ΣΩΚΡΑΤΙΚΑ ΗΘΙΚΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ
ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΑΚΡΑΣΙΑ
Ἑλένη Λεοντσίνη
Στούς πλατωνικούς διαλόγους -κυρίως στούς πρώιμους σωκρατικούς,
ἀλλά καί σέ ἄλλους, μέσους καί ὕστερους, ὅπως στόν Μένωνα, πού
θεωρεῖται πρώιμος μεταβατικός διάλογος, ἀλλά καί στόν Γοργία,
τήν Πολιτεία καί τούς Νόμους- συναντοῦμε ἕνα σύνολο ἠθικῶν
διδασκαλιῶν, πού συνήθως ἀποκαλοῦνται «σωκρατικά παράδοξα». Ὅλες
αὐτές οἱ σωκρατικές προτάσεις ἀποτελοῦν μέ τήν κυριολεκτική
ἔννοια παράδοξα, «ἀφοῦ παράδοξο σημαίνει κυριολεκτικῶς μία
δήλωση πού ἀντιβαίνει (παρά) τήν κοινή ἀντίληψη (δόξα) καί ὅλες
αὐτές οἱ σωκρατικές θέσεις ἀποτελοῦν παράδοξα στήν κυριολεκτική
σημασία τους».
Στήν προκειμένη περίπτωση, ἡ χρήση τοῦ ὅρου «παράδοξο»[2]
εἶναι ἴσως παραπλανητική, γιατί αὐτή γίνεται κυριολεκτικῶς καί
ὄχι φιλοσοφικῶς[3],
ἀφοῦ, στήν πραγματικότητα, οἱ σωκρατικές αὐτές θέσεις ἤ
προτάσεις ἐκφράζουν ἠθικές καί γνωσιολογικές θεωρίες πού
ἀντιβαίνουν τήν κοινή ἀντίληψη, πρόκειται δηλαδή γιά ἠθικά καί
γνωσιολογικά «παραδοξολογήματα» πού μᾶς ὁδηγοῦν σέ ἠθικά «ἀδιέξοδα».
Ὁ ὅρος «σωκρατικό παράδοξο», ὅπως ἀναφέρει ὁ Simon Blackburn,
«χωρίς νά ἀποτελεῖ ἕνα παράδοξο μέ τήν αὐστηρή ἔννοια,
ἀναφέρεται εἴτε στό ἕνα εἴτε στό ἄλλο ἀπό τά δύο περίεργα καί μή
ἀποδεκτά συμπεράσματα πού ἐξάγονται ἀπό τούς πρώιμους
σωκρατικούς διαλόγους τοῦ Πλάτωνος: (α) ἡ ἐντυπωσιακή συνέπεια
τῆς σωκρατικῆς συσχέτισης τῆς γνώσης μέ τήν ἀρετή, σύμφωνα μέ
τήν ὁποία κανείς δέν κάνει κακό ἐν γνώσει του, (β) ἡ ἄποψη ὅτι
κανείς δέν γνωρίζει τί ἐννοεῖ ὅταν χρησιμοποιεῖ ἕναν ὄρο, ἄν δέν
εἶναι σέ θέση νά παρουσιάσει ἕνα ρητό ὁρισμό αὐτοῦ»
[4].
Οἱ σωκρατικές αὐτές θέσεις δέν ἔχουν ἀναλυθεῖ συστηματικά ἀπό
τούς μελετητές τῆς σωκρατικῆς καί πλατωνικῆς φιλοσοφίας καί οἱ
ἀπόψεις διίστανται ἀκόμη καί ἀναφορικά μέ τόν ἀριθμό τους.
Παρόλο πού ὅλοι συμφωνοῦν ὅτι αὐτές οἱ θέσεις ἐνυπάρχουν στίς
σωκρατικές ἠθικές καί γνωσιολογικές θεωρίες, ὑφίσταται μεγάλη
διαφωνία, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ William Charlton, γιά τό τί ἀκριβῶς
εἶναι αὐτές καί γιά τό πῶς θεμελιώνονται[5].
Ὁ A. Ε. Taylor εἶναι ὁ μόνος πού δέν δέχεται τήν ὕπαρξη τοῦ
σωκρατικοῦ παραδόξου «ἡ ἀρετή εἶναι γνώση» καί ἀρνεῖται ὅτι ὁ
Σωκράτης ἤθελε νά ἀντικρούσει τό γεγονός τῆς ἠθικῆς ἀδυναμίας[6].
