Οἱ Στωικοί καί ὁ Ἡράκλειτος
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
A.
A.
Long
«Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ»
Οἱ
Στωικοί, ὅπως ὁμολογοῦσαν καί οἱ ἴδιοι, ἄντλησαν πολλές
ἰδέες ἀπό τόν Ἡράκλειτο. Ἐξετάζοντας μερικά ἀπό
αὐτά τά δάνεια, θά μπορέσουμε νά συνδέσουμε μεταξύ
τους ὁρισμένα νήματα σκέψης πού ἐξετάσαμε στό
προηγούμενο κεφάλαιο καί νά εἰσαγάγουμε τό θέμα τοῦ
ἑπόμενου.
Παραθέτουμε ἐδῶ τρία ἀποσπάσματα τοῦ Ἡρακλείτου,
πού περιέχουν τή λέξη λόγος:
Ἄφοῦ ἀκούσετε ὄχι ἐμένα, ἀλλά τόν λόγον, εἶναι
σοφό νά συμφωνήσετε (ὁμο-λογεῖν) ὅτι ὅλα εἶναι
ἕνα (ἀπόσπ. 50 Diels-Kranz).
Ἄν καί ὅλα συμβαίνουν σύμφωνα μέ αὐτόν τό λόγον, οἱ
ἄνθρωποι μοιάζουν νά μή τό γνωρίζουν (ἀπείροισιν),
ὅσο καί ἄν ἔχουν τήν ἐμπειρία (πειρώμενοι) τῶν
λέξεων καί τῶν πράξεων πού ἐκθέτω, διακρίνοντας κάθε
πράγμα σύμφωνα μέ τή φύση του καί ἐξηγώντας πῶς εἶναι (ἀπόσπ.
1).
Ἄν καί ὁ λόγος εἶναι κοινός, οἱ πολλοί ζοῦν σάν νά
ἔχει ὁ καθένας τή δική του φρόνησιν (ἀπόσπ. 2).
Ἀπό τά χωρία αὐτά γίνεται φανερό ὅτι ὁ λόγος εἶναι
κάτι πού μπορεῖ νά ἀκουστεῖ, πού χρησιμεύει στήν
ἐξήγηση τῶν πραγμάτων, πού εἶναι κοινό σέ ὅλους, κτλ.
Μία ἄλλη θεμελιακή ἔννοια τοῦ Ἡρακλείτου εἶναι ἡ
Ἁρμονία. Φαίνεται ὅτι ἀντιλαμβανόταν τόν κόσμο ὡς
συλλογή πραγμάτων ἑνοποιημένων καί ρυθμισμένων ἀπό
τόν λόγον πού εἶναι κοινός σ’ αὐτά. Καί ἡ ἔννοια αὐτή ἔχει
πολύ μεγάλη σημασία στό Στωικισμό. Γιά τόν Ἠράκλειτο,
ὁ λόγος εἶναι αὐτός πού κάνει τόν κόσμο εὔτακτο
οἰκοδόμημα, κόσμον. Ἀλλά κάτι παρόμοιο εἶχαν
ὑποθέσει καί οἱ μιλήσιοι φιλόσοφοι, ὅταν
προσπαθοῦσαν νά ἐξηγήσουν ὅλα τά πράγματα μέ βάση τίς
μεταλλαγές μιᾶς μοναδικῆς ὑλικῆς ἀρχῆς. Οἱ Ἕλληνες
δέν εἶχαν ἄναγκη νά προσφύγουν σέ ἕνα λόγον
ρυθμιστή, γιά νά ἐκφράσουν τήν ἔννοια τῆς τάξης στή φύση.
Ὁ Ἡράκλειτος, ἄν καί ὑποστήριζε βέβαια ὅτι ὁ κόσμος
εἶναι εὔτακτο οἰκοδόμημα, ἐννοοῦσε κάτι
περισσότερο ὅταν ἔλεγε ὅτι ὅλα τά πράγματα συμβαίνουν
σύμφωνα μέ τόν λόγον. Κατά τή γνώμη μου
ὑπονοοῦσε ὅτι ὑπάρχει θεμελιακή σχέση ἀνάμεσα στά
κοσμικά γεγονότα καί τήν ἀνθρώπινη σκέψη ἤ ὁμιλία·
ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν δυστυχῶς νά τό ἀντί- ληφθοῦν,
ἀλλά ἡ ἰδιαίτερη ἱκανότητά τους νά σκέφτονται καί νά
μιλοῦν εἶναι κάτι πού τούς συνδέει μέ τόν κόσμο καί μπορεῖ
νά τούς δώσει τό κλειδί, γιά νά προσεγγίσουν τήν ἀληθινή
φύση τῶν πραγμάτων.
