β. Οι
οικονομικές αντιλήψεις του
Αριστοτέλη
Ιωάννης
Βουδούρης
Εντός μιας τέτοιας πολιτικής κοινωνίας που,
εκτός από τους πολίτες, υπάρχουν οι δούλοι, οι απελεύθεροι, οι
μέτοικοι, οι ξένοι κτλ, ο Αριστοτέλης δεν κρίνει για λόγους
ηθικούς που έχουν σχέση με τον τρόπο ζωής του ανθρώπου εντός
πολιτικής κοινωνίας ότι είναι σωστό να υπάρχει ως αναγνωρισμένος
και δίκαιος θεσμός η οβολοστατική και το τοκίζειν (η
τοκογλυφία), και, όπως είναι φυσικό, πιστεύει ότι η κατά φύσιν
οικονομική δραστηριότητα έχει προτεραιότητα και νομιμότητα
έναντι πάσης άλλης οικονομικής δραστηριότητας.
Πώς λοιπόν ο Σταγιρίτης φιλόσοφος
αντιλαμβάνεται τα πράγματα της οικονομίας εντός της πολιτικής
κοινωνίας;
Ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας την αναλυτική του
μέθοδο στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών,
προτάσσει την οικονομική ζωή και εξετάζει κατά πρώτον το πως
συγκροτείται η οικονομία εντός της πολιτικής κοινωνίας, αφού
χωρίς οικονομία δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν με επάρκεια
οι ανθρώπινες ανάγκες.
Ο όρος «οικονομία»[1]
πρωτογενώς σημαίνει νομή των πραγμάτων του οίκου, που είναι η
πρώτη και βασική μονάδα της πολιτικής κοινωνίας. Ένα σύνολο
οίκων συγκροτεί την κώμη και ένα σύνολο κωμών απαρτίζει την
πολιτική κοινωνία και την πολιτεία. Έτσι ως οικονομία
πρωταρχικώς νοείται το σύνολο ικανοτήτων ή δεξιοτήτων ή εν γένει
κάποιων τεχνών και τεχνικών δια των οποίων ρυθμίζονται τα
πράγματα του οίκου με στόχο τη διασφάλιση των απαραιτήτων
προσόδων για το ζην και το ευ ζην[2]
των ανθρώπων που απαρτίζουν τον οίκο. Προς τούτο ο
Σταγιρίτης φιλόσοφος διερευνά τα στοιχεία του οίκου και το είδος
των σχέσεων που αναφύονται ως εκ των πραγμάτων μέσα στον οίκο,
όπως είναι η σχέση του δεσπότου του οίκου προς τους δούλους του,
η σχέση των συζύγων (γαμική σχέση), των γονέων προς τα τέκνα
(πατρική, μητρική, τεκνοτική) κτλ. και εν γένει τη σχέση του
άρχοντος και αρχομένου, βλέποντας τις σχέσεις αυτές στην
πραγματική τους εκδήλωση σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων.
