστο εκδηλώνεται, πλην όμως δεν μπορεί να μιλήσει περί αυτής της εκδηλώσεως, εξ αιτίας του γεγονότος ότι ως άπειρον δεν μετρείται, έτσι ώστε η ακαθόριστη αρχή δεν περιέχεται εντός του γνωστικού πλαισίου (Ν., Γ., Πολίτου, 2004, σ. 99).

Τα κυριώτερα χαρακτηριστικά του αναξιμάνδρειου απείρου όπως μας τα μεταφέρει ο Αριστοτέλης (Αριστοτέλους Φυσικής Ακροάσεως, 203 b, 6-14) είναι τα εξής: 1) Δεν διαθέτει αρχή. 2) Επειδή ακριβώς αποτελεί αρχή, είναι αγέννητο και άφθαρτο, εν αντιθέσει κάθε γενόμενον, το οποίο κατ΄ ανάγκην υπόκειται στην φθορά. 3) Περιέχει τα πάντα και συνάμα κυβερνά τα πάντα. 4) Αποκαλείται θείον, καθώς είναι αθάνατον και ανώλεθρον. Από τα χαρακτηριστικά αυτά του απείρου διαπιστώνουμε ότι εφόσον δεν ταυτίζεται με κάποιο από τα τέσσερα στοιχεία (πύρ, αήρ, ύδωρ, γη), στην ουσία αναφέρεται σε μία κατάσταση που προϋπήρχε του αισθητού μας σύμπαντος. Το γεγονός ωστόσο ότι ο Αναξίμανδρος δεν προσδιόρισε την πραγματική φύση του απείρου απετέλεσε αφορμή για να επικριθεί από τον δοξογράφο Αέτιο (1ος αι. π.Χ.), καθώς δεν το ταυτίζει με κάποιο εκ των τεσσάρων στοιχείων (Αετίου, De Plac., Ι, 3, 3 και Αναξιμάνδρου, A 14). Προφανώς ο Αέτιος θεώρησε ότι εφόσον οι εκπρόσωποι της ιωνικής διανοήσεως συνέδεσαν την αρχή του κόσμου με ένα απτό στοιχείο (ο Θαλής το ύδωρ και ο Αναξιμένης τον αέρα), αντιστοίχως θα έπρεπε και ο Αναξίμανδρος να συμβολίσει το άπειρον με ένα στοιχείο από τον φυσικό κόσμο. Ακόμη μάλιστα και ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι ο Μιλήσιος σοφός δεν διευκρινίζει τον τρόπο δια του οποίου δημιουργήθηκαν τα αντίθετα από το άπειρον (Αριστοτέλους, Φυσικής Ακροάσεως, 187a, 20). Ωστόσο, στόχος της διδασκαλίας του Αναξιμάνδρου ήταν να καταδείξει ότι η αρχή του κόσμου είναι απρόσιτη στις ανθρώπινες αισθήσεις, τονίζοντας τοιουτοτρόπως τα υπερβατικά του χαρακτηριστικά.

Αναφορικά με τον χαρακτηρισμό του απείρου ως θείου, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η πληροφορία που μεταφέρει ο Σιμπλίκιος, συμφώνως προς την οποία ονομάζουν θείον το αίτιο ως αρχή κι ως αγέννητο και άφθαρτο. Ως τέτοιο θεωρούσε ο Αναξίμανδρος το μεταξύ πυρός και αέρος άπειρον. Και δεν ήταν άτοπο εφόσον το αποκαλούσε θείον, αλλά μάλλον αυτό ήταν αναγκαίο. Με αυτόν τον τρόπο απεδείκνυε ότι ο θεός ευρίσκεται υπεράνω αυτού, καθώς θείον είναι αυτό που μετέχει του θεού (Σιμπλικίου, Ει Φύς. 465,13-17). Προφανώς ο Αναξίμανδρος δεν ταυτίζει το άπειρον ως Θεό, όπως ευρέως έχει υποστηριχθεί, αλλά αντιθέτως ως μετέχον του θείου, το οποίο ίσταται υπεράνω αυτού. Κατά συνέπεια, το άπειρον αποτελεί την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ του Θεού και του κόσμου.

