Περί Αρετής στην Αρχαία Ελλάδα
Από το «Θύραθεν Φιλοσοφικό Λεξικό» του
Βλάση Γ. Ρασσιά
Αρετή. Εκ του ρήματος «άρω» (ριζικού τύπου του «αραρίσκω»,
δηλαδή αρμόζω, ταιριάζω, ενώνω, στερεώνω, εκ της ρίζας «αρ-», εκ
της οποίας παράγονται οι λέξεις, άρθρον, αριθμός, αριθμός,
αρμός, αρμόζω, αρμονία, άρτι, άρτιος, αρτίζω, αρτύω, αρτύς,
αρείων, άριστος και ίσως Άρης, καθώς και αρετή, ερίητος, και αμ-αρτή,
ομ-αρτή, ομαρτέω, όμηρος, αρπεδόνη).
Υπεροχή τελειότης, ευγένεια εκ καταγωγής, προτέρημα,
πλεονέκτημα, αξιότης ή υπεροχή κάποιου στο είδος του. Το
κατεξοχήν ζητούμενο της Φιλοσοφίας στο επίπεδο του ανθρωπινού
βίου.
Συνειδητή και ελευθέρα «έργωι» Σοφία, που επιμερίζεται σε
επιμέρους τέτοιες, δηλαδή Δικαιοσύνη, Γενναιότητα, Μεγαλοψυχία
κ.λ.π.
Αντίθετα από τα συναισθήματα (φθόνο, αγάπη κ.λ.π.), η Αρετή
προϋποθέτει ενεργητικό υποκείμενο.
Ο δίκαιος, γενναίος, μεγαλόψυχος κ.λ.π., ενεργούν και μάλιστα
συμφώνως προς σαφείς και θείες αρχές, σε πλήρη αντίθεση προς τον
φθονούντα, αγαπώντα κ.λ.π. που κυριεύεται ή διακατέχεται από
συναισθήματα.
Αρχικώς, κατά τους Όμηρο, Καλλίνο, Τυρταίο και Θέογνι η Αρετή
ταυτίζεται απλώς με την πολεμική ανδρεία, τη ρώμη, το «κύδος¨»
οι δε Σιμωνίδης και Πίνδαρος εξακολουθούν αργότερα να αποδίδουν
αυτή στους ηρωικούς νεκρούς των μαχών. Υπό του Ησιόδου, η Αρετή
διαφοροποιείται της προγενεστέρας αντιλήψεως, ως ικανότης
αγαπητών στους Θεούς θνητών. Την έννοια που έλαβε αργότερα εντός
της φιλοσοφικής σκέψεως ο όρος «Αρετή», διαμορφώνει κυρίως ο
Ξενοφάνης, ορίζοντάς την ως αγαθή σοφία σπουδαιότερα και ανωτέρα
της ανδρείας και ρώμης.
Κατά τον Ηράκλειτο, η Σωφροσύνη αποτελεί την μεγίστη των
ανθρωπίνων Αρετών, η δε Σοφία συνίσταται απλώς στο να ομιλούμε
την Αλήθεια και να ενεργούμε κατά τις επιταγές της Φύσεως (αποσπ.
112).
Υπό των Πυθαγορείων και Νεοπυθαγορείων η Αρετή ορίζεται ως
αρμονία της ψυχής, όπως άλλωστε ως εν γένει Αρμονία ορίζονται
και η υγεία, η αγαθότης και το Θείον. «ΤΗΝ ΑΡΕΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟΝ ΑΠΑΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ» (Διογένης
Λαέρτιος, 8, 33) και αυτή την πυθαγόρειο θέση περί ψυχής
χρησιμοποιεί ο Σωκράτης στον «Φαίδωνα» του Πλάτωνος (93 d,
κ.ε.).
