ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
ΣΤΟ "ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ"
ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Μια πρόταση για την κριτική αποκατάσταση του κειμένου
(14491)24-28):
“κάθαρσιν” ή “κατάστασιν”;
ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ
Καμιά ίσως λέξη σ' όλο το
αριστοτελικό έργο δεν έχει προκαλέσει τόσα ερμηνευτικά σχόλια κατά την
διάρκεια των αιώνων, από τον καιρό της Αναγέννησης ως σήμερα, και δεν έχει
γίνει κίνητρο για πολυποίκιλες αισθητικές θεωρίες, όσο ή λέξη "κάθαρσις"
(στην αιτιατική πτώση, ήτοι κάθαρσιν), πού κλείνει τον γνωστό αριστοτελικό
ορισμό της τραγωδίας.
Στο παρόν κείμενο,
παρακινούμενος από την υποψία πού εξέφρασε δ διαπρεπής φιλόλογος και
φιλόσοφος Κ. Δ. Γεωργούλης, στο άρθρο του για τον Αριστοτέλη στο
εγκυκλοπαιδικό λεξικό "Ήλιος", ότι "δεν είναι απίθανον ή λέξις
κάθαρσις
να εισήχθη υπό των Νεοπλατωνικών εις τον ορισμόν και να αντικατέστησεν άλλην
τινά λέξιν κειμένην εν τω αρχικω κειμένω", θέλω να προτείνω και να
δικαιολογήσω την αντικατάσταση του “κάθαρσιν” με το "κατάστασιν" στη
σημασία του "γαλήνευση" ή "ηρέμιση", πού έχει δ όρος αυτός στην αρχαία
ελληνική γλώσσα και ιδιαίτερα στον Αριστοτέλη.
Την υπόθεση μου για την
ανάγκη κριτικής διόρθωσης του κειμένου την στηρίζω στην έλλειψη, κατά τη
γνώμη μου, κάθε εσωτερικής αιτιολογίας στο
Περί
ποιητικῆς για την παρουσία του όρου "κάθαρσις"
στον ορισμό της τραγωδίας.
Ό ορισμός, σύμφωνα με τη
χειρόγραφη παράδοση, πού ανέρχεται στον καιρό της Αναγέννησης, έχει ως εξής:
"
ἐστίν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καί τελείας μέγεθος ἐχούσης,
ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρίς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων και οὐ δι'
ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου και φόβου περαίνουσα τήν τῶν τοιούτων παθημάτων
κάθαρσιν ".
Έκτος από την
αμφισβητούμενη πιο πάνω χρήση του όρου “κάθαρσις” ή μόνη άλλη περίπτωση οπού
παρουσιάζεται ό ορός “κάθαρσις”
στο κείμενο της
Ποιητικῆς
είναι στο στίχο 1455 & 15. Εκεί ό
Αριστοτέλης ομιλεί για τη σωτηρία
"διά τῆς
καθάρσεως" του Όρέστη, σε
σχέση με τη γενική θέση ότι τα επεισόδια στην τραγωδία οφείλουν να είναι
άρμοστά
("οἰκεῖα")
στον χαρακτήρα του προσώπου στο όποιο αναφέρονται, όπως το επεισόδιο της
τρέλας
(μανίας)
του Ορέστη, πού οδήγησε στη σύλληψη του, καθώς και της σωτηρίας του πού
επήλθε με την κάθαρση (πρόκειται για τον καθαρμό στη θάλασσα πού αποτελούσε
απλώς τέχνασμα δραπέτευσης σύμφωνα με το σχέδιο της Ιφιγένειας). Ή λέξη
"κάθαρσις"
εδώ, πού έχει την έννοια του εξιλασμού, παρουσιάζεται παρεμπιπτόντως με
αφορμή ένα παράδειγμα και δεν παίζει κανένα ουσιαστικό ρόλο στη θεωρία περί
της τραγωδίας.