 

 

  1. Το άπειρον και η κοσμική δικαιοσύνη

 

Μία ενδιαφέρουσα παράμετρος της διδασκαλίας του Αναξιμάνδρου περί του απείρου, είναι το ζήτημα της κοσμικής δικαιοσύνης. Συγκεκριμένως ο Αναξίμανδρος, συμφώνως προς όσα μας μεταφέρει ο Σιμπλίκιος, υπεστήριζε ότι εξ εκείνων δε από τα οποία υπάρχει εις τα όντα η γένεσις, σε αυτά γίνεται και η φθορά τους, συμφώνως προς το χρέος (κατά το χρεών). Διότι τα όντα δικάζονται (διδόναι δίκην) και αποδίδουν το ένα στο άλλο αποζημίωση, συμφώνως προς την προσταγή του νόμου (κατά τήν τοῦ χρόνου τάξιν) (Σιμπλικίου, Εις Φυσ. 24,18-20). Στην προκειμένη περίπτωση είναι σαφές ότι τα όντα όταν λάβουν την ύπαρξή τους από το άπειρον, είναι υποχρεωμένα να καταβάλλουν ένα τίμημα, το οποίο ισοδυναμεί με την καταστροφή τους. Το άπειρον όμως, δεν διέπεται από τους νόμους της παγκοσμίου αιτιοκρατίας, καθώς παραμένει αμετάβλητο, προκειμένου να χορηγεί στα όντα την υπόστασή τους (Κ. Νιάρχου, 2008, σ. 83).

Το γεγονός ωστόσο ότι ο Αναξίμανδρος τοποθετεί στην θέση του κριτή των όντων τον χρόνο, καταδεικνύει ότι είχε αντιληφθεί πως η φθορά των όντων που ευρίσκονται στον κόσμο και κατ’ επέκτασιν στον χρόνο, είναι αναγκαία παράμετρος της φύσεώς τους. Κατά μία άποψη μάλιστα, τα όντα λόγω ακριβώς του πεπερασμένου της υπάρξεώς τους, έχουν μία φυσική τάση προς την αδικία, γεγονός δικαιολογεί και την καταδίκη τους από τον μέγα δικαστή του παντός, τον χρόνο (Κ., Γεωργούλη, 2000, σ. 49). Είναι προφανές εξ αυτών ότι ο Αναξίμανδρος έχει εντάξει στο κοσμολογικό σύστημα την έννοια της εσωτερικής ισορροπίας του Σύμπαντος, καθώς η απόδοση της δικαιοσύνης στα όντα ουσιαστικώς εγγυάται ότι υπάρχει ένας υπερβατικός παράγων, ο οποίος εγγυάται την κοσμική ισορροπία.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Αναξίμανδρος έχει επισημάνει μία θεμελιώδη ιδιότητα του κοσμικού συστήματος, η οποία είναι γνωστή στην σύγχρονη φυσική, χάρη στον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής. Συμφώνως προς αυτόν τον νόμο η συνολική ποσότητα χάους ή αταξίας που υπάρχει στο Σύμπαν, διαρκώς αυξάνεται. Η οποιαδήποτε δραστηριότητα λαμβάνει χώρα στον κόσμο, από την κίνηση ενός αυτοκινήτου, μέχρι και τον θάνατο ενός αστέρος, συντελεί στην αύξηση της συνολικής συμπαντικής αταξίας. Όπως λοιπόν όλα τα όντα υπακούουν στον αδήριτο νόμο της φθοράς, κατά τον ίδιο τρόπο και το Σύμπαν θα πρέπει κάποια στιγμή να πάψει να υπάρχει (M. Kaku,. 2005, σ.372-373).

Ο Αναξίμανδρος επομένως, εθεώρησε το άπειρον εκτός από δημιουργικό αίτιο του κόσμου, ως τον υπερβατικό παράγοντα που συντελεί στην συμπαντική αρμονία.

 

 

Επίλογος

 

Η παραπάνω μελέτη κατέδειξε, ότι στην σκέψη του Αναξιμάνδρου το Σύμπαν δημιουργείται από μία ακαθόριστη αρχή που ονομάζεται άπειρον. Παρά το γεγονός ότι το άπειρον χαρακτηρίζεται ως θείον, εντούτοις δεν είναι θεός, καθώς το υπέρτατο ον ίσταται υπεράνω αυτού. Στο άπειρον όμως δεν οφείλεται μόνο η δημιουργία των όντων, αλλά και η φθορά που υφίστανται, η οποία αποτελεί το τίμημα που καταβάλλουν για την ύπαρξή τους. Η μορφή αυτή κοσμικής δικαιοσύνης που εισηγείται ο Αναξίμανδρος, εγγυάται στην πραγματικότητα την εσωτερική ισορροπία του Σύμπαντος. Η διδασκαλία του Αναξιμάνδρου επομένως, δεν αναφέρεται μόνο στην δημιουργία και φθορά του κόσμου, αλλά και στην εσωτερική αρμονία εκ της οποίας διέπεται.

