ΠΕPI
ΤΗΣ
ΣΤΩΙΚΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ
TOΥ
ΑΓΑΘΟΥ
Λήψη
του αρχείου
Michael
Frede
Μετάφραση:
Χλόη Μπάλλα
Ἀκολουθώντας τή σωκρατική
παράδοση, οἱ Στωικοί ὑποθέτουν ὅτι, γιά νά ἐπιτύχει κάνεις τήν
πραγματική εὐδαιμονία, γιά νά ἀποκτήσει ἕνα σωστό βίο,
χρειάζεται νά ἔχει μιά ὁρισμένη ἱκανότητα, τήν ὁποία μποροῦμε νά
ὀνομάσουμε ἀρετή. Πρέπει κανείς νά εἶναι καλός στό νά φροντίζει τόν
ἑαυτό του, στό νά ἀντιμετωπίζει ὁλες τίς καταστάσεις καί τά
προβλήματα πού συναντᾶ στή ζωή. Ἀκολουθώντας τόν Σωκράτη, οἱ Στωικοί
πιστεύουν ὅτι αὐτή ἡ ἱκανότητα εἶναι μιά πραγματική τέχνη, ἡ τέχνη
τοῦ ζῆν, καί ὅτι ἡ σοφία, ἡ τέλεια λογικότητα, ἡ τελειότητα τοῦ
ὀρθοῦϋ λόγου, συνίσταται στή γνώση αὐτῆς τῆς τέχνης.
Ἀρκετά εὔλογα οἱ Στωικοί
ὑποθέτουν ὅτι ἡ ἄρετη δέν εἶναι κάτι μέ τό ὁποῖο ἔχουμε γεννηθεῖ,
κάτι πού, κατ’ αὐτή τήν ἔννοια, διαθέτουμε ἐκ φύσεως. Εἶναι κάτι πού
ἐμεῖς, μέ τίς δικές μας προσπάθειες, ἀγωνιζόμαστε νά τό
ἀποκτήσουμε. Ἀλλά οἱ Στωικοί πιστεύουν ἐπίσης ὅτι ὑπάρχει μιά ἄλλη
ἔννοια κατά τήν ὁποία εἴμαστε ἐκ φύσεως ἐνάρετοι. Πιστεύουν ὅτι ἡ
φύση ἔχει κατασκευάσει τά ἀνθρώπινα ὄντα μέ τέτοιο τρόπο ὥστε, ἄν
ὁλα πήγαιναν σωστά, θά γινόμασταν στήν πορεία τῆς φυσικῆς μας
ἐξέλιξης ἐνάρετοι.
Ἔτσι οἱ Στωικοί διαθέτουν μιά
ἐξήγηση γιά τό πῶς ἐξελίσσονται τά ἀνθρώπινα ὄντα φυσιολογικά. Ἡ
ἐξήγηση αὐτή, μεταξύ ἄλλων, ἀποσκοπεΐ νά δείξει πῶς σέ κάποιο
σημεῖο θά ἀποκτούσαμε ἐκ φύσεως κίνητρα πού θά μᾶς ὁδηγοῦσαν στό νά
δράσουμε ἐνάρετα, πῶς σέ κάποιο σημεῖο τό νά δράσουμε ἐνάρετα θά
μᾶς ἐρχόταν φυσιολογικά, ἄν ἡ φυσιολογική ἀνάπτυξή μας δέν
συναντοῦσε ἐμπόδια, ἐν μέρει λόγω τῆς ἀνατροφῆς μας, ἐν μέρει λόγω
δικῶν μᾶς σφαλμάτων. Μάλιστα ἀποσκοπεΐ ἀκόμη καί στό νά δείξει ὅτι,
ἄν ἡ ἀρετή σέ μιά δεδομένη κατάσταση τό ἀπαιτήσει, ἡ φυσική μας
τάση εἶναι νά δράσουμε ἀλτρουϊστικά, ὁπως θά λέγαμε σήμερα ἐμεῖς.
Γιά τόν ἐνάρετο ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος, λόγου χάριν, ὕστερα ἀπό ἕνα
ναυάγιο βρίσκεται πιασμένος μαζί μέ κάποιον ἄλλο ἀπό μιά σανίδα πού
μπορεῖ νά κρατήσει μόνο ἕναν, τό ποιός θά σωθεῖ εἶναι ἕνα τελείως
ἀνοικτό ἐρώτημα. Δέν ὑπάρχει, τίποτε στό ἐνάρετο ἄτομο τό ὁποῖο ἐκ
φύσεως προκαταλαμβάνει τήν ἀπάντηση πού πρόκειται νά δώσει ὑπέρ
του ἐαυτοΰ του. Σύμφωνα μέ αὐτή τή στωική ἐξήγηση ἡ φύση μᾶς
κατασκευάζει μέ τρόπο ὥστε νά γεννιόμαστε, πρῶτον, μέ συνείδηση τοῦ
ἐαυτοῦ μας καί τῆς κατάστασής μας, καθώς ἐπίσης καί τῶν σχετικῶν
χαρακτηριστικῶν τοῦ περιβάλλοντός μας, καί, δεύτερον, μέ μιά ὁρμή
πού μᾶς ὁδηγεῖ στό νά συντηροῦμε τόν ἑαυτό μας στή φυσιολογική του
κατάσταση κι ἔτσι νά ἐπιδιώκουμε πράγματα πού συντελοῦν στήν
ἐπιβίωσή μας καί νά ἀποφεύγουμε ὅσα τήν βλάπτουν. Ἔχοντας γεννηθεῖ μέ
αὐτού του εἴδους τή φροντίδα γιά τόν ἑαυτό μας, ὑποτίθεται ὅτι
μποροῦμε νά ἐξελιχθοῦμε φυσιολογικά σέ πλάσματα πού δροῦν
ἐνάρετα καί ἀποκτοῦν μέ τόν τρόπο αὐτό τήν εὐδαιμονία καί τόν σωστό
βίο. Εἶναι προφανές ὅτι αὐτό εἶναι δυνατόν μόνο ἐφ’ ὅσον, στήν πορεία
αὐτῆς της ἐξέλιξης, τά κίνητρά μας ὕφίστανται μιά ριζική ἀλλαγή, ἡ
ὁποία θά ἐξηγοῦσε γιατί, μολονότι κανείς γεννιέται μέ τήν
παρόρμηση νά συντηρεῖ τόν ἑαυτό του, καταλήγει νά μήν ἔχει καν τήν
τάση νά παίρνει ἀποφάσεις πού νά μεροληπτοῦν ὑπέρ του, ὅπως στήν
περίπτωση τοῦ ναυαγίου.
Ἕνα κρίσιμο, ἄν ὄχι τό
καθοριστικό, βῆμα σέ αὐτή τήν ἄναπτυξη ὑποτίθεται ὅτι εἶναι ἡ
ἀπόκτηση μίας ἀντιίληψης γιά τό ἀγαθό, τῆς ἀντίληψης δηλαδή γιά τό
τί εἶναι πραγματικά ἀγαθό ἡ τί ἐϊναι ἕνα ἀγαθό. Ἡ ἀπόκτηση αὐτῆς τῆς
ἀντίληψης ὑποτίθεται ὅτι ἔχει ριζική ἐπίδραση στά κίνητρά μας,
ὥστε νά καθιστᾶ τήν ἐνάρετη δράση κατ’ ἀρχάς δυνατή. Μέ αὐτό τό
βῆμα σκοπεύω νά ἀσχοληθῶ στή συνέχεια. Θά ἤθελε κανείς νά γνωρίζει,
πρῶτον, ποιά εἶναι ἡ ἀντίληψη τοῦ ἀγαθοῦ τήν ὁποία ἰσχυρίζονται
οἱ Στωικοί ὅτι ἀποκτοῦμε ἐκ φύσεως, δεύτερον, πῶς τήν ἀποκτοῦμε ἐκ
φύσεως, καί τρίτον, τί ἀποτέλεσμα ὑποτίθεται ὅτι ἔχει ἡ ἀπόκτησή
της γιά ἐμᾶς.
Δυστυχῶς τά στοιχεῖα πού
διαθέτουμε γιά αὐτό τό κρίσιμο σημεῖο εἶναι πολύ ἰσχνά. Κύρια καί
σχεδόν μοναδική πηγή μας εἶναι ἡ ἔκθεση του Κικέρωνος γιά τή στωική
ἐξήγηση τῆς φυσικῆς ἐξέλιξής μας στό τρίτο βιβλίο τοῦ
De
finibus. Αὐτή μάλιστα,
ἡ ἔκθεση, πού εἶναι ἄλλωστε πολύ λακωνική καί ἐπιγραμματική,
γίνεται προκλητικά ἀσαφής, ἀκριβῶς ὅταν φτάνει στό κρίσιμο βῆμα πού
μᾶς ἀπασχολεῖ.
Νά τί λέει ὁ Κικέρων (III
20-2I):
«Μιά ἁρμόζουσα πράξη (γιατί
αὐτό ὀνομάζω καθῆκον) εἶναι, κατ’ ἀρχάς, τό νά συντηρεῖ κανείς τόν
ἑαυτό του στή φυσική του κατάσταση, κατόπιν νά ἐμμένει κανείς στά
πράγματα πού εἶναι σύμφωνα πρός τή φύση καί νά ἀπορρίπτει τά
ἀντίθετά τους· ἀπό τή στιγμή πού ἀνακαλύψει κανείς αὐτό τό σχέδιο
τῆς ἐπιλογῆς καθώς καί τῆς ἀπόρριψης, θά ἀκολουθήσει ὕστερα, ἡ
ἐπιλογή σύμφωνα μέ τό τί εἶναι ἁρμόζον καί ἀπό τότε ἡ ἐπιλογή θά
συνεχίσει νά ἀκολουθεῖ αὐτό τό σχέδιο χωρίς παρέκκλιση, ὥσπου
τελικά τό κάνει ἀξιόπιστα καί συμφωνεῖ μέ τή φύση. Σέ αὐτοῦ του
εἴδους τήν ἐπιλογή εἶναι πού γιά πρώτη φορά αὐτό τό ὁποῖο πράγματι
μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ καλό εἶναι παρόν καί πού μπορεῖ κανείς νά
καταλάβει σέ τί συνίσταται. Γιατί ἀρχικά ὁ ἄνθρωπος συνδέεται μέ
τά πράγματα πού εἶναι σύμφωνα πρός τή φύση. Μόλις ὅμως ἀποκτήσει αὐτή
τήν κατανόηση, ἤ μᾶλλον αὐτή τήν ἀντίληψη πού ἐκεῖνοι ὀνομάζουν
ἔννοιαν, καί καθώς ἔχει φτάσει πιά νά καταλαβαίνει τήν τάξη καί, γιά
νά τό ποῦμε ἔτσι, τήν ὁμόνοια τῶν ἁρμοζουσῶν πράξεων, ἔχει ἀρχίσει
νά ἐκτιμᾶ αὐτή τήν ὁμόνοια πολύ περισσότερο ἀπό ὅ,τι ὅλα τά
πράγματα πού στήν ἀρχή τόσο τά ὑπολόγιζε. Κι ἔτσι μέ
διορατικότητα καί σκέψη καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι αὐτό τό
ἀνώτατο ἀγαθό τῶν ἀνθρώπων πού ἀξίζει τόν ἔπαινο ἡ τόν θαυμασμό καί
πού εἶναι ἐπιθυμητό γιά αὐτό τό ἴδιο ἔγκειται ἀκριβῶς σέ αὐτό.
Βρίσκεται σέ αὐτο τό ὁποῖο οἱ Στωικοί ὀνομάζουν ὁμολογίαν, πού
ὅμως ἐμεῖς μποροῦμε νά τό πούμε συμφωνία, ἄν αὐτό εἶναι ἀποδεκτό, τό
ἀγαθό, δηλαδή, μέ τήν ἔννοια μέ τήν ὁποία τό κάθε τί πρέπει νά
ἀναφέρεται σέ αὐτό, συμπεριλαμβανομένων τῶν ὀρθῶν πράξεων καί τῆς
ἴδιας τῆς ὀρθότητας, πού μόνο αὐτό μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἀγαθό·
ἄν καί αὐτό τό ἀγαθό ἀναδύεται ἀργότερα, μόνο αὐτό εἶναι
ἐπιθυμητό χάρη στήν ἴδια του τή δύναμη καί τήν τιμή, ἐνῶ κανένα ἀπό
τά πράγματα πού εἶναι κατ’ ἀρχάς ἀπό τή φύση δέν εἶναι ἐπιθυμητό γιά
τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό».
Στό νά καταλάβουμε τί ἔχει νά
πεῖ ὁ Κικέρων θά μᾶς βοηθήσει ἴσως τό νά θυμηθοῦμε δύο στοιχεῖα τοῦ
στωικοῦ δόγματος, καί συγκεκριμένα τό πῶς ἀντιλαμβάνονται οἱ
Στωικοί τήν ἀνθρώπινη λογικότητα καί τό πῶς ἀντιλαμβάνονται τό
σχέδιο τῆς φύσης γιά τόν κόσμο γενικά καί γιά τά ἀνθρώπινα ὄντα
εἰδικά.
Οἱ Στωικοί ὄχι μόνο ὑποθέτουν
ὅτι ἡ ἀρετη ἤ ἡ σοφία ἤ ἡ ἀπόλυτη λογικότητα δέν ἀποκτῶνται παρά
μόνο μέ τόν χρόνο (πρβλ. στό τέλος τοϋ III 23), ὑποθέτουν ἐπίσης ὅτι
καί ὁ ἁπλός ὀρθός λόγος εἶναι κάτι πού ἀπόκτᾶμε μέ τόν χρόνο ὡς μέρος
τῆς φυσικῆς μας ἐξέλιξης, μολονότι ὁ ἁπλός ὀρθός λόγος (σέ
ἀντιδιαστολή πρός τόν τέλειο λόγο), ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι ἡ ἀρετή καί
ἡ σοφία, ὑποτίθεται ὅτι ἐμφανίζεται σέ μεγάλο βαθμό ἀνεξάρτητα
ἀπό τίς δικές μας προσπάθειες. Ἔχουμε ἤδη ἐπισημάνει ὅτι, σύμφωνα
μέ τούς Στωικούς, ἤδη ἀπό τή στιγμή τῆς γέννησής μας ἀποκτᾶμε τήν
ἱκανότητα, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιτρέπει νά ἔχουμε συνείδηση τόσο τοῦ
ἑαυτοῦ μας ὅσό καί διαφόρων ἰδιοτήτων τοῦ περιβάλλοντός μας. Ὅμως
αὐτή ἡ ἱκανότητα, πού εἶναι κοινή σέ ἐμᾶς καί στά ζῶα, στήν περίπτωση
τῶν ἀνθρώπινων ὄντων φυσιολογικά θά προκαλέσει ἀντιλήψεις καί
ἔννοιες πού μέ τή σειρά τους θά προκαλέσουν νέες ἀντιλήψεις καί
ἔννοιες. Ἔχοντας ἀποκτήσει αὐτές τίς ἀντιλήψεις, μετά εἶναι φυσικό
νά βλέπουμε καί νά σκεφτόμαστε τά πράγματα στό πλαίσιο αὐτῶν τῶν
ἀντιλήψεων. Μάλιστα, σύμφωνα μέ τούς Στωικούς, ἡ φύση μᾶς
κατασκευάζει μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά ὁδηγούμαστε φυσιολογικά σέ
ὁρισμένες εἰδικές ἀντιλήψεις ἤ ἔννοιες τῶν πραγμάτων, πού
φυσιολογικά τίς μοιραζόμαστε κατ’ αὐτό τόν τρόπο μέ ὅλα τά
ὑπόλοιπα ἀνθρώπινα ὄντα. Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ Στωικοί ἀποκαλοῦν
αὐτές τίς εἰδικές ἀντιλήψεις «κοινές» ἡ «φυσικές ἀντιλήψεις». Ἔτσι,
παραδείγματος χάριν, ἡ ἀντίληψη τοϋ ἀγαθοῦ πού μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ
θεωρεῖται ὡς μία ἀπό αὐτές τίς ἀντιλήψεις, μιά εἰδική ἀντίληψη τοῦ
τί εἶναι ἀγαθό, τήν ὁποία φυσιολογικά ἀποκτᾶμε στήν πορεία τῆς
ἐξέλιξής μας. Κατασκευάζοντάς μας μέ τέτοιο τρόπο ὥστε
φυσιολογικά νά διαθέτουμε αὐτές τίς κοινές ἀντιλή- ψεις, ἡ φύση
ἐξασφαλίζει τό νά κατορθώνουμε νά προσανατολιζόμαστε στόν κόσμο
μέ ἀρκετή ἐπιτυχία, τό νά διαθέτουμε ἀναπόφευκτα ἕναν τρόπο
σκέψης γιά τά πράγματα, πού ἀντιστοιχεῖ στό πῶς στήν πραγματικότητα
εἶναι τά πράγματα, καί ἐπί πλέον, ἕναν τρόπο σκέψης γιά τά πράγματα
πού φυσιολογικά τόν μοιραζόμαστε μέ ὅλα τά ὑπόλοιπα ἀνθρώπινά
ὄντα, μιά κοινή αἴσθηση τῶν πραγμάτων τήν ὁποία μποροῦμε νά
ἐμπιστευόμαστε ὡς ἀξιόπιστη.
