ΘΑΛΗΣ
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
Friedrich Nietzsche
«Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ»)
Θαλῆς. - Τό Ἀντιμυθικό στοιχεῖο. - Μάχη κατά τοῦ Μύθου.
- Πρώιμη ἱκανότητα συστηματοποίησης. - Ὁ
φιλόσοφος στά δίχτυα τῆς γλώσσας. — Σοφία καί
ἐπιστήμη. - Ἕνας μαθηματικός δίνει ὤθηση στή
φιλοσοφία.
Ἡ ἀρχαιοελληνική φιλοσοφία ξεκινάει, λοιπόν, μέ μία
παράδοξη ἰδέα πού ἔπεσε σά μετεωρίτης — τή φράση:
ὕδωρ ἡ ἀρχή τοῦ παντός. Ἀλήθεια, εἶναι ἀνάγκη, στά
σοβαρά, νά σταματήσουμε σ’ αὐτή τή φράση; Ναι· γιά τρεῖς
λόγους: πρῶτα-πρῶτα, πραγματεύεται τήν προέλευση τοῦ
παντός- ἔπειτα, μιλάει χωρίς ἀλληγορίες καί
μυθεύματα γιά τό ὕδωρ καί, τέλος, περιέχει —ἐν
σπέρματι ἔστω— τήν ἰδέα ὅτι ὅλα εἶναι ἕ ν α. Μέ τόν
πρῶτο λόγο ὁ Θαλῆς μπαίνει —ἔστω γιά λίγο— στήν περιοχή
τῆς θρησκείας καί τῆς δεισιδαιμονίας· μέ τόν δεύτερο
ἀναδεικνύεται ὡς φυσιολόγος, καί μέ τόν τρίτο,
ἐντέλει, ὡς ὁ πρῶτος Ἕλλην φιλόσοφος.
Ἄν ἔλεγε: «Τό χῶμα ἔγινε ἀπό τό ὕδωρ», δέ θἄχαμε
παρά μιάν ἐπιστημονικοφανῆ ὑπόθεση, ἐσφαλμένη,
πλήν δυσκολοαναιρέσιμη. Μά ἐκεῖνος προχώρησε πέρα
ἀπ’ τό ἐπιστημονικό. Ἄλλωστε, διατυπώνοντας τήν
περίφημη φράση του γιά τήν ἑνιαία προέλευση τῶν
πάντων, διόλου δέν ὑψώθηκε πάνω ἀπ’ τήν «πρωτόγονη»
φυσιολογία τοῦ καιροῦ του. Ἔκανε, τό πολύ, ἕνα
ἐνορατικό ἅλμα! Ἄπ’ τίς πενιχρές καί ἄτακτες
ἐμπειρικές παρατηρήσεις του σχετικά μέ τήν Φύση καί
τίς μεταμορφώσεις τοῦ νεροῦ (ἀκριβέστερα: τοῦ ὑγροῦ
στοιχείου), δέ θά μποροῦσε οὔτε κατά διάνοια νά
παραγάγει μία τέτοια γενίκευση. Ἕνα μεταφυσικό
ἀξίωμα τόν ἐσπρωξε ἐνορμητικά πρός τά κεῖ, γέννημα
μυστικῆς ἐνόρασης πού βρίσκεται στόν πυρῆνα κάθε
φιλοσοφικῆς κοσμοθεώρησης —ἐξ ἄλλου, ὅλες τους α ὐ τ
ό παλεύουν νά ἐκφράσουν ἀρτιόοτερα—, τό δόγμα: Ἕν τό
πᾶν».
