www.ekivolos.gr          

   http://ekivolosblog.wordpress.com

 

 

    ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: ekivolos@gmail.com

                                  ekivolos_@hotmail.com

                                  ekivolos@ekivolos.gr

 

   

  Η ταυτότητά μας    ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 

«Όποιος σκέπτεται σήμερα, σκέπτεται ελληνικά,

έστω κι αν δεν το υποπτεύεται.»

                                                                                                                 Jacqueline de Romilly

«Κάθε λαός είναι υπερήφανος για την πνευματική του κτήση. Αλλά η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει τούτο το προσόν, να είναι η μητέρα παντός πολιτισμού.» 

                                                                                                                                                                     U.Wilamowitz

     

ΕΣΤΙΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ

«Τό ἑλληνικό μέτρον εἶναι τό πένθος τοῦ Λόγου»

Παναγιώτης Στάμος

Κλασσικά κείμενα-αναλύσεις

Εργαλεία

Φιλολόγων

Συνδέσεις

Εμείς και οι Αρχαίοι

Η Αθηναϊκή δημοκρατία

Αρχαία

Σπάρτη

ΣΧΕΤΙΚΗ

ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Θουκυδίδης

Το Αθηναϊκό πολίτευμα 

 

Οι αρχαίοι Έλληνες και ο κόσμος

 oμώνυμο κεφάλαιο στο έργο του David C. Lindberg

«ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»

 

O κόσμος τον Ομήρου και του Ησίοδου

 

Δεν γνωρίζουμε τίποτε για τον Όμηρο, συγγραφέα, σύμφωνα με την παράδοση, δύο σπουδαίων επικών ποιημάτων. της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Τα ποιήματα, τα οποία αφηγούνται ηρωικές περιπέτειες που συνδέονται με την τελευταία περίοδο και τα επακόλουθα του Τρωικού Πολέμου μεταξύ των Ελλήνων και των Τρώων. είναι σαφώς προϊόντα μακράς προφορικής παράδοσης και οι ρίζες τους φθάνουν μέχρι τη μυκηναϊκή εποχή (πριν το 1200 π.Χ.)' επιπλέον, φαίνεται ότι έχουν επηρεαστεί από μη-ελληνικές επικές παραδόσεις από την Εγγύς Ανατολή. Κατά πάσα πιθανότητα αποδόθηκαν σε γραπτή μορφή κατά τη διάρκεια του 8ου αιώνα, αλλά το αν ένας (ο Όμηρος) ή πολλοί είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό παραμένει διαφιλονικούμενο. Όποια κι αν είναι η συγκεκριμένη τους καταγωγή, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτέλεσαν το θεμέλιο της αρχαίας ελληνικής παιδείας και πολιτισμού και παραμένουν μεταξύ των καλύτερων διαθέσιμων μαρτυριών της μορφής και του περιεχομένου της αρχαίας ελληνικής σκέψης1.

Δίπλα στον Όμηρο πρέπει να τοποθετήσουμε τον Ησίοδο, του οποίου η ακμή τοποθετείται στα τέλη του 8ου αιώνα. Στον Ησίοδο, γιο ενός γεωργού, αποδίδονται δύο σημαντικά ποιητικά έργα: τα Έργα και Ημέραι (το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ένα γεωργικό εγχειρίδιο) και η Θεογονία, η οποία αφηγείται την καταγωγή των θεών και του κό­σμου2. Ο Ησίοδος κατασκεύασε μια γενεαλογία των θεών, και, μαζί με τον Όμηρο, καθόρισε το χαρακτήρα τους και τις λειτουργίες για τις οποίες ήταν υπεύθυνοι. Η επιλογή των δώδεκα θεών του Ολύμπου ως θεών των αρχαίων Ελλήνων μέσα από μια πληθώρα τοπικών θεοτήτων οφείλεται στην από κοινού επίδραση του Ομήρου και του Ησίοδου.

Μεταξύ των Ολύμπιων θεών υπήρχε και ο Ζευς, ο οποίος απεικονίστηκε από τον Όμηρο και τον Ησίοδο ως ο σπουδαιότερος και ισχυρότερος θεός, κύριος του ουρανού, κυρίαρχος των καιρικών συνθηκών, κάτοχος των κεραυνών, υπερασπιστής του νόμου και της ηθικής και πατέρας των πάντων. Η Ήρα, σύζυγος και αδελφή του, ήταν υπεύθυνη για τις γαμήλιες τελετές και τους γάμους. Ο Ποσειδών, αδελφός του Δία, ήταν ο θεός της θάλασσας και της γης, υποκινητής της θύελλας και των σεισμών. Ο Άδης, ένας ακόμη αδελφός, ήταν κύριος του κάτω κόσμου και των νεκρών. Η Αθηνά, κόρη του Δία, ήταν η θεά των πολεμικών τεχνών και η προστάτιδα των πόλεων, ενώ ο Άρης. γιος του Δία, ή αμείλικτος θεός του πολέμου.

Σύμφωνα με τον Όμηρο, οι θεοί εμπλέκονταν στενά στις ανθρώπινες υποθέσεις, καθορίζοντας συχνά τη νίκη, την ήττα, τη δυστυχία ι πεπρωμένο. Στην Οδύσσεια εμφανίζονται διάφορες περιπτώσεις θ επεμβάσεων. Ο ήρωάς της, ο Οδυσσεύς, έχοντας ναυαγήσει ως απ< σμα θεϊκής οργής και παραμείνει επί οκτώ χρόνια στο νησί της ν Καλυψώς, ελευθερώνεται τελικά μετά από εντολή του Δία και am για την Ιθάκη. Ο Ποσειδών, όμως, ο οποίος δεν είχε ερωτηθεί γι’ αὐτήν την εξέλιξη, εντόπισε τον Οδυσσέα στη σχεδία του και αποφάσισε να επέμβει:

 

Έτσι είπε και τα σύννεφα μάζεψε, και, αρπάζοντας την τρίαινά του στα χέρια, συντάραξε του πελάγου τα βάθη, και σήκωσε τις θύελλες, κάθε λογής ανέμου, και σκέπασε με σύννεφα στεριά και θάλασσα. Και από τον ουρανό χύθηκε σκοτάδι ... Ο Ποσειδών, σαλευτής της γης. σήκωσε ένα πελώριο κύμα, όρθιο και τρομερό, και επάνω του το 'ριξε όλο*

 

Και έτσι ο Οδυσσεύς επέστρεψε στην πατρίδα του. πότε επικουρούμενος και πότε παρεμποδιζόμενος από τους θεούς3.

Στη Θεογονία του Ησίοδου βρίσκουμε μια σύντομη ιστορία του  κόσμου, από το πρωταρχικό Χάος μέχρι την ευνομούμενη βασιλεία του Δία. Από το Χάος αναδύθηκε η ευρύστερνος Γαία και διάφορα άλλα πλάσματα, όπως ο Έρως. το Έρεβος (μέρος του κάτω κόσμου) και η σκοτεινή Νύχτα. Το Έρεβος και η Νύχτα ζευγάρωσαν για να γεννήσουν την Ημέρα και τον Αιθέρα. Η Γαία γέννησε πρώτα τον έναστρο Ουρανό «για να τη σκεπάζει ως πέρα από παντού και για να γίνει αιώνιο, ακίνητο βάθρο των μακαρίων θεών κατόπιν γέννησε τα ψηλά βουνά, καταφύγια πανέμορφα των θείων νυμφών που κατοικούν στα δασωμένα βουνά. Και... γέννησε και τον Πόντο, το ανεξάντλητο πέλαγος που με τα κύματα λυσσομανάει»4. Η μητέρα Γη έσμιξε κατόπιν με ένα από τα παιδιά της. τον Ουρανό, και από αυτή την ένωση προέκυψαν ο Ωκεανός (ο ποταμός που κυκλώνει τον κόσμο, πατέρας όλων των άλλων ποταμών), οι δώδεκα Τιτάνες και μια σειρά από τέρατα. Στο τέλος, ο Κρόνος, ένας από τους Τιτάνες, ευνούχισε και ανέτρεψε τον πατέρα του, τον Ουρανό· ο Κρόνος με τη σειρά του εκθρονίστηκε από το γιο του, τον Δία. Ο Ζευς απέκτησε τον κεραυνό από τους Κύκλωπες και τον χρησιμοποίησε για να νικήσει τους Τιτάνες και να εγκαθιδρύσει τη δική του ολύμπια εξουσία.

Ακόμη και αυτή η σύντομη περιγραφή αποκαλύπτει το χάσμα που χωρίζει τον κόσμο του Ομήρου και του Ησίοδου από αυτόν της νεώτερης επιστήμης. Ο κόσμος τους ήταν ένας κόσμος ανθρωπομορφικών οντοτήτων που επεμβαίνουν στις ανθρώπινες υποθέσεις και χρησιμοποιούν τους θνητούς ως πιόνια στα δικά τους σχέδια και σκευωρίες. Αναπόφευκτα. πρόκειται για έναν ιδιότροπο κόσμο, στον οποίο τίποτε μπορεί να προβλεφθεί με ασφάλεια, εξαιτίας των απεριόριστων δυνατοτήτων των θεϊκών επεμβάσεων. Τα φυσικά φαινόμενα ήταν προσωποποιημένα και θεοποιημένα. Ο ήλιος και η σελήνη ήταν θεότητες, βλαστοί της ένωσης της Θείας με τον Υπερίωνα. Οι θύελλες, οι κεραυνοί και οι σεισμοί δεν αντιμετωπίζονται ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα απρόσωπων φυσικών δυνάμεων, αλλά ως εξαιρετικά κατορθώματα, προϊόντα θείας βούλησης.

Τι μπορούμε να συμπεράνουμε από όλα αυτά; Θεωρούσαν οι α οι Έλληνες τις ιστορίες που αποτελούν αυτό που ονομάζουμε στ «Ελληνική Μυθολογία» αληθινές; Πίστευαν πραγματικά σε θεϊκά που κατοικούσαν στον Όλυμπο, ή σε κάποιο άλλο μυστηριώδες μ αποπλανούσαν το ένα το άλλο και ταλαιπωρούσαν τους ανθρώπους που συναντούσαν στο δρόμο τους: Δεν υπήρχε κανένας να αμφιβάλλει ότι οι θύελλες και οι σεισμοί ήταν το αποτέλεσμα θεϊκών ιδιοτροπιών; Είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, στη συζήτηση της προφορική; ψης, πόσο δύσκολες είναι αυτές οι ερωτήσεις5. Αυτό που είναι σαφές είναι ότι κάθε προσπάθεια να κριθούν τέτοιες πεποιθήσεις με τα συ να κριτήρια της επιστημονικής αλήθειας οδηγεί αναπόφευκτα σε παρανοήσεις. Μπορούμε, όμως, να φωτίσουμε κάπως το πρόβλημα ρίχνοντας μια ματιά στις σύγχρονες πεποιθήσεις που βρίσκονται εκτός του επιστημονικού χώρου. Όταν ένας πολιτικός υποψήφιος, ένας στρατιωτικός διοικητής, ή ένας επαγγελματίας αθλητής ευχαριστούν το Θεό για τη νίκη τους, πιστεύουν πραγματικά ότι η νίκη τους έχει υπερφυσική καταγωγή; Η απάντηση δεν είναι προφανής, και πιθανότατα διαφέρει κατά περίπτωση. Αυτό που φαίνεται σαφές είναι ότι τέτοια δη( πρόσωπα δεν προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τέτοιες αιτιακές ερωτήσεις με φιλοσοφικό ή επιστημονικό τρόπο, και, κατά πάσα πιθανό δεν έχει περάσει καν από το μυαλό τους ότι οι δηλώσεις τους ενδέχεται να κριθούν με φιλοσοφικά ή επιστημονικά κριτήρια. Αντίστοιχα, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα έργα του Ομήρου και του Ησίοδου, αν και φαίνεται να θέτουν αιτιακά ερωτήματα, δεν συνιστούν ως προς την πρόθεσή τους επιστημονικές ή φιλοσοφικές πραγματείες. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος -και οι ραψωδοί των οποίων τα επικά ποιήματα βρίσκονται πίσω από τα δικά τους- κατέγραφαν ηρωικά κατορθώματα με σκοπό να διδάξουν και να διασκεδάσουν, και αν τους αντιμετωπίσουμε ως αποτυχημένους φιλοσόφους, θα παρανοήσουμε αναπόφευκτα τα επιτεύγματά τους.