Βέβαια τό νά ἔχουμε ὀρθό λόγο
ὑποτίθεται ὅτι συνίσταται στό νά ἔχουμε ἕνα ἐπαρκές ἀπόθεμα
τέτοιων ἀντιλήψεων καί εἰδικότερα κοινῶν ἀντιλήψεων, οἱ ὁποῖες
μᾶς ἐπιτρέπουν νά σκεφτόμαστε γιά τά πράγματα πού πρέπει νά
σκεφτόμαστε. Αὐτός εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ὁ ὀρθός λόγος δέν
ἐμφανίζεται παρά μόνο μέ τόν χρόνο, καθώς ἀποκτᾶμε τίς ἀντιλήψεις
πού τόν συνιστοῦν. Ἀλλά εἶναι ἐπίσης σαφές ὅτι, ἀπό τή στιγμή πού
ἐμφανίζεται, ἐξακολουθεῖ νά ἐπιδέχεται σημαντική τελείωση,
συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ εἴδους τῆς τελείωσης πού ὑποτίθεται
ὅτι ἀποτελεῖ τή σοφία ἤ τήν ἀρετή. Αὐτό εἶναι, τό σημεῖο στό ὁποῖο
καλούμαστε νά ἐμπλακοῦμε κατά τρόπο ἐνεργό καί συνειδητό, ἔτσι
ὥστε νά ἀποκτήσουμε τήν τέλεια ἱκανότητα πού θά ἐξασφαλίσει τήν
εὐδαιμονία μας.
Θά μποροῦσε κανείς νά σκεφτεῖ,
σκεπτόμενος τό θέμα μέ πλατωνικούς ἤ ἀριστοτελικούς ὅρους, ὅτι ἡ
ἐμφάνιση τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἀντιστοιχεῖ στήν ἐμφάνιση τοῦ ἔλλογου
μέρους τῆς ψυχῆς, τό ὁποῖο σέ συνδυασμό μέ ἕνα ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς,
πού ὑπάρχει σέ αὐτήν ἡδη ἀπό τήν ἀρχή, διαμορφώνει τήν πλήρως
ἀνεπτυγμένη ἀνθρώπινη ψυχή. Ὅμως σίγουρα δέν εἶναι αὐτή ἡ στωική
ἄποψη. Ἡ στωική ἄποψη εἶναι ὅτι γεννιόμαστε μέ μιά ἄλογη ψυχή,
σάν αὐτή πού ἔχουν τά ζῶα, ἀλλά ὅτι ὁλόκληρη αὐτή ἡ ψυχή στήν
περίπτωση τῶν ἀνθρώπινων ὄντων μεταμορφώνεται κι ἔτσι δίνει τή
θέση της στόν ὀρθό λόγο. Οἱ Στωικοί ἀρνοῦνται κατηγορηματικά ὅτι
ὑπάρχει, ἐκτός ἀπό τόν ὀρθό λόγο, καί ἕνα ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς ἀπό
ὅπου προέρχονται οἱ ἔλλογες ἡ ἀκόμη καί οἱ ἄλογες ὁρμές, ἐπιθυμίες
ἤ τά συναισθήματα. Ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ προέλευση τῶν συναισθημάτων
βρίσκεται στόν ὀρθό λόγο, ὅτι τά συναισθήματα δέν εἶναι τίποτε
παραπάνω ἀπό γνῶμες ἑνός ὁρισμένου εἴδους, ἄν καί συνήθως
ἐξαιρετικά παράλογες γνῶμες, καί μέ αὐτή τήν ἔννοια ἄλογες.
Ἔτσι, κατά τή στωική ἄποψη τῆς
φυσικῆς μας ἀνάπτυξης, ἡ ἐξέλιξή μας σηματοδοτεῖται ἀπό μιά
ριζική ἀσυνέχεια στό σημεῖο στό ὁποῖο ἀλλάζουμε ἀπό ζωοειδή παιδιά
σέ ἔλλογους ἐνήλικες. Μποροῦμε ἴσως νά ἐπισημάνουμε ὅτι οἱ Στωικοί
δέχονται τήν ὕπαρξη μίας παρόμοιας μετατροπῆς κατά τή διάρκεια τῆς
γέννησης, στήν ὁποια ὑποτίθεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος μετατρέπεται ἀπό
φυτοειδές ἔμβρυο σέ ζωοειδές παιδί.
Καί αὐτή ἡ ἀσυνέχεια δέν μπορεῖ
παρά νά ἐπηρεάζει τά κίνητρά μας. Ὡς παιδιά εἴμαστε σάν τά ζῶα,
διοικούμενα ἀπό, καί δρώντας σύμφωνα μέ παρορμήσεις. Ὡς ἔλλογα
ὄντα δέν ἔχουμε κανένα ἄλλο κίνητρο ἐκτός ἀπό τίς γνῶμες μας. Οἱ
πράξεις μας γίνονται γιά κάποιο λόγο καί ὄχι μέ βάση τίς παρορμήσεις
μας. Αὐτό εἶναι ἰδιαίτερα σαφές ἄν λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι οἱ Στωικοί
ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη ἑνός ἄλογου μέρους στήν ψυχή, τοῦ ὁποῖου οἱ
ἐπιθυμίες θά λειτουργοῦσαν ὡς κίνητρα γιά μᾶς. Ἐπίσης θά πρέπει νά
εἶναι σαφές ὅτι ἡ βασική παρόρμηση γιά τή συντήρηση τοῦ ἑαυτοῦ μας
καί γιά τήν ἐνστικτώδη, θά λέγαμε, ἐπιδίωξη τῶν πραγμάτων πού
συντελοῦν στήν ἐπιβίωσή μας, ἡ παρόρμηση μέ τήν ὅποία ἡ φύση μᾶς
προίκισε κατά τή γέννησή μας καί ἡ ὁποία κατηύθυνε τή συμπεριφορά
μας στό πρό-λογικό στάδιο, δέν μπορεῖ νά ἐπιβιώσει ὁταν γινόμαστε
ἔλλογα ὄντα, ἀφοῦ εἶναι ζωική παρόρμηση καί ὄχι γνώμη, οὔτε
σύνολο ἀπό γνῶμες ἡ κάποια διάθεση τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Αὐτό εἶναι ἕνα
κρίσιμο σημεῖο στό ὁποῖο θά πρέπει νά ἐπανέλθουμε ἀρκετές φορές.
Εἶναι βέβαια γνωστό ὅτι
κάποιοι νεώτεροι φιλόσοφοι ἔχουν ὑποστηρίξει ὅτι τά κίνητρά μας
δέν προέρχονται σέ καμία περιπτωση ἀπό τόν ὀρθό λόγο παρά ἀπό μιά
ἔλλογη ἡ ἄλογη ἐπιθυμία. Ἀλλά ἐξίσου γνωστό εἶναι ὅτι οἱ ἀρχαῖοι
φιλόσοφοι, πού ἀκολουθοῦν τή σωκρατική παράδοση ἀπορρίπτουν αὐτή
τήν ἄποψη καί δέχονται ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ὀρθός λόγος ἀπό μόνος του ἀρκεῖ
γιά νά μᾶς ὠθήσει στήν πράξη. Αὐτή ἡ παραδοχή, ὡστόσο, στηρίζεται σέ
ὁρισμένες προϋποθέσεις. Ἴσως ἡ πιό κρίσιμη ἀπό αὐτές εἶναι τό ὅτι
μέσα στή φύση τῶν πραγμάτων ὑπάρχουν ὁρισμένα πράγματα πού
ἀντικειμενικά καί ἀνεπιφύλακτα εἶναι καλύτερο νά τά διαθέτουμε
καί τά ὁποῖα εἶναι ἑπομένως ἐπιθυμητά καθεαυτά. Ὑποτίθεται, ἐπί
πλέον, ὅτι μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε αὐτά τά πράγματα. Τό ὅτι ὑπάρχουν
τέτοια πράγματα καί τό ὅτι μποροῦμε νά τά ἀναγνωρίζουμε εἶναι ὁ
λόγος πού μᾶς κάνει νά ἐνεργοῦμε. Τά πράγματα αὐτά ὀνομάζονται
«ἀγαθά» ἡ «ἕνα ἀγαθό». Τό ὅτι ἀναγνωρίζουμε κάτι ὡς ἕνα ἀγαθό ἡ
ἀκόμη καί τό ὅτι πιστεύουμε ὅτι ἀναγνωρίζουμε κάτι ὡς ἕνα ἀγαθό
εἶναι αὐτό πού μᾶς ἐπιτρέπει νά ἐνεργοῦμε γιά κάποιο λόγο·
αὐτό καί τίποτε ἄλλο.
Ἀπό τά παραπάνω
καταλαβαίνουμε ἀμέσως γιατί ἡ ἀπόκτηση μίας ἀντίληψης τοῦ ἀγαθοῦ
ἐπιτελεῖ τέτοιο σπουδαῖο ρόλο στή στωική ἐξήγηση τῆς ἐξέλιξής
μας. Ἡ μετατροπή τῆς ζωικῆς ψυχῆς μας σέ ἀνθρώπινο ὀρθό λόγο θά μᾶς
καθιστοῦσε ἀδρανεῖς ἄν μέρος τοῦ ὀρθοῦ λόγου πού ἀποκτούσαμε δέν
ἦταν καί ἡ ἀντίληψη τοῦ ἀγαθοῦ. Γιατί τώρα ὁ λόγος πού μᾶς παρέχει
κίνητρα γιά δράση δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τό ὅτι κρίνουμε ὁρισμένα
πράγματα ὡς ἀγαθά. Αὐτά γιά τή στωική ἀντίληψη τῆς φύσης τῆς
ἀνθρώπινης ὀρθολογικότητας.
Ὅσον ἀφορᾶ τόν ρόλο τοῦ
ἀνθρώπινου ὀρθοῦ λόγου στό σχέδιο τῆς φύσης, δέν χρειάζεται νά πούμε
πῶς οἱ Στωικοί ὑποθέτουν ὅτι ἡ φύση εἶναι ἕνας τελείως ἔλλογος
φορέας πού προσδίδει τάξη στόν κόσμο ὡς τήν τελευταία του
λεπτομέρεια μέ τρόπο ὥστε νά τόν καθιστά τόν καλύτερο δυνατόν
κόσμο. Αὐτό πού ἴσως χρειάζεται κάποια ἐξήγηση εἶναι ἡ ἔννοια
κατά τήν ὁποία ὁ κόσμος μας εἶναι ὁ καλύτερος δυνατός. Δέν πρόκειται
γιά τό ὅτι ὑπάρχει ἕνας κατάλογος ἀγαθῶν καί ὅτι ἡ φύση κατορθώνει,
χάριν τῆς τέλειας λογικότητάς της, νά δημιουργεῖ τόν καλύτερο
δυνατόν κόσμο μεγιστοποιώντας αὐτά τά ἀγαθά. Εἶναι προφανές ὅτι οἱ
Στωικοί δέν ἀντιμετωπίζουν τόν ὀρθό λόγο ὡς οὐσιαστικά ἕνα μέσο ἡ
ἕνα ὄργανο μεγιστοποίησης ἑνός δεδομένου συνόλου ἀγαθῶν πού
ὑπάρχει ἐκ τῶν προτέρων καί ἀνεξάρτητα. Πρόκειται μᾶλλον γιά τό ὅτι ἡ
φύση δέν μπορεῖ παρά νά δημιουργεῖ τόν πιό εὔλογο κόσμο, ἕναν κόσμο
πού ὄχι μόνο δέν ἀφήνει περιθώριο κριτικῆς, ἀλλά οὔτε ἐπιδέχεται
βελτίωση τοῦ εἴδους πού ἴσως ἐπιδέχονται τά προϊόντα της
ἀνθρώπινης ἐπιστήμης ἡ τέχνης. Μέ τή δημιουργία του ἀναδύει
σοφία, διάνοια, πλοῦτο, εὐρηματικότητα, φαντασία, ἁπλότητα,
κομψότητα, πού μᾶς ἀφήνουν ἄναυδους καί ἀνίκανους νά τοῦ βροῦμε
ψεγάδι. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια κατά τήν ὁποία ὁ κόσμος πού δημιουργεῖ
ἡ φύση εἶναι ὁ καλύτερος δυνατός κόσμος. Τό ὅτι μέσα σέ ἕναν τέτοιο
κόσμο ὁρισμένα χαρακτηριστικά ἡ ὁρισμένα στοιχεῖα εἶναι
προνομιοῦχα ἀποτελεῖ λειτουργία αὐτῆς της λογικότητας τοϋ
σχεδιασμοῦ τῆς φύσης καί ὄχι κάποιο ἀνεξάρτητο καί ἐκ τῶν προτέρων
δεδομένο. Γιά παράδειγμα, δέν 0ά ἦταν εὔλογος ὁ κόσμος ἄν
χρησιμοποιοῦσε σημαντικά ἀποθέματα γιά τή δημιουργία τῶν
διαφόρων πραγμάτων πού βρίσκονται σέ αὐτόν καί ὅμως μόλις αὐτά τά
πράγματα δημιουργηθοῦν φθείρονταν μέ τό παραμικρό, ἔπαυαν νά
λειτουργοῦν μέ τόν τρόπο πού ὄφειλαν νά λειτουργοῦν, διαλύονταν καί
ἔπρεπε νά καταστραφοῦν καί νά ἀντικατασταθοῦν. Τηρουμένων τῶν
ἀναλογιῶν θά περιμέναμε πώς τά πράγματα θά εἶχαν μιάν ὁρισμένη
σταθερότητα καί ἀντίσταση στίς μεταβολές στίς ὁποῖες ἐνδεχομένως
θά ὑποβάλλονταν. ’Ἔτσι, στήν περίπτωση τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν, δέν
θά πιστεύαμε πώς ὁ κόσμος εἶναι καλά σχεδιασμένος, ἄν ὁ ὀργανισμός
ἀρρώσταινε, ἀκρωτηριαζόταν ἡ ἄν ἀκόμη ἔπαυε νά ζεῖ, ἐρχόμενος
ἀντιμέτωπος μέ μία κατάσταση πού κατ’ ἀνάγκην θά τήν ἀντιμετώπιζε
σταθερά ἡ ἀκόμη καί κάπως τακτικά. Ἑπομένως τό ὅτι ὁρισμένες
καταστάσεις ἡ ὁρισμένα χαρακτηριστικά ἐπιλέγονται ἀντί
ὁρισμένων ἄλλων, ὅπως ἡ ζωή ἀντί γιά τόν θάνατο, ἡ σωματική
ἀρτιμέλεια ἀντί γιά τόν ἀκρωτηριασμό, ἡ ὑγεία ἀντί γιά τήν ἀσθένεια,
ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς λογικότητας τῆς φύσης καί ὄχι προϋπόθεση
γιά αὐτήν. Σύμφωνα μέ τούς Στωικούς, αὐτά τά πράγματα ἔχουν ἀξία. Δέν
ἰσχύει ὅτι, ὅπως εἶχε ἰσχυριστεῖ ὁ Ἀρίστων, ὅλα τά πράγματα, ἐκτός
ἀπό τή σοφία καί τήν ἀρετή, εἶναι τελείως ἀδιάφορα ὡς πρός τή φύση.
Γιά τόν λόγο αὐτό ὁρισμένα πράγματα στή φύση εἶναι προνομιακά,
τελείως ἀνεξάρτητα ἀπό τή δική μας στάση ἀπέναντί τους, ἀπό τό
κατά πόσον, γιά παράδειγμα, μᾶς εἶναι ἡ δέν μᾶς εἶναι ἀρεστά. Ἀλλά αὐτό
δέν ὀφείλεται στό ὅτι εἶναι ἀγαθά, παρά ἀποτελεῖ συνέπεια τοῦ ὅτι ὁ
κόσμος εἶναι ἡ ἰδεωδέστερη ἔλλογη δημιουργία.
