Πίνδαρος, ο ιεροπρεπής ποιητής του Ωραίου
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Η σχέση του με τον Ησίοδο
Ο Πίνδαρος υπήρξε ο δεύτερος μεγάλος ποιητής που χάρισε η
Βοιωτία στον ελληνικό κόσμο, στον ελληνικό πολιτισμό, μετά τον
Ησίοδο. Από καλλιτεχνικής και κοινωνικής απόψεως ο Πίνδαρος
πόρρω απέχει από τον ποιητή της Θεογονίας, όμως υπάρχουν δύο
στοιχεία που τον συνδέουν με αυτόν: αφενός η απόλυτη σοβαρότητα
μιας θρησκευτικότητας που αγκαλιάζει όλες τις εκδηλώσεις και
αφετέρου η αυστηρότητα της έκφρασης, που αποφεύγει κάθε
συμβιβασμό.
Ο Πίνδαρος γεννήθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ.
στις Κυνός Κεφαλές, έναν οικισμό που ανήκε στη Θήβα, και
απεβίωσε μετά το 446 π.Χ., πιθανώς στο Άργος.
Ο ίδιος ο ποιητής, μεγάλος λάτρης του δελφικού θεού, του
Απόλλωνα, αναφέρει ότι η γέννησή του συνέπεσε με τη γιορτή των
Πυθίων (δε γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας αν πρόκειται για τα Πύθια
του 522 ή του 518 π.Χ.).
Η αρχαία παράδοση δίνει διάφορα ονόματα στον πατέρα του Πινδάρου
—Δαΐφαντος, Σκοπελίνος, Παγώνδας ή Παγωνίδας—, ενώ στις
σωζόμενες βιογραφίες του ποιητή, όπως συμβαίνει τις περισσότερες
φορές, πολλές είναι οι φανταστικές, ψεύτικες ιστορίες.
Ο ίδιος ο Πίνδαρος, μιλώντας για τους προγόνους του (Πυθιόνικος
5, 76), αναφέρεται στους Αιγείδες, γενιά που εμφανίζεται στους
θηβαϊκούς, τους σπαρτιατικούς και τους θηραϊκούς θρύλους.
Μπορούμε να δεχτούμε ότι καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της
Θήβας, καθώς και ότι, όταν στάλθηκε στην Αθήνα σε παιδική
ηλικία, απέκτησε μουσική μόρφωση και συνδέθηκε με την παλαιά
αριστοκρατία της πόλης, που εξακολουθούσε να κυριαρχεί στον
πολιτικό στίβο.
Η παραμονή του νεαρού Πινδάρου στην Αθήνα έθεσε τα θεμέλια των
στενών σχέσεών του με τους Αλκμεωνίδες, αριστοκρατικό γένος που
διαδραμάτισε έναν ιδιαίτερα σημαντικό —αν και όχι πάντα
ευεργετικό— ρόλο στην ιστορία της πόλης. Το μοναδικό επινίκιο
που έγραψε ο Πίνδαρος για Αθηναίο, το 486 π.Χ., αφορούσε τον
Αλκμεωνίδη Μεγακλή, ανιψιό του Κλεισθένη, που λίγο πρωτύτερα
είχε εξοστρακιστεί.
Σύμφωνα με τη βιογραφική παράδοση, μουσικοί δάσκαλοι του
Πινδάρου υπήρξαν ο Απολλόδωρος και ο Αγαθοκλής, ενώ επίδραση
άσκησαν ενδεχομένως στον νεαρό ο Λάσος ο Ερμιονεύς και ο
Σιμωνίδης ο Κείος.
Η ποιητική δραστηριότητα του Πινδάρου τον συνέδεσε με πολλά από
τα τότε κέντρα δύναμης και παιδείας. Όμως, τα ταξίδια που
πραγματοποίησε για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του δεν τον
έκαναν να αποστασιοποιηθεί από την πατρίδα του και τους
συγγενείς του, όπως είχαν πράξει αρκετοί περιπλανώμενοι ποιητές
των Αρχαϊκών Χρόνων.