Κατά τον Σωκράτη, η «συνειδητή και ελευθέρα» Αρετή αποτελεί μία
ολότητα με επιμέρους κλάδους που αφορούν σε ενέργειες οι οποίες
απαιτούν Γνώση ή Φρόνηση (δηλ. πρακτική σοφία). Εξ αιτίας του
τελευταίου δεδομένου, η Αρετή, η οποία εν τέλει ταυτίζεται με
την πρακτική σοφία, μπορεί να διδαχθεί, να μεταδοθεί δηλαδή δια
της φιλοσοφικής ανθρωπίνης σκέψεως και της πλήρους κατανοήσεως
των όρων Ευσέβεια, Δικαιοσύνη, Ανδρεία και Εγκράτεια, που
ορίζουν τις επιμέρους Αρετές. Ο ενάρετος έχει άριστη γνώση του
Αγαθού, δηλαδή του Ωφελίμου, καθώς και των όρων της Ευδαιμονίας
του. Μία λ.χ. δικαία ή ανδρεία πράξη δεν προέρχεται παρά μόνον
από μία ορθώς προπαρασκευασθείσα για αυτή νοημοσύνη. Ο Σωκράτης
περιγράφει την Αρετή ως «ορθή τροφή» δηλαδή πνευματική
τελειότητα και καλλιέργεια και εισάγει τον όρο «Αρετή του
πράγματος», για να περιγράψει την πολύμορφο Αρετή που
επιδεικνύει ο επιζητών την τελειότητα άνθρωπος στα πράγματα με
τα οποία καταπιάνεται από φυσική κλίση ή ιδιοφυϊα, ενισχύει δε
αυτή με το «νού» και τη «δίκη» (τη Φρόνηση και την Δικαιοσύνη).
Η Αρετή τέλος, ορίζεται υπό του ιδίου και του Πλάτωνος ως σκοπός
της Παιδείας.
Κατά τον πρώϊμο Ηδονιστή Πολύαρχο τον Ηδυπαθή, οι Αρετές δεν
είναι παρά επινόημα («ΠΟΛΥ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΑΦΕΣΤΗΚΟΣ») των νομοθετών
στην προσπάθειά τους να καταστήσουν δυνατό τον κοινωνικό βίο διά
της χαλιναγωγήσεως και συγκρατήσεως της ανθρώπινης πλεονεξίας
(«ΟΙ ΔΕ ΝΟΜΟΘΕΤΑΙ ΟΜΑΛΙΖΕΙΝ ΒΟΥΛΗΘΕΝΤΕΣ ΤΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΓΕΝΟΣ.
ΠΕΠΟΙΗΚΑΣΙ ΤΟ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ ΕΙΔΟΣ», Αθήναιος ΧΙΙ 546 a - b). Στην
προς αυτόν απάντηση του Πυθαγορείου Αρχύτα, η οποία ωστόσο δεν
διεσώθη, αλλά κατά τον Diels απετέλεσε τη βάση για τον «Κάτωνα»
του Κικέρωνος, τονίζεται ότι η ακόρεστος επιθυμία ωθεί
ασυγκρατήτως και αλογίστως τον άνθρωπο προς απόκτηση ηδονής,
αποτελούσα την κυρία αιτία των προδοσιών, των συνωμοσιών και του
κάθε είδους εγκλήματος.
Για τον Κυνικό Αντισθένη και τους μαθητές του, η Φιλοσοφία είναι
καθαρά κοσμική σοφία (χαρακτηριστική είναι η ρήση του «τότε οι
πόλεις χάνονται, όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τους κακούς από
τους καλούς»), ενώ η Αρετή, αν και είναι ο σκοπός του βίου,
είναι κάτι το απολύτως πρακτικό που δεν χρειάζεται ούτε πολλά
λόγια, ούτε επίπονη εκπαίδευση (Διογένης Λαέρτιος 6, 2). Η
Αρετή, που είναι κάτι το υπαρκτό, μπορεί να διδαχθεί με πολύ
απλό τρόπο στον άνθρωπο, αφού η αρχή για τη μάθηση είναι η
προσεκτική σπουδή των λέξεων («ΑΡΧΗ ΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ Η ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ»). Για τους Κυνικούς, η ανθρώπινη Αρετή είναι η
αυτάρκεια, η απουσία αναγκών και επιθυμίας, είναι δε επαρκής αφ'
εαυτής για την ανθρώπινη Ευδαιμονία και συνίσταται στην
ανεξαρτησία και απαλλαγή από όλες τις γήϊνες αποκτήσεις και
δεσμεύσεις. Η Αρετή των Κυνικών, η οποία ανακηρύσσεται συν τοις
άλλοις και η μόνη δυνατή υπηρεσία προς τους Θεούς, είναι
συνδεδεμένη με τη Λογικότητα, η οποία της δίνει την ικανότητα να
ενισχυθεί αφ' εαυτής, θεωρείται δε μία δια βίου κατάκτηση που
δεν είναι δυνατόν ν' απωλεσθεί άπαξ και αποκτηθεί (ο Σοφός
εξαιρείται από κάθε περίπτωση σφάλματος). Ο Σοφός κρατεί εαυτόν
αδιάφορο ή και εχθρικό προς τυχόν θεσμούς και νόμους που δεν
αναγνωρίζουν την πραγματική Αρετή. Για τους Κυνικούς συνεπώς, η
Αρετή μπορεί να διδαχθεί, και από τη στιγμή που θα κατακτηθεί
είναι παντελώς αδύνατον να απωλεσθεί.
