ΤΟ ΧΑΟΣ - ΧΩΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Ιφιγένεια
Κασταμονίτη
«Πρώτα-πρώτα το Χάος
έγινε και ύστερα η πλατύστηθη Γη, το αιώνια στέρεο βάθρο
όλων….. Και από το Χάος, το Έρεβος γεννήθηκε και η μαύρη
η Νύκτα, κι από τη Νύκτα πάλι ο Αιθέρας και η Ημέρα……
Και η Γη γέννησε πρώτα ίσο με τον εαυτό της, τον Ουρανό
τον αστερόπληθο…»
(Ησίοδος, «Θεογονία»)
Σε κάθε κοσμογονία, υπεράνω και πίσω από τον Δημιουργό,
γύρω εντός και εκτός, βρίσκεται το Άγνωστο, το
Ακατανόητο, η Πηγή και η Αιτία όλων. Το σύμπαν προβάλλει
από αυτό το Μεγάλο Άγνωστο που κανένας ανθρώπινος νους
δεν μπορεί να συλλάβει. Πολλά ονόματα έχουν δοθεί σε
αυτό το μυστήριο που περιέχει εντός του το παν.
Αποκαλείται «απύθμενη άβυσσος», «κενότητα», «χάσμα»,
«άβυσσος των υδάτων», «άγνωστο σκότος», «βυθός». Ο
Δημόκριτος το ονόμαζε «Κενό» αλλά επίσης και βυθό. Ο
Πλάτων «Άπειρο» και ο Αναξαγόρας «Απειρία». Τα Ορφικά
μυστήρια μιλούσαν για το τρεις φορές Άγνωστο Σκότος από
όπου ξεπήδησε ο Κρόνος-Ηρακλής, και ο Ησίοδος μάς μιλά
για το Χάος με την έννοια του κενού αρχικά, διότι
αργότερα η λέξη αυτή απέκτησε διαφορετική σημασία στη
σκέψη των ανθρώπων. Το Χάος του Ησίοδου δεν είναι όμοιο
με εκείνο του Αναξαγόρα που διακοσμήθηκε από το
Νου. Κατά την ετυμολογία της λέξης από τη ρίζα ΧΑΥ ή ΧΑF,
σημαίνει το χάσμα αλλά όχι κάτι που είναι εντελώς κενό.
Το Ησιόδειο Χάος είναι ο γενάρχης και η «οντότητα» από
την οποία πρόβαλλαν όλα. Το ίδιο δεν ενώνεται ποτέ με τη
Γαία, που είναι κατά κάποιο τρόπο μια διαφοροποίηση του
Χάους, ένας εν δυνάμει χώρος που προβάλλει από τον
αφηρημένο χώρο. Με το όνομα Γαία δεν εννοείται ο
πλανήτης Γη διότι οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν Χθόνα.
Ο Ορφέας δίδασκε ότι το Ησιόδειο Χάος δεν είναι τόπος
αλλά η άπειρη και γεμάτη αιτία των θεών και το κόσμου,
και το ονόμαζε χάσμα πελώριο χωρίς τέλος ούτε πυθμένα
ούτε βάση, αλλά «αζητές σκότος», διότι το ίδιο δεν έχει
μορφοποιημένη φύση αλλά από αυτό προβάλλει το νοούμενο
της ύλης ως Γαία. Αποτελεί κενό χώρο, αχανές σκοτεινό
και μυστηριώδες διάστημα, έρεβος και νύκτα. Στο πεδίο
της αφαίρεσης, ο αφηρημένος ή υπερβατικός χώρος αποτελεί
την άγνωστη θεότητα που φαίνεται κενή μόνο στον
πεπερασμένο νου. Είναι μια καθαρή υποκειμενικότητα που η
ανθρώπινη διάνοια δεν μπορεί να συλλάβει, δίχως αυτό να
σημαίνει ότι είναι κάτι μη υπάρχον.