Ομοίως ο Αριστοτέλης συζητεί και το θέμα περί του αν η δουλεία
είναι φύσει ή μη, και αποφαίνεται ότι «διχῶς γάρ λέγεται τό
δουλεύειν»[3]
και ο δούλος, γιατί κατά τον νόμο μπορεί κάποιος να είναι
δούλος, ενώ κατά τη φύση δεν πρέπει να είναι δούλος και ότι το
δουλεύειν ή το μη δουλεύειν συνάπτεται προς την εξουσία και την
άσκηση αυτής, με την έννοια ότι κάποιοι τονίζουν πως ο ασκών
εξουσία πρέπει να έχει κάποια ικανότητα και να υπερέχει σε
δύναμη και γνώση και όχι απλώς επιβάλλει την εξουσία του δια της
βίας. Η ανάλυση, η κατανόηση και ενίοτε η ονοματοθεσία των
σχέσεων που αναφαίνονται μέσα στον οίκο ίσως φαίνεται απλοϊκή,
αλλ’ είναι σαφώς πολύ σημαντική και χρήσιμη, αφού ασάφειες περί
τα θέματα αυτά, αλλά και περί των σχέσεων που έχουν τα άτομα του
οίκου προς τα πράγματα (την περιουσία) που ανήκουν σ’ αυτόν
είναι πολύ σημαντικά για να κατανοηθούν και να οργανωθούν σωστά
τα του οίκου. Η ιδιότητα του δεσπότη και η εξουσία αυτού δεν
είναι η ίδια με αυτήν του πολιτικού. Γιατί ο πολιτικός και η
εξουσία αυτού είναι εξουσία επί ελεύθερων και ίσων ανθρώπων,[4]
ενώ δεν ισχύει η ίδια κατάσταση με τις σχέσεις που αναφαίνονται
μέσα στον οίκο. Η ικανότητα (η επιστήμη) του δεσπότου έχει σχέση
με τη χρήση των δούλων.[5]
Η γνώση αυτή του δεσπότου για τη χρήση των δούλων δεν
είναι βέβαια ιδιαίτερα μεγάλη και σημαντική και γι’ αυτό ο
Αριστοτέλης λέγει ότι όσοι δεσπότες δεν θέλουν να ταλαιπωρούνται
με αυτό το έργο μπορούν να το αναθέτουν σε κάποιον επίτροπο[6]
και αυτοί μπορεί να ασχολούνται με την πολιτική και τη
φιλοσοφία.[7]
Ειδικότερα για τα ζητήματα του οίκου σε σχέση με την περιουσία,
με το έχειν του οίκου
ο Αριστοτέλης διακρίνει μεταξύ της
οικονομίας (που είναι η τέχνη ή η
επιστήμη διοίκησης των του οίκου και χρησιμοποιείται στην
οικογένεια) και της χρηματιστικής.
Η οικονομική τέχνη του οίκου έχει κυρίως ως στόχο το πως να
χρησιμοποιεί τα υπάρχοντα αγαθά του οίκου, ενώ η χρηματιστική
τέχνη και το έργο του χρηματιστού είναι το πως θα προμηθεύει τα
αγαθά,[8]
βλέποντας τα πράγματα με βάση την αρχή περί της κατά φύσιν
θεώρησης των καταστάσεων. Επειδή δε υπάρχουν πολλοί τρόποι
κτήσης των αγαθών και συγκέντρωσης του πλούτου, ο Αριστοτέλης
διακρίνει ως πρώτο τρόπο απόκτησης των αγαθών την κατά φύσιν
κτητικήν,[9]
όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους που ζουν βίο γεωργικό,
ληστρικό, θηρευτικό, αλιευτικό, νομαδικό κτλ. Ο πλούτος που
μπορεί να συγκεντρωθεί από την κατά φύσιν κτητική δεν είναι
απεριόριστος. Άλλο γένος (άλλη κατηγορία) απόκτησης περιουσίας
είναι κυρίως εκείνη την οποία «μάλιστα καλούσιν χρηματιστικήν»[10]
και σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει όριο αποκτήσεως αγαθών και
πλούτου.[11]
Η χρηματιστική αυτή διαφέρει από την
προηγούμενη, διότι δεν είναι φυσική αλλά προϊόν εμπειρίας και
τέχνης. Η εν λόγω χρηματιστική χρησιμοποιεί την καπηλική τέχνη,
την τέχνη των συναλλαγών και το νόμισμα και κυρίως αποσκοπεί στη
δημιουργία ή στην απόκτηση μεγάλων χρηματικών ποσών και εν γένει
απεριορίστου πλούτου,[12]
ενώ η κατά φύσιν χρηματιστική, η
κατά φύσιν κτητική είναι κυρίως η
οικονομία που προκύπτει από τη χρήση των καρπών και των ζώων.[13]
Κατά τον Αριστοτέλη η με- ταβλητική χρηματιστική δικαίως
ψέγεται,[14]
διότι δεν ανάγεται στη φύση αλλά στις συναλλαγές μεταξύ των
ανθρώπων.[15]
Επιπλέον ο Σταγιρίτης φιλόσοφος λέγει τα εξής: «Παρά πολύ εύλογα
μισείται η τοκογλυφία, επειδή με αυτήν η περιουσία προέρχεται
από το ίδιο το χρήμα και όχι από τη χρήση για την οποία αυτό
δημιουργήθηκε Γιατί το χρήμα (νόμισμα) δημιουργήθηκε ως μέσο
συναλλαγής, ενώ ο τόκος αυξάνει το ίδιο το χρήμα (γι’ αυτό και
έλαβε αυτό το όνομα. Γιατί τα γεννήματα είναι ίδια με τους
γεννήτορές τους και ο τόκος είναι χρήμα από χρήμα). Είναι λοιπόν
αυτός ο τρόπος απόκτησης χρημάτων κατ’ εξοχήν αφύσικος».[16]
Στο χωρίο αυτό ο Αριστοτέλης είναι εμφανώς κατά της τοκογλυφίας
και εν γένει της απόκτησης χρημάτων δια του τοκισμού, διότι
αυτός ο τρόπος απόκτησης χρημάτων είναι ο κατ’ εξοχήν παρά φύσιν
τρόπος. Αλλά τί ακριβώς τούτο σημαίνει;...