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

Γεωργούλη, Κ., Δ., (2000). Ιστορία της Ελληνικής φιλοσοφίας, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα.
Kaku, M., (2005). Παράλληλοι Κόσμοι, εκδ. Τραυλός, Αθήνα.
Μακρυγιάννη, Δ., (2000) Η έννοια του Θεού στην Προσωκρατική φιλοσοφία, εκδ.Γεωργιάδη, Αθήνα.
Νιάρχου, Κ. Γ.,-Α., (2008). Η ελληνική φιλοσοφία μετά των θεμελιωδών αυτής εννοιών, τ. Α, Αθήναι.
Πολίτου, Ν., Γ., (2004). Φιλοσοφήματα, Εν Αθήναις.

 

 

 

ΠΗΓΗ:

http://ideotopos.gr/posts/philosophy/90-%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%BF%CF%83%CE%BF%CF%86%CE%B9%CE%B1.html

 

 

 

Το γίγνεσθαι και το άπειρο

 

 

 Δημήτρης Τζωρτζόπουλος 

                               §1

 

Ποιος είναι ο Αναξίμανδρος; Ένας από τους πρώτους θεμελιωτές του φιλοσοφικού στοχασμού και της επιστήμης. Ανήκει, ως γνωστόν, στον κύκλο των Μιλήσιων φιλο-σόφων και λογίζεται μαθητής του Θαλή και διάδοχός του ως προς τη στοχαστική διερεύνηση της βαθύτερης αρχής ή ουσίας της υλικής πραγματικότητας. Ασχολήθηκε ενεργά με τα κοινά της πόλης του και κατόρθωσε να συνδυάσει στοχαστικό βλέμμα και σκεπτόμενη δράση. Είναι αλήθεια πως κατά την εποχή εκείνη η διάθεση για φιλοσοφικό στοχασμό προέκυπτε, ως επί το πλείστον, από υπαρκτές πρακτικές και υλικές ανάγκες.  Στα κύρια ενδιαφέροντά του συγκαταλεγόταν μια καθολική σύλληψη της φυσικής εξέλιξης του κόσμου. Προς αυτή την κατεύθυνση επιχείρησε να συλλέξει όλη τη διάσπαρτη εμπειρία της εποχής του και με το λεπτό φιλο-σοφικό του αισθητήριο να οικειώσει την πόλη με τον κόσμο της τάξης και της συγκεκριμένης εξήγησης ή κατανόησης των πραγμάτων. Στον τομέα των κοσμολογικών και ιστορικο-γεωγραφικών του μελετών και με βάση τα υλικά πρωτ-αρχικά στοιχεία, διατύπωσε την υπόθεση για την προέλευση της ζωής από το υλικό της περιβάλλον και εντός αυτού· στην αναλογία τούτη ασχολήθηκε και με τη δομή του σύμπαντος. Τούτο σημαίνει ότι δεν εκχωρεί στο θεϊκό στοιχείο κανένα υπέρ το φυσικό σύμπαν του ανθρώπου μετα-φυσικό πεδίο αυτόνομης δράσης. Έτσι, πέραν κάθε τελεολογίας και μετα-φυσικής περίσφιξης, καλλιεργεί έναν στοχαστικό, φιλο-σοφικό λόγο, που εισάγει, για πρώτη φορά, στην ιστορικότητα των ανθρώπων την έννοια του απείρου ως υπο-κειμένου της αεί κινούμενης ζωής και φύσης. 