Όταν ο Δημόκριτος μιλούσε για τα άτομα και το κενό,
εννοούσε μεν το χώρο αλλά όχι έναν εντελώς κενό χώρο,
δεδομένου ότι «η φύση αποστρέφεται το κενό» όπως
έλεγαν οι Περιπατητικοί. Ο Δημόκριτος όριζε δύο αρχές:
το ον που θεωρούσε πλήρες και το μη ον που θεωρούσε
κενό, εντός του οποίου το πλήρες δημιουργούσε τα πάντα
με τροπή και ρυθμό. Στο απόσπασμα Β117, ομολογεί ότι «στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτε
γιατί η αλήθεια βρίσκεται στο Βυθό». Ο όρος αυτός
αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην Ορφική παράδοση για το
Χάος, και εδώ χρησιμοποιείται από τον Δημόκριτο με την
έννοια τού αφηρημένου ή υπερβατικού χώρου. Ο Δαμάσκιος
περιγράφει το Βυθό ως «κρυφό κόσμο που συγκεντρώνει
μέσα του όλους τους κόσμους, ως κόσμο των κόσμων που
εγκυμονεί την Κοσμική Ιδέα». Η Κοσμική Ιδέα μπορούμε
να πούμε ότι γίνεται η Κοσμική «Άτομος» του Δημόκριτου
(απόσπ. Α 47), δηλαδή όχι απλώς ένα άτομο με διαστάσεις
ενός κόσμου αλλά η αρχική συμπύκνωση όλων των κόσμων,
όλων των αρχετυπικών ατόμων-ιδεών εντός του Βυθού πριν
από την έναρξη κάθε δημιουργίας.
Η έννοια του αφηρημένου ή υπερβατικού χώρου μπορεί να
εξεταστεί με δύο, φαινομενικά, διαφορετικούς τρόπους.
Από τη μια πλευρά, ως το απεριόριστο διάστημα στην πλέον
αφηρημένη όψη του δίχως όρια ή χαρακτηριστικά, δηλαδή ως
κενότητα. Αλλά από την άλλη, ως η άπειρη πληρότητα του
παντός. Στην πρώτη περίπτωση είναι το σύμπαν με όλα όσα
υπάρχουν σε αυτό από την άποψη του πνευματικού κόσμου ή
των υπερβατικών για εμάς καταστάσεων, παρόλο που στη
δική μας περιορισμένη αντίληψη φαίνεται ως το Μεγάλο
Κενό δίχως καμία πνευματική υπόσταση. Ως κενότητα, είναι
το εσωτερικό μυστηριώδες διάστημα που αναφέρεται και ως
Βυθός. Στη δεύτερη περίπτωση ταυτίζεται με το Πλήρωμα
των Γνωστικών και είναι μια πληρότητα. Είναι το
εκδηλωμένο ψυχικό διάστημα που προβάλλει από το Βυθό ή
Προπάτορα, και σ’ αυτόν επιστρέφει όταν ολοκληρωθεί ο
κύκλος της δημιουργίας. Κανένας από τους μεγάλους
Διδασκάλους δεν απέδωσε ποτέ ιδιότητες στον υπερβατικό
χώρο, παρότι όλες οι ιδιότητες και όλες οι δυνάμεις
εμπεριέχονται σε αυτόν και προβάλλουν από αυτόν. Ούτε
μίλησαν για φυσικές διαστάσεις του αφηρημένου χώρου,
διότι για τη φιλοσοφία οι φυσικές διαστάσεις αφορούν
μόνο το συγκεκριμένο χώρο ή το φυσικό σύμπαν. Το μόνο
που ειπώθηκε ή μάλλον υπαινίχθηκε είναι η υπόθεση της
αιωνιότητάς του και η ακατάπαυστη κίνησή του, που δεν
σταματά ποτέ ούτε και στα μεσοδιαστήματα «δημιουργίας –
ανάπαυσης». Γι’ αυτό και θεωρήθηκε ως θείος και αιώνιος.
Ο Τίμαιος έλεγε ότι καθετί που υπάρχει είναι απαραίτητο
να υπάρχει κάπου και να κατέχει κάποιο χώρο. Αυτό το
«κάπου» ή αυτός ο «χώρος» στη αντίληψή μας λαμβάνει την
έννοια του «εκεί έξω», δηλαδή κάτι που βρίσκεται πολύ
μακριά από εμάς. Αυτό όμως συμβαίνει διότι είμαστε
παρατηρητές τού έξω κόσμου ή του διαστημικού χώρου που
αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας. Στην αρχαιότητα
ωστόσο, ο χώρος ή το διάστημα δεν ήταν απαραιτήτως κάτι
αποκλειστικά εξωτερικό και απτό, αλλά συχνά θεωρούταν
πως περιείχε βαθμίδες εσωτερικών διαστάσεων. Ο όρος
«εσωτερική διάσταση» είναι μεταφορικός και όλα όσα
ανήκουν στη διάσταση αυτή δεν είναι ορατά από τις
αισθήσεις μας. Περιέχει όλα τα μη ορατά, για εμάς,
πράγματα και τις μη ορατές ενέργειες και δυνάμεις του
σύμπαντος, τις οποίες συχνά αντιλαμβανόμαστε από τη
δράση τους στο φυσικό περιβάλλον.