Είναι αλήθεια ότι την
έννοια του θρησκευτικού εξιλασμού ή εξαγνισμού απέδωσε στον όρο
"κάθαρσις"
ό Δημ. Βερναρδάκης, αναφερόμενος στη φράση
"παθημάτων
κάθαρσιν" πού κλείνει, σύμφωνα
με το παραδεδομένο κείμενο, τον ορισμό της τραγωδίας. Κατά τον Βερναρδάκη ή
λέξη "παθήματα" σημαίνει εδώ “τους φόνους καί τρώσεις καί κακώσεις και
αλγηδόνας και πάντα τα άλλα φοβερά καί ελεεινά κακά", πού αποτελούν
περιστατικά του δράματος. Τον εξαγνισμό αυτών των περιστατικών, κατά τον
Βερναδάκη, έχει υπόψη του ό Αριστοτέλης, χρησιμοποιώντας τον όρο
"κάθαρσις" στον ορισμό της
τραγωδίας ώστε κάθαρσις των ελεεινών καί φοβερών παθημάτων είναι
ἡ ἐν τῇ
τύχῃ τῶν προσώπων τοῦ δράματος ἀνταπόδοσις τῶν ἔργων καί τῆς προαιρέσεως
αὐτῶν, τῶν μέν δρασάντων τά παθήματα ταῦτα τιμωρουμένων, τῶν δέ παθόντων
ἱκανοποιούμενων".
Ενώ συμφωνώ με την
ερμηνεία του Βερναρδάκη πού θεωρεί τα παθήματα ως ένα αντικειμενικό στοιχείο
της τραγωδίας, καί όχι ως συναισθηματικό φαινόμενο στην ψυχή του θεατή, δεν
βρίσκω καμιά θεωρητική βάση στο κείμενο της
Ποιητικῆς
για το θρησκευτικό καί ηθικό νόημα της καθάρσεως πού προτείνει ό
Βερναρδάκης. Πουθενά στην
Ποιητική
δεν θεματοποιεί ό Αριστοτέλης τον εξιλασμό ως αναγκαίο συστατικό του μύθου.
Ή κάθαρσις με την έννοια πού της δίνει ό Βερναρδάκης απουσιάζει από την
Ποιητική
του Αριστοτέλη.
Από την άλλη μεριά,
ένθερμος οπαδός στην Ελλάδα της υποκειμενικής εκδοχής των
"παθημάτων",
ως συναισθημάτων στην ψυχή του θεατή, υπήρξε ό Ευάγγελος Παπανούτσος. Κατά
τον Παπανούτσο, ή
"κάθαρσις"
πρέπει να εννοηθεί ως αλλαγή της ποιότητας, ως μετουσίωση των κοινών
παθημάτων - συναισθημάτων, ιδιαίτερα του έλέου καί του φόβου, πού, από αλόγα
καί απειθάρχητα πάθη, χάρη στη "σύλληψη ενός ποιητικά εκφρασμένου, υψηλού
νοήματος της ανθρώπινης μοίρας”. μετατρέπονται σε έλλογες τραγικές
συγκινήσεις, έτσι ώστε να μπορούν να χαρίσουν στον θεατή "την
"οἰκείαν"
ηδονή της τραγωδίας, την από έλέου καί φόβου ηδονή". Ή τραγωδία κατά τον
Παπανούτσο ενεργεί επάνω στην ψυχή καθαρτικά προπάντων με τον
"μῦθον",
την διάρθρωση δηλαδή των
γεγονότων "με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλύπτεται ένα βαθύτερο νόημα, κάτι
ουσιαστικό καί αναγκαίο, καθολικό, με σημασία για τη ζωή και τη μοίρα του
ανθρώπου". "Έτσι, σύμφωνα με τον Παπανούτσο, "την κάθαρση των συναισθημάτων
θα την επιτελέσει ό μύθος με το ηθικό (στην πλατύτερη σημασία του όρου), με
το ανθρώπινο, καθώς θα λέγαμε σήμερα, περιεχόμενο του". Αυτό το "ανθρώπινο"
περιεχόμενο της τραγωδίας ό Παπανούτσος το ταυτίζει με αυτό πού ό
Αριστοτέλης ονομάζει
"φιλάνθρωπον"
στο 13ο κεφάλαιο της
Ποιητικῆς. Και καταλήγει: "Είναι
"έλλογα" λοιπόν συναισθήματα ό φόβος και ό έλεος πού μας κάνει να
δοκιμάζαμε ή τραγωδία, γιατί συνυφαίνονται με το
'φιλάνθρωπον'
και πηγάζουν από τη σύλληψη ενός
ηθικού (στη γενικότερη σημασία του όρου) και μεταφυσικού ή θρησκευτικού
νοήματος πού κατέχει την ψυχή μας, δταν φοβάται και ελεεί. "Άρα τα παθήματα
αυτά, δταν όχι απλώς βλέπομε, αλλά "εννοούμε" το έργο, δεν είναι τα κοινά,
τα παράφορα καί "άλογα", αλλά συγκινήσεις μιας άλλης ποιότητας, πάθη
καθαρμένα...”.