 

 

                                   §2

 

 Ι. Κείμενο

 

 Ἀναξίμανδρος μὲν Πραξιάδου Μιλήσιος Θαλοῦ γενόμενος διάδοχος καὶ μαθητὴς ἀρχήν τε καὶ στοιχεῖον εἴρηκε τῶν ὄντων τὸ ἄπειρον, πρῶτος τοῦτο τοὔνομα κομίσας τῆς ἀρχῆς. Λέγει δ’ αὐτὴν μήτε ὕδωρ μήτε ἄλλο τι τῶν καλουμένων εἶναι στοιχείων, ἀλλ' ἑτέραν τινὰ φύσιν ἄπειρον, ἐξ ἧς ἅπαντας γίνεσθαι τοὺς οὐρανοὺς καὶ τοὺς ἐν αὐτοῖς κόσμους· ἐξ ὧν δὲ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι, καὶ τὴν φθορὰν εἰς ταῦτα γίνεσθαι κατὰ τὸ χρεών· διδόναι γὰρ αὐτὰ δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατὰ τὴν τοῦ χρόνου τάξιν ... Δῆλον δὲ ὅτι τὴν εἰς ἄλληλα μεταβολὴν τῶν τεττάρων στοιχείων οὗτος θεασάμενος οὐκ ἠξίωσεν ἕν τι τούτων ὑποκείμενον ποιῆσαι, ἀλλά τι ἄλλο παρὰ ταῦτα· οὗτος δὲ οὐκ ἀλλοιουμένου τοῦ στοιχείου τὴν γένεσιν ποιεῖ, ἀλλ’ ἀποκρινομένων τῶν ἐναντίων διὰ τῆς αἰδίου κινήσεως.

 

 ΙΙ. Μετάφραση

 

Ο Αναξίμανδρος, γιος του Πραξιάδη, από τη Μίλητο, που υπήρξε μαθητής και διάδοχος του Θαλή, είπε ότι αρχή και στοιχείο των όντων είναι το άπειρο, πρώτος εισάγοντας  [στη φιλοσοφία] τον όρο αυτό: αρχή. Λέει λοιπόν ότι ετούτη δεν είναι ούτε το νερό ούτε κανένα άλλο από τα λεγόμενα «στοιχεία», αλλά κάποια άλλη άπειρη φύση [ή ουσία], από την οποία γεννιούνται όλοι οι ουρανοί και όλοι οι κόσμοι που βρίσκονται μέσα τους· ότι από εκείνα [τα στοιχεία] που γεννήθηκαν τα όντα, σ’ αυτά τα ίδια επιστρέφουν φθειρόμενα κατά φυσική αναγκαιότητα· γιατί αυτά τιμωρούνται και πληρώνουν κατ’ αμοιβαιότητα για την αδικία, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο Αναξίμανδρος, παρατηρώντας τη μετατροπή των τεσσάρων στοιχείων από το ένα στο άλλο, κανένα απ’ αυτά δεν θεώρησε «υποκείμενο» των άλλων, αλλά κάποιο άλλο κοντά σ’ αυτά· έτσι θεωρεί πως η γένεση των όντων δεν προκύπτει από την αλλοίωση του πρωταρχικού στοιχείου, αλλά από τον αποχωρισμό [ή διαχωρισμό] των αντιθέτων, δυνάμει της αέναης κίνησής τους.

 

 

                                 §3

                                      

Ερμηνεία-κατανόηση

 

1. Όλα τα πράγματα ανάγουν την αρχή της ύπαρξής τους στο άπειρο. Πώς νοείται η έννοια τούτη; Θεμελιωδώς συλλαμβάνεται ως μια απροσδιόριστη αρχή, την οποία ο φιλόσοφος περιγράφει, χωρίς να της δίνει κάποιο ορισμό, στο πλαίσιο της λειτουργικής της παρ-ουσίας και του αντίστοιχου ρόλου της μέσα στον υλικό κόσμο. Πέραν κάθε ταύτισής της με το μαθηματικό άπειρο τείνει να εκφράζει το απέραντο μέσα στο χώρο και του χώρου. Είναι δηλαδή εκείνη η υπόρρητη, εν πολλοίς, αρχή, η οποία μέσα στο αχανές του χώρου προορίζεται να διατηρεί την ισορροπία του. Υπόρρητη, όχι με κάποιο μετα-φυσικό νόημα, αλλά ως απέραντη μάζα, που δεν εμφανίζει κάποια εξωτερικά και οφθαλμοφανή όρια. Μόνο ένα τέτοιας σύλληψης άπειρο μας παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθούμε και να κατανοούμε την αέναη κίνηση των πραγμάτων, γενικώς την πορεία του γίγνεσθαι.