Η επιστήμη δέχεται ότι το φυσικό σύμπαν περιέχει δέκα
διαστάσεις, από τις οποίες μόνο τέσσερις έχουν έως τώρα
εκδηλωθεί, ενώ οι υπόλοιπες βρίσκονται «διπλωμένες εντός
του» – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Ωστόσο, ο όρος
«εσωτερική διάσταση» έχει και μια άλλη έννοια που πρέπει
να λάβουμε υπόψη. Θεωρούμε ότι η διάσταση αυτή υπάρχει
μέσα στον άνθρωπο ή μάλλον στην υποκειμενικότητά μας ή
τον ψυχισμό μας και μόνο. Οι αρχαίο λαοί όμως θεωρούσαν
ότι το «εσωτερικό διάστημα» είναι κάτι ή μάλλον, είναι
χώρος αντικειμενικός αν και ανεξάρτητος από τον
ανθρώπινο ψυχισμό. Ότι είναι ένα πεδίο ή μια κατάσταση
μέσα στην οποία κινούμαστε μάλλον και η οποία μας
περιβάλλει, ακριβώς όπως και το ορατό διάστημα, και δεν
βρίσκεται περιορισμένο μέσα στον ψυχισμό τους. Επιπλέον,
οι Ιδέες οι οποίες είναι πνευματικές εικόνες έχουν
εσωτερικές διαστάσεις. Δηλαδή έχουν «έκταση» ή
χώρο. Ο χώρος αυτός είναι καθαρά μορφή πνεύματος και δεν
είναι ούτε μπορεί να γίνει ποτέ αισθητό στοιχείο αλλά
παραμένει καθαρά νοητό στοιχείο.
Ο Πλάτων έλεγε ότι
αυτό που είναι ακίνητο δεν μπορεί να είναι θείο και
αιώνιο. Δεν υπάρχει τίποτε ακίνητο μέσα στον Υπερβατικό
Απόλυτο χώρο, που είναι η Παγκόσμια Ψυχή, διότι η
Ψυχή είναι η ίδια η κίνηση και το αυτοκινούμενο, η μια
πανταχούσα ουσία και ενέργεια, η απεριόριστη έκταση, η
πρωταρχική ενσωμάτωση της Μονάδας, το άγνωστο δοχείο των
πάντων. Κατά το Χαλδαϊκό λόγιο, το χάος-χώρος είναι
μήτρα «συνέχουσα τα πάντα», άπειρος κατάσταση
κατά τον Δαμάσκιο, ενώ στην Ινδική παράδοση είναι το
πρωταρχικό χάος που κρύβει μέσα του το θάνατο και την
αθανασία που παρέχεται στους θεούς με τη μορφή της
amrita, του ινδικού νέκταρος της αθανασίας. Στη
διαφοροποιημένη φύση του ως ψυχικός χώρος, αποτελεί την
πηγή των λεπτοφυών ιδιοτήτων και τη ριζική φύση της
ορατής ύλης. Στο πεδίο της αντίληψης ερμηνεύεται ως το
δοχείο όσων υπάρχουν, ή αλλιώς η «υποδοχή» ή το
«δεχόμενο» του Πλάτωνα.
Το Ησιόδειο Χάος διαφοροποιημένο ως Γαία γεννά τον
Ουρανό που κατόπιν την γονιμοποιεί. Ο Χώρος γίνεται τώρα
χώρα και σώμα της Ψυχής, φορέας των νοητών υποστάσεων,
των θεών που μετέχουν στο «είναι» της. Συνεχής και
άμορφος, απέραντος και απεριόριστος ο χώρος – Γαία,
γεννά ύστερα τον Χρόνο (Κρόνο), αλλά κατόπιν γίνεται
σύζυγός του και παράγοντας ροής με τη μορφή της Ρέας.
Ακόμη, γίνεται ο μεγάλος τάπητας, ο ψυχικός ιστός των
άπειρων ιεραρχιών των δυνάμεων ή αρχών ή θεών, αν βέβαια
οι δυνάμεις αυτές προσωποποιηθούν όπως στη Θεογονία του
Ησίοδου. Γίνεται το δοχείο που ο Πλάτων αποκαλεί
«υποδοχή ή δεχόμενο» και το περιγράφει ως την έκταση που
περιέχεται στο πνεύμα, και ως χώρο τον οποίο οι
πνευματικές εικόνες ή ιδέες αποκαλύπτουν τόσο ως νοητό
αλλά και ως γνωστικό στοιχείο. Εκτός από «υποδοχή» ή
δοχείο των ιδεατών, αρχετυπικών μορφών, ο ψυχικός χώρος
αποτελεί τη βάση, την ύπαρξη, και το πεδίο της
απεριόριστης Ζωής και του άπειρου Νου, του
Δημιουργού.
