Ολυμπιακοί Αγώνες και Ιδεολογία του Αθλητισμού
στην Αρχαία Ελλάδα
Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες υπήρξαν θεσπέσιο λατρευτικό-αθλητικό θέσμιο των
αρχαίων Ελλήνων, με σύνδρομο ποιοτικό-ηθικό βίωμα, πριν ήδη από την μάχη
του Μαραθώνος και τη μάχη των Πλαταιών.
Χαρακτήριζε τους Έλληνες, ήδη στον όγδοο π.Χ. αιώνα, η εύτολμη και
δημιουργική δράση και η συναίσθηση χρέους προς τον άθλο και την άμιλλα,
ιδιαίτερα τους πρωτοπόρους μεταξύ τους όπως και η έξοχη μυθολογία τους
υπαγόρευε, καίριο στοιχείο του πολιτισμού τους, έργο θαυμαστής ποιητικής
φαντασίας, εμψυχωτικής του εξωανθρώπινου κόσμου, εξυψωτικής του
ανθρωπίνου βίου. Τα έπη του Ομήρου, διάσπαρτα έστω ακόμη, λάξευαν τη
συνείδηση των Ελλήνων προς ηρωικό ήθος. Από τους στίχους της Ιλιάδας
ηχούσε το βαρύηχο παράγγελμα «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι
άλλων». Ο ηθικά ωραιότερος ήρωας του Ομήρου, δεν καταδεχόταν να ζει ως
«άχθος αρούρης», δηλαδή να επιζεί απλώς χωρίς να μεγαλουργεί. Από τους
στίχους της Οδύσσειας αντηχούσε η ρητή έξαρση της αξίας του αθλητισμού
και η αξιολογική αντιδιαστολή του προς την ενασχόληση αποκλειστικά σε
κερδοφόρα εμποροναυτική δράση _ από τον Αλκίνοο (θ 103) και τον Λαοδάμα
(θ 147-148) και από τον Ευρύαλο (θ 159-164).
Στην ηθικο-ποιητική αυτή ατμόσφαιρα και ως οιονεί συμπλήρωμα
θρησκευτικής λατρείας θεσπίστηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες στην αρχαία
Ελλάδα όπως και οι άλλοι πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες, «Ίσθμια», «Νέμε
», «Πύθια». Μάλιστα, ο ιερός χώρος της Ολυμπίας υπήρξε χώρος όχι μόνο
αθλητικών αγώνων, αλλά και μαντείου επίσης. Η λειτουργία μαντείου όμως
ατόνησε με το πέρασμα του χρόνου και πολύ ενωρίς αναδείχτηκε η Ολυμπία
ως χώρος της κορυφαίας αθλητικής πανηγύρεως των Ελλήνων.
Η θέσπιση των Ολυμπιακών αγώνων είναι αδύνατον να ενταχθεί με ακρίβεια
σε ορισμένη στιγμή του ιστορικού χρόνου, καθώς είναι βυθισμένη στην αχλύ
των θρύλων, με θεούς και ημιθέους φερόμενους ως ιδρυτές και πρώτους
Ολυμπιονίκες. Αντανακλούν άλλωστε οι θρύλοι αυτοί και τις πολιτικές
περιπέτειες της περιοχής της Ολυμπίας, καθώς η κυριαρχία της
εναλλασσόταν μεταξύ των Ηλείων και των Πισατών προπάντων, και μόνο από
το 570 π.Χ. εμπεδώθηκε οριστικά η υπαγωγή της Ολυμπίας στην εξουσία των
Ηλείων. Το πιθανότερο λοιπόν είναι, ότι θεσπίστηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες
από τους Ηρακλείδες, ύστερα από την «κάθοδο» τους και την επέκταση της
παρουσίας των αιτωλοδωρικών φύλων έως την Πισάτιδα. Επικράτησε τότε και
η λατρεία του Διός στην Ολυμπία. Και πλάστηκε τότε, φαίνεται, και ο
θρύλος, ότι ίδρυσε του Ολυμπιακούς αγώνες ο Ηρακλής, ο Ιδαίος, με τους
συνοδούς του από την Κρήτη Κουρήτες. Ως ιδρυτής, εξ άλλου, των
Ολυμπιακών αγώνων στην ιστορική πραγματικότητα φέρεται ο βασιλεύς των
επήλυδων αυτών αιτωλο-δωρικών φύλων Όξυλος. Καίρια όμως φαίνεται υπήρξε
η ανακαίνισή τους από τον απόγονό του Ίφιτο, καθώς με αυτήν συνδέεται
και η θέσπιση της σύνδρομης των αγώνων πανελλήνιας εκεχειρίας,
επιτελεσμένη, με την επέμβαση και του Ιερού των Δελφών, από τον Ίφιτον
αυτόν και τον βασιλέα της Σπάρτης Λυκούργο και τον βασιλέα της Πίσας
Κλεοσθένη.
Χρονική αφετηρία, κάπως στερεή, για την παρακολούθηση της ιστορίας των
Ολυμπιακών αγώνων παρέχει το έτος 776 π.Χ., δεκτό συμβατικά ως
χρονολογία των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων, εναρκτήρια και της πρώτης
Ολυμπιάδας. Μοναδικό αγώνισμα τότε ήταν ο δρόμος ενός σταδίου, 129,27
μέτρων, και ολυμπιονίκης υπήρξε ο Ηλείος Κόροιβος, ενώ η διάρκεια των
αγώνων ήταν μια ημέρα μόνο. Από τους δέκατους τέταρτους ολυμπιακούς
αγώνες, το 724 π.Χ., άρχισε η τέλεση και άλλων αγωνισμάτων, ώστε να
γίνουν στους κλασσικούς χρόνους δέκα οκτώ, και η διεξαγωγή τους να
διαρκεί πέντε ημέρες, από την 77η Ολυμπιάδα, το 472 π.Χ. και ύστερα .
Διαδοχικά είχαν ενταχθεί ο δίαυλος, δηλαδή ο δρόμος δύο σταδίων, το 724
π.Χ., ύστερα η πάλη και το πένταθλο το 708 π.Χ., ύστερα η πυγμαχία το
688 π.Χ., και ύστερα άλλα ακόμη.