Παρέθεσα αρκετά αποσπάσματα από τη μελέτη του
Παπανούτσου για να δείξω τις μεταφυσικές και υπαρξιακές επεκτάσεις πού
αποδίδει ό αισθητικός - φιλόσοφος στην "κάθαρση των παθών". Αμφιβάλλω όμως
αν το "ανθρώπινο" περιεχόμενο πού ή σύλληψη του οδηγεί στην κάθαρση είναι
πράγματι κάτι πού μπορούμε να βρούμε στο κείμενο της
Ποιητικῆς. Δεν είναι τυχαίο ότι ή
μεταφυσική έννοια του τραγικού, ή ύβρις, ή νέμεσις, ή αναπόφευκτη πτώση, ή
μοίρα, ή ματαιότητα, ό θεϊκός φθόνος, ό περιορισμένος ανθρώπινος νους καί το
θεϊκό μυστήριο απουσιάζουν ως έννοιες από την
Ποιητική του
Αριστοτέλη. Ή
Ποιητική
είναι έργο ειδολογικού καί τεχνικού χαρακτήρα καί δεν εισέρχεται σε ζητήματα
πού αφορούν το βαθύτερο ανθρωπολογικό νόημα της τραγωδίας.
Ιδιαίτερο βάρος στην ερμηνεία του για την
κάθαρση των παθών δίνει ό Παπανούτσος στο
"φιλάνθρωπον"
πού το χαρακτηρίζει, μεταξύ άλλων,
ως "το αίσθημα της δικαιοσύνης στη λεπτότερη καί ανώτερη εκδήλωση του".
Ίσως όμως είναι ανάγκη να απομυθοποιηθεί ο όρος "φιλάνθρωπον" από το
ειδικό νόημα πού του δίνει ό Παπανούτσος καί πού δεν έχει έρεισμα σε κανένα
χαρακτηρισμό του όρου από τον Αριστοτέλη. Στηριγμένοι στην ίδια την
ετυμολογία του όρου "φιλάνθρωπον" μπορούμε να πούμε δτι δηλώνει απλώς τη
φιλική διάθεση προς τον συνάνθρωπο, εξ αιτίας ακριβώς της Ιδιότητας του ως
ανθρώπου.
Στο 13ο κεφάλαιο της
Ποιητικῆς στο όποιο αναφέρεται
ό Παπανούτσος, το "φιλάνθρωπον" χρησιμοποιείται στην έννοια της συμπόνοιας
για την κακή τύχη πού βρίσκει τον συνάνθρωπο, ανεξάρτητα από το ηθικό ποιόν
του ανθρώπου. Έτσι ο Αριστοτέλης θα μπορέσει να πει
"οὐδ' αὖ τόν
σφόδρα πονηρόν ἐξ εὐτυχίας εἰς δυστυχίαν μεταπίπτειν τό μέν γάρ φιλάνθρωπον
ἔχοι ἄν ἡ τοιαύτη σύστασις ἀλλ' οὐτε ἔλεον οὐτε φόβον...".
Ό Παπανούτσος φαίνεται να
ακολουθεί τον Συκουτρή πού για το "φιλάνθρωπον" εδώ έχει το σχόλιον: "αφού
αισθάνεσαι ότι δίκαια πάσχει". Αλλά δεν εξηγεί ό Συκουτρής πώς το αίσθημα
ικανοποίησης της δικαιοσύνης μπορεί να προκύψει ετυμολογικά και
εννοιολογικά από το φιλάνθρωπον. Άλλο νόημα, νομίζω, έχει ό διαχωρισμός
ανάμεσα στο φιλάνθρωπον και τα τραγικά συναισθήματα. Τον εντελώς κακό
άνθρωπο που πέφτει από την ευτυχία στη δυστυχία μπορούμε να τον λυπηθούμε
για τη δυστυχία πού τον βρήκε - κι εδώ βρίσκεται το "φιλάνθρωπον"- αλλά όχι
και να αισθανθούμε γι' αυτόν τα τραγικά συναισθήματα του έλέου και του
φόβου - πράγμα πού δείχνει πόσο ακατάλληλη είναι για την τραγωδία μια πλοκή
τέτοιου είδους.