Το αρχαιότερο από τα σωζόμενα επινίκια του Πινδάρου, ο 10ος
Πυθιόνικος, φανερώνει τη σχέση του ποιητή με τη Θεσσαλία: στα
Πύθια του 498 π.Χ. ο Ιπποκλέας από την Πέλιννα (Πελινναίον)
επικράτησε στο δίαυλο των παιδιών, και ο Θώραξ, ο πρεσβύτερος
της μεγάλης γενιάς των Αλευαδών, παρήγγειλε το τραγούδι για τον
επινίκιο πανηγυρισμό στον Πίνδαρο, το νέο ποιητή με τον οποίον
τον συνέδεαν δεσμοί φιλοξενίας.
Οι Περσικοί Πόλεμοι και η Αίγινα στη ζωή του Πινδάρου
Στην πρώιμη περίοδο του Πινδάρου τα λατρευτικά ποιήματα ήταν,
κατά τα φαινόμενα, πιο πολλά, κι επειδή αυτά χάθηκαν στη
συντριπτική πλειονότητά τους, δεν ξέρουμε αρκετά για τη
δημιουργία του σε αυτά τα χρόνια.
Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι περί το 490 π.Χ. συνέθεσε έναν παιάνα για
τη γιορτή των Θεοξενίων στους Δελφούς, στον οποίον έπλεξε το
εγκώμιο της Αίγινας —επικίνδυνης αντιζήλου της Αθήνας, πολιτικά
δεμένης με τη Θήβα— και τραγούδησε για τον Νεοπτόλεμο, απόγονο
του αιγινήτη ήρωα Αιακού.
Την ίδια εποχή ο Πίνδαρος υμνεί με τον 6ο και το 12ο Πυθιόνικο
δύο άνδρες από τον Ακράγαντα της Σικελίας, τον Θρασύβουλο,
ανιψιό του τυράννου Θήρωνα, και τον αυλητή Μίδα.
Η πατρίδα του Πινδάρου, η Θήβα, βρέθηκε σε κρίσιμη καμπή μετά
την έναρξη των Περσικών Πολέμων, καθώς υπήρξε μια από τις
ελληνικές πόλεις που μήδισαν κατά την εκστρατεία του Ξέρξη
εναντίον των Ελλήνων. Ο κίνδυνος εξολόθρευσής της από τους
έλληνες νικητές αποσοβήθηκε μόνο μετά την παράδοση των
σπουδαιότερων φίλων των Περσών.
Ο Πίνδαρος, που είχε σχέσεις με την περσόφιλη αριστοκρατία της
πόλης του και ύμνησε επανειλημμένα διάφορα μέλη από εκείνες τις
γενιές που είχαν συνεργαστεί με τους Πέρσες, επιχείρησε, στα
χρόνια που ακολούθησαν τη νίκη των Ελλήνων, να εξιλεωθεί για το
πολιτικό λάθος του αναπτύσσοντας ιδιαίτερες σχέσεις με την
Αίγινα και αναζητώντας την υποστήριξη των Αιγινητών.
Η Σικελία και ο ελληνισμός της Δύσης στη ζωή του Πινδάρου
Πάντως, αποφασιστικής σημασίας για την καταξίωση του Πινδάρου σε
πανελλήνιο επίπεδο ήταν οι σικελικές επιτυχίες του. Ο ποιητής
απέκτησε στενές σχέσεις και με τους δύο ισχυρούς άνδρες εκείνης
της περιόδου στη Σικελία, τον Ιέρωνα Α’, τύραννο των Συρακουσών,
και τον Θήρωνα, τύραννο του Ακράγαντα. Ανάμεσα στα έτη 476 και
474 π.Χ. ο βοιωτός ποιητής έζησε αρκετόν καιρό στις αυλές του
Ιέρωνα και του Θήρωνα, βιώνοντας τη δύναμη και τη λάμψη του
ελληνισμού της Δύσης.