Ἐφ’ ὅσον ἡ φύση θεωρεῖται ὡς
ἔλλογος φορέας, μποροῦμε νά ἀναρωτηθοῦμε τί εἶναι αὐτό πού
ὑποτίθεται ὅτι λειτουργεῖ ὡς κίνητρό της, ὅταν προσδίδει στά
πράγματα τήν τάξη πού τούς προσδίδει. Ἡ ἀπάντηση μοιάζει νά εἶναι ὅτι
ἡ τέλεια λογικότητα τῆς καλύτερης δυνατῆς διάταξης εἶναι αὐτό πού
λειτουργεῖ ὡς κίνητρο τῆς φύσης γιά νά προσδώσει αὐτή τήν τάξη. Ἀπό τή
στιγμή πού ἡ ἴδια εἶναι ἔλλογη, ἡ φύση δέν μπορεῖ παρά νά προσδίδει
τάξη στά πράγματα κατά τόν πιό ἔλλογο τρόπο. Ἄν ἀκόμη δεχτοῦμε ὅτι ἡ
φύση, ὄντας ἔλλογος φορέας, ἔχει ὡς κίνητρο ὅ,τι θεωρεῖ ὡς ἀγαθό,
τό ἀγαθό πού λειτουργεῖ ὡς κίνητρό της πρέπει νά εἶναι ἡ τέλεια
λογικότητα τῆς διάταξής της.
Ἄς σημειώσουμε, ὡστόσο, ὅτι
ὑπάρχει καί ἕνας ἄλλος τρόπος νά κατανοήσουμε αὐτό τό ζήτημα. Τό
ἀγαθό τό ὁποῖο λειτουργεῖ ὡς κίνητρο τῆς φύσης μπορεΐ νά εἶναι ἡ ἴδια
της ἡ λογικότητα, τήν ὁποια ἡ ἴδια ἡ φύση διαφυλάσσει ἤ διατηρεῖ
μέ τό νά προσδίδει στά πράγματα τήν πιό ἔλλογη τάξη. Τό ὅτι προσδίδει
τήν πιό ἔλλογη τάξη ἀποτελεῖ, θά λέγαμε, χρέος τῆς φύσης πρός τόν
ἴδιο τῆς τόν ἑαυτό. Τουλάχιστον πρός στιγμήν μποροῦμε νά ἀναβάλουμε
τήν ἐπιλογή ἀνάμεσα στούς δύο τρόπους κατανόησης αὐτοῦ τοῦ
ζητήματος.
Ἔτσι, τό ἐρώτημα τιού τίθεται
εἶναι πῶς ἡ φύση κατορθώνει νά προσδώσει τήν πιό ἔλλογη τάξη, πῶς
κατορθώνει, λόγου χάριν, νά κατασκευάσει πράγματα πού ἐπιδεικνύουν
ὅλο καί μεγαλύτερη πολυπλοκότητα ἀλλά πού ἀποδεικνύονται κατά
συνέπειαν ὅλο καί πιό εὐάλωτα, παραμένοντας παρ’ ὅλα αὐτά γερά καί
σταθερά. Τό πιό διαφωτιστικό κείμενο γιά τό θέμα αὐτό εἶναι ἴσως ἡ
περιγραφή τῆς στωικῆς ἠθικῆς ἀπό τόν Διογένη Λαέρτιο (VIΙ, 85-86).
Δυστυχῶς καί αὐτό τό κείμενο εἶναι ἐξαιρετικά συμπυκνιομένο καί
ἑπομένως μᾶς ὑποχρεώνει νά καταφύγουμε σέ ἑρμηνεῖες πραγμάτων
πού σέ μία ἐκτενέστερη ἐκδοχή τοῦ Ὀᾶ μᾶς δίνονταν πιό ἀναλυτικά.
Μέ βάση αὐτό τό κείμενο
φαίνεται πῶς ἡ φύση προικίζει τά φυτά μέ ἕνα ὁρισμένο εἶδος
φυσιολογίας, ἡ ὁποία τούς ἐπιτρέπει νά ζοΰν καί νά διατηροῦνται
σέ καλή κατάσταση. Τήν ’ἴδια αὐτή φυσιολογία τήν προσφέρει καί στά
ζῶα καί στά ἀνθρώπινα ὀντά. Φροντίζει, παραδείγματος χάριν, ἔτσι
ὥστε ἡ τροφή νά μετατρέπεται σέ κατάλληλη μορφή καί νά μεταφέρεται
στά διάφορα κατάλληλα μέρη τοῦ σώματος, ἡ ἔτσι ὥστε ἡ θερμοκρασία
τῶν διαφόρων μερῶν τοΰ σώματος νά προσαρμόζεται στίς ἀπαιτήσεις
τῆς κατάστασης — καί ὁλα αὖτα χωρίς νά χρειάζεται ὁ ὀργανισμός νά
κάνει τίποτε. Τά φυτά δέν κάνουν τίποτε, καί φυσικά δέν δροῦν. "Ὅταν
ὁμως φτάνουμε στά ζῶα, ἡ φύση προχωρεῖ ἕνα ἀποφασιστικό βῆμα. Αὐτό
ἀποτελεΐ μέρος τῆς ἰδιοφυίας τήν ὁποία ἐπιδεικνύει ἡ κατασκευή
τοῦ κόσμου. ’ Ἐκτός ἀπό τό νά διαθέτουν αὔτοϋ τοΰ εἴδους τή
φυσιολογία, τά ζῶα ἄποκτουν ἐπίσης ἀπό τή φύση τήν παρόρμηση πού
τούς ἐπιτρέπει νά κάνουν πράγματα, να ἐπιδιώκουν ὅσα συντελοῦν στήν
ἐπιβίωση, τήν ἀρτιμέλεια ἤ τήν ὑγεία τους καί νά ἀποφεύγουν ὅσα
δροῦν καταστροφικά πρός αὐτήν. Τό ἰδιαίτερα ἰδιοφυές στοιχεῖο
ἐδῶ εἶναι ὅτι, μέ αὐτό τόν τρόπο, ἡ φύση ὄχι μόνο προσφέρει στά ζῶα, πού
ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι τόσο σύνθετα καί εὐάλωτα, μία καλύτερη
εὐκαιρία νά ἐπιβιώσουν, ὅπως τό ἀπαιτεῖ ἡ ὀρθολογική τάξη τῶν
πραγμάτων, παρά τά κατασκευάζει μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε μέ τήν ἴδια τους
τή συμπεριφορά, ἀκολουθώντας τή φυσική τους παρόρμηση, νά
κατορθώνουν νά διατηροῦν αὐτή τήν ἔλλογη τάξη, ὅσον ἀφορᾶ
τουλάχιστον τό δικό τους μέρος σέ αὐτήν. Φτάνοντας στά ἀνθρώπινα
ὄντα, ἡ φύση προχωρεῖ ἕνα βῆμα ἀκόμη. Ἀντί νά τά βάζει νά
καθοδηγοῦνται ἀπό παρόρμηση ἡ ἔνστικτο, ὅπως θά λέγαμε σήμερα,
τά κατασκευάζει ἔτσι ὥστε νά καθοδηγοῦνται ἀπό τόν ὀρθό λόγο. Ἔτσι ἡ
φύση μᾶς προικίζει μέ ὀρθό λόγο γιά νά ἔχουμε μιά εὔλογη δυνατότητα
ἐπιβίωσης, νά μποροῦμε νά ἀνταποκρινόμαστε στίς ποικίλες
καταστάσεις πού ἀντιμετωπίζουν τά ἀνθρώπινα ὄντα μέ μεγαλύτερη
ἐπάρκεια καί περισσότερη ἐλαστικότητα. Καί αὐτό εἶναι ἐξαιρετικά
ἰδιοφυές. Γιατί μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ φύση ὄχι μόνο ἐξασφαλίζει τό ὅτι
ἐμεῖς, ὅπως τά ζῶα. μέ τήν ἴδια μας τή συμπεριφορά συμβάλλουμε στή
διατήρηση τῆς φυσικῆς τάξης, ἀλλά καί τό ὅτι, σέ ἀντίθεση μέ τά ζῶα,
τό κάνουμε μέ τή θέλησή μας, πού στήν ἰδανική περίπτωση προέρχεται
ἀπό τή διορατικότητα καί τήν κατανόησή μας. Ἡ ἰδιοφυία τοῦ
σχήματος εἶναι πράγματι ἐκπληκτική. Κάνουμε τή δουλειά τῆς φύσης καί
μάλιστα μέ δική μας θέληση.
Αὐτό τό σχέδιο τῆς φύσης,
ὡστόσο, μέ βάση τά ὅσα εἴπαμε προηγουμένως, δέν θά λειτουργοῦσε,
ἕκτος ἄν ἀποφασίζαμε πώς κάτι εἶναι ἀγαθό καί, θέλοντας νά τό
ἀποκτήσουμε, κάναμε αὐτό τό ὁποῖο ἡθελε ἡ φύση καί μέ τόν τρόπο αὐτό
ἐνεργούσαμε ἔτσι ὥστε νά κάνουμε αὐτό τόν κόσμο τόν καλύτερο
δυνατόν, ὅσον ἀφορᾶ τουλάχιστον τή δική μας συμμετοχή. Εἶναι
ἀλήθεια ὅτι ὁ Κικέρων δέν μᾶς λέει πῶς ἀκριβῶς ὁδηγούμαστε στό νά
σκεφτοῦμε ὅτι κάτι εἶναι ἀγαθό, πῶς δηλαδή διαμορφώνουμε κάποια
ἀντιίληψη γιά τό ἀγαθό καί πῶς τελικά τήν ἐφαρμόζουμε μέ τέτοιο τρόπο
ὥστε οἱ πράξεις μας νά κατευθύνονται ἀπό τά κίνητρα πού τίς
κατευθύνουν. Μᾶς λέει, ὡστόσο, πώς ὁδηγούμαστε φυσιολογικά στή
σωστή ἄντιληψη τοῦ ἀγαθοῦ καί πώς τήν ἐφαρμόζουμε σωστά ἔτσι ὥστε
νά κατευθυνόμαστε στήν ἐνάρετη συμπεριφορά, κάνοντας αὐτό πού στήν
ἰδανική περίπτωση θέλει ἡ φύση νά κάνουμε. Ἄς ἐπιστρέφουμε,
λοιπόν, σέ αὐτό τό δύσκολο χωρίο. Ὁ Κικέρων ἐντοπίζει τό σημεῖο στό
ὁποῖο καί ἀποκτᾶμε φυσιολογικά τήν ἀντίληψη τοῦ ἀγαθοῦ καί
καταλαβαίνουμε τί εἶναι ἀγαθό μέ τόν ἑξῆς τρόπο: Ἄν εἴχαμε
ἀναπτυχθεῖ φυσιολογικά, θά ὁδηγούμασταν σέ ἕνα σημεῖο στό ὁποῖο
κατά κανόνα καί χωρίς ἐνδοιασμό, ὅπως τό θέλει ἡ φύση, θά
ἐπιλέγαμε τά πράγματα μέ τρόπο ὥστε νά ἐπιδιώκουμε ὅ,τι συντελεῖ
στήν ἐπιβίωσή μας καί νά ἀποφεύγουμε ὅ,τι τήν βλάπτει. Καί γιά αὐτό τό
σχέδιο ἐπιλογής και συμπεριφορᾶς μαθαίνουμε πώς μέσα του βρίσκουμε τίς ἀπαρχές
τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀρχίζουμε νά καταλαβαίνουμε τί εἶναι, αὐτό πού
ἀξίζει νά ὀνομάζεται «ἀγαθό»·
δηλαδή, καθώς βλέπουμε καί στοχαζόμαστε αὐτό τό σχέδιο ἐπιλογῆς ἤ
συμπεριφορᾶς φυσιολογικά διαμορφώνουμε ὄχί μόνο τήν ἀντίληψη
ἀλλά τή σωστή, φυσική ἀντίληψη τοῦ ἀγαθοῦ.
Στήν πραγματικότητα ὁ
Κικέρων μιλάει μόνο γιά τρόπο ἤ σχέδιο ἐπιλογῆς, ἕνα σχέδιο δηλαδή
κατά τό ὁποῖο ἐπιλέγει κανείς μέ τόν κατάλληλο τρόπο·
ἀλλά ἀπό τή στιγμή πού ἡ κατάλληλη ἐπιλογή συνεπάγεται κατάλληλη
δράση καί καθώς ὁ ἴδιος ὁ Κικέρων, λίγες μόλις ἀράδες πιό κάτω (πρβ.
«rerum agendarum»), στρέφει τή συζήτηση στό θέμα τῆς κατάλληλης δράσης,
ἐλπίζω πώς δέν θά παρερμηνεύσουμε τό κείμενο ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὁ
Κικέρων μιλάει γιά σχέδιο συμπεριφορᾶς. Τό πλεονέκτημα αὐτῆς της
ὑπόθεσης εἶναι ὅτι βλέπουμε ἀμέσως γιατί, γιά ἕναν Στωικό, ἡ
συμπεριφορά μέ βάση αὐτό τό σχέδιο, μολονότι ἀρχίζει νά εἶναι
ἀγαθή. δηλαδή ἀρχίζει νά ἱκανοποιεῖ τίς συνθῆκες πού ἀπαιτοῦνται
γιά νά εἶναι ἀγαθή, δέν μπορεῖ ἀκόμη, ὅπως εἶναι, νά ἀξιώνει νά
ἀποκαλεῖται «ἀγαθή». Γιατί, ὅπως γνωρίζουμε καλά, οἱ Στωικοί
διακρίνουν τίς κατάλληλες πράξεις (καθήκοντα ἡ officia) καί τίς
σωστές πράξεις (κατορθώματα). Μιλώντας σχηματικά, καθῆκον εἶναι
μιά πράξη πού ὅταν τήν κάνει κανείς κάνει τό σωστό, δηλαδή, σέ γενικές
γραμμές ἐπιδιώκει τήν ἐπιβίωση καί ἀποφεύγει ὅ,τι τήν βλάπτει.
Ὅμως μιά σωστή ἤ ἐνάρετη πράξη προϋποθέτει ἀκόμη τό ὅτι γίνεται μέ
σωστό κίνητρο, γιά τόν σωστό λόγο·
προϋποθέτει ὅτι εἶναι μιά πράξη πού δημιουργεῖται ἀπό ἀρετή καί
σοφία, καί ὅτι αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀξίζει νά ὀνομάζεται
«ἀγαθή». Ἄν ὅμως ἐξετάσουμε τό σχέδιο συμπεριφορᾶς ἑνός ἀνθρώπου
πού ἔχει κατορθώσει νά κάνει πάντα τήν κατάλληλη ἐπιλογή,
καταλαβαίνουμε πώς ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, μολονότι πάντα κάνει
αὐτό πού ἁρμόζει καί ἐνεργεῖ σύμφωνα μέ τή φύση, δηλαδή μέ τόν τρόπο
πού θέλει ἡ φύση, ὡστόσο δέν δρᾶ σωστά, ἐνάρετα, σοφά. Ἡ
συμπεριφορά του, μολονότι ἀρχιίζει νά ἱκανοποιεῖ τίς συνθῆκες πού
πρέπει γιά νά θεωρεῖται ὡς ἀγαθή, δέν ἔχει ἀκόμη τό κατάλληλο
κίνητρο πού θά τήν καθιστοῦσε πραγματικά ἀγαθή συμπεριφορά.
Τό ὅτι προσπαθώντας νά
κατανοήσουμε τό κείμενο μέ αὐτό τόν τρόπο βρισκόμαστε στόν σωστό
δρόμο φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ Κικέρων μοιάζει νά προσπαθεῖ νά
προσδώσει ἰδιαίτερη ἔμφαση στό ὅτι ἡ συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου πού
πρόκειται νά πραγματοποιήσει τήν κρίσιμη ἀνακάλυψη τοῦ ἀγαθοῦ
συνίσταται σέ προσήκουσες πράξεις. Περιγράφοντας τό σχέδιο τῆς
ἐπιλογῆς ἤ τῆς συμπεριφορᾶς στήν ὁποία καταλήγει τελικά ὁ
ἄνθρωπος, ὁ Κικέρων ξεκίνα μέ ἕναν ρητό χαρακτηρισμό τῶν officia,
χρησιμοποιώντας μάλιστα καί τήν ἑλληνική ὀνομασία τους, καί
ἀναφέρει ὅτι ἕνα ἀπό τά βήματα σηματοδοτεῖται ἀπό τήν selectio cum
officio. Ἀκόμη, ὅπως τονίστηκε πιο πάνω, το «rerum agendarum»
λίγες σειρές πιό κάτω μοιάζει, νά ταυτίζει τό ἀγαθό ὡς κάποιο ἐπί πλέον
χαρακτηριστικό τῶν πρἀξεων πού εἶναι ἤδη ἁρμόζουσες.
Ἄλλα ἄν ἰσχύει αὐτό, τότε
πρέπει νά καταλάβουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, τή στιγμή πού ἀναπτύσσει αὐτό
τό σχέδιο συμπεριφορᾶς καί καθώς τό ἀναλογίζεται, δδηγεῖται
φυσιολογικά στό νά σκέφτεται γιά τά πράγματα μέ τέτοιο τρόπο ὥστε
ὄχι μόνο νά συμπεριφέρεται σύμφωνα μέ τή φύση, ἀλλά καί νά ἔχει τά
σωστά κίνητρα γιά αὐτή τή συμπεριφορά, δηλαδή νά συμπεριφέρεται
ἔτσι γιά τόν σωστό λόγο. Τό ἐρώτημα, λοιπόν, εἶναι πῶς ὑποτίθεται ὅτι
συμβαίνει αὐτό. Εἶναι σαφές πώς ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀναλογίζεται τή
συμπεριφορά του, ἀποκτᾶ κάποια σημαντική διορατικότητα ἡ
ὁποία μεταβάλλει ριζικά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο σκέφτεται αὐτό πού ἡδη
κάνει καί ἀκόμη δέν τό σκέφτεται μέ τόν σωστό τρόπο.
