Περί τοῦ
Οἰδίποδος
- Από το βιβλίο "ΑΔΗΛΩΝ ΟΨΙΣ" -
(Εκδόσεις ΛΩΤΟΣ, 1993)
Παναγιώτη Δ. Στάμου
Ἄν ὁ Οἰδίπους γινόταν
Φάουστ, τί χρῶμα θά εἶχε το φῶς;
Πολλοί γράφουν π ρ ο –
λ ε γ ό μ ε ν α καί σοφά μερικές φορές, ἀφοῦ λέγουν ἐκ τῶν προτέρων κάτι
πού συνήθως ἔχει εἰπωθεῖ. Ἔτσι μόνο δικαιολογεῖται καί ἡ σημασία τῆς
πρόθεσης πρό: ὅτι προπορεύονται τοῦ ἑκάστοτε δημιουργοῦ, τοῦ ὁποίου στό
ἑξῆς τά λεγόμενα ἀποτελοῦν τή σκιά τῶν προλεγομένων ἀπό ἄλλους γι' αὐτόν.
Ἄλλοι γράφουν ἐ π ι –
λ ε γ ό μ ε ν α· αὐτοί θεώνται τά νῶτα τοῦ δημιουργοῦ, συμπληρώνουν τή
σκιά του παραμορφώνοντας τό σῶμα του ἤ τό φῶς του, ἄν ὑπάρχει. Οἱ ἐν
λόγῳ θά μποροῦσαν νά γράψουν καί τόν ἐπίλογο ἑνός ἔργου, ἄν δέν ἔχει
σωθεῖ ἤ ἄν εἶναι ἀπαραίτητο.
Δέν ἐννοοῦνται βέβαια
ὅσοι, στή θέα τοῦ ἔργου, ὑποχωροῦν, αὐτοθυσιάζονται γιά νά προβάλει τό
ἔργο, ὅσοι νηστεύουν ἀπό κάθε ἰδιοτέλεια, ἀλλα οἱ καθ' ἕξιν κακοποιοί,
πού καλλιεργούν ἀκίνδυνα σκέψεις γιά ἔργα, τά ὁποῖα κυοφορήθηκαν στίς
ἐσχατιές τοῦ ρίγους· ἐννοοῦνται οἱ τυμβωρύχοι «πού παίρνουν τή σκόνη ἤ
τήν τέφρα, ἐνῶ τούς διαφεύγει ἡ ψυχή τῶν ἔργων».
*
Ὁ γράφων προσπαθεῖ
να ἀρθρώσει
μερικά π α ρ α – λ ε γ ό μ ε ν α στόν Οἰδίποδα Τύραννον τοῦ Σοφοκλῆ· προσπαθεῖ, ἄν καί δέν ἀγνοεῖ πόσο ὀλισθηρό εἶναι το ἔδαφος μιᾶς
τέτοιας προσπάθειας: μέ τέτοιον ἵππο δεξιόσειρο, μέ τέτοιο γεντέκι δέν
κάνεις εύκολα χωράφι! Ὅμως, κι ἄν ἀκόμα δέν ἀρθρωθοῦν παρά ἐλάχιστα π α
ρ α λ ε γ ό μ ε ν α ἤ π α ρ ά λ ο γ α, κι αὐτό δέ
θά εἶναι τελείως
ἀδιάφορο, ἐκτός ἐάν ὑποστηρίζει κανείς ὅτι στή ζωή τοῦ Οἰδίποδα, ἀπό τή
γέννησή του ὡς τό θάνατο, ὑπάρχει κάτι μ ή π α -
ρ ά λ ο γ ο ν!
*
Ὁ Οἰδίπους ἐξορύσσει τά μάτια
του ὄχι βέβαια γιά τόν λόγο πού ἐπικαλεῖται ὁ ἴδιος, ἀλλά γιά νά
ἀνακτήσει κατά τρόπο ἀμεσίτευτο τήν ἐπαφή του μέ τόν χῶρο. Δέν μποροῦσε
νά ἀνεχθεῖ τήν ἀπώλεια τῆς ἀμεσότητας, τή λεηλασία τοῦ χώρου, τόν ἴλιγγο
τοῦ διαχωρισμοῦ του ἀπ' αὐτόν καί προτίμησε νά ἀρμενίζει κωπηλατώντας μέ
τήν ἁφή του, χωρίς ἀνώφελες παραμυθίες, στό βαθύ καί ἀνοχύρωτο καί γι'
αὐτό ἀπόρθητο, στό
κύον καί κυούμενον καί γι' αὐτό ἀνεξάντλητο σκοτάδι, καί μέ
στίγμα ὄχι τήν ὀλισθηρή βεβαιότητα πού παρέχει ἡ ὅραση, ἀλλά τή στερεή
ἀβεβαιότητα πού κυοφορείται στή συνείδηση τῆς ἁφῆς.