Ο κάτοχός της, ο Κυνικός σοφός, είναι απολύτως ελεύθερος και
αυτάρκης, αφού, με το να είναι τέτοιος, κατέχει όλον τον πλούτο
που μπορεί να αφορά την ανθρώπινη φύση.
Κατά τον Αριστοτέλη, η Αρετή στον ανθρώπινο βίο διακρίνεται σε
δύο είδη, τη διανοητική και την ηθική.
Οι διάφορες διανοητικές αρετές μπορούν να διδαχθούν και να
υιοθετηθούν από τα πρόσωπα, οι δε ηθικές αποκτώνται μέσα από το
καθημερινό έθος και την συνήθεια. Με την εξάσκηση της Αρετής, η
οποία σαφώς ορίζεται και βασίζεται σε συνειδητή, υπεύθυνο και
ελευθέρα πράξη, ο άνθρωπος καθίσταται «καθ' εαυτόν καλός».
Οι Στωϊκοί διαιρούν τριμερώς την Αρετή, μιμούμενοι την ανάλογο
διαίρεση αυτής της ιδίας της Φιλοσοφίας, από τα τέλη του 4ου
π.α.χ.χ. αιώνος και εντεύθεν. Η Λογική Αρετή συνίσταται στην
ορθή χρησιμοποίηση του θείου δώρου της Λογικότητος, η Φυσική σε
οικειότητα προς την Φύση και σε αρμονικό βίο εντός της, η δε
Ηθική σε έμπρακτο εφαρμογή των φιλοσοφικών θέσεων στις
διαπροσωπικές σχέσεις, δίχως την ελάχιστη διάσταση ανάμεσα στον
θεωρητικό βίο και τις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Η Αρετή για
τους Στωϊκούς πρέπει να είναι το απόλυτο «προς απόκτησιν», η
Κακία το απόλυτο «προς αποφυγήν». Σε προέκταση της επισημάνσεως
του Αρκεσιλάου αναφορικώς με την Γνώση και την Άγνοια, όλα τα
υπόλοιπα ανάμεσα στην Αρετή και την Κακία κατατάσσονται στα
λεγόμενα «Αδιάφορα». Ο Στοβαίος μας παραδίδει ότι κατά του
Στωϊκούς η Αρετή χωρίζεται σε «πρώτες» και «υποτεταγμένες»
(δευτερεύουσες) επιμέρους Αρετές.
Οι κατεξοχήν, ή «πρώτες», Αρετές είναι η Σύνεσις, η Δικαιοσύνη,
η Γενναιότης και η Εγκράτεια, ή, κατά μία άλλη εκδοχή, η
Λογικότητα ή Φρόνησις (περί τα καθήκοντα), η Σωφροσύνη (περί τις
ορμές), η Δικαιοσύνη (περί τις απονεμήσεις) και η Ανδρεία (περί
τις υπομονές). Οι «υποτεταγμένες» Αρετές είναι αντιστοίχως οι
Ευβουλία, Ευλογιστία, Αγχίνοια, Ευστοχία, Νουνέχεια και
Ευμηχανία (υπό την Λογικότητα ή Φρόνηση), οι Ευταξία, Κοσμιότης,
Αιδημοσύνη και Εγκράτεια (υπό την Σωφροσύνη), οι Ευσέβεια,
Χρηστότης, Ευκοινωνησία και Ευσυναλλαξία (υπό την Δικαιοσύνη),
οι Καρτερία, Θαρραλεότης, Μεγαλοψυχία, Ευψυχία και Φιλοπονία
(υπό την Ανδρεία). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το Κακόν υπάρχει
μόνον «κατά παρακολούθησιν της Αρετής ή του Αγαθού» και δεν
είναι δυνατόν να λείψει από τον Κόσμο, καθώς η Αρμονία και η
Τελειότης έχουν πάντοτε ως προϋπόθεσή τους την ύπαρξη των
αντιθέτων (της «εναντιότητος»).