Παρ' όλα αυτά δεν θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε αυτές τις αρχαίες πηγές πολύ γρήγορα. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος αποτελούν κάποιες από τις λίγες πηγές στη διάθεσή μας που αποκαλύπτουν κάτι από την αρχαϊκή ελληνική σκέψη. Ακόμη και αν δεν μπορούν να θεωρηθούν εκπρόσωποι της πρωτόγονης ελληνικής φιλοσοφίας, αποτελούν πυρήνα της αρχαίας ελληνικής παιδείας και πολιτισμού και δεν είναι δυνατόν να μην άσκησαν επίδραση στην αρχαία ελληνική σκέψη. Είναι πρόδηλο ότι η γλώσσα και οι εικόνες που χρησιμοποιεί μια κοινωνία επηρεάζει την πραγματικότητα που αυτή η κοινωνία αντιλαμβάνεται. Ακόμη και αν το περιεχόμενο των ποιημάτων του Ομήρου και του Ησίοδου δεν αποτελούσε αντικείμενο «πίστης» ανάλογης με αυτήν που απολαμβάνει από εμάς το περιεχόμενο της σύγχρονης φυσικής, η μυθολογία των Ολύμπιων θεών (για να μη μιλήσουμε για τη μυθολογία των τοπικών θεοτήτων) αποτελούσε κεντρικό χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτισμού και επηρέασε τη σκέψη, τη γλώσσα και τη συμπεριφορά των αρχαίων Ελλήνων.

 

 

Οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοί

 

Η ελληνική φιλοσοφία εμφανίστηκε στις αρχές του 6ου αιώνα. Το γεγονός δεν συνεπάγεται, παρότι παρουσιάστηκε έτσι από κάποιους, την αντικατάσταση της μυθολογίας από τη φιλοσοφία· η ελληνική μυθολογία δεν εξαφανίστηκε, αντιθέτως συνέχισε να βρίσκεται σε ακμή για αιώνες. Πρόκειται, μάλλον, για την εμφάνιση νέων, φιλοσοφικών, τρόπων σκέψης παράλληλα με τη μυθολογία, ή ενίοτε και σε στενή σχέση μαζί της. Για να το πούμε απλά, ο Όμηρος και ο Ησίοδος δεν ήταν φιλόσοφοι και δεν εξασκούσαν τη φιλοσοφία- ο Θαλής, ο Πυθαγόρας Ηράκλειτος, μολονότι ζούσαν σε έναν πολιτισμό διαποτισμένο c μυθολογία, εγκαινίασαν ένα νέο είδος πνευματικής αναζήτησης το οποίο εμείς είμαστε διατεθειμένοι να ονομάσουμε «φιλοσοφία».

Αλλά ποιοι είναι αυτοί οι νέοι τρόποι σκέψης που αναγνωρίζουμε ως φιλοσοφία; Μια ομάδα στοχαστών του 6ου αιώνα ξεκίνησε μια σοβαρή κριτική έρευνα της φύσης του κόσμου στον οποίο ζούσαν να η οποία συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας. Έθεσαν ερωτήματα σχετικά με τα συστατικά στοιχεία του, τη σύνθεσή του και τη λειτουργία του. Διερεύνησαν αν είναι φτιαγμένος από ένα πράγμα ή πολλά, διερωτήθηκαν σχετικά με το σχήμα του και τη θέση του και αναρωτήθηκαν για την καταγωγή του. Θέλησαν να κατανοήσουν τη διαδικασία μεταβολής, τη γένεση και το μετασχηματισμό των πραγμάτων. Μελέτησαν τα ασυνήθιστα φυσικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί και οι εκλείψεις, και αναζήτησαν καθολικές εξηγήσεις που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τους σεισμούς και τις εκλείψεις γενικά, και όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο σεισμό ή έκλειψη. Και στοχάστηκαν για πρώτη φορά σχετικά με τους κανόνες της επιχειρηματολογίας και της απόδειξης.

Οι πρώτοι φιλόσοφοι δεν έθεσαν απλώς ένα νέο σύνολο ερωτήσεων αναζήτησαν επίσης νέα είδη απαντήσεων. Η προσωποποίηση της φύσης έχασε βαθμηδόν τη σημασία της στη σκέψη τους, και οι θεοί εξαφανίστηκαν από τις εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων που επεξεργάστηκαν. Είδαμε ήδη τη μυθολογική προσέγγιση του Ομήρου κι Ησίοδου: στην ησιόδεια Θεογονία, η γη και ο ουρανός θεωρούνται θεϊκά πλάσματα. Αντίθετα για τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο, ο κόσμος και τα διάφορα μέρη του προκύπτουν από το μηχανικό διαχωρισμό ατόμων μέσα στην πρωταρχική δίνη. Ακόμη και μέχρι τον 5ο αιώνα, ο Ηρόδοτος διατηρούσε σημαντικό μέρος της παλαιάς μυθολογίας διανθίζοντας τα βιβλία των Ιστοριών του με ιστορίες θεϊκών παρεμβάσεων. Ο Ποσειδών, σύμφωνα με τη διήγησή του, χρησιμοποίησε μιαν ο ασυνήθιστα υψηλή παλίρροια για να πλημμυρίσει ένα έλος το οποίο διέσχιζαν οι Πέρσες. Και ο Ηρόδοτος θεωρούσε μια έκλειψη που συνέπεσε με την αποχώρηση του περσικού στρατού ως υπερφυσικό οιωνό. Οι σοφοί προσέφεραν μια πολύ διαφορετική εξήγηση των πλημμυρών και των εκλείψεων, η οποία δεν περιείχε υπόνοιες θεϊκών παρεμβάσεων. Ο Αναξίμανδρος κατέληξε ότι οι εκλείψεις είναι το αποτέλεσμα της απόφραξης των ανοιγμάτων στους δακτύλιους του ουράνιου πυρός. Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, τα ουράνια σώματα είναι κύπελλα γεμάτα φωτιά, και οι εκλείψεις συμβαίνουν όταν η ανοικτή πλευρά του κυπέλλου γυρίσει προς την αντίθετη από μας κατεύθυνση. Οι θεωρίες του Αναξίμανδρου και του Ηράκλειτου δεν φαίνονται ιδιαίτερα εκλεπτυσμένες (πενήντα χρόνια μετά τον Ηράκλειτο, ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας θεωρούσαν ότι οι εκλείψεις ήταν απλώς το αποτέλεσμα κοσμικών σκιών), αλλά αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι δεν περιλαμβάνουν τους θεούς. Οι εξηγήσεις είναι εντελώς φυσιοκρατικές· οι εκλείψεις δεν αντανακλούν τις προσωπικές ιδιοτροπίες ή τις αυθαίρετες προτιμήσεις των θεών, αλλά τη φύση έμπυρων δακτυλίων ή ουράνιων κυπέλλων με το έμπυρο περιεχόμενό τους6.

Ο κόσμος των φιλοσόφων είναι, με δύο λόγια, ένας εύτακτος, προβλέψιμος κόσμος, στον οποίο τα πράγματα συμπεριφέρονται σύμφωνα, με τη φύση τους. Ο ελληνικός όρος που χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτό τον εύτακτο κόσμο ήταν ακριβώς ο όρος «κόσμος», από τον οποίο προέρχονται λέξεις όπως «κοσμολογία» ή «κοσμικός», οι οποίες συναντώνται σε πολλές άλλες γλώσσες. Ο ιδιότροπος κόσμος των θεϊκών παρεμβάσεων παραμερίστηκε, δίνοντας τη θέση του στην τάξη και την κανονικότητα.· ο κόσμος αντικατέστησε το χάος. Η διάκριση μεταξύ του φυσικού και του υπερφυσικού άρχισε να αναδύεται και τα αίτια (στο βαθμό που ερευνώνται με φιλοσοφικό τρόπο) αναζητούνται πλέον στη φύση των πραγμάτων. Οι φιλόσοφοι που εισήγαγαν αυτούς τους νέους τρόπους σκέψης ονομάστηκαν από τον Αριστοτέλη φυσικοί ή φυσιολόγοι, ακριβώς λόγω του ενδιαφέροντος τους για τη φύση.

 

 

Οι Μιλήσιοι και το ερώτημα της έσχατης πραγματικότητας

 

Ο φιλοσοφικός τρόπος σκέψης αναδύθηκε για πρώτη φορά στην Ιωνία, στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας. Εκεί Έλληνες άποικοι είχαν ιδρύσει ακμάζουσες πόλεις, όπως η Έφεσος, η Μίλητος, η Πέργαμος και η Σμύρνη, των οποίων η ευημερία στηριζόταν στο εμπόριο και την εκμετάλλευση των τοπικών πλουτοπαραγωγικών πηγών. Όπως πολλές κοινωνίες των συνόρων, η Ιωνία ενθάρρυνε πιθανόν τη σκληρή δουλειά και την αυτάρκεια· σε αντάλλαγμα, προσέφερε ευκαιρίες και ευημερία. Επίσης, έφερε τους Έλληνες σε επαφή με την τη θρησκεία και τις γνώσεις της Εγγύς Ανατολής, με την οποία οι πόλεις της Ιωνίας είχαν πολιτιστικές, εμπορικές, διπλωματικές και στρατιωτικές επαφές. Αν και αυτές οι επιδράσεις ήταν αναμφισβήτητα μαντικές, ο καθοριστικός παράγοντας ήταν σίγουρα η διαθεσιμότητα πλήρους αλφαβητικής γραφής και η ευρεία διάδοσή της στον ελληνικό πληθυσμό. Το αποτέλεσμα ήταν μια έκρηξη δημιουργικότητας στη λυρική ποίηση και τη φιλοσοφία.

Οι παλαιότεροι φιλόσοφοι για τους οποίους γνωρίζουμε κάτι προέρχονται από την πόλη της Μιλήτου, στη νότια ακτή της Ιωνίας. Τα ονόματα του Θαλή, του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη έφτασαν ως εμάς από τον 6ο αιώνα, αυτό του Λεύκιππου από τον 5ο. Τα διάφορα αποσπάσματα σκιαγραφούν τον πρώτο Μιλήσιο φιλόσοφο, τον ως γεωμέτρη. αστρονόμο και μηχανικό. Αναφέρεται ότι προέβλεψε με επιτυχία μια ηλιακή έκλειψη στα 585 π.Χ.· ωστόσο, οι πηγές αυτής της πληροφορίας δεν είναι ιδιαίτερα αξιόπιστες και είναι μάλλον απίθανο η ελληνική αστρονομική γνώση να είχε φτάσει. κατά τη διάρκεια της  ζωής του Θαλή, το επίπεδο που θα έκανε δυνατή μια τέτοια πρόβλεψη. Άλλα αποσπάσματα του αποδίδουν τη θεωρία ότι η Γη (ένας επίπεδος δίσκος) επιπλέει πάνω σε νερό, ιδέα που ενδέχεται να αποτελεί περισσότερο αξιόπιστο μέτρο της αστρονομικής και κοσμολογικής του πτυνσης7.

Η γνώση που διαθέτουμε για όλους τους Μιλησίους περιορίζεται από την ύπαρξη αναξιόπιστων και αποσπασματικών πηγών· θα πρέπει λοιπόν, να αντιμετωπίζουμε κάθε πρόταση σχετικά με τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους με κάποια δόση υγιούς σκεπτικισμού. Αυτό που προβάλλει αναντίρρητο είναι το ενδιαφέρον τους για το πρόβλημα της θεμελιώδους πραγματικότητας, του αρχικού στοιχείου από το οποίο αποτελείται ή αναδύθηκε το σύμπαν. Ο Αριστοτέλης, γράφοντας αιώνα π.Χ. (υπηρετώντας βέβαια και δικές του σκοπιμότητες και  έχοντας και αυτός στην κατοχή του μόνο αποσπασματικές και έμμεσες μαρτυρίες), αναφέρει τα ακόλουθα:

 

Γιατί αυτό από το οποίο προέρχονται όλα όσα υπάρχουν, αυτό από το οποίο πρώτα γίνεται κάθε πράγμα και στο οποίο τελικά αποσυντίθεται, αυτό του οποίου η ουσία διατηρείται αλλά οι ιδιότητές του αλλάζουν, αυτό [οι πρώτοι φιλόσοφοι] λένε ότι είναι το στοιχείο και η πρώτη αρχή όλων όσων υπάρχουν, και γι’ αυτόν το λόγο θεωρούν ότι δεν υπάρχει απόλυτη γένεση ούτε απόλυτη φθορά, αφού μια τέτοια φύση διατηρείται αιώνια8.

 

Ο Θαλής, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, θεωρούσε το νερό ω πλέον θεμελιώδη αρχή, αν και ο Αριστοτέλης δεν μπορούσε παρ κάνει υποθέσεις σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν τον Θαλή σ’ αυτή την επιλογή.