Στη Σικελία πρέπει να βρέθηκαν στο δρόμο του Πινδάρου οι δύο
Κείοι, ο Σιμωνίδης και ο ανιψιός του Βακχυλίδης. Σύμφωνα μάλιστα
με την άποψη ορισμένων, αρκετοί στίχοι του στρέφονταν εναντίον
των δύο κείων ποιητών, που επιχειρούσαν να εξασφαλίσουν την
εύνοια των σικελιωτών δεσποτών.
Μεγάλα ήταν τα οικονομικά αλλά και τα καλλιτεχνικά οφέλη που
αποκόμισε ο Πίνδαρος από την παραμονή του στη Δύση, στις αυλές
των ισχυρών ανδρών της Σικελίας. Ακολούθησε μια εξόχως
δημιουργική περίοδος για εκείνον, καθώς από όλα τα μέρη του
ελλαδικού χώρου υπήρχε έντονο ενδιαφέρον για τα έργα του ποιητή,
που μπορούσε πλέον να διεκδικεί την πρώτη θέση ανάμεσα στους
χορικούς ποιητές της εποχής του.
Βεβαίως, δεν έλειψαν και τα ζηλόφθονα σχόλια για τα επιτεύγματα
του Πινδάρου στη Σικελία, όπως και οι κατηγορίες ότι ήταν φίλος
των δικτατόρων και παραμελούσε την πατρίδα του.
Ο βοιωτός ποιητής υμνεί το μεγαλείο της Αθήνας
Περί τα τέλη της δεκαετίας 480-470 π.Χ., στον κολοφώνα της δόξας
του, και μέσα στο κλίμα αισιοδοξίας που είχε καλλιεργηθεί μετά
τη νίκη επί των Περσών, ο Πίνδαρος ύμνησε το μεγαλείο της
Αθήνας: «Ω ται λιπαραί και ιοστέφανοι και αοίδιμοι, Ελλάδος
έρεισμα, κλειναί Αθάναι, δαιμόνιον πτολίεθρον».
Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, οι μεν Θηβαίοι τον τιμώρησαν με
πρόστιμο χιλίων δραχμών γι’ αυτόν τον έπαινο της μισητής πόλης,
οι δε Αθηναίοι τον αντάμειψαν με προξενίαν (προνομιακή φιλική
σχέση μεταξύ της αθηναϊκής πολιτείας και ενός πολίτη άλλης
πόλης) και ένα μεγάλο τιμητικό ποσό.
Στα κατοπινά χρόνια, οι νέες σχέσεις του Πινδάρου δεν έχουν
τελειωμό. Ανάμεσα στους νικητές των αγώνων που ήθελαν να
εξασφαλίσουν ένα μνημείο της επιτυχίας τους με το τραγούδι του
συγκαταλέγονται Ρόδιοι, Κορίνθιοι, αλλά και ο Αρκεσίλαος Δ’,
βασιλιάς της Κυρήνης, της ακμαίας ελληνικής πόλης της Λιβύης.
Ο τελευταίος είχε νικήσει με το άρμα του στους Δελφούς το 462
π.Χ., κι ο Πίνδαρος ύμνησε το γεγονός με δύο ωδές: η μια (5ος
Πυθιόνικος) προοριζόταν για τον πανηγυρισμό της νίκης στην
Κυρήνη, στη γιορτή του δωρικού Καρνείου Απόλλωνα, κι η άλλη (4ος
Πυθιόνικος) τραγουδήθηκε στη γιορτή που έλαβε χώρα μέσα στο
παλάτι.
Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο αποτέλεσε η σταθερή φιλική σχέση του
Πινδάρου με την Αίγινα. Ο ποιητής ύμνησε κατ’ επανάληψιν
αιγινήτες νικητές, και οι τελευταίες λέξεις που ακούσαμε από
αυτόν —8ος Πυθιόνικος, το 446 π.Χ.— αφορούσαν το αγαπημένο του
νησί.