Έξαλλου την επιδίωξη του καθόλου στην ποίηση
δεν πρέπει να την εννοήσαμε ως αναζήτηση και αποκάλυψη της "αλήθειας των
όντων" ή του καθολικού νοήματος της μοίρας του ανθρώπου, όπως πιστεύει ό
Παπανούτσος, αλλά πρέπει να την δούμε σε συνάρτηση με τον χαρακτήρα της
μίμησης στην ποίηση. Πιο συγκεκριμένα, ή τραγωδία ως
"μίμησις
πράξεως" ανταποκρίνεται πιστά
στην αληθινή ζωή μόνο στα γενικά, τυπικά της χαρακτηριστικά. Αυτά τα εν
είδει καθόλου χαρακτηριστικά της πραγματικότητας και τις γενικές συνδέσεις
καί συσχετίσεις των φαινομένων της πραγματικής ζωής μιμείται ή τραγωδία,
έχοντας ως σκοπό της τη σύνθεση του μύθου, τη δημιουργία μιας συναρπαστικής
πλοκής από οικτρά καί φοβερά γεγονότα πού μπορούν να συγκινήσουν αντίστοιχα
τον θεατή καί να του δώσουν την
"οἰκείαν"
ηδονή της τραγωδίας. Το καθόλου πού απασχολεί τον Αριστοτέλη είναι αυτό πού
έχει σχέση με την πλοκή της τραγωδίας, με τη δράση, το λέγειν και πράττειν.
Αυτό είναι φανερό από τον χαρακτηρισμό πού δίνει ό Αριστοτέλης για το
καθόλου:
"ἐστίν
δέ καθόλου μέν, τῷ ποία" τα ποία ἄττα συμβαίνει λέγειν ἤ πράττειν κατά τό
εἰκός ἤ τό ἀναγκαῖον, οὗ στοχάζεται ἡ ποίησις ὀνόματα ἐπιτιθεμένη· τό δέ
καθ' ἕκαστον, τί Ἀλκιβιάδης ἔπραξαν ἤ τί ἔπαθεν".
(Ή μετάφραση των Μενάρδου-Συκουτρή έχει ως
εξής: "Εννοώ δε καθόλου μεν, το ποια τινά τοιούτος ή τοιούτος άνθρωπος
συνήθως λέγει ή πράττει, κατά την πιθανήν ή αναγκαίαν ακολουθίαν (των
πραγμάτων), καί εις τούτο αποβλέπει ή ποίησις, δίδουσα εν τέλει ονόματα (εις
τα τοιαύτα πρόσωπα) το δε καθ' έκαστον (εννοώ), τι ό Αλκιβιάδης π.χ.
έπραξαν ή τι έπαθεν").
Το καθόλου εδώ τοποθετείται μέσα στην περιοχή
της πράξης της οποίας μίμηση είναι ή τραγωδία. Αυτό πού το καθόλου φανερώνει
είναι ένας σύνδεσμος ανάμεσα σε ένα ορισμένο είδος ανθρώπου καί ένα
ορισμένο είδος λόγου ή πράξης, σύμφωνα με την αρχή του πιθανού ή του
αναγκαίου. Μέσω της ενσωμάτωσης του καθόλου, πού συγκεκριμενοποιείται, καί
εξατομικεύεται με την προσθήκη ονομάτων στα πρόσωπα του δράματος, ή πλοκή
του δράματος αποκτά λογικότητα καί σύνδεση με τη γενική δομή της ανθρώπινης
εμπειρίας, χωρίς τα δρώμενα της να έχουν για στόχο τους την ιστορική
αλήθεια, του τι πράγματι έγινε. Το έργο του ποιητή για τον Αριστοτέλη δεν
είναι να λέγει το πράγμα πού έγινε αλλά το είδος του πράγματος πού θα
μπορούσε να γίνει δηλαδή δ,τι είναι δυνατό να γίνει, επειδή έχει τον
χαρακτήρα του πιθανού ή του αναγκαίου:
"οὐ τό τά
γενόμενα λέγειν, τοῦτο ποιητοῦ ἔργον ἐστίν, ἀλλ' οἷα ἄν γένοιτο καί τά
δυνατά κατά τό εἰκός καί τό ἀναγκαῖον". Οι πράξεις πού μιμείται ό ποιητής έχουν στην ουσία τους το
χαρακτηριστικό του πιθανού, δηλαδή αυτού πού θα μπορούσε να γίνει κι δταν
ακόμα τυχαίνει να συμπίπτουν με κάτι πού πράγματι έγινε:
"...
μιμεῖται δέ τάς πράξεις, κἄν ἄρα συμβῇ γενόμενα ποιεῖν, οὐθέν ἧττον ποιητής
ἐστί· τῶν γάρ γενομένων ἔνια οὐδέν κωλύει τοιαῦτα εἶναι οἷα ἄν εἰκός
γενέσθαι καί δυνατά γενέσθαι, καθ' ὅ ἐκεῖνος αὐτῶν ποιητής ἐστίν".