Οι άλλοι Μιλήσιοι του 6ου αιώνα, πιθανόν μαθητές ή διάδοχο Θαλή (δεν έχουμε ακριβή βιογραφικά στοιχεία), φαίνεται να έδωσαν διαφορετικές απαντήσεις στο ίδιο ερώτημα. Ο Αναξίμανδρος (του ου η ακμή τοποθετείται στα 550), σύμφωνα με ποικίλες μεταγενέστερες μαρτυρίες, πίστευε ότι η θεμελιώδης αρχή ήταν το άπειρο - «μια στια, ανεξάντλητη μάζα που εκτείνεται απεριόριστα προς κάθε κατεύθυνση», σύμφωνα με έναν από τους σύγχρονους ερμηνευτές του9 το άπειρο αναδύθηκε το σπέρμα από το οποίο προέρχεται ο κόσμος. Ο Αναξιμένης (του οποίου η ακμή τοποθετείται στα 545) υποστήριξε ότι η υποκείμενη αρχή είναι ο αέρας, ο οποίος με πύκνωση ή αραίωση παράγει την ποικιλία των ουσιών που συναντούμε στον κόσμο όπως τον αντιλαμβανόμαστε. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι Μιλήσιοι ήταν υλιστές και μονιστές: υποστήριζαν, δηλαδή, ότι η πρώτη αρχή ήταν κάποιου είδους υλική ουσία και ήταν μία.

Όλα αυτά ενδέχεται να εμφανίζονται πρωτόγονα. Από μια πλευρά αυτό είναι αλήθεια: δεν μπορούν να εξισωθούν με κάποια σύγχρονη θεωρία, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι την προεικονίζουν. Αλλά η σύγκριση του παρελθόντος με το παρόν είναι η πλέον σίγουρη συνταγή για την παραμόρφωση των επιτευγμάτων του παρελθόντος. Αν οι Μιλήσιοι συγκριθούν με τους άμεσους προκατόχους τους, η σημασία τους γίνεται αμέσως φανερή. Κατ' αρχήν, οι Μιλήσιοι έθεσαν ένα νέο είδος ερώτησης: Ποια είναι η αρχή των πραγμάτων; Ποια είναι η απλή υποκείμενη πραγματικότητα η οποία μπορεί να αποκτήσει πλήθος μορφών, ώστε να παράγει την ποικιλία των πραγμάτων που αντιλαμβανόμαστε: Πρόκειται για αναζήτηση ενότητας πίσω από την ποικιλία και τάξης πίσω από την αλλαγή. Δεύτερον, οι απαντήσεις των Μιλησίων δεν περιλαμβάνουν καθόλου την προσωποποίηση ή θεοποίηση της φύσης που συναντήσαμε στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Οι Μιλήσιοι άφησαν τους θεούς απέξω. Στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν γνωρίζουμε ποιες ήταν οι απόψεις τους για τους θεούς του Ολύμπου· αλλά δεν επικαλέστηκαν τους θεούς για να εξηγήσουν την αρχή και τη φύση των πραγμάτων. Τρίτον, οι Μιλήσιοι εμφανίζονται να έχουν συνείδηση της ανάγκης, όχι μόνο να διατυπώσουν τις θεωρίες τους, αλλά και να τις υπερασπίσουν έναντι κριτών ή ανταγωνιστών. Παρατηρούμε, λοιπόν, την ανάδυση μιας παράδοσης κριτικής αποτίμησης10.

Οι υποθέσεις των Μιλησίων σχετικά με την υποκείμενη αρχή αποτελούν απλώς την αρχή μιας αναζήτησης που συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Στην αρχαιότητα, τους Μιλησίους διαδέχτηκαν ποικίλες σχολές σκέψης. Πενήντα χρόνια αργότερα, ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος (του οποίου η ακμή τοποθετείται στα 500) συσχέτισε την αρχή των πραγμάτων με τη φωτιά: «αυτό τον κόσμο δεν τον έκανε κανένας από τους θεούς ή ανθρώπους, αλλά υπήρχε πάντα, και υπάρχει, και θα υπάρχει: μια αιώνια, ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο»11. Στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, ο υλισμός του 6ου αιώνα υιοθετήθηκε και επεκτάθηκε από τους ατομικούς φιλοσόφους Λεύκιππο τον Μιλήσιο (ακ. 440) και Δημόκριτο τον Αβδηρίτη (ακ. 410). Ο Λεύκιππος και Δημόκριτος υποστήριξαν ότι ο κόσμος αποτελείται από μιαν απειρία μικροσκοπικών ατόμων, τα οποία κινούνται τυχαία σε ένα άπειρο Τα άτομα, στερεά σωματίδια μη ορατών διαστάσεων, παρουσιάζουν άπειρα σχήματα· οι κινήσεις τους, οι συγκρούσεις τους και οι παροδικοί σχηματισμοί τους είναι υπεύθυνοι για την τεράστια ποικιλία των ουσιών και των πολύπλοκων φαινομένων που αποτελούν την εμπειρία μας. Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος προσπάθησαν να εξηγήσουν ακόμη και το σχηματισμό ολόκληρων κόσμων από δίνες ατόμων12.

Οι ατομικοί επεξεργάστηκαν ιδιοφυείς εξηγήσεις πολλών άλλων φυσικών φαινομένων, αλλά η προσοχή μας δεν πρέπει να αποσπαστεί από το κύριο σημείο. Η σημασία τους έγκειται στη σύλληψη της πραγματικότητας ως άψυχου μηχανισμού, όπου οτιδήποτε συμβαίνει είναι αναγκαίο προϊόν αδρανών, υλικών ατόμων που κινούνται σύμφωνα με τη φύση τους. Κανείς νους και καμμία θεότητα δεν χωρούν σε αυτό τον κόσμο. Η ίδια η ζωή ανάγεται στις κινήσεις αδρανών σωματιδίων. Η σκοπιμότητα και η ελευθερία απουσιάζουν η τυφλή αναγκαιότητα διέπει αποκλειστικά τα πάντα. Αυτή η μηχανιστική εικόνα του κόσμου καταπολεμήθηκε από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και αυτούς που τους ακολούθησαν επέστρεψε όμως με περισσότερη ορμή (και κάποιες νέες διαστάσεις) το 17ο αιώνα και έκτοτε αποτελεί υπολογίσιμη δύναμη στις επιστημονικές συζητήσεις.

Όσοι ασχολήθηκαν με το θέμα της υποκείμενης αρχής δεν ήταν όλοι μονιστές ή υλιστές. Ούτε και οι θεοί ήταν πλήρως απόντες από τις εξηγήσεις που επεξεργάστηκαν. Ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα (ακ. 450), περίπου σύγχρονος του Λεύκιππου στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, αναγνώρισε τέσσερα στοιχεία ή «ριζώματα» (όπως τα ονόμασε) όλων των υλικών πραγμάτων: φωτιά, αέρας, γη και νερό (τα οποία εισήγαγε με μυθολογικά ονόματα: Ζευς, Ήρα, Αιδωνεύς, Νήστις). Από τα τέσσερα ριζώματα, γράφει ο Εμπεδοκλής, «βλάστησαν όλα όσα ήταν, είναι και θα είναι δένδρα και άνδρες και γυναίκες, θηρία και  πουλιά και ψάρια που ζουν στο νερό, και οι μακρόβιοι θεοί, οι πρώτοι στις τιμές. Γιατί μόνο αυτά υπάρχουν, και διατρέχοντας το ένα το ένα το άλλο αποκτούν διαφορετικές όψεις»13. Αλλά τα υλικά συστατικά από μόνα τους δεν μπορούν να εξηγήσουν την κίνηση και την αλλαγή. Γι’ αυτόν το λόγο ο Εμπεδοκλής εισήγαγε δύο επιπλέον μη υλικές αρχές: τη φιλότητα και το νείκος, οι οποίες παρακινούν τα τέσσερα ριζώματα να συναθροίζονται και να χωρίζονται.

Ο Εμπεδοκλής δεν ήταν ο μόνος αρχαίος φιλόσοφος ο οποίος περιέλαβε μη υλικές αρχές στην περιγραφή της θεμελιώδους πραγματικότητας. Οι Πυθαγόρειοι του 6ου και 5ου αιώνα (συγκεντρωμένοι ιδιαίτερα στις ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και γνωστοί σε μας μόνο ως «σχολή» σκέψης και όχι ως προσωπικότητες) υποστήριξαν, αν κατανοούμε σωστά τη διδασκαλία τους, ότι η έσχατη πραγματικότητα είναι αριθμητική και όχι υλική. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια των μαθηματικών τους σπουδών οι Πυθαγόρειοι εντυπωσιάστηκαν από τη δύναμη των αριθμών να εξηγήσουν φαινόμενα όπως η μουσική κλίμακα. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «επειδή... όλα τα άλλα πράγματα έδειχναν να είναι διαμορφωμένα σε ολόκληρη τη φύση τους από τους αριθμούς, και οι αριθμοί φαίνονταν να είναι τα πρώτα πράγματα σε ολόκληρη τη φύση. υπέθεσαν ότι τα στοιχεία των αριθμών είναι τα. στοιχεία όλων1 των όντων και ότι ολόκληρος ο ουρανός είναι αρμονία και αριθμός»14. Πρόκειται βέβαια για ένα σκοτεινό χωρίο, και η αβεβαιότητά μας επιτείνεται από την πιθανότητα ο Αριστοτέλης να μην κατανοούσε πλήρως την πυθαγόρεια διδασκαλία ή να μην ήταν δίκαιος προς αυτή. Πίστευαν οι Πυθαγόρειοι ότι τα υλικά πράγματα αποτελούνται κυριολεκτικά από αριθμούς; Ή εννοούσαν απλώς ότι τα υλικά πράγματα έχουν θεμελιώδεις αριθμητικές ιδιότητες και ότι αυτές οι ιδιότητες μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη φύση των πραγμάτων; Μια φρόνιμη ερμηνεία της θέσης των Πυθαγορείων θα ήταν ότι οι αριθμοί προηγούνται κατά κάποιο τρόπο, και όλα τα υπόλοιπα αποτελούν δημιουργήματά τους· οι αριθμοί αποτελούν με αυτή την έννοια τη θεμελιώδη πραγματικότητα, και τα υλικά πράγματα οφείλουν την ύπαρξή τους, ή τουλάχιστον τις ιδιότητες τους, στους αριθμούς. Αν θέλουμε να είμαστε ακόμη πιο προσεκτικοί, μπορούμε τουλάχιστον να βεβαιώσουμε ότι οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν τον αριθμό ως τη θεμελιώδη όψη της πραγματικότητας και τα μαθηματικά ως το πλέον σημαντικό εργαλείο για τη διερεύνηση αυτής της πραγματικότητας15.

 

 

Το πρόβλημα της μεταβολής

 

Αν το πρωτεύον φιλοσοφικό πρόβλημα του 6ου αιώνα ήταν το ερώτημα της καταγωγής και των θεμελιωδών συστατικών στοιχείων του ένα άλλο σχετικό ζήτημα κυριάρχησε στη φιλοσοφική δράστη του 5ου αιώνα. Όταν πράγματι ανακαλύψουμε τα θεμελιώδη συστατικά στοιχεία του κόσμου, υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι θα είναι αμετάβλητα; Η απάντηση προβάλλει αναμφισβήτητη: Θα μπορούσε η έσχατη πραγματικότητα να θεωρηθεί πράγματι έσχατη, αν μορφή ή αν ήταν υποκείμενη στη γένεση και τη φθορά; Δεν θα  προσπαθούσαμε τότε να εξηγήσουμε τις μεταβολές αυτής της πραγματικότητας με τη βοήθεια ακόμη πιο θεμελιωδών στοιχείων; Στο τέλος του  δρόμου προς την εξήγηση, πρέπει να υπάρχει κάτι σταθερό και αμετάβλητο. Αν συμφωνήσουμε, λοιπόν, ότι η έσχατη πραγματικότητα πρέπει να είναι αμετάβλητη, είναι δυνατόν να εξηγήσουμε, ή και να αποδεχτούμε ακόμη, την πραγματικότητα της μεταβολής; Είναι η σταθερότητα στο επίπεδο της έσχατης πραγματικότητας συμβατή με τη δυνατότητα αυθεντικής αλλαγής σε κάποιο άλλο επίπεδο: Πώς είναι δυνατόν ο κόσμος να είναι και σταθερός και μεταβλητός:

Ένας από τους πρώτους φιλοσόφους που αντιμετώπισαν αυτό το ερώτημα ήταν ο Ηράκλειτος, ο οποίος διατύπωσε μια διακήρυξη πραγματικότητας της αλλαγής. Ο Ηράκλειτος, σύμφωνα με τη παράδοση, ισχυρίστηκε ότι κανείς δεν μπορεί να μπει δύο φορές στον ίδιο ποταμό (γιατί τη δεύτερη φορά δεν είναι ακριβώς ο ίδιος ποταμός), και αυτή η σύντομη ρήση τον ανέδειξε σε σύμβολο, ακόμη και κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας, της άποψης ότι τα πάντα βρίσκονται σε  κατάσταση ροής. Ο Ηράκλειτος υποστήριξε, επίσης, ότι μια κατάσταση γενικής ισορροπίας ή σταθερότητας ενδέχεται να αποκρύπτει τη  μεταβολή, με τη μορφή της εξισορρόπησης δυνάμεων ή του ανταγωνισμού των αντιθέτων. Για παράδειγμα, υπάρχει ένας διαρκής αγώνας στοιχείων όπως η γη, το νερό και η φωτιά, καθώς το καθένα προσπαθεί να καταβροχθίσει τα υπόλοιπα· όμως, μέσω της συνολικής εξισορρόπησης ή αμοιβαιότητας, επιτυγχάνεται μια κατάσταση δυναμικής ισορροπίας16.

