ΣΩΜΑ, ΨΎΧΗ
ΚΑΙ ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΠΕΙΘΟΥΣ
(αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο του
Anthony
A.
Long
«ΝΟΥΣ,
ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΣΩΜΑ στον αρχαίο ελληνικό στοχασμό)

Δύο
ελληνικές λέξεις αποτέλεσαν τη βάση για τους δρόμους που
ακολούθησαν οι φιλόσοφοι για να μιλήσουν για την ανθρώπινη φύση,
σώμα και ψυχή. Όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι από τον Πλάτωνα και
εξής θεωρούν δεδομένο ότι οι θεωρίες σχετικά με την ανθρώπινη
φύση θα πρέπει να κάνουν διάκριση ανάμεσα στην ανατομική δομή
την οποία ονομάζουμε σώμα και στα νοητικά, συναισθηματικά και
ηθικά χαρακτηριστικά τα οποία αποκαλούμε νου ή ψυχή. Αυτή η
διάκριση είχε πλέον εδραιωθεί στην κουλτούρα της αρχαίας Ελλάδας
την εποχή του Πλάτωνα. Αυτό είναι σαφές από την ακόλουθη
παρατήρηση ενός από τους συγχρόνους του, του ρήτορα Ισοκράτη:
Όλοι συμφωνούν ότι η
φύση μας αποτελείται και από το σώμα και από την ψυχή. Κανείς
δεν θα μπορούσε να αρνηθεί ότι, από αυτά τα δυο, η ψυχή είναι η
πιο αρμόδια να διατάζει και έχει μεγαλύτερη αξία· επειδή η
λειτουργία της ψυχής είναι να συλλογίζεται σχετικά με τα δημόσια
και προσωπικά ζητήματα, και η λειτουργία του σώματος να υπηρετεί
τις αποφάσεις της ψυχής·
Ο
Ισοκράτης υποθέτει ότι οι αναγνώστες του θα καταλάβουν αμέσως
γιατί αποδίδει διαφορετικές αξίες και λειτουργίες στο σώμα και
στην ψυχή, και αυτό κάνουμε κι εμείς, τουλάχιστον ώς ένα σημείο.
Αν υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο σε αυτά που λέει ο Ισοκράτης, από
τη σύγχρονη προοπτική μας, είναι πιθανώς το ότι απεικονίζει τις
λειτουργίες της ψυχής και του σώματος με τρόπο μιλιταριστικό ή
πολιτικό. Ο Ισοκράτης παρομοιάζει αυτές τις λειτουργίες με τη
σχέση που έχει ένας στρατηγός με μια στρατιά ή ένας πολιτικός
ηγέτης με τον λαό εν γένει, όπου ο μεν αναλαμβάνει τη διοίκηση,
οι δε υπηρετούν υπάκουα.
Αυτή η ιεραρχική σχέση μεταξύ σώματος και ψυχής ενίοτε είχε ως
πρότυπο την υποταγή των δούλων στους κυρίους τους. Υπάρχουν
πολλά παραδείγματα αυτής της μεταφοράς στον Πλάτωνα και σε
άλλους συγγραφείς της εποχής. Έναν αιώνα αργότερα, οι στωικοί
φιλόσοφοι χρησιμοποίησαν τη λέξη του Ισοκράτη, ήγεμονικόν
(«κατάλληλο να ηγείται»), για να ονοματίσουν το κύριο μέρος της
ψυχής, με το οποίο εννοούσαν τον νου ή τη διάνοια ως ευδιάκριτα
από τις αισθητηριακές μας ικανότητες και τις μεταβολικές μας
λειτουργίες. Οι Δυτικοί έχουν κληρονομήσει αυτή τη γλωσσική
διάκριση σώματος/ψυχής με πάρα πολλούς τρόπους που δεν
χρειάζεται να εξηγήσω εδώ.
Καθώς στο παρόν κεφάλαιο, όπως και στο τέταρτο, αρχίζω να
επικεντρώνομαι στον Πλάτωνα, θέλω να δώσω έμφαση στο εξής
σημείο. Η διάκριση του Ισοκράτη μεταξύ των λειτουργιών και των
αξιών του σώματος και της ψυχής μπορεί να μας φαίνεται κοινότοπη
ή προφανής. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ήταν κάθε άλλο παρά
συνηθισμένη
πρακτική των Ελλήνων εκατό χρόνια πριν, περίπου την εποχή που
γεννήθηκε ο Σωκράτης στην Αθήνα. Η διάκριση απουσιάζει από τον
Όμηρο. Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο ι, τα Ομηρικά Έπη έχουν τα
γλωσσικά μέσα για να εκφρά- σουν αυτό που ονομάζουμε νου, όπως
όταν στα αγγλικά λέμε τι σκεφτόμαστε ή αισθανόμαστε ή
επιθυμούμε, ή όταν αναφερόμαστε στο τι συμβαίνει στην καρδιά ή
στο κεφάλι μας. Αλλά οι ομηρικές εκφράσεις για τον νου δεν
αναφέρον- ται σε κάτι τόσο διαφορετικό στο είδος του από τα
φυσικά χαρακτηριστικά ή τα ανατομικά όργανα ενός ανθρώπου.