Επί πλέον, έχοντας ό ποιητής να κάνει την
εκλογή μεταξύ (α) ενός συμβάντος πού μέσα στην ποίηση είναι πιθανό (δηλ.
πιστευτό) αλλά στην πραγματικότητα αδύνατο, και (β) ενός συμβάντος πού μέσα
στην ποίηση είναι απίθανο (δεν είναι πιστευτό), αν καί στην πραγματικότητα
είναι δυνατό, πρέπει να προτιμήσει το πρώτο (α), από το δεύτερο (β):
"πρός τε γάρ
τήν ποίησιν αἱρετώτερον πιθανόν ἀδύνατον ἤ ἀπίθανον καί δυνατόν".
Κριτήριο στην εκλογή του ποιητή είναι ή επίτευξη του αισθητικού, θα λέγαμε,
αποτελέσματος καί όχι η επιστημολογική αλήθεια, το πώς έχουν τα πράγματα
στην εξωτερική πραγματικότητα. Ευθύνη του ποιητή είναι να δημιουργήσει ένα
μύθο πού πείθει ψυχολογικά καί πού με την πλοκή του καταφέρνει να εκπλήξει
τον θεατή/αναγνώστη, έστω καί σε βάρος της αλήθειας. Παραδοξολογώντας ό
Αριστοτέλης θα πει:
"εἰ ἀδύνατα
πεποίηται, ἡμάρτηται· ἀλλ' ὀρθῶς ἔχει, εἰ τυγχάνει τοῦ τέλους τοῦ αὑτῆς ...
εἰ οὕτως ἐκπληκτικώτερον ἤ αὐτό ἤ ἄλλο μέρος ποιεῖ μέρος".
("Περιγράφονται αδύνατα πράγματα· σφάλμα! Ναί· αλλ' είναι ορθά, αν η ποίησις
επιτυγχάνη τον ιδικόν της σκοπόν ... εάν δηλαδή τοιουτοτρόπως (δια των
αδυνάτων) καθιστά εκπληκτικώτερον ή αυτό ή άλλο μέρος του έργου". [Μετ.
Μενάρδου-Συκουτρή].
Ήδη στην πρώτη πρόταση του
Περί
ποιητικῆς ο Αριστοτέλης διατυπώνει τον τεχνικό-αισθητικό σκοπό της
Ποιητικῆς
που είναι η εξέταση του
"πῶς δεῖ
συνίστασθαι τούς μύθους εἰ μέλλει καλῶς ἕξειν ἡ ποίησις".
Το μεταφυσικό - ανθρωπολογικό νόημα της τραγωδίας δεν ανήκει στο πρόγραμμα
της
Ποιητικῆς καί δεν παρουσιάζεται πουθενά
στο κείμενο. Γι' αυτό καί πρέπει να απορριφθή ή ερμηνεία του Παπανούτσου πού
συνδέει την "κάθαρση των παθών" με τη σύλληψη ενός βαθύτερου νοήματος της
ανθρώπινης μοίρας μέσα στην τραγωδία.
Για λόγους πού έχουν να κάνουν με το αξίωμα
του
"σώζειν τα
φαινόμενα" του ίδιου του
κειμένου της
Ποιητικῆς, πρέπει να απορρίψαμε καί
μιαν άλλη ερμηνεία της φράσης "παθημάτων κάθαρσιν" του πυραδεδομένου ορισμού
της τραγωδίας. Τα "παθήματα" εκλαμβάνονται καί πάλι ψυχολογικώς, ως
συναισθήματα, αλλά ή γενική "παθημάτων" ερμηνεύεται συντακτικώς ως γενική
"αφαιρετική" (ή "χωριστική") και όχι ως γενική "αντικειμενική", όπως στον
Παπανούτσο. Η φράση δεν σημαίνει εδώ κάθαρση πού έχει ως άμεσο αντικείμενο
τα παθήματα, πού χάρη σ' αυτήν αλλάζουν την ποιότητα τους μέσα στην ψυχή,
όπως υποστηρίζει ό Παπανούτσος, αλλά σημαίνει κάθαρση της ψυχής από τα
παθήματα. Έχομε εδώ μια ψυχοθεραπευτική ερμηνεία της κάθαρσης, σύμφωνα με
την οποία ή τραγωδία διεγείρει στην ψυχή τα πάθη του φόβου και του ελέου,
μέσα στο ασφαλές περιβάλλον του θεάτρου, και κατά τρόπο ομοιοπαθητικό, την
καθαιρεί από αυτά, την απαλλάσσει, καθ' ολοκληρίαν ή εν μέρει, από αυτά,
φέρνοντας στην ψυχή ανακούφιση και χαρά. Βέβαια ή μηχανιστική -
ψυχοθεραπευτική αυτή αντίληψη της φράσεως
του
"παθημάτων
κάθαρσιν" απουσιάζει από το
κείμενο της
Ποιητικῆς. Επί πλέον προσκρούει στο
αίτημα της
"οἰκείας",
ιδιάζουσας ηδονής της τραγωδίας, πού
μόνη αυτή μπορεί να προσφέρει στους θεατές/αναγνώστες. Γιατί δεν θα ήταν
δύσκολο να φανταστούμε άλλη μέθοδο κάθαρσης των παθών πού θα είχε το ίδιο
αποτέλεσμα της ευχάριστης εκκένωσης των ανεπιθύμητων συναισθημάτων από την
ψυχή, π.χ. μια κάποια διαδικασία σαν τη σύγχρονη μας ψυχανάλυση.
