ΣΙΚΕΛΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (415-413 π.X.)
Δείτε και εδώ H MAXH
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΖΕΝΑΚΟΣ
O Πελοποννησιακός Πόλεμος (431-404 π.X.) χωρίζεται σε δύο περιόδους. Κατά τη
διάρκεια της πρώτης, η οποία διήρκεσε 10 χρόνια και ονομάστηκε Αρχιδάμειος
πόλεμος, από τον σπαρτιάτη βασιλιά Αρχίδαμο B' που είχε εισβάλει στην
Αττική, είχαν γίνει ανάμεσα στην Αθήνα και στη Σπάρτη, τις δύο κορυφαίες
πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας και ηγέτιδες των δύο εμπολέμων παρατάξεων,
απόπειρες για τον τερματισμό του με συμβιβαστική λύση. Καμία όμως από αυτές δεν
είχε οδηγήσει στη σύναψη ειρήνης και στην οριστική κατάπαυση των εχθροπραξιών,
στις οποίες είχε εμπλακεί το σύνολο του ελληνικού κόσμου.
H σημαντικότερη από αυτές τις απόπειρες ήταν η λεγόμενη
Νικίειος ειρήνη,
η οποία ήρθε ύστερα από 10 χρόνια πολέμου, το 421 π.X., και όφειλε το όνομά της
στον αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Νικία, ένθερμο υποστηρικτή της ειρηνικής
διευθέτησης. H συμφωνία ήταν προς το συμφέρον της Αθήνας, νίκη της ουσιαστικά,
αφού οι σύμμαχοι της Σπάρτης δεν είχαν όλοι δεχθεί να υπογράψουν την ειρήνη, και
έτσι η Αθήνα είχε απέναντί της διαιρεμένους αντιπάλους, με εξουδετερωμένο, χάρη
στη συμφωνία, τον μόνο επίφοβο από αυτούς.
H
Νικίειος ειρήνη ωστόσο δεν επρόκειτο να αποδειχθεί οριστική. Οι
σημαντικότεροι από τους όρους της δεν τηρήθηκαν και τα έξι χρόνια που διήρκεσε
υπήρξαν ιδιαιτέρως ανήσυχα, με έντονες διπλωματικές ζυμώσεις και αλλαγές
στρατοπέδου από τις διάφορες δυνάμεις, καθώς και με σοβαρές περιφερειακές
συγκρούσεις.
Μία από τις αγριότερες μεταξύ αυτών των συγκρούσεων έλαβε χώρα στη νήσο Μήλο το
416 π.X. Ηδη με την έναρξη του πολέμου η Μήλος είχε υιοθετήσει στάση
ουδετερότητας. Μολοντούτο, το 426 π.X. οι Αθηναίοι είχαν επιχειρήσει να της
επιβάλουν την ηγεμονία τους. Επικεφαλής ισχυρής δύναμης ο Νικίας είχε τότε
αποβιβαστεί στο έδαφός της αλλά αντιμετώπισε τη σθεναρή αντίσταση των Μηλίων,
τους οποίους δεν κατόρθωσε να καθυποτάξει, και έτσι περιορίστηκε να λεηλατήσει
το νησί.
Δέκα χρόνια αργότερα η Αθήνα πρόβαλε την ίδια απαίτηση υποσχόμενη αυτή τη φορά
ότι δεν επρόκειτο να λάβει μέτρα κατά της Μήλου αν το νησί δεχόταν να καταβάλει
τον συμμαχικό φόρο.
Οι Μήλιοι αρνήθηκαν πάλι να υποταχθούν εμμένοντας στην ουδετερότητα και
αντιστάθηκαν πεισματικά στην εισβολή των Αθηναίων. Τελικά όμως ηττήθηκαν, και οι
Αθηναίοι κατέλαβαν τη Μήλο. Για τιμωρία οι νικητές θανάτωσαν όλους τους μάχιμους
άρρενες κατοίκους της και δούλωσαν τα γυναικόπαιδα.
Αλλά η επιχείρηση που επρόκειτο να αποτελέσει μοιραίο πλήγμα για την ειρήνη και
να οδηγήσει ουσιαστικά στην έναρξη της δεύτερης περιόδου του Πελοποννησιακού
Πολέμου ήταν η ολέθρια για τους Αθηναίους εκστρατεία τους στη Σικελία (415-413
π.X.). Εκεί δόθηκε η κρισιμότερη μάχη όλου του Πελοποννησιακού Πολέμου, η οποία
και προκαθόρισε σε μεγάλο βαθμό την έκβασή του ύστερα από μία δεκαετία.
Ο αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης, ο οποίος έζησε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και
είχε ενεργό συμμετοχή σε αυτόν και περιέγραψε τα πρώτα 20 από τα 27 χρόνια του
στη λεγόμενη Συγγραφή του, αφιερώνει στην εξιστόρηση της σικελικής
εκστρατείας τα συγκλονιστικότερα κεφάλαια του αθάνατου έργου του.
Αφορμή για την εκστρατεία υπήρξε η Εγεστα, πόλη της Βορειοδυτικής Σικελίας, η
οποία, ευρισκόμενη σε σύγκρουση με τον γειτονικό της Σελινούντα, υποστηριζόμενο
από τις Συρακούσες, έστειλε στην Αθήνα αντιπροσώπους της για να ζητήσει βοήθεια
επικαλούμενη παλαιούς συμμαχικούς δεσμούς. Αλλά η πραγματική αιτία του
παράτολμου εγχειρήματος των Αθηναίων ήταν η επιθυμία τους να κατακτήσουν όλη τη
Σικελία. Οι χαλκευμένες ειδήσεις για τον πλούτο της Εγεστας παρόξυναν αυτή την
επιθυμία τους, την οποία εκμεταλλεύθηκε επιδέξια ο φιλόδοξος νεαρός πολιτικός
Αλκιβιάδης.