Ἀξιοσημείωτο πόσο τυραννικά ἐπιδρᾶ μιά τέτοια
πίστη σ’ ὅλο τό φάσμα τῆς Ἐμπειρίας· χάρη στό Θαλῆ
μαθαίνουμε τί κάνει ἡ φιλοσοφία ὅποτε θέλει πάσῃ
θυσίᾳ νά φτάσει στό μαγικό θελκτικό της σκοπό, πού
ὑπερβαίνει τούς φραγμούς τῆς στενῆς ἐμπειρίας:
ἀλαφροπατώντας δίνει ἕνα σάλτο· μιά ἐλπίδα καί μιά
ὑποψία φτερώνουν τά πόδια της. Στό κατόπι ἡ «ὑπολογιστική»
διάνοια, δυσκίνητη, λαχανιασμένη· ψάχνει καλύτερο
πάτημα γιά νά φτάσει κ’ ἐτούτη στό ἴδιο σαγηνευτικό
κάτι — μά ἡ θεϊκή της σύντροφος τό ἔχει κιόλας φτάσει!
Μοιάζουν μέ δύο ὁδοιπόρους σέ κάποιο δάσος, στήν ὄχθη
ἑνός χείμαρρου πού παρασύρει τά πάντα στό ἄγριο
πέρασμά του: ὁ ἕνας δίνει μιά καί περνάει ἀντίπερα, κ’
οἱ πέτρες —τά «πατήματά του»— γκρεμίζονται στά βάθη. Ὁ
ἄλλος στέκει ἀβοήθητος στήν ὄχθη, πρέπει πρῶτα νά
στήσει ἕνα ἔρεισμα πού θά στηρίξει τό δύσκολο καί
προσεκτικό του βῆμα· ἀλλά βλέπει ὅτι δέ γίνεται, καί
κανένας θεός δέν τόν βοηθάει νά περάσει ἀπέναντι...
Τί φέρνει λοιπόν τή φιλοσοφική σκέψη τόσο γρήγορα στόν
ἑκάστοτε σκοπό της; Ἄραγε μόνο οἱ ἀστραπιαῖες
διελάσεις της σέ ἀχανεῖς ἐκτάσεις τή διαχωρίζουν ἀπ’
τή σκέψη πού ὑπολογίζει καί μετρᾶ καί σταθμίζει; Ὄχι·
μιά παράξενη, ἐξωλογική δύναμη φτερώνει τά πόδια
της. Ἡ φαντασία: μέ τά φτερά τῆς ἀνυψώνεται, πηδώντας
ἀπό δυνατότητα σέ δυνατότητα, πού τίς βαφτίζει,
προσωρινά, βεβαιότητες: πετώντας συλλαμβάνει
κάποτε καί βεβαιότητες...
Ἕνα μεγαλοφυές προαίσθημα τήν εἰδοποιεῖ, κ’ ἐκείνη
ἀπό μακριά μαντεύει ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει σίγουρα κάτι
πού ἐπιδέχεται ἀποδείξεως... Προπάντων, ὅμως, ἡ
φαντασία δρᾶ καταλυτικά ὅταν μέ σκέψεις-ἀστραπές
φωτίζει ἀναλογίες: ὁ ἀναστοχασμός κομίζει
ἀργότερα τούς κανόνες καί τά στερεότυπά του —
ἀντικαθιστᾶ τό ἀνάλογο
μέ τό ἰσοδύναμο, καί τή θέαση τοῦ διαδοχικοῦ μέ
αἰτίες κι ἀποτελέσματα. Ἀλλ’ ἀκόμα καί σέ
διαφορετική περίπτωση, ὅπως στό Θαλῆ, ὅπου ἡ Λογική
καί ἡ ἄκαμπτη ἐμπειρική γνώση θέλουν, σώνει καί καλά, νά
φτάσουν μονομιᾶς στό ἀξίωμα «ὅλα εἶναι ὕδωρ»,
συντρίβοντας ἐντέλει τ’ ἀντιστύλια τοῦ
ἐπιστημονικοῦ οἰκοδομήματος — ἀκόμα καί τότε, κάτι
μένει· ἐκεῖ ἀκριβῶς κρύβεται μιά δυναμική
προδιάθεση, μιά «ἐλπίδα» γιά μελλοντικές γέννες...