Η ΕΚΠΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ
ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΗΣΙΟΔΟ ΚΑΙ
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ
Στυλιανός Τάκας
Ο Ησίοδος στην Θεογονία του αναφέρει ότι οι Πιερίδες
Μούσες του απεκάλυψαν τα όσα αναφέρει στην θεογονία του.
Αλλά ας αξιολογήσουμε αυτές τις αναφορές.
Στον στίχο 116 αναφέρει: «Πρωτίστως λοιπόν το Χάος
εγένετο και αμέσως έπειτα η πλατύστηθη Γη, .… και ο
Έρως ….» «Η τοι πρώτιστα μεν Χάος γενετ’ αύταρ έπειτα
Γαια ευρύστερνος, ……… ηδ’ Έρος, ……..»
Στον στίχο 123 αναφέρει: «Εκ του Χάους γεννήθηκε το
Έρεβος και η μαύρη Νύκτα και από την Νύκτα πάλι
γεννήθηκε ο Αιθέρας και η Ημέρα, που τους γέννησε σαν
έσμιξε ερωτικά με το Έρεβος» «Εκ Χάεος δ’ Έρεβος τε
μέλαινα τε Νυξ εγένετο, Νυκτός δ’ αυτ’ Αιθήρ τε και
Ημέρα εξεγένοντο, ους τέκε κυσαμένη Ερέβει φιλότητι
μιγείσα»:
Στον στίχο 126 αναφέρει: «Η δε Γη εγέννησε πρώτα τον
ίσον με τον εαυτόν της ουρανό…….» «Γαία δε τοι μεν
εγείνατο ίσον ε’ αυτή Ουρανόν ……»
Βεβαίως οι όροι αυτοί είναι λέξεις της καθημερινότητας
της εποχής του αλλά και της σημερινής και είναι δύσκολο
να φανταστεί κανείς ότι αυτοί οι τόσο απλοί όροι
κρύβουν βαθύτατες και πολύπλοκες κοσμογονικές αλήθειες
που χρειάζονται «αποκρυπτογράφηση» για να γίνουν
κατανοητές αλλά και για να γίνει αντιληπτή η όλη
διαδικασία της εκπορεύσεως του Σύμπαντος.
Κατωτέρω θα αναλυθούν τα τρία αυτά εδάφια του Ησιόδου
επί τη βάσει των απόψεων της επιστήμης αλλά και
προσωπικών μου εκτιμήσεων. Εκ της αναλύσεως αυτής θα
προκύψουν πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την αρχή της
Φύσεως γιατί τα εν λόγω εδάφια απεικονίζουν με πολύ
περιεκτικό τρόπο έννοιες οι οποίες εκ πρώτης όψεως
φαίνονται απλοϊκές ενώ δεν είναι και τις οποίες μετά από
3000 περίπου χρόνια μπόρεσε να εξηγήσει η ανθρωπότητα.
Επομένως ο Ησίοδος αξιώθηκε από τις Μούσες μια
πραγματική αποκάλυψη.
Η αρχή της Φύσεως, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ησίοδος,
έγινε ως εξής: Εξ ενός Αυθύπαρκτου Αρχικού Αιτίου (το
οποίο δεν διευκρινίζεται αν αυτό είναι το Χάος ή κάτι
άλλο όπως πιστεύει η σύγχρονη επιστήμη βάσει της Νέας
Φιλοσοφικής Θεώρησης της Φυσικής) γεννήθηκε η Γη και ο
Έρως. Κατόπιν εκ του Χάους γεννήθηκε το Έρεβος (άρρεν ή
+) και η Νύκτα (θήλυ ή -) και εκ της Νύκτας με σπέρμα
Ερέβους γεννήθηκαν ο Αιθέρας (άρρεν ή +) και η
Ημέρα (θήλυ ή -). Έτσι έχουμε:
ΧΑΟΣ (ΑΑΑ) > ΓΗ και ΕΡΩΣ ή
[ΑΑΑ] > ΧΑΟΣ, ΓΗ και ΕΡΩΣ
ΧΑΟΣ > ΕΡΕΒΟΣ και ΝΥΚΤΑ
ΕΡΕΒΟΣ–ΕΡΩΣ–ΝΥΚΤΑ®ΑΙΘΕΡΑΣ και ΗΜΕΡΑ
ΓΗ & ΟΥΡΑΝΟΣ
α) ΤΟ ΈΡΕΒΟΣ ΚΑΙ Η ΝΥΚΤΑ
Εκ της Ενεργού Ουσίας του Χάους, κατά τον Ησίοδο,
γεννήθηκε το Έρεβος και η Νύκτα. Αυτό έγινε (όπως
είδαμε) με διχασμό και αντιθετισμό της εκ του Χάους
εκπορευθήσης ουσίας.