H απόφαση και η ιεροσυλία
Γόνος αρχοντικής και πλούσιας οικογένειας ο Αλκιβιάδης, ο οποίος είχε χάσει
μικρός τον πατέρα του και μεγάλωσε υπό την κηδεμονία του συγγενούς του μεγάλου
αθηναίου πολιτικού Περικλή, ήταν ιδιαίτερα ευειδής, ευφυής και ευφραδής. Ηταν
όμως επίσης ανενδοίαστος, ανεύθυνος και ανερμάτιστος, και διήγε έκλυτο βίο. Στη
σικελική εκστρατεία είδε την ευκαιρία να ικανοποιήσει την άμετρη φιλοδοξία του
για αναγνώριση και δύναμη. Με τις ομιλίες του προς τους αθηναίους πολίτες
κατόρθωσε να τους πείσει ότι η εκστρατεία έπρεπε να γίνει, υπερισχύοντας του
συνετού Νικία, ο οποίος στις δικές του ομιλίες είχε ταχθεί κατά του
εγχειρήματος. Αποφασίστηκε μάλιστα να είναι ο Αλκιβιάδης ένας από τους τρεις
στρατηγούς της εκστρατείας μαζί με τον Λάμαχο και τον διόλου πρόθυμο Νικία.
Καταπιάστηκαν λοιπόν οι Αθηναίοι με τις προετοιμασίες για τη μεγάλη στρατιωτική
επιχείρηση, αλλά λίγο προτού το εκστρατευτικό σώμα αναχωρήσει για τη Σικελία,
τρομερό σκάνδαλο ξέσπασε στην Αθήνα: ένα πρωί οι τετράπλευρες ερμαϊκές στήλες
που είχαν λαξευμένη επάνω τους γενειοφόρο κεφαλή του Ερμή και που ήταν
τοποθετημένες σε διάφορα σημεία της πόλης, οι Ερμαί, όπως τις έλεγαν,
βρέθηκαν με τα πρόσωπα σπασμένα («περιεκόπησαν τα πρόσωπα» λέει ο
Θουκυδίδης). H ιερόσυλη πράξη αναστάτωσε τους Αθηναίους. Την ερμήνευσαν ως κακό
οιωνό εν όψει της εκστρατείας αλλά και της απέδωσαν πολιτική σημασία θεωρώντας
τη μέρος συνωμοσίας για την ανατροπή της δημοκρατίας. Ορισαν λοιπόν υψηλή αμοιβή
για όποιον θα έδινε στις αρχές πληροφορίες σχετικά με τους δράστες του
εγκλήματος.
Οι ένοχοι, οι
ερμοκοπίδες, όπως τους είπαν, δεν βρέθηκαν. Οι φήμες όμως
έδειχναν προς τον κύκλο του Αλκιβιάδη, για τον οποίο καταγγέλθηκε επίσης με την
ευκαιρία ότι είχε βεβηλώσει τα ελευσίνια μυστήρια παρωδώντας τα. Οι πολιτικοί
αντίπαλοί του, που τον έβρισκαν εμπόδιο στις επιδιώξεις τους να κυριαρχήσουν
στην πόλη, εξερέθιζαν τα πνεύματα. Ο ίδιος ο Αλκιβιάδης δήλωνε πρόθυμος να
δικαστεί και να θανατωθεί, αν κρινόταν ένοχος των κατηγοριών που του
αποδίδονταν. H τελική απόφαση ήταν να αναχωρήσει ο Αλκιβιάδης μαζί με το
εκστρατευτικό σώμα και να δικαστεί μετά την επιστροφή του από τη Σικελία.
Ο απόπλους του στόλου
Στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία υπήρχαν τότε αρκετές ακμάζουσες ελληνικές
πόλεις, με ισχυρότερη ανάμεσά τους τις Συρακούσες, που λόγω της ισχύος τους
αποτελούσαν πηγή ανησυχίας για πολλές από τις υπόλοιπες, οι οποίες είχαν κατά
καιρούς ζητήσει βοήθεια από την Ελλάδα για την αντιμετώπιση του κινδύνου. Οι
Σικελιώτες και οι Ιταλιώτες, δηλαδή οι κάτοικοι των ελληνικών πόλεων της
Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, είχαν οι περισσότεροι δεσμούς με κάποια από τις
πόλεις της μητροπολιτικής Ελλάδας. Αλλά οι μεταξύ τους πόλεμοι τους απασχολούσαν
τόσο που δεν τους άφηναν περιθώρια για να ενδιαφερθούν εμπράκτως για τα
τεκταινόμενα προς Ανατολάς. Το ίδιο άλλωστε ίσχυε λίγο-πολύ και για τις
ελλαδικές πόλεις, με εξαίρεση την Αθήνα, η οποία, στο πλαίσιο της γενικότερης
επεκτατικής πολιτικής της, είχε και άλλοτε επιχειρήσει να βάλει πόδι στη Σικελία
αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Αυτό το κατακτητικό όνειρο ήρθε να αφυπνίσει τώρα ο Αλκιβιάδης με τη θερμή
συνηγορία του υπέρ της εκστρατείας στη Σικελία.
Ο στόλος που ξεκίνησε από τον Πειραιά κατά τα μέσα του καλοκαιριού του 415 π.X.
ήταν ο εντυπωσιακότερος που είχε ποτέ αποπλεύσει από ελληνικό λιμάνι. Ο
Θουκυδίδης εξαίρει με ζωηρά χρώματα τον πλούτο των εφοδίων του και την
τελετουργική λαμπρότητα του απόπλου, και οι σκηνές εκείνου του πρωινού όπως τις
περιγράφει καλύπτουν μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του. Ολος ο πληθυσμός
της Αθήνας είχε κατέβει στο λιμάνι, «τους σφετέρους εαυτών έκαστοι
προπέμποντες, οι μεν εταίρους, οι δε υιείς, και μετ'
ελπίδος τε άμα ιόντες και ολοφυρμών, τα μεν ως κτήσοιντο, τους δ'
εί ποτε όψοιντο, ενθυμούμενοι όσον πλουν εκ της σφετέρας απεστέλλοντο»
(«για να ξεπροβοδίσουν ο καθένας τους δικούς του, άλλοι τους φίλους
τους, άλλοι τα παιδιά τους, και πορεύονταν με ελπίδα και μαζί με
κλάματα, από τη μία για τα όσα θα αποκτούσαν και από την άλλη επειδή
άραγε θα τους ξανάβλεπαν, καθώς αναλογίζονταν πόσο μακριά από την πατρίδα
ήταν το ταξίδι για το οποίο ξεκινούσαν»).