Τα Επινίκια του μεγάλου βοιωτού ποιητή
Στην τελευταία περίοδο της ζωής του ο Πίνδαρος πρέπει να
παρακολουθούσε ανήσυχος τις πολιτικές εξελίξεις, καθώς η
αντίθεση ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη γιγαντωνόταν. Μόνο δύο
επινίκια, ο 4ος Ολυμπιόνικος και ο 7ος Ισθμιόνικος, είναι
δυνατόν να τοποθετηθούν σε αυτήν την περίοδο, κατά τη διάρκεια
της οποίας ο ποιητής έζησε την καταθλιπτική κυριαρχία της Αθήνας
επί της Βοιωτίας (μετά τη μάχη των Οινοφύτων, το 457 π.Χ.), αλλά
και την αποκατάσταση της βοιωτικής ελευθερίας (μετά τη μάχη της
Κορώνειας, το 447 π.Χ.).
Δυστυχώς, τα υπολείμματα που έχουμε στη διάθεσή μας για τον
Πίνδαρο είναι πενιχρά σε σχέση με τα δεκαεπτά βιβλία που εξέδωσε
την εποχή των Αλεξανδρινών ο περίφημος γραμματικός Αριστοφάνης ο
Βυζάντιος. Έντεκα βιβλία ποιημάτων είχαν σχέση με τη λατρεία
(Ύμνοι, Παιάνες, Διθύραμβοι, Προσόδια, Παρθένια, Υπορχήματα),
ενώ σώζονταν ακόμη Εγκώμια και Θρήνοι, από ένα βιβλίο για το
κάθε είδος, καθώς και τέσσερα βιβλία Επινικίων.
Οι Αλεξανδρινοί κατέταξαν τα Επινίκια του Πινδάρου σε
Ολυμπιονίκους, Πυθιονίκους, Νεμεονίκους και Ισθμιονίκους, βάσει
των πανελληνίων αγώνων στους οποίους πραγματοποιήθηκαν οι νίκες
που εξυμνεί ο ποιητής.
Έτσι, εκδόθηκαν τέσσερα βιβλία Επινικίων, δηλαδή από ένα βιβλίο
τόσο για τους μεγάλους αγώνες της Ολυμπίας και των Δελφών, που
διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια, όσο και για τους μικρότερους
της Νεμέας και του Ισθμού της Κορίνθου, που επαναλαμβάνονταν
κάθε δύο χρόνια.
Ο χορός τραγουδούσε αυτά τα τραγούδια με αυλό και λύρα στον
εορτασμό της νίκης στην πατρίδα, σπανίως δε στον τόπο της
επιτυχίας. Καμιά φορά τα Επινίκια εκτελούνταν μονωδικά με
συνοδεία λύρας, ύστερα από τη γιορτή.
Η αριστοκρατική αντίληψη του Πινδάρου για τον άνθρωπο
Στα Επινίκια του Πινδάρου λιγότερες είναι οι πληροφορίες για το
πώς εκτυλίχθηκε το ίδιο το αγώνισμα και περισσότερες εκείνες που
αφορούν το νικητή, την οικογένειά του και τις αθλητικές
επιτυχίες του σε άλλες γιορτές, ενώ σημαντικό χώρο καταλαμβάνει
σε γενικές γραμμές και ο μύθος. Γνωμικά και προσωπικές
εξομολογήσεις αποτελούν επίσης συστατικά στοιχεία των Επινικίων
του μεγάλου βοιωτού ποιητή.
Στο κέντρο της αριστοκρατικής αντίληψης του Πινδάρου για τον
άνθρωπο βρίσκεται η πεποίθηση για την καθοριστική αξία του
έμφυτου και κληρονομημένου χαρακτήρα, της φυάς. Τα επίπονα
επιτεύγματα των νικητών στους μεγάλους αγώνες μαρτυρούν ένα
ανώτερο ήθος, ένα υπέρτερο σώμα και φρόνημα, που χαρακτήριζε και
τις ηρωικές μορφές, τους ήρωες του μύθου.