ΧΑΟΣ > άρρεν ΕΡΕΒΟΣ και θήλεα ΝΥΚΤΑ
Το Έρεβος το ταυτίζουμε με το σύνολο Σ(α+) των ομογενών
Ατόμων α+ τα οποία το συνιστούν, ενώ την Νύκτα την
ταυτίζουμε με το σύνολο Σ(α-) των ομογενών Ατόμων α– τα
οποία την συνιστούν. Δηλαδή έχουμε:
ΈΡΕΒΟΣ = Σ(α+) και ΝΥΚΤΑ = Σ(α–)
Συνεπώς θεωρούμε ότι τα Άτομα της ατομικής ουσίας είναι
Άτομα δύο καταστάσεων: Άτομα α+ και Άτομα α–. Το +
πρέπει να θεωρηθεί ως το θετικό ηλεκτρικό φορτίο και το
– ως το αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο. Τα ομογενή Άτομα
(δηλ. όσα έχουν το ίδιο σημείο π.χ. α+) απωθούνται
μεταξύ τους ενώ τα ετερογενή (δηλ. όσα έχουν αντίθετα
σημεία π.χ. α+ και α–) έλκονται.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το σύνολο των ΑΤΟΜΩΝ της
Ατομικής Ουσίας τα οποία εκπορεύτηκαν εκ του Χάους, κατά
την κοσμογονία του Ησιόδου, είναι το Έρεβος ή άτομα
Σ(α+) και η Νύκτα ή άτομα Σ(α–) και τα οποία είναι δύο
καταστάσεων θετικού και αρνητικού ηλεκτρικού φορτίου (α+
και α –). Τα Άτομα αυτά συγκροτούν όλες τις υλικές
μορφές του σύμπαντος.
β) Ο ΑΙΘΕΡΑΣ ΚΑΙ Η ΗΜΕΡΑ
Οι πρώτες υποστάσεις μετά την εκπόρευση του άρρενος
ερέβους και της θήλεας νύκτας και που προήλθαν από την
ένωση του άρρενος Ερέβους (δηλαδή των Ατόμων α+) και της
θήλεας Νύκτα (δηλαδή των Ατόμων α–) με την δράση του
Έρωτος (της μεταξύ τους ελκτικής δυνάμεως) ήταν ο
Αιθέρας (άρρεν) και κατόπιν, όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω,
η Ημέρα (θήλυ).
ΕΡΕΒΟΣ έρως ΝΥΚΤΑ > ΑΙΘΕΡΑΣ και ΗΜΕΡΑ
Ο Αιθέρας
Αιθέρας είναι η Αμέριστη (ή συνεχής) ουσία η οποία
γεννήθηκε όταν το σπέρμα του Ερέβους (ή τα άτομα α+)
γονιμοποίησε την Νύκτα (ή τα άτομα α–). Αυτό μπορεί να
λεχθεί και ως εξής: ο Αιθέρας γεννήθηκε από την σχετική
ένωση κατά χώρο των Ατόμων α+ και α– με μερική μεταξύ
τους διείσδυση των Ατόμων α+ και α– η οποία (μερική
διείσδυση) παριστάνεται με το αο και όχι με πλήρη ένωση
μεταξύ τους γιατί τότε θα είχαμε την επαναφορά τους στο
Χάος. Οι λόγοι για τους οποίους έχουμε αυτήν την σχετική
κατά χώρο ένωση με μερική διείσδυση και όχι την πλήρη
ένωση είναι δύο: α) γιατί με την έξοδό τους εκ της
απολύτου ηρεμίας αυξάνεται η δυναμικότητα τους και για
να ενωθούν πλήρως πρέπει να έχουν την δυναμικότητα της
απόλυτης ηρεμίας που βρισκόταν προ του διχασμού σε Α+
και Α- (δηλαδή θα έπρεπε να γίνει μείωση της
δυναμικότητάς τους) και β) γιατί πέριξ κάθε
ατόμου π.χ. α– υπάρχει μεγάλο πλήθος Ατόμων α+ (και
αντιστρόφως) και όταν ένα άτομο α+ επιχειρήσει να ενωθεί
με το α–, τα άλλα Άτομα α+ το απωθούν κλπ. Συνεπώς ο
Αιθέρας είναι μια νέα ουσία Συνεχής και Αμέριστη, γιατί
η σύνδεση μεταξύ των Ατόμων α+ και α– γίνεται με μερική
μεταξύ τους διείσδυση με αποτέλεσμα να υπάρχει η τάση
να μην αποχωρίζονται και δεν υπάρχει μεταξύ τους
διάκενο αλλά συνέχεια.
