www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

Πλάτων

(το αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του G.E.R. LLOYD

«ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ»

ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΛΗ ΩΣ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

 

    Το δεύτερο ήμισυ του 5ου π.Χ. αιώνα σηματοδότησε τρεις αλλαγές που επηρέασαν βαθιά τη μετέπειτα εξέλιξη της ελληνικής σκέψης. Πρώτον, έχουμε ήδη επισημάνει τη διεύρυνση του πεδίου της εκπαίδευσης, φαινόμενο που συνδέεται με το κίνημα των σοφιστών. Ενώ η παραδοσιακή ελληνική εκπαίδευση περιοριζόταν στη διδασκαλία της γραμματικής, της μουσικής και της ποίησης, οι σοφιστές ήταν έτοιμοι να αναπτύξουν οποιοδήποτε θέμα, αρκεί να αμείβονταν για αυτό. Δεύτερον, σύμφωνα με την περίφημη φράση του Κικέρωνα (Συζητήσεις στο Τούσκουλο), ο Σωκράτης «κατέβασε τη φιλοσοφία από τον ουρανό». Αν οι προγενέστεροι φιλόσοφοι επιδόθηκαν με μεγαλύτερο ζήλο στη φυσική φιλοσοφία και στην κοσμολογία, ο Σωκράτης αλλά και πολλοί από τους σοφιστές έδειξαν, αντιθέτως, σαφή προτίμηση στην ηθική φιλοσοφία. Τρίτον, η Αθήνα αναδείχθηκε στο σημαντικότερο πνευματικό κέντρο της Ελλάδας. Ενώ οι περισσότεροι προγενέστεροι φιλόσοφοι είχαν ζήσει και εργαστεί είτε στην Ιωνία είτε στην Κάτω Ιταλία, από τον Σωκράτη και μετά όλο και περισσότεροι από τους σημαντικούς διανοητές ή ήταν γεννημένοι στην Αθήνα ή πέρασαν εκεί μεγάλο μέρος της ζωής τους- τον 4ο π.Χ. αιώνα η τάση αυτή έγινε ακόμη πιο έντονη, όταν τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης ίδρυσαν σχολές την Ακαδημία και το Λύκειο, αντίστοιχα που προσείλκυσαν φιλοσόφους και επιστήμονες από ολόκληρη την Ελλάδα.[1]

Θεωρείται δικαίως ότι ο Σωκράτης σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στην αρχαία ελληνική σκέψη, η σπουδαιότητα όμως της συμβολής του, αλλά και της συμβολής σοφιστών, π.χ. του Πρωταγόρα, εντοπίζεται περισσότερο στον τομέα της ηθικής φιλοσοφίας παρά στην επιστήμη. Ως μαθητής του Σωκράτη ο Πλάτων συμμεριζόταν το παθιασμένο ενδιαφέρον του δασκάλου του για τα ηθικά ζητήματα. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Σωκράτη, ο Πλάτων υπήρξε επίσης μια πολύ σημαντική μορφή στην εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής επιστήμης. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι ήταν ο ιδρυτής της Ακαδημίας1 - με την οποία συνδέθηκαν οι σημαντικότεροι επιστήμονες του 4ου π.Χ. αιώνα, παρ’ όλο που βασικός στόχος του ίδιου του Πλάτωνα ήταν η κατάρτιση πολιτικών φιλοσόφων -, αλλά και, ειδικότερα, στις απόψεις του σχετικά με τη βάση και τους σκοπούς της επιστημονικής έρευνας.

Επομένως, ο Πλάτων έχει θέση στη μελέτη μας όχι τόσο για τις επιμέρους επιστημονικές θεωρίες που διατύπωσε όσο για εκείνο που θα ονομάζαμε φιλοσοφία της επιστήμης του· και με αυτήν θα ασχοληθούμε κατά κύριο λόγο στο παρόν κεφάλαιο. Ωστόσο, οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί σε σχέση με τη συγκεκριμένη πτυχή του έργου του είναι, πολλές φορές, ακραίες. Ο Πλάτων έχει ουκ ολίγες φορές παρουσιαστεί ως σφοδρός πολέμιος της επιστήμης. Η φιλοσοφία που βασίζεται στη θεωρία των Ιδεών ήταν -όπως υποστηρίζεται- τελείως εχθρική προς την επιστήμη και αποτέλεσε σημαντικό εμπόδιο για την εξέλιξή της, συχνά μάλιστα παρατίθενται περικοπές από την Πολιτεία και τον Τίμαιο, με στόχο να καταδειχθεί η μεγάλη εχθρότητά του έναντι συγκεκριμένων επιστημονικών τομέων. Για να διαπιστώσουμε πόσο βάσιμη είναι αυτή η άποψη θα επιχειρήσουμε πρώτα να ερμηνεύσουμε ορισμένα αμφιλεγόμενα χωρία της Πολιτείας.

Στο βιβλίο Ζ , ο Σωκράτης περιγράφει την εκπαίδευση των βασιλέων-φιλοσόφων που προορίζονται για θεματοφύλακες της ιδανικής πολιτείας και εξετάζει διαδοχικά τον ρόλο της αριθμητικής, της επιπεδομετρίας και της στερεομετρίας, της αστρονομίας και της ακουστικής στην ανώτερη εκπαίδευση. Οι παρατηρήσεις του σχετικά με την αστρονομία είναι άκρως προκλητικές. Όταν εισηγείται για πρώτη φορά ότι η αστρονομία πρέπει να αποτελεί μέρος των προπαιδευτικών σπουδών τους, ο Γλαύκων εμφανίζεται να παρερμηνεύει τα λεγόμενά του με δύο τρόπους. Στην αρχή ο Γλαύκων υποθέτει ότι η αστρονομία συνιστάται διότι είναι χρήσιμη.