Τό ὕφος τοῦ ἴδιου του Ἡρακλείτου ἐκφράζει τίς
ἀντιθέσεις καί τίς σχέσεις πού πίστευε ὅτι
χαρακτηρίζουν τόν κόσμο. Τό καλύτερο ἴσως παράδειγμα
εἶναι τό ἀπόσπασμα 48: «Τό ὄνομα τοῦ τόξου (βίος)
εἶναι ζωή (βίος), ἀλλά τό ἔργο του εἶναι ὁ
θάνατος». Γιά τόν Ἡράκλειτο ἡ ἀμφισημία τῆς λέξης
βίος συμβολίζει μιάν ἀμφισημία στήν ἴδια τή φύση:
τό τεντωμένο τόξο ἤ ἡ λύρα ἀποτελεῖ μιάν ἑνότητα ἤ
ἁρμονία, ἀλλά αὐτή ἡ ἑνότητα παράγεται ἀπό τήν ἔνταση
ἤ τήν πάλη ἀνάμεσα στή χορδή καί τό πλαίσιο. Ὅπως ἡ
γλώσσα μπορεῖ νά εἶναι αἰνιγματική, ἀμφίσημη,
ἀντινομική, ἔτσι καί στόν κόσμο τά ἀντίθετα
συνυπάρχουν, ἡ ἑνότητα εἶναι προϊόν διαφορᾶς, ἡ
ἁρμονία συνέπεια τῆς ἔριδας. Δέν ὑπονοῶ βέβαια ὅτι
ὁ Ἡράκλειτος ὁδηγήθηκε στίς θεωρίες του γιά τόν κόσμο
ἀπό τό στοχασμό του πάνω στήν ἑλληνική γλώσσα. Ἄλλα οἱ
λέξεις λόγος-λέγειν μέ τή σημασία τῆς «ὁμιλίας
πού ἔχει νόημα» πρέπει νά συνδέονται μέ τόν ἰσχυρισμό
του ὅτι ὁ λόγος ρυθμίζει τά πάντα. Εἶχε τή γνώμη ὅτι ὁ
κόσμος εἶναι ἑνότητα ἀντιθέσεων, ἁρμονία
ἀντίθετων δυνάμεων πού μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ μέ
προτάσεις ὅπως: «Ὁ Θεός εἶναι μέρα νύχτα, χειμώνας
καλοκαίρι, πόλεμος εἰρήνη» (ἀπόσπ. 67)· «Ὁ δρόμος πρός
τά ἐπάνω καί πρός τά κάτω εἶναι ὁ ἴδιος» (ἀπόσπ. 60). Ὁ
Ἡράκλειτος ἐπινόησε τή σύζευξη ἀντίθετων
κατηγορημάτων, γιά νά ἀποδώσει μέ παραδείγματα
συνάφειες στή φύση πού τίς ἔχει συσκοτίσει ἡ κοινή
γλώσσα.
Οἱ Στωικοί δέν χρησιμοποίησαν ἰδιαίτερα τήν ἔννοιά
της ἡρακλείτειας ἑνότητας μέσα ἀπό τήν ἀντίθεση, ἄν καί
βρίσκουμε κάποια ἴχνη της. Δανείστηκαν ὅμως ἀπό τόν
Ἡράκλειτο τήν ἔννοια τοῦ λόγου πού κατευθύνει τά
πάντα καί στόν ὁποῖο μετέχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἡ φωτιά,
τό σύμβολο ἤ ὁ φορέας τοῦ λόγου στόν Ἡράκλειτο,
υἱοθετήθηκε ἐπίσης ἀπό τόν Ζήνωνα ὡς βάση τῆς
στωικῆς φυσικῆς. Οἱ Στωικοί πάνω ἀπό ὅλα
ἐπεξεργάστηκαν συστηματικά τίς γλωσσικές καί
λογικές ἐπιπτώσεις τῆς ἄποψης ὅτι τό σύμπαν
κατευθύνεται ἀπό τόν λόγον. Θά ἦταν
φαντασιοκοπία νά προσπαθήσουμε νά βροῦμε σέ ὅλα αὐτά
συγκεκριμένη ἐπίδραση τοῦ Ἡρακλείτου. Ὡστόσο, ἡ
στωική ἔννοια τοῦ νά ζεῖ κανείς ὁμολογουμένως,
σέ συνέπεια μέ τόν λόγον, ἡ ὁποία τονίζει τή
σχέση πού θά ἔπρεπε νά ὑπάρχει ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο
καί τόν κόσμο, εἶναι στή σύλληψή της ἡρακλείτεια.
