Οι απαρχές της κοσμολογίας
Α.Α. Long
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι»,
H
φιλοσοφική κοσμολογία των αρχαίων Ελλήνων δεν προέκυψε εκ του
μηδενός. Οι πρώτοι κοσμολόγοι φιλόσοφοι που συνήθως
μνημονεύονται ως Ίωνες ή Μιλήσιοι κοσμολόγοι επειδή έδρασαν στη
Μίλητο της Ιωνίας – μπορούσαν να αντιδράσουν απέναντι σε λαϊκές
αντιλήψεις που είχαν επικρατήσει στον αρχαιοελληνικό κόσμο για
ένα μακρό χρονικό διάστημα ή μερικές φορές να στηριχθούν σ’
αυτές.
Ορισμένες από τις λαϊκές αυτές αντιλήψεις μπορούν να
σταχυολογηθούν από την ποίηση του Ομήρου και του Ησιόδου (όγδοος
αιώνας π.Χ.).
Στον Όμηρο ο κόσμος συλλαμβάνεται ως επίπεδη γη, την οποία
περιβάλλει ο Ωκεανός, και πάνω από την οποία δεσπόζει ένας
ημισφαιρικός ουράνιος θόλος, με τον ήλιο, τη σελήνη και τα
αστέρια.
Οι σεληνιακοί μήνες χρησιμοποιούνταν για μικρής κλίμακας
ημερολογιακούς υπολογισμούς και κάποια στιγμή – αν και δεν
υπάρχουν ίχνη του στον Όμηρο και τον Ησίοδο – κάποια μορφή
ηλιακο – σεληνιακού ημερολογίου ήταν καθιερωμένη.
Κατά παράδοση αυτού του τύπου οι κοσμικοί πρωταγωνιστές όπως η
γη, ο ήλιος και η σελήνη θεωρούνται θεοί και λατρεύονταν ως
θεοί, αν και η λατρεία τους στην αρχαία Ελλάδα δεν φαίνεται να
απέκτησε ποτέ το κύρος της λατρείας των Ολύμπιων θεών,
πασίγνωστης από τον μύθο και την ποίηση.
Αλλά ακόμη και στον Όμηρο, όταν ο Δίας συγκαλεί συνέλευση των
θεών προσέρχονται σ’ αυτήν επίσης και ποταμοί, εκτός από τον
Ωκεανό, και οι νύμφες.
Ο αρχαίος κόσμος μπορεί να επικαλείται σε προσευχές ή να καλεί
ως μάρτυρες σε όρκους τον ήλιο, τη γη, τον ουρανό, τα ποτάμια
και τους ανέμους.
Ορισμένοι Ολύμπιοι θεοί επίσης συνδέονταν – και σε κάποια
συμφραζόμενα ακόμη και ταυτίζονταν – με συγκεκριμένα κοσμικά
φαινόμενα (ο Δίας που μαζεύει τα σύννεφα ως θεός του ουρανού, ο
Ποσειδώνας ως θεός της θάλασσας κ.ο.κ.)
Επιπλέον, τόσο στον αρχαιοελληνικό κόσμο όσο και στους
γειτονικούς πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής κυκλοφορούσαν μυθικές
ιστορίες σχετικά με την προέλευση του κόσμου η οποία
συλλαμβανόταν ως διαδοχική γέννηση τέτοιων κοσμογονικών
θεοτήτων.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όταν κανείς μιλούσε για τον κόσμο σήμαινε
ότι μιλά για τους θεούς, και οι θεωρίες σχετικά με την προέλευση
του κόσμου (κοσμογονίες) ήταν ακριβώς ιστορίες που αφηγούνταν τη
γενεαλογία των θεών (θεογονίες).
Το πλέον αντιπροσωπευτικό αρχαιοελληνικό παράδειγμα της δεύτερης
κατηγορίας είναι η Θεογονία του Ησίοδου (δεύτερο μισό του
όγδοου αιώνα π.Χ.).
Σε αυτό το έργο τα πρώτα στάδια της ιστορίας του κόσμου
αναπαριστώνται ως εξής (Θεογονία 116-33):
«Πρώτιστα έγινε το Χάος, μετά η Γη (Γαία) η ευρύστερνη,
βάθρο παντοτινό κι ασάλευτο όλων των
αθανάτων που διαφεντεύουν
τις κορφές του χιονισμένου Ολύμπου˙
συνάμα ο
Έρωτας, κάλλιστος στους αθάνατους
θεούς, λυσιμελής,
δαμάζοντας τα στήθη όλων, θεών κι
ανθρώπων,
λυγίζοντας το νου τους και τη φρόνιμη
βουλή τους.