Αυτό που παραδέχθηκε ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης (ακ. 480, από την ελληνική Ελέα της Νότιας Ιταλίας) το αρνήθηκε. Ο Παρμενίδης έγραψε ένα μεγάλο φιλοσοφικό ποίημα (η φιλοσοφία δεν είχε ακόμη καταλήξει στον πεζό λόγο ως αποκλειστική μορφή γλωσσικής έκφρασης), μεγάλα τμήματα του οποίου έχουν διασωθεί. Σε αυτό το ποίημα, ο Παρμενίδης υιοθέτησε τη ριζοσπαστική θέση ότι η μεταβολή -κάθε μορφή μεταβολής- είναι λογικά αδύνατη. Ο Παρμενίδης ξεκίνησε αρνούμενος, στη βάση διαφόρων λογικών προκειμένων, τη δυνατότητα ενός πράγματος να μεταβεί από το μη-είναι στο είναι: για παράδειγμα, αν κάτι τέτοιο επρόκειτο να συμβεί, γιατί να συμβεί μια δεδομένη στιγμή και όχι κάποια άλλη, και με τη βοήθεια ποιων μέσων; Το συμπέρασμά του ήταν ότι από το τίποτε μόνο το τίποτε μπορεί να προέλθει. «Γιατί ποτέ δεν θα αποδειχθεί», γράφει, «ότι τα μη όντα είναι»17. Ο Παρμενίδης προχώρησε, με ανάλογες προκείμενες, στην άρνηση κάθε άλλης μορφής μεταβολής. Αρνήθηκε, επίσης, την ύπαρξη του χρόνου και της πολλαπλότητας- το ον είναι ένα και παρόν.

Ο μαθητής του Παρμενίδη Ζήνων (ακ. 450) επέκτεινε και υπερασπίστηκε την παρμενίδεια θέση με τη βοήθεια ενός συνόλου αποδείξεων εναντίον της δυνατότητας μιας συγκεκριμένης μορφής μεταβολής-της κίνησης ή αλλαγής τόπου. Μια από αυτές τις αποδείξεις, το «παράδοξο του σταδίου», μπορεί να διαφωτίσει την προσέγγιση του Ζήνωνα. Είναι αδύνατον, υποστήριξε ο Ζήνων, να διασχίσεις ένα στάδιο, γιατί πριν το καλύψεις όλο θα πρέπει να καλύψεις το μισό· πριν καλύψεις το μισό, θα πρέπει να καλύψεις το πρώτο τέταρτο· πριν καλύψεις το πρώτο τέταρτο, το πρώτο όγδοο κ.ο.κ μέχρι το άπειρο. Το να διασχίσεις ένα στάδιο ισοδυναμεί, λοιπόν, με το να διασχίσεις μιαν άπειρη ακολουθία ημίσεων μερών και είναι αδύνατον να διασχίσεις, ή ακόμη «και να έλθεις σε επαφή με» (κατά τη διατύπωση του Αριστοτέλη στη συζήτηση του παραδόξου) μιαν απειρία διαστημάτων μέσα σε πεπερασμένο χρόνο. Το ίδιο επιχείρημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση οποιουδήποτε διαστήματος στο χώρο -από όπου έπεται ότι κάθε κίνηση είναι αδύνατη18.

Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται παράλογα. Με ελάχιστη προσπάθεια, ο Παρμενίδης και ο Ζήνων θα μπορούσαν να ανοίξουν τα μάτια τους και να παρατηρήσουν όλων των ειδών τις μεταβολές γύρω τους. Δεν ξυπνούσαν κάθε πρωί και, μετά από ένα καλό πρωινό, έπαιρναν το δρόμο μέχρι την αγορά για να αφιερώσουν το υπόλοιπο της ημέρα φιλοσοφία; Δεν καταλάβαιναν ότι για να το κάνουν αυτό έπρεπε να κινηθούν; Καμμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ο Παρμενίδης και ο Ζήνων ήξεραν πολύ καλά τα διδάγματα της εμπειρίας, αλλά το ερώτημα αφορούσε ακριβώς στην αξιοπιστία της εμπειρίας. Τι μπορεί να κάνει κάποιος όταν η εμπειρία μαρτυρεί την πραγματικότητα της αλλαγής, ενώ η προσεκτική επιχειρηματολογία (με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό c κανόνες της λογικής) καταλήγει σαφώς στην αδυνατότητά της; Για τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη: το συμπέρασμα της έλλογης πρακτικής πρέπει να υπερισχύσει. Ο Παρμενίδη διέκρινε την «οδό του φαίνεσθαι», η οποία σχετίζεται με την παρατήρηση από την «οδό της αλήθειας», την οποία ακολουθεί ο λόγος. Στο ποίημά του προειδοποιεί τον αναγνώστη: «και μην επιτρέψεις στη συνήθεια που προέρχεται από μεγάλη εμπειρία, να σε αναγκάσει να αφήσεις τα απρόσεκτα μάτια, τα θορυβώδη αυτιά και τη γλώσσα σου να περιπλανηθούν σε αυτή την οδό· αλλά κρίνε με τη βοήθεια του λόγου τη γεμάτη έριδες και αμφισβητήσεις απόδειξη που διατύπωσα»19. Ο Παρμενίδης και ο Ζήνων, λοιπόν, αναγνώριζαν ότι η εμπειρία μάς διδάσκει την πραγματικότητα της αλλαγής. Αλλά γνώριζαν με τη βοήθεια του λ ότι πρόκειται για ψευδαίσθηση - ίσως μια ευχάριστη και ισχυρή διαίσθηση, αλλά παρ' όλα αυτά ψευδαίσθηση.

Η άρνηση εκ μέρους του Παρμενίδη της δυνατότητας της μεταβολής άσκησε εξαιρετική επίδραση, απευθύνοντας μια πρόκληση την οποία γενεές φιλοσόφων αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να αποδεχθούν. Ο Εμπεδοκλής απάντησε με τη θεωρία των τεσσάρων υλικών «ριζωμάτων» ή στοιχείων, συν τη φιλότητα και το νείκος. Τα στοιχεία δεν υπόκεινται σε γένεση και φθορά, και έτσι η θεμελιώδης παρμενίδεια απαίτηση  γίνεται σεβαστή· αλλά συναθροίζονται, χωρίζονται και αναμειγνύονται σε διάφορες αναλογίες, και έτσι υπάρχει αυθεντική αλλαγή. Οι ατομιστές Λεύκιππος και Δημόκριτος αποδέχθηκαν ότι το κάθε άτομο είναι απολύτως αμετάβλητο, και έτσι στο ατομικό επίπεδο δεν υπάρχει γένεση, φθορά ή αλλοίωση οποιουδήποτε είδους. Όμως τα άτομα κινούνται συγκρούονται και συναθροίζονται αενάως· μέσω των κινήσεων και των σχηματισμών των ατόμων δημιουργείται η ατέλειωτη ποικιλία του κόσμου της αισθητηριακής εμπειρίας. Σύμφωνα με τους ατομιστές, επομένως, η θεμελιώδης σταθερότητα αποτελεί το υπόστρωμα της επιφανειακής μεταβολής· και οι δύο είναι παρούσες και οι δύο είναι πραγμα­τικές20.

 

 

Το πρόβλημα της γνώσης

 

Πίσω από αυτές τις συζητήσεις σχετικά με την υποκείμενη πραγματικότητα και το πρόβλημα της μεταβολής και της σταθερότητας, ξεπροβάλλει ένα τρίτο βασικό ζήτημα, το οποίο αντιμετωπίστηκε επίσης από τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους, το πρόβλημα της γνώσης (ή, σε φιλοσοφική ορολογία, το πρόβλημα της γνωσιολογίας). Το πρόβλημα αυτό το συναντούμε κατά την αναζήτηση της θεμελιώδους πραγματικότητας, η οποία υπόκειται της ποικιλίας των ουσιών που γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις: αν οι αισθήσεις δεν μας αποκαλύπτουν την ενότητα των πραγμάτων, τότε θα πρέπει να βρούμε άλλους οδηγούς προς την αλήθεια. Το πρόβλημα της γνώσης τίθεται ευθέως κατά τον 5ο αιώνα στη συζήτηση της μεταβολής και της σταθερότητας. Η ακραία στάση του Παρμενίδη στο ερώτημα της μεταβολής έχει σαφείς γνωσιολογικές συνέπειες; αν οι αισθήσεις είναι αυτές που μαρτυρούν τη μεταβολή των πραγμάτων, η έλλειψη αξιοπιστίας τους αποδεικνύεται πάραυτα· η αλήθεια μπορεί να κατακτηθεί μόνο με τη βοήθεια της νόησης. Οι ατομικοί, επίσης, τείνουν να υποβαθμίσουν την αισθητηριακή εμπειρία. Σύμφωνα με αυτούς, τα αισθητήρια όργανα μας αποκαλύπτουν μόνο τις «δευτερογενείς» ιδιότητες των πραγμάτων, όπως το χρώμα, τις γεύσεις, τις οσμές, τις απτικές αισθήσεις, ενώ ο νους διδάσκει ότι μονάχα τα άτομα και το κενό υπάρχουν πραγματικά. Σε ένα απόσπασμα που έχει διασωθεί, ο Δημόκριτος διαχωρίζει «δύο είδη γνώσης, ένα γνήσιο και ένα σκοτεινό. Στο σκοτεινό ανήκουν όλα τα ακόλουθα: όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση, αφή»21. Το απόσπασμα διακόπτεται πριν ολοκληρωθεί η σκέψη, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι σύμφωνα με τον Δημόκριτο αυθεντική γνώση είναι αυτή που μας παρέχει ο νους.

Αν και οι πρώτοι φιλόσοφοι έτειναν στην υποβάθμιση των αισθήσεων έναντι του νου ή του λόγου, αυτή η τάση δεν ήταν ούτε καθολική ούτε δίχως τροποποιήσεις. Ο Εμπεδοκλής υπερασπίστηκε τις αισθήσεις απέναντι στην επίθεση του Παρμενίδη. Οι αισθήσεις ενδέχεται να μην είναι τέλειες, υποστήριξε, αλλά αποτελούν χρήσιμους οδηγούς, αν χρησιμοποιηθούν με οξυδέρκεια. «Αλλά έλα, και πρόσεξε με όλες σου τις δυνάμεις πώς κάθε πράγμα είναι φανερό», έγραψε, «δίχως ούτε την όραση να εμπιστεύεσαι πιο πολύ από την ακοή, ούτε την πολυθόρυβη ακοή από τη σαφή μαρτυρία της γλώσσας σου. ούτε να αρνείσαι την πίστη σου σε κάποιο από τα άλλα όργανα, όπου υπάρχει πέρασμα για τη νόηση». Και ο Αναξαγόρας (ακμή γύρω στο 450) ο Κλαζομένιος από μιαν άλλη παράλια πόλη της Ιωνίας) υποστήριξε σε ένα σύντομο απόσπασμα ότι οι αισθήσεις μάς παρέχουν μιαν «άποψη αυτών που δεν  είναι φανερά»22.