Διεξάγονταν οι Ολυμπιακοί αγώνες ανά τετραετία και σε θερινή εποχή
πάντοτε, συγκεκριμένα το πενθήμερο από επόμενη του θερινού ηλιοστασίου
πανσέληνο. Από την έβδομη Ολυμπιάδα έπαθλο των νικητών καθιερώθηκε, μετά
χρησμό του Δελφικού Μαντείου, ο κότινος, δηλαδή στεφάνι από κλαδί της
ιερής αγριελιάς, της βλαστημένης έξω από τον οπισθόδομο του ναού του
Διος, της «καλλιστεφάνου ελαίας». Τα κλαδιά της έκοβε «παις αμφιθαλής».
Η συνδρομή των Ολυμπιακών αγώνων «εκεχειρία», διάρκειας αρχικά ενός
μηνός, ύστερα δύο και τελικά τριών μηνών, άρχιζε με την αναγγελία των
αγώνων και συνεχιζόταν και ύστερα από τη λήξη τους, ώστε να γίνεται
ακίνδυνα η προσέλευση των αθλητών και των συγγενών τους και των θεατών
και η επιστροφή στις πατρίδες τους. Η αναγγελία των αγώνων γινόταν από
τους «σπονδοφόρους», δηλαδή πολίτες Ηλείους, στεφανωμένους με κλαδιά
ελιάς, περιερχόμενους τις πόλεις με ραβδί κήρυκα στο χέρι. Στη διάρκεια
της «εκεχειρίας» απαγορεύονταν οι μεταξύ Ελλήνων εχθροπραξίες, η
διακίνηση οπλοφόρων στην Ηλεία και η εκτέλεση θανατικής ποινής, και
αντίστροφα επιτρεπόταν η διέλευση των αθλητών και των άλλων προς και από
την Ολυμπία διαμέσου του εδάφους και πόλεων εμπόλεμων προς την πατρίδα
τους.
Και ξεκινούσαν τότε από τις διάφορες περιοχές παρουσίας των Ελλήνων, έως
και από την Κάτω Ιταλία και Σικελία και τα ανατολικά παράλια του Αιγαίου
και τη Βόρειο Αφρική, αθλητές και συνοδοί τους και θεατές, για να
μετάσχουν ή να παρευρεθούν στους Ολυμπιακούς αγώνες και να ζήσουν ολίγες
ημέρες, στη μεγαλειώδη αυτή πανήγυρη των Ελλήνων, ενωμένων σε ηθική
έξαρση και σε ατμόσφαιρα εορταστική, με υπερνίκηση των μεταξύ τους
συγκρούσεων. Και προσέρχονταν, εκτός από το πλήθος των ανεπισήμων
θεατών, και αντιπρόσωποι επίσημοι των πόλεων, οι «θεωροί», αλλά και
πανελλήνιες προσωπικότητες διάσημες, ρήτορες, ποιητές και μουσικοί. Η
επιτόπια διαμονή, σε ώρα μάλιστα καύσωνος, ενείχε πολλή δυσκολία. Το
προς και από την Ολυμπία ταξίδι επίσης ήταν επίπονο ή και πολυήμεο,
καθώς γινόταν με ίππους είτε ιπποκίνητες άμαξες ή και πεζή. Φαντάζεσθε,
τι ζήλος και τι πίστη εμψύχωνε όσους μετείχαν στον πανελλήνιο αυτό
συναγερμό.
Οι αθλητές, Έλληνες μόνο και με παρελθόν άψογο ηθικά, όφειλαν να φθάσουν
ένα μήνα πριν από την έναρξη των αγώνων και να προπονηθούν και να
δοκιμασθούν επί τόπου στη διάρκεια του μηνός, αλλά και να έχουν
υποβληθεί σε προπόνηση προηγουμένως επί δέκα μήνες τουλάχιστον.
Την φροντίδα για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων είχαν οι
«Ελλανοδίκες». Το αξίωμά τους αρχικά ήταν ισόβιο, και μάλιστα
κληρονομικό, ενωρίς όμως είχε γίνει αιρετό και με κλήρο, ενώ η θητεία
τους περιορίσθηκε για μια Ολυμπιάδα. Ο τίτλος τους υποδηλώνει την
αποστολή τους και το εθνικό εύρος των αγώνων. Σαν να εκτεινόταν η
δικαιοδοσία τους επί τους πανέλληνες. Και σαν να ήταν για ολίγες ημέρες
η Ολυμπία οιονεί πρωτεύουσα της Ελλάδος. Εξ άλλου, ο ιερός χώρος της
Ολυμπίας είχε ίσως και ορισμένα μυθικής πηγής δικαιώματα προβαδίσματος
προς τις άλλες περιοχές της Πελοποννήσου τουλάχιστον. Ας μη λησμονούμε,
ότι με τον χώρος της Ολυμπίας συνδεόταν η δράση του θρυλικού Πέλοπος και
ότι η ονομασία ολόκληρης της νοτίως του Ισθμού χερσονήσου υποσήμαινε
περιέλευσή της κάπως υπό την κυριαρχία του: Πέλοπος νήσος, Πελοπόννησος.
Οι Ελλανοδίκες, τελικά δέκα, εκλέγονταν μεταξύ των Ηλείων πολιτών, και
υποβάλλονταν σε δεκάμηνη εκπαίδευση, ώστε να εκμάθουν τους κανονισμούς
των αγώνων και γενικά ν' αποκτήσουν τα προσόντα για την ορθή και αυστηρή
προπόνηση ων αθλητών, για την άψογη διεύθυνση των αγωνισμάτων και
ανάδειξη των νικητών, ή και για τη μη άμετρη επιβολή ποινών. Είχαν
βοηθούς τον αλυτάρχη και τους αλύτες, αλλά και μαστιγοφόρους και
ραβδούχους. Υπό την εποπτεία τους υπηρετούσε και άλλο πολλαπλό προσωπικό
για την προετοιμασία και στη διάρκεια των αγώνων.
