ΟΙ ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Λήψη
του αρχείου
περιεχομενα
Η
ΠΕΡΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 480 π.Χ.
Η
διάκριση Ελλήνων και βαρβάρων και η σχέση της Περσικής Αυτοκρατορίας με
τους λαούς της Μικράς Ασίας. Η Ιωνική Επανάσταση. Η διάρθρωση του
αθηναϊκού πολιτεύματος. Η πρώτη περσική εκστρατεία και η Μάχη του
Μαραθώνα το 490 π.Χ.
του
ιωαννη κ. ξυδοπουλου
Η
ΕΛΛΑΔΑ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ - Ο
ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ
Η
νέα εκστρατεία και οι στρατηγικές επιλογές των Περσών. Η τεράστια
αριθμητική τους δύναμη. Η ηρωική αντίσταση των 300 του Λεωνίδα και των
700 Θεσπιέων στις Θερμοπύλες. Η Nαυμαχία στο Αρτεμίσιο και η τακτική
υποχώρηση του ελληνικού στόλου.
του
κλεανθη Ζουμπουλάκη
Η
ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ
Η
ερμηνεία της ανέλπιστης νίκης. Η τεχνική ανωτερότητα της ελληνικής
τριήρους. Η απόφαση για ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Οι κινήσεις των δύο
στόλων και το στρατήγημα του Θεμιστοκλή. Oλες οι φάσεις της ναυμαχίας. Η
καταστροφή του άνθους του περσικού στόλου.
ΤΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Η
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ-Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ
Η
συνέχιση της εκστρατείας του Μαρδόνιου και η συγκρότηση του ελληνικού
συμμαχικού στρατού. Η καθοριστική νίκη των Ελλήνων στις Πλαταιές το 479
π.Χ. υπό τον αρχιστράτηγο Παυσανία. Ο «χρυσός αιώνας του Περικλέους». Η
Αθηναϊκή Συμμαχία και η αντίδραση της Σπάρτης.
ΤΟΥ
ΚΛΕΑΝΘΗ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ
πρόλογος
Αν
και έχουν παρέλθει πάνω από 25 αιώνες από την εποχή των Περσικών
Πολέμων, το ιστορικό πολιτικό ενδιαφέρον παραμένει αδιάπτωτο -μπορούμε
να πούμε πως βαίνει αυξανόμενο- όχι μόνο μεταξύ των επιστημόνων
(ιστορικών, αρχαιολόγων, φιλοσόφων), αλλά και για το μέσο άνθρωπο, τον
Ελληνα, τον Ευρωπαίο, τον πολίτη του κόσμου.
Το
διακύβευμα της κρισιμότατης δεκαετίας των Ελληνοπερσικών Πολέμων ήταν
αν ο ελλαδικός - ευρωπαϊκός χώρος θα ακολουθούσε ή όχι την τύχη της
Ιωνίας, η οποία υποτάχθηκε το 493 π.Χ. στις περσικές στρατιές.
Η
Μάχη του Μαραθώνα, το 490 π.Χ., αν και δεν κρίνεται ως αποφασιστικής
σημασίας για την έκβαση του Ελληνοπερσικού Πολέμου, αποτέλεσε έναν
ευοίωνο πρόλογο για τις μάχες που ακολούθησαν. Εληξε με αποφασιστική
νίκη των 10.000 Ελλήνων (Αθηναίων και Πλαταιέων) χάρη στη στρατιωτική
ευφυΐα του Μιλτιάδη.
Μπροστά στον κίνδυνο της νέας περσικής εισβολής, οι Ελληνες στο Συνέδριο
της Κορίνθου το 481 π.Χ. παραμερίζουν τις έριδες και τους ανταγωνισμούς
τους και συνασπίζονται εναντίον των Ασιατών.
Στις Θερμοπύλες (480 π.Χ.), οι Ελληνες -αντιπροσωπευόμενοι από 300
Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς- γνώρισαν την ήττα. Ομως, το όνομα του
Λεωνίδα και των συμπολεμιστών του γράφτηκε με χρυσά γράμματα για το
σθένος που επέδειξαν μπροστά στον εχθρό. Ο θάνατος των οπλιτών στις
Θερμοπύλες και η αμφίρροπη ναυτική σύγκρουση στο Αρτεμίσιο
επιστεγάστηκαν από τον πολεμικό άθλο της Ναυμαχίας της
Σαλαμίνας (480 π.Χ.), όπου κατίσχυσε η στρατηγική του Θεμιστοκλή με τα
«ξύλινα τείχη» και τη συντριπτική νίκη των Ελλήνων υπό τον Παυσανία
στις Πλαταιές
(479 π.Χ.).
Δεν προσχωρούμε στην «εύπεπτη» θεωρία ότι επρόκειτο περί μιας σύγκρουσης
«πολιτισμού - βαρβαρότητας», με την έννοια πως ο περσικός πολιτισμός
είχε να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα -πέραν της στρατιωτικής
ισχύος-, τεχνολογικά, αρχιτεκτονικά και αισθητικά. Από την ασιατική
δεσπο-τεία, όμως, απουσίαζε η πεμπτουσία που όριζε τον ελληνικό
πολιτισμό: η αμφιβολία, η αναζήτηση, η έρευνα, το συμπέρασμα. Αυτό,
δηλαδή, που αποτέλεσε το «άλας» της μεταγενέστερης δυτικής σκέψης.
Υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε να κατανοήσουμε την απόφανση του θεμελιωτή
της νεότερης φιλοσοφίας Φρίντριχ Χέγκελ:
«Με τις
νίκες αυτές, απαλλάχθηκε η Ελλάδα από το άχθος που απειλούσε να την
κατακτήσει (...) Πράγματι εδώ ζύγισε η Παγκόσμια Ιστορία τη σημασία των
δύο ανταγωνιστικών φαινομένων στην πλάστιγγά της: από τη μια πλευρά, την
ασιατική δεσποτεία, έναν ολόκληρο κόσμο ενωμένο κάτω από έναν απόλυτο
αυθέντη, και, από την άλλη, μια σειρά από χωριστά κρατίδια, μικρά σε
μέγεθος και με περιορισμένα υλικά μέσα, πλούσια όμως σε ζείδωρο πνεύμα
ατομικής ιδιοσυστασίας (...) Ο πόλεμος αυτός και η εξέλιξη των γεγονότων
που ακολούθησαν συνθέτουν την πιο λαμπρή ιστορική περίοδο της Ελλάδας:
όλα τα συστατικά στοιχεία του ελληνικού πνεύματος θα αναπτυχθούν πλέον
απρόσκοπτα, για να καταστήσουν ολοζώντανη την παρουσία τους».
ιωαννησ κ. ξυδοπουλοσ
Επίκουρος
καθηγητής στον τομέα Αρχαίας Ελληνικής, Ρωμαϊκής, Βυζαντινής και
Μεσαιωνικής Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Η
ΠΕΡΣΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 480 π.χ.
Η
διάκριση Ελλήνων και βαρβάρων και η σχέση της Περσικής Αυτοκρατορίας με
τους λαούς της Μικράς Ασίας. Η Ιωνική Επανάσταση. Η διάρθρωση του
αθηναϊκού πολιτεύματος. Η πρώτη περσική εκστρατεία και η Μάχη του
Μαραθώνα το 490 π.Χ.
1.
Ελληνες και βάρβαροι
Ο
«εαυτός» απαρτίζεται από πολλαπλές ταυτότητες και ρόλους -
οικογενειακούς, τοπικούς, ταξικούς, εθνοτικούς, θρησκευτικούς ή
καθορισμένους από το φύλο, όπως έδειξε ο
A.
Smith.
Από πολιτική άποψη στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε ένα «έθνος» αλλά ένα
πλήθος πόλεων-κρατών, η καθεμία από τις οποίες προστάτευε ζηλότυπα την
αυτονομία της. Υπό αυτό το πρίσμα, έχουν προηγηθεί αρκετές συζητήσεις
σχετικά με την υποκειμενική πρόσληψη (από την πλευρά των αρχαίων
Ελλήνων) της «εθνικότητάς» τους, δηλαδή την ιδεολογία που αυτοί
ανέπτυξαν σχετικά (οι αναφορές εδώ στους όρους
Ελλην, βάρβαρος, έθνος,
εθνότητα, εθνικότητα
δεν έχουν εθνολογικό
χαρακτήρα, καθώς δεν μπορούν να τεθούν με τους σύγχρονους όρους.
Αυτονόητη είναι η καταχρηστική τους χρήση, καθώς δεν μπορούμε να
επεκτείνουμε τις σύγχρονες έννοιες περί έθνους στην αρχαιότητα). Η
E.
Hall
προχώρησε σε μία κατηγοριοποίηση των τεσσάρων κύριων υποθέσεων: (1) Οι
έννοιες του
Ελληνος
και του
βαρβάρου
προϋπήρχαν της ολοκλήρωσης της
«Ιλιάδος».
(2) Η εμφάνιση των δύο εννοιών ήταν ταυτόχρονη και αφετηρία της κάποια
στιγμή μεταξύ του ογδόου και του ύστερου έκτου αιώνος. (3) Οι Περσικοί
Πόλεμοι δημιούργησαν μία συλλογική πανελλήνια ταυτότητα. (4) Μολονότι
προϋπήρχε μία αίσθηση εθνότητας στην αρχαϊκή περίοδο, η πόλωση μεταξύ
ελληνικού και βαρβαρικού μεγιστοποιήθηκε ύστερα από τους Περσικούς
Πολέμους.
Η
τελευταία αυτή υπόθεση είναι, κατά τη γνώμη μου, και η πιο σωστή. Η
ελληνική πρόσληψη του βαρβάρου ανταποκρινόταν στην ιστορία των
γεγονότων. Το πρώτο κύριο γεγονός ήταν οι Περσικοί Πόλεμοι, χωρίς να
αποτελούν και τη μοναδική αιτία αυτής της απαξιωτικής απεικόνισης των
Περσών και την αύξηση της συνείδησης του
βαρβάρου.
Πολλά από τα στοιχεία αυτής της απεικόνισης -η εικόνα των βαρβάρων ως
μίας άτακτης ορδής αναρίθμητων ατόμων, ο συσχετισμός των ξένων λαών με
την ακατάληπτη ομιλία και η εντύπωση περί απίστευτου πλούτου των
ανατολικών μοναρχιών-προϋπήρχαν των Περσικών Πολέμων. Ωστόσο, άλλες
πτυχές της αντίθεσης Ελλήνων-βαρβάρων -συγκεκριμένα η αντιπαράθεση
δημοκρατικού πολιτεύματος και ανατολικού δεσποτισμού- δεν είχαν τονισθεί
πριν από αυτήν τη χρονική καμπή. Οι Περσικοί Πόλεμοι οργάνωσαν
στερεότυπα για την Ανατολή, οξύνοντας την οπτική της αντιπαράθεσης
μεταξύ της ανατολικής πολυτέλειας και της ελληνικής απλότητας, καθώς και
του δεσποτισμού και της Δημοκρατίας, δίνοντας έμφαση στην ελληνική
ανωτερότητα. Η ελληνοπερσική πόλωση είχε ξεκάθαρα αθηναϊκά
χαρακτηριστικά. Οι Πέρσες που ήλθαν στον Μαραθώνα το 490 είχαν ως
σύμβουλο/οδηγό τους τον εξόριστο τύραννο Ιππία. Η συνακόλουθη ανάπτυξη
του αντιβαρβαρικού συναισθήματος στην αθηναϊκή φαντασία σημειώθηκε
παράλληλα με τη δαιμονοποίηση των Αθηναίων τυράννων του 6ου αιώνα, τους
Πεισιστρατίδες, και την ανάπτυξη μιας αυτοσυ-νειδητοποιημένης
δημοκρατικής ιδεολογίας.
Ως
το 500 π.Χ., ένα βασικό τμήμα του αυτοπροσ-διορισμού των Ελλήνων δεν
βασιζόταν σε κάποια κοινή πανελλήνια αίσθηση μιας συλλογικής
ταυτότητας. Με πολιτικούς όρους, οι Ελληνες είχαν μια αποκλειστική
υποχρέωση απέναντι στην
πόλιν,
στην οποία αυτοί και μόνο
είχαν δικαίωμα να ανήκουν ως πλήρη μέλη της
(πολίται).
Με
την έννοια αυτή, Ελληνες που ανήκαν σε διαφορετικές ελληνικές πόλεις
ήταν το ίδιο ξένοι, ως προς την πρόσληψη του
άλλου,
όσο και οι μη Ελληνες. Οι Περσικοί Πόλεμοι μετέβαλαν το τοπίο ως ένα
βαθμό, αρκετά όμως ώστε να δημιουργήσουν τη δεύτερη παράμετρο που θα
καθόριζε την αρνητική εικόνα του
βαρβάρου.