 

Γιατί το να παρατηρεί κανείς με μεγαλύτερη ακρίβεια τις χρονικές περιόδους, τους μήνες και τα χρόνια, είναι κάτι που χρειάζεται όχι μόνο στη γεωργία ή στη ναυτιλία αλλά εξίσου και στην πολεμική τέχνη (527d).[2]*

 

Αλλά ο Σωκράτης ανταπαντά ως εξής:

 

Μου αρέσεις που δείχνεις να φοβάσαι τους πολλούς, μην τυχόν νομίσουν ότι βάζεις άχρηστα μαθήματα.

 

Αλλά ούτε η δεύτερη προσπάθεια του Γλαύκωνα να αποκαταστήσει την αστρονομία θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα:

 

Κι όσο για την επίπληξη που τώρα δα. Σωκράτη, μου έκανες, ότι παινεύω με τρόπο κοινότοπο την αστρονομία, αυτή τη φορά την παινεύω αντικρίζοντάς την με το πρίσμα που την προσεγγίζεις κι εσύ· γιατί είναι, νομίζω, σε όλους φανερό ότι η σπουδή αυτή αναγκάζει την ψυχή να βλέπει προς τα επάνω και την οδηγεί από τα πράγματα τούτου εδώ του κόσμου προς τα εκεί (528e κ. εξ.).

 

Ο Σωκράτης αποδεικνύει και πάλι στον Γλαύκωνα πόσο εσφαλμένη είναι η άποψή του. Η πραγματική αξία της αστρονομίας έγκειται στην ικανότητά της να μεταστρέφει την ψυχή από τα αισθητά στον νοητό, αληθινό κόσμο. Χαρακτηρίζει τους αστέρες «ποικίλματα» (στολίσματα). Παραδέχεται ότι είναι τα ωραιότερα και τα κατά τον καλύτερο τρόπο τοποθετημένα από όλα τα ορατά πράγματα, αλλά είναι πολύ κατώτερα της αλήθειας, που δεν μπορούμε να την συλλάβουμε παρά μόνο με τη λογική και τη νόηση. Πρέπει να χρησιμοποιούμε τους αστέρες ως «παραδείγματα» που θα μας βοηθήσουν στη μελέτη μας. όπως ένας γεωμέτρης θα χρησιμοποιούσε τα γεωμετρικά σχήματα. Αλλά,

 

βλέποντας τα σχέδια αυτά κάποιος που ξέρει από γεωμετρία θα σκεπτόταν ότι είναι μεν έξοχα σχεδιασμένα, θα ήταν όμως αστείο να τα εξέταζε κανείς στα σοβαρά προσδοκώντας ότι μέσα σ’ αυτά θα εξακρίβωνε τάχα την αλήθεια σχετικά με τα ίσα, τα διπλάσια ή οποιονδήποτε άλλο λόγο (529e κ. εξ.).

 

Ένας πραγματικός αστρονόμος δεν θα μπορούσε να θεωρήσει ότι η αναλογία της νύχτας προς την ημέρα ή του ημερονυκτίου προς τον μήνα, π.χ., δεν μεταβάλλεται ποτέ, εφόσον πρόκειται για φαινόμενα που είναι ορατά και έχουν υλική υπόσταση. Μάλλον:

 

... την αστρονομία Οα την σπουδάσουμε ακριβώς όπως και τη γεωμετρία, με τη βοήθεια προβλημάτων, και Οα αφήσουμε τον έναστρο ουρανό στην άκρη, αν πρόκειται το κομμάτι εκείνο μέσα στην ψυχή, που είναι από τη φύση του γνωστικό, να το καταστήσουμε διαμέσου μιας γνήσιας ενασχόλησης με την αστρονομία χρήσιμο - από άχρηστο που ήταν ως τώρα (530bc).

 

Για να ερμηνεύσουμε σωστά το ανωτέρω χωρίο είναι πολύ σημαντικό να εξετάσουμε το πλαίσιό του. Ο γενικός στόχος της εκπαίδευσης των φυλάκων είναι η μετάβαση από τον ορατό στον άδηλο κόσμο, η καλλιέργεια της νόησης και όχι των αισθήσεών τους. Το κριτήριο που χρησιμοποιείται σε όλο το βιβλίο Ζ προκειμένου να καθοριστεί αν μια επιστήμη είναι κατάλληλη για την εκπαίδευση των φυλάκων είναι το κατά πόσον αυτή καλλιεργεί την αφηρημένη σκέψη. Στο πλαίσιο αυτό, ο Πλάτων υπογραμμίζει, φυσικά, τη διάκριση ανάμεσα σε μια παρατηρησιακή και σε μια αφηρημένη, μαθηματική αστρονομία, τα δε σχόλιά του σχετικά με τον ορθό τρόπο άσκησής της πρέπει να αποτιμηθούν υπό το πρίσμα των γενικών εκπαιδευτικών σκοπών που, κατά τη γνώμη του, πρέπει να εξυπηρετεί. Εξ άλλου, ο διαχωρισμός που εισάγει ανάμεσα σε μια αμιγώς παρατηρησιακή αστρονομία και σε μια σπουδή που διεξάγεται μέσω προβλημάτων είναι χρήσιμος και σημαντικός· και ένας σύγχρονος επιστήμονας θα συμφωνούσε, πράγματι, ότι αυτό που κυρίως τον απασχολεί είναι το δεύτερο. Τέλος, ο Πλάτων έχει απόλυτο δίκιο όταν υποστηρίζει ότι τα ουράνια σώματα, στην πραγματικότητα, δεν υποτάσσονται απολύτως σε μαθηματικώς καθορισμένες τροχιές, καθώς και όταν υπαινίσσεται ότι ο ουρανός δεν παραμένει αμετάβλητος.