Ένα από τα ευεργετικά αποτελέσματα των ελληνικών επιστημολογικών ανησυχιών (και ιδιαίτερα της τάσης να αποδίδεται μεγαλύτερη σημασία στη νόηση) ήταν η εστίαση της προσοχής στους κανόνες του συλλογισμού, της επιχειρηματολογίας και της κριτικής εκτίμησης των θεωριών. Η τυπική λογική θα δημιουργηθεί από τον Αριστοτέλη· αλλά οι προκάτοχοί του, κατά τη διάρκεια του 6ου και 5ου αιώνα, απέκτησαν ολοένα και αυξανόμενη συνείδηση της ανάγκης να κρίνουν την ορθότητα ενός επιχειρήματος και να αποτιμούν τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται μια θεωρία. Η εκλέπτυνση που χαρακτηρίζει τον τρόπο επιχειρηματολογίας του Παρμενίδη και του Ζήνωνα - η ευαισθησία, για παράδειγμα, την οποία επέδειξαν προς τους κανόνες της συνεπαγωγής και τα κριτήρια της απόδειξης - αποδεικνύει πόσο πολύ προχώρησε η αρχαία ελληνική φιλοσοφία μέσα σε ενάμιση αιώνα.

 

 

Ο πλατωνικός κόσμος των ειδών

 

Ο θάνατος του Σωκράτη το 399 π.Χ., καθώς συνέβη περίπου στο του αιώνα (όχι φυσικά στο αρχαίο ελληνικό ημερολόγιο, αλλά στο δικό μας), αποτελεί ένα βολικό σημείο για τη διαίρεση της ιστορίας της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Έτσι οι προκάτοχοί του Σωκράτη τον 6ο και 5ο αιώνα (οι φιλόσοφοι που μας έχουν απασχολήσει ως τώρα σε αυτό το κεφάλαιο) ονομάζονται συνήθως «Προσωκρατικοί». Αλλά η επιφανής θέση του Σωκράτη είναι κάτι περισσότερο από ημερολογιακή υπόθεση, καθώς ο Σωκράτης εκπροσωπεί μια μετάθεση του κέντρου βάρους της ελληνικής φιλοσοφίας από τα κοσμολογικά ενδιαφέροντα του 6ου και 5ου αιώνα προς πολιτικά και ηθικά ζητήματα. Παρ' όλα αυτά, η μετάθεση αυτή δεν ήταν τόσο ριζική ώστε να αποκλείσει τη συνέχιση στην αντιμετώπιση των κυριότερων προβλημάτων της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Στο έργο του νεώτερου φίλου και μαθητή του Σωκράτη, του Πλάτωνα, συναντούμε το καινούργιο μαζί με το παλιό.

Ο Πλάτων (427-348/7) καταγόταν από διακεκριμένη αθηναϊκή οικογένεια, με έντονη ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα· αναμφισβήτητα, παρακολούθησε από πολύ κοντά τα πολιτικά γεγονότα που οδήγησαν στην καταδίκη του Σωκράτη. Μετά το θάνατο του Σωκράτη, εγκατέλειψε την Αθήνα και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Σικελία, όπου μάλλον ήλθε σε επαφή με κάποιους Πυθαγόρειους φιλοσόφους. Το 388 ο Πλάτων επέστρεψε στην Αθήνα και ίδρυσε μια δική του σχολή, την Ακαδημία, όπου νεαροί άνδρες μπορούσαν να ακολουθήσουν σπουδές υψηλού επιπέδου (βλ. Εικ. 2.4). Η γραπτή παραγωγή του Πλάτωνα αποτελείται σχεδόν πλήρως από διαλόγους, η πλειοψηφία των οποίων έχει διασωθεί. Κατ' ανάγκην θα είμαστε ιδιαίτερα επιλεκτικοί στην εξέταση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα· ας ξεκινήσουμε με τη δική του αναζήτηση της υποκείμενης πραγματικότητας23.

Σε ένα χωρίο ενός από τους διαλόγους του, την Πολιτεία, ο Πλάτων διερεύνησε τη σχέση ανάμεσα στα υλικά τραπέζια που κατασκευάζει ένας ξυλουργός και την ιδέα ή ορισμό του τραπεζιού που βρίσκεται στο μυαλό του ξυλουργού. Ο ξυλουργός αντιγράφει ή επαναλαμβάνει τη νοητή ιδέα, όσο αυτό είναι δυνατόν, σε κάθε τραπέζι που κατασκευάζει, αλλά αυτή η αντιγραφή δεν είναι ποτέ τέλεια. Κανένα από τα κατασκευασμένα τραπέζια δεν είναι όμοιο με κανένα άλλο μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, και οι περιορισμοί του υλικού (ένας ρόζος, μια στραβωμένη σανίδα) καθιστούν αδύνατη την πλήρη συμμόρφωση προς τη νοητή ιδέα.

Ο Πλάτων υποστήριξε ότι υπάρχει ένας θείος τεχνίτης που έχει την ίδια σχέση με τον κόσμο με αυτή που έχει ένας ξυλουργός με τα τραπέζια που κατασκευάζει. Ο θείος τεχνίτης (ο Δημιουργός) κατασκεύασε τον κόσμο σύμφωνα με μια ιδέα ή σχέδιο, έτσι ώστε ο κόσμος και ό, τι αυτός περιέχει αποτελούν αντίγραφα (πάντα ατελή λόγω των εγγενών περιορισμών των υλικών) των αιώνιων ιδεών ή ειδών. Εν συντομία υπάρχουν δύο επίπεδα: το επίπεδο των ειδών ή ιδεών, που περιέχει την τέλεια ιδέα κάθε πράγματος, και το υλικό επίπεδο, στο οποίο αυτά τα είδη ή ιδέες έχουν αντιγραφεί με ατελή τρόπο.

Η πλατωνική σύλληψη των δύο διακριτών επιπέδων ενδέχεται να ξενίσει πολλούς· πρέπει, λοιπόν, να τονίσουμε ορισμένα σημαντικά σημεία. Τα πλατωνικά είδη είναι άυλα και ακατάληπτα από τις αισθήσεις· είναι αιώνια όπως και ο Δημιουργός· και είναι απολύτως αμετάβλητα. Συμπεριλαμβάνουν το είδος, την τέλεια ιδέα κάθε πράγματος στον υλικό κόσμο. Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για την τοποθεσία τους, γιατί είναι άυλα και άρα δεν καταλαμβάνουν χώρο. Αν και άυλα και ακατάληπτα από τις αισθήσεις, υπάρχουν αντικειμενικά· και μάλιστα, η αληθινή πραγματικότητα (η πραγματικότητα σε όλη της την πληρότητα) θα πρέπει να αποδοθεί στον κόσμο των ιδεών. Αντίθετα, αισθητός και υλικός κόσμος είναι ατελής και παροδικός. Είναι λιγότερο πραγματικός, με την έννοια ότι το υλικό αντικείμενο είναι αντίγραφο του είδους, και άρα η ύπαρξή του εξαρτάται από το είδος. Τα αντικείμενα υπάρχουν δευτερογενώς, ενώ τα είδη υπάρχουν πρωτογενώς.

Ο Πλάτων εικονογράφησε αυτή τη σύλληψη της πραγματικότητας στη γνωστή «αλληγορία του σπηλαίου», που βρίσκεται στο έβδομο βιβλίο της Πολιτείας. Κάποιοι άνθρωποι είναι φυλακισμένοι σε μια βαθιά σπηλιά, αλυσοδεμένοι με τέτοιο τρόπο που δεν μπορούν να κουνήσουν τα κεφάλια τους. Πίσω τους είναι ένας τοίχος, και πιο πέρα μια φωτιά. Άλλοι άνθρωποι περπατούν πέρα-δώθε πίσω από τον τοίχο, κρατώντας στα χέρια τους, και πάνω στον τοίχο, διάφορα αντικείμενα, συμπεριλαμβανομένων ομοιωμάτων ανθρώπων και ζώων, τα οποία ρίχνουν τη σκιά τους στον τοίχο της σπηλιάς που είναι ορατός από τους φυλακισμένους. Οι φυλακισμένοι βλέπουν μόνο τις σκιές που ρίχνουν τα ομοιώματα και τα άλλα αντικείμενα' ζώντας στη σπηλιά από τότε που γεννήθηκαν, δεν έχουν επίγνωση καμίας άλλης πραγματικότητας. Δεν υποπτεύονται ότι αυτές οι σκιές δεν είναι παρά ατελείς εικόνες των αντικειμένων που δεν μπορούν να δουν κατά συνέπεια, αντιλαμβάνονται εσφαλμένως τις σκιές ως πραγματικότητα.

Έτσι συμβαίνει με όλους μας. ισχυρίζεται ο Πλάτων. Είμαστε ψυχές φυλακισμένες σε σώματα. Η ψυχή. ρίχνοντας ματιές μέσα από τη φυλακή της, είναι ικανή να αντιληφθεί μόνο αυτές τις φευγαλέες σκιές, και οι αδαείς ισχυρίζονται ότι αυτό εξαντλεί την πραγματικότητα. Όμως τα ομοιώματα και τα άλλα αντικείμενα των οποίων οι σκιές δεν είναι παρά οι αμυδρές αναπαραστάσεις υπάρχουν πραγματικά, όπως επίσης υπάρχουν και οι άνθρωποι και τα ζώα των οποίων τα ομοιώματα είναι ατελή αντίγραφα. Για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε πρόσβαση σε αυτές τις ανώτερες πραγματικότητες, οφείλουμε να αποδράσουμε από τα δεσμά της αισθητηριακής εμπειρίας και να σκαρφαλώσουμε έξω από τη σπηλιά, μέχρι να αποκτήσουμε τελικά την ικανότητα να ατενίσουμε την αιώνια πραγματικότητα, εισερχόμενοι με αυτό τον τρόπο στην περιοχή της αληθινής γνώσης24.

Ποιες είναι οι συνέπειες αυτών των απόψεων σε σχέση με τα ενδιαφέροντα των Προσωκρατικών; Πρώτον, ο Πλάτων εξίσωσε τα είδη με την υποκείμενη πραγματικότητα, αποδίδοντας ταυτόχρονα δευτερογενή ή παράγωγο τρόπο ύπαρξης στον υλικό κόσμο των αισθητών πραγμάτων. Δεύτερον, ο Πλάτων συμβίβασε τη μεταβολή με τη σταθερότητα, αποδίδοντάς τες σε διαφορετικά επίπεδα της πραγματικότητας. Ο υλικός κόσμος είναι η σκηνή της ατέλειας και της μεταβολής, ενώ ο κόσμος των ειδών χαρακτηρίζεται από αιώνια και αμετάβλητη τελειότητα. Και η μεταβολή και η σταθερότητα είναι επομένως αυθεντικές· η καθεμία χαρακτηρίζει κάτι· αλλά η σταθερότητα ανήκει στα είδη και έτσι συμμετέχει στην πληρέστερη πραγματικότητά τους.

Τρίτον, όπως είδαμε, ο Πλάτων επεξεργάστηκε ταυτόχρονα γνωσιολογικά θέματα, θέτοντας σε αντίθεση την παρατήρηση και την γνώση (ή νόηση). Οι αισθήσεις, αντί να οδηγούν προς τη γνώση ή τη νόηση, αποτελούν αλυσίδες που μας κρατούν καθηλωμένους· η οδός προς τη γνώση περνά από το φιλοσοφικό στοχασμό. Η θέση αυτή  παρουσιάζεται άμεσα στον Φαίδωνα, όπου ο Πλάτων υποστηρίζει ότι οι αισθήσεις είναι άχρηστες για την απόκτηση της αλήθειας και επισημαίνει ότι, όταν η ψυχή προσπαθεί να τις χρησιμοποιήσει, αναπόφευκτα απατάται.