Ὄχι ὅτι ἡ σκέψη, ἀκόμα καί ὑπό μορφή στενῆς, ἀδύναμης,
ἤ ἔστω ἀλληγορικῆς ἔκφρασης, περικλείει ὑποχρεωτικά
κάποιαν «ἀλήθεια»· σά νά λέγαμε, δηλαδή, ὅτι ἕνας
ζωγράφος μπροστά σ’ ἕναν καταρράκτη θἄβλεπε στίς μορφές
πού σχηματίζονται ἕνα «καλλιτεχνικό» παιγνίδι τοῦ
νεροῦ: σώματα ἀνθρώπων, ζώων, προσωπεῖα, φυτά,
βράχους, νύμφες, γέροντες —ὅλοι οἱ τύποι τοῦ Ὑπαρκτοῦ— νά
διαγράφονται μπρός του, καί συνεπῶς θἄβρισκε πώς ναί,
ἰσχύει τό ἀξίωμα «ὅλα εἶναι ὕδωρ»...
Ὁ Θαλῆς δέν ἐκφράστηκε μυθικά ἤ ἀλληγορικά —ἐδῶ
βρίσκεται ἡ ἀξία τῆς ἰδέας του, παρά τό ἀναπόδεικτό
της!—, γι’ αὐτό δά καί ξεχώρισε τόσο ἀπροσδόκητα
ἀνάμεσα στούς κατεξοχήν ἀντιρεαλιστές ἀρχαίους
Ἕλληνες.
Αὐτοί πίστευαν μονάχα σέ μιάν «ἀντικειμενική
πραγματικότητα» ἀνθρώπων καί θεῶν· ὅλη ἡ Φύση ἦταν γι’
αὐτούς ἕνα ἔνδυμα, μία μασκαράτα, τό πεδίο
μεταμόρφωσης θεῶν-ἀνθρώπων. Ὁ ἄ ν θ ρ ω π ο ς ἦταν
Ἀλήθεια καί πυρήνας τῶν πραγμάτων, κι ὅλα τά ἄλλα
μονάχα φαίνεσθαι κι ἀπατηλό παιχνίδι. Ὡς ἐκ τούτου, δέ
μποροῦσαν εὔκολα νά νοήσουν τίς ἰδέες ὡς ἰδέες· κ’ ἐνῶ
οἱ νεώτεροι, ἄκρως ἀντίθετοι, ἀνάγουν «τιμητικά» τό
Προσωπικό στή σφαῖρα τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν, ἐκεῖνοι
ἔχυναν πάντα κάθετι ἀφηρημένο στό καλούπι κάποιου
προσώπου. Βέβαια, ὁ [Θαλῆς εἶπε: «Δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἡ
“ἀντικειμενική πραγματικότητα” τοῦ Σύμπαντος, ἀλλά
τό ὕδωρ»· πίστευε, δηλαδή, στό νερό, καί, κατά τοῦτο,
ἀνοιγόταν σιγά-σιγά πρός στή Φύση. Ὡς μαθηματικός κι
ἀστρονόμος, ἀποστρέφονταν κάθετι μυθικό καί
ἀλληγορικό· ἀκόμα κι ἄν δέν «προσγειώθηκε» ἐντέλει
στήν καθαρά ἀφηρημένη ἰδέα: «ἕν τό πᾶν», μένοντας σ’
ἕναν «φυσιοκρατικό» ὁρισμό: «ὕδωρ τό πᾶν», ἐν τούτοις
ἦταν μιά παράξενη καί σπάνια περίπτωση ἀνάμεσα
στούς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς του.
Οἱ τόσο ἰδιότυποι Ὀρφικοί τόν ξεπερνοῦσαν ἴσως στήν
ἀφηρημένη καί δίχως εἰκόνες σκέψη· ἐκφραστικά, ὅμως,
δέν προχώρησαν πέρα ἀπ’ τήν ἀλληγορία.