Πολλά λοιπόν μπορούν να ειπωθούν προς υπεράσπιση της θέσης του Πλάτωνα στο συγκεκριμένο χωρίο της Πολιτείας. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι πολλές από τις παρατηρήσεις του είναι υπερβολικές, ενώ άλλες είναι όχι μόνον αόριστες αλλά και επικίνδυνα διφορούμενες. Ας εξετάσουμε το χωρίο στο οποίο συγκρίνει τον ουρανό με τα γεωμετρικά σχήματα και παρατηρεί ότι είναι παράλογο «να τα εξέταζε κανείς στα σοβαρά προσδοκώντας ότι μέσα σ’ αυτά θα εξακρίβωνε τάχα την αλήθεια σχετικά με τα ίσα...». Εδώ μπορεί απλώς να εκφράζει την απλή και αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι ένα σχήμα δεν μπορεί να είναι ακριβές: δεν βγάζουμε τον χάρακα για να μετρήσουμε το μήκος της υποτείνουσας ενός ορθογώνιου τριγώνου με πλευρές μήκους 8 και 10 εκατοστομέτρων. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί ότι υιοθετεί την πολύ πιο ακραία θέση ότι η μελέτη των σχημάτων είναι τελείως άχρηστη. Στο συγκεκριμένο και σε άλλα χωρία φαίνεται να υπάρχει ταύτιση ή σύγχυση δύο ιδεών που πρέπει να διακρίνονται με σαφήνεια - του αληθινού και καταφανούς γεγονότος ότι δεν είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε τις μαθηματικώς καθοριζόμενες τροχιές των ουράνιων σωμάτων αυτές καθ’ εαυτές και της αμφιλεγόμενης θέσης ότι η παρατήρηση των ουράνιων σωμάτων δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό. Είναι προφανές ότι ο Πλάτων πίστευε ότι η ιδεώδης αστρονομία του αποτελούσε ριζική απομάκρυνση από τον συνήθη τρόπο μελέτης της αστρονομίας στην εποχή του. Αλλά, υπερασπίζοντας τον νέο αυτό τρόπο προσέγγισης της αστρονομίας εμφανίζεται σαν να επιδιώκει όχι απλώς να την διαχωρίσει από την παρατηρησιακή αστρονομία αλλά και να απαξιώσει τελείως την τελευταία. Ανάλογες επισημάνσεις μπορούν να γίνουν σε σχέση με την πραγμάτευση της ακουστικής: και εδώ υπερασπίζει την εφαρμογή των μαθηματικών στην επιστήμη, ταυτόχρονα όμως καταφέρεται και πάλι, προβάλλοντας ακόμη λιγότερα επιχειρήματα από ό.τι για την αστρονομία, εναντίον των μεθόδων παρατήρησης, τις οποίες χαρακτηρίζει άδικο κόπο (531a).

Εκτός από την Πολιτεία, το έργο στο οποίο πρέπει κυρίως να ανατρέξουμε προκειμένου να αξιολογήσουμε τη θέση του Πλάτωνα στην εξέλιξη της ελληνικής επιστήμης είναι ο Τίμαιος. Στον διάλογο αυτό διατυπώνεται μια αναλυτική κοσμολογία που περιγράφεται ως «εἰκώς μῦθος» ή «εἰκώς λόγος»· και το πρώτο πρόβλημα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε είναι τί ακριβώς σημαίνουν οι όροι αυτοί. Θα ήταν εσφαλμένο να αποδώσουμε στην πραγμάτευση αυτή μυθικό χαρακτήρα. Είναι αλήθεια ότι πολλές από τις λεπτομέρειες, ιδίως εκείνες που αφορούν το έργο του Τέκτονος, του δημιουργού, είναι αλληγορικές και δεν πρέπει να ερμηνεύονται κυριολεκτικά. Ούτε πρέπει να θεωρήσουμε ότι η σειρά με την οποία περιγράφεται η δημιουργία διαφόρων πραγμάτων αντιστοιχεί σε μια ιστορική διαδοχή γεγονότων. Πάντως, η κοσμολογία αποτελεί μια ευλογοφανή εξήγηση ή διήγηση, παρά μύθο ή αποκύημα φαντασίας.

Ο Πλάτων καθιστά εξαρχής σαφείς τις προθέσεις του. Στο χωρίο 27d κ. εξ. ο βασικός συνομιλητής του διαλόγου Τίμαιος που μπορεί να θεωρηθεί, σε γενικές γραμμές, ότι απηχεί τις απόψεις του ίδιου του Πλάτωνα - εξηγεί το είδος της θεωρίας που θα αναπτύξει. Στην αρχή κάνει τη διάκριση ανάμεσα στις αιώνιες Ιδέες και στον μεταβαλλόμενο, «γεννημένο» κόσμο, τον «κόσμον τῆς γενέσεως»: οι πρώτες είναι τα πρότυπα βάσει των οποίων δημιουργείται ο δεύτερος. Κατόπιν ορίζει τα είδη συλλογισμών («λόγον») που προσιδιάζουν στην κάθε κατηγορία. Υποστηρίζει ότι οι αποφάνσεις που αφορούν την αμετάβλητη πραγματικότητα, δηλαδή τις Ιδέες, πρέπει να είναι ακλόνητες, τουλάχιστον όσο αυτό είναι δυνατόν. Αμέσως μετά υποστηρίζει αναφερόμενος στον μεταβαλλόμενο, γεννημένο κόσμο:

 

Αν λοιπόν ... δεν καταφέρουμε να διατυπώσουμε απολύτως συνεπείς από κάθε πλευρά και ακριβείς συλλογισμούς για πολλά και ποικίλα ζητήματα ... μην εκπλαγείς. Μάλλον πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι αν καταλήξουμε στις πιο εύλογες εξηγήσεις (29c).*

 

Η κοσμολογία του Τιμαίου δεν είναι ακριβής προσέγγιση. Ο Πλάτων πιστεύει ότι η φύση τού υπό εξέτασιν αντικειμένου δεν συνάδει με κάτι τέτοιο. Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει ότι είναι η καλύτερη δυνατή ερμηνεία, με δεδομένο ότι πραγματεύεται τον γεννημένο κόσμο.

