ΠΟΛΕΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΝΙΚΗ
(ΕΠΙΛΟΓΟΣ στο έργο
της
Jennifer T.
Roberts
«ΑΘΗΝΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΣΠΑΡΤΗΣ»)
Γράφοντας
λίγα χρόνια μετά τη σπαρτιατική κατάρρευση στα Λεύκτρα, ο Πλάτων
στον τελευταίο διάλογό του Νόμοι παρουσιάζει τον Κρητικό Κλεινία
να παρατηρεί ότι η ειρήνη είναι μόνο μία λέξη· η αλήθεια είναι
πως, λέει ο Κλεινίας: «είναι νόμος της φύσης κάθε πόλη να
βρίσκεται αέναα σε ακήρυκτο πόλεμο με κάθε άλλη πόλη».1
Τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα. Υπήρξαν εποχές στην ιστορία
των ελληνικών πόλεων-κρατών που δεν ήταν μπλεγμένες σε διαρκή
πόλεμο. Η οπτική του Πλάτωνος όμως διαμορφώθηκε αναπόφευκτα από
την περίοδο που είχε ξεκινήσει με τη γέννησή του, όταν ο
Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε μόλις ξεσπάσει, και οι μάχες που
είχαν αρχίσει τότε δεν είχαν ακόμη τερματιστεί, παρά μόνο για
σύντομα μεσοδιαστήματα.
Ούτε η πορεία ούτε η έκβαση του πολέμου ήταν καθ’ οιονδήποτε
τρόπο προβλέψιμες στο ξεκίνημά του. Ο λοιμός στην Αθήνα δε θα
μπορούσε να είχε προβλεφθεί. Χειροτέρευσε από τον συνωστισμό
στην πόλη, φυσικά, αλλά δύσκολα θα μπορούσε να αναμένει κανείς
από τους Αθηναίους να απορρίψουν τη «νησιωτική στρατηγική» με το
επιχείρημα ότι θα καθιστούσε τον πληθυσμό ευάλωτο σε μια
επιδημία - η οποία όχι μόνο σκότωσε το ένα τέταρτο έως ένα τρίτο
όσων ζούσαν εκείνη την εποχή, πράγμα εκπληκτικό, αλλά μείωσε
σημαντικά και το εύρος της επόμενης γενιάς μάχιμων ανδρών.
Σκότωσε επίσης τον Περικλή, ο οποίος κάλλιστα θα μπορούσε να
είχε συλλάβει δημιουργικές στρατηγικές για λογαριασμό των
Αθηναίων όταν έγινε σαφές πως η νησιωτική στρατηγική δεν απέδιδε.
Όλα αυτά αποτέλεσαν ένα πραγματικά τρομερό πλήγμα για τους
Αθηναίους.
Αρκετά άλλα πράγματα στην πορεία του πολέμου μπορούν επίσης να
αποδοθούν στην τύχη. Δύο καιρικά γεγονότα έπαιξαν καθοριστικό
ρόλο: η καταιγίδα που έσπρωξε τα πλοία των Αθηναίων προς την
Πύλο και έθεσε τα θεμέλια για την οχύρωση του ακρωτηρίου και ο
άνεμος που σηκώθηκε μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών και εμπόδισε
τους Αθηναίους να περισυλλέξουν τους άνδρες, νεκρούς και
ζωντανούς, από τα φουρτουνιασμένα νερά. Σε κάθε περίπτωση,
φυσικά, ο ανθρώπινος παράγοντας αντέδρασε στο έκτακτο συμβάν με
ελεύθερη βούληση: οι Σπαρτιάτες έκαναν το λάθος να αποβιβάσουν
στρατιώτες στο νησί Σφακτηρία και οι Αθηναίοι καταδίκασαν τους
στρατηγούς τους σε θάνατο επειδή δεν μπόρεσαν να περισυλλέξουν
τους ναύτες από τη θάλασσα. Η τραγωδία της δίκης των Αργινουσών
υπήρξε προϊόν της ψυχολογίας του όχλου και της έντασης του
μακρόχρονου πολέμου, αλλά η έκβασή του εξαρτάτο επίσης από
πολλές έκτακτες καταστάσεις και υπήρξε εξαιρετικά αμφίρροπη. Οι
ίδιοι οι στρατηγοί έμπλεξαν αλλάζοντας την ιστορία τους: αφού
πρώτα κατηγόρησαν την καταιγίδα στις επιστολές που έστειλαν στην
πατρίδα τους για το γεγονός ότι δεν είχαν περισυλλέξει τους
άνδρες από το νερό, άρχισαν μετά να κατηγορούν τους τριηράρχους,
εικάζοντας πως οι τριήραρχοι είχαν αρχίσει να τους υπονομεύουν
στην Αθήνα. Ακόμη κι έτσι, αν το σκοτάδι δεν είχε εμποδίσει την
καταμέτρηση των ψήφων την πρώτη μέρα, οι στρατηγοί σχεδόν
σίγουρα θα είχαν αθωωθεί- και τη δεύτερη μέρα της
δίκης, η Εκκλησία του Δήμου, παρακινούμενη από την ομιλία του
Ευρυπτόλεμου, έκλινε προς την αθώωση, όταν ο Μενεκλής παρενέβαλε
την τεχνική ένσταση, η οποία σφράγισε τη μοίρα των στρατηγών.