Πρώτος σταθμός του εκστρατευτικού σώματος ήταν η Κέρκυρα, όπου οι Αθηναίοι και
όσοι από τους συμμάχους τους είχαν ξεκινήσει μαζί τους συναντήθηκαν με τις
υπόλοιπες συμμαχικές δυνάμεις. Για τη Σικελία απέπλευσαν συνολικά περίπου 150
πλοία, πολεμικά και βοηθητικά, και περισσότεροι από 5.000 άνδρες, από τους
οποίους Αθηναίοι ήταν σχεδόν το ένα τρίτο. Ακόμη, σύμφωνα με υπολογισμούς, τα
πληρώματα των πλοίων και μόνο υπερέβαιναν τις 25.000 άνδρες.
Οι πόλεις της Σικελίας δεν υποδέχθηκαν καθόλου φιλικά το αθηναϊκό εκστρατευτικό
σώμα. Οι περισσότερες δεν του επέτρεψαν την είσοδο στο έδαφός τους, μερικές
μάλιστα του αρνήθηκαν ακόμη και τον ανεφοδιασμό με νερό.
H πανωλεθρία στις Επιπολές
Οι στρατηγοί κατέστρωναν ακόμη τα σχέδια των κινήσεών τους και οι επιχειρήσεις
στη Σικελία δεν είχαν καλά καλά αρχίσει, όταν ένα αναπάντεχο γεγονός ήρθε να
αναστατώσει το στράτευμα: η Αθήνα ανακαλούσε τον Αλκιβιάδη για να τον δικάσει
για τις κατηγορίες που τον βάραιναν, είχε μάλιστα στείλει στη Σικελία για να τον
παραλάβει το ειδικό ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία. Ο Αλκιβιάδης έδειξε να
υποτάσσεται πειθήνια στην εντολή, αλλά καθ' οδόν προς την Αθήνα ξεγέλασε τη
συνοδεία και δραπέτευσε για να καταφύγει στον εχθρό, στη Σπάρτη. H απροσδόκητη
αυτή εξέλιξη ανέτρεψε τα στρατηγικά σχέδια των Αθηναίων και είχε σοβαρή αρνητική
επίδραση στο ηθικό του στρατού.
Κατά το πρώτο διάστημα μετά την άφιξή τους στη Σικελία οι Αθηναίοι και οι
σύμμαχοί τους επιδόθηκαν σε επιχειρήσεις ήσσονος σημασίας και σε μετακινήσεις
του στρατοπέδου τους. Αυτή η έλλειψη αποφασιστικής δράσης εκ μέρους τους έδωσε
την ευκαιρία στους Συρακουσίους, υπό την ηγεσία του συντηρητικού πολιτικού
Ερμοκράτη, να ενισχύσουν την άμυνά τους τόσο με αύξηση του έμψυχου υλικού όσο
και με βελτίωση των οχυρώσεων. Επίσης οι Συρακούσιοι έστειλαν αντιπροσωπεία στη
Σπάρτη και στην Κόρινθο για να ζητήσουν βοήθεια.
Την άνοιξη του 414 π.X. οι επιχειρήσεις μπήκαν σε αποφασιστικό στάδιο για την
τελική επίθεση κατά των Συρακουσών. Στις προκαταρκτικές συμπλοκές γύρω από την
πόλη οι Αθηναίοι αναδεικνύονταν νικητές, ενώ άρχισαν και να οικοδομούν τείχος
για τον αποκλεισμό της από την ξηρά. Οι Συρακούσιοι δοκίμασαν να τους εμποδίσουν
αλλά ο εχθρός εξουδετέρωνε τις απόπειρές τους. Σε μια από τις συμπλοκές
σκοτώθηκε ο Λάμαχος αφήνοντας τον Νικία μόνο του στην ηγεσία του εκστρατευτικού
σώματος. Παρ' όλα αυτά η κατάσταση ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή για τους Αθηναίους
και φάνηκε ότι οι Συρακούσες δεν θα αργούσαν να πέσουν στα χέρια τους.
H κατάσταση άλλαξε όταν οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να ακολουθήσουν τις συμβουλές
του Αλκιβιάδη και να στείλουν ενισχύσεις στις Συρακούσες. Ανέθεσαν τη διοίκηση
στον στρατηγό Γύλιππο, που έφθασε στη Σικελία επικεφαλής δυνάμεων της
πελοποννησιακής συμμαχίας, τις οποίες λίγο αργότερα ακολούθησαν και άλλες.
Τα πράγματα τώρα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο δύσκολα για τους Αθηναίους. Οι
συγκρούσεις με τον εχθρό έφθειραν τις δυνάμεις τους και οι αντίπαλοί τους
έπαιρναν το πάνω χέρι. Ο Νικίας ανησυχούσε σοβαρά για την τύχη του
εκστρατευτικού σώματος. Ζήτησε λοιπόν ενισχύσεις από την Αθήνα, οι οποίες
έφθασαν σε δύο τμήματα και με αρκετή καθυστέρηση, το πρώτο την άνοιξη του 413
π.X. υπό τον στρατηγό Ευρυμέδοντα και το δεύτερο μετά τα μέσα Ιουλίου του ίδιου
χρόνου υπό τον στρατηγό Δημοσθένη.
Με την άφιξη των ενισχύσεων οι Αθηναίοι αναθάρρησαν και θέλησαν να πάρουν ξανά
στα χέρια τους την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ετσι ο Δημοσθένης αποφάσισε να
επιτεθεί κατά των Επιπολών, οχυρωμένου και απόκρημνου οροπεδίου στα βόρεια των
Συρακουσών. Ξεκίνησε νωρίς κάποια νύχτα οδηγώντας τον στρατό ενώ ο Νικίας έμεινε
κάτω, κοντά στα τείχη της πόλης. H πρώτη φάση της επιχείρησης πήγε καλά για τους
επιδρομείς. Οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους, που δεν περίμεναν την επίθεση,
αιφνιδιάστηκαν και δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν. Πρώτη προέβαλε αντίσταση μια
μονάδα Βοιωτών, οι οποίοι κατόρθωσαν όχι μόνο να ανακόψουν την επίθεση των
Αθηναίων αλλά και να τους τρέψουν σε φυγή.