Αποτέλεσμα της μερικής κατά χώρο ενώσεως των Ατόμων α+
και α– είναι να υπάρχουν εσωτερικές τάσεις τόσο προς
πλήρη ένωση όσο και προς πλήρη διχασμό αυτών των Ατόμων.
Οι εσωτερικές αυτές τάσεις έχουν ως αποτέλεσμα την
συνεχή αλλαγή της θέσεως των Ατόμων α+ και α– μεταξύ
τους. Επομένως δεν υπάρχει απόλυτη ηρεμία στα Άτομα α+
και α– που συγκροτούν τον Αιθέρα, αλλά βρίσκονται σε
συνεχή εσωτερική κυκλοφορία και περιδίνηση. Η εσωτερική
κυκλοφορία και περιδίνηση των Ατόμων α+ και α– του
αιθέρα τον εμφανίζει ως ρευστό, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται
και ως Αιθέριο Ρευστό.
Στην εσωτερική κυκλοφορία των Ατόμων α+ και α–
οφείλονται τα διάφορα γνωστά μας φυσικά φαινόμενα ενώ
στη περιδίνηση των Ατόμων α+ και α– του αιθέρα οφείλεται
η περιστροφική κίνηση όλων των μορφών του Σύμπαντος, η
οποία είναι άμεσα εμφανής από την περιστροφική κίνηση
των ουρανίων σωμάτων τόσο γύρω από τον εαυτόν τους όσο
και πέριξ άλλων ουρανίων σωμάτων μεγαλύτερης μάζας. Η
κυκλοφορία και περιδίνηση των Ατόμων α+ και α– του
Αιθέρα αποτελεί ένα βασικό του χαρακτηριστικό το οποίο
έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί στην κυκλοφορία και
περιδίνηση του ΑΙΘΕΡΑ οφείλεται η δράση του η οποία
εκδηλώνεται ως ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ αυτού. Αυτή η
δράση του Αιθέρος επί των μορφών του σύμπαντος
εκδηλώνεται ως συνθετική και αποσυνθετική δράση δηλαδή
ως η μεταμορφωτική του δράση. Συνεπώς ο Αιθέρας έχει
αφενός μεν εσωτερική δομή γιατί συγκροτείται από Άτομα
α+ και α–, αφετέρου δε έχει υλική υπόσταση.
Συμπερασματικά ο Αιθέρας που αναφέρεται στην κοσμογονία
του Ησιόδου είναι η Συνεχής ή Αμέριστη ουσία και προήλθε
από την σχετική κατά χώρο ένωση των Ατόμων της ατομικής
ουσίας (ερέβους και νύκτας).
Η Ημέρα
Ημέρα είναι η υλική ουσία της Φύσεως η οποία προήλθε εκ
του αιθέρος ως εξής: Η εσωτερική κυκλοφορία και
περιδίνηση του αιθέρα και η τάση προς μεγαλύτερη
συμπύκνωση τμημάτων αυτού είχε ως συνέπεια την
εμφάνιση συμπυκνώσεων μικρών τμημάτων αυτού. Σε αυτά τα
συμπυκνωμένα τμήματα του αιθέρα προκαλείται διχασμός
και αντιθετισμός τους με αποτέλεσμα να προκύψουν ζεύγη
συζυγών συμπυκνώσεων, όπου στο ένα μέρος να υπερισχύουν
τα Άτομα α+ και στο άλλο τα Άτομα α–. Από αυτές τις
συμπυκνώσεις δημιουργούνται ζεύγη συζυγών στοιχειωδών
σωματιδίων ύλης και αντιύλης π.χ. ηλεκτρονίου
(σωματιδίου ύλης) και ποζιτρονίου (σωματιδίου αντιύλης)
ή πρωτονίου (σωματιδίου ύλης) και αντιπρωτονίου
(σωματιδίου αντιύλης). Έτσι, σε μια απλουστευμένη
προσέγγιση, ένα π.χ. ηλεκτρόνιο([1])
αποτελείται από Άτομα α+ και α– αλλά τα Άτομα α– είναι
κατά ένα περισσότερα με αποτέλεσμα το ηλεκτρόνιο να
έχει αρνητικό φορτίο, ενώ ένα ποζιτρόνιο είναι ομοίως
μια πυκνή συσσωμάτωση από Άτομα α+ και α– αλλά τα Άτομα
α+ είναι κατά ένα περισσότερα με αποτέλεσμα το
ποζιτρόνιο να έχει θετικό φορτίο. Το αυτό πρέπει να
θεωρήσουμε και για τα λοιπά λεπτόνια, ενώ τα αδρόνια
(π.χ. τα πρωτόνια κλπ) συγκροτούνται κατά την άποψη της
επιστήμης από κουάρκς δηλαδή έχουν σύνθετη εσωτερική
δομή, γιατί τα κουάρκς είναι λεπτόνια. Κατ’ αυτόν τον
τρόπο δύναται να εξηγηθεί το ηλεκτρικό([2])
φορτίο των στοιχειωδών σωματιδίων.