Ὅταν, τώρα, ὁ ἄνθρωπος
ἀναλογίζεται τό σχέδιο συμπεριφορᾶς μπορεῖ νά ἀνακαλύψει ὅτι ἡ
συμπεριφορά αὐτή συνιστᾶ τήν ἰδεώδη στρατηγική ἐπιβίωσης. Μέ τό
πού τήν ἀναλογίζεται καλύτερα, διαπιστώνει ἴσως πόσο σοφά
φτιάχτηκαν τά πράγματα, ἔτσι ὥστε ὁ ἴδιος νά μπορεΐ νά ἀναπτύξει μιά
συμπεριφορά πού τόσο ἀξιοθαύμαστα ταιριάζει στήν ἐπιβίωση. Αὐτό
μπορεῖ νά τόν ὁδηγήσει στό νά σκεφτεῖ ὅτι τά πράγματα ἔχουν φτιαχτεῖ μέ
αὐτό τόν τρόπο ἀπό ἕναν ἐξαιρετικά ἔλλογο φορέα, τή φύση. Το
ἑπόμενο ἐρώτημα θά ἦταν τότε γιατί ἡ φύση ἔφτίιαξε τά πράγματα μέ
αὐτό τόν τρόπο. Ἐξετάζοντας αὐτό τό ἐρώτημα, ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά
συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ φύση δέν ἐνδιαφέρεται εἰδικά γιά τή δική του
ἐπιβίωση. Ἄν καί ἡ συμπεριφορά του προσανατολίζεται στήν αὔξηση
τῶν πιθανοτήτων του νά ἐπιβιώσει, εἶναι προφανές ὅτι τό γεγονός αὐτό
δέν ἀποτελεῖ παρά μέρος ἑνός γενικοῦ σχεδίου τό ὁποῖο δέν εὐνοεῖ ἤ
δέν δίνει ἰδιαίτερη σημασία στή δική του ἐπιβίωση σέ σχέση μέ τήν
ἐπιβίωση τῶν ὑπολοίπων. Πρόκειται μάλιστα γιά ἕνα σχέδιο τό ὁποῖο
δέν προϋποθέτει καν ὅτι ἡ ζωή ἤ ἡ ἐπιβίωση εἶναι ἀγαθό καθεαυτό.
Αὐτό πού συμβαίνει εἶναι μᾶλλον το ὅτι ἡ φύση, ὄντας ἐξαιρετικά
ἔλλογη, δέν μπορεΐ παρά νά ὀργανώνει τά πράγματα μέ τρόπο ὥστε νά
δημιουργεῖ τόν καλύτερο δυνατόν, δηλαδή τόν πιό εὔλογο κόσμο. Καί ὁ
κόσμος δέν θά ἦταν εὔλογος, ἄν τά ἀνθρώπινα ὄντα μόλις γεννιόνταν
πέθαιναν μέ τό παραμικρό. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ φύση
δημιουργεῖ ἀνθρώπινα ὄντα τά ὁποῖα μέ τήν ἴδια τούς τή σύμπεριφορά
ἐγγυῶνται, στό μέτρο πού ἐξαρτᾶται ἀπό τά ἴδια, ὅτι ὁ κόσμος αὐτός
εἶναι ὁ καλύτερος δυνατός, φροντίζοντας μέ ἀρκετή ἐπιτυχία τούς
ἑαυτούς των. Καί ὄχι μόνο αὐτό·
δημιουργεῖ ἀνθρώπινα ὄντα προικισμένα μέ ὀρθό λόγο, ἔτσι ὥστε νά
πράττουν αὐτό πού ὑπαγορεύει ἡ φύση μέ τή δική τους συγκατάθεση, γιά
κάποιο λόγο. Ὅλα αὐτά ὁ ἄνθρωπος θά μπορέσει ἴσως νά τά
συνειδητοποιήσει.
Θά συνειδητοποίσει ἀκόμη ὅτι
αὐτό δέν μπορεῖ νά συμβεῖ παρά μόνο ἄν ὑπάρχει ἕνας λόγος γιά τόν ὁποῖο
θά ἡθελε κανείς νά κάνει αὐτό πού ὑπαγορεύει ἡ φύση. Ἀνάλογα μέ τήν
εἰκόνα πού ἔχει γιά τή φύση, θά μπορέσει ἴσως κανείς νά
συνειδητοποιήσει, τελικά, ὅτι ἡ φύση θέλει νά ἐνεργοῦμε μέ ἕναν
ὁρισμένο τρόπο, ἀκολουθώντας τόν ὀρθό λόγο·
Θά ἀπορεῖ ὡστόσο ἡ ἀκόμη καί θά ἀμφιβάλλει γιά τό ἄν ὑπάρχει
κάποιος λόγος γιά τόν ὁποῖο πρέπει νά συμμορφωνόμαστε πρός τή φύση.
Ἀλλά ἔτσι φυσικά ὁδηγεῖται
κανείς στό ἐρώτημα γιά ποιό λόγο θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά κάνει αὐτά
πού τοῦ ὑπαγορεύει ἡ φύση. Μιά στωική ἀπάντηση θά ἦταν ὅτι ἕνας
λόγος ἤ ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο θά ἔπρεπε κανείς νά δρᾶ σύμφωνα μέ τή
φύση εἶναι ἀκριβῶς τό ὅτι αὐτό τό ὑπαγορεύει ἡ φύση. Ἄς μήν ξεχνᾶμε
ὅτι τό βασικό στωικό δόγμα γιά τόν σκοπό τοῦ ἀνθρώπινου βίου ἀπό τήν
ἐποχή τοῦ Ζήνωνος καί ἔπειτα εἶναι «νά ἀκολουθοῦμε τή φύση». Μπορεῖ
κανείς νά ὑποστηρίξει ὅτι αὐτός εἶναι ἕνας σκοπός πού μᾶς
ἐπιβάλλεται ἀπό τή φύση, ὅτι ἔχουμε κατασκευαστεῖ μέ τέτοιο τρόπο
ὥστε νά εἴμαστε προσανατολισμένοι σέ αὐτό τόν στόχο, ὅτι τό νά
προσπαθεῖ κανείς νά ζήσει ἐνάντια στίς ἴδιες τίς ἀρχές τῆς κατασκευῆς
του δέν ἔχει νόημα, εἶναι ἐντελῶς παράλογο, καταλήγει σίγουρα σέ
καταστροφή, ἰδίως ἐφ’ ὅσον, ἄν πιστέψουμε τούς Στωικούς, αὐτό πού
τελικά θά κάνουμε εἶναι οὕτως ἡ ἄλλως αὐτό πού μᾶς ὑπαγορεύει ἡ
φύση, ἔχοντας προδιαγράφει ἀνάλογα τή συμπεριφορά μας. Αὐτή εἶναι
ἴσως καί ἡ ἀπάντηση πού θά εἶχε ὑπόψη του ὁ Κικέρων. Γιατί λίγες
ἀράδες πιό κάτω περιγράφει αὐτό πού ἀναγνωρίζουμε ὡς ἀγαθό καί τό
ὁποῖο εἶναι ἡ ἀφορμή γιά νά ἀποκτήσουμε τήν ἀντίληψη τοῦ ἀγαθοῦ ὡς
«τήν τάξη καί, γιά νά τό πούμε ἔτσι, τήν ὁμόνοια τῶν ἁρμοζουσῶν
πράξεων», καί ὅμως λίγο μετά μᾶς λέει ὅτι τό ἀγαθό ἔγκειται σέ αὐτό πού
οἱ Στωικοί ὀνομάζουν ὁμολογία («συμφωνία» ἡ «συμβιβασμό»), ὄρο
πού ὁ ἴδιος ἐπιλέγει νά ἀποδώσει ὡς convenientia. Ἄν ρωτήσουμε
«ὁμόνοια ἡ συμφωνία πρός τί;», ἡ εὔλογη ἀπάντηση μοιάζει νά εἶναι
«πρός τή φύση», ἰδιαίτερα ἀφοῦ οἱ Στωικοί ἀπό τήν ἐποχή του Ζήνωνος
ἔκαναν λόγο γιά «ὁμολογία, συμφωνία πρός τή φύση». Λίγες
παραγράφους πιό κάτω, στό ΙΙΙ 26, ὁ Κικέρων πράγματι ὁρίζει τόν
σκοπό: νά ζῆ κανείς σύμφωνα πρός τή φύση. Κι ἔτσι, ὅπως μᾶλλον θά τό
περιμέναμε, αὐτή εἶναι καί ἡ ὑπόθεση πού υἱοθετοῦν καί ὁρισμένοι
ἀπό τους σχολιαστές, ὅταν ἑρμηνεύουν αὐτό τό χωρίο. Αὐτό πού
προκύπτει, λοιπόν, εἶναι ὅτι φτάνουμε σέ ἕνα σημεῖο στό ὁποῖο
συνειδητοποιοῦμε ὅτι ἡ ἁρμόζουσα πράξη, ἄν πραγματοποιηθεῖ
ἐξαιτίας του ὅτι συμφωνεῖ πρός τή φύση, δηλαδή ἐξαιτίας του ὅτι εἶναι
αὐτή πού ἡ φύση ὑπαγορεύει, συνιστᾶ τό ἀγαθό, καί ὅτι, ἀπό τή στιγμή
πού τό ἀναγνωρίζουμε, αὐτοῦ του εἴδους ἡ δράση γίνεται κυρίαρχος
στόχος μας.
Θά θυμόμαστε ὅμως πῶς ὁ Ζήνων
εἶχε μιλήσει ἐπίσης καί γιά ἁπλή ὁμολογία, δηλαδή για τη συνέπεια στην
οποία θα πρέπει να άποσκοποῦμε, ὑποθέτοντας, καθώς φαίνεται, ὅτι τό νά
εἶναι κανείς συνεπής εἶναι τό ἴδιο μέ τό νά δρᾶ σύμφωνα μέ τή φύση.
Ἀκόμη δύσκολά μας διαφεύγει τό γεγονός ὅτι ὁ Κικέρων δέν μιλάει γιά
συνέπεια καί συμφωνία πρός τή φύση, ἀλλά ἁπλῶς γιά ὁμόνοια καί γιά
συμφωνία ἤ συνέπεια. Καί ὅταν μιλάει γιά τήν τάξη καί τήν ὁμόνοια
στίς ἁρμόζουσες πράξεις εἶναι φυσικό νά θεωρεῖται ὅτι ἀναφέρεται
ὄχι στή συμφωνία αὐτῶν τῶν πράξεων πρός τή φύση ἀλλά μᾶλλον στήν
ἐσωτερική τους τάξη καί συνέπεια. Ἀκόμα, εἶναι φυσικό νά
θεωρήσουμε ὅτι ἡ τάξη συνίσταται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο οἱ πράξεις
αὐτές σχετίζονται μεταξύ τους, ἔτσι ὥστε ἡ ἀμοιβαία διαπλοκή τους
νά εὐνοεῖ τήν ἐπιβίωση τοῦ ἀτόμου, ἄν ὄχι μάλιστα σέ μία πιό
σύνθετη διάταξη σύμφωνα μέ τήν ὁποια ὁρισμένα officia εἶναι
βασικά ἐνῶ κάποια ἄλλα ὅλο καί πιό δευτερογενῆ. Ἐπίσης βέβαια δέν
εἶναι τυχαῖο ὅτι, σύμφωνα μέ τήν περιγραφή τοῦ Κικέρωνος, ἡ
ἐμφάνιση τοῦ σχεδίου συμπεριφορᾶς, τό ὁποῖο καθώς τό
ἀναλογιζόμαστε ὁδηγούμαστε στήν ἀνακάλυψη τοϋ ἀγαθοῦ,
χαρακτηρίζεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὁλο καί πιό
συνεπής καί λιγότερο ἄστατος στίς ἐπιλογές του. Ἐν πάση
περιπτώσει, τό ὅτι ὁ Ζήνων ὁρίζει ἐπίσης κάποιες φορές τόν σκοπό ὡς
ὁμολογουμένως ζῆν ἐγγυᾶται ὅτι καί «ἡ συνέπεια» εἶναι
μία θεμιτή στωική ἀπάντηση στό γιατί θά πρέπει κανείς νά δρᾶ μέ τόν
ἁρμόζοντα τρόπο ἤ σύμφωνα μέ τή φύση. Κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἔχοντας
φτάσει νά δρᾶ μέ συνέπεια μπορεῖ νά θεωρήσει, ἀναλογιζόμενος τό
σχέδιο τῆς συμπεριφορᾶς του, ὅτι τό νά συμπεριφέρεται κανείς κατ’
αὐτό τόν τρόπο εἶναι ἀγαθό, ἔφ’ ὅσον κανείς τό κάνει ἐπειδή μέ τόν τρόπο
αὐτό διατηρεῖ τή συνέπεια στή συμπεριφορά του.
Σέ τί ὁμως νά ὀφείλεται
τό ἐνδιαφέρον γιά τή συνέπεια; Μία πλήρης ἀπάντηση προϋποθέτει τή
συζήτηση τῶν προβλημάτων πού ἡδη ἀντιμετωπίζουμε στήν Πολιτεία
τοϋ Πλάτωνος. Τό ἐπιχείρημα πού συναντᾶμε ἐκεῖ εἶναι ὅτι ἡ
δικαιοσύνη, καί ἑπομένως ἡ ἀρετή, εἶναι καλή, ἐπειδή μόνο οἱ
δίκαιοι καί οἱ ἐνάρετοι εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπό ἐκείνη τήν
ἐσωτερική ἀσυνέπεια, τήν ἔνταση, τή διχόνοια καί τήν ἔριδα πού μᾶς
στερεῖ τήν εὐτυχισμένη ἠρεμία τοῦ πνεύματος. Μποροῦμε νά
ὑποθέσουμε ὅτι αὐτή ἡ ἐσωτερική συνέπεια εἶναι παροῦσα στή σκέψη
τῶν Στωικῶν, ὅταν ἐπίσης θεωροῦν ὅτι ὁ σκοπός συνίσταται σέ μία
εὔροιαν βίου (Διογ. Λαέρ. VII 88). Ἀλλά ἐδῶ θέλω νά ἑστιάσω
τήν προσοχή μου σέ μία διαφορετική ὄψη τῆς συνέπειας. Ἡ συνέπεια
τῆς Πολιτείας τοῦ Πλάτωνος εἶναι πρῶτα ἀπό ὅλα συνέπεια ἀνάμεσα στά
διαφορετικά μέρη τῆς ψυχῆς. Ἀπό τή στιγμή πού οἱ Στωικοί ἀρνοῦνται
τήν ὕπαρξη ἄλογων μερῶν στήν ψυχή, ἡ συνέπεια γιά αὐτους ἀνάγεται σέ
συνέπεια τοῦ ὀρθοῦ λόγου. Γιά νά κατανοήσουμε πλήρως τό ἐνδιαφέρον
γιά αὐτή τή συνέπεια πρέπει πρῶτα νά διαπιστώσουμε ὅτι γιά τούς
Στωικούς ἡ σχέση ἀνάμεσα στή συνέπεια καί τή λογικότητα εἶναι πολύ
στενότερη ἀπό ὅ,τι γιά ἐμᾶς, τόσο στενή μάλιστα πού θά μπορούσαμε νά
ὑποστηρίξουμε ὅτι γιά τούς Στωικούς ἡ συνέπεια ἀποτελεϊ ἔνδειξη
τῆς τέλειας λογικότητας. Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Στωικοί
ἔβλεπαν τίς ἀπόψεις τους ὡς ἐπιστροφή σέ αὐτό πού οἱ ἴδιοι θεωροῦσαν
ὡς θέση τοῦ Σωκράτους, στηριζόμενοι μᾶλλον στό πῶς ὁ Πλάτων
παρουσιάζει τόν Σωκράτη σέ διαλόγους ὅπως ὁ Πρωταγόρας. Καί βέβαια
ὁλοι γνωρίζουμε πόσο ἐπιμένει ἡ μέθοδος τῆς ἐλεγκτικῆς
διαλεκτικῆς του Σωκράτους στή συνέπεια ὡς τό καίριο στοιχεῖο πού
πρέπει νά διατηρηθεῖ. Ὄχι μόνο ἀντιμετωπίζεται ἡ ἀσυνέπεια ὡς
κριτήριο γιά τήν ἀπουσία γνώσης ἤ σοφίας, ἀλλά μοιάζει ἐπίσης νά
ὑποτίθεται ὅτι ἡ προοδευτική ἐξάλειψή της θά ὁδηγήσει στή γνώση
καί τή σοφία. Αὐτό προϋποθέτει ὅτι κατά βάθος πράγματι διαθέτουμε
βασική γνώση, τουλάχιστον γιά τό τί εἶναι αὐτό πού ἀξίζει, καί ὅτι
ἁπλῶς βρισκόμαστε σέ μεγάλη σύγχυση, ἐπειδή ἔχουμε ἐπίσης
ἀποκτήσει μιά πληθώρα ἀπό ψευδεῖς γνῶμες πού δέν συμβαδίζουν μέ αὐτή
τή βασική γνώση. Θεωρῶ ὅτι στόν Πλάτωνα αὐτή ἡ παραδοχή παίρνει
κάποτε τή μορφή τοῦ δόγματος τῆς ἀνάμνησης, ἐνῶ στόν Στωικισμό
ὑποτίθεται ὅτι ἀντιστοιχεῖ στή θεωρία τῶν κοινῶν ἀντιλήψεων καί
τῆς κοινῆς αἴσθησης πού στηρίζεται σέ αὐτές. Ἀνίκανοι νά
ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτές τίς ἀντιλήψεις καί τή γνώση τοῦ κόσμου πού
ἐνσωματώνεται σέ αὐτές, ὁ μόνος τρόπος πού διαθέτουμε γιά νά
γίνουμε συνεπεῖς εἶναι νά ἐξαλείψουμε τίς ψευδεῖς γνῶμες πού
παρεμποδίζουν τή σοφία.