Από τη στιγμή εκείνη και μετά οι Αθηναίοι περιήλθαν σε απερίγραπτη σύγχυση. Ήταν
νύχτα και υπήρχε βέβαια «σελήνη λαμπρά», λέει ο Θουκυδίδης, αλλά
το φως της δεν επαρκούσε για να διακρίνονται οι λεπτομέρειες. Πολλοί οπλίτες και
των δύο στρατών στριφογύριζαν σαν χαμένοι σε έναν στενό χώρο. Από τους Αθηναίους
άλλοι είχαν ήδη ηττηθεί, άλλοι συνέχιζαν τις εφορμήσεις τους και άλλοι
εξακολουθούσαν να ανεβαίνουν στο οροπέδιο και δεν ήξεραν προς τα πού να
κατευθυνθούν. Οι Συρακούσιοι από την πλευρά τους εκμεταλλεύθηκαν με τον καλύτερο
τρόπο τη σύγχυση του εχθρού προκαλώντας του μεγάλες απώλειες. Μερικοί Αθηναίοι
ρίχνονταν στον γκρεμό και σκοτώνονταν. Αλλοι κατόρθωσαν να επιστρέψουν στο
στρατόπεδό τους και να σωθούν. Άλλοι τέλος έχασαν τον δρόμο και κατέληξαν στην
πεδιάδα. Αυτούς, όταν ξημέρωσε, τους περικύκλωσε το ιππικό των Συρακουσίων και
τους έσφαξε.
H τρομερή ναυμαχία
Το θλιβερό επεισόδιο των Επιπολών προβλημάτισε τους αθηναίους στρατηγούς που
είδαν τώρα με μεγαλύτερη ενάργεια πόσο εξαντλημένος ήταν ο στρατός από τη μακρά
παραμονή σε ξένη χώρα, από τις συνεχείς μάχες και τις κακουχίες και από την
ελονοσία, καθώς είχε καλοκαιριάσει και η περιοχή ήταν βαλτώδης. Ο Δημοσθένης
πρότεινε τον τερματισμό της εκστρατείας και την επιστροφή στην πατρίδα. Ο Νικίας
αντιτάχθηκε αρχικά σε αυτή την πρόταση με επιχειρήματα κυρίως πολιτικά αλλά και
στρατιωτικά. Οι αντιρρήσεις του όμως δεν άργησαν να καμφθούν καθώς η κατάσταση
χειροτέρευε διαρκώς για τους Αθηναίους.
Δόθηκε λοιπόν η διαταγή να διαλυθεί το στρατόπεδο. Οταν όμως όλα είχαν
ετοιμαστεί για την αποχώρηση, έγινε έκλειψη σελήνης. Οι περισσότεροι Αθηναίοι τη
θεώρησαν κακό οιωνό και ζήτησαν να αναβληθεί η αποχώρηση. Ο Νικίας, υπερβολικά
προληπτικός («ην γαρ τι και άγαν θειασμώ τε και τω τοιούτω προσκείμενος»
λέει ο Θουκυδίδης), αρνήθηκε να δώσει τη διαταγή της αποχώρησης προτού παρέλθουν
27 ημέρες (τρεις φορές εννέα), όπως είχαν υποδείξει οι μάντεις.
Οι Συρακούσιοι εν τω μεταξύ, αντιλαμβανόμενοι τις δυσκολίες των αντιπάλων τους
και έχοντας λάβει και άλλες ενισχύσεις, άρχισαν να επιτίθενται τόσο στην ξηρά
όσο και στη θάλασσα, στο κεντρικό λιμάνι της πόλης τους, όπου βρισκόταν ο
αθηναϊκός στόλος. Την πρώτη ημέρα της επίθεσής τους επέφεραν μικρές απώλειες
στους Αθηναίους στην ξηρά. Την επομένη επιτέθηκαν με 76 πλοία ενώ ταυτόχρονα το
πεζικό τους εξαπέλυε επίθεση στην ξηρά. Οι Αθηναίοι αντιπαρέταξαν 86 πλοία. Ο
Ευρυμέδων με το δεξιό κέρας του αθηναϊκού στόλου επιχείρησε να περικυκλώσει τα
εχθρικά πλοία αλλά παρασύρθηκε προς την ξηρά και οι Συρακούσιοι, αφού
εξουδετέρωσαν το κέντρο του αθηναϊκού σχηματισμού, τον απομόνωσαν στον μυχό του
λιμανιού και τον σκότωσαν καταστρέφοντας το πλοίο του και όσα άλλα πλοία τον
είχαν ακολουθήσει. Κατόπιν καταδίωξαν και τα υπόλοιπα αθηναϊκά πλοία και τα
εξώθησαν προς τη στεριά.
Ο Γύλιππος από την ξηρά, βλέποντας τα διαδραματιζόμενα, έσπευσε με μέρος του
στρατού του να καταλάβει την παραλία για να εξολοθρεύσει τους Αθηναίους που
έβγαιναν από τα πλοία και για να βοηθήσει τους Συρακουσίους να τα καταλάβουν και
να τα τραβήξουν στη στεριά. Προσέτρεξαν και άλλοι Συρακούσιοι καθώς και σύμμαχοί
τους, αλλά οι Αθηναίοι υπερίσχυσαν, τους έτρεψαν σε φυγή σκοτώνοντας πολλούς από
αυτούς, και έσωσαν τα περισσότερα πλοία τους, τα οποία συγκέντρωσαν κοντά στο
στρατόπεδό τους.
Οι Συρακούσιοι όμως δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. H επόμενη κίνησή τους
ήταν να φράξουν το στενό στόμιο του λιμανιού παρατάσσοντας δίπλα δίπλα διαφόρων
ειδών αγκυροβολημένα σκάφη ώστε τα αθηναϊκά πλοία να μην μπορούν να εκπλεύσουν.
Τα αθηναϊκά πλοία ξεκίνησαν αμέσως προς το φράγμα για να προσπαθήσουν να
εκβιάσουν την έξοδό τους. Οι Συρακούσιοι, αφού τοποθέτησαν μερικά δικά τους
πλοία να φυλάνε την έξοδο, παρέταξαν τον υπόλοιπο στόλο τους σε ημικύκλιο μέσα
στο λιμάνι ώστε να μπορούν να επιτεθούν κατά των αντιπάλων τους από όλες τις
πλευρές. Οταν οι Αθηναίοι πλησίασαν στο φράγμα, κατόρθωσαν να απωθήσουν τα πλοία
που το φρουρούσαν αλλά αμέσως δέχθηκαν τις επιθέσεις των υπολοίπων από διάφορες
κατευθύνσεις, και η ναυμαχία άρχισε από το φράγμα και εξαπλώθηκε σε όλο το
λιμάνι «και ην καρτερά και οία ουχ ετέρα των προτέρων» κατά τα
λόγια του Θουκυδίδη, σφοδρή δηλαδή και τέτοια που όμοιά της δεν είχε γίνει στο
παρελθόν.