Ο Πλάτων τονίζει επανειλημμένα ότι δεν είναι εφικτή η ακριβής ερμηνεία του γεννημένου κόσμου και διατείνεται ότι η ισχύς μιας τέτοιας ερμηνείας δεν είναι ελέγξιμη· πρέπει δε να σημειωθεί ότι στο σημείο αυτό εμφανίζεται πολύ λιγότερο δογματικός από τους περισσότερους προγενέστερους, αλλά και μεταγενέστερους, αρχαίους Έλληνες κοσμολόγους. Αυτό όμως δεν απορρέει από την πεποίθηση ότι δεν πρέπει κανείς να εκφέρει κρίση αν δεν προσκομιστούν περισσότερα στοιχεία, αλλά οφείλεται μάλλον στην κατ’ αρχήν βεβαιότητα του ότι καμία ερμηνεία του γεννημένου κόσμου δεν μπορεί, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, να είναι ασφαλής. Αυτή η μη δογματική κοσμολογία οδήγησε αναμφίβολα στην αποθάρρυνση, παρά στην ενίσχυση, της εμπειρικής έρευνας. Όπως ακριβώς στην Πολιτεία υποβαθμίζεται ο ρόλος της παρατήρησης στις προπαιδευτικές σπουδές των φυλάκων, έτσι και στον Τίμαιο επιδεικνύεται η ίδια ανυπομονησία έναντι εκείνων που έλπιζαν να επιλύσουν τα προβλήματα της φυσικής με εμπειρικές μεθόδους.

Αλλά εφόσον βασικό μέλημα του φιλοσόφου είναι ο κόσμος των Ιδεών, ποιος είναι ο ρόλος της μελέτης του γεννημένου κόσμου; Ένα χωρίο στον Τίμαιο δείχνει ότι ο Πλάτων θεωρούσε ότι η μελέτη αυτή επέχει μάλλον χαρακτήρα αναψυχής. Όταν εγκαταλείπουμε προσωρινά τη μελέτη των «ὄντων», είναι πολύ ευχάριστο να ασχολούμαστε με πιθανολογίες για τη γένεση του σύμπαντος, καθώς αυτό αποτελεί ένα «μετρημένο και συνετό παιχνίδι» (59cd). Ωστόσο, ακόμη και ως παιχνίδι, δεν αντιμετωπίζεται με ελαφρότητα. Στο χωρίο 68e κ. εξ. παρατίθενται επιχειρήματα υπέρ της μελέτης τόσο των «θείων» όσο και των «αναγκαίων» αιτίων. Πρέπει να αναζητούμε

 

τη θεϊκή αιτία ...παντού, για να κατακτήσουμε την ευτυχισμένη ζωή που αναλογεί στην ανθρώπινη φύση μας. Την αναγκαία αιτία πρέπει να την αναζητήσουμε χάριν της θεϊκής, όταν αναλογιστούμε ότι χωρίς τις αναγκαίες αιτίες είναι αδύνατο να κατανοήσουμε, να συλλάβουμε ή έστω να διατηρήσουμε επαφή με τα αντικείμενα της σοβαρής μελέτης μας.

 

Η έσχατη αιτιολόγηση για τη μελέτη του φυσικού κόσμου είναι ηθικής τάξης και αναλύεται στη συνέχεια. Στο ερώτημα γιατί ο Πλάτων επιχείρησε να δώσει μια λεπτομερή περιγραφή του γεννημένου κόσμου, η πιο αποκαλυπτική ένδειξη για την απάντηση είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας της κοσμολογίας του. Η σημασία του ρόλου μιας νοήμονος αρχής με έναν τελικό σκοπό για τον κόσμο διαπερνά το σύνολο της θεωρίας του. Αυτή η γενική τελεολογία η πίστη ότι η φύση έχει δημιουργηθεί βάσει σχεδίου αναφέρεται πολλές φορές ως ένα από τα μη επιστημονικά ή αντιεπιστημονικά χαρακτηριστικά της πλατωνικής φυσικής επιστήμης και είναι αλήθεια ότι πολλές από τις απόψεις του σχετικά με τις λειτουργίες που επιτελούν διάφορα μέρη του σώματος, π.χ., φαίνονται αλλόκοτες. Έτσι, οι πνεύμονες περιγράφονται κάπου (70c) σαν ένα μαλακό περίβλημα που ανακουφίζει την καρδιά όταν φουσκώνει από οργή, ενώ σε άλλο χωρίο (72c), η σπλήνα, που πιστευόταν ότι είχε ως λειτουργία να διατηρεί το ήπαρ απαλλαγμένο από ακαθαρσίες, συγκρίνεται με το πανάκι που χρησιμοποιούμε για να κρατούμε καθαρό έναν καθρέφτη. Αλλά. παραδόξως, αυτή ακριβώς η τελεολογική διάσταση της κοσμολογίας του είναι εκείνη που δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τη σοβαρότητα των προθέσεων του Πλάτωνα. Το βασικό κίνητρό του για την ενασχόλησή του με τη φυσική επιστήμη ήταν vu καταδείξει την έλλογη λειτουργία του σύμπαντος. Αν και πολλές φορές συγκρίνει αρνητικά τον γεννημένο κόσμο με τις Ιδέες, παρά ταύτα υποστηρίζει επανειλημμένα ότι ο κόσμος αυτός αποτελεί τον καλύτερο κόσμο που ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί. Είναι ο «κάλλιστος ταῶν γεγονότων» (29a), ο δημιουργός του είναι «ἄριστος» (30ab), δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του τελειότερου προτύπου και μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με το πρότυπο αυτό (30d, 39e). Είναι, σύμφωνα με την τελευταία φράση του διαλόγου, «θεός αἰσθητός, μέγιστος καί ἄριστος κάλλιστός τε καί τελεώτατος».