Ἀκόμη κι ὁ Φερεκύδης ὁ Σύριος, σύγχρονός του Θαλῆ καί
πολύ κοντινός σέ τόσες ἀπόψεις τοῦ περί Φύσης,
αἰωρεῖται στήν ἐνδιάμεση περιοχή μύθου κι
ἀλληγορίας· φτάνει, λ.χ., νά παρομοιάσει, τή γῆ μέ μία
φτερωτή βελανιδιά πού πλανιέται στόν ἀέρα μέ
φτεροῦγες ἁπλωμένες, ἐνῶ ὁ Ζεύς, ἔχοντας κατατροπώσει
τόν Κρόνο, περιβάλλεται ἀπό ἕναν μεγαλοπρεπῆ
γιορτινό μανδύα στόν ὁποῖον ἔχει κεντήσει μέ τό χέρι
του τίς στεριές, τίς θάλασσες καί τά ποτάμια.
Ἀπέναντι σ’ ἕνα τέτοιο φιλοσοφεῖν, βουτηγμένο στά
σκοτάδια τῆς ἀλληγορίας,
περίπου ἔξω ἀπ’ τή σφαῖρα τοῦ ὁρατοῦ, ὁ Θαλῆς ἄρχισε μέ
δημιουργική ὁρμή νά βυθοσκοπεῖ τή Φύση δίχως τίς
μυθοπλασίες τῆς φαντασίας. Κι ἄν ἀκολούθησε τό
μονοπάτι τῆς ἐπιστήμης πρός ὅ,τι ἀποδείξιμο, σύντομα
τό ὑπερπήδησε — τυπικό χαρακτηριστικό του
φιλοσοφικοῦ νοῦ... Ἡ ἀρχαιοελληνική λέξη «σοφός» μᾶς
πηγαίνει ἐτυμολογικά στό sapio:
δοκιμάζω· sapiens: ὁ δοκιμάζων· σίσυφος: ὁ
ἄνθρωπος πού ἔχει ἐξαιρετικά λεπτή γευστική
ἱκανότητα. Μιά ὀξύτητα ἀντίληψης καί διάκρισης
πραγμάτων συνιστᾶ, λοιπόν, τή λέξη φιλόσοφος,
στήν πρώτη του διάσταση κατά τό <κοινό> γλωσσικό
αἰσθητήριο. Δέν εἶν’ αὐτό πού λέμε «ξύπνιος» ὑπό τήν
ἔννοια ἐκείνου πού ξέρει νά προωθεῖ τ’ ἀτομικά του
συμφέροντα. Πόσα καί πόσα θαυμαστά καί σπάνια, καί
δύσκολα καί θεῖα δέ γνωρίζει ὁ Θαλῆς κι ὁ Ἀναξαγόρας,
γράφει κάπου ὁ Ἀριστοτέλης, μά κι ἀ ν ώ φ ε λ α, ἀφοῦ
δέ νοιάστηκε κανείς τους γιά τ’ ἀνθρώπινα ἀγαθά...
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐκλογή καί το ξεδιάλεγμα τοῦ σπάνιου,
τοῦ θαυμάσιου, τοῦ δύσκολου καί τοῦ θείου
διακρίνει τή φιλοσοφία ἀπ’ τήν Ἐπιστήμη· ἡ τάση πρός
τό ἀνωφελές τήν ἀπομακρύνει ἀπ’ τήν κοινή «ἐξυπνάδα».