Εκτοτε, το να είναι κάποιος Ελληνας απέκτησε και μία πολιτική χροιά, η
οποία προστέθηκε στην ήδη υπάρχουσα ιδεολογικο-πολιτιστική. Αυτό το
παράδειγμα μιας συλλογικής αυτοσυνείδησης απέκτησε σύντομα μια γλωσσική
έκφραση - αναπόφευκτα, καθώς για τους Ελληνες η γλώσσα αποτελούσε ένα
κριτήριο και όχι απλά μία ένδειξη για την εθνική ταυτότητα κάποιου. Οι
μη Ελληνες μετετράπησαν τώρα σε
βαρβάρους
και οι
βάρβαροι
εύκολα θεωρήθηκαν βαρβαρικοί.
Η
στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων τροφοδότησε τον
Ηρόδοτο με το θέμα του' απετέλεσε, επίσης, την πολιτική και ιδεολογική
αντιπαράθεση των δύο πλευρών στη μορφή «ελληνική ελευθερία-βαρβαρικός
ανατολικός δεσποτισμός», η οποία οδήγησε τον Ηρόδοτο στην έκθεση της
«Ιστορίης»
του. Παρ' όλα αυτά, μολονότι
ο Ηρόδοτος δεν ήταν υπεράνω της έρευνας αυτής της πολωτικής διχοτόμησης,
δεν ήταν και ο μυ-θολόγος μιας επίσημης ελληνικής εικόνας. Ηταν
αντικειμενικός, κυρίως εξαιτίας της κανονιστικής πολιτιστικής
σχετικότητάς του, που είχε γεννηθεί από τη συμπάθεια που είχε προς το
κίνημα των σοφιστών, των οποίων το κέντρο ήταν η πόλη των Αθηνών. Για το
μέσο Ελληνα, όπως και για όλους τους ανθρώπους σε όλες τις κοινωνίες και
τις εποχές, αυτό το οποίο ο πολιτισμός του πίστευε ως δεδομένο ήταν
φυσιολογικό και το φυσιολογικό ήταν σωστό. Απαιτείτο, επομένως, μία
εξαιρετικά ισχυρή αυτοπεποίθηση, όσον αφορά στη διανόηση, για να σταθεί
κάποιος κριτικά απέναντι στην καθημερινότητά του και να αμφισβητήσει ότι
τα βαρβαρικά ήθη και έθιμα ήταν εξ ορισμού υποδεέστερα και ανάξια λόγου.
Την εποχή που ο Ηρόδοτος καταγράφει την
«Ιστορίη»
του έχει ήδη προχωρήσει αρκετά στην Ελλάδα η διαδικασία της διαμόρφωσης
του «άλλου» και της επινόησης του «βαρβάρου» ως ομογενοποιημένου
στερεοτύπου, εξαιτίας ακριβώς της περιφανούς νίκης των Ελλήνων απέναντι
στους Πέρσες εισβολείς. Για το λόγο αυτό, η στάση του απέναντι στο ξένο
αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία.
Ο
Ηρόδοτος περιγράφει μία, με ακρίβεια καθορισμένη, εικόνα της οικουμένης
και των κατοίκων της. Τα ήθη και έθιμα των διαφόρων λαών ποικίλλουν και
παρουσιάζουν διαφορές από τα αντίστοιχα ελληνικά, σε ορισμένες δε
περιπτώσεις οι διαφορές αυτές είναι ακραίες. Εξίσου σημαντικό ρόλο στην
περιγραφή του Ηροδότου παίζουν και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των άλλων
λαών. Υπάρχει ένας βασικός τρόπος περιγραφής αυτών, βασισμένος στο
φαινότυπο, στο χρώμα του τριχωτού μέρους της κεφαλής, στα στολίδια του
και τα είδη ένδυσης. Ο Ηρόδοτος γνωρίζει αυτές τις κατηγορίες. Στη
μεγάλη παρέλαση του στρατού του Ξέρξη, η στολή και ο οπλισμός ήταν τα
σημαντικότερα σημάδια αναγνώρισης και εθνικής ταύτισης του κάθε
Συντάγματος (7.61 κ. εξ.).
Σε
κάθε περίπτωση, ωστόσο, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά δεν αποτελούν
κριτήριο εθνογραφικού προσδιορισμού των ξένων λαών. Αυτός καθορίζεται
από τις κοινωνικές και πολιτιστικές πτυχές της ζωής τους (ή την έλλειψη
αυτών). Οπως έγραψε ένας Πολωνός μετρ του ρεπορτάζ, «η σπουδαιότερη
ανακάλυψη του Ηροδότου είναι ότι υπάρχουν πολλοί κόσμοι και ότι καθένας
είναι διαφορετικός. Και πρέπει να τους γνωρίσεις, γιατί αυτοί, οι άλλοι
κόσμοι, οι άλλοι πολιτισμοί, είναι καθρέφτες, μέσα στους οποίους
κοιτάζουμε τον εαυτό μας και αυτό που αντιπροσωπεύουμε». Αυτόν τον
καθρέφτη υψώνει ο Ηρόδοτος στους αποδέκτες του (Ελληνες ακροατές ή
αναγνώστες του), εγκαινιάζοντας την περίφημη τα τελευταία χρόνια
ρητορική της ετερότητας.
Μέσα από αυτήν, παρουσιαζόταν
στους Ελληνες μια σειρά από αλληλεπικαλυπτόμενες αλλά όχι πανομοιότυπες
εικόνες του βάρβαρου «άλλου», στην προσπάθεια να αναγνωριστεί η
«ελληνική ταυτότητα». Πρόκειται για τους περίφημους βαρβαρικούς
λόγους
του, δηλαδή εθνογραφικές
περιγραφές λαών, όπως οι Πέρσες. Εμφανώς προβάλλεται αυτή η εικόνα της
βασικής κατάστασης αγριότητας, μέσω των προαναφερθέντων παραδειγμάτων.
Στην
«Ιστορία»
του υπάρχει συνέχεια το θέμα
της ετερότητας: το «εμείς» από τη μία, δηλαδή οι Ελληνες, και το «αυτοί»
από την άλλη, μολονότι το πλαίσιο διαφέρει από βιβλίο σε βιβλίο. Ακόμη
και όταν το «εμείς» δεν είναι άμεσα παρόν, παρ' όλα αυτά υπάρχει
αδιόρατα. Οι εθνογραφικοί
λόγοι
του Ηροδότου είναι ένας έμμεσος τρόπος να εστιάσει το ελληνικό
ακροατήριό του στο «εμείς». Στα πρώτα τέσσερα βιβλία του ως και την αρχή
του πέμπτου (5.27) καθορίζει την ελληνικότητα προβάλλοντας το βαθμό
διαφορετικότητας των άλλων. Ως Ελληνας ενδιαφερόταν ορισμένες φορές να
εξηγήσει τις διαφορές, παρά να περιγράψει τα γεγονότα αυτά καθ' εαυτά.
Οι Ελληνες σύγχρονοί του, βέβαιοι για την ανωτερότητα του πολιτισμού
τους, θα αντιμετώπιζαν ενδεχομένως υπεροπτικά τους ξένους λαούς. Ωστόσο,
ο Ηρόδοτος, παρά τη -φυσιολογική- εθνοκεντρική του τάση, δεν παρασύρεται
σε μία αφ' υψηλού αντιμετώπιση αυτής της αγριότητας. Η ανθρωπολογική
οπτική του, σε σχέση με την ιστορική μέθοδο και την εθνογραφική ερμηνεία
που χρησιμοποίησε, απεικονίζεται ξεκάθαρα στο τρίτο του βιβλίο (3.38),
όταν περιγράφει το ακόλουθο ανέκδοτο: όταν ο Μέγας Βασιλεύς, Δαρείος Α'
(522-486), κάλεσε στα Σούσα, τη βασιλική πρωτεύουσα, μερικούς Ελληνες
και τους ρώτησε με πόσα χρήματα θα δέχονταν να καταβροχθίσουν τους
νεκρούς γονείς τους, εκείνοι αποκρίθηκαν ότι κανένα ποσό στον κόσμο δεν
θα τους οδηγούσε σε μία τόσο αποτρόπαιη πράξη. Δεν θα δέχονταν ποτέ να
φάνε, και να μην κάψουν, τους νεκρούς τους. Αφού οι Ελληνες καλεσμένοι
τού απάντησαν, ο Δαρείος κάλεσε μερικούς Ινδούς, οι οποίοι είχαν το
έθιμο να τρώνε τους νεκρούς τους. Επανέλαβε το ερώτημα, παρουσία των
Ελλήνων, αντιστρέφοντας την πρακτική: με πόσα χρήματα θα δέχονταν να
κάψουν, αντί να φάνε, τους νεκρούς γονείς τους. Οι Ινδοί αντέδρασαν με
ακόμη μεγαλύτερη φρίκη και αποτροπιασμό στην πρόταση αυτή (Ηρόδ. 3.38).
Ο Ηρόδοτος θα μπορούσε κάλλιστα να εκφράσει και ο ίδιος, ως
Ελληνας,
την απέχθειά του απέναντι
στην ινδική ταφική πρακτική, χειραγωγώντας με τον τρόπο αυτό και το
ελληνικό του ακροατήριο (ή αναγνωστικό κοινό). Δεν το κάνει, όμως. Αντ'
αυτού, παραθέτει ένα στίχο του Πινδάρου
(νόμον πάντων βασιλέα φήσας
είναι),
δηλώνοντας με τον έμμεσο
αυτόν τρόπο ότι όλοι οι άνθρωποι, και οι Ελληνες και οι βάρβαροι,
κυβερνώνται από το έθιμο
(νόμος)
και πιστεύουν πως οι δικές τους συνήθειες είναι καλύτερες και ανώτερες
από εκείνες των υπολοίπων.
Τα
ήθη και έθιμα όχι μόνο σημειώνονται εμφαντικά σε όλο το έργο του
Ηροδότου, αλλά, επιπλέον, στο επεξηγηματικό σχήμα του ιστορικού
φαίνεται να εξηγούν σχεδόν τα πάντα. Παρ' όλα αυτά, τοποθετούνται σε ένα
πλαίσιο αντίθετο προς τα αντίστοιχα της γεωγραφίας και του φυσικού
περιβάλλοντος, ως τμήμα μιας ιστορικής εικόνας, στην οποία ο
περιβαλλοντικός ντετερμινισμός έχει μικρότερη σημασία. Στο παράδειγμα με
τους Ελληνες και τους Ινδούς και τη μεταχείριση των νεκρών τους, όταν
γράφει ότι ο νόμος είναι βασιλιάς όλων, φαίνεται να υπονοεί μία
εναλλακτική άποψη: μήπως ο νόμος αντιτίθεται σε κάτι άλλο; Παραθέτει το
απόσπασμα από τον Πίνδαρο στο τέλος της εξιστόρησης, γεγονός που μπορεί
να αποτελεί και το καταφύγιο στην παραδοσιακή άποψη. Ωστόσο, όχι μόνο
δεν χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη φράση με διαφορετική έννοια από τον
Πίνδαρο, αλλά και η φράση αυτή καθ' εαυτή για την εξουσία του νόμου
φαίνεται να ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στα τέλη του πέμπτου αιώνα.
2.
Ιωνες και Λυδοί
Κατά τον 7ο και το πρώτο μισό του 6ου αιώνα, η σημαντικότερη δύναμη που
γειτνίαζε με τις
ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας ήταν η Λυδία. Οι σχέσεις μεταξύ τους
και της Λυδίας δεν ήταν πάντα καλές. Ο Γύγης είχε καταλάβει την
Κολοφώνα, ο διάδοχός του Αρδυς κυρίευσε την Πριήνη και, δύο γενιές
αργότερα, ο Αλυάττης τη Σμύρνη. Και οι τρεις αυτοί Λυδοί βασιλείς
επιτέθηκαν στη Μίλητο, ωστόσο δεν την κατέλαβαν. Αυτοί οι πόλεμοι δεν
ήταν πολύ διαφορετικοί από τους πολέμους ανάμεσα σε γειτονικές ελληνικές
πόλεις· οι Λυδοί δεν διατηρούσαν, σε καμία περίπτωση, σταθερά εχθρικές
σχέσεις με τους Ελληνες. Πληροφορίες για τις πολιτιστικές ανταλλαγές
ανάμεσα στους δύο λαούς προκύπτουν από την ιστορία της νομισματικής.
Είναι πολύ πιθανό τα πρώτα νομίσματα στον κόσμο να κόπηκαν από τους
Λυδούς γύρω στο 600, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αρχαίων συγγραφέων. Τα
παλαιότερα γνωστά νομίσματα ανακαλύφθηκαν στο Ναό της Αρτέμιδος στην
Εφεσο και η χρήση νομισμάτων εξαπλώθηκε ταχύτατα στον ελληνικό κόσμο.