Οι σύντομες εκθέσεις της γνωσιολογίας του Πλάτωνα συνήθως σταματούν εδώ· υπάρχουν όμως κάποιες σημαντικές διευκρινίσεις, η παράλειψη των οποίων θα αποτελούσε σημαντικό σφάλμα. Ο Πλάτων δεν απέπεμψε εντελώς τις αισθήσεις, όπως έκανε ο Παρμενίδης και όπως τα χωρία του Φαίδωνα ενδέχεται να υποδηλώνουν. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η αισθητηριακή εμπειρία εξυπηρετεί διάφορες χρήσιμες λειτουργίες. Πρώτον, η αισθητηριακή εμπειρία μπορεί να προσφέρει υγ νοούμενη αναψυχή. Δεύτερον, η παρατήρηση συγκεκριμένων αισθητών αντικειμένων (ιδιαίτερα αυτών με γεωμετρικά χαρακτηριστικά) μπορεί να κατευθύνει την ψυχή προς ευγενέστερα αντικείμενα στο χώρο των ιδεών· ο Πλάτων χρησιμοποίησε αυτό το επιχείρημα ως δικαιολόγηση της ενασχόλησης με την αστρονομία. Τρίτον, ο Πλάτων  υποστήριξε (στη θεωρία της ανάμνησης) ότι η αισθητηριακή εμπειρία  μπορεί να αναμοχλεύσει τη μνήμη και να υπενθυμίσει στην ψυχή τις ιδέες τις οποίες είχε γνωρίσει κατά την προηγούμενη ύπαρξή της· κατ’ αυτό τον τρόπο, η αισθητηριακή εμπειρία μπορεί να διεγείρει μια νοητική διαδικασία που οδηγεί στην πραγματική γνώση των ειδών. Εντέλει, αν και ο Πλάτων πίστευε σταθερά ότι η γνώση των αιώνιων ειδών (η υψηλότερη και, ίσως, η μόνη αληθινή μορφή γνώσης) αποκτάται μόνο μέσω του νου, ο μεταβαλλόμενος κόσμος της ύλης αποτελεί, επίσης, ένα αποδεκτό αντικείμενο μελέτης. Αυτή η μελέτη ανακαλύπτει παραδείγματα της λειτουργίας του λόγου μέσα στον κόσμο. Αν αυτό μας ενδιαφέρει (όπως μερικές φορές ενδιέφερε τον Πλάτωνα), η καλύτερη μέθοδος έρευνας είναι σίγουρα μέσω της παρατήρησης. Η νομιμότητα και η ωφέλεια της αισθητηριακής εμπειρίας συνάγονται σαφώς από την Πολιτεία, όπου ο Πλάτων παραδέχεται ότι ο φυλακισμένος που βγαίνει από τη σπηλιά χρησιμοποιεί πρώτα την όρασή του για να αντιληφθεί τα ζωντανά πλάσματα, τα άστρα, και τελικά το πλέον ευγενές από τα ορατά (υλικά) αντικείμενα, τον ήλιο. Αν φιλοδοξεί να αντιληφθεί την «ουσιαστική πραγματικότητα», τότε θα πρέπει να προχωρήσει «διά του λόγου και δίχως καμμία από τις αισθήσεις». Ο λόγος και οι αισθήσεις αποτελούν, επομένως, όργανα που αξίζει κανείς να έχει· το ποιο θα χρησιμοποιηθεί σε κάθε δεδομένη περίπτωση εξαρτάται από το αντικείμενο μελέτης25.

Μπορούμε να εκφράσουμε όλα αυτά με έναν άλλον τρόπο, ο οποίος ενδέχεται να διαφωτίσει το επίτευγμα του Πλάτωνα. Όταν ο Πλάτων απέδωσε την πραγματικότητα στον κόσμο των ιδεών, εξίσωσε την πραγματικότητα με τις ιδιότητες τις οποίες έχουν από κοινού τάξεις πραγμάτων. Ο φορέας της αληθινής πραγματικότητας δεν είναι (για παράδειγμα) αυτός ο σκύλος με το κρεμασμένο αριστερό αυτί ή ο άλλος με το απειλητικό γάβγισμα, αλλά το ιδανικό είδος του σκύλου, στο οποίο συμμετέχουν (κατά τρόπο ατελή αναμφισβήτητα) όλοι οι σκύλοι - αυτό βάσει του οποίου είμαστε ικανοί να τους ταξινομήσουμε όλους ως σκύλους. Επομένως, για να αποκτήσουμε αληθινή γνώση, θα πρέπει να παραμερίσουμε όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε ενικού πράγματος και να αναζητήσουμε τα κοινά χαρακτηριστικά που διαχωρίζουν τα πράγματα σε τάξεις. Διατυπωμένη με αυτόν το σεμνό τρόπο, η άποψη του Πλάτωνα παρουσιάζει μια ιδιαίτερα σύγχρονη χροιά: η εξιδανίκευση είναι εξέχων χαρακτηριστικό μεγάλου μέρους της σύγχρονης επιστήμης- επεξεργαζόμαστε μοντέλα ή νόμους που παραβλέπουν το συμπτωματικό προς όφελος του ουσιώδους. (Η αρχή της αδράνειας του Γαλιλαίου, για παράδειγμα, αποτελεί προσπάθεια να περιγράφει η κίνηση σε ιδανικές συνθήκες, αποκλείοντας κάθε αντίσταση ή παρεμβολή). Αναμφισβήτητα, ο Πλάτων προχώρησε περαιτέρω, υποστηρίζοντας, όχι μόνο ότι η αληθινή πραγματικότητα βρίσκεται στις κοινές ιδιότητες τάξεων πραγμάτων, αλλά και ότι κάθε τέτοια κοινή ιδιότητα (η ιδέα ή το είδος) έχει αντικειμενική, ανεξάρτητη και μάλι­στα πρωτογενή ύπαρξη.

 

 

Η κοσμολογία του Πλάτωνα

 

Οι θέσεις που θεωρήσαμε ως τώρα -η απάντηση του Πλάτωνα Προσωκρατικούς, όπως συναντάται στην Πολιτεία, τον Φαίδωνα και άλλους διαλόγους - εκπροσωπούν ένα μικρό μέρος της σύνολη( σοφίας του. Ο Πλάτων έγραψε επίσης ένα διάλογο, τον Τίμαιο, ο οποίος δείχνει το ενδιαφέρον του για το φυσικό κόσμο. Εδώ βρίσκουμε τις  απόψεις του για την αστρονομία, την κοσμολογία, το φως και τα χρώματα, τα στοιχεία και την ανθρώπινη φυσιολογία. Δεδομένου ότι ο Τίμαιος προσέφερε στους πρώτους Μέσους Αιώνες (πριν το 12ο αιώνα) τι συνεκτική φυσική φιλοσοφία, αυτό το έργο αποτελεί μιαν από τις κυριότερες διόδους της πλατωνικής επιρροής, και επομένως απαιτεί την προσοχή μας.

Ο Πλάτων αναφέρεται στα περιεχόμενα του Τίμαιου ως «εικότα  μύθο», εύλογη ή αληθοφανή εξιστόρηση. και αυτό οδήγησε ορισμένους αναγνώστες στην παρανόηση της θεώρησής του ως μύθου στον οποίο ο ίδιος ο Πλάτων δεν απέδιδε ιδιαίτερη σημασία. Στην πραγματικότητα ο Πλάτων δήλωσε ξεκάθαρα ότι αυτή η εύλογη εξιστόρηση αποτελεί την καλύτερη δυνατή μορφή έκθεσης, ότι οτιδήποτε καλύτερο δεν είναι δυνατόν από την ίδια τη φύση του αντικειμένου. Μια καλύτερη έκθεσης θα μπορούσε να επιτευχθεί στην περίπτωση της περιγραφής των αιώνιων και αναλλοίωτων ειδών όταν περιγράφουμε το ατελές και μεταβλητό, η περιγραφή μας αναπόφευκτα θα συμμερίζεται την  ατέλεια και τη μεταβλητότητα του αντικειμένου της - δεν μπορεί συνεπώς να είναι καλύτερη από «εύλογη».

Τι συναντούμε στον Τίμαιο; Ένα από τα πιο έντονα χαρακτηριστικά του είναι η σφοδρή αντίθεση του Πλάτωνα προς ορισμένες όψεις της προσωκρατικής σκέψης. Οι φυσικοί αφαίρεσαν από τον κόσμο κάθε έννοια θεότητας· ταυτόχρονα του αφαίρεσαν κάθε σχέδιο και σκοπό. Σύμφωνα με αυτούς τους φιλοσόφους, τα πράγματα συμπεριφέρονται σύμφωνα με την εγγενή φύση τους, και αυτό μόνο μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την τάξη και την κανονικότητα του κόσμου. Η τάξη, λοιπόν, είναι ενδογενής και όχι εξωγενής· δεν επιβάλλεται από κάποιον εξωτερικό παράγοντα, αλλά αναδύεται εκ των έσω.

Ο Πλάτων θεωρούσε αυτές τις απόψεις όχι μόνο ανόητες, αλλά και επικίνδυνες. Δεν είχε καμμία πρόθεση να αποκαταστήσει τους θεούς του Ολύμπου, οι οποίοι παρενέβαιναν στην καθημερινή λειτουργία του σύμπαντος, αλλά ήταν πεπεισμένος ότι η τάξη και η ορθολογικότητα του κόσμου θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο ως αποτέλεσμα επιβολής ενός έξωθεν νου. Αν οι φυσικοί τοποθέτησαν την πηγή της τάξης στη φύση, αυτός θα προτιμούσε να την τοποθετήσει στην ψυχή (νου)26.

Ο Πλάτων περιέγραψε τον κόσμο ως το χειροτέχνημα ενός θείου τεχνίτη, του Δημιουργού. Ο Δημιουργός, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, είναι ένας αγαθός τεχνίτης, ένας έλλογος θεός (η ίδια η προσωποποίηση του λόγου), ο οποίος αγωνίζεται ενάντια στους εγγενείς περιορισμούς των υλικών με τα οποία πρέπει να εργαστεί για να κατασκευάσει έναν κόσμο όσο καλό. όμορφο και διανοητικά ικανοποιητικό είναι δυνατόν. Ο Δημιουργός παραλαμβάνει το πρωταρχικό χάος. γεμάτο με τα αδιαμόρφωτα υλικά από τα οποία θα κατασκευαστεί ο κόσμος, και επιβάλλει τάξη σύμφωνα με ένα ορθολογικό σχέδιο. Δεν πρόκειται εδώ για δημιουργία εκ του μηδενός. όπως στην ιουδαιο-χριστιανική περιγραφή της δημιουργίας, γιατί οι πρώτες ύλες υπάρχουν ήδη και παρουσιάζουν ιδιότητες τις οποίες ο Δημιουργός δεν ελέγχει' ούτε και ο Δημιουργός είναι παντοδύναμος, γιατί περιορίζεται αναγκαστικά από τα υλικά με τα οποία πρέπει να εργαστεί. Παρ' όλα αυτά. ο Πλάτων σαφώς σκοπεύει να περιγράψει τον Δημιουργό ως ένα υπερφυσικό ον. ξεχωριστό από τον κόσμο που κατασκεύασε και ευρισκόμενο εκτός αυτού του κόσμου. Αποτελεί άλλο ζήτημα αν ήταν πρόθεση του Πλάτωνα οι αναγνώστες του να εκλάβουν τον Δημιουργό κυριολεκτικά' το ζήτημα έχει συζητηθεί πολύ και πιθανώς θα παραμείνει άλυτο. Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι η επιθυμία του Πλάτωνα, να δηλώσει ότι ο κόσμος είναι το προϊόν έλλογου σχεδιασμού. ότι η τάξη του κόσμου είναι έλλογη τάξη. επιβεβλημένη απέξω πάνω σε δύστροπα υλικά.

Ο Δημιουργός δεν είναι μόνο ένας έλλογος τεχνίτης, αλλά και ένας μαθηματικός, αφού κατασκευάζει τον κόσμο στη βάση γεωμετρικών αρχών. Ο Πλάτων παρέλαβε από τον Εμπεδοκλή τα τέσσερα ριζώματα ή στοιχεία: γη, νερό, αέρα και φωτιά. Υπό την επιρροή των Πυθαγορείων, όμως, τα ανήγαγε σε κάτι πιο θεμελιώδες-τρίγωνα. Διατύπωσε κατ' αυτό τον τρόπο έναν «γεωμετρικό ατομισμό». Τα τρίγωνα, αφού είναι δισδιάστατα σχήματα, είναι φυσικά άυλα· με κατάλληλους συνδυασμούς, όμως, μπορούν να γίνουν τρισδιάστατα σωματίδια, όπου διαφορετικό τριγωνικό σχήμα αντιστοιχεί σε διαφορετικό στοιχείο. Ήταν ήδη γνωστό την εποχή του Πλάτωνα ότι υπάρχουν πέντε, και μόνο πέντε, κανονικά γεωμετρικά στερεά (συμμετρικά στερεά σώματα που σχηματίζονται από ίδιες επίπεδες επιφάνειες): το τετράεδρο (τέσσερα ισόπλευρα τρίγωνα), ο κύβος (έξι τετράγωνα), το οκτάεδρο (οκτώ ισόπλευρα τρίγωνα), το δωδεκάεδρο (δώδεκα πεντάγωνα) και το εικοσάεδρο (είκοσι ισόπλευρα τρίγωνα) (βλ. Εικ. 2.5).

 

 

 

Ο Πλάτων συσχέτισε κάθε στοιχείο με ένα από αυτά τα στερεά: τη φωτιά με το τετράεδρο(το μικρότερο, οξύτερο και πλέον κινητικό κανονικό στερεό), τον αέρα με το οκτάεδρο, το νερό με το εικοσάεδρο και τη γη με το πλέον σταθερό κανονικό στερεό, τον κύβο. Ο Πλάτων απέδωσε, επίσης, μια συγκεκριμένη λειτουργία στο δωδεκάεδρο (το κανονικό στερεό που μοιάζει  περισσότερο με σφαίρα), συσχετίζοντάς το με τον κόσμο ως ολότητα27.