Τό ὅτι τελικά ὁ Κικέρων θέλει
νά παρουσιάσει τή στωική θεωρία ὡς κάτι τό ὁποῖο μᾶς ἑλκύει χάρη στή
σοφία ἡ τήν ἀπόλυτη λογικότητα τῶν πράξεών μας, μοιάζει νά
ἀποκαλύπτεται ἀπό τό ὅτι ὕστερα ἀπό δύο παραγράφους (στό ΙΙΙ 23)
μαθαίνουμε πώς ἐμεῖς, μέ τόν τρόπο πού ἀναφέρεται στό χωρίο μας,
φτάνουμε τελικά νά ἀναγνωρίσουμε τή σοφία ὡς τό ἀγαθό πού στό ἑξῆς
πρέπει νά τιμοῦμε πολύ περισσότερο ἀπό ὅ,τι τά πράγματα, ὅπως ἡ ζωή
καί ὁ θάνατος, πού μᾶς ἀσκοῦσαν ἕλξη στήν ἀρχή. Ἐπίσης πρέπει νά
θυμόμαστε ὅτι ὁ Κικέρων δέν μιλάει μόνο γιά συνέπεια ἀλλά καί γιά τήν
τάξη καί τήν ὁμόνοια πού ἐπιδεικνύονται σέ μιά συμπεριφορά
σύμφωνη πρός τή φύση. Καί ἀναλογιζόμενος αὐτό θά μποροῦσε κανείς νά
ὁδηγηθεῖ στήν ἀναγνώριση τῆς ἐκπληκτικῆς ἰδιοφυΐας καί σοφίας
μέ τήν ὁποια ἔχει ὀργανωθεῖ αὐτό τό σχέδιο συμπεριφορᾶς.
Φαίνεται ἔτσι πώς αὐτό πού
κανείς φτάνει νά θεωρήσει ὡς ἀγαθό καί αὐτό ἀπό τό ὁποῖο φτάνει νά
ἑλκύεται εἶναι τό ὅτι ἡ συμπεριφορά θά πρέπει μέ τή συνέπεια καί τήν
τάξη της νά ἐπιδεικνύει ἐκείνη τήν τέλεια λογικότητα, τή
διορατικότητα, τήν ἐπιμέλεια, τήν ἰδιοφυΐα πού πράγματι
ἐπιδεικνύει ὡς ἔργο τῆς φύσης, τήν ὁποία ὡστόσο θά μποροῦσε νά
ἐπιδεικνύει καί ὡς ἔργο τοῦ δικοῦ μας τέλειου ὀρθοῦ λόγου.
Ἄν αὐτό ἰσχύει, ἡ ἄποψη πού
προτείνεται πρέπει νά εἶναι ὅτι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἀποτελοῦμε
αὐτά πού μᾶς ὑπαγορεύει ἡ φύση εἶναι ὅτι τό νά ἐνεργοῦμε μέ αὐτό τόν
τρόπο ἀποτελεῖ ὅ,τι πιό ἔλλογο, καί τό νά ἐνεργοῦμε μέ αὐτό τόν τρόπο
γιά αὐτό τόν λόγο στοιχειοθετεῖ αὐτό πού εἶναι ἀγαθό καί πού μᾶς
ἑλκύει μέ ἕναν ξεχωριστό τρόπο. Ἐλπίζω πώς ἡ φύση αὐτῆς τῆς
ξεχωριστῆς ἕλξης θά ἀποσαφηνιστεῖ κάπως περισσότερο ἀργότερα.
Ὑπάρχει ὁμως μία ἀμφισημία
δτᾶν λέμε πώς φυσιολογικά φτάνουμε νά ἀσπαστοῦμε τήν ἰδέα ὅτι ἡ
συμπεριφορά μας πρέπει νά εἶναι ἡ πιό λογική, ὅτι δηλαδή πρέπει νά
ἀντανακλᾶ τό εἶδος τῆς σοφίας πού σχεδόν κατά κανόνα ἀντανακλᾶται
στά ἔργα τῆς φύσης. Ἡ ἀμφισημία αὐτή ἀντιστοιχεῖ σέ ἀρκετά μεγάλο
βαθμό στίς δύο δυνατότητες πού ἐξετάσαμε πιό πάνω σέ σχέση μέ τά
κίνητρα τῆς ἴδιας της φύσης ὡς φορέα. Ἡ φύση μπορεῖ εἴτε νά
αἰσθάνεται τήν ἕλξη καί νά ἀπολαμβάνει, θά λέγαμε, τήν ὕψιστη
τελειότητα τῆς τέχνης τῆς κατά τή δημιουργία καί τή διατήρηση τοῦ
κόσμου, εἴτε ἁπλῶς νά διατηρεῖ τήν ἴδια τῆς τή λογικότητα.
Ἀντιστοίχως, τό ἐρώτημα πού τίθεται ἐδῶ εἶναι ἄν ἡ δική μας ἕλξη
εἶναι πρός τήν ἰδέα ὅτι οἱ πράξεις μᾶς θά πρέπει νά ἐπιδεικνύουν
μεγάλη τέχνη καί σοφία στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐπιτελοῦνται ἤ πρός τήν
ἰδέα ὅτι οἱ πράξεις μας ἀντικατοπτρίζουν καί διατηροῦν τή δική μας
σοφία καί τέχνη. Στή δεύτερη περίπτωση μάλιστα ἴσως σκεφτοῦμε ὅτι
αὐτοῦ του εἴδους τά κίνητρα δέν εἶναι παρά ἡ φυσική συνέχιση τῆς
ἀρχικῆς παρόρμησής μας νά συντηρήσουμε τούς ἑαυτούς μας στή φυσική
μας κατάσταση. Ἀπό τή στιγμή πού πλέον ἔχουμε μετατραπεῖ σέ ἔλλογα
ὄντα, ἡ παρόρμηση αὐτή φυσιολογικά θά πάρει τή μορφή, μπορεῖ νά πεῖ
κανείς, μίας κυρίαρχης φροντίδας γιά τούς ἑαυτούς μας ὡς ἔλλογα ὄντα
καί ἑπομένως μίας φροντίδας γιά τή διατήρηση, τήν καλλιέργεια καί
τήν τελείωση τῆς λογικότητάς μας. Καί ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά
πετύχουμε κάτι τέτοιο εἶναι τό νά προσπαθοῦμε νά δροῦμε ὅσο πιό
λογικά μποροῦμε.
Φαίνεται μάλιστα ὅτι σέ
ὁρισμένες περιπτώσεις αὐτοῦ του εἴδους ἦταν ἡ ἐξήγηση πού ἔδιναν
οἱ Στωικοί. Γιατί σέ ἕνα πολύ γνωστό χωρίο (Ep,
moral. 121.14 -18), ὁ
Σενέκας μᾶς λέει ὅτι ἡ φυσική φροντίδα γιά τούς ἑαυτούς μας μέ τήν
ὁπο;iα
ἡ φύση μᾶς προίκισε ἀπό τή γέννησή μας, ἐξελίσσεται μέ ἁρμόζοντα
τρόπο ἀνάλογα μέ τό στάδιο τῆς φυσικῆς ἀνάπτυξης στό ὁποῖο
βρισκόμαστε, καί ὅτι ἔτσι μετατρέπεται σέ κυρίαρχη φροντίδα γιά τή
λογικότητά μας ἀπό τή στιγμή ἀκριβῶς πού φτάνουμε στήν ἡλικία τοῦ
ὀρθοῦ λόγου.
Ἀλλά ἡ ἀλλαγή κινήτρου
μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί μέ διαφορετικό τρόπο. Μπορεῖ κανείς νά
φροντίζει νά συμπεριφέρεται λογικά ὄχι ἐξαιτίας κάποιας φροντίδας
γιά τή δική του λογικότητα, ἀλλά ἐπειδή αἰσθάνεται ἕλξη πρός τήν
ὑπέρτατη λογικότητα τοῦ κόσμου, καί ἑπομένως ἀνυπομονεῖ νά
διατηρήσει αὐτή τή λογικότητα στή δική του σφαίρα δράσης μέ ἐκείνη
τήν ἰδιοφυΐα, τή σοφία, τήν εὐρηματικότητα, τήν τέχνη πού θά
κρατήσουν τό συγκεκριμένο τμῆμα, τῆς πραγματικότητας ὄχι μόνο
ἁρμόζον ἀλλά καί ἀξιοθαύμαστο. Αὐτή ἡ φροντίδα δέν εἶναι πιά
φροντίδα γιά τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, ἀλλά φροντίδα γιά νά βρίσκεται ὁ
κόσμος σέ μία ὁρισμένη κατάσταση, δηλαδή μία ἕλξη πρός κάποια
ὁρισμένη διάταξη ἡ ὁποία εἶναι σύμφωνη πρός τήν τέλεια
λογικότητα.
Ἄν στραφοῦμε στό χωρίο τοῦ
Κικέρωνος γιά νά δοῦμε ποιά ἀπό τίς δύο ἐξηγήσεις ταιριάζει
περισσότερο, ἡ πρώτη ἀπό αὐτές μοιάζει νά μή βρίσκει καθόλου
ὑποστήριξη. Σύμφωνα μέ αὐτό τό χωρίο, ὑποτίθεται ὅτι τά κίνητρά
μας εἶναι ἀσφαλῶς ἡ ἕλξη τήν ὁποία αἰσθανόμαστε πρός τή
συμπεριφορά πού εἶναι ὑπέρτατα λογική καί ὄχι πρός μιά φροντίδα γιά
τή δική μας λογικότητα. Θεωρῶ μάλιστα ὅτι τό «ipsum honestum» στό
τέλος τοῦ ΙΙΙ 21 ἀναφέρεται στήν ἀρετή ἤ τή σοφία καί ὅτι ὁ Κικέρων
μᾶς λέει πώς πρέπει νά θεωροῦμε ὅτι ἡ ὑπέρτατη λογικότητα ἤ ἡ
ἀρετή ὡς στοιχεῖο τοῦ νοῦ μας καί οἱ ἀτομικές ἐνάρετες πράξεις
ἀποβλέπουν στήν τελείως ἔλλογη συμπεριφορά, καί ὄχι τό ἀντίστροφο,
ὅτι δηλαδή ἡ τελείως ἔλλογη συμπεριφορά ἀποβλέπει στήν τέλεια
λογικότητα. Ἄν καί ὁ Κικέρων κάπως παραπλανητικά ἐδῶ ὀνομάζει
τήν ἀρετή ἤ τή σοφία μοναδικό ἀγαθό, ἀπό τό προηγούμενο μέρος
τῆς πρότασης γίνεται σαφές ὅτι τό ἀγαθό μέ τήν ἔννοια τοῦ σκοποῦ
εἶναι ἡ τελείως λογική συμπεριφορά.
Ὁ Κικέρων ἴσως νά μή δίνει
ἰδιαίτερη σημασία στή διαφορά. Γιατί, ὅπως εἴδαμε πιό πάνω, στό
ΙΙΙ 23 μιλάει σάν νά εἶχε ἀποδειχθεΐ ὅτι τό ἀγαθό εἶναι ἡ σοφία καί
ὄχι ἡ σοφή συμπεριφορά. Ἀλλά ὑπάρχει μιά σημαντική διαφορά. Ἤδη
πιό πάνω διατυπώσαμε τό ἐρώτημα τί ὑποτίθεται ὅτι συμβαίνει μέ
τήν ἀρχική παρόρμηση γιά τή συντήρηση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μιά ἀπάντηση
εἶναι ὅτι μετατρέπεται σέ κυρίαρχη φροντίδα γιά τή λογικότητά μας.
Ἀλλά ἡ ἀπάντηση πού φαίνεται πιό ἱκανοποιητική εῖναι ὅτι αὐτή ἡ
φροντίδα γιά τόν ἑαυτό μας ἐξαφανίζεται τελείως ἀπό τή στιγμή πού
παύει νά χρειάζεται. Ἄν ἔχουμε κάποιο κίνητρο νά ἐνεργοῦμε κατά τό
δυνατόν πιό λογικά, τό γεγονός αὐτό θά ἔχει ὡς συνέπεια νά
ἐξακολουθοῦμε νά διατηροῦμε κατά τό δυνατόν περισσότερο τή
λογικότητά μας καί νά φροντίζουμε τούς ἑαυτούς μας στό μέτρο πού αὐτό
ἀπαιτεῖται ἀπό τήν καλύτερη τάξη τοῦ κόσμου.
Ἔχοντας ἔτσι καταλήξει σέ μιά
ἀπάντηση στό ἐρώτημα σχετικά μέ τή φύση τῶν βημάτων τῆς σκέψης πού
φυσιολογικά μας κατευθύνουν πρός τήν ἀντίληψη τοῦ ἀγαθοῦ, εἶναι
πιά καιρός νά ἐξετάσουμε πιό προσεκτικά τί ἀκριβῶς ὑποτίθεται ὅτι
εῖναι αὐτή ἡ ἀντίληψη. Στό σημεῖο αὐτό βεβαίως χρειαζόμαστε κάποια
προκαταρκτική διευκρίνιση. Γιατί ὑπάρχει κάποια ἔλλειψη
ἀκρίβειας στήν ἔκθεση τοῦ Κικέρωνος πού μᾶς δημιουργεῖ σύγχυση,
σύγχυση ἡ ὁποία στή συνέχεια ἐπιτείνεται ἀπό μιά ἀσάφεια στή
σύνταξη ταῆς τελευταίας πρότασης. Εἶναι προφανές ὅτι ὁ Κικέρων ἐδῶ ὀνομἀζει
«ἀγαθό» δύο τελείως διαφορετικά πράγματα: α) τήν τέλεια λογική
συμπεριφορά στήν ὁποία ἀποβλέπουμε, καί β) τήν ὀρθότητα, τήν
ἀρετή, τή σοφία πού μᾶς ἐπιτρέπει νά ἐνεργοῦμε τελείως λογικά καί
ἡ ὁποία ἐπιδεικνύεται σέ μιά τέτοια συμπεριφορά. Μάλιστα μᾶς λέει
γιά τό τελευταῖο ὅτι ἀπό μόνο του ἀξίζει νά θεωρεῖται ὡς ἀγαθό ἤ ὡς τό
ἀγαθό, μολονότι λίγες ἀράδες πιό πάνω εἶχε ὀνομάσει τό πρῶτο
ἀνώτατο ἀγαθό. Τό νά διακρίνουμε τήν ἀρετή ἀπό τόν ἐνάρετο βίο τόν
ὁποῖο αὐτή παράγει δέν μπορεῖ νά ἰσχύει, ἐκτός ἄν ὑποθέσουμε τήν
ὕπαρξη διαφορετικῶν ἐννοιῶν τοῦ «ἀγαθοῦ». Καί εἶναι σαφές ὅτι αὐτό
κάνει ἐδῶ ὁ Κικέρων. Εἶναι σαφές ἀπό τόν τρόπο πού μιλάει, ὅταν λέει
ὅτι ἕνα σχέδιο τελείως λογικῆς συμπεριφορᾶς, μιά τελείως λογική
ζωή εἶναι κάτι ἀγαθό ἤ ἀκόμη εἶναι τό ἀγαθό ἤ εἶναι τό ὕψιστο ἀγαθό μέ
τήν ἔννοια κατά τήν ὁποία ὁ σκοπός ἡ τό τέλος (αὐτό στό ὁποῖο κάθε τί
ἄλλο πρέπει νά ἀναφέρεται) εἶναι τό ἀγαθό. Ἡ ἀρετή ἤ ἡ σοφία εἶναι
ἀγαθό ἡ τό ἀγαθό μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι αὐτό καί μόνο αὐτό τό ὁποῖο
χρειαζόμαστε προκειμένου νά ἐπιτύχουμε αὐτό τόν σκοπό, δηλαδή μιά
τελείως λογική ζωή.