*
Αὐτό τό μαῦρο φῶς, στό ὁποῖο
ἀντιμορφιζόταν τό ἕτερόν του, τό ἀγγελικό φῶς ὡς φῶς ἐν κατόπτρῳ, αὐτή ἡ
ἀέναη μετατροπή του, ἡ ἐσωτερική του διάλυση, ἦταν νηφάλια ἐπιλογή. Τήν
ἐπεδίωξε ὁ ἴδιος ἀπελευθερώνοντας τήν ὕβριν του, τήν ἀνυπόμονη
ἀκρότητα τοῦ μανικοῦ του πάθους, γιά τή γνώση τῆς ἀλήθειας. Αὐτός ὁ
βολικός μηχανισμός τῆς ὕβρεως ἐπέσπευσε μέ ὀνειρικό αὐτοματισμό τή φορά
τῶν πραγμάτων, ἀφαιρώντας ἀπό τόν Οἰδίποδα τό ἀγγελικό του προσωπεῖο καί
χαρίζοντας του τό μαῦρο του πρόσωπο, κακό χειρότερο κι ἀπό τό ἴδιο τό
κακό —πρεσβύτερον ἔτι κακοῦ κακόν— μεταβάλλοντάς τον ἀπό τύραννον
σέ πλανήτην καί
ἀπόπτολιν, ἐξόριστο.
*
Ἔχασε τόν παράδεισό του, ἔμεινε
ὅμως Ἕλληνας, μοναδικός καί ἔσχατος, ὡς ὁ ρ ί ζ ο ν τ α ς τῆς ἀνθρώπινης
συνείδησης καί ὁρίζων τίς ἐσχατιές τῆς φρίκης της ἤ τή φρίκη τῶν
ἐσχατιῶν της !
*
Ἔχασε τό φῶς του
ἀκριβῶς γιά νά τό καταστήσει διαρκῶς παρόν στό σκοτάδι του, ἀφοῦ
προηγουμένως βλέποντας ἔπαψε νά βλέπει, καί γιά νά ἀναπαραγάγει τίς
συνθῆκες τῆς αὐτογνωσίας του καί τῆς «ἐνοχῆς» του μέ παρθενική
ἀκεραιότητα.
Τό φῶς στό φῶς, ὡς
παρόν δηλαδή, ὡς προσιτό, γίνεται μεταλήψιμο ἀγαθό, χάνεται, ἐνῶ στό
σκότος, ὡς ἀπόν, φωνασκεῖ καί ἦταν ἀπό αὐτές τίς φωνασκίες πού δέν
μποροῦσε καί ἐνδομύχως δέν ἤθελε νά ἀπαλλαγεῖ ὁ Οἰδίπους, ἔτσι πού τή
ζωή του χάλασε...
*
Στό βάθος τῆς ἀπουσίας τοῦ
φωτός μποροῦσε νά ἐπικαλεῖται τό βαθύ φῶς τῆς ἀπουσίας, τό φῶς τῶν
ἀπόντων προσώπων καί πραγμάτων, τό φῶς τοῦ ἀπόντος χώρου, τό μέτρο του,
πού τοῦ ἦταν ἀπαραίτητο ὡς μόνο καί μοναδικό σημεῖο ἀναφοράς του, γιατί
σ' αὐτόν τόν χῶρο βλάστησε καί τό δικό του ἡδύ τῆς ἡμέρας βλέφαρον,
το δικό του ἑλληνικό μεσημέρι, καί τῆς νύχτας τό ἀφεγγές βλέφαρον,
τά δικά του μεσάνυχτα.
*
Αὐτό τό ἀπόν μεσημέρι πού φωνασκοῦσε, γιά νά μήν τό χάσει καί χαθεῖ, τό
μετέτρεψε ὁ ἴδιος σέ μεσάνυχτα, καθιστώντας διαρκῶς παροῦσα τήν παρουσία
του στό νύχτιο σκότος, νά μήν ξεγελασθεῖ τουλάχιστον ἐκεῖ. Νά γιατί καί
ἡ ἀφιλοκέρδεια τοῦ Οἰδίποδα δέν τοῦ χάρισε οὔτε κἄν ἕναν ὕπνο
ἀφιλοκερδή: ἀκριβῶς γιατί σ' αὐτόν τά πιό βαθιά μεσάνυχτα συνέπιπταν μέ
τό πιό λαμπρό μεσημέρι !
|