Οι
σχέσεις των Λυδών και των ελληνικών επιθα-λασσίων πόλεων κυμαίνονταν
μεταξύ του οικονομικού πλαισίου (ενδεικτική είναι η ίδρυση της πόλεως
της Αβύδου από τους κατοίκους της Μιλήτου, με λυδική βοήθεια: Στράβων
13.590) και του πολιτικού (εδώ εννοούνται κυρίως οι συγκρούσεις που
εκδηλώθηκαν εξαιτίας των αντιθέσεων μεταξύ του
δήμου
των πόλεων αυτών και της λυδικής αριστοκρατίας). Ενδείξεις, ωστόσο, των
στενών πολιτιστικών επαφών μεταξύ του βασιλικού οίκου της Λυδίας και
της ιωνικής αριστοκρατίας είναι αφενός τα πλούσια λυδικά αναθήματα σε
πανελλήνια ιερά και, από την άλλη, οι επιγαμίες μεταξύ Λυδών και Ιώνων
(μία από τις συζύγους του Αλυάττη, πατέρα του Κροίσου, ήταν ιωνικής
καταγωγής - Ηρόδοτος, 1.92). Στα μέσα του 6ου
αιώνα, ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος αποφάσισε να επιτεθεί στη
μεγάλη δύναμη που εκτεινόταν στα ανατολικά του, την Περσία. Μεγάλο τμήμα
του πρώτου βιβλίου του Ηροδότου καταλαμβάνει η ιστορία του Κροίσου, η
απόπειρά του να γνωρίσει το μέλλον συμβουλευόμενος χρησμούς, η απάντηση
που έλαβε από το Μαντείο των Δελφών ότι, αν επιτίθετο στους Πέρσες, θα
κατέστρεφε μια μεγάλη αυτοκρατορία - τη δική του.
Οταν ο Κροίσος προετοίμαζε την επίθεσή του εναντίον του Κύρου, οι
ιωνικές πόλεις ήταν υποχρεωμένες να πληρώνουν φόρο, αλλά και να
ακολουθούν τον Λυδό μονάρχη στον πόλεμο. Ο Ηρόδοτος είναι καυστικός
(1.6) όταν σημειώνει ότι οι Ιωνες είχαν απολέσει την προηγούμενη
ελευθερία τους, καθώς τώρα ήταν αναγκασμένοι να συντάσσονται με τις
επιθυμίες του Κροίσου. Βέβαια, δεν ίσχυαν οι ίδιες συνθήκες για όλες τις
πόλεις: ο Ηρόδοτος και πάλι μας πληροφορεί ότι οι σχέσεις τους προς το
μονάρχη διαφοροποιούνταν. Η Μίλητος και η Εφεσος, για παράδειγμα, είχαν
συνάψει ειδικές συμφωνίες (Ηρόδοτος 1.22 και Πολύαινος 6.50,
αντίστοιχα), άλλες πόλεις βρίσκονταν στα χέρια έντονα
λυδιζόντων
πολιτικών και κάποιες είχαν λυδικές φρουρές στο έδαφός τους, με τις
οποίες διασφαλιζόταν η υπακοή τους. Η πλήρης υποταγή της Σάμου και της
Χίου αποτράπηκε εξαιτίας των λανθασμένων χειρισμών από την πλευρά του
λυδικού στόλου (Ηρόδοτος 1.27). Παρά την αυστηρότερη σε σχέση με εκείνη
των προκατόχων του πολιτική, ο Κροίσος δεν αντιμετώπισε τη συνασπισμένη
αντίδραση των ιωνικών πόλεων. Τα αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στον
έντονο οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ των τελευταίων, καθώς και στις
συχνές πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ αυτών. Για τους ίδιους λόγους, η
ιωνική θρησκευτική ένωση με έδρα τη Μυκάλη δεν εξελίχθηκε ποτέ σε μία
πολιτική ένωση των πόλεων που την απάρτιζαν. Στο πλαίσιο διασφάλισης της
εξουσίας του στις ιωνικές πόλεις ανήκουν και οι καλές σχέσεις που
διατηρούσε ο Κροίσος με τα πανελλήνια ιερά των Δελφών (αναθήματα του
Γύγη -Ηρόδοτος 1.14- και του Κροίσου - Ηρόδοτος 1.50-51) και των
Διδύμων, τη Θήβα (Ηρόδοτος 1.46), καθώς και η σύναψη συνθήκης με τη
Σπάρτη (Ηρόδοτος, 1.69-79).
Η
κατάσταση στη Μικρά Ασία χαρακτηρίζεται από την ίδρυση του μεγάλου
περσικού κράτους, υπό την ηγεσία του Κύρου Β' (559-530), η
προσωπικότητα του οποίου απετέλεσε βασικό παράγοντα της περσικής
εξάπλωσης. Κατά του Κύρου δημιουργήθηκε μία ένωση, στην οποία
συμπεριλαμβάνονταν ο Κροίσος, ο ηγεμόνας των Χαλδαίων Ναβονίδης και ο
φαραώ της Αιγύπτου Αμασις. Ο Λυδός βασι-
3.
Η περσική κατάληψη της μικρασιατικής ακτής
Το
σύνολο των πληροφοριών μας σχετικά με την περσική κατοχή της Ιωνίας
αντλείται από τον Ηρόδοτο (1.141-176) και τοποθετείται χρονικά στο
διάστημα 547-544. Η νίκη των Περσών κατά των δυνάμεων του Κροίσου (το
547) ήταν ομολογουμένως μία μεγάλη ανατροπή του
status στη Μικρά Ασία.
Οι Ιωνες βρέθηκαν μέσα στη δίνη των γεγονότων και βίωσαν πρώτοι τις
συνέπειες της αλλαγής: σχεδόν το σύνολο των παραλίων ιωνικών πόλεων
υποτάχθηκε με τη βία. Εξαίρεση στους επαχθείς όρους υποταγής απετέλεσε
η κραταιά Μίλητος, η οποία έπεισε τους Πέρσες να δεχθούν την ανανέωση
της συνθήκης που είχε συνάψει η πόλη με τους Λυδούς (Ηρόδοτος 1.169).
Ισως, η ευνοϊκή αντιμετώπισή της να οφείλεται στην άρνησή της να
παρασυρθεί στον αντιπερσικό αγώνα του Λυδού Πακτύη, πρώην βασιλικού
θησαυροφύλακα του Κροίσου, ο οποίος ξεσηκώθηκε εναντίον του Κύρου αμέσως
μετά την αποχώρηση των κύριων περσικών στρατιωτικών δυνάμεων το 546. Με
τους θησαυρούς τού πάλαι ποτέ κραταιού Λυδού μονάρχη, ο Πα-κτύης
κατόρθωσε να κινητοποιήσει Λυδούς και Ελληνες της Ιωνίας, οι οποίοι
επιχείρησαν να καταλάβουν τις Σάρδεις, στις οποίες είχε απομείνει μία
μικρή περσική φρουρά. Η αποτυχία του όλου εγχειρήματος και η τιμωρία των
υπαιτίων συνοδεύτηκαν από τη συστηματική ερήμωση των ιωνικών πόλεων της
Μικράς Ασίας. Η φιλο-περσική στάση της Μιλήτου στην εξέγερση του Πακτύη
θα πρέπει να οφείλεται στους μηδίζοντες πολιτικούς της, για τους οποίους
δυστυχώς δεν γνωρίζουμε κάτι.
Παράλληλα, ιδρύθηκαν δύο νέες σατραπείες, της Λυδίας-Ιωνίας στον Νότο
(νομός Λύδιος και νομός Ιωνικός)
και του Δασκυλείου στον Βορρά
(νομός Φρύγιος),
στις οποίες εντάχθηκαν οι
Ελληνες της Ιωνίας και της Αιολίδος. Οι έδρες των Περσών σατραπών
βρίσκονταν στις Σάρδεις και τη Μαγνησία στον Μαίανδρο, αντίστοιχα.
Σχετικά με την ανάμιξη των Περσών στις εσωτερικές υποθέσεις των
ελληνικών πόλεων δεν γνωρίζουμε κάτι από τις πηγές. Προφανώς, δεν
υπήρχαν αντιπερσικές τάσεις, καθώς ακόμη και ο φόρος που πλήρωναν οι
πόλεις στους Πέρσες ήταν μικρότερος από εκείνον που απέδιδαν στους
Λυδούς. Ως αποτέλεσμα, παρατάξεις και μεμονωμένα άτομα που επιθυμούσαν
διακαώς να διασφαλίσουν τη θέση τους στις πόλεις τους προσέβλεπαν στην
περσική υποστήριξη, σε περίπτωση που αντιμετώπιζαν υπερβολική τοπική
αντίσταση.
4.
Θι εξελίξεις στην Ελλάδα
Η
Σπάρτη κυριαρχούσε στη Λακωνία και, με την πάροδο των ετών, στη Μεσσηνία
μέσω κατακτήσεων. Η Αθήνα κυριαρχούσε στην Αττική παραχωρώντας το
δικαίωμα του πολίτη σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της. Οι
περισσότερες από τις υπόλοιπες πόλεις-κράτη παρέμειναν κατά πολύ
μικρότερες και η Σπάρτη με την Αθήνα ανακάλυψαν ότι υπήρχαν όρια πέραν
των οποίων δεν μπορούσαν να επεκταθούν. Ωστόσο, οι πόλεις-κράτη
θεώρησαν πρόσφορη τη σύναψη διαφόρων ειδών διπλωματικών σχέσεων μεταξύ
τους και υπήρχε η δυνατότητα διαμόρφωσης μεγαλύτερων συνόλων, εφόσον δεν
καταπιεζόταν πλήρως η ανεξαρτησία των πόλεων-κρατών οι οποίες απάρτιζαν
αυτά τα σύνολα. θρησκευτικές ενώσεις μπορούσαν να δημιουργηθούν, όπως η
Αμφικτιονία εκείνων των ανθρώπων που ενδιαφέρονταν για το Ιερό του
Απόλλωνος στους Δελφούς. Σε ορισμένες περιοχές, όπου καμία πόλη-κράτος
δεν είχε κατορθώσει να κυριαρχήσει κατά τρόπο αντίστοιχο προς εκείνο της
Σπάρτης και της Αθήνας, γειτονικές πόλεις απώλεσαν τμήμα της
ανεξαρτησίας τους, σχηματίζοντας ένα ομόσπονδο κράτος. Η Σπάρτη, όταν
βρέθηκε σε δύσκολη θέση μετά τις προσπάθειες επέκτασής της προς τα
βόρεια κατά τον 6ο αιώνα, ξεκίνησε την ένωση με άλλες πόλεις-κράτη μέσω
συμμαχιών, στις οποίες αυτή ήταν στην ουσία (αν όχι θεωρητικά) ο
ισχυρότερος εταίρος, και στα τέλη του αιώνα προσέδωσε σε αυτή την ομάδα
των συμμάχων της την οργανωτική δομή που αποκαλούμε
Πελοποννησιακή Συμμαχία.
Η
Σπάρτη συνήψε μία σειρά συνθηκών με άλλες πόλεις της Πελοποννήσου. Οι
συνθήκες ενδεχομένως περιείχαν μία ρήτρα που καθόριζε ότι οι
συμβαλλόμενοι θα έπρεπε «να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους», η
οποία κατέληξε να αποτελεί τον καθιερωμένο τρόπο έκφρασης της πλήρους
επιθετικής και αμυντικής συμμαχίας. Μία ρήτρα αυτού του είδους δεν
σήμαινε απαραίτητα την υποταγή της μίας πόλης στην άλλη, αλλά, εάν στη
διατύπωση λεγόταν ότι η άλλη πόλη θα έπρεπε να έχει κοινούς φίλους και
κοινούς εχθρούς με τη Σπάρτη, κάποιοι φιλόδοξοι Λακεδαιμόνιοι ίσως να
σκέφτονταν ότι η Σπάρτη θα μπορούσε να αποφασίζει ποιοι θα ήταν οι
φίλοι και οι εχθροί. Σε ένα επεισόδιο του 506 περίπου, ο βασιλιάς της
Σπάρτης Κλεομένης φαίνεται απλά να δίνει διαταγές· μετά την αποχώρηση
της Κορίνθου και του έτερου βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατου, αποφασίστηκε
ότι στο μέλλον μόνον ένας βασιλιάς θα συμμετείχε σε κάθε εκστρατεία και
η Σπάρτη οργάνωσε τους συμμάχους της στη λεγόμενη από τους σύγχρονους
μελετητές Πελοποννησιακή Συμμαχία, μέσω της οποίας θα δέχονταν εκ των
προτέρων συμβουλές, αλλά θα δεσμευόταν από την απόφαση της πλειοψηφίας.