Ἀλλά μολονότι ὑπάρχει σαφής
διαφορά, τό ἀγαθό κατά τήν πρώτη ἔννοια καί τό ἀγαθό κατά τή δεύτερη
ἔννοια συνδέονται πολύ στενά μεταξύ τους, ἰδιαίτερα σύμφωνα μέ τή
στωική ἄποψη. Ἀπό τή στιγμή πού ἡ ἁπλή παρουσία τῆς ἀρετῆς ἤ τῆς
σοφίας ἐγγυᾶται μιά ἐνάρετη, σοφή, τέλεια λογική ζωή, καί ἀπό τή
στιγμή πού αὐτό τό ὁποῖο ἐκτιμοῦμε σέ αὐτή τή ζωή εἶναι ἡ σοφία πού αὐτή
ἐπιδεικνύει, καταλαβαίνουμε γιατί ὁ Κικέρων στό III 23 μπορεῖ νά
μιλᾶ σάν νά εἴχαμε ἡδη ἀποδείξει ὅτι τό ἀγαθό εἶναι ἡ σοφία, ἐνῶ αὐτό
τό ὁποῖο στήν πραγματικότητα εἴχαμε ἀποδείξει ἦταν πώς τό ἀγαθό
εἶναι ἕνα ὁρισμένο εἶδος ζωῆς. Ὡστόσο, ἄν θέλουμε νά
προσδιορίσουμε μέ ἀκρίβεια τήν ἀντίληψη τοῦ ἀγαθοῦ τήν ὁποία
ὑποτίθεται ὅτι ἀποκτοῦμε φυσιολογικά καθώς ἀναλογιζόμαστε τή
συμπεριφορά μας, θά πρέπει νά δεχτοῦμε τή διάκριση τῶν δύο αὐταῶν
ἐννοιῶν. Ἐπί πλέον ὁ Κικέρων ἀναφέρεται καί στίς σωστές πράξεις τίς
ὁποιες ἐμεῖς, ὅπως καί οἱ Στωικοί, ὀνομάζουμε «ἀγαθές». Καί, τέλος,
ὀνομάζουμε «ἀγαθούς» τους ἐνάρετους ἀνθρώπους. Οἱ Στωικοί μας
δίνουνε μεγάλη ποικιλία διακρίσεων ἀνάμεσα στίς ἔννοιες τοῦ
«ἀγαθοῦ», οἱ ὁποῖες εὔκολα φιλοξενοῦν αὐτές τίς διαφορετικές
χρήσεις (πρβλ. π.χ. Σέξτος Ἐμπειρικός, Μάθ. XI 25-27).
Ἀπό τή στιγμή πού αὖτες οἱ
διαφορετικές χρήσεις συνδέονται συστηματικά μεταξύ τους, ἔτσι
ὥστε νά ἀποτελοῦν ἡ μία λειτουργία τῆς ἄλλης, μποροῦμε νά
ἑστιάσουμε τήν προσοχή μας σέ μιά ἀπό αὐτές, δηλαδή στή χρήση κατά
τήν ὁποία ἡ ἀρετή ἤ ἡ σοφία εἶναι ἕνα ἀγαθό.
Κατ’ αὐτή λοιπόν τή χρήση τοῦ
«ἀγαθοῦ», σύμφωνα μέ τούς Στωικούς ἕνα πράγμα εἶναι ἕνα ἀγαθό ἄν κανείς
ἀντλεῖ ὄφελος ἀπό αὐτό. Ἡ ἀρετη ἤ ἡ σοφία εἶναι ἀγαθά, ἐπειδή προφανῶς
ἐπιτρέπουν στους άνθρώπους νά ἀντλοῦν ὄφελος, καθώς τούς ὁδηγοῦν στό νά
πράττουν ἐνάρετα καί ἔτσι νά ἀποκτοῦν τόν ἀγαθό βίο. Μάλιστα οἱ
Στωικοί ὑποθέτουν ὅτι ἡ ἀρετή ἤ ἡ σοφία εἶναι τό μόνο πράγμα ἀπό τό
ὁποῖο ἀντλεῖ κανείς ὄφελος, τό μόνο πράγμα πού εἶναι καλύτερο νά τό
ἔχει κανείς. Γιατί τό ἄν εἶναι καλύτερο νά ἔχει κανείς ὁποιοδήποτε
ἄλλο πράγμα ἐξαρτᾶται ἀπό τό κατά πόσον ὁ ἴδιος εἶναι ἡ δέν εἶναι
σοφός. Ἔτσι οἱ Στωικοί ὑποστηρίζουν, ὄπως μᾶς λέει ὁ Κικέρων στό
χωρίο μας, ὅτι ἡ ἀρετή ἤ ἡ σοφία εἶναι τό μόνο ἀγαθό.
Μέρος τῆς ἀντίληψης τοῦ ἀγαθοῦ
κατ’ αὐτή τήν ἔννοια εἶναι ἑπομένως τό ὅτι εἶναι ὠφέλιμο. Σέ μεγάλο
βαθμό αὐτό ἐξηγεῖ τήν ἕλξη πού ἀσκεῖ ὅ,τι εἶναι κατ’ αὐτή τήν ἔννοια
ἀγαθό. Ἀλλά θέλω νά ὑποστηρίξω ὅτι ὑπάρχει καί ἕνα ἄλλο ἐξίσου
σημαντικό στοιχεῖο στήν ἀντίληψη τοῦ ἀγαθοῦ κατ’ αὐτή τήν ἔννοια πού
μπορεῖΐ νά ἐξηγήσει τήν ἐντυπωσιακή ἕλξη τήν ὁποία ἀσκεῖ. Σέ αὐτό τό
στοιχεῖο θεωρῶ ὅτι ἀναφέρεται ἡ ἔκθεσή του Κικέρωνος ὅταν μιλάει
γιά τήν ὀρθότητα ὡς τό honestum. Πρόκειται μᾶλλον γιά ἀπόδοση τοῦ
ἀρχαίου ἑλληνικοῦ τό καλόν. Μποροῦμε, παραδείγματος
χάριν, νά θυμηθοῦμε τόν Σωκράτη ὅταν στόν Γοργία τοῦ Πλάτωνος
ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι καλύτερο νά ἀδικεῖται κανείς παρά νά
ἀδικεῖ. Στήν πορεία αὐτοῦ τοῦ ἐπιχειρήματος ὁ Σωκράτης ὑποθέτει
ὅτι τό ἀγαθό εἶναι κάτι πού μᾶς ὠφελεῖ ἡ κάτι πού εἶναι καλόν, δηλαδή
ὄμορφο. Οἱ Στωικοί ἰσχυρίζονται ὅτι τό ἀγαθό εἶναι καί τό ἕνα καί τό
ἄλλο. Καί θά ἡθελα νά δοκιμάσουμε νά δώσουμε περιεχόμενο στό
δεύτερο σκέλος τῆς πρότασης προκειμένου νά καταλάβουμε γιατί τό
ἀγαθό, ἀπό τή στιγμή πού τό βλέπει κανείς, ἀσκεῖ μιά τέτοια
ἀκατανίκητη ἕλξη.
Ἕνας τρόπος ἴσως γιά νά τό
πετύχουμε εἶναι τό νά ἐπιστρέφουμε στήν εἰκόνα τοῦ ἔφηβου πού ἔχει
ἀναπτυχθεῖ ἀρκετά ὥστε νά δρᾶ μέ συνέπεια σύμφωνα μέ τή φύση. Ἀλλά
ἐξακολουθεῖ νά λείπει κάτι πού μᾶς ἐμποδίζει νά ὀνομάσουμε τόν
ἴδιο, τή διάθεσή του, τίς πράξεις του ἤ καί ὁλόκληρο τό σχέδιο τῆς
συμπεριφορᾶς ἤ τῆς ζωῆς του «ἀγαθό». Τί εἶναι αὐτό πού λείπει;
Ἄν καί δέν ἔχει ἀκόμη
ἀποκτήσει πλήρη λογικότητα, κάνει ἀκριβῶς αὐτό πού τοῦ
ὑπαγορεύεται νά κάνει καί μάλιστα τό κάνει σωστά. Ὄχι μόνο
λειτουργεῖ, ἄλλα λειτουργεῖ σωστά. Ὑπάρχει μιά ἰσχνή ἔννοια τοῦ
«ἀγαθοῦ», ὅπως ὅταν λέμε ὅτι ἦταν καλό παιδί ἤ καλός νέος, ἀφοῦ κάνει
ἀκριβῶς ὅ,τι τοῦ ὑπαγορεύεται νά κάνει. Εἶναι μιά ἔννοια μᾶλλον
ἀνάλογη μέ ἐκείνη πού ἐπικαλούμαστε ὅταν μιλᾶμε γιά ἕνα καλό
αὐτοκίνητο ἤ ἕνα καλό ἄλογο. Τά αὐτοκίνητα πρέπει νά κάνουν
ὁρισμένα πράγματα, καί ἐφ’ ὅσον λειτουργοῦν σωστά καί ὄχι μόνον
κάνουν ὅ,τι πρέπει ἀλλά τό κάνουν καί σωστά, τότε τά ὀνομάζουμε καλά
αὐτοκίνητα. Ἄς ἐπισημάνουμε, ὡστόσο, ὅτι ἀκόμη καί ἄν ἔχουμε
λόγο νά ἐκτιμᾶμε ἕνα αὐτοκίνητο πού λειτουργεῖ σωστά, δέν ἔχουμε
λόγο νά τό νά θαυμάζουμε καί νά ἐγκωμιάζουμε τήν ἐπίδοσή του.
Εῖναι βέβαια προφανές ὅτι ἡ
ἔννοια τοῦ «ἀγαθοῦ» πού ἐνδιαφέρει τούς Στωικούς καί τήν ὁποία ἐμεῖς
προσπαθοῦμε νά ἀποσαφηνίσουμε εἶναι μιά ἔννοια πολύ πιό ἰσχυρή.
Ἕνας καλός ἄνθρωπος εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος μέ τή διάθεση, τή
δράση καί τή συμπεριφορά του μᾶς καλεΐ νά τόν θαυμάσουμε, νά τόν
ἐγκωμιάσουμε καί ἴσως ἀκόμη καί νά τόν μιμηθοῦμε. Στό σημεῖο αὐτό
φαίνεται ὑπερβολικά εὔκολο νά συμπεράνουμε ὅτι οἱ Στωικοί πρέπει
νά ἐνδιαφέρονται γιά τήν ἠθική καλοσύνη, τή στιγμή πού
ἐξακολουθεῖ νά μᾶς διαφεύγει σέ τί συνίσταται.
Μοῦ φαίνεται ὅτι θά
μπορούσαμε ἴσως νά σημειώσουμε κάποια πρόοδο στόν προσδιορισμό
τῆς στωικῆς ἔννοιας τοῦ «ἀγαθοῦ», ἄν ἀντί νά σκεφτόμαστε τό
αὐτοκίνητο σκεφτοῦμε τόν σχεδιαστή του. Γιά νά θεωρεῖται καλός στήν
τέχνη του, ὁ σχεδιαστής τοῦ αὐτοκίνητου πρέπει νά κατασκευάσει ἕνα
αὐτοκίνητο πού λειτουργεῖ σωστά, ἔχει καλή ἐπίδοση καί ἐκτελεΐ
καλά ὅ,τι ὀφείλει νά ἐκτελεῖ ἕνα τέτοιο αὐτοκίνητο. Στό μέτρο πού ὁ
σχεδιαστής τοῦ αὐτοκίνητου κατορθώνει νά κάνει κάτι τέτοιο ἡ
δουλειά του δέν ἔχει τίποτε τό ἀξιοσημείωτο, τό ἀξιοθαύμαστο ἡ τό
ἀξιέπαινο. Κάνει ἁπλῶς αὐτό πού ὀφείλει νά κάνει.
Ἀλλά ἡ δουλειά τοϋ σχεδιαστῆ
αὐτοκίνητων δέν ἐξαντλεῖται ἐδῶ. Στήν καλύτερη περίπτωση
περιλαμβάνει ἐκπληκτική ἰδιοφυΐα, διορατικότητα, φαντασία,
εὐρηματικότητα, κομψότητα καί ἁπλότητα κατά τήν ἐπίλυση
τεχνικῶν προβλημάτων, δημιουργικότητα, καί ὅλα αὐτα μέ τρόπους πού
ἴσως νά μήν ἐπιφέρουν καμία διαφορά στήν ἴδια τή λειτουργία τοῦ
αὐτοκίνητου. Ὁ σχεδιαστής τοῦ αὐτοκίνητου μπορεῖ νά προσπαθεῖ νά
εἶναι ὅσο πιό καλός γίνεται στόν σχεδιασμό τοῦ αὐτοκίνητου. Μπορεῖ
στήν πραγματικότητα νά μήν ἐνδιαφέρεται παρά ἐλάχιστα γιά τό
συγκεκριμένο αὐτοκίνητο πού τυχαίνει νά σχεδιάζει. Γιά κάποιον πού
κατέχει τίς δικές του ἱκανότητες, ὁ σχεδιασμός ἑνός αὐτοκίνητου,
μέ δεδομένες προδιαγραφές, δέν δημιουργεῖ προβλήματα. Τό νά τό
κατορθώσει δέν ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο ἐπίτευγμα. Δέν πρόκειται γιά
κάτι πού θά τόν καθιστοῦσε ὑπερήφανο. Τό ζήτημα ὡστόσο ἄλλαζει
ριζικά ἄν κατορθώσει νά ἀνταποκριθεΐ στό ἴδιο ἔργο
ἐπιδεικνύοντας ἀξιοσημείωτη ἡ ἀκόμη καί ἀξιοθαύμαστη
ἰδιοφυία. Τό ζήτημα ἀλλάζει ἄν τό ἔργο προδιαγράφεται μέ τέτοιο
τρόπο ὥστε ἡ ἐπίλυσή του νά ἀπαιτεῖ ἰδιοφυΐα καί ὁ ἴδιος ὁ
σχεδιαστής νά κατορθώνει, δεδομένης τῆς ἐκπληκτικῆς του
εὐρηματικότητας, νά φέρει εἰς πέρας τό ἔργο.
Ἡ ἔννοια τοῦ «ἀγαθοῦ» κατά τήν
ὁποία ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος συνιστᾶ καλό σχεδιαστή αὐτοκινήτου
εἶναι προφανῶς μιά πολύ πιό ἰσχυρή ἔννοια τοῦ «ἀγαθοῦ». Μᾶς μεταφέρει
στή διάσταση τοϋ εἴδους τῆς πραγματικῆς ἀξίας πού καθιστά τόν
θαυμασμό, τόν ἔπαινο καί τά ὅμοια τελείως ἁρμόζοντα.
Τό ὅτι δέν πρόκειται γιά αὐτό
πού θά ὀνομάζαμε ἠθική ἀξία δέν πρέπει νά μᾶς δυσκολεύει νά
καταλάβουμε τό γεγονός ὅτι ἐπιδέχεται ὁποιοδήποτε ἐπίπεδο
«βάθους» (ἡ, ἄν προτιμᾶτε, «ὕψους»). Αὐτό τό διαπιστώνει κανείς πιό
εὔκολα, ἴσως, ἄν ἀντί γιά τήν περίπτωση τῶν αὐτοκίνητων σκεφτεῖ
τήν πραγματική ἀξία πού μπορεΐ νά ἀποδώσουμε σέ μία φιλολογική
δουλειά ἡ σέ ἕνα ἐπιστημονικό ἔργο. Ὑπάρχει τεράστια διαφορά
ἀνάμεσα σέ μιά ἄρτια ἀλλά ὄχι καί ἀξιοσημείωτη φιλολογική
δουλειά καί σέ ἕνα δεῖγμα σπουδαίας φιλολογικῆς δουλειᾶς. Ἡ διαφορά
αὐτή δέν συνδέεται κατ’ ἀνάγκην μέ ἐντυπωσιακά συμπεράσματα ἀλλά
μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο κατορθώνει νά φτάσει σέ αὐτα τά συμπεράσματα
μέ τήν εὐρυμάθεια, τή διορατικότητα, τήν ὀξύνοια καί τή σαφήνεια
πού ἐπιδεικνύει στήν πορεία πρός τά συμπεράσματα.