Ἡ Ἐπιστήμη ἐφορμᾶ μέ τυφλό πάθος —χωρίς νά
ξεδιαλέγει ἤ νά διαθέτει λεπτό γοῦστο— πρός ὅ,τι μπορεῖ
νά γνωρίσει, ἔχοντας τήν ἰδέα πώς αὐτή ὅλα θά τά βρεῖ,
πάση θυσία! Ἀντίθετα, ἡ φιλοσοφία ρέπει πρός ὅ,τι
ἀξίζει νά γνωρίσει κανείς — κυνηγάει τά μεγάλα
κι ἄξια. Μά τοῦτα εἶναι ἔννοιες εὐμετάβλητες:
ἄλλα ἐκτιμᾶ ἡ Ἠθική, ἄλλα ἡ Αἰσθητική· ὁπότε,
πρώτη-πρώτη δουλειά τῆς φιλοσοφίας εἶναι νά ὁρίσει
τί ἐστί μεγάλο. Ξεκινάει λοιπόν ὡς νομοθέτης
—δηλαδή «ὀνοματοθέτης»— καί λέει: «Α ὐ τ ό εἶναι
μεγάλο»,
ὑψώνοντας ἔτσι τόν ἄνθρωπο πάνω ἀπ’ τήν τυφλή του
φιλομάθεια. Ὁρίζοντας τό Μεγάλο, ἡ φιλοσοφία
χαλιναγωγεῖ τήν ἀσυγκράτητη ὁρμή του καί, κυρίως, τοῦ
παρουσιάζει τήν ἀνώτατη γνώση —τή γνώση τῆς
πεμπτουσίας τῶν πραγμάτων— ὡς κάτι προσπελάσιμο, πού
ἤδη τό ψαύει! Ὅταν λέει λοιπόν ὁ [Θαλῆς: «ὕδωρ τό πᾶν», ὁ
ἄνθρωπος ἀνασκιρτεῖ, δέ σέρνεται πιά καταγῆς ὡς φορέας
τῶν εἰδικῶν Ἐπιστημῶν, σά λαγωνικό νά ἰχνηλατεῖ
τυφλά «γνώσεις», παρά «ἰδεάζεται» ποῦ βρίσκεται ὁ
ὕστατος τῶν πραγμάτων δεσμός, ὑπερβαίνοντας τή
συμβατικότητα τῶν κατώτερων γνωστικῶν συλλήψεων.
Ὅ φιλόσοφος παλεύει ν’ ἀφουγκραστεῖ μέσα του ὅλο τό
ἠχητικό φάσμα τοῦ Σύμπαντος καί νά τό ἀναμεταδώσει μέ
ἔννοιες· ἐνῶ ἀφήνεται κάποτε στά θέλγητρα τῆς θέασης
σάν τόν ζωγράφο, ἐνῶ κυριεύεται ἀπ’ τή συμπόνια τοῦ
θρήσκου, τήν περιέργεια τοῦ ἐπιστήμονα πού ἐρευνᾶ
σκοπούς κ’ αἰτιώδεις σχέσεις· ἐνῶ νοιώθει ταυτόχρονα
νά διαστέλλεται ὡς τά ὅρια τοῦ μακρόκοσμου, μπορεῖ,
παραταΰτα, καί παρατηρεῖ νηφάλια καί ψυχρά τόν
ἑαυτό του ὡς ἀντιφέγγισμα τοῦ Συμπαντος
— θυμίζει τή νηφαλιότητα τοῦ δραματουργοῦ, πού
ἐνδύεται ἄλλες μορφές, μιλάει μές ἀπ’ αὐτές,
μετουσιωνόμενος σέ στίχους. Ὅ,τι εἶν’ ὁ στίχος γιά τόν
ποιητή, εἶναι κ’ ἡ διαλεκτική σκέψη γιά τό φιλόσοφο:
πρός α ὐ τ ή ν ἁπλώνει τά χέρια, προσπαθώντας νά
συγκρατήσει —νά παγιώσει— τό μαγικό συναίσθημα πού
νοιώθει. Κι ὅπως γιά τό δραματουργό ἡ λέξη κι ὁ στίχος
εἶναι μονάχα ἕνα τραύλισμα μίας ξένης γλώσσας, μέ τήν
ὁποία παλεύει νά ἐκφράσει τί βίωσε καί τί εἶδε, ἔτσι κ’
ἡ ἔκφραση κάθε βαθιᾶς φιλοσοφικῆς διαίσθησης, μές ἀπ’
τή διαλεκτική καί τόν ἐπιστημονικό στοχασμό, εἶναι
τό μόνο μέσον γιά νά μεταδώσει κανείς σέ ἄλλους αὐτό πού
εἶδε — μέσο πενιχρό, κατά βάθος, μιά μεταφορική καί
διόλου πιστή ἀπόδοση τοῦ ἴδιου βιώματος σέ
μιάν ἄλλη σφαῖρα, σε μιάν ἄλλη γλῶσσα.