Ὁ W.K.C. Guthrie ἀναφέρει μόνο ἕνα παράδοξο, «ἡ ἀρετή εἶναι
γνώση» καί τό ἀντίθετό του σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «τό σφάλμα μπορεῖ
νά ὀφείλεται μόνο στήν ἄγνοια καί ἑπομένως πρέπει νά θεωρεῖται
ὅτι δέν γίνεται ἐκ προθέσεως»[7].
Ὁ David Gallop ἀναφέρεται στό «σωκρατικό παράδοξο» σάν νά
ἐπρόκειτο μόνο γιά μία θεωρία[8],
ἐνῶ ὁ Gerassimos Santas συζητᾶ μόνο δύο παράδοξα - ἑνοποιώντας
τά διαφορετικά σωκρατικά παράδοξα - τό «παράδοξό τῆς φρόνησης»,
ὅπως τό ὀνομάζει, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «κανείς δέν ἐπιθυμεῖ τά
κακά καί ὅλοι ὅσοι εἶναι ἄδικοι ἤ κακοί, εἶναι χωρίς νά τό
θέλουν»[9],
καί τό «ἠθικό παράδοξο» σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «ἡ ἀρετή εἶναι γνώση
καί πώς ὅλοι ὅσοι κάνουν ἄδικες ἤ κακές πράξεις, τίς κάνουν
χωρίς νά τό θέλουν». Ὁ Ν. Gulley ἀναφέρεται σέ τρία: «ἡ ἀρετή
εἶναι γνώση», «κανείς δέν κάνει τό κακό μέ τή θέλησή του» καί «ὅλες
οἱ ἀρετές εἶναι μία»[10].
Ἀντιθέτως, ὁ Michael J. Ό Brien κατηγοριοποιεῖ τά σωκρατικά
παράδοξα σέ ἔξι διαφορετικές θέσεις: «κανένας δέν πράττει τό
κακό μέ τή θέλησή του», «κανένας δέν ἐπιθυμεῖ τό κακό», «ἡ ἀρετή
εἶναι διδακτή», «ἡ ἀρετή εἶναι μία τέχνη, ὅπως ἡ ἰατρική ἤ ἡ
ξυλουργική», «ἤ ἀρετή εἶναι γνώση» καί «ἡ κακία εἶναι ἄγνοια»[11].
Σ’ αὐτά τά ἕξι παράδοξα πρέπει ἐπίσης νά ἐντάξουμε, ὡς ἕβδομο,
καί τό ἐπιχείρημα γιά τήν «ἑνότητα τῶν ἀρετῶν»[12].
Εἶναι δυνατόν νά ὑποστηρίξει κανείς ὄχι ἡ κεντρική θέση πού
προσδιορίζει τό σύνολο αὐτῶν τῶν παραδόξων εἶναι ἡ φράση «οὐδείς
ἑκών ἁμαρτάνει», ὅπως διατυπώνεται στόν πλατωνικό Πρωταγόρα
(345d-e) ἀλλά καί ἡ φράση «ἐπί γέ τά κακά οὐδείς ἑκών ἔρχεται»
στό 358d τοῦ ἴδιου διαλόγου[13]...
.
W. J.
Prior,
Virtue and Knowledge, An Introduction to Ancient Greek
Ethics,
London, Routledge, 1991,
σ.
85.
[2].
Γιά μία συνολική διαπραγμάτευση τῶν παραδόξων στήν
ἀρχαία, νεώτερη καί σύγχρονη φιλοσοφία, πβ. Μ.
Clark,
Paradoxes from A to Z,
London, Routledge, 2002,
καί
R.
Sorensen,
A Brief History of the Paradox,
Oxford, Oxford Univ. Press,
2003.
Χρειάζεται βέβαια νά σημειωθεῖ ὅτι τά σωκρατικά παράδοξα
στά ὁποῖα ἀναφέρομαι δέν περιλαμβάνονται στά ἀνωτέρω
μνημονευόμενα βιβλία λόγω τοῦ ὅτι, ὅπως ἀναφέρθηκε,
πρόκειται γιά ἰδιαίτερη κατηγορία παραδόξων. Ὁ
R.
Sorensen
(ἐνθ’ ἄν.,
σσ. 100-115) ἀναφέρεται στόν Πλάτωνα, ἀλλά τά πλατωνικά
παράδοξα πού συζητᾶ εἶναι καθαρῶς λογικῆς φύσης.