Εκείνη την περίοδο η Συμμαχία αναφερόταν ως «οι Πελοποννήσιοι» ή «οι
Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους». Μπορούμε να δούμε τη Συμμαχία σε
λειτουργία περίπου το 504, όταν η Σπάρτη εισηγήθηκε την αποκατάσταση του
πρώην τυράννου Ιππία στην Αθήνα, στο κείμενο του Ηροδότου που ακολουθεί:
«Οι
Σπαρτιάτες αναζήτησαν το γιο του Πεισίστρατου, τον Ιππία από το Σίγειο,
στον Ελλήσποντο και, όταν απάντησε στην πρόσκλησή τους, κάλεσαν
αγγελιαφόρους από τις υπόλοιπες συμμαχικές πόλεις και τους είπαν:
«Σύμμαχοι, καταλαβαίνουμε ότι δεν πράξαμε ορθά. Παρακινημένοι από
ψεύτικους χρησμούς, διώξαμε από τη χώρα τους άνδρες που ήταν οι πιο
κοντινοί μας φίλοι και που θα έκαναν την Αθήνα υποτελή μας και, αφού
τους διώξαμε, παραδώσαμε την πόλη στον αχάριστο δήμο, ο οποίος, αφού
κέρδισε την ελευθερία του και ύψωσε τ ανάστημά του χάρη σε μας, έδιωξε
με τον πιο προσβλητικό τρόπο εμάς και το βασιλιά μας (...) Γι αυτόν το
λόγο καλέσαμε εδώ τον Ιππία και εσάς από τις διάφορες πόλεις, έτσι ώστε
μετά από κοινή διαβούλευση και συνδυασμένη επιχείρηση να τον
εγκαταστήσουμε στην Αθήνα και συνεπώς να πραγματοποιήσουμε τις απειλές
μας».
Αυτά λοιπόν έλεγαν οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά η πλειοψηφία των συμμάχων δεν
συμφωνούσε με το επιχείρημά τους. Οι υπόλοιποι δεν σηκώνονταν να
μιλήσουν, αλλά ο Σωκλής από την Κόρινθο μίλησε ως εξής: «(...)
Αυτά λοιπόν είπε ο Σωκλής, ο
απεσταλμένος των Κορινθίων. Ο δε Ιππίας τού απάντησε, καλώντας τους
ίδιους θεούς για μάρτυρες, ότι οι Κορίνθιοι περισσότερο από κάθε άλλον
θα νοσταλγήσουν τους Πεισιστρατίδες όταν έλθει η κατάλληλη ώρα, τότε
που θα τους ταλαιπωρούν οι Αθηναίοι, και απάντησε μιας και ήταν άνθρωπος
που είχε βαθιά γνώση των χρησμών. Οι υπόλοιποι σύμμαχοι στην αρχή ήταν
βουβοί, αλλά, όταν άκουσαν τον Σωκλή να μιλά ελεύθερα, όλοι τους
εξέφρασαν τη συμπαρά-στασή τους στη γνώμη του Κορίνθιου και κάλεσαν τους
Λακεδαιμόνιους να μην προβούν σε τίποτα το ριζοσπαστικό απέναντι σε
ελληνική πόλη. Ετσι έκλεισε το θέμα αυτό»
(Ηρόδοτος, 5.91-94.1).
5.
Αθήνα, τύραννοι και Κλεισθένης Θι Πεισιστρατίδες
Η
Αθήνα αυτήν την περίοδο χαρακτηρίζεται από την τυραννίδα των
Πεισιστρατιδών. Για την αθηναϊκή δυναστεία των Πεισιστρατιδών
διαθέτουμε πολύ πιο πλούσιες και ακριβείς πληροφορίες. Ανατρέχοντας και
πάλι στον Ηρόδοτο, αναφέρεται κάποιος μύθος για μια επίφοβη γέννηση που
ένας οιωνός φανέρωσε σε κάποιον Ιπποκράτη. Αυτός δεν έδωσε σημασία και
απέκτησε γιο, τον Πεισίστρατο, που έγινε τύραννος των Αθηνών. Στη
συνέχεια, ο ιστορικός αναλύει την κατάσταση που επικρατούσε στην Αττική,
όπου συγκρούονταν δύο παρατάξεις: οι
παράλιοι
με αρχηγό τον Αλκμεωνίδη
Μεγακλή και οι
πεδιακοί
με
αρχηγό τον Λυκούργο. Ο Πεισίστρατος επενέβη στη σύγκρουση ως επικεφαλής
των ορεινών
(υπερακρίων)
και, για να καταλάβει την εξουσία, μηχανεύτηκε τα εξής:
αυ-τοτραυματίστηκε, ισχυρίστηκε πως του επιτέθηκαν οι εχθροί του για να
τον σκοτώσουν και έπεισε τη συνέλευση να του επιτρέψει να έχει
σωματοφύλακες οπλισμένους με ρόπαλα. Με τη βοήθειά τους κατέλαβε την
Ακρόπολη και αυτοανακηρύχθηκε τύραννος. Μεταγενέστερες πηγές αποδίδουν
χωριστές ιδεολογίες στις τρεις φατρίες, σε γλώσσα η οποία είναι
αναμφίβολα αναχρονιστική, στην οποία όμως υποβόσκουν αληθινά στοιχεία
(σε κάθε περίπτωση δεν έχουμε λόγο να αμφιβάλουμε ότι ο Πεισίστρατος
προβλήθηκε ως υπερασπιστής των μη προνομιούχων):
Οι
φατρίες ήταν τρεις: μία των κατοίκων των ακτών, με επικεφαλής τον
Μεγα-κλή, γιο του Αλκμέωνα, οι οποίοι φαίνονταν ότι επεδίωκαν τη μέση
μορφή του πολιτεύματος Η δεύτερη των κατοίκων των πεδιάδων, οι οποίοι
επιζητούσαν την ολιγαρχία. Αρχηγός τους ήταν ο Λυκούργος. Η τρίτη ήταν
εκείνη διακρίων
[η
λοφώδης περιοχή στα ΒΑ της Αττικής. Ωστόσο, το όνομα που δίνει ο
Ηρόδοτος για την τρίτη φατρία είναι πιθανόν το σωστό],
των οποίων ηγέτης ήταν ο
Πεισίστρατος, ένας άνδρας που θεωρούνταν κατεξοχήν φίλος τον λαού
[(Αριστοτέλης),
Αθηναίων Πολιτεία,
13.ΙV].
Η
πρώτη απόπειρα απέτυχε, αν και ο Ηρόδοτος λέει ότι συμπεριφέρθηκε
καλά. Ετσι, πριν περάσει πολύς καιρός εκδιώχθηκε από μια συντονισμένη
ενέργεια των δύο άλλων κομμάτων. Μόλις απομακρύνθηκε, τα δύο άλλα
κόμματα άρχισαν τις διαμάχες μεταξύ τους και ο Μεγακλής, που
αντιμετώπισε τις μεγαλύτερες δυσκολίες, έφερε τον Πεισίστρατο πίσω ως
τύραννο, με την προϋπόθεση αυτός να παντρευτεί την κόρη του Μεγακλή. Το
σχετικό χωρίο από τον Ηρόδοτο (1. 60) αποκαλύπτει το βαθιά προσωπικό
χαρακτήρα των σχέσεων ανάμεσα στις αριστοκρατικές οικογένειες και τον
ασήμαντο ρόλο που έπαιζαν οι πολιτικοί θεσμοί στην οργάνωση της
εξουσίας. Το τέχνασμα με το οποίο οι δύο σύμμαχοι έπεισαν τους Αθηναίους
να δεχτούν την επιστροφή του Πεισιστράτου ήταν τόσο απλοϊκό, ώστε να
προβληματίζει τον Ηρόδοτο γιατί φαινόταν ασυμβίβαστο με τη
μεταγενέστερη φήμη των Αθηναίων για την ευφυΐα τους. Ο Πεισίστρατος
παντρεύτηκε την κόρη του Μεγακλή, αλλά η συμμαχία δεν κράτησε πολύ. Μετά
τη ρήξη με τον Μεγακλή, ο Πεισίστρατος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την
Αττική για μεγάλο χρονικό διάστημα. Για περισσότερο από δέκα χρόνια
συγκέντρωνε τις δυνάμεις του. Βάση του ήταν η Ερέτρια κι έτσι είναι
αναμφισβήτητο πως με τη βοήθεια των Ερετριέων, που διέθεταν πολλές
αποικίες στον Βορρά, εγκαταστάθηκε πρώτα στη Ραίκηλο και έπειτα στην
περιοχή των μεταλλείων αργύρου της Θράκης.
Στην τρίτη απόπειρά του να γίνει τύραννος, ο Πεισίστρατος, επωφελούμενος
από τις διαμάχες των αριστοκρατικών φατριών, κατέλαβε ' την Ακρόπολη
αφού ' εκμεταλλεύτηκε το κύρος που είχε αποκτήσει στην επαφή του με το
δήμο, ο οποίος όμως δεν συμμετείχε διόλου στο εγχείρημα. Ενώ τώρα,
έντεκα χρόνια αργότερα, καθώς προχωρεί εναντίον των Αθηνών επικεφαλής
στρατού, δέχεται βοήθεια από τους χωρικούς και συγκρούεται με τους
κατοίκους της πόλης, που στο σύνολο τους είναι εναντίον του. Αυτή τη
φορά λοιπόν δεν πρόκειται για ανταγωνισμό των αριστοκρατικών, αλλά των
κοινωνικών ομάδων: από τη μια, οι άνθρωποι των δήμων, οι χωρικοί, και
από τη άλλη οι αριστοκράτες που ζουν στην πόλη, έστω κι αν οι
περιουσίες τους είναι ουσιαστικά κτηματικές. Κύριος πια της εξουσίας, ο
Πεισίστρατος συνιστά και στις δύο παρατάξεις να επιστρέψουν στις
δουλειές τους και να αφήσουν τις υποθέσεις της πόλης στα χέρια του. Η
εξουσία του στηρίχτηκε τόσο στα μισθοφορικά στρατεύματα όσο και στα
έσοδα από τα μεταλλεία στο Παγγαίο. Πιθανόν να δήμευσε και τις
περιουσίες των αντιπάλων του που είχαν πάρει το δρόμο της εξορίας. Αυτοί
οι σημαντικοί πόροι επέτρεψαν στον Πεισίστρατο να βοηθήσει τους φτωχούς
χωρικούς. Πέθανε γέρος το 527 και τον διαδέχτηκε ο μεγαλύτερος γιος του,
Ιππίας, η διακυβέρνηση του οποίου ήταν το ίδιο ειρηνική ως το 514, οπότε
δολοφονήθηκε ο αδελφός του Ιππαρχος από τους συνωμότες Αρμόδιο και
Αριστογείτονα, που αργότερα τιμήθηκαν ως τυραννοκτόνοι. Τον επόμενο
χρόνο, μερικοί εξόριστοι, με την καθοδήγηση των Αλκμεωνιδών,
προσπάθησαν να εκδιώξουν τον Ιππία, αλλά δεν τα κατάφεραν. Τελικά, οι
Αλκμεωνίδες πέτυχαν την υποστήριξη της Σπάρτης και, παρόλο που η πρώτη
σπαρτιατική εκστρατεία κατά των Αθηνών έληξε με ήττα των Σπαρτιατών, μια
μεγαλύτερη στρατιά με ηγέτη τον βασιλιά Κλεομένη το 510 έδιωξε τον Ιππία
και έβαλε τέλος στη διακυβέρνηση της δυναστείας του. Οι πηγές μας δεν
παρέχουν περισσότερες ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την τυραννίδα του
Πεισιστράτου. Φαίνεται όμως ότι η περίοδος της διακυβέρνησής του, καθώς
και των διαδόχων του χαρακτηρίζεται από αξιόλογη ανάπτυξη, ιδιαίτερα του
κέντρου της πόλης των Αθηνών. Χτίζεται ο πρώτος μεγάλος ναός της Αθηνάς
στην Ακρόπολη και ξεκινά η κατασκευή του Ολυμπιείου. Ο Θουκυδίδης
γράφει σχετικά:
«Γιατί
η εξουσία του γενικά δεν ήταν βαριά για το λαό και την ασκούσε με τρόπο
που δεν προκαλούσε αντιπάθειες· Αυτοί οι τύραννοι επέδειξαν σύνεση και
αρετή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και ενώ εισέπρατταν μόνο το ένα
εικοστό της παραγωγής από τους Αθηναίους, διακόσμησαν όμορφα την πόλη
τους διεξήγαν με επιτυχία τους πολέμους.
και στα ιερά θυσίαζαν. Γενικά, η πόλη εξακολουθούσε να διέπεται από
τους προηγούμενους νόμους, εκτός από το γεγονός ότι οι τύραννοι
φρόντιζαν να έχουν τους ανθρώπους της οικογένειάς τους στα αξιώματα.
Ανάμεσα σε αυτούς που άσκησαν το ετήσιο αξίωμα του άρχοντα ήταν και ο
Πεισίστρατος, ο γιος του τυράννου Ιππία, που έφερε το όνομα του παππού
του
[ιδρυτή
της τυραννίδας]
και ο
οποίος (κατά το διάστημα που ήταν άρχοντας) αφιέρωσε το βωμό των δώδεκα
θεών στην αγορά και εκείνον του Απόλλωνα στο Πύθιο»
(Θουκυδίδης, 6.54.v-vi).
6.
Ο Κλεισθένης και το
μεταρρυθμιστικό του έργο
Οι
δομές του αθηναϊκού πολιτεύματος κατά την κλασική εποχή διαμορφώθηκαν
κατά κύριο λόγο με τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Κλεισθένη, στα
τέλη του 6ου αιώνα. Δυνάμωσε τις τάσεις της πολιτικής που είχε χαράξει ο
Σόλων στις αρχές του αιώνα και αξίζει να ονομαστεί ο θεμελιωτής της
Δημοκρατίας στην αρχαία Αθήνα.