 

2. Η ως άνω απέραντη μάζα ή κάτι όμοιό της δεν είναι στατική/ό ούτε απλώς ένα μίγμα ή μια συσσώρευση στοιχείων παρά μια ενέργεια που εκτυλίσσεται μέσα στο χρόνο. Συνεπώς το άπειρο παραπέμπει σε μια άνευ ορίων ενεργοποίηση, κίνηση, γίγνεσθαι εντός του χρόνου. Ακριβώς επειδή το άπειρο έχει θέση, υπό την έννοια αυτή, μέσα στο χρόνο και δεν είναι άχρονο, καθίστανται δυνατές οι κοσμογονικές μεταβολές και αλλαγές. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, ετούτη η έννοια του απείρου δεν έχει μια ορισμένη ποιότητα μέσα στο χώρο και τον χρόνο, γιατί, αν είχε, δεν θα ήταν άπειρο, αλλά κάτι το περατό. Απ’ αυτή την άποψη παραμένει απροσδιόριστο κατά την ποιότητά του, άρα κάτι το ενιαίο, που υπό-κειται σε κάθε κίνηση, ενέργεια, αντίθεση και συνέχει τις αντίρροπες δυνάμεις, στοιχεία κ.λπ. μέσα στο χώρο και τον χρόνο.  

 

3. Ο Αναξίμανδρος υποστηρίζει πως ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία του κόσμου ή γενικότερα του σύμπαντος υπάρχει μια αντιθετική σχέση, μια αμοιβαία αντί-δραση. Αυτή-εδώ έχει τον χαρακτήρα ενός κοσμικού παίγνιου ανάμεσα στην αδικία και την αντίστοιχη αποζημίωση, ανταπόδοση αυτών των στοιχείων, του ενός προς το άλλο, για τη διαπραττόμενη αδικία, για κάποια αδικοπραξία τους. Με τούτο, ο Αναξίμανδρος εννοεί, κατά πάσα πιθανότητα, πως εκείνο που γεννιέται αφαιρεί από αυτό, από το οποίο γεννιέται, π.χ. από το άπειρο, κάτι, το οποίο γυρίζει ξανά και πάλι σε αυτό μέσα από τη φθορά του, με το να φθείρεται. Αυτό που γεννιέται και εκείνο, από το οποίο γεννιέται αυτό, είναι οντότητες: πρόκειται για τα όντα, που γεννιούνται από τα στοιχεία και διαλύονται μέσα σε τούτα. Ετούτη η διάλυση συνιστά την ως άνω αποζημίωση, την επανόρθωση που αποδίδουν τα εν λόγω στοιχεία μεταξύ τους για κάποια αδικία που διέπραξαν.

 

4. Η ιδέα ή η θεωρία της αδικίας εκφράζει την αντιθετικότητα, την ανταγωνιστικότητα, ως σύμφυτο στοιχείο μιας οργανικής ολότητας. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ολότητας, η αδικία είναι παρ-ούσα ως εκείνη η δύναμη που υπαγορεύει τους όρους ή τις συνθήκες, δυνάμει των οποίων λαμβάνουν χώρα οι ποσοτικές αλλαγές και οι μετατοπίσεις των αντίθετων στοιχείων μέσα στο χώρο και στην καθορισμένη διάσταση του χρόνου. Ετούτα τα στοιχεία βρίσκονται κυριολεκτικά σε μια άπαυτη και αναπόφευκτη κατάσταση πολέμου, όπου κατά την τάξη του χρόνου, με βάση δηλαδή τη διαταγή του, το ένα υπερισχύει του άλλου. Κατά την εξελισσόμενη όμως διαμάχη του κοσμικού σύμπαντος συμβαίνει, αυτό το στοιχείο που έχει νικηθεί και υποστεί την αδικία, να θριαμβεύει, κατά την τάξη πάντοτε του χρόνου και σε μια συγκεκριμένη βαθμίδα του τελευταίου, να ανταποδίδει έτσι την αδικία που υπέστη, να παίρνει εκδίκηση και ως εκ τούτου να επανορθώνει. Ανάμεσα στα διάφορα αντιθετικά στοιχεία, κάθε απόπειρα για υπέρμετρη επικράτηση του ενός πάνω στο άλλο τιμωρείται. Εν τέλει, η ισορροπία όλων εξασφαλίζεται μέσα από την αέναη κίνησή τους.  

 

  

ΠΗΓΗ: http://hegel-platon.blogspot.gr/2013/11/blog-post_17.html