Κοντά στα επιτεύγματα όσων αγωνίζονται στέκεται με τα ίδια
δικαιώματα η συμβολή του ποιητή. Χάρη στον ύμνο του ποιητή η
νίκη αποκτά διάρκεια, καθώς ο νικητής γίνεται δεκτός στον κόσμο
του υψηλού και του άφθαρτου. Ο Πίνδαρος έχει συναίσθηση των
σημαντικών υπηρεσιών που προσφέρει, και μιλά συχνά και με έμφαση
γι’ αυτές.
Όλα αυτά, η επιτυχία του νικητή, που ξεφυτρώνει από τις
προγονικές καταβολές, και ο ποιητικός λόγος, που νικά το χρόνο,
είναι πάντως άρρηκτα συνδεδεμένα με τη βασική προϋπόθεση κάθε
επιτυχίας, την ευλογία που έρχεται από το θεό. Ο κόσμος του
Πινδάρου προσδιορίζεται πέρα ως πέρα από θρησκευτικότητα: «Από
τους θεούς βγαίνουν όλες οι δυνατότητες της ανθρώπινης αρετής,
και σοφοί και χεροδύναμοι και ρήτορες».
Ένα μείζον δημιουργικό πνεύμα με απαράμιλλη δεξιοτεχνία
Ο Πίνδαρος χρησιμοποίησε την επική παράδοση με λυρική ελευθερία,
άντλησε από αυτή συναισθήματα και ανύψωσε το μυθικό κόσμο σε
ιδανικό πρότυπο αρετής. Είναι κατά βάθος ένας συντηρητικός
διανοούμενος, που δεν επηρεάζεται από το νέο επιστημονικό πνεύμα
και τον ιωνικό ορθολογισμό.
Ως εκ τούτου, στην ποίηση του Πινδάρου δεν μπορεί κανείς να
ανακαλύψει νέους ιδεολογικούς ορίζοντες. Όμως, η σεβάσμια
κληρονομιά του παρελθόντος παρουσιάζεται από το μεγάλο βοιωτό
ποιητή με καινούριες διαστάσεις.
Κατά την άποψη ορισμένων κριτικών, οι Ολυμπιόνικοι
χαρακτηρίζονται από μεγαλόπρεπο πάθος και διθυραμβώδη
ενθουσιασμό. Πιστεύεται ότι αποτελούν τα πλέον φροντισμένα και
περίτεχνα μνημεία της πινδαρικής τέχνης. Οι Πυθιόνικοι, χωρίς να
υστερούν σε καλλιτεχνική ποιότητα, εκφράζουν περισσότερο τα
βαθιά αισθήματα που έτρεφε ο ποιητής για τους Δελφούς. Οι
Νεμεόνικοι και οι Ισθμιόνικοι έχουν μικρότερη τόλμη και ηπιότερο
ύφος.
Η γλώσσα του Πινδάρου είναι ένα καθαρά προσωπικό δημιούργημα:
φέρνει μαζί της επικό υλικό, φανερώνει δωρικό χρωματισμό και
περιέχει αιολικά στοιχεία, ενώ βοιωτικά τοπικά στοιχεία απαντούν
μόνο σε πάρα πολύ περιορισμένο βαθμό.
Το λεξιλόγιο του Πινδάρου είναι πλουσιότατο και έντονα ποιητικό,
η δε μετρική κλίμακά του εξαιρετικά πλατιά. Ο ποιητής
χρησιμοποιεί δύσκολους και περίπλοκους συνδυασμούς με μεγάλη
δεξιοτεχνία.
Με το προσωπικό ύφος του και την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του, ο
Πίνδαρος κατάφερε να αποσπάσει τον πανελλήνιο σεβασμό και να
αναγνωριστεί ως μείζον δημιουργικό πνεύμα, που άντεξε στη
δοκιμασία του χρόνου και επηρέασε ακόμη και τις νεότερες
λογοτεχνίες.