Η επιτυχία των Ολυμπιακών αγώνων ήταν κύριο μέλημα των
υπεύθυνων για τη διακυβέρνηση της Ήλιδας. Η μεγαλοπρεπέστατη σ' αυτούς
εκπροσώπηση των πόλεων, και προπάντων η νίκη των αθλητών κάθε μιας, ήταν
μέλημα έντονο των αρχόντων και του λαού της. Η Σπάρτη, από 720 π.Χ. έως
586 π.Χ. είχεν επιτύχει, ώστε από τους 81 γνωστούς ολυμπιονίκες οι 46 να
είναι σπαρτιάτες.
Άρχιζαν οι Ολυμπιακοί αγώνες με ιεροτελεστία και με την
ορκωμοσία των αθλητών εμπρός στο άγαλμα του Ορκίου Διός. Ορκίζονταν οι
αθλητές ότι θα αγωνισθούν τίμια. Ορκίζονταν επίσης και οι γυμναστές,
καθώς και οι πατέρες είτε οι πρεσβύτεροι αδελφοί των αθλητών, ότι είχαν
αυτοί προπονηθεί επί δέκα μήνες. Αλλά και οι Ελλανοδίκες ορκίζονταν, ότι
θα είναι αμερόληπτοι, όπως και ότι δεν θα αποκαλύψουν τους λόγους των
αποφάσεών τους. Ακολουθούσε η διεξαγωγή των αγωνισμάτων, ενώ την τρίτη
ημέρα γινόταν, ως πράξη λατρείας του Διός, θυσία εκατό βοδιών.
Οι επιδόσεις των αθλητών ήταν συχνά εξαίρετες. Ότι όμως ενδιέφερε, ήταν
προπάντων η άμιλλα και η Νίκη, όχι και οι επιδόσεις καθ' εαυτές, όπως
και όσο ενδιαφέρουν στην εποχή μας. Άλλωστε δεν υπήρχαν και χρονόμετρα,
ώστε να είχαν μετρηθεί με ακρίβεια οι επιδόσεις των δρομέων. Έχουν όμως
περισωθεί περιγραφές είτε αφηγήσεις για επιβλητικές επιτεύξεις αθλητών,
ενδεικτικές του θαυμασμού των θεατών γι' αυτές, και άρα της μεγαλοσύνης
των επιδόσεών τους.
Προπάντων εξ άλλου, έως και τους κλασσικούς χρόνους
τουλάχιστον, γνήσια και βαθιά ήταν η βίωση των ολυμπιονικών, ότι
μιμούνταν κάπως τους άθλους θεών και ημιθέων, των πρώτων εκείνων
ολυμπιονικών του θρύλου, ευφρόσυνα και δοξαστικά για τη γενιά τους.
Μαρτυρούν και οι ολυμπιακοί ύμνοι του Πινδάρου, αριστουργήματα ποιητικά,
εξυμνητικά όχι μόνο του ολυμπιονίκη, αλλά και της γενιάς του και της
πατρίδας του, σε τόνο μεταρσιωτικό προς τον κόσμο του μύθου.
Μέγιστο υπήρξε για τους Έλληνες το κύρος των Ολυμπιακών
αγώνων και σχεδόν ιστορικά υπερβατό.
Τι άλλο σημαίνει, ότι και σε περίοδο πολέμου, του φοβερού αυτού σπασμού
της Ιστορίας, ίσχυε η προκήρυξη και μόνη των Ολυμπιακών Αγώνων για να
παύσουν οι πολεμικές μεταξύ Ελλήνων επιχειρήσεις; Τι άλλο σημαίνει, ότι
από το 400 π.Χ. περίπου, ο ιστορικός χρόνος άρχισε να μετριέται και η
χρονολόγηση των ιστορικών γεγονότων να επιτελείται με βάση τις
διαδοχικές Ολυμπιάδες, ονομασμένες η κάθε μια και με το ένδοξο ήδη όνομα
του πρόσφατου ολυμπιονίκη στο αγώνισμα του ενός σταδίου; Είναι δυο
ηθικοί τίτλοι εξαίσιοι των Ολυμπιακών αγώνων, ότι με την προκήρυξή τους
έπαυαν οι μεταξύ Ελλήνων εχθροπραξίες και ότι με αναφορά σ' αυτούς
προσδιοριζόταν η χρονολογία των Ελλήνων.
Από τους δύο αυτούς ηθικούς τίτλους φαίνεται ήδη, πόσο ήταν σπουδαίο
στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού οι Ολυμπιακοί αγώνες, ως κορυφαία
πανηγυρική αναγνώριση της συμβολής του αθλητισμού στην ευόδωση της
ελληνικής παιδείας ή και της επιβολής του αγωνιστικού ήθους στη διάπλαση
της ελληνικής βιοτροπίας-έστω και αν η πανηγυρική αυτή αναγνώριση ενείχε
και στοιχεία θρησκευτικά.
Εκφραστικώτατη για την καταξίωση του αθλητισμού στη συνείδηση του λαού
των Ελλήνων της κλασικής εποχής είναι η περίφημη πρόσρηση προς τον
Διαγόρα, ολυμπιονίκη από τη Ρόδο και πατέρα ολυμπιονικών, «Κάτθανε,
Διαγόρα, ουκ ες Όλυμπον αναβήσει», ότι υποσημαίνει εξάντληση των
ορίων της προσιτής για τον άνθρωπο ευδαιμονίας, από το γεγονός των νικών
πατέρα και υιών στους Ολυμπιακούς αγώνες. Εξ άλλου, ο Πίνδαρος στον ύμνο
του για τον Διαγόρα δεν παραλείπει να εξάρει και το σεμνό ήθος του
Ρόδιου αυτού ευπατρίδη ως χάρισμά του, έκγονο και της ανατροφής του με
την ορθοφροσύνη ενάρετων πατέρων, προφυλακτικής του από τον κίνδυνο της
αλαζονείας: «ύβριος εχθράν οδόν ευθυπορεί, σάφα δαής ά τε οι πατέρων
ορθαί φρένες εξ αγαθών έχρεον» (Ολυμπιονίκος Ζ΄ 165-168).