H ορμή των αντιπάλων ήταν μεγάλη και η έκταση του λιμανιού πολύ μικρή για τόσο
πολλά πλοία, σχεδόν 200 όλα μαζί. Δεν υπήρχε αρκετός χώρος για ελιγμούς και τα
πλοία στριμώχνονταν μεταξύ τους, και συχνά, ενώ δύο από αυτά ήταν κολλημένα
μεταξύ τους λόγω εμβολισμού, ένα τρίτο ερχόταν να κολλήσει και αυτό, και δεν
μπορούσαν να απαλλαγούν το ένα από το άλλο. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός από τις
συνεχείς συγκρούσεις των πλοίων, από τους αλαλαγμούς των πολεμιστών και από τις
κραυγές των κελευστών οι οποίοι αναγκάζονταν να επαναλαμβάνουν πολλές φορές τα
παραγγέλματα για να μπορέσουν να ακουστούν, ενώ βροχή έπεφταν τα βέλη, τα
ακόντια και οι πέτρες από το ένα πλοίο στο άλλο.
Νικητές στην πεισματική αναμέτρηση αναδείχθηκαν οι Συρακούσιοι. Ετρεψαν σε φυγή
τους Αθηναίους, από τους οποίους, όσοι δεν χάθηκαν στη θάλασσα, βγήκαν στην ξηρά
και έτρεξαν να σωθούν στο στρατόπεδό τους.
H τελική καταστροφή
Οι Αθηναίοι δεν είχαν πλέον άλλη λύση παρά να δοκιμάσουν να διαφύγουν διά ξηράς
προς κάποια φιλική περιοχή. Ξεκίνησαν την τρίτη ημέρα μετά τη ναυμαχία
χωρισμένοι σε δύο τμήματα, ένα υπό τον Νικία και ένα υπό τον Δημοσθένη, και η
πορεία τους διήρκεσε οκτώ ημέρες. Δεν ήταν όμως πορεία προς τη σωτηρία αλλά προς
τον όλεθρο. Μάχονταν αδιάκοπα εναντίον του Γυλίππου και των Συρακουσίων που τους
καταδίωκαν. Το τμήμα του Δημοσθένη, που βραδυπορούσε, παραδόθηκε πρώτο. Το τμήμα
του Νικία πάσχιζε να φθάσει στον ποταμό Ασίναρο όχι μόνο με την ελπίδα ότι
διαβαίνοντάς τον θα γλίτωνε αλλά και για να σβήσει τη δίψα που το βασάνιζε.
Εφθασαν στον ποταμό βαλλόμενοι από βέλη και ακόντια. Ρίχτηκαν στα νερά του για
να περάσουν και για να πιουν, άτακτα, στριμωγμένοι, πέφτοντας ο ένας πάνω στον
άλλο, ποδοπατώντας ο ένας τον άλλο. Οι Συρακούσιοι, ψηλά από την όχθη, πύκνωναν
τις βολές τους. Αθηναίοι έπεφταν συνεχώς σκοτωμένοι. Οι Πελοποννήσιοι κατέβηκαν
στην κοίτη και βάλθηκαν να σφάζουν όσους βρίσκονταν εκεί. Το αναταραγμένο νερό
ήταν γεμάτο αίμα. Οι ζωντανοί εξακολουθούσαν να πίνουν. Τελικά παραδόθηκε και το
τμήμα του Νικία.
H τύχη των αιχμαλώτων υπήρξε τραγική. Οι στρατηγοί Νικίας και Δημοσθένης
εκτελέστηκαν δημοσία. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στα λατομεία όπου έζησαν υπό
συνθήκες αφάνταστα σκληρές. Αλλά όχι για πολύ. Οι περισσότεροι δεν άντεξαν στην
πείνα και στη δίψα, στις αρρώστιες, στις κακουχίες. Πολλοί πουλήθηκαν ως δούλοι
και γέμισε από αυτούς η Σικελία.
Απίστευτα μικρός ήταν ο αριθμός εκείνων που κατόρθωσαν να γυρίσουν στην πατρίδα
τους από τις 40.000-50.000 άνδρες που είχαν λάβει μέρος στη σικελική εκστρατεία.
Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε ξαναρχίσει με όλη του
την αγριότητα. Θα διαρκούσε άλλα 10 χρόνια, ως το 404 π.X., και θα έληγε με την
οριστική συντριβή της Αθήνας.
OI ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ
ΝΙΚΙΑΣ (περίπου 469-413 π.X.)
O Νικίας ήταν γιος του Νικήρατου και ανήκε σε αριστοκρατική και πλούσια αθηναϊκή
οικογένεια. Αναδείχθηκε μετριοπαθής πολιτικός ηγέτης και με εξαίρεση σύντομες
περιόδους υποσκελισμού του από αντιπάλους του η σταδιοδρομία του υπήρξε από τις
επιφανέστερες στην πολιτική ιστορία της Αθήνας. Είχε πράο και διαλλακτικό
χαρακτήρα και διακρινόταν για την εντιμότητα και τη γενναιότητά του. Παράλληλα
όμως του έλειπαν η αποφασιστικότητα και τα προσόντα του πραγματικού ηγέτη.
Μεγάλο επίσης εμπόδιο στάθηκε γι' αυτόν το γεγονός ότι ήταν εξαιρετικά
δεισιδαίμων, τόσο που είχε πάντοτε στο σπίτι του έναν μάντη.
Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου ο Νικίας, αν και σε πολλές
περιπτώσεις φάνηκαν οι φιλειρηνικές διαθέσεις του, διετέλεσε για μεγάλα
διαστήματα στρατηγός και απέδειξε τις ικανότητές του σε αυτόν τον τομέα με τις
επιτυχίες του σε διάφορες επιχειρήσεις. Σημαντική ωστόσο υποχώρηση στη
σταδιοδρομία του σημειώθηκε το 425 π.X., όταν, αποβλέποντας στη σύναψη ειρήνης,
ο Νικίας στέρησε από τον εαυτό του μια ευκαιρία για διάκριση παραχωρώντας την
στον αντίπαλό του, τον δημαγωγό Κλέωνα. Οι Αθηναίοι πολιορκούσαν τότε τη
σπαρτιατική φρουρά της νήσου Σφακτηρίας, στην Πύλο, και ο Κλέων πρότεινε να
σταλούν ενισχύσεις με επικεφαλής τον Νικία. Αυτός όμως αποποιήθηκε τη στρατηγία
και την αντιπρότεινε στον Κλέωνα, ο οποίος, με τη βοήθεια του ικανού Δημοσθένη,
επίσης στρατηγού, αιχμαλώτισε τους Σπαρτιάτες και τους οδήγησε θριαμβευτικά στην
Αθήνα.