Ηταν γιος του Αλκμεωνίδη Μεγακλή και της Αγαρί-στης και εγγονός του
τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε
στην εξορία, καθώς η οικογένειά του είχε εκδιωχθεί από την πόλη των
Αθηνών εξαιτίας της περίφημης υπόθεσης του
Κυλωνείου Αγους
(αποτυχημένη απόπειρα του
Κύλωνα να καταλάβει την εξουσία στην Αθήνα και δολοφονία του ιδίου και
οπαδών του στο ανατολικό άκρο του Αρείου Πάγου από τον Μεγακλή,
προπάππου του Κλεισθένη). Τα μέλη της επέστρεψαν στην Αθήνα μετά την
αμνηστεία που παρείχε ένας νόμος του Σόλωνος, αλλά εξορίσθηκαν και πάλι
ύστερα από την οριστική ανάληψη της εξουσίας από τον Πεισίστρατο. Οι
Αλκμεωνίδες επέστρεψαν στην πόλη των Αθηνών το 527 και ο Κλεισθένης
εξελέγη άρχων το 525/4. Η οικογένειά του κέρδισε την εύνοια του δελφικού
Απόλλωνα, καθώς βοήθησε γενναιόδωρα στην ανοικοδόμηση του ναού, ο οποίος
είχε καταστραφεί από πυρκαγιά. Η δολοφονία του Ιππάρχου, γιου του
Πεισιστράτου, το 514 και η σκληρή στάση που επέδειξε προς τους ευγενείς
ο Ιππίας ανάγκασαν και πάλι το γένος του Κλεισθένη να πάρει το δρόμο της
εξορίας. Κατόπιν άσκησης πιέσεων από το Μαντείο των Δελφών στη Σπάρτη
(ανταπόδοση για τη βοήθεια των Αλ-κμεωνιδών), οι Σπαρτιάτες και οι
Αλκμεωνίδες ένωσαν τις δυνάμεις τους και τελικά πέτυχαν την εκδίωξη του
Ιππία από την Αθήνα το 511/0. Οι εξόριστοι ευγενείς άρχισαν να κυβερνούν
υπεροπτικά, αναθεωρώντας παράλληλα τους παλαιότερους καταλόγους των
Αθηναίων πολιτών, οι οποίοι είχαν συγκροτηθεί από τον Σόλωνα και τον
Πεισίστρατο, σβήνοντας τα ονόματα πολλών. Σκοπός των ευγενών ήταν να
επιστρέψουν στα παλιά αριστοκρατικά ιδανικά. Ο Κλεισθένης διεκδίκησε με
τον αρχηγό των ευγενών, τον Ισαγόρα, την εξουσία. Οταν επικράτησε
τελικά ο Ισαγόρας και εξελέγη άρχων το 508/7, ο Κλεισθένης πρότεινε ένα
μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, προκειμένου να ξεπεράσει τον Ισαγόρα σε
δημοτικότητα και να αποδώσει εκ νέου στο λαό τα πολιτικά του δικαιώματα.
Ο Ισαγόρας στράφηκε στο βασιλιά Κλεομένη Α' της Σπάρτης, ο οποίος
χρησιμοποίησε την κατάρα των Αλκμεωνιδών για να εκδιώξει τον Κλεισθένη
και τους οπαδούς του από την Αθήνα. Ωστόσο, οι Αθηναίοι συνωμότησαν
εναντίον του Ισαγόρα, επιτρέποντας έτσι στον Κλεισθένη να επιστρέψει και
να εφαρμόσει τα μεταρρυθμιστικά του σχέδια. Δεν γνωρίζουμε κάτι άλλο για
τον Κλεισθένη. Προφανώς, πέθανε λίγο αργότερα.
Τα
μεταρρυθμιστικά σχέδια του Κλεισθένη, τα οποία χρονολογούνται στο 507,
προορίζονταν ίσως να εξασφαλίσουν και την επιρροή του (ή την
εξουδετέρωση της επιρροής των αντιπάλων του), θα είχαν μείνει όμως χωρίς
αποτέλεσμα αν ο λαός δεν τα είχε ανάγκη. Πυρήνας αυτών των
μεταρρυθμίσεων υπήρξε το ότι ο Κλεισθένης, κατά το πρότυπο των τυράννων,
διέλυσε τις παλαιότερες φυλετικές ενώσεις (τις τέσσερις ιωνικές φυλές),
οι οποίες είχαν αποστερηθεί κάθε πολιτικής σημασίας, και συγκρότησε
νέες μονάδες με τον ακόλουθο τρόπο: Η Αττική χωρίστηκε σε τρεις
περιφέρειες
(Αστυ, Παραλία
και
Μεσογαία).
Καθένα από αυτά τα τμήματα αποτελούνταν με τη σειρά του από δέκα
τμήματα (που ονομάζονταν
Τριττύες),
φτάνοντας στο συνολικό αριθμό
των τριάντα. Ο πληθυσμός μιας Τριττύος από κάθε γεωγραφική περιφέρεια
συνενωνόταν με τον πληθυσμό μιας Τριττύος από καθεμία από τις άλλες δύο
περιφέρειες, συναποτελώντας έτσι μία νέα
φυλή-
Επαναπροσδιορίστηκαν τα σύνορα μεταξύ των νέων πληθυσμιακών και
εδαφικών μονάδων, με πιθανό στόχο την εξάλειψη παλαιότερων
θρησκευτικών ή προσωπικών δεσμών ευπείθειας. Διαμορφώθηκαν, με τον
τρόπο αυτό, δέκα νέες φυλές, απαρτιζόμενες από άτομα που κατοικούσαν σε
όλα τα τμήματα της Αττικής, ενώ καθεμία από τις φυλές αυτές είχε πλέον
τις δικές της λατρείες και τους δικούς της ήρωες. Ο Κλεισθένης διατήρησε
τους
δήμους,
δηλαδή χωριά με την εδαφική τους επικράτεια, ως την αμέσως επόμενη (μετά
τις τριττύες) εδαφική και πληθυσμιακή μονάδα. Κάθε Τριττύα
συμπεριελάμβανε έναν ή περισσότερους από τους 139 Δήμους. Οι Δήμοι
αποτελούσαν σημαντική παράμετρο για την εφαρμογή των μέτρων του
Κλεισθένη, καθώς για να είναι κάποιος πολίτης μέλος μιας φυλής έπρεπε να
κατοικεί μόνιμα σε ένα Δήμο, ενώ παράλληλα στους Δήμους συγκροτούνταν
οι κατάλογοι των πολιτών, αποτελώντας έτσι τη βάση της Τοπικής
Αυτοδιοίκησης. Εκτοτε, και στο πλαίσιο της πολιτικής ισότητας των
Αθηναίων, το όνομα καθενός από αυτούς θα αποτελούνταν από το όνομα και
το
δημοτικό,
δηλαδή το επίθετο του δήμου
από τον οποίο καταγόταν.
Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι κάθε φυλή περιελάμβανε ένα
αρκετά διασταυρωμένο τμήμα του πληθυσμού και ήταν αδύνατο για τους
ευγενείς να ελέγχουν την κατάσταση. Είναι επίσης πιθανό ότι ο
Κλεισθένης προσπάθησε, πίσω από το προσωπείο της
ισότητος
και με το πρόσχημα ότι επιθυμούσε να διασπείρει το λαό, να κερδίσει
πλεονεκτήματα για την οικογένειά του και να υποβιβάσει άλλες ηγέτιδες
οικογένειες. Ανεξάρτητα από τα κίνητρα του Κλεισθένη, η συγκρότηση
αυτών των ενώσεων είχε ως τελικό αποτέλεσμα να σπάσει η επιρροή της
αριστοκρατίας στο λατρευτικό και πολιτικό επίπεδο, να υπονομευθούν οι
όποιες πελατειακές σχέσεις είχαν δημιουργηθεί και να
I
οργανωθεί εκ νέου ο αθηναϊκός
λαός. Η νέα οργάνωση κατέστη το θεμέλιο της δημόσιας ζωής: κάθε Αθηναίος
έπρεπε να ανήκει σε ένα Δήμο, καθώς και σε μία από τις ευρύτερες
μονάδες, στις οποίες έπρεπε να ανήκει ο Δήμος του. Κάθε μονάδα είχε τις
δικές της συνελεύσεις και τους αντίστοιχους αξιωματούχους. Η
πόλις
στο σύνολό της κατένειμε τα στρατιωτικά, διοικητικά και πολλά δημόσια
αξιώματα σύμφωνα με αυτές τις μονάδες. Η προαναφερθείσα οργάνωση
απαιτούσε και προήγαγε ένα μεγάλο βαθμό συμμετοχής από το μέσο πολίτη.
Ουσιαστικά, ο Κλεισθένης παρείχε στους Αθηναίους έναν πολιτικό
μηχανισμό σε τοπικό επίπεδο, η εφαρμογή του οποίου ήταν καθοριστική για
τη Δημοκρατία.
Στον Κλεισθένη αποδίδεται επίσης και η υιοθέτηση του
οστρακισμού,
του μέσου που θεωρητικά θα
απέκλειε την εκ νέου πιθανότητα εγκαθίδρυσης της τυραννίδος από
φιλόδοξους πολιτικούς. Κάθε χρόνο ο λαός συγκεντρωνόταν στην Αγορά,
έπειτα από απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου, και ψήφιζε εναντίον
οποιουδήποτε ατόμου θεωρούσε επικίνδυνο για το κράτος. Πιθανότατα, το
μέτρο αυτό στην πράξη στόχευε αρχικά στην επίλυση των διαφορών μεταξύ
του Ισαγόρα και του Κλεισθένη. Επίσης, κρίθηκε απαραίτητη η
ανασυγκρότηση της Βουλής, εξαιτίας της αναδιάρθρωσης των φυλών: τη
Βουλή των τετρακοσίων Αθηναίων (εκατό από καθεμία από τις αρχικές
τέσσερις φυλές) αντικατέστησε η Βουλή των Πεντακοσίων (πενήντα Αθηναίοι
από καθεμία από τις δέκα νέες φυλές), πιθανότατα με διευρυμένες
αρμοδιότητες, καθώς αποτελούσε το διαβουλευ-τικό και κυβερνητικό σώμα
του κράτους. Στη διοικητική της δικαιοδοσία ήταν υπεύθυνη για τις
οικονομικές και εξωτερικές υποθέσεις. Ο στρατός οργανώθηκε και αυτός με
βάση τις φυλές, ενώ σχηματίστηκε ένα σώμα από δέκα στρατηγούς, το οποίο
σταδιακά αναδείχτηκε το ισχυρότερο στην Αθήνα. Τέλος, έγινε ένα βήμα
προς την ενοποίηση των δημόσιων οικονομικών, με την ίδρυση ενός σώματος
από δέκα
αποδέκτας,
το
οποίο συγκέντρωνε όλα τα έσοδα, υπό την επίβλεψη της Βουλής των
Πεντακοσίων.
Ο
Κλεισθένης είχε προφανώς συνειδητοποιήσει ότι δεν επρόκειτο να επέλθει
ειρήνη και ομόνοια μεταξύ των συμπολιτών του, εάν δεν προέβαινε στη
ρηξικέλευθη κίνηση ανάμιξης των διαφορετικών πληθυσμιακών στοιχείων της
Αττικής. Τόσο η προηγούμενη αποτυχία του Σόλωνος (παρά τα μέτρα του) όσο
και η εμπειρία της τυραννίδος αποτελούσαν κίνητρα προς την κατεύθυνση
αυτή. Τα μέτρα που εισηγήθηκε βασίζονταν επίσης και στην προθυμία των
Αθηναίων για μία νέα αρχή. Αυτή είναι και η σημαντικότερη συμβολή του.
Παραδοσιακά αντίθετος προς την τυραννίδα, δημιούργησε μία πυραμίδα
εξουσίας, η οποία είχε στην κορυφή της (θεωρητικά, τουλάχιστον) το λαό
και όχι ένα μεμονωμένο άτομο. Η ενεργοποίηση του πολιτικού και
στρατιωτικού πνεύματος του λαού στους Δήμους, στη Βουλή των
Πεντακοσίων, στην Εκκλησία του Δήμου είχε καταπληκτικά αποτελέσματα. Οι
κοινοί πολίτες συμμετείχαν στη διοίκηση του κράτους, ενώ παράλληλα τους
δίνονταν ευκαιρίες να διακριθούν στην πολιτική και να αποκτήσουν
μόρφωση. Σημαντικότερη είναι, όμως, η επίτευξη της ηρεμίας στο κράτος, η
οποία βοήθησε την Αθήνα να αναδειχθεί σε πρωταγωνίστρια στον ελληνικό
κόσμο κατά τον 5ο αιώνα.
7.