Τα τρία βασικά στοιχεία του πλατωνικού κοσμολογικού σχήματος είναι, συνεπώς, α) οι Ιδέες, β) τα επιμέρους δημιουργήματα κατ’ εικόνα των Ιδεών και, γ) το «ποιητικό αίτιο», ο Τέκτων, ο δημιουργός. Ο τελευταίος δεν δημιουργεί τον κόσμο υπό την έννοια ότι δημιουργεί την ύλη που τον συγκροτεί. Θεωρείται μάλλον ότι επιβάλλει τάξη στις άναρχες κινήσεις προϋπάρχουσας ύλης. Δεν είναι παντοδύναμος, αλλά επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Ο Πλάτων διακρίνει αφ’ ενός τα έργα του Νυν και. αφ" ετέρου, ό, τι δη- δημιουργείται «έξ ανάγκης» - ως αποτέλεσμα της λεγάμενης «πλανωμένης αἰτίας». Δεν πρόκειται για ένα ενεργό αίτιο που αντιστρατεύεται τον Τέκτο­να, τον δημιουργό, ως δύναμη κακού, αλλά μάλλον για την παθητική αντίσταση που προβάλλει η άτακτη ύλη στο σχέδιό του. Ο ρόλος της ανάγκης διασαφηνίζεται καλύτερα στο παράδειγμα της κατασκευής του κεφαλιού. Τα χοντρά οστά και η πολλή σάρκα συνεπάγονται, όπως πληροφορούμαστε (74e κ. εξ.), έλλειψη ευαισθησίας. Έτσι, προκειμένου να εξασφαλίσει στον άνθρωπο καλύτερο και φρονιμότερο βίο, ο θεός προτίμησε να καλύψει το κεφάλι με λεπτό οστό, παρ’ όλο που αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι πιο βραχύβιος από όσο θα ήταν αν το κεφάλι του προστατευόταν από ένα παχύτερο στρώμα, σάρκας και οστού. Είναι προφανές ότι μακροζωία και οξύνοια δεν μπορούν να συνδυαστούν: έτσι, στο σημείο αυτό η νόηση θυσιάζει τον κατώτερο στον ανώτερο σκοπό. Το παράδειγμα είναι παράδοξο, διευκρινίζει όμως ότι τα αποτελέσματα που επιτυγχάνει η νόηση δεν είναι τα καλύτερα δυνατά σε απόλυτο βαθμό, αλλά τα καλύτερα δυνατά στο πλαίσιο των περιορισμών που επιβάλλει η φύση του υλικού που είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει.

Η κοσμολογία του Τιμαίου εντάσσεται σε ένα σύνθετο και ξεχωριστό φιλοσοφικό πλαίσιο. Η φήμη του Πλάτωνα ήταν αρκετή για να εγγυηθεί τη σημαντική απήχηση του διαλόγου, τώρα όμως είναι καιρός να προσπαθήσουμε να αξιολογήσουμε τις ειδικές θεωρίες και εξηγήσεις που προβάλλει. Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να διερευνήσουμε εδώ είναι σε ποιον βαθμό πρόκειται πραγματικά για θεωρίες του ίδιου του Πλάτωνα. Είναι σαφές ότι ο τελευταίος αξιοποίησε πολλές ιδέες προγενεστέρων kui συγχρόνων του, παρ’ όλο που δεν αναφέρεται ονομαστικά σε καμία από τις πηγές του. Εντοπίζονται επιμέρους δάνεια από τον Εμπεδοκλή, τους Πυθαγορείους και τους ατομικούς, ενώ οι βιολογικές ενότητες οφείλουν πολλά στην Ιπποκρατική Συλλογή και σε διάφορους στοχαστές, όπως είναι ο Αλκμαίων, ο Διογένης ο Απολλωνιάτης και ο Φιλιστίων ο Λοκρός. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε, όπως έκαναν κάποιοι σχολιαστές, ότι η φυσική επιστήμη του Τιμαίου δεν είναι παρά μια σύνθεση θεωριών που διατυπώθηκαν από τρίτους. Κάθε επιστήμονας οφείλει να λαμβάνει ώς έναν βαθμό υπ’ όψιν το έργο που έχει επιτελεστεί πριν από αυτόν και, παρά τις πολλές οφειλές του σε παλαιότερους στοχαστές, ο Πλάτων δεν αντιγράφει ούτε αναπαράγει απλώς τα δόγματά τους, αλλά τα τροποποιεί και τα προσαρμόζει, εισάγοντας ενίοτε σημαντικές ιδέες που φαίνεται ότι είναι πρωτότυπες.

Η πιο αξιόλογη συμβολή του στη φυσική της εποχής του είναι η θεωρία του για τα θεμελιώδη συστατικά της ύλης. Στο χωρίο 49a κ. εξ. ο Τίμαιος αναλύει τους όρους της μεταβολής. Εφιστά την προσοχή στην αβεβαιότητα του αισθητού κόσμου και υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να περιγράφουμε τη φωτιά, το νερό κ.ο.κ. ως αμετάβλητα, σταθερά αντικείμενα. Διακρίνει αυτό που γεννιέται (την «γένεσιν») από εκείνο εντός του οποίου συντελείται η γένεση και το οποίο ονομάζει «ὑποδοχήν» της «γενέσεως». Επρόκειτο για μια σημαντική άποψη που άσκησε επίδραση στη σύλληψη του υποστρώματος από τον Αριστοτέλη και υπήρξε μια πρωτότυπη συμβολή στη φιλοσοφική ανάλυση της μεταβολής. Στη συνέχεια ο Τίμαιος παραθέτει τη θεωρία του για τη γένεση, η οποία περιέχει πολλά δάνεια τόσο από τον Εμπεδοκλή όσο και από τους ατομικούς. Αλλά, συνδυάζοντας ιδέες από αυτές και από άλλες πηγές ο Πλάτων έδωσε, από ορισμένες απόψεις, μια νέα λύση στο πρόβλημα της σύστασης της ύλης.