Σύντομα όμως το γόητρό του αποκαταστάθηκε χάρη στην επιτυχημένη δράση που
ανέπτυξε ο Νικίας σε όλον τον ελληνικό χώρο όπου διεξάγονταν επιχειρήσεις, από
την Πελοπόννησο ως τη Χαλκιδική.
H μεγάλη στιγμή για τον Νικία ήρθε το 422 π.X., όταν στη μάχη της Αμφίπολης
σκοτώθηκαν οι δύο κυριότεροι εκπρόσωποι της φιλοπόλεμης πολιτικής των αντίπαλων
στρατοπέδων, ο Αθηναίος Κλέων και ο Σπαρτιάτης Βρασίδας. H εξέλιξη αυτή άνοιξε
τον δρόμο για την προσπάθεια ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών Αθήνας και
Σπάρτης, την οποία υποστήριζε ένθερμα ο Νικίας. Η προσπάθεια οδήγησε, το 421 π.X.,
στην επίτευξη συμφωνίας η οποία πήρε το όνομα του αθηναίου πολιτικού: Νικίειος ειρήνη.
H συμφωνία δεν είχε τη λαμπρή τύχη που προσδοκούσε ο πρωτεργάτης της Νικίας. Οι
σύμμαχοι της Σπάρτης βρήκαν τους όρους της ασύμφορους για τους ίδιους και
αρνήθηκαν να την προσυπογράψουν. Στην Αθήνα την υπονόμευε ο Αλκιβιάδης με τη
φιλοπόλεμη πολιτική του. Ετσι, αντί για τα πενήντα χρόνια που προέβλεπε η
ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς της, η Νικίειος ειρήνη έζησε μόνο έξι, και
αυτά διόλου γαλήνια.
Το 415 π.X. ο Νικίας αντιτάχθηκε στην ιδέα της σικελικής εκστρατείας την οποία
υποστήριζε ο Αλκιβιάδης. Τελικά όμως αναγκάστηκε να υποταχθεί στην απόφαση του
δήμου για την πραγματοποίησή της, και μάλιστα να συμμετάσχει στην εκστρατεία ως
στρατηγός μαζί με τον Αλκιβιάδη και τον Λάμαχο. Το φθινόπωρο του 414 π.X., μόνος
πλέον ηγέτης του εκστρατευτικού σώματος μετά την ανάκληση του Αλκιβιάδη και τον
θάνατο του Λαμάχου και βασανιζόμενος από πάθηση των νεφρών, ο Νικίας ζήτησε να
ανακληθεί από τη Σικελία. Το αίτημά του δεν έγινε δεκτό, και αντ' αυτού η Αθήνα
τού έστειλε ενισχύσεις για να συνεχίσει τον πόλεμο.
Παρά τη γενναιότητά του ο Νικίας, με την αναποφασιστικότητα, την αναβλητικότητα
και την αδράνειά του σε κρίσιμες στιγμές, συνέβαλε καίρια στην ήττα των Αθηναίων
στη Σικελία, που είχε ως αποτέλεσμα και τη δική του αιχμαλωσία και δημόσια
εκτέλεση.
Το όνομα του Νικία απουσίαζε από τη στήλη με τα ονόματα των στρατηγών που είχαν
πολεμήσει στη Σικελία. Αυτή ήταν η μεταθανάτια τιμωρία που του επέβαλαν οι
Αθηναίοι για τις ευθύνες του στο οικτρό τέλος μιας επιχείρησης την οποία ο
Νικίας έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ (457-413 π.X.)
O Δημοσθένης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς ηγέτες της
Αθήνας κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ηταν γενναίος, ευφάνταστος και
αποφασιστικός, και ως την καταστρεπτική για τους Αθηναίους κατάληξη της
σικελικής εκστρατείας οι θετικές εκβάσεις των εγχειρημάτων του εξουδετέρωναν με
το παραπάνω τις λιγοστές αποτυχίες του.
Το 426 π.X. ο Δημοσθένης δεν κατόρθωσε να φέρει σε αίσιο πέρας την πολιορκία της
Λευκάδας, κορινθιακής αποικίας, και ηττήθηκε κατά την απόπειρά του να εισβάλει
στην Αιτωλία. Γρήγορα όμως αντιστάθμισε αυτές τις αποτυχίες του όταν
υπερασπίστηκε αποτελεσματικά την αθηναϊκή ναυτική βάση της Ναυπάκτου απέναντι σε
χερσαία επίθεση των Σπαρτιατών και όταν τους νίκησε στις Ολπες και στην Ιδομένη.
Τ ον επόμενο χρόνο, 425 π.X., ο Δημοσθένης σημείωσε τη
μεγαλύτερη επιτυχία της σταδιοδρομίας του με την αποφασιστική συμβολή του στην
αιχμαλωσία της σπαρτιατικής φρουράς της νήσου Σφακτηρίας στην Πύλο, νίκη στην
οποία ο δημαγωγός Κλέων έλαβε επίσης μέρος για να τη μετατρέψει σε προσωπικό του
θρίαμβο.
Ο Δημοσθένης ήταν μέλος της αθηναϊκής αντιπροσωπείας η οποία, με επικεφαλής τον
Νικία, πήγε το 421π.X. στη Σπάρτη, όπου επικυρώθηκε η Νικίειος ειρήνη.