Ἡ ὕποθεση ὅτι τό σύμπαν εἶναι εὔτακτο οἰκοδόμημα
προσιδιάζει στήν ἑλληνική φιλοσοφία. Ὅπως στό
Στωικισμό, ἔτσι καί στόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη ἡ
ἔννοια τῆς τάξης συνδυάζεται μέ τήν ἔννοια τοῦ σκοποῦ
ἤ τῆς πρόθεσης. Ἀλλά οὔτε ὁ Πλάτων οὔτε ὁ Ἀριστοτέλης
συμφωνοῦσαν μέ τούς Στωικούς ὅτι ἡ τάξη αὐτή εἶναι τάξη
αἰτίας καί ἀποτελέσματος, πού ἐκφράζεται τέλεια στά
γήινα φαινόμενα καί στήν κίνηση τῶν οὐράνιων
σωμάτων. Δέν ὑπάρχει τίποτε στό Στωικισμό πού νά
ἀντιστοιχεῖ στίς Ἰδέες τοῦ Πλάτωνα οὔτε πάλι στή
διάκριση τοῦ Ἀριστοτέλη ἀνάμεσα στίς οὐράνιες
περιοχές καί στίς περιοχές πού βρίσκονται κάτω ἀπό τή
σελήνη. Ὁ Στωικισμός δέν υἱοθετεῖ τούς βαθμούς τῆς
πραγματικότητας τοῦ Πλάτωνα οὔτε τή διάκριση τοῦ
Ἀριστοτέλη ἀνάμεσα στήν ἀναγκαιότητα καί τό
ἐνδεχόμενο. Τά ἀντικείμενα τῆς αἰσθητηριακῆς
ἀντίληψης στό Στωικισμό ἀποτελοῦν ὅλα τέλεια
παραδείγματα «αὐτοῦ πού ὑπάρχει», δηλαδή τῶν σωμάτων
καί ὑπάρχουν ἀναγκαῖα, ἐφόσον ὑπάρχει αἰτιακή
σύνδεση πού καθορίζει ὅλα τά πράγματα.
Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν πλατωνική ἡ τήν
ἀριστοτελική μεθοδολογία καί στό Στωικισμό
ὀφείλεται ἔνμερει στή στωική ἔννοια τοῦ λόγου. Ἡ
ἐνοποίηση σέ μιά μοναδική ἔννοια τῆς αἰτίας ὅλων τῶν
συμβάντων καί τοῦ ὀργάνου τῆς σκέψης καί τῆς ὁμιλίας
ὁδήγησε τούς Στωικούς νά ἐγκαταλείψουν ὁρισμένους
τρόπους φιλοσοφικῆς ἀνάλυσης, πού κατά τή γνώμη τους
δέν ἀντιστοιχοῦσαν σέ τίποτε πραγματικό. Ἡ γλώσσα καί ἡ
σκέψη, ἐφόσον εἶναι φυσικές, πρέπει νά ταιριάζουν μέ τά
φυσικά φαινόμενα. Οἱ καθολικές ἔννοιες, ἐφόσον δέν
ἔχουν ἀντικειμενική ὕπαρξη, δέν μπορεῖ νά ἀποτελοῦν
ἀντικείμενο φιλοσοφικῆς μελέτης. Ὡς ἔννοιες μᾶς
δίνουν ἕναν πρόσφορο τρόπο κατάταξης τῶν πραγμάτων,
ἀλλά δέν ὁρίζουν τή δομή τῆς πραγματικότητας. Ἡ φύση
μᾶς ἀποκαλύπτει ἐπιμέρους ἀντικείμενα καί ὄχι
καθολικές ἔννοιες. Ἡ ἀξία τῆς γλώσσας γιά τό φιλόσοφο
εἶναι ἡ δυνατότητά της νά περιγράφει τόν κόσμο. Σ’
ἕναν κόσμο πού τόν κυβερνάει ὁ λόγος αὐτό πού
χρειάζεται εἶναι νά συνδέεις, νά βρίσκεις τή σωστή
περιγραφή, τήν περιγραφή πού ἀνταποκρίνεται στό
ἀνάλογο μέρος τῆς φύσης.