Όπως παρατηρεί ο Επίκτητος, οι Θεοί διέταξαν να υπάρχουν,
ανάμεσα σε άλλα αντίθετα, η Αρετή και η Κακία «για την αρμονία
του συνόλου» Το ηθικό Κακόν δεν αποτελεί συνεπώς πραγματικό
Κακόν διότι χρησιμεύει στην αρμονία του συνόλου και εκπληροί
έναν σαφή σκοπό. Το λεγόμενο «Κακόν» δεν είναι παρά η χυδαιοτέρα
και κατωτάτη μορφή του «Αγαθού» και, αντιστοίχως, ο φαύλος
άνθρωπος στέκει απλώς, αυτοτιμωρούμενος κατ' ουσίαν, στην
κατώτατη βαθμίδα του ανθρωπίνου είδους, προδότης της φύσεώς του
και αυτοϋποβιβασθείς σε άλογο ζώον. Ο ενάρετος άνθρωπος δεν
απειλείται εκ της υπάρξεως του φαύλου, όπως και δεν απειλείται
από την πέριξ αυτού ύπαρξη των φυτών και των αλόγων ζώων. Δεν
υπάρχει δε ΠΟΤΕ «ευδαιμονία» των φαύλων, αφού η όποια νομιζομένη
σαν τέτοια, δεν είναι παρά φάντασμα βασιζόμενο σε εξωτερικά
αγαθά και άλλα πράγματα που για τον ενάρετο είναι απλώς
«αδιάφορα προηγμένα».
Κατά τον Επίκουρο, και σε αντίθεση προς τους Στωϊκούς, οι Αρετές
δεν έχουν απόλυτο αξία, αλλά οφείλουν να συνδέονται με την
Ηδονή: κανείς που ζεί με Φρόνηση, Τιμή και Δικαιοσύνη δεν μπορεί
να μη ζεί επίσης και με μόνιμο ευχαρίστηση. Οι Αρετές δεν είναι
ο σκοπός του βίου, αλλά τα μέσα ή οι πηγές της Ηδονής.
Ο Επίκουρος τις αποδέχεται ως αναγκαίες για το δικό του
εγωκεντρικώς προσανατολισμένο «ζήν ηδέως» και την Ευδαιμονία,
σημειώνοντας μάλιστα χαρακτηριστικά ότι συνδέονται αυτές «εκ
φύσεως» με την ευχάριστη ζωή, η δε τελευταία δεν είναι δυνατόν
να χωρισθεί από αυτές («Προς Μενοικέα» 132).
Κατά τους πρώτους Νεοπλατωνικούς (Πλωτίνος), οι αρετές αποτελούν
απλώς προστάδιο για την Έκσταση. Στόχος των ηθικών προσπαθειών
δεν είναι να γίνει κανείς τέλειος άνθρωπος, αλλά να επιτύχει τη
μυστικιστική ένωση με τον Θεό (κατά τον Πλωτίνο, «Η ΣΠΟΥΔΗ ΟΥΚ
ΕΞΩ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΕΙΝΑΙ, ΑΛΛΑ ΘΕΟΝ ΕΙΝΑΙ»).
Ο ίδιος φιλόσοφος διακρίνει τις αρετές σε «πολιτικές» (που
διακρίνουν τον δίκαιο άνθρωπο) και «καθαρτικές» (που κάνουν να
επιλάμψει στον θνητό η ομοιότης του προς τον Θεό), καθοριστικές
θεωρούνται δε μόνον οι δεύτερες, αφού σκοπός του βίου ορίζεται ο
αγών για ομοίωση με τον Θεό. Από τους μετέπειτα Νεοπλατωνικούς
(από Πορφύριο έως Μαρίνο) προστίθεται και η «θεουργική» ή
«ιερατική» ομάδα των λεγομένων «ενοποιητικών αρετών», που κατά
τον Πρόκλο είναι οι μόνες που μπορούν να φέρουν τον άνθρωπο σε
ένωση με τον Θεό. Ενώ με τις «καθαρτικές» αρετές του Πλωτίνου ο
θνητός καθαρίζεται δια της διανοήσεως και γίνεται όμοιος με τον
Θεό, με την «θεουργική» αρετή καθαρίζεται δια των τελετουργιών.
Κατά το Νεοπλατωνικό Θεόδωρο τον Ασιναίο, είναι κοινή για άνδρες
και γυναίκες η οδός προς την Αρετή.