Ιίαράλληλα με την απουσία αυτής της διάκρισης, ο Όμηρος δεν
διαβαθμίζει τις εκφράσεις του για τον νου κατά τον ιεραρχικό
τρόπο που υποθέτει ο Ισοκράτης όταν τοποθετεί την ψυχή
επικεφαλής του σώματος.
Στο Κεφάλαιο 2 έδειξα πότε και πώς άρχισαν να εμφανίζονται στην
Ελλάδα οι ιδέες σχετικά με τη μεταθανάτια ζωή. Ένας τρόπος για
να περιγράφουν τη μεταθανάτια ύπαρξη ήταν να αποδώσουν στην
ομηρική ψυχή, η οποία σή- μαινε ανάσα ζωής ή ζωτικότητα, την
ιδιότητα να συνεχίζει να ζει μετά τον αφανισμό του σώματος το
οποίο προηγουμένως η ψυχή ζωογονούσε — να μη συνεχίζει ως μια
απλή σκιά, όπως συμβαίνει στην ψνχή στον Όμηρο, αλλά να απο-
τελεί τη βάση της ανθρώπινης ταυτότητας η οποία δεν
περιορίζεται πλέον σε μία μοναδική φθαρτή ενσάρκωση. Ωστόσο,
αυτού του είδους οι ιδέες στο υλικό που παρουσίασα εκφράστηκαν
με μυθικούς όρους. Οι συγγραφείς που μιλούσαν κατ’ αυτόν τον
τρόπο δεν εξήγησαν πώς η ταυτότητα ή ο νους ή ο εαυτός ενός
προσώπου θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει έξω και πέρα από το
προηγούμενο σώμα του προσώπου αυτού. Επιλέον, οι μύθοι έδειχναν
να θεωρούν τη διαρκή ψυχή, αν την αποκαλέσουμε έτσι, ουσιαστικά
ένα ακόμη ενσώματο πρόσωπο, το οποίο μπορούσε να μιλάει και να
κινείται στον χώρο. Αυτοί οι πρώιμοι μύθοι για τη μεταθανάτια
ζωή δεν επικαλούνται ούτε υπαινίσσονται μια κατηγορική διάκριση
μεταξύ σώματος πκαι ψυχής ή μεταξύ του φυσικού και του
διανοητικού.
Είναι αλήθεια, βεβαίως, πως οι Έλληνες συγγραφείς την εποχή του
Σωκράτη συχνά χρησιμοποιούσαν τις λέξεις σώμα και ψνχή. Αλλά
δεν τις χρησιμοποιούσαν γενικά με σκοπό να αποδώσουν στο σώμα
και στην ψνχή τις λειτουργικές και αξιολογικές διαφορές που
περιγράφηκαν από τον Ισοκράτη στη δήλωση που παραθέσαμε
παραπάνω. Οι Έλληνες του αιώνα π.Χ. μπορούσαν να αναφέρονται
είτε στο ζωντανό πρόσωπο είτε στο πτώμα με τον ίδιο όρο, σώμα.
Μπορούσαν να χρησιμοποιούν τη λέξη σώμα για να δηλώσουν κάτι που
ζει, όπως όταν μιλάμε σχετικά με κάτι για το οποίο κανείς
μάχεται, το υπηρετεί ή το σκέφτεται. Έτσι και τη λέξη ψνχή
μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν επίσης για να δηλώσουν τον εαυτό
ή τον χαρακτήρα ενός προσώπου. Τα πρόσωπα που συναντάμε στο
αρχαίο ελληνικό δράμα μπορούν να περιγράφουν ακόμη και
ζωντανούς ανθρώπους ως «απλές σκιές» (είδωλα) ή μπορεί να μιλούν
σαν να πρόκειται οι ζωντανοί άνθρωποι να έχουν μια πλήρως
αναπτυγμένη μεταθανάτια ζωή στον Άδη, από όπου θα μπορούν να
επικοινωνούν με τους νεκρούς συγγενείς τους. Αυτή η ρευστότητα
της χρήσης δεν είναι δυσνόητη ούτε προκαλεί σύγχυση, εφόσον δεν
αναμένουμε ότι, για την κανονική ζωή, οι άνθρωποι που μιλούσαν
έτσι προσπαθούσαν να διατυπώσουν θεωρητικές έννοιες για την
ανθρώπινη φύση. Σήμερα, επίσης, χρησιμοποιούμε συχνά λέξεις όπως
σώμα, πρόσωπο, εαυτός, άνθρωπος, χαρακτήρας και ούτω καθεξής με
τρόπο ώστε εν πολλοίς η μία να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως
συνώνυμο της άλλης.
Περί Αντιδόσεως
180
[ὁμολογεῖται μὲν γὰρ τὴν φύσιν ἡμῶν ἔκ τε
τοῦ σώματος συγκεῖσθαι καὶ τῆς ψνχής, αὐτοῖν δὲ τούτοιν
οὐδείς ἐστιν ὅστις οὐκ ἂν φήσειεν ἡγεμονικωτεραν
πεφυκέναι τὴν ψυχὴν καὶ πλέονος ἀξίαν· τῆς μὲν γὰρ ἔργον
εἶναι βουλεύσασθαι καὶ περὶ τῶν ἰδίων καὶ περὶ τῶν
κοινῶν, τὸν δὲ σώματος ὑπηρετῆσαι τοῖς ὑπό τῆς ψυχῆς
γνωσθεῖσιν].