Από το Χάος βγήκαν το Έρεβος κι η
μαύρη Νύχτα. Από τη νύχτα πρόβαλε
η Ημέρα κι ο Αιθέρας – έστερξε στην
αγάπη του, και
γκαστρωμένη από το Έρεβος τους έφερε
στον κόσμο τη Νύχτα.
Γέννησε η Γη πρώτον, όμοιο κι ίσο
της, τον έναστρο Ουρανό,
για να την σκέπει από παντού, θρόνο
ασάλευτο των
μακαρίων θεών, για πάντα.
Έπειτα γέννησε και τα μεγάλα Όρη,
χαριτωμένους τόπους των Νυμφών, που
κατοικούνε
στις κοιλάδες των βουνών.
Γέννησε ακόμη, ατρύγητο κι από κύμα
φουσκωμένο πέλαγος.
Τον Πόντο – ανέραστη, δίχως να
ζευγαρώσει. Ύστερα την κοιμήθηκε ο Ουρανός, κι έτσι γεννήθηκεν ο
βαθυστρόβιλος Ωκεανός….
Με τον παρατακτικό τρόπο που χαρακτηρίζει τον αρχαιοελληνικό
πολυθεϊσμό, αυτή η ιστορία απεικονίζει τον κόσμο ως μια
πολλαπλότητα διακριτών θεϊκών οντοτήτων:
κάθε θεός έχει τη δική του επικράτεια, και κάθε θεά τη δική της.
Οι οικείοι Ολύμπιοι θεοί προκύπτουν αργότερα στην εξέλιξη της
ιστορίας και είναι ακόμη πιο ανθρωπομορφικοί στον χαρακτήρα.
Αλλά και οι πιο «αφηρημένες» θεότητες αυτών των πρώτων σταδίων,
όπως η Νύχτα και η Γη, οι οποίες παίζουν τον ρόλο τους αμέσως
μετά τις πρώτες απαρχές από το αρχέγονο Χάος, συμπεριφέρονται με
τρόπο ανθρωπομορφικό: σμίγουν ερωτικά και γεννούν απογόνους.
Ως ιστορία (μύθος) μπορεί να είναι ελκυστική, πρόκειται όμως για
μια εξήγηση των ειδών. Για ποιόν λόγο ο θεός Α συμβαίνει να
ερωτευθεί θεό Β παραμένει ερώτημα τόσο σκοτεινό όσο σκοτεινή
είναι και η φύση του έρωτα στον κόσμο των θνητών.
Οι αναγνώστες ή οι ακροατές μπορεί να δεχθούν αυτά τα στοιχεία
της ιστορίας ως αληθινά, αλλά από μια ευρύτερη οπτική στην ουσία
δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει.
Επιπλέον, ο ερμηνευτικός μηχανισμός σύμφωνα με τον οποίο θεοί
φέρνουν στη ζωή άλλους θεούς ύστερα από ερωτική ένωση, προφανώς
επιτρέπει εξαιρέσεις.
Η θάλασσα, για παράδειγμα, προκύπτει από τη Γη, χωρίς αν
προηγηθεί συνεύρεση.
Ούτε είναι σε όλες τις περιπτώσεις σαφές γιατί ο θεός Χ
γεννιέται από τον θεό Ψ: τα διάφορα στάδια της ιστορίας δεν
συνδέονται με απολύτως σαφή τρόπο. Πράγματι, σε πολλές
περιπτώσεις μπορεί πίσω από τη γέννηση ενός θεού από κάποιον
άλλον θεό να κρύβεται ένα είδος λογικής, αλλά αυτό είναι πάντοτε
ζήτημα ερμηνείας, και οι συνδέσεις που μπορεί να φέρει στο φως
μια τέτοια ερμηνεία να είναι αρκετά διαφορετικές.
Η νύχτα, για παράδειγμα, λέγεται πως γέννησε τη Μέρα, και
μπορούμε να εικάσουμε ότι αυτό συμβαίνει επειδή η Μέρα ακολουθεί
τη Νύχτα.
Οπουδήποτε αλλού όμως η Νύχτα είναι επίσης η μητέρα του Θανάτου
(Θεογονία 212), ίσως επειδή η Νύχτα και ο Θάνατος μοιράζονται τα
ίδια αρνητικά χαρακτηριστικά. Επίσης, σε άλλο σημείο (Θεογονία
224) η Νύχτα λέγεται ότι είναι η μητέρα της Απάτης, και
ορισμένοι ερμηνευτές θεωρούν ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι
οι απάτες συμβαίνουν γενικά κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Αλλά τέτοιες συνδέσεις στην καλύτερη περίπτωση προκύπτουν από
συσχετισμούς και είναι αφηρημένες, και δεν συμβάλλουν σε μια
σαφή και συνεπή περιγραφή.