Τρία χαρακτηριστικά αυτής της σύλληψης αξίζουν σχολιασμού. Πρώτον, η θεωρία αυτή μπορεί να εξηγήσει την αλλαγή και την ποικιλία με τρόπο ανάλογο με αυτόν της θεωρίας του Εμπεδοκλή: τα στοιχεία μπορούν να αναμειχθούν σε διάφορες αναλογίες, παράγοντα την ποικιλία του υλικού κόσμου. Δεύτερον, η θεωρία αυτή επιτρέπει τη μεταλλαγή των στοιχείων από το ένα στο άλλο, παρέχοντας έτσι έναν ακόμη μηχανισμό αλλαγής. Ένα σωματίδιο νερού, για παράδειγμα (το εικοσάεδρο), μπορεί να διαλυθεί στα είκοσι ισόπλευρα τρίγωνα που το αποτελούν. και τα τρίγωνα αυτά μπορούν να επανασυνδεθούν δημιουργώντας, για παράδειγμα, δύο σωματίδια νερού (το οκτάεδρο) και ένα σωματίδιο φωτιάς (το τετράεδρο). Μόνο η γη. η οποία αποτελείται από τετράγωνα (από το διαγώνιο χωρισμό του τετραγώνου δεν προκύπτουν ισόπλευρα τρίγωνα), αποκλείεται από αυτή τη διαδικασία μεταλλαγής. Τρίτον, τα γεωμετρικά σωματίδια του Πλάτωνα αντιστοιχούν σε ένα σημαντικό βήμα προς τη μαθηματικοποίηση της φύσης. Πράγματι είναι σημαντικό να εκτιμήσουμε πόσο μεγάλο είναι αυτό το βήμα. Τα στοιχεία του Πλάτωνα δεν είναι υλικές ουσίες συσκευασμένες στο σχήμα των κανονικών στερεών σε μια τέτοια περίπτωση η ύλη θα ήταν ακόμη η θεμελιώδης ουσία. Για τον Πλάτωνα, δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από το σχήμα· τα σωματίδια ανάγονται πλήρως (χωρίς υπόλοιπο) στα κανονικά στερεά, τα. οποία με τη σειρά τους ανάγονται στα επίπεδα γεωμετρικά σχήματα. Το νερό. ο αέρας και η φωτιά δεν είναι τριγωνοειδή· είναι απλώς τρίγωνα. Το πυθαγόρειο πρόγραμμα αναγωγής των πάντων σε μαθηματικές πρώτες αρχές έχει εκπληρωθεί.

Ο Πλάτων επιχείρησε να περιγράψει πολλά χαρακτηριστικά του κόσμου· ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά σε λίγες από αυτές τις περιγραφές. Γενικά ο Πλάτων επέδειξε εξαιρετική γνώση της κοσμολογίας και της αστρονομίας. Πρότεινε ότι η γη είναι σφαιρική και περιβάλλεται από το σφαιρικό κάλυμμα των ουρανών. Καθόρισε διάφορους κύκλους στην ουράνια σφαίρα, οι οποίοι αντιστοιχούν στις τροχιές του Ήλιου, της Σελήνης και άλλων πλανητών. Κατανόησε ότι ο Ήλιος περιστρέφεται γύρω από την ουράνια σφαίρα μια φορά το χρόνο, ακολουθώντας έναν κύκλο (τον οποίο ονομάζουμε εκλειπτική τροχιά), ο οποίος παρουσιάζει κλίση σχετικά προς τον ουράνιο ισημερινό (βλ. Εικ. 2.6).

 

 

Γνώριζε ότι η Σελήνη εκτελεί μια μηνιαία περιστροφή, ακολουθώντας περίπου την ίδια τροχιά. Γνώριζε ότι ο Ερμής, η Αφροδίτη, ο Άρης, ο Δίας και ο Κρόνος κάνουν το ίδιο, ο καθένας με το δικό του ρυθμό και με περιστασιακές οπισθοδρομήσεις, και ότι ο Ερμής και η Αφροδίτη ποτέ δεν απομακρύνονται πολύ από τον Ήλιο. Γνώριζε ακόμη και ότι η συνολική κίνηση των πλανητικών σωμάτων (αν συνδυάσουμε την αργή κίνηση πάνω στην εκλειπτική με την καθημερινή περιστροφή της ουράνιας σφαίρας) είναι ελικοειδής. Τέλος, και ίσως το σπουδαιότερο, ο Πλάτων φαίνεται να είχε καταλάβει ότι οι ανωμαλίες των πλανητικών κινήσεων μπορούν να εξηγηθούν με τη σύνθεση ομοιόμορφων κυκλικών κινήσεων28.

Όταν ο Πλάτων κατέβηκε από τους ουρανούς στο ανθρώπινο επίπεδο, επεξεργάστηκε ερμηνείες της αναπνοής, της πέψης, των αισθημάτων και της αίσθησης. Διατύπωσε μια θεωρία της όρασης, για παράδειγμα, η οποία υποστήριζε ότι οπτικό πυρ εκρέει από τα μάτια και αντιδρά με το εξωτερικό φως, δημιουργώντας έτσι μια οπτική δίοδο που μπορεί να μεταβιβάσει την κίνηση από το ορατό αντικείμενο στην ψυχή του παρατηρητή. Ο Τίμαιος περιέχει ακόμη και μια θεωρία της ασθένειας, και σκιαγραφεί μια δίαιτα η οποία εξασφαλίζει την υγεία.

Ο Πλάτων δημιουργεί την εικόνα ενός πραγματικά αξιοθαύμαστου κόσμου. Ποια είναι τα εξέχοντα χαρακτηριστικά του: Από τα τρίγωνα και τα κανονικά στερεά ο Δημιουργός δημιούργησε ένα τελικό προϊόν εξαιρετικής ορθολογικότητας και κάλλους· και αυτό για τον Πλάτωνα σημαίνει ότι ο κόσμος πρέπει να είναι ένα έμβιο ον. Ο Δημιουργός, διαβάζουμε στον Τίμαιο, θέλοντας να εξομοιώσει τον κόσμο με το καλύτερο και παντοιοτρόπως πλήρες νοητό πράγμα, τον συνέθεσε ως ένα ορατό έμβιο ον». Αλλά αν ο κόσμος είναι έμβιο ον, θα πρέπει να έχει και ψυχή. Και πράγματι έχει· στο κέντρο του κόσμου, ο Δημιουργός «τοποθέτησε την ψυχή και την εξέτεινε έτσι ώστε να καλύπτει το παν, γυρνώντας την έτσι ώστε να καλύπτει ακόμη και την εξωτερική πλευρά [του σώματος του κόσμου]· και έτσι εγκαθίδρυσε έναν και μοναδικό κόσμο, σφαιρικό και περιστρεφόμενο κυκλικά, μοναχικό αλλά ικανό, εξαιτίας της αρετής του. να συντροφεύει τον εαυτό του, δίχως την ανάγκη κανενός γνώριμου ή φίλου, αλλά αυτάρκη προς τον εαυτό του». Η κοσμική ψυχή είναι τελικά υπεύθυνη για όλες τις κινήσεις του κόσμου, όπως και η ανθρώπινη ψυχή είναι υπεύθυνη για όλες τις κινήσεις του ανθρώπινου σώματος. Συναντούμε εδώ τις πηγές του ισχυρού ανιμιστικού ρεύματος, το οποίο παρέμεινε σημαντικό χαρακτηριστικό της πλατωνικής παράδοσης. Ο Πλάτων, απωθούμενος από την άψυχη αναγκαιότητα του ατομιστικού κόσμου, περιέγραψε έναν έμψυχο κόσμο, δια- ποτισμένο από το λόγο, και χαρακτηριζόμενο από εμπρόθετη σκοπι­μότητα29.

Ούτε η θεότητα απουσιάζει. Υπάρχει φυσικά ο Δημιουργός· και εκτός από αυτόν, ο Πλάτων κατέστησε την κοσμική ψυχή θεότητα και θεώρησε τους πλανήτες και τους απλανείς αστέρες ως πλήθος ουράνιων θεών. Σε αντιδιαστολή με τους θεούς της παραδοσιακής αρχαίας ελληνικής θρησκείας, οι θεότητες του Πλάτωνα δεν διαταράσσουν ποτέ την πορεία της φύσης. Αντιθέτως, είναι ακριβώς η σταθερότητα των θεών η οποία εγγυάται την κανονικότητα της φύσης· ο Ήλιος, η Σελήνη και οι άλλοι πλανήτες πρέπει να κινούνται με κάποιο συνδυασμό ομοιόμορφων κυκλικών κινήσεων, γιατί οι κινήσεις αυτού του είδους είναι οι τελειότερες και πλέον έλλογες, και κατά συνέπεια αποτελούν το μόνο είδος κίνησης που θα μπορούσε να αποδοθεί σε κάποιο θεϊκό ον. Έτσι η πλατωνική επανεισαγωγή της θεότητας δεν αποτελεί επαναφορά της μη προβλεψιμότητας του ομηρικού κόσμου. Αντιθέτως, η πλατωνική λειτουργία της θεότητας ήταν η υποβάσταξη και η ερμηνεία της τάξηt της ορθολογικότητας του κόσμου. Ο Πλάτων αποκατέστησε τους θ για να εξηγήσει αυτά τα χαρακτηριστικά του κόσμου, τα οποία, κατά τους φυσικούς, απαιτούσαν την εξορία των θεών30.

 

 

Τα επιτεύγματα της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας

 

Αν κοιτάξουμε την πρώιμη ελληνική φιλοσοφία με σύγχρονα επιστημονικά μάτια, κάποια μέρη της εμφανίζονται οικεία. Η προσωκρατική αναζήτηση του σχήματος και της διάταξης του κόσμου, της καταγωγής του και των θεμελιωδών συστατικών του μας φέρνει στο νου ερωτήσεις οι οποίες διερευνούνται ακόμη από τη σύγχρονη αστροφυσική, την κοσμολογία και τη φυσική των σωματιδίων. Παρ’ όλα αυτά, άλλα μέρη της πρώιμης φιλοσοφίας εμφανίζονται σαφώς πιο ξένα. Οι επιστήμονες που εργάζονται σήμερα δεν διερευνούν αν η αλλαγή είναι λογικά δυνατή ή αν η αληθινή πραγματικότητα είναι προσβάσιμη· θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να βρει κανείς, για παράδειγμα, έναν φυσικό ή χημικό ο οποίος να ανησυχεί για την εξισορρόπηση των αντίστοιχων απαιτήσεων της νόησης και της παρατήρησης. Αυτά τα θέματα δεν συζητώνται πλέον από τους επιστήμονες. Άραγε αυτό συνεπάγεται ότι οι πρώτοι φιλόσοφοι, που αφιέρωσαν τη ζωή τους σε τέτοια ερωτήματα, ήταν «μη επιστημονικοί», ή ακόμη παραπλανημένοι, ή και κάπως περιορισμένης νοημοσύνης;

Η ερώτηση αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί με κάποια λεπτοί Αδιαμφισβήτητα, το γεγονός ότι οι φυσικοί ενδιαφέρονταν για κάποια ζητήματα τα οποία δεν μας ενδιαφέρουν πλέον δεν αποτελεί μομφή κατά της δραστηριότητάς τους· κατά τη διάρκεια μιας πνευματικής προσπάθειας κάποια προβλήματα επιλύονται, ενώ άλλα χάνουν τη σημασία τους. Αλλά η αντίρρηση μπορεί να πάει πιο βαθιά: υπάρχουν ζητήματα τα οποία είναι εγγενώς ακατάλληλα ή αθέμιτα, ερωτήσεις οι οποίες ήταν άσκοπες εξαρχής; Και μήπως ο Πλάτων και οι φυσικοί σπατάλησαν το χρόνο τους σε κάποια τέτοια ερωτήματα; Ίσως μπορούμε να απαντήσουμε με τον ακόλουθο τρόπο: Ζητήματα όπως η ταυτότητα της έσχατης πραγματικότητας, η διάκριση μεταξύ υπερφυσικού και φυσικού, η πηγή της τάξης του σύμπαντος, η φύση της αλλαγής και τα θεμέλια της γνώσης είναι εντελώς διαφορετικά από την εξήγηση παρατηρησιακών δεδομένων μικρής κλίμακας (η πτώση ενός σώματος με δεδομένο βάρος, μια χημική αντίδραση, ή μια βιολογική διαδικασία), που απασχολεί τους επιστήμονες κατά τη διάρκεια των τελευταίων αιώνων. Αλλά η διαφορά αυτή δεν συνεπάγεται έλλειψη σημασίας. Τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Νεύτωνα, αυτά τα ευρύτερα ζητήματα απαιτούσαν από τους ερευνητές της φύσης τόση προσοχή όση και τα προβλήματα τα οποία περιλαμβάνονται σήμερα σε ένα πανεπιστημιακό επιστημονικό μάθημα. Αυτά τα ερωτήματα ήταν ενδιαφέροντα και ουσιαστικά, ακριβώς επειδή αποτελούσαν μέρος της προσπάθειας να δημιουργηθεί ένα εννοιολογικό πλαίσιο και ένα λεξιλόγιο για τη διερεύνηση του κόσμου. Πρόκειται για ερωτήματα που αφορούν στη θεμελίωση της επιστημονικής δραστηριότητας- και είναι συχνά η μοίρα τέτοιων ερωτημάτων να θεωρούνται άσκοπα από τις κατοπινές γενιές, οι οποίες θεωρούν αυτά τα θεμέλια δεδομένα. Σήμερα, για παράδειγμα. βρίσκουμε τη διάκριση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού φανερή· αλλά μέχρι αυτή η διάκριση να διατυπωθεί προσεκτικά, η διερεύνηση της φύσης δεν μπορούσε ουσιαστικά να αρχίσει.