Δηλωτικό της ευρύτατης επιβολής του αγωνιστικού ήθους στον βίο των
Ελλήνων είναι ότι ακόμη και οι παραστάσεις τραγωδιών, των πνευματικών
αυτών μεγαλουργημάτων, ήταν συνυφασμένες με «αγώνα» μεταξύ των
ποιητών, ενώ είχαν εξ άλλου και χαρακτήρα «διδασκαλίας». Μάλιστα,
πολύ πριν από τον Φρύνιχο και τον Αισχύλο, τους πρώτους μεγάλους ποιητές
δράματος, ο ποιητής Ησίοδος φέρεται να έχει νικήσει με ποίημά του και να
έχει βραβευθεί στους αγώνες για τον νεκρό βασιλέα της Χαλκίδας
Αμφιδάμαντα. Και τα περίφημα όμως «Πύθια» στην αρχική περίοδό
τους ήταν μουσικοί «αγώνες» και μόνο από το 582 π. Χ. έγιναν και
αθλητικοί, όταν αναδιοργανώθηκαν με την επέμβαση του Σικυώνιου άρχοντα
Κλεισθένους, πάππου εκ μητρός του μεγάλου πολιτικού των Αθηνών
Κλεισθένους. Είχαν επίγνωση, άλλωστε, οι αρχαίοι Έλληνες της αξίας του
αγωνιστικού ήθους, με συνέπεια και να λάβει πλαστική μορφή η αφηρημένη
έννοια του Αγώνος, δηλαδή να στηθεί άγαλμα του Αγώνος στην Ολυμπία τα
πρώτα χρόνια του πέμπτου π.Χ. αιώνος.
Η ανά τετραετία συνάθροιση πλήθους Ελλήνων στην Ολυμπία και από τις πιο
μακρινές ελληνικές πόλεις για να παρακολουθήσουν τους Ολυμπιακούς αγώνες
έμοιαζε κάποτε και να λειτουργεί ως οιονεί Εθνική Συνέλευση των
Πανελλήνων, με παρουσία ή και με απεύθυνση προς αυτή διάσημων ανδρών του
πνεύματος και της πολιτικής. Το 476 π.Χ. παρευρέθηκε στους Ολυμπιακούς
αγώνες, και συγκέντρωσε την προσοχή και τις επευφημίες του πλήθους υπέρ
οιονδήποτε πρωταθλητή, ο πιο ένδοξος τότε πολιτικός της Ελλάδος, ο
αθηναίος Θεμιστοκλής, ο πρωτουργός της νίκης των Ελλήνων στης ναυμαχία
της Σαλαμίνας πριν τέσσερα χρόνια.
Στην Ολυμπιάδα του 416 π.Χ. είχε παραστεί με λάμψη πολλή ως
«αχιθέωρος» των Αθηναίων ο ανερχόμενος τότε πολιτικός Αλκιβιάδης.
Στην Ολυμπιάδα του 408 π.Χ. ή του 392 π.Χ., εκφώνησε λόγο έξοχο, έκκληση
για την ένωση των Ελλήνων, ο μέγας σοφιστής και ρήτωρ Γοργίας από τους
Λεοντίνους της Σικελίας. Στην Ολυμπιάδα του 388 π.Χ. εκφώνησε λόγο
σφοδρό με άμετρο πολιτικό πάθος ο ρήτωρ Λυσίας. Με προορισμό να
εκφωνηθεί στην επικείμενη Ολυμπιάδα έγραψε ο Ισοκράτης, ο αθηναίος μέγας
διδάσκαλος της ρητορικής, τον περίφημο «Πανηγυρικόν», θερμή
παραίνεση των Ελλήνων προς ομόνοια.
Χρειάζεται όμως ίσως και να μη αγνοήσομε, ότι και στην ίδια την Ελλάδα
των χρόνων της ακμής της υπήρξαν και αντιδράσεις προς την απόδοση
μεγάλων, θεωρημένων ως υπέρμετρων, τιμών στους νικητές αθλητικών αγώνων
ή και προς τη μονομέρεια της ασχολίας επαγγελματικά με τον αθλητισμό. Η
κριτική αυτή συντρέχει με κάποια ρήξη γενικότερα του κύρους του
παραδοσιακού πολιτισμού των Ελλήνων, αλλά και με φαινόμενα εκφυλισμού
του γνήσιου και αγνού αθλητισμού. Ο Ξενοφάνης, κριτικός φιλόσοφος,
πρόσφυγας στη Σικελία και την Ιταλία, επικριτής και των θεολογικών μύθων
των εθνικών ποιητών, πικραμένος και από τη μη αναγνώριση κοινωνικά της
σοφίας του, ή και από τις οικονομικές του δυσχέρειες, επικρίνει έντονα
την υπερτίμηση της αξίας των αθλητικών νικών. Ο Ευριπίδης, ο
κριτικότατος επίσης μέγας τραγικός ποιητής, πικραμένος και αυτός από τη
μη επάξια τίμηση του έργου του, αλλά και απογοητευμένος από την εμφάνιση
αθλητικού επαγγελματισμού και τον τρόπο ζωής των επαγγελματιών αθλητών,
έφθασε να δώσει έκφραση και στην άμετρη γνώμη: «κακών γαρ όντων
μυρίων καθ' Ελλάδα, ουδέν κάκιον εστί αθλητών γένος». Ο Πλάτων,
αντίθετα, Νεμεονίκης ο ίδιος, εξαίρει την παιδευτική αξία του
αθλητισμού, ως απαραιτήτου μάλιστα και για την ηθική διάπλαση του
ανθρώπου προς καρτερία και θεληματικότητα, εκφράζει όμως την
αποδοκιμασία του και αυτός για τη μονομέρεια της παιδείας αποκλειστικά
με τον αθλητισμό.
