www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

Οἱ Στω­ι­κοί καί ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος

(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του A. A. Long

«Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ»  

 

Οἱ Στω­ι­κοί, ὅπως ὁ­μο­λο­γοῦ­σαν καί οἱ ἴδιοι, ἄν­τλη­σαν πολ­λές ἰ­δέ­ες ἀ­πό τόν Ἡ­ρά­κλει­το. Ἐ­ξε­τά­ζον­τας με­ρι­κά ἀ­πό αὐτά τά δά­νει­α, θά μπο­ρέ­σου­με νά συν­δέ­σου­με με­τα­ξύ τους ὁ­ρι­σμέ­να νή­μα­τα σκέ­ψης πού ἐ­ξε­τά­σα­με στό προ­η­γού­με­νο κε­φά­λαι­ο καί νά εἰ­σα­γά­γου­με τό θέ­μα τοῦ ἑ­πό­με­νου.

Πα­ρα­θέ­του­με ἐ­δῶ τρί­α ἀ­πο­σπά­σμα­τα τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του, πού πε­ρι­έ­χουν τή λέ­ξη λό­γος:

 

Ἄ­φοῦ ἀ­κού­σε­τε ὄχι ἐ­μέ­να, ἀλλά τόν λό­γον, εἶ­ναι σο­φό νά συμ­φω­νή­σε­τε (ὁμο-λο­γεῖν) ὅτι ὅλα εἶ­ναι ἕ­να (ἀ­πό­σπ. 50 Diels-Kranz).

Ἄν καί ὅλα συμ­βαί­νουν σύμ­φω­να μέ αὐτόν τό λό­γον, οἱ ἄν­θρω­ποι μοιά­ζουν νά μή τό γνω­ρί­ζουν (ἀ­πεί­ροι­σιν), ὅσο καί ἄν ἔ­χουν τήν ἐμ­πει­ρί­α (πειρώ­με­νοι) τῶν λέ­ξε­ων καί τῶν πρά­ξε­ων πού ἐκ­θέ­τω, δι­α­κρί­νον­τας κά­θε πράγμα σύμ­φω­να μέ τή φύ­ση του καί ἐ­ξη­γών­τας πῶς εἶ­ναι (ἀ­πό­σπ. 1).

Ἄν καί ὁ λό­γος εἶ­ναι κοι­νός, οἱ πολ­λοί ζοῦν σάν νά ἔ­χει ὁ κα­θέ­νας τή δι­κή του φρό­νη­σιν (ἀ­πό­σπ. 2).

 

Ἀ­πό τά χω­ρί­α αὐτά γί­νε­ται φα­νε­ρό ὅτι ὁ λό­γος εἶ­ναι κά­τι πού μπο­ρεῖ νά ἀ­κου­στεῖ, πού χρη­σι­μεύ­ει στήν ἐ­ξή­γη­ση τῶν πραγ­μά­των, πού εἶ­ναι κοι­νό σέ ὅλους, κτλ.

 