[3].
Πβ.
S.
Blackburn,
Paradox,
The Oxford Dictionary of Philosophy,
Oxford, Oxford Univ. Press,
1994,
σ.
276:
«Ἕνα παράδοξο προκύπτει ὅταν ἕνα σύνολο ἐμφανῶς
ἀναμφισβήτητων προκείμενων παρέχει μή ἀποδεκτά ἤ
ἀντιφατικά συμπεράσματα. Γιά νά ἐπιλύσει κανείς ἕνα
παράδοξο, χρειάζεται εἴτε νά δείξει ὅτι ὑπάρχει ἕνα
κρυφό ἐλάττωμα στίς προκείμενες, εἴτε ὅτι ὁ συλλογισμός
εἶναι λανθασμένος, ἤ ὅτι τό ἐμφανῶς μή ἀποδεκτό
συμπέρασμα εἶναι δυνατόν νά καταστεῖ ἀνεκτό». Πβ.
επίσης
Τ.
Honderich
(έκδ.),
Paradox,
The Oxford Companion to Philosophy,
Oxford, Oxford Univ. Press, 1995,
σσ.
642-645.
[4].
S.
Blackburn,
Socratic Paradox,
ενθ’ άν.,
σ.
356.
Πβ.
ἐπίσης,
Τ.
Honderich
(εκδ.),
Socratic Paradox,
ἐνθ’
ἄν.,
σ.
838.
Τό
(β)
ὀνομάζεται
καί
«σωκρατική
πλάνη»
(Socratic fallacy),
πβ.
A.
Flew,
Socratic Fallacy, A
Dictionary of Philosophy,
London, Pan Books, 1979, 00. 329-330.)
[5].
W.
Charlton,
Weakness of Will, Oxford, Blackwell, 1988,
σ.
13.
[6].
A. E.
Taylor,
Socrates, London, 1932,
o. 133.
[7].
W. K. C.
Guthrie,
Socrates, Cambridge, Cambridge Univ.
Press, 1971,
σσ.
130-142.
[8].
D.
Gallop, The Socratic Paradox in the
Protagoras,
Phronesis, 9, 1964,
σσ.
117-129.
[9].
G.
Santas,
Socrates, London, Routledge, 1979,
σσ.
183-217.
Πβ.
ἐπίσης
Toy Aytoy,
Goodness and Justice,
Oxford, Blackwell, 2001,
σσ.
19-57.
[10].
N. Gulley,
The Philosophy of Socrates,
London, 1968.
[11].
Μ.
J.
O’Brien,
The Socratic Paradoxes and the Greek Mind,
Chapel Hill, The University of North Carolina Press,
1967,
σσ.
3-21.
[12].
Πβ.
T.
Penner, The Unity of Virtue,
στό
Η.
H.
Benson (έκδ.),
Essays.on the Philosophy of Socrates,
Oxford, Oxford Univ. Press, 1992,
σσ.
162-184
καί
D. Devereux,
The Unity of the Virtues,
στό
Η.
H.
Benson (ed.),
A Companion to Plato, Oxford, Blackwell,
1996,
ασ.
325-340.
Πβ.
έπίσης
G.
Nakhnikian, The First Socratic Paradox,
στό
J. M.
Day (έκδ.),
Plato’s Meno,
London, Routledge, 1994,
σσ.
129-151,
καί
A. Nehamas,
Meno’s Paradox and Socrates as a Teacher,
στό
J. M.
Day (έκδ.),
Plato’s Meno,
London, Routledge, 1994,
σσ.
221-248.
[13].
Πλάτωνος,
Πρωταγόρας, 345d-e: «ὅς
ἄν ἑκών μηδέν κακόν πότη»,
«οὐδείς
τῶν σοφῶν ἀνδρῶν ἡγεῖται οὐδένα ἀνθρώπων ἑκόντα
ἐξαμαρτάνειν οὐδέ αἰσχρά τε καί κακά ἑκόντα ἐργάζεσθαι,
καί δή καί ὁ Σιμωνίδης οὐχ ὅς ἄν μή κακά ποιῇ ἑκών,
τούτων φησίν ἐπαινέτης εἶναι,
ἀλλά περί ἑαυτοῦ λέγει τοῦτο τό ἑκόν».
|