Το 413 π.X. οι Αθηναίοι εμπιστεύθηκαν στον Δημοσθένη μεγάλη στρατιωτική δύναμη
και του ανέθεσαν να την οδηγήσει με τα πλοία στη Σικελία για να ενισχύσει το
αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα που πολεμούσε εκεί με στρατηγό τον Νικία. Κατά το
ταξίδι του προς τη Σικελία ο Δημοσθένης στάθμευσε σε πολλά σημεία τόσο στην
Πελοπόννησο όσο και στο Ιόνιο, άλλοτε για να πραγματοποιήσει επιδρομές εναντίον
εχθρικών θέσεων και άλλοτε για να συμπληρώσει τη δύναμή του με νέες ενισχύσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι καθυστέρησε πολύ να φθάσει στη Σικελία, και όταν αυτό
έγινε, η κατάσταση εκεί είχε οδηγηθεί σε απελπιστικό σημείο για το εκστρατευτικό
σώμα.
Παρ' όλα αυτά η άφιξη τόσο μεγάλων ενισχύσεων αφενός αναπτέρωσε το ηθικό των
Αθηναίων και των συμμάχων τους και αφετέρου ανάγκασε τους Συρακουσίους να
συγκρατηθούν. Αλλά το πρώτο μεγάλο πολεμικό εγχείρημα του Δημοσθένη στη Σικελία,
η νυχτερινή επίθεση κατά των Επιπολών, λόγω προχειρότητας στην οργάνωση της
επιχείρησης και ανεπαρκούς προετοιμασίας, κατέληξε σε πανωλεθρία για τους
Αθηναίους.
Ακολούθησαν και άλλες ήττες, και το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα βρέθηκε σε ακόμη
πιο απελπιστική θέση από ό,τι πριν. Αποφασιστικός ο Δημοσθένης πρότεινε την
άμεση αποχώρηση του αθηναϊκού στρατού από τη Σικελία. H πρότασή του προσέκρουσε
στις αντιρρήσεις του Νικία, οι οποίες, αν και ξεπεράστηκαν, συνέβαλαν, μαζί με
άλλους παράγοντες, στην καθυστέρηση της απόφασης. Οταν η αποχώρηση αποφασίστηκε,
ήταν πλέον αργά. Ο εχθρός είχε βρει τον χρόνο να προετοιμαστεί για να αποκόψει
τους δρόμους διαφυγής των Αθηναίων. Ο Δημοσθένης με το τμήμα που διοικούσε
παραδόθηκε για να οδηγηθεί στις Συρακούσες, όπου εκτελέστηκε δημοσία.
ΕΡΜΟΚΡΑΤΗΣ (;-407 π.X.)
O Ερμοκράτης ήταν γόνος παλαιής αριστοκρατικής οικογενείας των Συρακουσών και
αρχηγός της πολιτικής παράταξης των αριστοκρατικών. Ως στρατηγός και πολιτικός
διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο στην άμυνα της πόλης
του κατά των αθηναίων πολιορκητών της αλλά και στη μετέπειτα καταδίωξή τους.
Πρόσφερε επίσης στην πόλη του τις υπηρεσίες του κατά τη σύγκρουση των Συρακουσών
με την Καρχηδόνα. Ακόμη ο Ερμοκράτης επετέλεσε έργο ωφέλιμο για το σύνολο της
Σικελίας κατά την πρώτη εκστρατεία των Αθηναίων, το 427-424 π.X., όταν σε ομιλία
του αναφέρθηκε στις επεκτατικές προθέσεις της Αθήνας και έπεισε τις ελληνικές
πόλεις του νησιού για την ανάγκη να αποκαταστήσουν μεταξύ τους ειρηνικές
σχέσεις.
Όταν το 415 π.X. η στρατιά των Αθηναίων και των συμμάχων τους ξεκινούσε για την
εισβολή της στη Σικελία και ιδιαιτέρως στις Συρακούσες, ο Ερμοκράτης αγωνίστηκε
για να αφυπνίσει τους συμπολίτες του απέναντι στον επερχόμενο κίνδυνο. Αυτοί
όμως εκώφευσαν στις εκκλήσεις και στις συμβουλές του και καταψήφισαν τις
προτάσεις του προτιμώντας την καθησυχαστική στάση των αντιπάλων του
δημοκρατικών.
Λίγο αργότερα όμως, όταν έφθασαν τα εχθρικά στρατεύματα, έγινε φανερό ότι ο
Ερμοκράτης έλεγε την αλήθεια. Τότε οι συμπολίτες του τού ανέθεσαν τη
διακυβέρνηση της πόλης και την άμυνά της. Με την έγκριση του δήμου ο Ερμοκράτης
έθεσε σε εφαρμογή σειρά μεταρρυθμίσεων, όπως η επιβολή πειθαρχίας στο στράτευμα,
ο περιορισμός των ηγετών του στρατού σε τρεις στρατηγούς με ουσιαστικές εξουσίες
αντί για τους δεκαπέντε που ήταν πριν, η αύξηση του αριθμού των οπλιτών, η
βελτίωση των οχυρωματικών έργων και η κατασκευή νέων. Παράλληλα ο Ερμοκράτης
έστειλε στη Σπάρτη και στην Κόρινθο αντιπροσωπεία για να ζητήσει βοήθεια.
Παρ' όλα αυτά ο εχθρός που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Συρακούσιοι υπερτερούσε σε
δύναμη και ο κίνδυνος εξακολουθούσε να είναι μεγάλος. Τον Μάιο του 414 π.X.
άρχισε η πολιορκία, και τότε φάνηκαν οι αμυντικές αδυναμίες της πόλης. Οι
Συρακούσιοι, ή τουλάχιστον ορισμένοι από αυτούς, οι οποίοι πιθανώς επιθυμούσαν
και να συνθηκολογήσουν με τους Αθηναίους, τις απέδωσαν στην ανεπάρκεια του
Ερμοκράτη και των στρατηγών, και τους αντικατέστησαν.
H κατάσταση όμως μεταβλήθηκε πάλι όταν έφθασε στις Συρακούσες ο σπαρτιάτης
στρατηγός Γύλιππος με ενισχύσεις. Ο Γύλιππος βοήθησε να έρθει πάλι στα πράγματα
ο Ερμοκράτης, ο οποίος με τη σειρά του συνέβαλε αξιοσημείωτα στην περαιτέρω
πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων και στην τελική κατανίκηση των Αθηναίων.
Λέγεται ότι μετά την ήττα των Αθηναίων ο Ερμοκράτης προσπάθησε να σώσει τη ζωή
των αιχμαλώτων στρατηγών τους Νικία και Δημοσθένη αλλά δεν εισακούστηκε και οι
στρατηγοί εκτελέστηκαν.