Μί­α ἄλ­λη θε­με­λι­α­κή ἔν­νοι­α τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του εἶ­ναι ἡ Ἁρ­μο­νί­α. Φαί­νε­ται ὅτι ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν τόν κό­σμο ὡς συλ­λο­γή πραγ­μά­των ἑ­νο­ποι­η­μέ­νων καί ρυθ­μι­σμέ­νων ἀ­πό τόν λό­γον πού εἶ­ναι κοι­νός σ’ αὐτά. Καί ἡ ἔν­νοι­α αὐτή ἔχει πο­λύ με­γά­λη ση­μα­σί­α στό Στω­ι­κι­σμό. Γιά τόν Ἠ­ρά­κλει­το, ὁ λό­γος εἶ­ναι αὐτός πού κά­νει τόν κό­σμο εὔ­τα­κτο οἰ­κο­δό­μη­μα, κό­σμον. Ἀλ­λά κά­τι πα­ρό­μοι­ο εἶ­χαν ὑ­πο­θέ­σει καί οἱ μι­λή­σι­οι φι­λό­σο­φοι, ὅταν προ­σπα­θοῦ­σαν νά ἐ­ξη­γή­σουν ὅλα τά πράγ­μα­τα μέ βά­ση τίς με­ταλ­λα­γές μιᾶς μο­να­δι­κῆς ὑ­λι­κῆς ἀρ­χῆς. Οἱ Ἕλ­λη­νες δέν εἶ­χαν ἄ­ναγ­κη νά προσφύ­γουν σέ ἕ­να λό­γον ρυθ­μι­στή, γιά νά ἐκ­φρά­σουν τήν ἔννοι­α τῆς τά­ξης στή φύ­ση. Ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, ἄν καί ὑ­πο­στή­ρι­ζε βέ­βαι­α ὅτι ὁ κό­σμος εἶ­ναι εὔ­τα­κτο οἰ­κο­δό­μη­μα, ἐν­νο­οῦ­σε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅταν ἔ­λε­γε ὅτι ὅλα τά πράγ­μα­τα συμ­βαί­νουν σύμ­φω­να μέ τόν λό­γον. Κα­τά τή γνώ­μη μου ὑ­πο­νο­οῦ­σε ὅτι ὑ­πάρ­χει θε­με­λι­α­κή σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στά κο­σμι­κά γε­γο­νό­τα καί τήν ἀν­θρώ­πι­νη σκέ­ψη ἤ ὁ­μι­λί­α· ὅτι οἱ ἄν­θρω­ποι δέν μπο­ροῦν δυ­στυ­χῶς νά τό ἀν­τί- λη­φθοῦν, ἀλλά ἡ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἱ­κα­νό­τη­τά τους νά σκέ­φτον­ται καί νά μι­λοῦν εἶναι κά­τι πού τούς συν­δέ­ει μέ τόν κό­σμο καί μπο­ρεῖ νά τούς δώ­σει τό κλει­δί, γιά νά προ­σεγ­γί­σουν τήν ἀ­λη­θι­νή φύ­ση τῶν πραγ­μά­των.

Τό ὕφος τοῦ ἴ­διου του Ἡ­ρα­κλεί­του ἐκ­φρά­ζει τίς ἀν­τι­θέ­σεις καί τίς σχέ­σεις πού πί­στευ­ε ὅτι χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τόν κό­σμο. Τό κα­λύ­τε­ρο ἴσως πα­ρά­δειγ­μα εἶναι τό ἀ­πό­σπα­σμα 48: «Τό ὄνομα τοῦ τό­ξου (βί­ος) εἶ­ναι ζω­ή (βί­ος), ἀλλά τό ἔρ­γο του εἶναι ὁ θά­να­τος». Γιά τόν Ἡ­ρά­κλει­το ἡ ἀμ­φι­ση­μί­α τῆς λέ­ξης βί­ος συμ­βο­λί­ζει μι­άν ἀμ­φι­ση­μί­α στήν ἴ­δια τή φύ­ση: τό τεν­τω­μέ­νο τό­ξο ἤ ἡ λύ­ρα ἀ­πο­τε­λεῖ μι­άν ἑ­νό­τη­τα ἤ ἁρ­μο­νί­α, ἀλλά αὐτή ἡ ἑ­νό­τητα πα­ρά­γε­ται ἀ­πό τήν ἔν­τα­ση ἤ τήν πά­λη ἀ­νά­με­σα στή χορ­δή καί τό πλαί­σι­ο. Ὅπως ἡ γλώσσα μπο­ρεῖ νά εἶναι αἰ­νιγ­μα­τι­κή, ἀμ­φί­ση­μη, ἀν­τι­νο­μι­κή, ἔ­τσι καί στόν κό­σμο τά ἀν­τί­θε­τα συ­νυ­πάρ­χουν, ἡ ἑ­νό­τη­τα εἶναι προ­ϊ­όν δι­α­φο­ρᾶς, ἡ ἁρ­μο­νί­α συ­νέ­πει­α τῆς ἔ­ρι­δας. Δέν ὑ­πο­νο­ῶ βέ­βαι­α ὅτι ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος ὁ­δη­γή­θη­κε στίς θε­ω­ρί­ες του γιά τόν κό­σμο ἀ­πό τό στο­χα­σμό του πά­νω στήν ἑλ­λη­νι­κή γλώσσα. Ἄλ­λα οἱ λέ­ξεις λό­γος-λέ­γειν μέ τή ση­μα­σί­α τῆς «ὁ­μι­λί­ας πού ἔ­χει νό­η­μα» πρέ­πει νά συν­δέ­ον­ται μέ τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό του ὅτι ὁ λό­γος ρυθ­μί­ζει τά πάν­τα. Εἶ­χε τή γνώ­μη ὅτι ὁ κό­σμος εἶ­ναι ἑ­νό­τη­τα ἀν­τι­θέ­σε­ων, ἁρ­μο­νί­α ἀν­τί­θε­των δυ­νά­με­ων πού μπο­ρεῖ νά ἐκ­φρα­στεῖ μέ προ­τά­σεις ὅπως: «Ὁ Θε­ός εἶ­ναι μέ­ρα νύ­χτα, χει­μώ­νας κα­λο­καί­ρι, πό­λε­μος εἰ­ρή­νη» (ἀ­πό­σπ. 67)· «Ὁ δρό­μος πρός τά ἐ­πά­νω καί πρός τά κά­τω εἶναι ὁ ἴ­διος» (ἀ­πό­σπ. 60). Ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος ἐ­πι­νό­η­σε τή σύ­ζευ­ξη ἀν­τί­θε­των κα­τη­γο­ρη­μά­των, γιά νά ἀ­πο­δώ­σει μέ πα­ρα­δείγ­μα­τα συ­νά­φει­ες στή φύ­ση πού τίς ἔ­χει συ­σκο­τί­σει ἡ κοι­νή γλώσσα.