Τό κατά πόσον τό ἀντικείμενο
πού μᾶς ἀπασχολεῖ μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ἀπό τέτοια ἀξία
ἐξαρτᾶται σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τό εἶδος στό ὁποῖο ἐντάσσεται. Ὑπάρχει
βέβαια ἡ ἐπιμέλεια καί ἡ διορατικότητα πού χαρακτηρίζουν ἤ
ἁρμόζει νά χαρακτηρίζουν τήν παραγωγή μίας κάλτσας. Ἀλλά τά
διαφόρων εἰδῶν ἔργα τέχνης, μέ τή σύγχρονη ἔννοια τοῦ ὄρου «τέχνη»,
χαρακτηρίζονται ἀπό τό ὅτι ἐπιτρέπουν καί ἐπιδιώκουν νά ἔχουν
ἀκριβῶς τό εἶδος τῶν ποιοτήτων πού στοιχειοθετοῦν τήν καλοσύνη
κατ’ αὐτή τήν ἰσχυρότερη ἔννοια. Καί σύμφωνα μέ τήν πρόταση πού
διατυπώνουμε ἐδῶ, αὐτή εῖναι ἡ ἔννοια τοῦ «ἀγαθοῦ» πού ἔχουν
ὑπόψή τους οἱ Στωικοί, ὅταν λένε πῶς ὁ κόσμος εἶναι ὁ καλύτερος
δυνατός. Ἡ ἱκανότητα πού ἀπαιτεῖται γιά τήν παραγωγή τοῦ
προκαλεῖ δέος.
Φαίνεται, ἔτσι, ὅτι ὑπάρχει
μιά ἀδύναμη σημασία τοῦ «ἀγαθοῦ», τήν ὁποία ἐπικαλούμαστε γιά νά
πούμε ὅτι ἕνα αὐτοκίνητο πού συμπεριφέρεται μέ καλή ἐπίδοση
εἶναι καλό αὐτοκίνητο. Ἀλλά φαίνεται ὅτι καί ἕνα αὐτοκίνητο πού
ἔχει σχεδιαστεῖ καλά, κατά τή δεύτερη σημασία, καθώς ἐπίσης καί ὁ
καλύτερος δυνατός κόσμος, ὀνομάζονται «ἀγαθά» μέ μιά πολύ πιό
ἰσχυρή ἔννοια, καί ὅτι μόνο κατ’ αὐτή τήν ἔννοια ἄξιζει νά
ἔκτιμηθοῦν, νά ἐπαινεθοῦν καί νά θαυμαστοῦν μέ τόν ἁρμόζοντα τρόπο.
Ἄν τώρα στραφοῦμε στά
ἀνθρώπινα ὄντα καί στό τί κάνουν, ἡ πρότασή μας εῖναι ὅτι αὐτό πού
προσδίδει καλοσύνη σέ ὅ,τι κάνουν καί αὐτό πού καθιστᾶ καί τούς ἴδιους,
τή διάθεση καί τή συμπεριφορά τους κατάλληλα ἀντικείμενα γιά αὐτή
τήν ἰδιαίτερη ἐκτίμηση δέν εἶναι τό τί κάνουν ἀλλά ἡ σοφία, ἡ
διορατικότητα, ἡ κατανόηση, ἡ περίσκεψη, ἡ ἐπιμέλεια, ἡ
σταθερότητα, ἡ ἐπινοητικότητα πού καθορίζουν τό τί κάνουν καί τό
πῶς τό κάνουν - μέ δύο λόγια, ἡ τελειότητα τοῦ ὀρθοῦ λόγου πού
κρύβεται πίσω ἀπό τή συμπεριφορά τους.
Αὐτό ἴσως μᾶς φανεῖ
ἐξαιρετικά νοησιαρχικό ἀλλά δέν πρέπει νά μᾶς ἐκπλήσσει, ὅταν
ἔχουμε νά κάνουμε μέ φιλοσόφους πού ἀκολούθησαν τήν ἄποψη τοῦ
Σωκράτους ὅτι κάθε ἀνθρώπινη ἐπιτυχία εἶναι διανοητική
ἀποτυχία, καί μάλιστα δέν θά μποροῦσε νά εἶναι, τίποτε ἄλλο ἀπό τή
στιγμή πού ἡ ψυχή δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά νόηση.
Ἔτσι ἡ ἀντίληψη τοΰ ἀγαθοῦ
πού προϋποτίθεται ἐδῶ δέν εἶναι ἡ ἀντίληψη τοῦ ἠθικοῦ ἀγαθοῦ,
τουλάχιστον ὄχι κατά τή γενική ἔννοιά της. Πρόκειται μᾶλλον γιά τήν
ἀντίληψη τοῦ ἀγαθοῦ πού ἀντιστοιχεῖ στήν ἀντίληψη τοῦ Ἀριστοτέλους
γιά τή διανοητική ἀρετή ἤ μᾶλλον σέ μιά πολύ πιό πλούσια ἔννοια τῆς
διανοητικῆς ἀρεταῆς, στό μέτρο πού γιά τούς Στωικούς κάθε ἀρετή
εἶναι διανοητική.
’Ἔτσι ἐπί τέλους μποροῦμε νά
ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα σχετικά μέ τή στωικη ἀντίληψη τοΰ
ἀγαθοῦ. Ἄν πάρουμε τήν ἄντιληψη κατά τήν ὁποια τό «ἀγαθό» ἰσχύει
γιά τά ἄγαθα, αὐτό πού εἶναι ἀγαθό πρέπει νά μᾶς ὠφελεῖ, νά μᾶς ὁδηγεῖ
ὁπωσδήποτε σέ κάτι καλύτερο. Οἱ Στωικοί συμφωνοΰν ὅτι μόνο ἡ
ἀρετή, ἤ ἡ σοφία, ἱκανοποιεῖ αὐτή τή συνθήκη, ἐφ’ ὅσον γιά κάθε τί
ἄλλο εἶναι γεγονός ὅτι ἡ κατοχή του μπορεῖ νά μᾶς βλάπτει ἤ νά μᾶς
ὠφελεῖ, ἀνάλογα μέ τό ἄν τό χρησιμοποιοῦμε μέ σοφό τρόπο. Λυτό
ὑποτίθεται ὅτι ἰσχύει ἀκόμη καί γιά τήν ἴδια τή ζωή, τήν ὑγεία, τή
σωματική ἀκεραιότητα καί γενικά γιά αὐτα τά ἀντικείμενα πού ἡ
φύση θέλει νά ἐπιδιώκουμε. Ὑπάρχει ὡστόσο μιά ἄλλη σημαντική
συνθήκη, τήν ὁποία πρέπει νά ἱκανοποιεῖ κάτι προκειμένου νά εἶναι
πραγματικά ἀγαθό: πρέπει νά εἶναι καλόν, δηλαδή πρέπει νά
διαθέτει τήν ἑλκυστικότητα πού τό καθιστά ἁρμόζον ἀντικείμενο
θαυμασμοῦ, ἐπαίνου κτλ., καί ἡ ὁποία, ὅπως εἴδαμε, ὀφείλεται στήν
τελειότητα τοῦ ὀρθοῦ λόγου πού ὑπεισέρχεται. Καί, πάλι, μόνο ἡ
ἀρετή ἤ ἡ σοφία ἱκανοποιοῦν αὐτή τή συνθήκη καί ὄχι ἡ ζωή, ἡ ὑγεία,
ἡ σωματική ἀκεραιότητα καί τά ὅμοια. Ἀντιστοίχως θά ὀνομάζουμε
ἕναν ἄνθρωπο «ἀγαθό» ἄν εἶναι σοφός καί ἐνάρετος·
θά ὀνομάζουμε ἀγαθή τήν πράξη πού προέρχεται ἀπό τέτοια σοφία καί
ἀρετή καί, τέλος, ἕνα σχέδιο συμπεριφορᾶς ἤ κάποια σειρά
συμπεριφορῶν ἡ μιά ζωή, τό εἶδος τῆς ζωῆς πού ἐπιδιώκουμε, θά
ὀνομάζεται «ἀγαθό» ἄν ἐπιδεικνύει τέτοια σοφία καί ἀρετή.
Αὐτό, λοιπόν, πού μοιάζει νά
ἔχει κατά νοῦ ὁ Κικέρων, στό χωρίο πού μᾶς ἀπασχολεῖ, ὅταν μιλάει
γιά τό πῶς φυσιολογικά φτάνουμε νά ἀνακαλύπτουμε τό ἀγαθό καί νά
ἀποκτᾶμε μιά ἀντίστοιχη ἀντίληψή του, εἶναι τό ἑξής:
καταλαβαίνουμε κάποτε τή μοναδική ἕλξη πού μᾶς ἀσκεῖ ἕνα σχέδιο
συμπεριφορᾶς, τό ὁποῖο προκαλεῖται ἀπό τή σοφία·
δέν θαυμάζουμε τό ἴδιο τό σχέδιο συμπεριφορᾶς ἀλλά τή σοφία πού αὐτό
ἐπιδεικνύει ἤ, γιά νά τό θέσουμε διαφορετικά, τό θαυμάζουμε ὡς
ἔκφραση σοφίας. Ἐφ’ ὅσον ἡ ἐκδήλωση τῆς συμπεριφορᾶς πού μέ αὐτό τόν
τρόπο ἐπιδεικνύει σοφία προϋποθέτει τή σοφία καί μόνο τή σοφία,
ὑπάρχει μιά σχετική ἔννοια τοΰ «ἀγαθοῦ», πού ἐπίσης τήν ἀναφέρει
ὁ Κικέρων, κατά τήν ὁποια ἡ σοφία ὡς διάθεση ἑνός ἀνθρώπου μπορεῖ
ἐπίσης νά ὀνομάζεται «ἀγαθό».
Ἀπομένει λοιπόν νά
ἐξετάσουμε τήν ἐπίδραση πού ὑποτίθεται ὅτι ἔχει ἡ ἀπόκτηση αὐτῆς
τῆς ἀντίληψης τοῦ ἀγαθόυ στά κίνητρά μας. Πρόκειται γιά ἕνα θέμα
ἐξαιρετικά πολύπλοκο καί θά περιοριστῶ σέ ἕνα σημεῖο. Ἡ ἴδια ἡ
παρουσίαση τοῦ θέματος ἀπό τόν Κικέρωνα ὁδηγεῖ σέ μία
κατανόηση τῆς στωικῆς θέσης πού βρίσκομαι στόν πειρασμό νά θεωρήσω
λανθασμένη. Μπορεῖ κάλλιστα ὁ ἴδιος ὁ Κικέρων νά εἶχε παρανοήσει
τή στωική θέση. Καί δεδομένης τῆς δυσκολίας τοῦ ζητήματος, δέν θά
μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἄν οἱ ἴδιοι οἱ Στωικοί βρίσκονταν σέ σύγχυση ὡς
πρός αὐτό τό ζήτημα. Ὅποια καί ἄν εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἡ ἀποσαφήνιση τοῦ
ζητήματος θά μᾶς βοηθοῦσε νά καταλάβουμε τή στωική θέση.
Σύμφωνα μέ τήν παρουσίαση τοῦ
θέματος ἀπό τόν Κικέρωνα, μεγαλώνοντας ἀρχίζουμε νά
αἰσθανόμαστε ἕλξη πρός, νά αἰσθανόμαστε ἕλξη ἀπό, νά ἐκτιμᾶμε
πράγματα ὅπως ἡ ζωή καί ἡ ὑγεία καί ἡ σωματική ἀκεραιότητα,
πράγματα πού ἔχουν ἀξία. Ὅμως ἀπό τή στιγμή πού ἀρχίζουμε νά
ἀναγνωρίζουμε τό ἀγαθό, ἀρχίζουμε νά τό ἐκτιμᾶμε πολύ
περισσότερο ἀπό ὅ,τιτά πράγματα πρός τά ὁποῖα φυσιολογικά
αἰσθανόμασταν ἕλξη παλαιότερα. Καί αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα ὅτι
τώρα πρωταρχικό μας ἐνδιαφέρον εἶναι τό νά ἐνεργοῦμε σωστά, σοφά,
ἐνάρετα καί ὄχι τό νά ἀποκτοΰμε πράγματα τά ὁποια ἁπλῶς ἔχουν
ἀξία.
Αὐτό εἶναι σαφῶς τό στωικό
δόγμα. Μποροῦμε νά ἐπιχειρήσουμε νά τό καταλάβουμε σκεπτόμενοι
ὅτι τελικά ὁ σχεδιαστής τοῦ αὐτοκινήτου ἴσως δέν ἐνδιαφέρεται
ἰδιαιτέρως γιά τίς προδιαγραφές ἐπίδοσης πού πρέπει νά
ἱκανοποιεῖ τό αὐτοκίνητο τό ὁποῖο σχεδιάζει, ὅτι αὐτό πού τόν
ἐνδιαφέρει κυρίως εἶναι πῶς θά σχεδιάσει μέ τέχνη. Μποροῦμε ἀκόμη,
ὅπως κάνει ὁ Κικέρων στήν ἑπόμενη παράγραφο (III 22), νά
χρησιμοποιήσουμε τό παράδειγμα τῆς τέχνης τῆς τοξοβολίας. Ὁ
τέλειος τοξότης προσπαθεῖ νά σημαδέψει τέλεια τόν στόχο, νά κάνει
ὅ,τι μπορεῖ νά κάνει ἕνας τοξότης γιά νά χτυπήσει τόν στόχο. Τό νά
χτυπήσει τόν στόχο εἶναι στήν πραγματικότητα δευτερεῦον. Ἄν ἕνα
ἀπρόβλεπτο ἀεράκι παρασύρει τό βέλος καί ἀστοχήσει, τό γεγονός
αὐτό δέν θίγει τήν τεχνική του καί ἑπομένως δέν ἐπηρεάζει τόν
τοξότη.
Ὡστόσο αὐτό πού μέ ἀπασχολεΐ
εἶναι ὅτι μπορεῖ κανείς νά καταλάβει τήν ἐξήγηση τοῦ Κικέρωνος μέ
τόν ἑξῆς τρόπο: Αὐτό πού ἔχει σημασία γιά ἐμᾶς, πάνω ἀπό κάθε τί
ἄλλο, αὐτό πού τελικά ἐκτιμοῦμε περισσότερο ἀπό κάθε τί ἄλλο εἶναι
ἡ σοφία καί ἡ ἀρετή. Γιατί μόνο ἄν ἀποκτήσουμε ἀρετή μποροῦμε νά
ἀποκτήσουμε εὐδαιμονία. Ὑπάρχουν ὅμως πράγματα ἐκτός ἀπό τήν ἀρετή
τά ὁποια ἔχουν ἀξία. Ἐμεῖς ἐκ φύσεως ἔχουμε προσκολληθεῖ σέ αὐτά
καί τά ἐκτιμᾶμε ὡς πράγματα μέ ἀξία. Καί ἐξακολουθοῦν νά μᾶς ἑλκύουν
ἀκόμη καί ὅταν πιά ἔχουμε δεῖ τό ἀγαθό. Δέν νομίζουμε πιά ὅτι ἡ
ἀπόκτησή τους σημαίνει τήν ἀπόκτηση εὐδαιμονίας. Τά πράγματα αὐτά
παύουν νά μᾶς ἀπασχολοῦν ἰδιαίτερα. Ἀλλά ἔχουν κάποια ἀξία. Τό
γεγονός αὐτό στοιχειοθετεῖ ἕναν λόγο γιά νά τά ἐπιδιώκουμε, ἐφ’
ὅσον ἡ ἐπιδίωξή τους δέν διίσταται πρός τήν ἀρετή. Καί τό νά τά
ἀποκτοῦμε ἡ νά τά διατηροῦμε εἶναι πηγή μίας πολύ συγκρατημένης
ἀλλά τελείως ἁρμόζουσας ἱκανοποίησης, ἀκριβῶς ὅπως ἡ μή
ἀπόκτησή τους ἤ ἡ ἀπώλειά τους εἶναι πηγή μίας συγκρατημένης ἀλλά
τελείως ἁρμόζουσας θλίψης. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια κατά τήν ὁποία τά
πράγματα πρός τά ὁποῖα ἔχουμε ἀρχικά αἰσθανθεῖ ἕλξη ἀρχίζουν νά
γίνονται ἀντικείμενα δευτερεύοντος ἐνδιαφέροντος ἀπό τή στιγμή
πού ἀνακαλύπτουμε τό ἀγαθό.
Μοῦ φαίνεται, ὅμως, ὅτι τό νά
καταλάβουμε τή στωική θέση μέ αὐτό τόν τρόπο θά ἦταν ἕνα
θεμελιῶδες σφάλμα. Ἄν αὐτή ἦταν ἡ στωική θέση, θά ἦταν εὐάλωτη στήν
κριτική πού πράγματι διατυπώνεται ἀπό ὁρισμένους ἐχθρούς της, ὅτι
κινδυνεύει νά ταυτιστεῖ μέ τή θέση τῶν πλατωνικῶν ἡ περιπατητικῶν
ἀντιπάλων της ἀπό τήν ὁποία διαφέρει μόνο στήν ὁρολογία. Γιατί
οὔτε οἱ Πλατωνικοί οὔτε οἱ Περιπατητικοί ἀρνοῦνται τήν κυρίαρχη
ἀξία τῆς ἀρετῆς καί τόν μοναδικό ρόλο πού ἐπιτελεῖ στήν ἀνθρώπινη
εὐδαιμονία. Ἄν οἱ Στωικοί ἐπιθυμοῦν νά ὑπογραμμίσουν αὐτό τό
στοιχεῖο περιορίζοντας τόν ὅρο «ἀγαθό» στήν ἀρετή καί ὀνομάζοντας
τά ὑπόλοιπα ἀγαθά ἁπλῶς «πράγματα μέ ἀξία», δέν ὑπάρχει διαφωνία
ἀνάμεσά τους.