Ύστερα από λίγα χρόνια, και ενώ ο Ερμοκράτης απουσίαζε, άλλαξε πάλι η πολιτική
κατάσταση στις Συρακούσες και ήρθαν στα πράγματα οι δημοκρατικοί, οι οποίοι τον
καταδίκασαν σε εξορία. Παρ' όλα αυτά, όταν οι Καρχηδόνιοι εισέβαλαν στη Σικελία
το 409 π.X., ο Ερμοκράτης με πέντε πλοία πήγε στο νησί για να προσφέρει τη
βοήθειά του. H επιθυμία του να επιστρέψει στην πόλη του ήταν μεγάλη, αλλά δεν
του επέτρεπαν την είσοδο. Όταν κάποια νύχτα επιχείρησε να μπει κρυφά στις
Συρακούσες μαζί με μια μικρή ομάδα οπαδών του, οι αντίπαλοί του τον αντιλήφθηκαν
και πήγαν ένοπλοι να τον εμποδίσουν. Ακολούθησε συμπλοκή στη διάρκεια της οποίας
ο Ερμοκράτης σκοτώθηκε.
ΓΥΛΙΠΠΟΣ (5ος αι. π.X.)
Ενώ για τη μεσαία περίοδο της σταδιοδρομίας του σπαρτιάτη στρατηγού Γυλίππου
διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες, καθ' ότι αυτή συμπίπτει με τη δράση του κατά των
Αθηναίων στη Σικελία, για την προηγούμενη γνωρίζουμε ελάχιστα και για την
επόμενη τίποτε.
Ο Γύλιππος ήταν γιος του Κλεανδρίδα ή Κλεάρχου, σημαίνουσας προσωπικότητας της
Σπάρτης, ο οποίος όμως σπιλώθηκε από σοβαρό οικονομικό σκάνδαλο, το οποίο τον
ανάγκασε να στερηθεί την πατρίδα του τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Λέγεται
ότι ο Κλεανδρίδας ή Κλέαρχος δέχθηκε δωροδοκία από τον αθηναίο πολιτικό Περικλή
με αντάλλαγμα να εμποδίσει σπαρτιατική εισβολή στην Αττική. Το αδίκημα
αποκαλύφθηκε και ο Κλεανδρίδας ή Κλέαρχος καταδικάστηκε σε θάνατο, κατόρθωσε
όμως να διαφύγει στην Κάτω Ιταλία, όπου και πέθανε.
Λέγεται επίσης ότι η μητέρα του Γυλίππου ήταν δούλη, και αν αυτό αληθεύει, ο
Γύλιππος θα πρέπει να συνάντησε αρκετά εμπόδια στην κοινωνική του ανέλιξη.
Γεγονός είναι πάντως ότι το 414 π.X. οι Σπαρτιάτες ανέθεσαν στον Γύλιππο να
μεταβεί στις Συρακούσες για να βοηθήσει την πόλη στον αγώνα της εναντίον των
αθηναϊκών στρατευμάτων που την πολιορκούσαν.
Ο Γύλιππος ξεκίνησε από τη Σπάρτη επικεφαλής αμελητέας στρατιωτικής δύναμης και
με το καθήκον να την αυξήσει μόνος του καθ' οδόν.
Πράγματι ο Γύλιππος ανταποκρίθηκε σε αυτό το καθήκον. Αποβιβάστηκε στη βόρεια
ακτή της Σικελίας και κατά την πορεία του προς Νότον, προς τις Συρακούσες,
κατόρθωσε να στρατολογήσει αρκετούς κατοίκους του νησιού ώστε φθάνοντας στον
προορισμό του να διαθέτει ένα μικρό στρατιωτικό σώμα.
Όταν ο Γύλιππος έφθασε στις Συρακούσες, βρήκε την πόλη σε εξαιρετικά δύσκολη
θέση, στα πρόθυρα της παράδοσής της στους Αθηναίους. H πρώτη του δουλειά ήταν να
στείλει κήρυκες στο στρατόπεδο των εχθρών και να τους ειδοποιήσει ότι αν ήθελαν
μπορούσαν να αποχωρήσουν δίχως αυτός να τους ενοχλήσει. Τους έδινε προθεσμία
πέντε ημερών. Οι Αθηναίοι δεν καταδέχθηκαν καν να του απαντήσουν.
Στις επιχειρήσεις που ανέλαβε κατόπιν κατά των Αθηναίων, αναπτύσσοντας δράση
κυρίως στην ξηρά και λιγότερο στη θάλασσα, ο Γύλιππος δεν σημείωνε πάντοτε
επιτυχία. Ήταν όμως πείσμων, τολμηρός και ακαταπόνητος, και χάρη σε αυτές του
τις ιδιότητες συνέβαλε τα μέγιστα ώστε η κατάσταση να μεταστραφεί υπέρ των
Συρακουσίων.
Μετά την ήττα και την παράδοση των Αθηναίων λέγεται ότι και ο Γύλιππος, όπως και
ο συρακούσιος συμπολεμιστής του Ερμοκράτης, προσπάθησε να σώσει τη ζωή των
αιχμαλώτων στρατηγών Νικία και Δημοσθένη. Το κίνητρό του όμως φαίνεται ότι δεν
ήταν η μεγαλοψυχία, όπως ήταν πιθανώς του Ερμοκράτη, αλλά η επιθυμία του να
οδηγήσει τους αθηναίους στρατηγούς σιδηροδέσμιους στη Σπάρτη για να κοσμήσουν
τον προσωπικό του θρίαμβο. Πάντως ούτε αυτός κατόρθωσε να αποτρέψει την εκτέλεσή
τους.
Μετά τη δράση του στη Σικελία δεν γνωρίζουμε να ανέλαβε ο Γύλιππος άλλη άξια
λόγου αποστολή. Το μόνο αξιοσημείωτο που μαθαίνουμε γι' αυτόν είναι ότι μετά το
τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου επιφορτίστηκε να μεταφέρει από τη Μικρά Ασία
στη Σπάρτη, στο δημόσιο ταμείο, 1.000 τάλαντα, λεία του πολέμου. Ο Γύλιππος
ενεθυλάκωσε μερικά από αυτά, η λαθροχειρία αποκαλύφθηκε και ο στρατηγός
αυτοεξορίστηκε για να γλιτώσει την τιμωρία.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 15/06/2003