Όπως και ο Εμπεδοκλής, ο Πλάτων θεωρούσε ότι κάθε φυσική ουσία είναι προϊόν ανάμιξης των τεσσάρων απλών σωμάτων, δηλαδή της φωτιάς, του αέρα, του νερού και της γης. Σε αντιδιαστολή, όμως, με τον Εμπεδοκλή, δεν σταμάτησε εδώ την ανάλυσή του, αλλά συσχέτισε καθένα από τα τέσσερα απλά σώματα με ένα κανονικό στερεό, τη φωτιά με το τετράεδρο, τον αέρα με το οκτάεδρο, το νερό με το εικοσάεδρο και τη γη με τον κύβο - το πέμπτο κανονικό στερεό, το δωδεκάεδρο, αναφέρεται, χωρίς να ταυτίζεται με κάποιο συγκεκριμένο σώμα, στο χωρίο 55c. Αν και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πότε οι Έλληνες μαθηματικοί ανακάλυψαν τα πέντε κανονικά πολύεδρα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κατασκευή και οι ιδιότητές τους εξακολουθούσαν να απασχολούν τους συγχρόνους του Πλάτωνα, που αναμφίβολα αντλεί από το έργο τους. Κατασκευάζει τα τέσσερα σχήματα τα οποία συσχετίζει με τα απλά σώματα χρησιμοποιώντας δύο βασικά τρίγωνα, το ισοσκελές ορθογώνιο και το ορθογώνιο σκαληνό. Έτσι, τα ισοσκελή ορθογώνια τρίγωνα μπορούν να συνδυαστούν με διάφορους τρόπους για τη δημιουργία του τετραγώνου, δηλαδή

 

της έδρας του κύβου. Κατά τον ίδιο τρόπο, τα ορθογώνια σκαληνά συνδυάζονται για τη δημιουργία των ισόπλευρων τριγώνων που αποτελούν τις έδρες του τετραέδρου, του οκταέδρου και του εικοσαέδρου. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Πλάτων δεν επέλεξε την απλούστερη κατασκευή για τα σχήματά του. Αντί να σχηματίσει το τετράγωνο με δύο ισοσκελή ορθογώνια τρίγωνα (Σχήμα 2, Α), χρησιμοποίησε τέσσερα (Β) και. αντί να χρησιμοποιήσει δύο ορθογώνια σκαληνά για να σχηματίσει την έδρα των άλλων στερεών (Γ), χρησιμοποίησε έξι (Δ). Το γιατί παραμένει αδιευκρίνιστο: μπορεί να σχετίζεται με την κατασκευή που χρησιμοποιούνταν για τον καθορισμό του κέντρου των εν λόγω στερεών ή, εναλλακτικά, με την πεποίθηση του Πλάτωνα ότι κάθε απλό σώμα υπάρχει σε διάφορες μορφές, ανάλογα με το μέγεθος ή την «ποιότητα» των μονάδων που το συγκροτούν. Μπορεί με την πολυπλοκότητα της κατασκευής να ήθελε να δηλώσει ότι τα βασικά τρίγωνα κάθε σώματος μπορούν να διαταχθούν με διαφορετικούς τρόπους για τη σύνθεση των διαφόρων «ισοτόπων» του σώματος αυτού, όπως π.χ. ορθογώνια ισοσκελή τρίγωνα που συνδυάζονται όχι μόνον ανά τέσσερα, αλλά επίσης ανά ζεύγη και υψωμένα σε άλλες δυνάμεις τού 2 για τον σχηματισμό κύβων διαφόρων μεγεθών που αντιστοιχούν στις διάφορες μορφές του απλού σώματος της γης (βλέπε Σχήμα 3).

 

 

Πώς αξιολογείται η θεωρία του Πλάτωνα συγκρινόμενη με τις βασικές ανταγωνιστικές της θεωρίες, την εμπεδόκλεια και την ατομική; Πρώτον, είναι πιο οικονομική από την αντίστοιχη του Εμπεδοκλή, που προϋποθέτει τέσσερεις διαφορετικές ουσίες. Επίσης, παραδεχόμενος ότι συντελούνται αλλαγές μεταξύ της φωτιάς, του αέρα και του νερού, παρακάμπτει τουλάχιστον κάποιες από τις εμπειρικές αντιρρήσεις στις οποίες ήταν ευάλωτη η θεωρία του Εμπεδοκλή. Όπως είδαμε, ο Εμπεδοκλής δεν προέβλεπε τη «μεταστοιχείωση» ενός ριζώματος σε ένα άλλο, παρ’ όλο που είναι πασιφανές ότι το νερό, π.χ., όταν θερμαίνεται σε σημείο βρασμού γίνεται ατμός, δηλαδή «αήρ» κατά τους αρχαίους Έλληνες, και ότι αυτός ο αέρας μπορεί να επανασυμπυκνωθεί και να ξαναγίνει νερό.