Οἱ Στω­ι­κοί δέν χρη­σι­μο­ποί­η­σαν ἰ­δι­αί­τε­ρα τήν ἔν­νοι­ά της ἡρα­κλεί­τει­ας ἑ­νό­τη­τας μέ­σα ἀ­πό τήν ἀντίθεση, ἄν καί βρί­σκου­με κά­ποια ἴ­χνη της. Δα­νεί­στη­καν ὅμως ἀ­πό τόν Ἡ­ρά­κλει­το τήν ἔν­νοι­α τοῦ λό­γου πού κα­τευ­θύ­νει τά πάν­τα καί στόν ὁποῖο με­τέ­χουν ὅλοι οἱ ἄν­θρω­ποι. Ἡ φω­τιά, τό σύμ­βο­λο ἤ ὁ φο­ρέ­ας τοῦ λό­γου στόν Ἡ­ρά­κλει­το, υἱ­ο­θε­τή­θη­κε ἐ­πί­σης ἀ­πό τόν Ζή­νω­να ὡς βά­ση τῆς στω­ι­κῆς φυ­σι­κῆς. Οἱ Στω­ι­κοί πά­νω ἀ­πό ὅλα ἐ­πε­ξερ­γά­στη­καν συ­στη­μα­τι­κά τίς γλωσ­σι­κές καί λο­γι­κές ἐ­πι­πτώ­σεις τῆς ἄ­πο­ψης ὅτι τό σύμ­παν κα­τευ­θύ­νε­ται ἀ­πό τόν λό­γον. Θά ἦ­ταν φαν­τα­σι­ο­κο­πί­α νά προ­σπα­θή­σου­με νά βροῦ­με σέ ὅλα αὐτά συγ­κε­κρι­μέ­νη ἐ­πί­δρα­ση τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του. Ὡστόσο, ἡ στω­ι­κή ἔν­νοι­α τοῦ νά ζεῖ κα­νείς ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως, σέ συ­νέ­πει­α μέ τόν λό­γον, ἡ ὁ­ποί­α το­νί­ζει τή σχέ­ση πού θά ἔ­πρε­πε νά ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στόν ἄν­θρω­πο καί τόν κό­σμο, εἶ­ναι στή σύλ­λη­ψή της ἡ­ρα­κλεί­τει­α.