Με άλλα λόγια, οι πρώιμοι φιλόσοφοι ξεκίνησαν από το μόνο δυνατό σημείο: την αρχή. Επεξεργάστηκαν μια έννοια της φύσης η οποία χρησίμευσε ως θεμέλιο των επιστημονικών πεποιθήσεων και πρακτικών για τους αιώνες που ακολούθησαν -την έννοια της φύσης, η οποία, λίγο ως πολύ, προϋποτίθεται από τη σύγχρονη επιστήμη. Εν τω μεταξύ, πολλά από τα ζητήματα που έθεσαν έχουν επιλυθεί - συχνά με πρόχειρο και όχι οριστικό τρόπο, αλλά σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να μετακινηθούν από το κέντρο της προσοχής της επιστημονικής κοινότητας. Καθώς εξαφανίστηκαν από το επίκεντρο, τη θέση τους κατέλαβε ένα σύνολο πολύ πιο περιορισμένων αναζητήσεων. Αν συλλάβουμε την επιστημονική δραστηριότητα σε όλο τον πλούτο και την πολυπλοκότητά της, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι τα δύο μέρη της - τα θεμέλια και η υπερκείμενη δομή - είναι συμπληρωματικά και αμοιβαία. Η σύγχρονη εργαστηριακή έρευνα λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα ευρύ εννοιολογικό πλαίσιο, και δεν μπορεί καν να αρχίσει χωρίς συγκεκριμένες προσδοκίες σχετικά με τη φύση ή την υποκείμενη πραγματικότητα· σειρά τους, τα αποτελέσματα της εργαστηριακής έρευνας αντανακλούν στις θεμελιώδεις έννοιες, κάνοντας αναγκαία την εκλέπτυνσή τους και (μερικές φορές) την αναθεώρησή τους. Το καθήκον του ιστορικού είναι να εκτιμήσει αυτή τη δραστηριότητα σε όλη της την ποικιλία. Αν ο κήπος των φυσικών βρίσκεται στην αφετηρία του προς τη σύγχρονη επιστήμη, ο ιστορικός της επιστήμης μπορεί με ωφέλεια να χάσει λίγο χρόνο στις σκιερές γωνιές του πριν ξεκινήσει το ταξίδι του.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1.   Για μια χρήσιμη εισαγωγή στον Όμηρο, βλ. Jasper Griffin. Homer, ή M.l. Finley, The World of Odysseus.

2.   Hesiod, Theogony and Works and Days, μτφ. με εισαγωγή και σχόλια M.L. West.

3.   Για την αρχαία ελληνική μυθολογία, βλ. Edith Hamilton, Mythology. Tο απόσπασμα που παραθέτουμε προέρχεται από την Οδύσσεια, ε 291-294' 366 - 367· αγγλική μετάφραση από τους S.H. Butcher και Andrew Lang, The Complete Works of Homer {New York: Modern Library. [ 19351), σελ 79 -82.

4.   The Poems of Hesiod, μτφ. R.M Frazer, σελ 32 [Θεογονία. 127 -132], Γ ια τον Ησίοδο, βλ. επίσης Friedrich Solmsen, Hesiod and Aeschylus.

5.   Βλ. επίσης την ενδιαφέρουσα ανάλυση αυτού του προβλήματος από τον Paul Veyne, Did the Greeks Believe in Their Myths'?

6.   Οφείλω κυρίους την άποψή μου γΓ αυτά τα θέματα στους G.E.R. Lloyd. Early Greek Science: Thales to Aristotle, κεφ.1' Lloyd. Magic. Reason, and Experience· Lloyd. The Revolutions of Wisdom· και G. Vlastos, Pluto's Universe. κεφ. 1. Για περαιτέρω βιβλιογραφία, βλ. τα παραπάνω έργα..

7.   Για τους Μιλήσιους. βλ. Lloyd. Early Greek Science, κεφ. 2' David Furley. The Greek Cosmologists, τόμ. 1' G.S. Kirk και J.E. Raven. The Presocratic Philosophers, κεφ. 2-4· και Jonathan Barnes, The Presocratic Philosophers. 1: κεφ. 2-3. Γ ια τον Θαλή και την αστρονομία, βλ. D.R. Dicks, Early Greek Astronomy to Aristotle, σελ. 42-4.

8.   Kirk και Raven, Presocratic Philosophers, σελ. 87. [Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, 983b6 = DK 11 A121.

9.   Charles H. Kahn, Anaximander and the Origins of Greek Cosmology, σελ. 233.

10.  G.E.R. Lloyd. Demystifying Mentalities, ιδιαίτερα κεφ. L Lloyd, Early Greek Science, σελ. 10-5.

11.  Kirk και Raven. Presocratic Philosophers, σελ. 199 [DK 22 B30|. Για την ερμηνεία αυτού του χωρίου, βλ. Furley. Greek Cosmologists. σελ. 35-36' Barnes, Presocratic Philosophers. 1: 60-4.

12.  Για τους ατομικούς φιλοσόφους, βλ. Furley, Greek Cosmologists, κεφ. 9- 11· Kirk και Raven, Presocratic Philosophers, κεφ, 17· Barnes, Presocratic Philosophers, 2: 40-75' Cyril Bailey, The Greek Atomists and Epicurus.

13.  Kirk και Raven. Presocratic Philosophers, σελ. 328-29 [DK 31 B21|. Βλ. επί­σης Furley, Greek Cosmologists. κεφ. 7.

14.  Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, 1.5,985b33 -986a2 (Complete Works of Aristotle, εκ. Jonathan Barnes, 2: 1559). Για τους Πυθαγόρειους, βλ. Kirk και Raven, Presocratic Philosophers, κεφ. 9' Furley, Greek Cosmologists, κεφ. 5· Barnes, Presocratic Philosophers, 2: 76-94- και Lloyd, Early Greek Science, κεφ. 3.

15.        To 19ο αιώνα, o William Stanley Jevons διατύπωσε με ευκρίνεια αυτή την εκδοχή του πυθαγόρειου οράματος: «Υπάρχει λόγος που ο Πυθαγόρας θεώρησε ότι ο κόσμος διέπεται από τον αριθμό. Σχεδόν σε κάθε πράξη της σκέψης μας πε­ριλαμβάνονται αριθμοί, και μπορούμε να έχουμε ακριβή και χρήσιμη γνώση του σύμπαντος μόνο στο βαθμό που μπορούμε να ορίσουμε αριθμητικά». Από το βιβλίο Principles of Science του Jevons· χρησιμοποιείται ως επιγραφή από τη Margaret Schabas, A World Ruled by Number: William Stun lev Jevons and the Rise of Mathematical Economics (Princeton University Press. 1990).

16.  Lloyd. Early Greek Science, σελ. 36-7· Furlev. Greek Cosmologists, σελ. 33-6.

17.  Kirk και Raven, Presocratic Philosophers. σελ 27 I |DK 28 B7], Επίσης Furley, Greek Cosmologists, σελ. 36-42' Lloyd. Early (heck Scicnce. σελ. 37-9' και Barnes, Presocratic Philosophers, 1: κεφ. 10 - i 1.

18.  Kirk και Raven, Presocratic Philosophers. <εφ. il Baines. Presocratic Philosophers, 1: κεφ. 12 -13. To σχόλιο του Αριστοτέλη βρίσκεται στα Φυσικά, VI.2.233a22-23. Σε ένα άλλο παράδοξο, ο Ζήνων περιγράφει έναν αγώνα μεταξύ του Αχιλλέα (γνωστού για την ταχύτητά του) και μιας χελώνας (παροιμιώδους για τη βραδύτητά της): αν στη χελώνα δοθεί ένα. προβάδισμα, οσοδήποτε μικρό, ο Αχιλλέας δεν θα μπορέσει ποτέ να την προλάβει, αφού όταν ο Αχιλλέας φθάσει το σημείο αφετηρίας της χελώνας, η χελώνα θα έχει φθάσει σε κάποιο σημείο πιο πέρα- όταν ο Αχιλλέας φθάσει αυτό το σημείο, η χελώνα θα έχει φθάσει πιο πέρα κ.ο.κ., μέχρι το άπειρο.

19.  Kirk και Raven, Presocratic Philosophers, σελ. 27! |DK 28 Β7|.

20.  Lloyd, Early Greek Science, κεφ. 4.

21.  Kirk και Raven, Presocratic Philosophers, σελ. 422 [DK 68 B11 ]. Βλ. επίσης Lloyd, Early Greek Science, κεφ. 4.

22.  Kirk και Raven. Presocratic Philosophers, σελ. \25. 394 |DK 31 B3, DK 59 B21 a |.

23.  To μέγεθος των πλατωνικών μελετών είναι τεράστιο. Ί α βιβλία των R.M. Hare, Plalo, και David J. Melling, Understanding Plato, αποτελούν σύντομες σύγχρονες εισαγωγές. Έχω επηρεαστεί ιδιαίτερα από το βιβλίο του Vlastos, Platos Universe, και από τις μεταφράσεις-σχολιαστικά υπομνήματα διαφόρων πλατωνικών διαλόγων από τον Francis Μ. Cornford.

24.  Πλάτων, Πολιτεία. VII, 514a -521b.

25.  Lloyd. Early Greek Science, σελ. 68 -72' Πλάτων. Φαίδων. 65b' Πλάτων, Πολιτεία, VII, 532, μτφ. Francis Μ. Cornford, σελ. 252.

26.  Vlastos, Plato's Universe, κεφ. 2. Για την κοσμολογία του Πλάτωνα, βλ. επίσης Plato's Cosmology: The "Timaeus" of Plato, μετάφραση και σχόλια Francis M. Cornford και Richard Mohr, The Platonic Cosmology.

27.  Vlastos, Plato’s Universe, κεφ. 3.

28.  Ό.π., κεφ. 2.

29.  Τα χωρία που παρατίθενται είναι από τον Τίμαιο. μτφ. Cornford, 30d, σελ. 40' 34b, σελ. 58.

30.  Vlastos, Plato's Universe, σελ. 61-65· Friedrich Solmsen. Plato's Theology.


 


* [Σ.τ.Μ.] Η μετάφραση των σύντομων παραθεμάτων από αρχαίες ελληνικές πηγές, σεβόμενη τη συνοχή και τις σκοπιμότητες του κειμένου, ακολουθεί κατά κύριο λόγο την αγγλική μετάφραση στην οποία παρατίθενται και έγινε από το μεταφραστή. Σε όλες, όμως, τις περιπτώσεις, (α) ο μεταφραστής συμβουλεύτηκε το < κείμενο (και, όπου υπάρχουν, έγκυρες νεοελληνικές μεταφράσεις) και (β) συμπλήρωσε σιωπηρά τις βιβλιογραφικές αναφορές, έτσι ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να αναζητήσει τα παραθέματα ανεξάρτητα από τη χρησιμοποιούμενη έκδοση r φράση. [Η συμπλήρωση έγινε με τον προφανή χρηστικό τρόπο κατά περίπτωση για παράδειγμα, οι αναφορές στους Προσωκρατικούς (που στο κείμενο γίνονται στην  έκδοση του 1960 των Kirk-Raven) συμπληρώθηκαν με τη στερεότυπη αναφορά Diels-Kranz],