Τύραννοι, βασιλείς και Περσία: Πολυκράτης και Αμύντας Α'
Για ένα μεγάλο διάστημα του 5ου αιώνα, οι Ελληνες τύραννοι των
μικρασιατικών πόλεων διατηρούσαν πολύ καλές σχέσεις με την Περσία. Ο
Ηρόδοτος (4.136-137) παραθέτει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των
σχέσεων: κατά την εκστρατεία του Δαρείου στη Σκυθία, στην προτελευταία
δεκαετία του 6ου αιώνα, αρκετοί τύραννοι ιωνικών πόλεων είχαν
επιστρατευθεί για να συνδράμουν τους Πέρσες. Στους τυράννους αυτούς
ανατέθηκε η φύλαξη της γέφυρας του Δούναβη, ενώ ο βασιλιάς Δαρείος
προήλαυνε με τα περσικά στρατεύματα ακόμη βορειότερα. Καθώς ο Δαρείος
δεν επέστρεψε έγκαιρα, οι Σκύθες τούς προτείνουν να εγκαταλείψουν τη
θέση τους και συνεπώς να εγκαταλείψουν τον Δαρείο στην τύχη του. Αλλά ο
τύραννος της Μιλήτου Ιστιαίος τονίζει στους υπόλοιπους ότι, αν σκοτωθεί
ο Δαρείος, το ίδιο θα συμβεί και στους ίδιους: η θέση τους εξαρτάται
από τις καλές σχέσεις τους με την περσική αυλή και τη δυνατότητά τους να
έχουν υπό τις διαταγές τους ανάλογες στρατιωτικές δυνάμεις. Ο τύραννος
της Μιλήτου σαφώς εννοούσε πως θα έπρεπε όλοι οι Ιωνες τύραννοι να
ευχαριστούν το Μέγα Βασιλέα, καθώς, αν δεν ήταν αυτός, δεν θα βρίσκονταν
στη θέση εξουσίας που κατείχαν στις πόλεις τους. Ωστόσο, ο όρος
τύραννος
εδώ μάλλον χρησιμοποιείται για να καταδείξει ότι κάποιοι από τους δώδεκα
Ιωνες που συμμετείχαν στη σκυθική εκστρατεία ήταν διοικητές του στόλου
που συνόδευε το Μέγα Βασιλέα και όχι
τύραννοι
με
την πολιτειακή έννοια του όρου. Από τις πόλεις που αναφέρει ο Ηρόδοτος,
η Μίλητος, η Χίος, η Σάμος, η Φώκαια και η Κύμη είχαν εμπειρία τυράννων
πριν από την υποταγή τους στους Πέρσες, επομένως δεν μπορούμε να
ισχυρισθούμε ότι η τυραννίδα καλλιεργήθηκε από την περσική πλευρά,
προκριμένου να ελέγξει καλύτερα τις ελληνικές πόλεις. Αντίθετα,
μάλιστα, η περίπτωση του Πολυκράτη της Σάμου είναι ενδεικτική της
περσικής τάσης να εξοντώνονται όσοι κρίνονταν επικίνδυνοι για τα
συμφέροντα της Περσίας: ο Πολυκράτης δολοφονήθηκε από τους άνδρες του
Πέρση σατράπη των Σάρδεων Οροίτη, γύρω στο 522.
Η
τυραννίδα του Πολυκράτη στη Σάμο εντάσσεται στο σχήμα που περιγράφει ο
Θουκυδίδης, όπου η εξουσία του τυράννου συνδέεται με μία ναυτική
ηγεμονία, την οποία στηρίζει ένας σημαντικός στόλος. Η θέση της Σάμου,
κοντά στην περσική ηπειρωτική χώρα, ήταν τέτοια που θα μπορούσε να
αναπτύξει μια ισχυρή ναυτική δύναμη μόνο σαν εξάρτηση της Περσίας ή σαν
ηγεσία της αντίστασης κατά της Περσίας. Ο Πολυκράτης διάλεξε το δεύτερο
ρόλο και, επομένως, η γοργή αύξηση της δύναμής του θα πρέπει να
οφείλεται στους πολέμους που αναγκάστηκε να διεξαγάγει κατά το
μεγαλύτερο μέρος της διακυβέρνησής του. Η Ρόδος και η Αίγυπτος έγιναν
σύμμαχοί του εναντίον των Περσών. Στο εσωτερικό ακολούθησε εχθρική
πολιτική απέναντι σε μια μερίδα της σαμιακής αριστοκρατίας. Αυτή,
ωστόσο, η μερίδα ήταν που ζήτησε τη βοήθεια της Σπάρτης για να απαλλαγεί
από τον τύραννο. Στην έκκληση αυτή πρέπει να έπαιξε ρόλο και η αλλαγή
της πολιτικής του τυράννου: ο Πολυκράτης από το 525 είχε συμμαχήσει με
τον Πέρση βασιλιά, Καμβύση, είτε γιατί είχαν ασκηθεί πιέσεις επάνω του
είτε γιατί συμπέρανε ότι ο Καμβύσης ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος για τους
Ελληνες. Εστειλε εκστρατευτικό σώμα, επικουρικό του περσικού στρατού,
στην Αίγυπτο, διαλύοντας έτσι τη συμμαχία μαζί της. Στο Σώμα αυτό είχε
συμπεριλάβει τους πιο επικίνδυνους πολιτικούς του αντιπάλους, τους
οποίους ήλπιζε με τον τρόπο αυτό να ξεφορτωθεί. Αυτοί, όμως,
λιποτάκτησαν, γύρισαν στη Σάμο, απέτυχαν στην προσπάθεια απόβασής τους
στο νησί, έπλευσαν στην Ελλάδα και ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης για
την ανατροπή του τυράννου. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι στην ιστορία της
Σάμου παρεμβάλλεται και ο εξωτερικός παράγοντας: ο περσικός κίνδυνος.
Λίγο αργότερα ξέσπασε μια εξέγερση εναντίον του Καμβύση. Κατά την
επιστροφή του στην Περσία από την Αίγυπτο, ο Πέρσης βασιλιάς πέθανε στις
αρχές του 522. Η σύγχυση που ακολούθησε το θάνατό του έδωσε την ευκαιρία
σε πολλούς να επωφεληθούν. Ανάμεσά τους και ο Οροίτης, Πέρσης σατράπης
της Λυδίας, ο οποίος αρνήθηκε την υποταγή του στον Δαρείο. Με αυτόν
σχετίζεται κι η δολοφονία του Πολυκράτη, δεν γνωρίζουμε όμως
λεπτομέρειες. Στη Σάμο, ο διάδοχος του Πολυκράτη, Μαιάνδριος, διατήρησε
την εξουσία, καθώς έκρινε πως η εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού
καθεστώτος θα ήταν επικίνδυνη για τη ζωή του. Τελικά ο αδελφός του
Πολυκράτη, Συλοσών, εξασφάλισε τη βοήθεια του Δαρείου και το νησί πέρασε
στα χέρια των Περσών το 517.
Η
προαναφερθείσα εκστρατεία στη Σκυθία, το 513/2, ήταν ασφαλώς ένα σημείο
καμπής στις ελληνο-περσικές σχέσεις. Σκοπός του Δαρείου Α' ήταν να
εξαλείψει τον κίνδυνο επιδρομών στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας του
από τις εισβολές των Σκυθών. Πέρα από το γεγονός ότι η εκστρατεία στο
σύνολό της ήταν αποτυχημένη, παρά τις τεράστιες προετοιμασίες, οι
Πέρσες εξασφάλισαν το απαραίτητο προγεφύρωμα στην ευρωπαϊκή ακτή,
κατέλαβαν τη Θράκη και φρόντισαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους
μέχρι τη θεσσαλία. Χαρακτηριστικό, από την άποψη αυτή, είναι το δεύτερο
παράδειγμα σχέσεων μεταξύ Περσίας και Ελλήνων ηγετών, το οποίο
συνδέεται με την παραχώρηση της περιοχής του Ανθεμούντα στον Ιππία από
τον Μακεδόνα βασιλέα Αμύντα Α'. Πρόκειται για μία περίπτωση η οποία
συνδυάζει την περσική παρουσία στην περιοχή της Θράκης με την πρότερη
ίδρυση του οικισμού της Ραικήλου από τον Πεισίστρατο, ενώ φωτίζει πτυχές
της πολιτικής του Μακεδόνα βασιλέα, ο οποίος ήταν υποτελής των Περσών
ήδη από το 512/11. Η έρευνα έχει ήδη ασχοληθεί με το θέμα, στο πλαίσιο
της περσικής παρουσίας στη Θράκη. Εφόσον η περσική επίνευση για την
όποια κίνηση του Μακεδόνα βασιλέα κρινόταν απαραίτητη, θα πρέπει να
τοποθετήσουμε την υπαγωγή της Μακεδονίας (ως υποτελούς περιοχής και όχι
ως τμήματος μιας σατραπείας) στο περσικό κράτος ήδη επί Αμύντα Α' και
όχι αργότερα, όπως έχει υποστηριχθεί από την πλειοψηφία των ερευνητών.
Προς την κατεύθυνση αυτή συγκλίνουν και οι επιγραφικές μαρτυρίες από
την πλευρά των Περσών. Σε ορισμένες από αυτές, χρονολογημένες περίπου
στα 513, αναγράφονται οι κτήσεις του Δαρείου «πέρα από τη θάλασσα» (ενν.
τον Ελλήσποντο), ενώ στις επιγραφές του 492 περίπου αναφέρονται οι λαοί
που είχαν περιέλθει στο καθεστώς του υπηκόου του Μεγάλου Βασιλέα,
κατοικούσαν σε αυτήν τη σατραπεία και κατονομάζονται ως
Saka paradraya
(Σάκες πέρα από τη θάλασσα),
Skudra
(πιθανότατα οι θράκες) και
Yauna takabara
(Ιωνες με καπέλο σαν ασπίδα).
Οι τελευταίοι ταυτίζονται με
τους Μακεδόνες και τα πλατύγυρα καλύμματα της κεφαλής τους.
Δεν θα πρέπει να υπήρχε περσική κατοχή με αυστηρούς όρους στη
Μακεδονία, αλλά υποτέλειά της με σχετικά ήπιους όρους, κάτι αρκετά
συνηθισμένο στις περιπτώσεις παραχώρησης «γης και ύδατος». Αλλωστε, ο
Αμύντας Α' προφανώς θα εκμεταλλεύθηκε τις ευνοϊκές για αυτόν
περιστάσεις: το βασίλειο γνώρισε μίαν εντυπωσιακή περίοδο ευμάρειας, αν
κρίνουμε από τον πλούτο των κτερισμάτων των νεκρών που απαντά στο
βασίλειο των Αργεαδών και την περιοχή της Ελίμειας στο δεύτερο μισό του
6ου αι., ευμάρεια η οποία σχετίζεται πιθανότατα με την περσική παρουσία
στην περιοχή.
Στο συμπέρασμα περί ήπιας μορφής υποτέλειας οδηγείται κάποιος αν λάβει
επίσης υπόψη του συγκεκριμένα στοιχεία: α) τις σχέσεις του Αμύντα αλλά
και του Αλεξάνδρου Α' με τον Πέρση Βουβάρη (ο τελευταίος έλαβε ως σύζυγο
τη Γυγαία, κόρη του βασιλιά της Μακεδονίας, σφραγίζοντας με τον τρόπο
αυτό την υποτέλεια - Ηρόδοτος 5.21, 8.136.1), β) την παραχώρηση στο γιο
τού Βουβάρη και της Γυγαίας, ο οποίος έφερε επίσης το όνομα
Αμύντας,
της πόλεως Αλάβαστρα στη Φρυγία από τον Ξέρξη, γύρω στο 480 γ) την
απουσία αποδείξεων σχετικά με μια εξέγερση των Μακεδόνων από τον
περσικό ζυγό, γεγονός που σίγουρα θα είχε επισημάνει ο Ηρόδοτος στην
προσπάθειά του να τονίσει τα φιλελληνικά αισθήματα και τη δράση του
Αλεξάνδρου Α' εναντίον των Περσών και δ) το γεγονός ότι ο Ξέρξης
αντέμειψε μεγαλόθυμα το διάδοχο του Αμύντα, Αλέξανδρο Α', παραχωρώντας
του την εξουσία στην περιοχή μεταξύ του Ολύμπου και του Αίμου
(Ιουστίνος, 7.4.1). Μάλλον η Μακεδονία κάλυπτε τους όρους της υποτέλειας
προς τον Δαρείο, με αντάλλαγμα τη δυναστική σταθερότητα και την περσική
στρατιωτική προστασία, επομένως δεν υπήρχε λόγος ξεσηκωμού της. Ισως η
παραπάνω ερμηνεία να εξηγεί και τη φράση του Ηροδότου ότι οι Μακεδόνες
συμπεριλήφθηκαν στους δούλους των Περσών, κατά τη διάρκεια της
εκστρατείας του Μαρδονίου (Ηρόδοτος 6.44.1): ο Ηρόδοτος ξεκάθαρα
δηλώνει ότι το περσικό Πεζικό κατέλαβε τη Μακεδονία. Εκτοτε, ο Αμύντας
Α' εμφανίζεται (ήδη από την αρχή της Ιωνικής Επανάστασης) να είναι
ύπαρχος
του Δαρείου, ένδειξη ίσως μιας πιο έντονης περσικής στρατιωτικής
παρουσίας στη Μακεδονία την οποία υπονοεί ο Ηρόδοτος (6.44, 7.108.1).