Οι επικρίσεις αυτές και οι επιφυλάξεις με αντικείμενο τον αθλητισμό,
σύνδρομες ευρύτερης κριτικής στοιχείων του παραδοσιακού πολιτισμού των
Ελλήνων, δεν ίσχυσαν να εξαφανίσουν το κύρος και το γόητρο των
Ολυμπιακών Αγώνων. Παρά τις αλλοιώσεις του ελληνικού πολιτισμού στην
ελληνιστική εποχή και στα πρώτα χρόνια της ρωμαιοκρατίας, ο θεσμός των
Ολυμπιακών Αγώνων συνεχίζει τη λειτουργία του, έστω και αν υπέχει
κάποιες τροποποιήσεις, έκγονες του ήθους και του ύφους των καιρών.
Αποκτούν δικαίωμα συμμετοχής στους άλλοτε καθαρά ελληνικούς Ολυμπιακούς
αγώνες και οι Ρωμαίοι, μάλιστα και αυτοκράτορες της Ρώμης, όπως ο
Τιβέριος και ο Νέρων, αφού πριν ο ρωμαίος ηγέτης Σύλλας είχε λεηλατήσει
το ιερό της Ολυμπίας και είχε αποπειραθεί να μεταφέρει τους Ολυμπιακούς
αγώνες στη Ρώμη. Από τις αρχές του τρίτου μ.Χ. αιώνα, με την επέκταση
της ιδιότητας ρωμαίου πολίτη σε πλήθος λαών της Αυτοκρατορίας,
διευρύνθηκε η συμμετοχή μη Ελλήνων στους Ολυμπιακούς αγώνες. Κάτι
καταλυτικό της αρχαίας φυσιογνωμίας τους, αλλά και προμηνυτικό του
κατακτημένου στην εποχή μας οικουμενικού χαρακτήρα τους. Έως ότου, με
Διάταγμα του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μεγάλου, απαγορευτικό γενικά των
ειδωλολατρικών ιερών, το 393 μ.Χ., επέρχεται και η επίσημη κατάργηση του
θεσμού των Ολυμπιακών αγώνων, μετά υπερχιλιετή λειτουργία του.
Υπήρξε κάπως συμβολική για την αλλαγή των καιρών, με τον εμβαπτισμό των
παραμεσογειακών λαών στο νάμα της χριστιανικής πνευματικότητας, η
επίσημη αυτή κατάλυση των Ολυμπιακών αγώνων, ύστερα από ιστορικά
βαρυσήμαντη λειτουργία τους επί 1168 χρόνια. Οι 293 ολυμπιάδες, από το
776 π.Χ., έως το 393 μ.Χ., είχαν αποθέσει τη σφραγίδα τους ανεξίτηλη
στην Ιστορία.
Ο Πλάτων, μέγιστος φιλόσοφος και της παιδείας προβαίνει, με ικανά εφόδια
και από την εμπειρία, την αποκτημένη στην αθλητική περίοδο του βίου του,
σε καίρια και πολύ εμπεριστατωμένη έκθεση της ουσίας και αποτίμηση της
αξίας του αθλητισμού. Στο κύριο έργο του Πολιτεία γράφει: «Μετά
δη μουσικήν γυμναστική θρεπτέοι οι νεανίαι» (403 c), δηλαδή πρέπει να
ανατρέφονται οι νέοι όχι μόνο με καλλιέργεια πνευματική, αλλά και με
άσκηση αθλητική. Προσθέτει μάλιστα:«Δει μεν δη ταύτη ακριβώς τρέφεσθαι
εκ παίδων δια βίου», δηλαδή πρέπει να αρχίζει η αθλητική άσκηση του
ανθρώπου στην παιδική ηλικία του και να συνεχίζεται σε όλη τη ζωή του».
Δεν περιορίζεται ο Πλάτων να επικυρώσει με τον λόγο της φιλοσοφίας την
αξία της «γυμναστικής» στη ζωή του ανθρώπου, κάτι σύμφωνο με την
πρακτική ήδη των Ελλήνων πριν από αιώνες, αλλά και διερμηνεύει την
έκταση της συμβολής της για την ευεξία του ανθρώπου. Προς το σκοπό αυτό
υποβάλλει σε κριτική τη γνώριμη στην εποχή του, αλλά και στην εποχή μας,
σχηματική αντιπαράθεση της «γυμναστικής» προς τη «μουσική», όπως
αντίστοιχα του σώματος προς την ψυχή, ωσάν δηλαδή η «γυμναστική» να
επιδρά μόνο στο σώμα, ενώ η «μουσική» επιδρά στην ψυχή. Χαρακτηρίζει
επιπόλαιη τη σχηματική αυτή αντιπαράθεση και τονίζει ότι και η
«γυμναστική», όχι μόνο η «μουσική», λειτουργεί ψυχοπλαστικά_ δηλαδή, ότι
ο αθλητισμός, εκτός από την έκδηλη και πανθομολογουμένη ευεργετική
επενέργεια στη σωματική διάπλαση και στην υγεία του ανθρώπου, έχει
επίσης πολύτιμη επενέργεια στην ψυχική του διάπλαση, και ειδικότερα στο
θυμικό στοιχέιο του, καθώς τον προικίζει με καρτερία και θεληματικότητα,
και με ικανότητα να υπομένει ανθεκτικά τις αντιξοότητες και να επιμένει
δυναμικά στην προσπάθεια, εφόδιο χρησιμότατο για την επιτυχία στον αγώνα
της ζωής.