Η απουσία κάθε συζήτησης της έννοιας της
κάθαρσης στο κείμενο της
Ποιητικῆς
και η αποτυχία μιας εύλογης σύνδεσης
της με τίς αναλύσεις του Αριστοτέλη για την τραγωδία με οδηγούν στο
συμπέρασμα ότι
"κάθαρσις"
είναι ένας ορός πού δεν υπήρχε στον
αυθεντικό ορισμό της τραγωδίας από τον Σταγιρίτη.
"...
δι' ἐλέου καί φόβου περαίνουσα τήν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν"
είναι το τμήμα του παραδεδομένου
ορισμού της τραγωδίας με το όποιο συνδέεται ό ορός "κάθαρσις" και πού πρέπει
να υποβληθεί σε κριτική εξέταση και διόρθωση. Κατά τη γνώμη μου, ο ορισμός
της τραγωδίας από τον Αριστοτέλη αποβλέπει στη γλωσσική διατύπωση της
καθοριστικής ουσίας της τραγωδίας αυτής καθ' εαυτήν, ως ενός
sui generis
αντικειμένου, πού ανήκει στην περιοχή
της ποίησης. Νομίζω ότι μια τέτοια αντικειμενιστική προσέγγιση στον ορισμό
της τραγωδίας δικαιώνεται πλήρως από τα μέρη του ορισμού πού προηγούνται
της παραπάνω επίμαχης φράσης και πρέπει να εφαρμοσθεί και στο υπόλοιπο τμήμα
του ορισμού, αφού αυτό διορθωθεί δεόντως.
Ο ορισμός της τραγωδίας αποτελεί ένα κλασικό
παράδειγμα πυκνής καί ελλειπτικής διατύπωσης της σκέψης του Σταγειρίτη.
Δύο κεντρικές έννοιες διέπουν το πρώτο τμήμα
του αριστοτελικού ορισμού:
"μίμησις πράξεως"
καί
"ηδυσμένος λόγος".
Η
"μίμησις
πράξεως" προσδιορίζει την
ποιητική κατηγορία στην οποία υπάγεται το περιεχόμενο της τραγωδίας, ενώ ο
"ἡδυσμένος
λόγος" αναφέρεται στο μέσο
δια του οποίου επιτυγχάνεται η
"μίμησις
πράξεως" και πού κατατάσσει
την τραγωδία στο γένος του έντεχνου λόγου. Όπως σημείωσα προηγουμένως, ή
μίμησις για τον Αριστοτέλη συνδέεται μόνο με τα γενικά χαρακτηριστικά της
ανθρώπινης εμπειρίας και αυτό πού επιδιώκει είναι το "πιθανόν" στη σημασία
του πιστευτού, ανεξαρτήτως του πώς έχουν τα πράγματα από απόψεως
επιστημολογικής αλήθειας, ώστε να μπορούμε να πούμε ότι αυτό πού πετυχαίνει
ή μίμηση είναι να μας παρουσιάσει μια κατάσταση πού έχει τον τύπο της
"πραγματικότητας", χωρίς και να είναι ή ίδια ή πραγματικότητα. Η έννοια της
πράξης εξάλλου συνεπιφέρει μαζί της όλα όσα αποτελούν τους αναγκαίους και
καθοριστικούς της όρους. "Έτσι, με τρόπο συλλογιστικό, ό Αριστοτέλης θα πει:
"ἐπεί δέ
πράξεως ἐστί μίμησις, πράττεται δέ ὑπό τινῶν πραττόντων, οὕς ἀνάγκη ποιούς
τινας εἶναι κατά τε τό ἦθος καί τήν διάνοιαν διά γάρ τούτων καί τάς πράξεις
εἶναι φαμεν ποιάς τινας, πέφυκεν αἴτια δύο τῶν πράξεων εἶναι, διάνοιαν και
ἦθος, καί κατά ταύτας καί τυγχάνουσι καί ἀποτυγχάνουσι πάντες".