Τέλος, να θυμίσουμε εδώ ένα γεγονός, το οποίο αποτελεί μία από τις
σκοτεινές σελίδες της ιστορίας των Αθηνών: κατά τη διάρκεια των
εσωτερικών ερίδων στην Αθήνα περσική αυλή αφετέρου δεν ήταν δυνατόν να
συμ-μεταξύ Κλεισθένη και Ισαγόρα, ο τελευταίος απο- βιβασθούν με την
ελληνική αντίληψη περί ελευ-κλείσθηκε από τους αντιπάλους του Αθηναίους
θερίας. Ηταν, επομένως, λογική η αδυναμία αμοι-στην Ακρόπολη, μαζί με το
βασιλιά της Σπάρτης βαίας κατανόησης μεταξύ Ελλήνων και Περσών, η
Κλεομένη Α' και τους οπαδούς τους. Συνθηκολόγησαν και αποχώρησαν, ωστόσο
οι αντίπαλοι των Αθηναίων ήταν αρκετοί. Φοβούμενοι την τύχη της πόλης
τους, οι Αθηναίοι απέστειλαν απεσταλμένους στις Σάρδεις (το 507),
προκειμένου να υποταχθούν στο σατράπη της Λυδίας Αρταφέρνη, με
αντάλλαγμα τη συμμαχία και την προστασία τους από τους Πέρσες. Οι
απεσταλμένοι αποδέχθηκαν την πρόταση του Αρταφέρνη για παραχώρηση «γης
και ύδατος» στο Μέγα Βασιλέα, προκειμένου αυτός να τη βοηθήσει (Ηρόδοτος
5.73. Η όλη ιστορία στο 5.66-74). Ανεξάρτητα από το ότι η πόλη των
Αθηνών τελικά απαλλάχθηκε από τον Κλεομένη και καταδίκασε τη στάση των
απεσταλμένων της (αλλά και τους ίδιους) που είχαν αποδεχθεί τον όρο του
Αρταφέρνη, τυπικά (από την περσική σκοπιά) η πόλη ήταν υποτελής στους
Πέρσες. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί και την κατοπινή απαίτηση του
Αρταφέρνη να επιστρέψει ο έκπτωτος τύραννος Ιππίας στην πόλη των Αθηνών
(Ηρόδοτος 5.96-βλ. πρκ).
Διαπιστώνεται ότι σαφώς και υπήρχε μία ευνοϊκή αντιμετώπιση των
τυραννικών καθεστώτων ή των βασιλειών, όπου και να βρίσκονταν αυτά, από
την Περσία. Η απόλυτη μοναρχία αφενός και η ευνοιοκρατία στην
8.
Η Ιωνική Επανάσταση
Η
Περσία είχε, λοιπόν, καταστεί η κυρίαρχη δύναμη στη Μέση Ανατολή στα
μέσα του 6ου αιώνα και είχε εγκολπώσει στην αυτοκρατορία της τις
ελληνικές πόλεις της δυτικής μικρασιατικής ακτής. Η επανάσταση των ετών
500/499494 κατέχει στην αρχαία παράδοση τη θέση του πρελουδίου για την
επίθεση των Περσών εναντίον της Ελλάδας. Ο Ηρόδοτος (5.97) γράφει ότι ο
στόλος που έστειλαν οι Αθηναίοι σε βοήθεια του Αρισταγόρα της Μιλήτου
ήταν η αρχή των δεινών μεταξύ Ελλήνων και Περσών.
Στην ιστοριογραφία, η επανάσταση αυτή είτε έχει συνδεθεί με την έναρξη
της αποτίναξης που περσικού ζυγού από τις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας
και έχει χαρακτηρισθεί ως «εθνική» αντίσταση των Ελλήνων είτε έχει
αντιμετωπιστεί πιο μετρημένα, ως μία κίνηση που δεν συνδεόταν με μία
πανελλήνια κινητοποίηση, πολλώ δε μάλλον στερείτο «εθνικής» συνείδησης.
Διασώζεται μία μόνο ουσιαστική περιγραφή της, στις σελίδες του Ηροδότου
(5.28-6.32). Ο Ηρόδοτος διακηρύσσει στον πρόλογό του ότι το έργο του
αφορά στις σπουδαίες και θαυμαστές πράξεις των Ελλήνων και των βαρβάρων
και ιδιαίτερα στους λόγους για τους οποίους πολέμησαν μεταξύ τους. Η
αποκαλούμενη Ιωνική Επανάσταση αποτελεί, όπως είπαμε, για τον Ηρόδοτο
ένα σημαντικό προκαταρκτικό στάδιο των Περσικών Πολέμων. Ωστόσο, η
Ιωνική Επανάσταση αποτελεί επίσης ένα παράδειγμα προς αποφυγή, όσον
αφορά στις πολεμικές επιχειρήσεις. Η περιγραφή του Ηροδότου επισημαίνει
τη διχόνοια των Ιώνων σε αντίθεση προς την (πολύ περιορισμένη στην
πραγματικότητα) ενότητα των Ελλήνων. Ο Ηρόδοτος θεωρεί, αναμφίβολα
σωστά, την ικανότητα κάποιων ελληνικών πόλεων να παραμερίσουν τις
μεταξύ τους έχθρες και να συντονίσουν τις προσπάθειές τους ενάντια στους
Πέρσες ως πρωταρχικής σημασίας για την επιτυχία των Ελλήνων εναντίον των
Περσών εισβολέων. Για το λόγο αυτό, πολλοί μελετητές θεώρησαν την
περιγραφή του για την εξέγερση των ιωνικών πόλεων μεροληπτική, καθώς
δίνει έμφαση σε προσωπικά κίνητρα σχετικά με την έναρξη της εξέγερσης
και στην απροθυμία των Ιώνων να διατηρήσουν την πειθαρχία που απαιτείτο
για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος.
Τα
αίτια του ξεσηκωμού, μολονότι δεν μπορούν να ανιχνευθούν στη μοναδική
πηγή που διαθέτουμε για την επανάσταση, τον Ηρόδοτο, θα πρέπει ωστόσο
να αναζητηθούν στην περσική πολιτική απέναντι στους υποταγμένους Ιωνες
κατοίκους της Μικράς Ασίας. Οπως προαναφέρθηκε, οι Πέρσες στήριζαν
Ελληνες τυράννους στις ελληνικές πόλεις της περιοχής, τους οποίους
εμπιστεύονταν πλήρως. Σε αντάλλαγμα, οι Ελληνες τύραννοι επέβαλαν τις
περσικές επιταγές, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των βασικών αγαθών των
ελληνικών πόλεων-κρατών, δηλαδή της ελευθερίας και της αυτονομίας τους.
Ωστόσο, η θέση ενός κυβερνήτη-ανδρείκελου δεν είναι ευχάριστη. Αν στα
παραπάνω προστεθεί και η δραματική μείωση των εσόδων από τις επιπτώσεις
της περσικής κατάκτησης της Μικράς Ασίας (αλλά των Στενών του
Ελλησπόντου, μετά τη σκυθική εκστρατεία του Δαρείου Α') στις εμπορικές
δραστηριότητες των Ιώνων -χαρακτηριστική είναι η απώλεια της ζωτικής
για τη Μίλητο αγοράς του Ευξείνου Πόντου-, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι οι
ελληνικές πόλεις της Ιωνίας ήταν ένα καζάνι που έβραζε.
Από τις αρχές του 5ου αιώνα, η κατάσταση στον κόσμο του Αιγαίου άλλαξε.
Η επεκτατική τάση της Περσικής Αυτοκρατορίας γίνεται περαιτέρω αισθητή
στους Ελληνες. Αν δεχθούμε τα όσα γράφει ο Ηρόδοτος, ο τύραννος της
Μιλήτου Αρισταγό-ρας (ο οποίος ήταν τύραννος της Μιλήτου όταν αυτή
βρισκόταν υπό περσική κυριαρχία, καθώς ο πεθερός του Ιστιαίος βρισκόταν
στα Σούσα θεωρητικά ως σύμβουλος και πρακτικά ως αιχμάλωτος του Μεγάλου
Βασιλέως), έπεισε τον Πέρση σατράπη των Σάρδεων Αρταφέρνη -αδελφό του
Δαρείου Α'- να στραφεί εναντίον της Νάξου. Ανεξάρτητα από τα αίτια της
συμπεριφοράς και της πρότασης του Αρισταγόρα για την εκστρατεία εναντίον
της Νάξου, ο Αρταφέρνης διέταξε όλες τις ιωνικές πόλεις να συνδράμουν
στρατιωτικά στην επιχείρηση. Το όλο εγχείρημα προφανώς θα είχε τη
σύμφωνη γνώμη του Δαρείου. Ωστόσο, παρά τις προετοιμασίες και το ισχυρό
περσικό εκστρατευτικό σώμα, η προσπάθεια κατάληψης της Νάξου απέτυχε.
Τόσο ο Αρταφέρνης όσο και ο Αρισταγόρας πρέπει να περιέπεσαν σε
δυσμένεια. Τότε, για λόγους που παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστοι, ο
Αρισταγόρας μετέβαλε την πολιτική του και παρότρυνε τις ελληνικές πόλεις
της Ιωνίας σε επανάσταση εναντίον του Δαρείου. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο
(5.37.2), το 499 ο Αρισταγόρας
«πρώτα
κατήργησε θεωρητικά την τυραννίδα και παρείχε ισονομία στη Μίλητο, έτσι
ώστε οι Μιλήσιοι να επαναστατήσουν μαζί του με τη θέλησή τους, και
κατόπιν έκανε το ίδιο και στην υπόλοιπη Ιωνία».
Η
εξέγερση εξαπλώθηκε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ένδειξη που μας
επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η δυσαρέσκεια εναντίον των Περσών ήταν
έντονη: οι διορισμένοι από τους Πέρσες κυβερνήτες των άλλων ιωνικών
πόλεων εκδιώχθηκαν και στη θέση τους τοποθετήθηκαν εκλεγμένοι στρατηγοί
- οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν θα αργούσαν. Οι πόλεις αυτές αναφέρονται
από τον Ηρόδοτο (5.38) και είναι η Κύμη, τα Μύλασα, τα Τερμέρα και τα
νησιά της Χίου, της Λέσβου και της Σάμου.
Η
έλλειψη συντονισμού ήταν μία από τις βασικές αδυναμίες των επαναστατών,
ενώ και η διοίκηση χώλαινε. Ο λογογράφος Εκαταίος λέγεται ότι
συμβούλευσε τους Ιωνες να μην προχωρήσουν στα σχέδιά τους, καθώς γνώριζε
-ίσως λόγω των ταξιδιών του- τις τεράστιες δυνατότητες της Περσικής
Αυτοκρατορίας, αλλά η πρότασή του δεν εισακούστηκε (5.36). Κρίθηκε
σκόπιμη η αναζήτηση βοήθειας από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Ο Αρισταγόρας
την επισκέφθηκε, ίσως το χειμώνα του 499/8, αλλά οι εκκλήσεις του δεν
καρποφόρησαν όσο θα επιθυμούσαν οι Ιωνες της Μικράς Ασίας: η Σπάρτη
αρνήθηκε κάθε βοήθεια και μόνον η Αθήνα και η Ερέτρια έστειλαν ένα
στόλο από 20 αθηναϊκά και 5 ερετριακά πλοία. Ο φόβος επανόδου του Ιππία
στην Αθήνα με τη βοήθεια των Περσών -του Αρταφέρνη, ειδικότερα- έκανε
τους Αθηναίους να συνδράμουν τη Μίλητο (5.96). Από την άλλη, ο Ηρόδοτος
και πάλι μας εξηγεί για ποιον λόγο οι Ερετριείς συντάχθηκαν με την Αθήνα
και προσέφεραν υποστήριξη στους Ιωνες της Μικράς Ασίας:
«Δεν
εκστράτευσαν μαζί τους εξαιτίας της καλής θέλησης προς τους Αθηναίους,
αλλά μάλλον για να ξεπληρώσουν ένα παλιό χρέος απέναντι στους Μιλήσιους,
γιατί οι Μιλήσιοι είχαν στο παρελθόν συμμαχήσει με τους Ερετριείς στον
πόλεμο εναντίον των Χαλκιδέων, οι οποίοι από τη μεριά τους είχαν τη
συμπαράσταση της Σάμου»
(εναντίον της Ερέτριας και
της Μιλήτου) (5.99).