Ύστερα όμως από την έξαρση της θετικής αξίας του αθλητισμού και για την
ψυχική διάπλαση του ανθρώπου, σπεύδει ο Πλάτων να επισημάνει και τον
κίνδυνο για τον χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μονομέρεια της αγωγής του
με τη γυμναστική τυχόν μόνο, εξ' ίσου βλαπτική προς τη μονομέρεια της
αγωγής του με τη «μουσική» μόνο τυχόν. Εξηγεί ότι «οι μεν γυμναστική
ακράτω χρησάμενοι αγριότεροι του δέοντος αποβαίνουσιν, οι δε μουσική
μαλακώτεροι αυ γίγνονται η ως κάλλιον αυτοίς» (410 d), δηλαδή όποιος
έχει επιδοθεί αποκλειστικά στον αθλητισμό, χωρίς καθόλου καλλιέργεια του
πνεύματος, κινδυνεύει να γίνει άνθρωπος «αγροίκος», ώστε ακαλαίσθητος,
σκληροτράχηλος και βίαιος, αλλά και όποιος έχει επιδοθεί αποκλειστικά
στην καλλιέργεια του πνεύματος, χωρίς καθόλου αθλητική άσκηση,
κινδυνεύει να γίνει άνθρωπος «δειλός», ώστε και υπερευαίσθητος, άβουλος
και άτολμος_ καθώς ο πρώτος εκτρέφει υπέρμετρα το «άγριον» στοιχείο της
ψυχής, τη βουλητική δύναμη, ο δεύτερος εκτρέφει υπέρμετρα το «ήμερον»
στοιχείο της ψυχής, την πνευματική ευαισθησία. Και, αφού περιγράψει και
αποδοκιμάσει τις δύο αυτές ακρότητες, προτείνει ως παιδευτικό ιδανικό
την όχι άμετρη και όχι αναρμόνιστη επίδοση του ανθρώπου και στην
αθλητική άσκηση και στην καλλιέργεια του πνεύματος, ώστε ν' αποκτήσει
εναρμονισμένες και τις δύο κύριες ηθικές αρετές: και την ανδρεία και τη
σωφροσύνη.
Δεν αγνοούσε ο Πλάτων κάποιες κρίσεις αρνητικές για τον αθλητισμό, και
ιδιαίτερα για την απονομή τιμών υπέρμετρων στους πρωταθλητές, ή και
γενικά για την αξία των ειδικά χαρακτηρισμένων αθλητών. Οι κρίσεις αυτές
άλλωστε ήταν εκφρασμένες από διάσημους Έλληνες, και οι πιο γνωστές από
τον ποιητή-φιλόσοφο Ξενοφάνη και από τον φιλοσοφημένο ποιητή Ευριπίδη.
Εξ' άλλου και γνώριζε ο Πλάτων, από άμεση εμπειρία, κάποιες τάσεις
άμετρες στη «δίαιτα», δηλαδή στον τρόπο διατροφής και ζωής των αθλητών.
Με τη συνθετική, λοιπόν εκπαιδευτική πρότασή του, εναρμονιστική της
«γυμναστικής» προς την «μουσικήν», απαντάει έμμεσα και στους δύο
διάσημους ποιητές και αυστηρούς κατηγόρους του αθλητισμού, και προσπαθεί
όμως να διορθώσει τον άμετρο μάλλον τρόπο ζωής κάποιων αθλητών και
προπάντων να εντάξει τον αθλητισμό στην ακέραιη τροχιά της «ορθής
παιδείας». Προς τον σκοπό αυτό δεν παραλείπει και τις ρητές συμβουλές
προς τους αθλητές να αποφεύγουν ότι δεν ταιριάζει γι' αυτούς και
συγκεκριμένα τη «μέθην» (403 e) και την εκζητημένη διατροφή και
«δίαιταν», δεκτική του χαρακτηρισμού «υπνώδης....και σφαλερά προς
υγιείαν» (403e-404a), αλλά και τα υπερεύχυμα φαγητά και υπερεύγεστα
γλυκίσματα και τις ερωτικές τρυφηλότητες (404 cd).
Διαβλέπει ο Πλάτων κίνδυνο εκφυλισμού του αθλητισμού από ότι ονομάζει
«ποικιλίαν»- σε αντίθεση προς την «απλότητα»- δηλαδή εκτός άλλων από τις
επιτηδεύσεις προς θεαματικότητα, και αξιώνει πειστικά να παραμείνει ο
αθλητισμός απέριττος και γνήσια υπηρετικός της ανθρωπιστικής παιδείας,
«απλή που και επιεικής γυμναστική» (404 b).
Πόσο οι σοφές αυτές παραινέσεις του Πλάτωνος ηχούν επίκαιρα!
Ο Αριστοτέλης, ο μέγας σοφός, μαθητής, μεγαλοφυής του Πλάτωνος, διδάσκει
για την αθλητική άσκηση τα ίδια περίπου με τον απαράμιλλο διδάσκαλό του,
αλλά με ιδιαίτερη φροντίδα να αποτρέψει τις βλαπτικές συνέπειες από
καταχρήσεις της «γυμναστικής». Αποδοκιμάζει την πρόωρη άσκηση των
παιδιών με αθλήματα βαριά, ως επιζήμια για την ομαλή σωματική τους
ανάπτυξη, αλλά και για την αισθητική τους διάπλαση - και συνιστάει να
υποβάλονται σε αθλήματα ελαφρά τα παιδιά, έως ότου εισέλθουν στην
εφηβική τους ηλικία. Ως επιχείρημα υπέρ της γνώμης αυτής, προβάλλει ότι
μόλις δύο ή τρεις υπήρξαν ολυμπιονίκες ως παιδιά και ως άνδρες, ότι
δηλαδή κατά κανόνα όσοι έγιναν ολυμπιονίκες στην παιδική τους ηλικία,
δεν άνθεξαν ώστε να συνεχίσουν την πρωταθλητική τους επίδοση, αλλά με
την πρόωρη υπερπροπόνησή τους και άκαιρη καταπόνηση του οργανισμού τους
αχρηστεύθηκαν για τα επόμενα χρόνια τους. Και προτείνει ως ορθή παιδεία
την ακόλουθη: Αφού έχει προηγηθεί στην παιδική ηλικία επίδοση μόνο σε
αθλήματα ελαφρά, χωρίς εξαναγκαστικά επιβεβλημένη δίαιτα και δίχως
υπέρμετρη καταβολή μόχθου, ήδη με την είσοδο στην εφηβεία επί τρία
χρόνια να επακολουθήσει επίδοσή τους σε άλλα μαθήματα, εκθρεπτικά δηλαδή
της διάνοιας και της ευαισθησίας, και μόνο ύστερα από την παρεμβολή της
τρίχρονης αυτής μαθητείας σε λογισμό και ποίηση και μουσική, με
ολοκληρωμένη σχεδόν πια τη σωματική ανάπτυξη, αλλά και με απαρτισμένη σε
κάποιο βαθμό την πνευματική διάπλαση, να επιτελείται η ανεμπόδιστη
επίδοση και σε αθλήματα βαριά, καθώς και η σύστοιχή της υποβολή σε
αναγκαστική δίαιτα (Πολιτικά 1338b4-1339a10).