Ἔτσι. ἀκριβῶς εἶδε ὁ [Θαλῆς τήν ἑνότητα τῶν πραγμάτων.
Γιά νά τή μοιραστεῖ, μίλησε γιά τό ὕδωρ!
(πρόλογος-μετάφραση-σχόλια:
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΔΟΥΒΑΛΕΡΗΣ)
[Σχετικά μέ τή βεβαιότητα, βλ. κεφ. 11, ὑ.
149.]
[Πρβλ 19(226-7, 249)1873.]
[Βλ. ΙΙαράρτημα, ἀπόσπ. 7.]
[Βλ. ΙΙαράρτημα, ἀπόσπ. 5.]
[Diels-Kranz, Φερεκύδης, 7, Β 2.]
[Πρβλ ὅ.π., 7, A 12: αἰνιγματώδης.]
[Ὁ Νίτσε υἱοθετεῖ παλιές ἐτυμολογήσεις (Curtius5,
512), ὡστόσο, στήν οὐσία, τό ἔτυμο παραμένει
ἀδιευκρίνηστο. Πρβλ Frisk, II, 754-5. Ἐπίσης πρβλ
ΤΡΡ, 172-3· LPP, 281 (ὑ. 6-7).]
[Διό Ἀναξαγόραν καί Θαλῆν καί τούς τοιούτους
σοφούς μέν, φρονίμους δ’ οὐ φασίν εἶναι, ὅταν
ἰδωσιν ἀ γ ν ο ο ῦ ν τ α ς τ ά σ υ μ φ έ ρ ο ν
θ’ ἑ α υ τ ο ῖ ς, καί περιττά μέν καί θαυμαστά
καί χαλεπά καί δαιμόνια εἰδεναι αὐτούς φασιν,
ἄ χ ρ η σ τ α δ’ ο ὐ τ ά ἀ ν θ ρ ώ π ι ν α ἀ
γ α θ ά ζ η τ ο ῦ σ ι ν. (Ἠθικά Νικομάχεια,
11411). Πρβλ Diels-Kranz, Ἀναξαγόρας, 59, A 30.)]
[19(83)1872-3: «...Αὐτό εἶναι Μεγάλο, λέει <ὁ
φιλόσοφος> κ’ ἐξυψώνει τόν ἄνθρωπο. Ξεκινάει
δηλαδή ὁρίζοντας τό ἠθικό· ἰδού ἡ σκοπιά τῶν
ἑπτά Σοφῶν — κ’ οἱ Ρωμαῖοι, στήν ἀκμή τους, ποτέ
δέν τούς ξεχναγαν.» (VorPh, 218: δέν ξέχναγαν
τήν πρακτική τούτη πλευρά τῆς φιλοσοφίας).]
[19(91)1872-3: «Πᾶσα φυσική Ἐπιστήμη δέν εἶναι
παρά μιά ἀπόπειρα τοῦ ἀνθρώπου νά κατανοήσει
τόν ἄνθρωπο, τό “ἀνθρωπομορφικό”· ἀκριβέστερα,
ἡ διά πλαγίων μέσων κι ἀναρίθμητων
δολιχοδρομήσεων ἐπιστροφή στόν ἑαυτό του.
Διαστέλλεται ὡς τά ὅρια τοῦ μακρόκοσμου, μόνο
καί μόνο γιά νά πεῖ στό τέλος: “τελικά εἶσαι αὐτό
πού εἴσαι”.»]
[Τό κεφαλαιῶδες θέμα τῆς γλώσσας ὡς ὀργάνου
γνώσης τοῦ κόσμου ἀναπτύσσεται στό ΑΨ.
Ἐπίσης: 19(215-7)1872-3.]