Έτσι αν και απευθείας αντικείμενο της μίμησης είναι η ίδια η πράξη, πού
στην εξέλιξη της οδηγεί τελικά στην αλλαγή της τύχης του ήρωα, κατ' ανάγκην
αυτή η πράξη αναφέρεται σε πράττοντες πού χαρακτηρίζονται από το ήθος και
την διάνοια. Πράξη, π.χ., στον "Οιδίποδα Τύραννο" του Σοφοκλή, μια τραγωδία
πού ιδιαίτερα εκτιμά ό Αριστοτέλης, είναι η αναζήτηση από τον Οιδίποδα του
φονιά του βασιλιά Λαϊου, πού στην πορεία της θα εγείρει για τον Οιδίποδα
ερωτήματα για την σχέση του με το φόνο και την προσωπική του ταυτότητα,
οδηγώντας τελικά στην τραγική μεταβολή της τύχης του ήρωα. Κατά τον
Αριστοτέλη η πράξη πού μιμείται ή τραγωδία είναι
"σπουδαία",
δηλαδή χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα καί μεγαλοσύνη, είναι
"τελεία",
δηλαδή ολοκληρωμένη, και έχει
"μέγεθος",
δηλαδή την εσωτερική χρονική διάρκεια πού απαιτεί ό μύθος για την ανάπτυξη
καί ολοκλήρωση της πράξης. Το μέσο πού πραγματοποιεί την μίμηση της πράξης
στην τραγωδία είναι ο
"ήδυσμένος
λόγος", ο λόγος δηλαδή που
έχει γλυκανθεί διαφοροτρόπως έτσι ώστε αλλά είδη "γλυκασμού" να αντιστοιχούν
σε αλλά μέρη της τραγωδίας. Τί εννοεί ό Αριστοτέλης εδώ το επεξηγεί λίγο
παρακάτω, διευκρινίζοντας ότι ο λόγος συνδέεται αφ' ενός με τον ρυθμό καί
αφ' ετέρου με την "αρμονία" (στη σημασία της μελωδίας) στα διαφορετικά μέρη
της τραγωδίας, πού πραγματοποιούνται πότε με τα "μέτρα" (δηλαδή τον ρυθμικό
διάλογο = λόγος + ρυθμός) και πότε με το τραγούδι, το "μέλος" (= λόγος +
ρυθμός + μελωδία).
Με τη φράση
"δρώντων καί
οὐ δι' ἀπαγγελίας" ό
Αριστοτέλης φαίνεται ότι αναφέρεται όχι μόνο στη μίμηση πράξεως πού γίνεται
με δρώντα πρόσωπα αλλά καί στον
"ἡδυσμένο"
λόγο, του οποίου άμεσοι φορείς είναι τα δρώντα πρόσωπα, χωρίς να μεσολαβεί ή
αφήγηση εκ μέρους του ποιητή. Κατά τη γνώμη μου με την γενικήν απόλυτον
"δρώντων" ο Αριστοτέλης
αναφέρεται πρωταρχικά στα μυθικά πρόσωπα του δράματος, και, ως εκ
παρεκτροπής, στα πρόσωπα των ηθοποιών επί σκηνής. Νομίζω δτι το υπόλοιπο
τμήμα του παραδεδομένου ορισμού της τραγωδίας χρειάζεται να υποβληθεί σε
κριτική εξέταση και διόρθωση. Προτείνω την ακόλουθη κριτική αποκατάσταση του
κειμένου:
"δι' ἐλέου
καί φόβου, περαίνουσα <πρός> τήν τῶν τοιούτων παθημάτων κατάστασιν".