Σύμφωνα με τα προηγούμενα, τα στοιχειώδη σωματίδια
σχηματίζονται ανά ζεύγη ΣΥΖΥΓΩΝ στοιχειωδών ήτοι
ηλεκτρόνιο – ποζιτρόνιο, πρωτόνιο – αντιπρωτόνιο κλπ
δηλαδή ζεύγη στοιχειωδών σωματιδίων ΎΛΗΣ (ηλεκτρόνιο,
πρωτόνιο κλπ) και ΑΝΤΙΥΛΗΣ (ποζιτρόνιο, αντιπρωτόνιο
κλπ). Παρά ταύτα στο γήινο περιβάλλον έχουμε μόνον ύλη
και δεν είναι δυνατή η ανίχνευσης αντιύλης σε άλλους
γαλαξίες, επομένως το ανωτέρω φαίνεται εκ πρώτης όψεως
ανακόλουθο προς την πράξη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός
ότι οι ιδιότητες της ΑΝΤΙΥΛΗΣ είναι ίδιες με αυτές της
ύλης, εκτός από την αντιστροφή των ηλεκτρικών φορτίων
και συνεπώς δεν είναι δυνατή η αναζήτηση στον Γαλαξία
μας ηλιακών συστημάτων αποτελουμένων μόνον από αντιύλη
ούτε η αναζήτηση Γαλαξιών από Αντιύλη και συνεπώς δεν
μας είναι γνωστό αν υπάρχουν κόσμοι που συγκροτούνται
μόνο από αντιύλη. Πολλοί εκ των επιστημόνων πιστεύουν
ότι θα πρέπει να υπάρχει ίση ποσότητα ύλης και αντιύλης
στο Σύμπαν για λόγους συμμετρίας. Άλλοι όμως πιστεύουν
ότι αυτή η συμμετρία δεν είναι απαραίτητη και μπορεί το
Σύμπαν να αποτελείται μόνο από ύλη. Στο γήινο
περιβάλλον, περιβάλλον συγκροτούμενο μόνο από ύλη, η
αντιύλη, αποτελούμενη από ποζιτρόνια και
αντιπρωτόνια, μόνον στα εργαστήρια μπορεί να παραχθεί
και η διάρκειά ζωής της είναι πολύ μικρή
Συμπέρασμα 1ον : Η πρώτη υλική μορφή στο σύμπαν
ήταν τα στοιχειώδη σωματίδια (ηλεκτρόνια,
πρωτόνια κλπ).
Από τα στοιχειώδη σωματίδια παράγονται αρχικά τα ελαφρά
στοιχεία της Φύσεως: υδρογόνο και ήλιο τα οποία
εμφανίζονται σε μεγάλες συγκεντρώσεις και συνιστούν
αεροδέστατες συγκεντρώσεις τεραστίων διαστάσεων τα
γνωστά μας από την αστρονομία νεφελώματα, τα οποία στο
αρχέγονο Σύμπαν αποτελούντο αρχικά μεν μόνο από
στοιχειώδη σωματίδια και ακολούθως (με την εξέλιξη τους)
από ελαφρά στοιχεία.
Από τα νεφελώματα σχηματίζονται ατμοειδή σώματα.
Τα ατμοειδή σώματα έχουν κάποιο κεντρικό πυρήνα με
μεγαλύτερη συγκέντρωση ύλης ο οποίος περιλαμβάνεις και
βαρύτερα στοιχεία και χημικές ενώσεις. Ατμοειδή σώματα,
σε μικρογραφία, είναι οι γνωστοί μας κομήτες οι οποίοι
παρατηρούνται κατά καιρούς να περιστρέφονται γύρω από
τον Ήλιο. Οι Κομήτες θεωρούνται ως ουράνια σώματα τα
οποία αποτελούνται από σχετικά συμπαγή πυρήνα και
περιβάλλονται από ένα πολύ αεριώδες περίβλημα. Οι
κομήτες που υπάρχουν στο ηλιακό μας σύστημα διαγράφουν
πολύ ελλειπτική τροχιά με αποτέλεσμα η εμφάνισή τους να
γίνεται σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα και γίνονται
ορατοί όταν προσεγγίσουν τον Ήλιο από το φως του Ηλίου.