[1]
ο Ξενοφών πρωταρχικά ορίζει τον όρο «οικονομία» ως εξής
: «οικονόμου αγαθού εύ οίκεΐν τον έαυτου οίκον» και
γενικά κάθε οίκον.(Ξενοφώντος,
Οικονομικός
2)
[2]
Αριστοτέλους
Πολιτ.
1253b2
a-75
[3]
Αριστοτέλους Πολιτ. 1255a 4-5
[4]
Αριστ.
Πολιτ.
1253b
16-23.
[5]
Αριστ.
Πολιτ.
1255
b31
«δεσποτική δ’ έπιστήμη έστϊν ή χρηστική δούλων».
[6]
Αριστ.
Πολιτ.
1255b
35-36.
[7]
Αριστ.
Πολιτ.
1256a
36-37.
[8]
Αριστ.
Πολιτ.
1256a
40-12.
[9]
Αριστ
Πολιτ.
1256b28
και Αριστ
Πολιτ.
b37-39.
[10]
Αριστ
Πολιτ.
1256b40-41.
[12]
Αριστ
Πολιτ.
125723-24.
[13]
Αριστ
Πολιτ.
1257b36-38.
[14]
Αριστ
Πολιτ.
1258b
1.
[15]
Αριστ
Πολιτ.
1258b1-2
[16]
Αριστ
Πολιτ.
1258b2-8:
«εὐλογώτατα
μισεῖται ἡ ὀβολοστατική διά τό ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ
νομίσματος εἶναι τήν κτῆσιν καί οὐκ ἐφ’ ὅπερ
ἐπορίσθη. μεταβολῆς γάρ ἐγένετο χάριν, ὁ δέ
τόκος αὐτό ποιεῖ πλέον (ὅθεν καί τοὔνομα τοῦτ’
εἴληφεν· ὅμοια γάρ τά τικτόμενα τοῖς γεννῶσιν
αὐτά ἐστιν, ὁ δέ τόκος γίνεται νόμισμα ἐκ
νομίσματος)· ὥστε καί μάλιστα παρά φύσιν οὗτος
τῶν χρηματισμῶν ἐστιν».
Αξίζει ενταύθα να λεχθεί ότι ο Αριστοτέλης με τα όσα
λέγει για το νόμισμα και την ανάγκη κυκλοφορίας του δια
των συναλλαγών
(μεταβολῆς γάρ ἐγένετο χάριν)
φαίνεται να επισημαίνει το
«παράδοξον της φειδούς»
που νομίζεται ότι το πρώτον παρετηρήθη από τον
Adam Smith
(The
wealth of the Nations,
Dover Publications,
Mineola,
New York
1961,
p.
1167), που πρόσεξε τα όσα γράφει ο
Bernard Mandeville
(The
Fabble of the Bees-1714).
H
οβολοστατική λοιπόν που δηλώνει την ακινησία του
νομίσματος είναι ακριβώς αντίθετη με την ουσία του
νομίσματος, γι' αυτό και καταδικάζεται και μισείται.