Είναι χρήσιμο να τα συγκρίνουμε όλα αυτά με την πρώτη φιλοσοφική
κοσμογονία της οποίας τα κύρια σημεία είναι λίγο έως πολύ σαφή.
Επινοήθηκε από τον Αναξίμανδρο, ύστερα από έναν και πλέον αιώνα
από το ποίημα του Ησιόδου.
Τα κύρια σημεία της πρέπει να ανασυντεθούν από διάφορα τμήματα
έμμεσων μαρτυριών και οι απόψεις διαφέρουν σχετικά με το πλήθος
των λεπτομερειών αυτής της ανασύνθεσης. Ωστόσο, τα κύρια
γνωρίσματα της ακόλουθης περιγραφής δεν επιδέχονται καμία
αμφισβήτηση.
Σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο, ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε προήλθε
από μια αιώνια, και αιωνίως κινούμενη, ποιοτικά και ποσοτικά
απροσδιόριστη πρώτη ύλη, το άπειρον, μέσω μιας
διαδικασίας διαδοχικών σταδίων…..
Στο πρώτο στάδιο ένα πεπερασμένο σπέρμα (γόνιμον),
διαχωρίζεται από το άπειρον. Λέγεται ότι από το
γόνιμον προέκυψαν η θερμότητα και η ψυχρότητα, πιθανώς
επειδή κατά μια έννοια αυτά τα αντίθετα περιέχονταν ήδη στο
άπειρον.
Σε ένα δεύτερο στάδιο, το θερμό (με τη μορφή της φλόγας) και το
ψυχρό (με τη μορφή ενός είδους υγρασίας ή ομίχλης) πράγματι
διαχωρίζονται, και η φλόγα αναπτύσσεται σαν ένα είδος πύρινου
φλοιού γύρω από το υγρό κέντρο, μέρος του οποίου στεγνώνει και
γίνεται γη.
Στο τρίτο στάδιο, η ένταση ανάμεσα στα αντίθετα «στοιχεία»
γίνεται τόσο δυνατή, ώστε όλη η κατασκευή εκρήγνυται.
Ο πύρινος φλοιός ανοίγει και τα τμήματά του εκσφενδονίζονται,
για να σχηματίσουν πύρινους δακτυλίους σε διάφορες αποστάσεις
γύρω από το κέντρο, το οποίο συνίσταται από γη και ομίχλη.
Λίγη ομίχλη διαχέεται και περιβάλλει τους πύρινους ουράνιους
κύκλους, αφήνοντας ανοιχτές μόνο μερικές οπές μέσω των οποίων
λάμπει η φωτιά.
Το αποτέλεσμα είναι η βασική δομή του γνωστού μας κόσμου:
γη, νερό και αέρας (τρεις εκφάνσεις του «ψυχρού») στο κέντρο,
και «τροχοί» φωτιάς περιβαλλόμενοι από ομίχλη σε διάφορες
αποστάσεις.
Η φωτιά που λάμπει μέσα από τις οπές είναι ό,τι αντιλαμβανόμαστε
ως ουράνια σώματα.
Στους δακτυλίους των ουράνιων σωμάτων η μάχη μεταξύ της φωτιάς
και ομίχλης εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο της:
κάποτε οι οπές κλείνουν εν μέρει ή εντελώς από την ομίχλη,
άλλοτε πάλι η φωτιά τις «ανακτά», γεγονός που εξηγεί διάφορα
αστρονομικά φαινόμενα, όπως οι φάσεις της σελήνης και οι
εκλείψεις τόσο οι ηλιακές όσο και οι σεληνιακές.
Στην πορεία της διαδικασίας κατά την οποία η γη στέγνωσε, έμβια
όντα γεννήθηκαν αυθόρμητα από το βούρκο ή τη λάσπη.
Ως ψάρια ή ιχθυοφόρα όντα, γεννήθηκαν στα υγρά μέρη και
περιβάλλονταν από ακανθώδεις φλοιούς.
Όταν έφτασαν στα ξηρότερα μέρη, οι φλοιοί άρχισαν να σπάζουν και
τα όντα άρχισαν πλέον να ζουν για λίγο στην ξηρά.
Τέλος, υπάρχει μια παραστατική περιγραφή της γέννησης των πρώτων
ανθρώπινων όντων.