Επίσης η έντονη Ηλιακή ακτινοβολία ωθεί το πολύ
αεριώδες περίβλημα αυτών στην αντίθετη προς τον Ήλιο
κατεύθυνση (η γνωστή μας «ουρά» των κομητών). Οι κομήτες
δεν είναι σώματα που εμφανίστηκαν κατά την διαμόρφωση
του ηλιακού μας συστήματος, άλλα δεσμεύτηκαν από το
πεδίο βαρύτητας του ηλίου όταν προσέγγισαν το ηλιακό
σύστημα και γι’ αυτό διαγράφουν την πολύ ελλειπτική
τροχιά. Ως φαίνεται ( κατά τον Νάγο) οι κομήτες
αποτελούν το πρώτο στάδια συμπυκνώσεως της
ύλης, εκ της οποίας προήλθαν αρχικά οι γαλαξίες, και
κατόπιν τα ηλιακά συστήματα κλπ.
Από ατμοειδή σώματα πολύ μεγάλης κλίμακας
δημιουργούνται οι γαλαξίες με τα ηλιακά συστήματα τα
οποία, ως γνωστόν, είναι απαραίτητα για να αναπτυχθεί
επ’ αυτών η οργανική και η λογική φύση.
Συμπέρασμα 2ον : Η υλική ουσία του Σύμπαντος
χαρακτηρίστηκε από τον Ησίοδο στην κοσμογονία του
ΗΜΕΡΑ, γιατί είναι εμφανής η ύπαρξή της (Νόμος της
Ζωής).
γ) ΓΗ ΚΑΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ.
Στο τρίτο εδάφιο της κοσμογονίας ο Ησίοδος αναφέρει ότι
η Γη γέννησε τον ίσο με αυτήν Ουρανό. Επίσης στην
συνέχεια (μετά το τρίτο εδάφιο) αναφέρει ότι η Φύση αλλά
και όσα υπάρχουν στην Φύση εκπορεύτηκαν από την ένωση
της Γης και του Ουρανού και δεν κάνει καμία αναφορά
πλέον στον Αιθέρα και την Ημέρα. Αυτό εκ πρώτης όψεως
φαίνεται περίεργο και ανεξήγητο. Το θέμα αυτό
εξηγείται αν θεωρήσουμε ότι:
α) Η Γη ταυτίζεται με το Έρεβος και την Νύκτα. Η
ταύτιση αυτή φαίνεται εκ πρώτης όψεως αυθαίρετη.
Δικαιολογείται όμως από τα εξής: Ως Γη γενικά εννοεί ο
Ησίοδος την υλική ουσία του Σύμπαντος δηλαδή τα Άτομα
της ατομικής ουσίας. Επίσης, όπως αναφέρει στο κείμενό
του, η Γη γεννήθηκε μετά από το Χάος, δηλαδή μετά από
την εκδήλωση του Ερέβους και της Νύκτας εκ του Χάους.
β) Ο Ουρανός ταυτίζεται με τον Αιθέρα. Επίσης και η
ταύτιση αυτή φαίνεται εκ πρώτης όψεως αυθαίρετη.
Δικαιολογείται όμως από τα εξής: Ως Ουρανός, γενικά,
νοείται ο άπειρος χώρος εντός του οποίου υπάρχουν οι
γαλαξίες κλπ, ενώ ο Αιθέρας είναι η ουσία η οποία
πληρώνει τον άπειρο αυτόν χώρο, δηλαδή ταυτίζεται ο
Ουρανός με τον Αιθέρα. Εξ άλλου ο Αιθέρας (Ουρανός)
προήλθε από την σχετική ένωση κατά χώρο των Ατόμων της
ατομικής ουσίας (δηλαδή του Ερέβους και της Νύκτας τα
οποία ταυτίζονται με την Γη). Συνεπώς ο Ησίοδος ορθώς
αναφέρει ότι ο Ουρανός (ή Αιθέρας) γεννήθηκε από την Γη
(ή Νύκτα και Έρεβος) δηλαδή από την σχετική ένωση των
Ατόμων της ατομικής ουσίας.
Άρα ο Ουρανό είναι ο ΑΙΘΕΡΑΣ (Συνεχής ή Αμέριστη ουσία)
και η Γη είναι τη ΑΤΟΜΙΚΗ ή ΜΕΡΙΣΤΗ ουσία. Από την μίξη
του Ουρανού (Αμέριστης Ουσίας) και της Γης (Μεριστής
Ουσίας) εκδηλώθηκε η Φύση.