Η μάχη της Αμφίπολης το 422 π.Χ. ήταν μια εκπληκτική νίκη για τη
Σπάρτη και καλά σχεδιασμένη από τον Βρασίδα. Κι εδώ όμως
παρενέβη η τύχη. Οι Αθηναίοι έχασαν κάπου εξακόσιους άνδρες και
οι Σπαρτιάτες μόνο επτά. Ένας από τους επτά όμως ήταν ο Βρασίδας.
Και στην αθηναϊκή πλευρά, ο Κλέων σκοτώθηκε - όχι απαραιτήτως
εξαιτίας της δειλίας του, όπως αναφέρει ο εχθρός του ο
Θουκυδίδης, αλλά παρ’ όλα αυτά η μάχη αφαίρεσε τη ζωή και των
δύο ανδρών που κρατούσαν περισσότερο εμφανώς τον πόλεμο ζωντανό.
Τα πράγματα θα μπορούσε κάλλιστα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά.
Και οι δύο πλευρές έκαναν λάθη. Οι Αθηναίοι δεν υποκίνησαν ποτέ
μια σοβαρή εξέγερση των ειλώτων, παρά τις διασυνδέσεις τους με
τους Μεσσήνιους, ούτε επέκτειναν τις επιθέσεις τους στην
Πελοπόννησο, πέρα από τις κατά διαστήματα επιδρομές, ενώ
απέτυχαν επίσης να περιφρουρήσουν επαρκώς τη Χαλκιδική και την
Αμφίπολη απέναντι στον Βρασίδα. Οι Σπαρτιάτες αμέλησαν να λάβουν
σοβαρά υπ’ όψιν τους τις επιθυμίες των συμμάχων τους τόσο στη
Νικίειο Ειρήνη όσο και στη συνθήκη του 404 π.Χ. Οι Σπαρτιάτες
και οι Αθηναίοι συνήψαν μεταξύ τους μια πεντηκονταετή συμμαχία,
η οποία διατυμπάνιζε την αδιαφορία τους για τις έγνοιες των
άλλων πόλεων - εξελίξεις που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία της
κακοτυχίας, αλλά μάλλον της κακής διαχείρισης.
Σε ό,τι αφορά τη Σικελική Εκστρατεία, ήταν πιθανώς σφάλμα, όση
έλλειψη σε σιτηρά κι αν είχαν οι Αθηναίοι. Από τη στιγμή που
βρέθηκαν στη Σικελία, ο ασθενής Νικίας έδειξε σίγουρα έλλειψη
σθένους στη διεξαγωγή της εκστρατείας, αλλά ήταν ο επίσημος
σύνδεσμος μεταξύ της Αθήνας και των Συρακουσών και είχε δίκιο
στο ότι μία φιλειρηνική μερίδα στις Συρακούσες ετοιμαζόταν να
διαπραγματευτεί και ότι άξιζε να περιμένει αυτή την ευκαιρία.
Πράγματι, ο Κορίνθιος στρατηγός Γογγύλος κατέφθασε με την
είδηση της επικείμενης άφιξης των σπαρτιατικών πλοίων ακριβώς τη
στιγμή που οι Συρακούσιοι ήταν έτοιμοι να συγκαλέσουν συνέλευση
για να συζητήσουν την παράδοσή τους. Αν ο Γογγύλος είχε
καθυστερήσει -λόγου χάρη, από αντίξοους ανέμους-, θα μπορούσε
κάλλιστα να είχε βρει τις Συρακούσες σε αθηναϊκά χέρια. Στο
μεταξύ, στην ηπειρωτική Ελλάδα οι Αθηναίοι, υποχωρώντας στην
πίεση του Άργους να επιτεθούν στη Λακωνία, παραβίασαν επισήμως
τη Νικίειο Ειρήνη, μια πράξη που είχε ως αποτέλεσμα να σταλεί
πελοποννησιακή βοήθεια στις Συρακούσες και να οχυρωθεί η
Δεκέλεια.
Με την εκ των υστέρων γνώση, οι Αθηναίοι θα έπρεπε να είχαν
αποδεχτεί την προσφορά ειρήνης των Σπαρτιατών μετά τις
Αργινούσες, βάζοντας στην άκρη τις καχυποψίες που εδράζονταν
στις μνήμες από τη Νικίειο Ειρήνη. Όπως συμβαίνει όμως με έναν
τζογαδόρο που έχει μεθύσει από μια σειρά επιτυχιών, επέλεξαν να
επιδιώξουν περισσότερα και κατέληξαν να χάσουν ό,τι είχαν.