Τα ανθρώπινα νήπια δεν μπορούν να έρθουν στον κόσμο με τον ίδιο
τρόπο όπως τα άλλα όντα, γιατί είναι τελείως αβοήθητα κατά τα
πρώτα έτη της ύπαρξής τους.
Έτσι, πληροφορούμαστε ότι ξεκίνησαν ως έμβρυα σε μεγάλο ψάρι,
και ξεπρόβαλλαν από αυτά όταν ήταν αρκετά δυνατά ώστε να θρέψουν
τον εαυτό τους.
Συγκριτικά με την περιγραφή του Ησιόδου έχουν αλλάξει πολλά.
Σε αντίθεση προς το συνολικό ησιόδειο φάσμα των ανεξάρτητων
κοσμικών παραγόντων, συναντούμε τώρα μια πιο αναγωγική
προσέγγιση:
διάφορα στάδια της κοσμογονίας, συμπεριλαμβανομένης της
περιγραφής της γέννησης των έμβιων όντων (ζωογονία), όπως και
μερικά φαινόμενα στον κόσμο καθώς είναι στο παρόν, εξηγούνται με
αναφορά στη διάδραση δυο μόνο παραγόντων (του θερμού και του
ψυχρού), τα οποία από το ξεκίνημα ακόμα διαχωρίζονται από την
άπειρη αρχή του παντός.
Επιπλέον, αυτοί οι βασικοί εξηγητικοί παράγοντες δεν
είναι πια ανθρωπόμορφοι λίγο ως πολύ θεοί.
Αντίθετα, η γέννηση του κόσμου εξηγείται με όρους αναγνωρίσιμων
στοιχείων της φύσης – με άλλα λόγια, η προσέγγιση είναι
φυσιοκρατική.
Επιπλέον, μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο
συνδέονται τα διάφορα στάδια της διαδικασίας.
Γνωρίζουμε πως το ψυχρό (με τη μορφή του υγρού) και το θερμό
αλληλεπιδρούν και τείνουν να αφανίσουν το ένα το άλλο.
Στην κατανόηση της ιστορίας συμβάλλει, επίσης, η εισαγωγή της
αναλογίας.
Το «σπέρμα» που το άπειρο παράγει στη αρχή και από το οποίο θα
προκύψει ο κόσμος παρουσιάζεται ως μια σπερματόμορφη μάζα, και
στο δεύτερο στάδιο η φωτιά λέγεται ότι περιβάλλει τον υγρό
πυρήνα ως ένα είδος φλοιού.
Πράγματι, διακρίνουμε μια εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσα στις
περιγραφές της «γένεσης» του κόσμου και εκείνες της γένεσης των
έμβιων όντων (και ανθρώπων που αρχικά «περικλείονται» σε ψάρι).
Δεν συνιστά ίσως τόλμημα να κάνουμε λόγο για την εφαρμογή ενός
στοιχειώδους γενετικού βιολογικού προτύπου.
Υπάρχει μια επιπλέον διαφορά ανάμεσα στις μυθικές κοσμογονίες
και τα φιλοσοφικά τους αντίστοιχα – μια διαφορά συμφραζομένων
μάλλον παρά περιεχομένου, η οποία αντίστοιχα παραβλέπεται συχνά.
Η Θεογονία του Ησιόδου αυτοσυστήνεται ως ύμνος.
Το περιεχόμενο των ύμνων συνήθως δεν ήταν πρωτότυπο.
Είχαν την τάση αν διατυπώνουν και να εξωραΐζουν ότι ήταν
δεδομένο από την παράδοση.
Έτσι άρμοζε ιδιαίτερα να απαγγελθούν στο πλαίσιο σημαντικών
κοινωνικών και τελετουργικών γεγονότων.
Αυτό αφορά επίσης και τις θεογονίες, η κύρια λειτουργία των
οποίων ήταν να συνδέουν το υπάρχον πάνθεον με μια υποτιθέμενη
προέλευση του κόσμου, και έτσι συχνά συνδέονταν με την
τελετουργία και τη λατρεία.
Δεν μαρτυρούνται παρόμοιες συνδέσεις με την παράδοση και την
τελετουργία (ούτε είναι εύλογες) για τους πρώιμους Ίωνες
κοσμολόγους.
Φαίνεται ότι αυτοί επιδόθηκαν στη θεωρητική αναζήτηση για χάρη
της θεωρητικής αναζήτησης, αισθάνονταν ελεύθεροι να κάνουν
υποθέσεις και δεν είχαν ενδοιασμούς να επινοήσουν θεωρίες που
ήταν ριζικά διαφορετικές από εκείνες των προδρόμων τους.