Νομίζω ὡστόσο ὅτι ἡ ἔννοια
κατά τήν ὁποία τά πράγματα πού ἁπλῶς ἔχουν ἀξία γιά τούς Στωικούς
ἀποκτοῦν δευτερεῦον ἐνδιαφέρον εἶναι ἐντελῶς διαφορετική. Τό
δευτερεῦον ἐνδιαφέρον δέν ἔχει τή σημασία τοῦ «ἐλάσσονος» ἡ τοῦ
«παραμερισμένου», ἀλλά ἐκείνη τοῦ «τελείως δευτερογενοῦς». Θεωρῶ
ὅτι ἡ στωική θέση εἶναι ὅτι τό ἐνδιαφέρον γιά τά πράγματα πού ἁπλῶς
ἔχουν ἀξία εἶναι ἐντελῶς δευτερογενές καί προκύπτει ἀπό τό
ἐνδιαφέρον γιά τό ἀγαθό. Τό ὅτι φροντίζουμε γιά τά πράγματα πού ἁπλῶς
ἔχουν ἀξία δέν ὀφείλεται παρά μόνο στό ὅτι φροντίζουμε γιά τό ἀγαθό.
Ἔτσι, ἄν ἐξαιτίας ἑνός ἐνδιαφέροντος γιά τό ἀγαθό φροντίζει κανείς
νά ἀποκτήσει ἡ νά διατηρήσει τήν ὑγεία, καί ἄν τό ἐνδιαφέρον του γιά
τό ἀγαθό ἱκανοποιεῖται πλήρως ἐπειδή ἕνας ἄνθρωπος μέ τέλεια
λογικότητα θά κάνει ὅτιδήποτε μπορεῖ, στό μέτρο τῶν λογικῶν
δυνατοτήτων, προκειμένου νά ἀποκτήσει ἡ νά διατηρήσει τήν ὑγεία,
τό κατά πόσον τελικά θά κατορθώσει νά ἀποκτήσει ἡ νά διατηρήσει
τήν ὑγεία δέν ἔχει καμία σημασία. Γιατί δέν ὑπάρχει κανένα
ἀνεξάρτητο, ἄν καί μᾶλλον ἔλασσον, ἐνδιαφέρον γιά πράγματα ὅπως ἡ
ὑγεία, τό ὁποῖο μέ αὐτό τόν τρόπο θά ἔμενε ἀνικανοποίητο.
Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο νομίζω ὅτι
αὐτή εἶναι ἡ στωική θέση εἶναι ὁ ἑξῆς: Κατ’ ἀρχάς ὑποθέτω ὅτι ἡ
οὐσία του δόγματος γιά τήν ἀντίληψη τοῦ ἀγαθοῦ δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τό νά
μᾶς ἐπιτρέπει νά σκεφτόμαστε ὅτι ἡ λογική δράση ὀφείλεται στήν
ἀναγνώριση κάποιου πράγματος ὡς ἀγαθοῦ. Ἔτσι δέν πρέπει νά
περιμένουμε ὅτι ἡ ἀντίληψη τῆς ἀξίας θά ἔχει κάποια παρόμοια
λειτουργία. Ἐπί πλέον οἱ Στωικοί, ἀκόμη καί κατά τήν ἐξήγηση τοῦ
Κικέρωνος πού παραθέσαμε στήν ἀρχή, ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ μόνη
ἐπιλογή πού ἀξίζει εἶναι τό ἀγαθό καί ὅτι μόνο τό ἀγαθό εἶναι κάτι
τό ὁποῖο ἐπιθυμοῦμε καθεαυτό. Ἄν ὁμως τά πράγματα τά ὁποῖα ἔχουν
ἁπλῶς ἀξία δέν εἶναι καθεαυτά ἐπιθυμητά, τότε ἡ ἐπιθυμία γιά
αὐτά σέ ἕνα ἔλλογο ἄτομο δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι ἐπιθυμία γιά αὐτά
ἁπλῶς ὡς μέσα πρός τό ἀγαθό. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι τά ἴδια
ἐπιθυμητά, ἀνεξάρτητα ἀπό μία ἐπιθυμία γιά τό ἀγαθό. Δέν εἶναι
κατάλληλα ἀντικείμενα ἐπιλογῆς παρά μόνο ὡς μέσα πρός τό ἀγαθό.
Ἐπίσης, εἶναι λάθος νά
νομίζουμε ὅτι οἱ παρορμήσεις, πού ἀρχικά εἴχαμε ἀναπτύξει
φυσιολογικά, διατηροῦνται ἀπό τή στιγμή πού γινόμαστε λογικοί.
Ἀπό τή στιγμή πού γινόμαστε λογικοί μπορεῖ νά ἔχουμε λόγο νά
ἐξακολουθοῦμε νά κάνουμε ὅ,τι κάναμε καί προηγουμένως ὁρμώμενοι
ἀπό ζωική παρόρμηση. Ἀλλά αὐτή ἡ ζωική παρόρμηση δέν εἶναι πιά
ἐκεῖ. Αὐτή ἡ ἀσυνέχεια γίνεται πιό δυσνόητη μέ τό νά μιλάει κανείς,
ὅπως κάνει ὁ Κ.ικέρων, σάν νά ἐξακολουθοῦμε νά ἐκτιμοῦμε, νά
αἰσθανόμαστε ἕλξη πρός καί νά ἀγαπᾶμε ὅλα αὐτά τά πράγματα πού
ἔχουν φυσική ἀξία, μέ τή διαφορά ὅτι τώρα ἐκτιμοῦμε τό ἀγαθό πολύ
περισσότερο. Ἀλλά τί λόγο θά εἴχαμε νά ἐπιδιώκουμε πράγματα
ἁπλῶς μέ ἀξία: Ὁ μόνος λόγος πού φαίνεται νά μᾶς παρέχει ἡ στωική
θεωρία εἶναι ὅτι τό νά ἐπιδιώκουμε ὅ,τι ἔχει ἄξια ἴσως εἶναι σοφό,
εὔλογο ἡ ἐνάρετο.
Τό ὅτι αὐτή εἶναι πράγματι ἡ
στωική ἄποψη ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν κριτική τῆς στωικῆς θέσης
ἀπό τόν ἴδιο τόν Κικέρωνα στό De
finibus IV. Ἐκεῖ (IV 29)
ὁ Κικέρων διατυπώνει τό ἐρώτημα πῶς οἱ Στωικοί μποροῦν νά
δικαιολογήσουν τόν ἰσχυρισμό ὅτι ἡ σοφία μᾶς κάνει νά
ἐγκαταλείπουμε αὖτα πού ἀρχικά μας εἶχε ὁρίσει ἡ φύση. Αὐτή ἡ
στωική ἄποψη προϋποθέτει ὅτι ἡ ἀρχική παρόρμηση πρός τήν
ἐπιδίωξη ὁρισμένων πραγμάτων καί τήν ἀποφυγή τῶν ἀντίθετών τους,
μολονότι ἁρμόζει στό προ-λογικό στάδιο, παύει νά εἶναι εὔλογη ἀπό
τή στιγμή πού γινόμαστε ἔλλογοι καί ἀντκαθίσταται ἀπό μία
προσκόλληση στό ἀγαθό. Καί μόνο ὡς συνέπεια αὐταῆς τῆς νέας
προσκόλλησης μποροῦμε, ὅταν ἁρμόζει, νά ἔχουμε ἕνα δευτερογενές
ἐνδιαφέρον γιά ὅ,τι ἐνστικτωδῶς ἀποζητούσαμε στό προ-λογικό
στάδιο. Ὡστόσο, ὅπως φαίνεται γιά παράδειγμα στό στωικό δόγμα γιά τήν
αὐτοκτονία, θά ὑπάρξουν καταστάσεις στίς ὁποῖες δέν ἁρμόζει νά
ἐνεργοῦμε γιά νά διατηροῦμε τή ζωή μας.
Ἐδῶ ἐπίσης μποροῦμε νά
θυμηθοῦμε τήν προηγούμενη παρατήρησή μας, ὅτι σέ αὐτό τό στάδιο τῆς
ἀνάπτυξής μας δέν ὑπάρχει πιά ἀνάγκη κάποιας βασικῆς παρόρμησης γιά
τή διατήρηση τοῦ ἐαυτοῦ μας, πού τώρα παίρνει τή μορφή ἑνός
ἰδιαίτερου ἐνδιαφέροντος γιά τή λογικότητά μας. Γιατί τώρα θά
φροντίζουμε τούς ἑαυτούς μας, ἰδίως τή λογικότητά μας, ἔχοντας
κίνητρο, δέν ὑπάρχει λόγος γιά καμία ἐπί πλέον ἀνεξάρτητη πηγή
κινήτρου πού νά ἐπιβεβαιώνει ὅτι θά φροντίζουμε τούς ἑαυτούς μας,
ὅπως ἀκριβῶς μᾶς τό ὑπαγορεύει ἡ φύση.
Ὡστόσο αὐτή ἡ ἑρμηνεία ἔχει
ἐπίσης τή συνέπεια ὅτι ἡ φροντίδα πού ἔχει κανείς γιά τόν ἑαυτό του
δέν στηρίζεται πιά σέ μία στάση προτίμησης τοῦ ἑαυτοῦ μας σέ σχέση μέ
τούς ἄλλους. Γιά αὐτό ἦταν τόσο σημαντικό τό νά τονιστεῖ ὅτι ἡ
κυρίαρχη φροντίδα τοῦ ἀνθρώπου γίνεται φροντίδα γιά τή λογικότητα
τῆς συμπεριφορᾶς του καί ὄχι γιά τή λογικότητά του, δηλαδή γιά τή
νοητική του κατάσταση. Τό ὅτι φροντίζει κανείς τόν ἑαυτό του, ὅταν
αὐτό φαίνεται εὔλογο, εἶναι ἁπλή συνέπεια τῆς φροντίδας πού ἔχει
κανείς γιά τή λογικότητα σέ ὅ,τι κάνει καί ὄχι ἔκφραση φροντίδας γιά
τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Σέ τελευταία ἀνάλυση, ἡ φύση ἀπαιτεῖ ἀπό
ὁλους μας νά φροντίζουμε τούς ἑαυτούς μας. Ἀλλά κάνοντας αὐτό τό
πράγμα, ἐπειδή εἶναι λογικό, καθόλου δέν ἀποδίδουμε στόν ἑαυτό μᾶς
μιά προνομιακή θέση ἡ ὁποία θά δικαιολογοῦσε ἕνα κυρίαρχο
ἐνδιαφέρον γιά τούς ἑαυτούς μας. Αὐτός εἶναι κυρίως ὁ λόγος γιά τόν
ὁποῖο ὁ σοφός ναυαγός δέν μεροληπτεῖ καθόλου ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ του,
ὅταν ἀποφασίζει γιά τό ποιός πρέπει νά ἐπιβιώσει.
Ἀκόμη, μόνο μέ αὐτό τόν τρόπο
μποροῦμε νά καταλάβουμε ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε τό ὁποῖο θά μποροῦσε
νά προστεθεῖ ἤ νά ἀφαιρεθεῖ ἀπό τή μακαριότητα τοῦ σοφοῦ ἀνθρώπου.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἐνεργεῖ σοφά, ὅπως ὀφείλει νά κάνει ἀπό τή στιγμή πού
εἶναι σοφός, δέν θά ἔχει καμία σημασία γιά αὐτόν ἄν μέ τίς πράξεις του
πετυχαίνει ἡ διατηρεῖ αὐτό πού ἐπιδιώκει νά πετύχει ἤ νά
διατηρήσει, ἀκόμη καί ἄν πρόκειται γιά τή φυσική του ἀκεραιότητα,
τήν ὑγεία του, τή ζωή του, ὅταν πεθαίνει στό μαρτύριο τοῦ τροχοῦ. Καί
αὐτό δέν ἰσχύει ἐπειδή ἡ ἱκανοποίηση πού ἀντλεῖ ὅταν ἐνεργεῖ σοφά
εἶναι τόσο μεγάλη πού ὅταν τήν συγκρίνει κανείς μαζί τους, ὁ πόνος, ἡ
ἀπώλεια τῆς ζωῆς ἡ τῆς φυσικῆς ἀκεραιότητας φαίνονται ἀσήμαντα. Ὁ
λόγος εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει ἀπώλεια κατά καμία ἔννοια, γιατί δέν
ὑπάρχει ἀνεξάρτητη παρόρμηση ἤ ἐπιθυμία γιά πράγματα ὅπως ἡ ζωή,
ἡ ὑγεία, ἡ σωματική ἀκεραιότητα, πόσο μᾶλλον γιά ἡδονή, τά ὁποια
θά μποροῦσαν νά καταπιεστοῦν ἡ νά μείνουν ἀνικανοποίητα. Ἡ δική
μας δυσκολία νά καταλάβουμε τόν Στωικό σοφό ἔγκειται
ἀποκλειστικά στό ὅτι ἐμεῖς θεωροῦμε αὐτά τά πράγματα ἀγαθά, ἀκόμη
καί ἄν ἀναγνωρίζουμε πώς πρόκειται γιά πολύ μέτρια ἀγαθά. Αὐτό ὅμως
ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι συγχέουμε τό τί σημαίνει νά εἶναι κάτι
ἀγαθό μέ τό τί σημαίνει ἁπλῶς νά ἔχει ἀξία. Τό νά εἶναι κάτι ἀγαθό ἔχει
νά κάνει μέ τήν εὐδαιμονία μας. Τό νά ἔχει κάτι ἀξία ἔχει νά κάνει μέ
τό ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἕνας ἀγαθός, εὔλογος κόσμος, μέ τό ὅτι ἔχει, κατά
ἕναν δευτερογενῆ τρόπο, προνομιακή θέση σέ ἕναν κατά τό δυνατόν
λογικό κόσμο. Τό ὅτι ἡ φύση μᾶς κατασκευάζει μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά
ἔχουμε εὔλογες πιθανότητες νά ἐπιβιώσουμε καί τό ὅτι ἀκόμα
προικίζει ἀρχικά μέ μία παρόρμηση πού μᾶς ὤθεῖ νά συμπεριφερόμαστε
μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά ἔχουμε εὔλογες πιθανότητες νά
ἐπιβιώσουμε εἶναι λόγος γιά νά πιστεύουμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε
καλύτερα ἐπειδή εἰμαστ ζωντανοί, πόσο μᾶλλον γιά τό ὅτι ὁ ἴδιος ὁ
κόσμος εἶναι κατ’ ἀνάγκην καλύτερος ἐπειδή ἐμεῖς εἴμαστε ζωντανοί.
Αὐτό ἁπλῶς δείχνει ὅτι το να συναγάγουμε τό ἀγαθό ἀπό τό φυσικό εἶναι
πολύ σύνθετο ἔργο, ἔργο πού ἀπαιτεῖ πολύ μεγαλύτερο σεβασμό καί
πίστη στόν κοινό νοῦ καί πολύ βαθύτερη κατανόηση τῆς φύσης ἀπό
ἐκείνη πού ἐπιδιώκει νά ἀποκτήσει ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων.
Το άρθρο
δημοσιεύτηκε στην περιοδική έκδοση
του Κέντρου
Φιλοσοφικών Ερευνών
"ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ"
(τεύχος 15/1)
Σεπτέμβριος 1997
Τήν δέ πρώτην ὁρμήν φάσι τό ζῷον ἴσχειν ἔτι τό τηρεῖν ἑαυτό,
οἰκειούσης αὐτό τῆς φύσεως ἀπ' ἀρχῆς, καθᾶ φησιν ὁ Χρύσιππος ἐν
τῷ πρώτῳ Περί τελῶν, πρῶτον οἰκεῖον λέγων εἶναι παντί ζῴῳ τήν
αὐτοῦ σύστασιν καί τήν ταύτης συνείδησιν·
οὔτε γάρ ἀλλοτριῶσαι εἰκός ἦν αὐτό (αὐτῷ) τό ζῷον, οὔτε
ποιήσασαν αὐτό, μήτ’ ἀλλοτριῶσαι μήτ’ [οὐκ] οἰκειῶσαι.
ἀπολείπεται τοίνυν λέγειν συστησαμένην αὐτό οἰκειῶσαι πρός ἑαυτό·
οὔτω γάρ τά τέ βλάπτοντα διωθεῖται καί τά οἰκεία προσίεται.