Οι διαφορές μεταξύ της θεωρίας του Πλάτωνα και της ατομικής θεωρίας εί­ναι επίσης διδακτικές. Ο Πλάτων δανείστηκε από τους ατομικούς την ιδέα ότι η ποικιλομορφία των αισθητών αντικειμένων μπορεί να αναχθεί σε διαφορές ως προς το σχήμα και το μέγεθος σωματιδίων που είναι ομοιογενή ως προς την ουσία τους. Αλλά, ενώ οι ατομικοί θεωρούσαν τα βασικά σωματίδια της ύλης ως στερεά, ο Πλάτων πίστευε ότι τα πρωταρχικά αυτά στερεά αποτελούνται από επίπεδες επιφάνειες που, με τη σειρά τους, συντίθενται από τα δύο βασικά τρίγωνα. Δεύτερον, ενώ οι ατομικοί δέχονταν την ύπαρξη του κενού, ο Πλάτων την απέρριψε και θεώρησε ότι σε ένα πλήρες είναι δυνατή η κίνηση υπό την προϋπόθεση ότι είναι (i) στιγμιαία και (ii) κυκλική. Σύμφωνα με τη θεωρία του περί «κυκλικής ωθήσεως», η κίνηση του Α σπρώχνει το Β, που σπρώχνει το Γ κ.ο.κ., ενώ το Ω, τελευταίο στη σειρά, σπρώχνει το Α. Το τρίτο και σημαντικότερο σημείο είναι ότι, ενώ οι ατομικοί δέχονταν μια άπειρη ποικιλία σχημάτων και μεγεθών για τα άτομα και περιέγραψαν τις αλληλεπιδράσεις τους μόνο με πολύ γενικό τρόπο, ο Πλάτων προσπάθησε να δώσει μια σαφή και συγκεκριμένη περιγραφή τόσο των σχημάτων των πρωταρχικών σωμάτων όσο και των μετασχηματισμών που συντελούνται μεταξύ τους. Στο χωρίο 56d κ. εξ. παραθέτει μια σειρά συγκεκριμένων απόψεων σχετικά, π.χ., με το πώς το νερό διασπάται σε φωτιά και αέρα. Έτσι, το εικοσάεδρο του νερού μπορεί να δώσει δύο οκτάεδρα αέρα και ένα τετράεδρο φωτιάς, δηλαδή το αρχικό στερεό των είκοσι εδρών διαχωρίζεται σε δύο στερεά των οκτώ εδρών και ένα των τεσσάρων εδρών.

Πολλά επιμέρους στοιχεία της θεωρίας του Πλάτωνα παραμένουν ασαφή. Πώς μπορούν τα πρωταρχικά σώματα να διασπώνται και να ανασυντίθενται για να δημιουργήσουν άλλα σχήματα; Πώς μπορούν, αλήθεια, τα πρωταρχικά στερεά να καλούνται σώματα, όταν πρόκειται για γεωμετρικές οντότητες αποτελούμενες από επίπεδες επιφάνειες; Η διδασκαλία του χαρακτηρίζεται επίσης από πολλά παράδοξα και αυθαίρετα στοιχεία. Έτσι. αφού αντιστοίχισε τα τέσσερα από τα πέντε κανονικά στερεά με τα τέσσερα απλά σώματα και μη βρίσκοντας άλλη λειτουργία για το τελευταίο, το δωδεκάεδρο, ο Πλάτων το ταύτισε με τους δώδεκα αστερισμούς του ζωδιακού κύκλου. Επίσης, όταν αναφέρει ότι η γη εξαιρείται από τους μετασχηματισμούς στους οποίους υπόκεινται τα άλλα πρωταρχικά στερεά, αυτό δεν αιτιολογείται με βάση πραγματικά ή υποθετικά εμπειρικά δεδομένα, αλλά αποτελεί άμεση συνέπεια της γεωμετρίας της θεωρίας του, αφού η γη ταυτιζόταν με τον κύβο. Ωστόσο, το επίτευγμα του Πλάτωνα, κάτι που δεν επιχείρησαν ποτέ οι ατομικοί, ήταν ότι διατύπωσε μια ακριβή γεωμετρική περιγραφή του σχήματος των πρωταρχικών σωμάτων και ότι ανήγαγε τις αλλαγές που συντελούνται μεταξύ τους σε μαθηματικούς τύπους. Αν και πολλές από τις ιδέες του, όπως και πολλές από τις ιδέες του Λευκίππου και του Δημοκρίτου, παραμένουν προσκολλημένες σε αδρές φυσικές αναλογίες - π.χ. η ταύτιση της φωτιάς με το τετράεδρο και της γης με τον κύβο -, προσπάθησε, παρά ταύτα, να προωθήσει τη γεωμετρικοποίηση που πρέσβευε ο ατομισμός πολύ περισσότερο από ό, τι οι ίδιοι οι ατομικοί.

Ο Τίμαιος περιέχει μεγάλο πλούτο φυσικών και βιολογικών δοξασιών, όπως, π.χ., μια ευφυή περιγραφή της αναπνοής και μια εκτεταμένη πραγμάτευση των αιτίων των νόσων, που, παρά τα δάνεια από προγενέστερους συγγραφείς, δεν χαρακτηρίζονται, σε καμία περίπτωση, από έλλειψη πρωτοτυπίας. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε, η μακροπρόθεσμη επίδραση του διαλόγου δεν ήταν τελικά οι επιμέρους θεωρίες και ερμηνείες που αναπτύσσει, αλλά οι φιλοσοφικές ιδέες που χαρακτηρίζουν τη γενική προσέγγιση του Πλάτωνα σε σχέση με τη μελέτη της φύσης.