Ἡ ὕ­πο­θε­ση ὅτι τό σύμ­παν εἶ­ναι εὔ­τα­κτο οἰ­κο­δό­μη­μα προ­σι­δι­ά­ζει στήν ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α. Ὅπως στό Στω­ι­κι­σμό, ἔ­τσι καί στόν Πλά­τω­να καί τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἡ ἔν­νοι­α τῆς τά­ξης συν­δυ­ά­ζε­ται μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ σκο­ποῦ ἤ τῆς πρό­θε­σης. Ἀλ­λά οὔ­τε ὁ Πλά­των οὔ­τε ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης συμ­φω­νοῦ­σαν μέ τούς Στω­ι­κούς ὅτι ἡ τά­ξη αὐτή εἶ­ναι τά­ξη αἰ­τί­ας καί ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος, πού ἐκφρά­ζε­ται τέ­λει­α στά γή­ι­να φαι­νό­με­να καί στήν κί­νη­ση τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των. Δέν ὑπάρχει τί­πο­τε στό Στω­ι­κι­σμό πού νά ἀντι­στοι­χεῖ στίς Ἰ­δέ­ες τοῦ Πλά­τω­να οὔ­τε πά­λι στή δι­ά­κρι­ση τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἀ­νά­με­σα στίς οὐ­ρά­νι­ες πε­ρι­ο­χές καί στίς πε­ρι­ο­χές πού βρί­σκον­ται κά­τω ἀ­πό τή σε­λή­νη. Ὁ Στω­ι­κι­σμός δέν υἱ­ο­θετεῖ τούς βαθ­μούς τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τοῦ Πλά­τω­να οὔ­τε τή δι­ά­κρι­ση τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἀ­νά­με­σα στήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα καί τό ἐν­δε­χό­με­νο. Τά ἀν­τι­κεί­με­να τῆς αἰ­σθη­τη­ρι­α­κῆς ἀντίληψης στό Στω­ι­κι­σμό ἀ­πο­τε­λοῦν ὅλα τέ­λει­α πα­ρα­δείγ­μα­τα «αὐ­τοῦ πού ὑ­πάρ­χει», δη­λα­δή τῶν σω­μά­των καί ὑ­πάρ­χουν ἀ­ναγ­καῖ­α, ἐ­φό­σον ὑ­πάρ­χει αἰ­τι­α­κή σύν­δε­ση πού κα­θο­ρί­ζει ὅλα τά πράγ­μα­τα.

Ἡ δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στήν πλα­τω­νι­κή ἡ τήν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή με­θο­δο­λο­γί­α καί στό Στω­ι­κι­σμό ὀ­φεί­λε­ται ἔν­με­ρει στή στω­ι­κή ἔννοι­α τοῦ λό­γου. Ἡ ἐ­νο­ποί­η­ση σέ μι­ά μο­να­δι­κή ἔν­νοι­α τῆς αἰ­τί­ας ὅλων τῶν συμ­βάν­των καί τοῦ ὀρ­γά­νου τῆς σκέ­ψης καί τῆς ὁ­μι­λί­ας ὁ­δή­γη­σε τούς Στω­ι­κούς νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν ὁ­ρι­σμέ­νους τρό­πους φι­λο­σο­φι­κῆς ἀ­νά­λυ­σης, πού κα­τά τή γνώ­μη τους δέν ἀν­τι­στοι­χοῦ­σαν σέ τί­πο­τε πραγ­μα­τι­κό. Ἡ γλώσσα καί ἡ σκέ­ψη, ἐ­φό­σον εἶ­ναι φυ­σι­κές, πρέ­πει νά ται­ριά­ζουν μέ τά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να. Οἱ κα­θο­λι­κές ἔν­νοι­ες, ἐ­φό­σον δέν ἔ­χουν ἀν­τι­κει­με­νι­κή ὕ­παρ­ξη, δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λοῦν ἀν­τι­κεί­με­νο φι­λο­σο­φι­κῆς με­λέ­της. Ὡς ἔν­νοι­ες μᾶς δί­νουν ἕ­ναν πρό­σφο­ρο τρό­πο κα­τά­τα­ξης τῶν πραγ­μά­των, ἀλλά δέν ὁ­ρί­ζουν τή δο­μή τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ἡ φύ­ση μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει ἐ­πι­μέ­ρους ἀν­τι­κεί­με­να καί ὄ­χι κα­θο­λι­κές ἔν­νοι­ες. Ἡ ἀ­ξία τῆς γλώσ­σας γιά τό φι­λό­σο­φο εἶ­ναι ἡ δυ­να­τό­τη­τά της νά πε­ρι­γρά­φει τόν κό­σμο. Σ’ ἕ­ναν κό­σμο πού τόν κυ­βερ­νά­ει ὁ λό­γος αὐτό πού χρει­ά­ζε­ται εἶ­ναι νά συν­δέ­εις, νά βρί­σκεις τή σω­στή πε­ρι­γρα­φή, τήν πε­ρι­γρα­φή πού ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στό ἀ­νά­λο­γο μέ­ρος τῆς φύ­σης.