Επιδιώκει ο Αριστοτέλης να αποφεύγεται η μονομέρεια της γυμναστικής
αγωγής με παραμέληση της διανοητικής όπως και της αισθητικής αγωγής,
θεωρεί μη συμβιβάσιμη της ταυτόχρονη καλλιέργεια του πνεύματος και
άσκηση του σώματος («εμποδίζων ο μεν του σώματος πόνος την διάνοιαν, ο
δε ταύτης το σώμα», 1339α9-10), ανησυχεί για την πρόωρη
δηλαδή σε ηλικία παιδική, πρωταθλητική υπερπρόπονηση, και γενικά είναι
πιο συγκρατημένος στην αποτίμηση της αξίας του αθλητισμού και ιδιαίτερα
επιφυλακτικός προς την καταχρηστική λειτουργία του σε κοινωνίες
στρατοκρατίας, και την υποτιθέμενη συμβολή του για τη διάπλαση ανθρώπων
ανδρείων. Επιδοκιμάζει και ο Αριστοτέλης τον αθλητισμό, αλλά και
διαβλέπει οξύτερα κάποιες εκτροπές του παρ' όσον ο Πλάτων ή και ο
Δημόκριτος ίσως. Αυτό εξηγείται και από το επικρατέστερο ήθος της εποχής
του Αριστοτέλους. Είναι η εποχή της απαρχής του μετακλασικού Ελληνισμού.
Το αγωνιστικό ήθος, το εναρμόνιο με την κοινωνία, στις κυριότερες
εκδηλώσεις της εμφανίζεται μειωμένο στην Ελλάδα του Αριστοτέλους. Πολλές
άλλες αξίες έχουν τότε προβληθεί στην κοινωνία, ξένες προς το αγωνιστικό
ήθος. Η αλκή του σώματος και της ψυχής δεν είναι πια κύρια κοινωνική
αξία. Δεν έχει εκλείψει ακόμη ο αθλητισμός από τη ζωή των Ελλήνων, αλλά
δεν έχει πια ο πρωταθλητισμός όποιο γόητρο είχε στους περασμένους
αιώνες. Άλλοτε η στέψη ου ολυμπιονίκη συμβόλιζε ή και σήμαινε κάτι σαν
μετάληψη αθανασίας όπως εκείνη των μυθικών πρώτων ολυμπιονικών, θεών και
ηρώων. Έως τον έκτο ακόμη ή και τον πέμπτο αιώνα π.Χ. οι αθλητικοί
αγώνες ήταν σύμφυτοι με την θρησκευτική λατρεία. Στο πρώτο ήμισυ του
πέμπτου π.Χ. αιώνα, θρησκεία και αθλητισμός και ποίηση και τέχνη
αποτελούσαν οργανική ενότητα ζωής. Οι πόλεις γκρέμιζαν μέρος από τα
τείχη τους για να εισέλθουν σ' αυτές οι ολυμπιονίκες σαν ημίθεοι. Ο
Πίνδαρος και ο Βακχυλίδης υμνούσαν ολυμπιονίκες ή πυθιονίκες. Ο Μύρων ο
αγαλματοποιός αποθανάτιζε την κίνηση του δισκοβόλου. Ο ομότεχνός του
Πολύκλειτος θέσπιζε με το άγαλμα του δορυφόρου τον «κανόνα» του
πλαστουργημένου από την άθληση ανθρώπινου σώματος. Όταν φιλοσοφούσε ο
Αριστοτέλης για τον αθλητισμό, δεν υπήρχαν πια η θρησκευτική βίωση και η
ποιητική έξαρση των ανθρώπων, οι σύνδρομες των αθλητικών αγώνων. Άρα
εξηγείται γιατί ο Αριστοτέλης στην πολιτειολογία του πραγματεύεται για
τον αθλητισμό νηφάλια και πρακτικά, δίχως αναφορά σε θρησκευτικά
στοιχεία του και χωρίς ποιητικούς εξωραϊσμούς του. Ότι όμως ιδιαίτερα
μας ενδιαφέρει σήμερα, είναι ότι και ο ύστατος αυτός φιλόσοφος της
κλασσικής Ελλάδος καταφάσκει την έμμονη αξία του αθλητισμού στην καθαρή
υπόστασή του ως θεσμού πολύτιμου για την παιδεία, κοινωνική λειτουργία
καίρια για τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου. Σε τέτοια έννοια ο αθλητισμός,
αποκομμένος από τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, αποτελεί σήμερα θεσμό
υπερπολύτιμο για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Εξ' άλλου, και σήμερα ο
αθλητισμός, ο οικουμενικός ήδη, επιβάλλεται να εμπνέεται από την ηθική
ευγένεια του αρχαίου ελληνικού αθλητισμού.
Εύλογο ήδη προβάλλει το ερώτημα: Οι Ολυμπιακοί αγώνες, στοιχείο του
πολιτισμού των αρχαίων Ελλήνων, τόσο εναρμονισμένο με το πνεύμα και το
ήθος τους, εξακολουθούν και στην εποχή μας να διατηρούν την αξίας τους,
ώστε ν' αποτελούν στοιχείο του πολιτισμού, του ήδη με τάσεις προς
οικουμενικές διαστάσεις, αλλά και πολύ ανόμοιου προς τον πολιτισμό των
αρχαίων Ελλήνων; Ιδιαίτερα, η τεχνική της εργασίας, των συγκοινωνιών,
του οπλισμού, τόσο διαφορετική στην εποχή μας, δεν συνεπάγεται άραγε
κρίσιμη ελάττωση της θετικής συμβολής του αθλητισμού στην ευεξία του
ανθρώπου, στην λειτουργία της κοινωνία, στην ικανότητα προς άμυνά της;
Βέβαιο είναι, ότι δεν είναι δυνατόν οι Ολυμπιακοί αγώνες στην εποχή μας
να αποτελούν πολύτιμο στοιχείο του πολιτισμού της ανθρωπότητας σε όποιο
βαθμό και με όποιο τρόπο αποτελούσαν πριν από τόσους αιώνες στοιχείο
γόνιμο και χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτισμού.