Η εμβολή ενός κόμματος μετά τη φράση
"δι'
ἐλέου και φόβου" επιτυγχάνει
την αυτόνομη αναφορά στον έλεο και τον φόβο ως διαχρονικά ("δια")
χαρακτηριστικά του μύθου. Το ότι τα "ελεεινά" (δηλ. οικτρά) και φοβερά
διαδραματιζόμενα προκαλούν στον αναγνώστη/θεατή τα συναισθήματα του ελέου
και του φόβου πρέπει να θεωρηθεί, από την άποψη του ορισμού της τραγωδίας,
ως δευτερογενές γεγονός. Με τη χρήση του
"περαίνειν
πρός τι" η τραγωδία
παρουσιάζεται ως διαδικασία πού εκτείνεται στον χρόνο και πού έχει μια
τελική φάση. "Παθήματα" σημαίνει εδώ ιδιαίτερα καταστρεπτικά και λυπηρά
συμβάντα πού εν αναφορά προς τον έλεο και τον φόβο, για τα όποια
έγινε λόγος στην προηγούμενη φράση, είναι
"τοιαῦτα"
δηλ. "ελεεινά" και "φοβερά". Ή τραγωδία τελειώνει με την
"κατάστασιν"
δηλ. την γαλήνευση των συμβάντων αυτών. Σύμφωνα με την υπόθεση μου, το
αυθεντικό κείμενο του ορισμού της τραγωδίας είχε
"κατάστασιν"
στη θέση του νόθου και μεταγενέστερου
"κάθαρσιν".
Και βέβαια ή μετατροπή του πρώτου στο δεύτερο, για οποιοδήποτε λόγο, δεν
παρουσιάζει καμιά παλαιογραφική δυσκολία. Παράδειγμα γαλήνευσης των
καταστρεπτικών γεγονότων στον "Οιδίποδα τύραννο", π.χ., είναι ή τελική
τρυφερή σκηνή της συνάντησης του τυφλού Οιδίποδα με τις κορούλες του, την
Αντιγόνη και την Ισμήνη, που, με τον αναπάντεχο ερχομό τους και τον
εναγκαλισμό τους με τον πατέρα τους, του γλυκαίνουν, έστω και για λίγο,τόν
αβάσταχτο πόνο του. Την ταραχή και την τρικυμία των καταστρεπτικών
γεγονότων της αυτοκτονίας της Ιοκάστης και της αυτοτύφλωσης του Οιδίποδα,
υστέρα από την αποκάλυψη της πατροκτονίας και της αιμομιξίας, των οποίων,
άθελα του, ήταν υπαίτιος ό Οιδίπους, ακολουθεί έτσι ένας χαμηλός και πράος
τόνος πού τερματίζει την τραγωδία.
Ή γαλήνευση
("κατάστασις") των
καταστρεπτικών συμβάντων ανήκει στην δομή της τραγωδίας και θα μπορούσαμε να
την χαρακτηρίσαμε ως την τελευταία φάση της "λύσεως" (denouement) της τραγωδίας.
Ή ερμηνεία πού έχω δώσει στον ορισμό της
τραγωδίας και η κριτική αποκατάσταση του κειμένου, με την αντικατάσταση του
"κάθαρσιν"
με το
"κατάστασιν", βρίσκονται σε
πλήρη συμφωνία με την ιδιαίτερη σημασία πού αποδίδει ο Αριστοτέλης στον
μύθο, όταν τον παρομοιάζει με ψυχή της τραγωδίας:
"καί
οἷον ψυχή ὁ μῦθος τῆς τραγωδίας".
Όλα τα στοιχεία του ορισμού έχουν σχέση με
την μορφική περιγραφή του μύθου, σε σχέση με τον όποιο ο λόγος παίζει ένα
υπηρετικό καί δευτερεύοντα ρόλο.
Με βάση τα όσα εξέθεσα παραπάνω, ό κριτικά
διορθωμένος ορισμός της τραγωδίας μπορεί να μεταφραστεί ως έξης:
"Είναι λοιπόν ή
τραγωδία μίμηση πράξεως πού είναι σπουδαία (δηλ. πού χαρακτηρίζεται από
σοβαρότητα και μεγαλοσύνη), ολοκληρωμένη, και πού έχει μέγεθος (δηλ.
ορισμένη χρονική διάρκεια), πού χρησιμοποιεί μια γλώσσα πού έχει γλυκανθεί
με διαφορετικό τρόπο στα διαφορετικά μέρη πού την αποτελούν, με πρόσωπα πού
δρουν (μιλώντας τέτοια γλώσσα) και χωρίς τη μεσολάβηση μιας αφήγησης, με
την παρουσία τον έλέον και του φόβον στην διεξαγωγή της, και πού τελειώνει
με την γαλήνευση των τέτοιας ποιότητας (δηλ. οικτρών και φοβερών)
καταστρεπτικών γεγονότων".