Τα δύο βασικά δόγματα που καθόρισαν τη διδασκαλία του Πλάτωνα είναι η τελεολογία του και η συγκριτική αξιολόγηση της νόησης και των αισθήσεων αμφότερα έχουν τόσο τη θετική όσο και την αρνητική πλευρά τους. Πρώτον, μία από τις δυσμενείς συνέπειες της τελεολογίας του είναι - μπορούμε να πούμε - ότι ο βαθμός του ενδιαφέροντος του για τα διάφορα προβλήματα εξαρτάται από το κατά πόσον θεωρεί ότι τα εν λόγω φαινόμενα χαρακτηρίζονται από ευταξία και λογική. Έτσι, ενώ στον Τίμαιο ασχολείται διεξοδικά με την αστρονομία (βλέπε σ. 87 κ. εξ.), δεν δείχνει παρά ελάχιστο ενδιαφέρον για αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε προβλήματα μηχανικής. Επίσης, ενώ στις ενότητες που αναφέρονται στην ανατομία του ανθρώπου αναπτύσσονται κάποιες περίπλοκες απόψεις σχετικά με τις λειτουργίες που εκτελούν τα διάφορα όργανα του σώματος, η ζωολογία και η βοτανική αγνοούνται: πλην του ανθρώπου, δεν υπάρχει σχεδόν καμία αναφορά σε άλλα είδη ζώων, με εξαίρεση τις τελευταίες παραγράφους του διαλόγου, στις οποίες αναφέρεται πολύ συνοπτικά στις διαφορές τους, με στόχο κυρίως να αποδείξει ότι αυτά κατάγονται από εκφυλισμένα ανθρώπινα όντα.

Ωστόσο, η τελεολογία του υπήρξε το βασικό κίνητρο του Πλάτωνα για την ενασχόληση τόσο με την κοσμολογία όσο και με τη φυσική επιστήμη. Τα φυσικά φαινόμενα είναι άξια μελέτης ακριβώς διότι χαρακτηρίζονται από ευταξία. Επί πλέον, ενώ το κύριο ενδιαφέρον του εστιάζεται στη μελέτη του σχεδίου που διέπει τη φύση, ο Πλάτων δηλώνει ότι πρέπει να αναζητούμε όχι μόνο τα «θεία» αλλά και τα «αναγκαία» αίτια, τα τελευταία ένεκα των πρώτων. Έτσι, επιδίδεται σε μια πολύ πιο αναλυτική και περίπλοκη περιγραφή των φυσικών φαινομένων από ό, τι θα ανέμενε κανείς, δεδομένης της άποψής του για τη σχετική σημασία των δύο κόσμων, του όντος και της γενέσεως. Δεν ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής επιστήμης, και ασφαλώς ούτε η τελευταία, που μια έρευνα η οποία άρχιζε με ηθικά, υπό την ευρεία έννοια, κίνητρα οδήγησε όχι απλώς στην εισαγωγή ικανοποιητικών από ηθική και αισθητική άποψη κοσμολογικών εικόνων, αλλά και στην πρόοδο των φυσικών και βιολογικών θεωριών.

Δεύτερον, η πρόκριση της νόησης έναντι των αισθήσεων και της παρατήρησης μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι είχε τόσο θετικές όσο και δυσμενείς επιπτώσεις για τη μελέτη της φύσης. Οι μέθοδοί του για την έρευνα των φυσικών φαινομένων μπορεί, από μερικές απόψεις, να υπολείπονται των μεθόδων που χρησιμοποιούσαν ορισμένοι από τους πιο εμπειρικούς συγχρόνους του, κυρίως οι συγγραφείς ιατρικών συγγραμμάτων. Ο Πλάτων δεν συνήθιζε να υποβάλλει σε αναλυτικό εμπειρικό έλεγχο τις ερμηνείες των αιτίων και είναι γεγονός ότι σε ορισμένους τομείς -π.χ. στην ανατομία αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει αποβεί πολύ επωφελές. Και, παρά το γεγονός ότι οι πιο προκλητικές παρατηρήσεις του που υποβαθμίζουν τη χρήση των αισθήσεων δεν πρέπει να θεωρείται ότι απορρίπτουν εντελώς την παρατήρηση αλλά ότι, απλώς, υποστηρίζουν την υπεροχή της αφηρημένης σκέψης, είναι, εν τούτοις, γεγονός ότι λειτούργησαν ανασταλτικά για την εμπειρική έρευνα, σε ορισμένους τουλάχιστον τομείς.

Ωστόσο, δεν πρέπει ούτε εδώ να αγνοηθούν οι θετικές πτυχές της θέσης του Πλάτωνα. Ορθώς επιμένει ο φιλόσοφος ότι σκοπός της επιστημονικής έρευνας είναι η ανακάλυψη των αφηρημένων νόμο)ν που διέπουν τα εμπειρικά δεδομένα. Η πίστη του στη μαθηματική δομή του σύμπαντος - την οποία δανείστηκε από τους Πυθαγορείους για να την αναπτύξει περαιτέρω- και η σύλληψη μιας ιδεώδους, μαθηματικής αστρονομίας και φυσικής υπήρξαν οι δύο πιο σημαντικές και γόνιμες ιδέες του- το γεγονός ότι σήμερα αμφότερες θεωρούνται τόσο δεδομένες δεν μειώνει, αλλά μάλλον αναδεικνύει το επίτευγμα του Πλάτωνα, που ήταν ο πιο ένθερμος υποστηρικτής τους στην αρχαιότητα.

 


 


[1] Βλέπε σ. 125 κ. εξ. 

[2] Η ημερομηνία ίδρυσής της δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια, αλλά τοποθετείται μεταξύ των ετών 385 και 370 π.Χ. 

* Σ.τ.Μ. Πλάτων, Πολιτεία, Εισαγωγικό σημείωμα-μετάφραση-ερμ. σημειώματα: Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, Πόλις, Αθήνα 2002. Από την ίδια έκδοση προέρχονται όλες οι μεταφράσεις αποσπασμάτων της Πολιτείας.  

* Σ.τ.Μ. Πλάτων, Τίμαιος, Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια: Βασίλης Κάλφας, Πόλις. Από την ίδια έκδοση προέρχονται όλες οι μεταφράσεις αποσπασμάτων του Τιμαίου.