Εξ άλλου, όμως βέβαιο επίσης είναι, ότι και στην εποχή μας, ενέχουν
μεγάλη αξία οι Ολυμπιακοί αγώνες και συνιστούν πολύτιμο στοιχείο του
πολιτισμού της ανθρωπότητας καθώς αποτελούν κορυφαία, οικουμενική σύναξη
πρωταθλητών προς ανταγωνισμό προς ανταγωνισμό, και άρα παρέχουν τη
δυνατότητα για την ανάδειξη της αθλητικής αριστείας σε πανανθρώπινη
κλίμακα, ώστε και αποδίδουν τιμή αυθεντική στην Ιδέα του αθλητισμού.
Και ας μη παραγνωρίζουμε, ότι και στην εποχή μας η συμβολή του
αθλητισμού για την ευεξία του ανθρώπου δεν έχει παύσει να είναι
πολύτιμη, ότι μάλιστα έχει προσλάβει και πρόσθετη διάσταση, ως
ευεργετική δηλαδή αντίδραση προς τις βλαπτικές για τον άνθρωπο
υπέρμετρες ανέσεις, τις απότοκες της υπεραναπτυγμένης στην εποχή μας
τεχνικής.
Και ας επιτραπεί να επαναλάβω σήμερα ότι και άλλοτε είχαν εκθέσει από τι
ίδιο αυτό βήμα για τη δικαίωση του αθλητισμού, από τη σκοπιά της
φιλοσοφικής ανθρωπολογίας.
Ο άνθρωπος έχει από τη φύση του όχι μόνο έφεση για συντήρηση της ζωής
του, αλλά και τάση προς αυτοϋπέρβαση, ανύπαρκτη και στα πιο εξελιγμένα
ζώα. Οι κινήσεις του ανθρώπου διέπονται από συνειδητή ψυχική ενέργεια,
και όχι από το ένστικτο απλώς, καθώς οι κινήσεις των ζώων. Αρχικά οι
κινήσεις του ανθρώπου είχαν βιοσυντηρητική προπάντων σκοπιμότητα. Με την
ανάπτυξη όμως του πολιτισμού, και την ελάττωση της ανάγκης των
βιοσυντηρητικών επίμοχθων κινήσεων, ο άνθρωπος κινδυνεύει να περιέλθει
σε κατάσταση ραστώνης, απεργαστικής βαθμιαία σωματικού εκφυλισμού. Και
ιδού επεμβαίνει σωστικά για τον άνθρωπο η ψυχική τάση του προς
αυτουπέρβαση και εισάγει στην ύπαρξή του σύστημα κινήσεων, καθαρών από
βιοσυντηρητική σκοπιμότητα, είτε οικονομική είτε βιοαμυντική.
Οι καθαρές αυτές κινήσεις ενέχουν υπερνίκηση της ραστώνης, και
αποτρέπουν άρα τον κίνδυνο καχεξίας του σώματος, αλλά και του ψυχισμού
του ανθρώπου, ενώ και παροχετεύουν τον περισσευμένο δυναμισμό του, ώστε
και να μη συμβαίνουν εκσπάσεις του επικίνδυνες και για τους άλλους
ανθρώπους. Το σύστημα λοιπόν αυτό καθαρών κινήσεων είναι ο αθλητισμός,
γέννημα του ηθικού πολιτισμού σε μια ιδιαίτερα ευτυχισμένη φάση του.
Η τάση όμως του ανθρώπου γενικά προς αυτοϋπέρβαση των όρων του βίου του,
και ειδικότερα των ψυχοσωματικών επιδόσεών του, συναρτάται και προς την
κοινωνικότητα, ιδιότητα συστατική επίσης του ανθρώπου, δηλαδή
πραγματώνεται και προς άλλους ανθρώπους είτε παρακινείται και από άλλους
ανθρώπους. Στοιχείο, άρα, του αθλητισμού, θεσμίου γεννημένου από την
ψυχική τάση του ανθρώπου για την υπέρβαση των επιδόσεών του σε καθαρές
κινήσεις, είναι ο λεγόμενος από τους αρχαίους Έλληνες «αγών», η άμιλλα
δηλαδή.
Συμβαίνει, όμως, κάθε δράση του ανθρώπου με διάσταση κοινωνική να υπέχει
και τον κίνδυνο παρεκτροπής. Άρα και ο αθλητισμός υπέχει τον κίνδυνο και
ουτός προσφυγής των αθλητών σε δόλιους τρόπους. Αλλά με παρέμβαση της
ηθικότητας, άλλης ανθρώπινης ιδιότητας, έστω και ως αιτήματος,
θεσπίστηκε αρχαιόθεν, η αθλητική άμιλλα να διεξάγεται με τρόπους
έντιμους. Δίχως την έντιμη διεξαγωγή της άμιλλας χάνει ο αθλητισμός την
ηθική παράμετρο της ουσίας του. Με την εμπέδωση, όμως, της έντιμης
διεξαγωγής της άμιλλας έχει λειτουργήσει ο αθλητισμός και λειτουργεί έως
σήμερα και ως σχολείο ηθικής αγωγής.
Κάπως, λοιπόν, ο αθλητισμός και στην εποχή μας υπηρετεί πολλαπλά τον
άνθρωπο και την κοινωνία, οι Ολυμπιακοί αγώνες παραμένουν θεσμός
πολύτιμος για την ανθρωπότητα, με συμβολή άλλωστε και στην προαγωγή της
φιλίας μεταξύ των λαών και στην εδραίωση της ειρήνης.