Οι
επαναστάτες αιφνιδίασαν τους Πέρσες κινούμενοι προς τις Σάρδεις, τις
οποίες και πυρπόλησαν. Η εν λόγω επίθεση ήταν άσκοπα προκλητική, εκτός
και αν εντασσόταν σε μία ολόθυμη προσπάθεια να πείσουν τους Πέρσες να
εγκαταλείψουν ολόκληρη την περιοχή. Μια παρόμοια απόπειρα δεν θα ήταν
απαραίτητα απερίσκεπτη. Ο Δαρείος δεν είχε μία εύκολη βασιλεία: Μια
επιγραφή από το
Bisitun
(Μπεχιστούν), στην οποία αναγράφεται ο αριθμός των ανταπαιτη-τών της
εξουσίας που είχε συντρίψει ο Δαρείος, καταδεικνύει πόσο σύνηθες
φαινόμενο ήταν οι εξεγέρσεις στην Περσική Αυτοκρατορία. Ωστόσο, η
περσική φρουρά της πόλεως είχε καταφύγει στην ακρόπολή της, αναμένοντας
τις ενισχύσεις της. Η αντίστασή της είχε αντίστοιχο αποτέλεσμα με εκείνο
της περίπτωσης του Πακτύη. Οι Ελληνες πληροφορήθηκαν ότι οι περσικές
ενισχύσεις πλησίαζαν και υποχώρησαν προς τις ακτές. Οι Αθηναίοι
αναχώρησαν βιαστικά από τη Μικρά Ασία, αφήνοντας τους Ιωνες αδελφούς
τους στη μοίρα τους. Στο μεταξύ, ο ιωνικός στόλος είχε συμπαρασύρει το
Βυζάντιο και άλλες επιθαλάσσιες πόλεις (μερικές της Καρίας και της
Κύπρου) στο πλευρό των επαναστατών. Σύντομα, οι Πέρσες ανέκτησαν τον
έλεγχο των περιοχών που είχαν αποσκιρτήσει. Αρχικά την Κύπρο, στη
συνέχεια τις ελληνικές πόλεις στα Στενά, ενώ η Κύμη και οι Κλαζομενές
δεν άργησαν να περιέλθουν και πάλι υπό περσική κυριαρχία. Ο Αρισταγόρας,
μπροστά στην κατάρρευση της εξέγερσης (493 π.Χ.) που είχε ο ίδιος
υποκινήσει, προτίμησε να φύγει μαζί με τους τελευταίους οπαδούς του στη
θρακική πόλη της Μυρκίνου, κοντά στον ποταμό Στρυμόνα. Η προσπάθειά του
για ίδρυση αποικίας στους πρόποδες του Παγγαίου κατέληξε στην
ολοκληρωτική καταστροφή και το θάνατο όλων των συμμετεχόντων στο
εγχείρημα, από τα χέρια των θρακών (5.124-126). Ο πεθερός του, ο
Ιστιαίος, εστάλη από τον Δαρείο στη Μίλητο ως διπλωματικός απεσταλμένος
του βασιλέως. Αυτός, ωστόσο, τάχθηκε με το μέρος των επαναστατών. Οι
Μιλήσιοι δεν του επέτρεψαν καν να μπει στην πόλη τους, με αποτέλεσμα
αυτός να δράσει ανεξάρτητα ως πειρατής και να βρει το θάνατο όταν έπεσε
στα χέρια των Περσών (το 493).
Η
κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται τραγική για τους Ιωνες. Η αντίσταση
φαινόταν μάταιη απέναντι στις περσικές επιθέσεις. Ωστόσο, μέσα σε αυτές
τις συνθήκες, υπεβλήθη μία πρόταση για μία πολιτική ένωση των Ιώνων. Ο
Ηρόδοτος σημειώνει σχετικά:
«Οι
Ιωνες
είχαν συντριβεί, αλλά συνέχισαν να συγκεντρώνονται στο Πανιώνιο. Νομίζω
ότι ο Βίας από την Πριήνη υπέβαλε την πρόταση που θα ήταν πολύ χρήσιμη
στους Ιωνες και που, αν την είχαν δεχθεί, θα είχαν τη δυνατότητα να
γίνουν οι πιο ευτυχείς απ όλους τους Ελληνες. Αυτός συμβούλευσε τους
Ιωνες να αναχωρήσουν με στόλο μικτό, να πλεύσουν στη Σαρδηνία και έπειτα
να ιδρύσουν μια μόνη πόλη για όλους τους Ιωνες- αν το έκαναν, θα
γλίτωναν τη σκλαβιά και θα ευημερούσαν- θα ήταν οι κάτοικοι του πιο
μεγάλου απ όλα τα νησιά και θα εξουσίαζαν τους άλλους. Αλλά αν
παρέμεναν, είπε, στην Ιωνία, δεν μπορούσε να διακρίνει με ποιον τρόπο θα
παρέμεναν ελεύθεροι. Η πρόταση αυτή του Βία έγινε όταν οι Ιωνες
βρίσκονταν σε μια διαδικασία εξόντωσης. Μια χρήσιμη πρόταση έγινε, πριν
από την καταστροφή της Ιωνίας, από τον Θαλή τον Μιλήσιο που καταγόταν
από τη Φοινίκη. Αυτός συμβούλευσε τους Ιωνες να συστήσουν ένα μόνο
βουλευτήριο και να το εγκαταστήσουν στην Τέω, που βρίσκεται στο κέντρο
της Ιωνίας: οι άλλες πόλεις να συνεχίσουν να κατοικούνται, αλλά να μην
έχουν κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα, σαν να ήταν δήμοι μιας πόλης»
(1.170).
Αν
και δεν υιοθετήθηκε το σχέδιο του Θαλή, οι γιορτές στο Πανιώνιο παρείχαν
όντως μία ευκαιρία να συζητηθεί η πολιτική που θα ακολουθείτο σε μία
μεγάλη κρίση. Περισσότερα παραδείγματα συνόδων υπάρχουν κατά τη
διάρκεια της τελευταίας φάσης της Ιωνικής Επανάστασης:
«Οι
Πέρσες
εκστράτευαν εναντίον της Μιλήτου και της υπόλοιπης Ιωνίας. Οι Ιωνες,
μόλις το έμαθαν, διόρισαν αντιπροσώπους [πρόβουλοι] και τους έστειλαν
στο Πανιώνιο. Οταν αυτοί έφτασαν εκεί και άρχισαν τις συνομιλίες,
αποφάσισαν να μη συγκεντρώσουν Πεζικό για να αντιπαρατεθούν στους
Πέρσες-οι Μιλήσιοι θα υπεράσπιζαν τα τείχη τους μόνοι τους και
[οι
υπόλοιποι]
θα
επάνδρωναν το στόλο, χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο πλοίο, και, αφού το
έκαναν, θα συγκεντρώνονταν ευθύς αμέσως στη Λάδη, ένα μικρό νησί
απέναντι από τη Μίλητο, και θα έδιναν ναυμαχία για τη σωτηρία της
Μιλήτου»
(Ηρόδοτος, 6.7).
Η
Ναυμαχία της Λάδης (495) επέφερε το αποφασιστικό χτύπημα στους Ιωνες: η
έλλειψη εμπιστοσύνης, οι πολιτικές διχόνοιες και η προδοσία ήταν
εκείνες οι παράμετροι που καθόρισαν το αποτέλεσμά της. Λίγο αργότερα, η
Μίλητος εκπο-λιορκήθηκε και αφέθηκε στο έλεος των νικητών Περσών
(Ηρόδοτος 6.18-20). Οι κάτοικοι της πόλεως αναγκάστηκαν σε εκπατρισμό
και μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Περσικού Κόλπου.
Οι
Πέρσες εφάρμοσαν νέα τακτική διακυβέρνησης της Ιωνίας, επανεκτιμώντας
τους φόρους -τους οποίους δεν αύξησαν- και στηρίζοντας τις λαϊκές
δυνάμεις και όχι τους τυράννους. Οι σατράπες επανήλθαν στις θέσεις τους
και φρόντισαν για την επιβολή και εφαρμογή ενός δίκαιου συστήματος
απονομής της δικαιοσύνης. Στη δεκαετία του 490, ο Πέρσης σατράπης
Αρταφέρνης αγανάκτησε τόσο με το γεγονός ότι οι Ελληνες της Ιωνίας
ασταμάτητα επέδραμαν στο παρελθόν οι μεν στο έδαφος των δε, ώστε τους
επέβαλε να δεχθούν διαιτησία και επέμενε να καθοριστούν όρια, τα οποία
κάθε πόλη όφειλε να σέβεται (Ηρόδοτος 6.42).
Οι
Πέρσες ενίσχυσαν τη θέση τους στη Θράκη, στην ευρωπαϊκή πλευρά του
Ελλησπόντου. Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσεται και η εκστρατεία του Μαρδονίου
στις περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας το 492. Το εκστρατευτικό
σώμα (πλοία και Πεζικό) που διοικούσε ξεκίνησε από την Κιλικία. Στη
διάρκεια της εκστρατείας, οι χερσαίες δυνάμεις δέχθηκαν στη Θράκη την
επίθεση ντόπιων φυλών και υπέστησαν σημαντικές απώλειες, ενώ ο στόλος
καταστράφηκε έξω από τη χερσόνησο του Αθω, λόγω τρικυμίας. Παρ' όλα
αυτά, ο αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας, δηλαδή η εκ νέου υπαγωγή
της Θράκης και της Μακεδονίας στην περσική κατοχή, είχε επιτευχθεί
(Ηρόδοτος 6.44). Η άποψη ότι αυτή, η λεγόμενη «πρώτη περσική
εκστρατεία», θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία προσπάθεια υποταγής της
Αθήνας, της Ερέτριας και άλλων ελληνικών πόλεων, όπως έχει υποστηριχθεί
στο παρελθόν, είναι στενά συνδεδεμένη με τις μεταγενέστερες συγκρούσεις
στον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα και αποκύημα της ελληνικής παράδοσης μετά
τους Περσικούς Πολέμους.
9.
Η εκστρατεία του 490 π.Χ.
Είδαμε πιο πάνω ότι οι Αθηναίοι, δεδομένου ότι ανέκαθεν είχαν λόγους να
ενδιαφέρονται για την Ιωνία (για λόγους που σχετίζονταν με το μυθικό
τους παρελθόν), αποφάσισαν να ανταποκριθούν στην έκκληση του Αρισταγόρα,
στέλνοντας είκοσι πλοία και ένα εκστρατευτικό σώμα εναντίον των Περσών.
Ο ρόλος των Αθηναίων στην όλη ιστορία ήταν ασήμαντος, ωστόσο η συμμετοχή
τους στην επανάσταση είχε τελικά ολέθριες συνέπειες για την πόλη τους.
Η
πολιτική του Δαρείου προς τους Ελληνες εμφανίζει κατά την αποφασιστική
δεκαετία 500-490 π.Χ. όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που είναι τυπικά και
για τη μεταγενέστερη περσική συμπεριφορά. Συνάπτοντας στενές προσωπικές
σχέσεις με τμήμα της ελληνικής αριστοκρατίας, οι Πέρσες επιζητούσαν να
προετοιμάσουν το έδαφος για τη βαθμιαία πολιτική διείσδυσή τους στην
Ελλάδα. Επιπλέον, επέδειξαν ιδιαίτερο σεβασμό για το δελφικό μαντείο και
το ιερατείο του. Η επέμβαση των Αθηναίων έδειξε ότι η κυριαρχία του θα
εξασφαλιζόταν μόνον εάν κυρίευε και τη μητροπολιτική Ελλάδα.
Για το λόγο αυτό, οργανώθηκε μία θαλάσσια εκστρατεία το καλοκαίρι του
490 π.Χ.. Επικεφαλής της τέθηκε ο Δάτις, πεπειραμένος Μήδος
αξιωματούχος, ενώ ο διοικητής του στόλου ήταν ο γνωστός μας από
παλιότερα Αρταφέρνης. Στόχος της εκστρατείας ήταν δύο ελληνικές πόλεις
της Ερέτριας και των Αθηνών, οι οποίες έπρεπε να τιμωρηθούν για τη
συμμετοχή τους στην Ιωνική Επανάσταση. Ο αριθμός των πολεμικών πλοίων
που παραδίδεται είναι 600 τριήρεις, αριθμός μάλλον εξωπραγματικός, ενώ
τα στρατεύματα που μεταφέρθηκαν με τα πλοία υπολογίζονται σε 20.000
άνδρες περίπου. Στην πορεία τους διαμέσου του Αιγαίου, οι Πέρσες
υποδούλωσαν τα περισσότερα ελληνικά νησιά των Κυκλάδων. Ειδικά η Νάξος
τιμωρήθηκε για την αναίδεια που είχε επιδείξει το 500 π.Χ. προς το Μέγα
Βασιλέα και την αποτυχημένη εκστρατεία του Αρταφέρνη και του
Αρισταγόρα. Ωστόσο, ο Δάτις προσέφερε στον Δήλιο Απόλλωνα θυσία, κίνηση
που απευθυνόταν μάλλον στην ελληνική κοινή γνώμη. Μετά την απόβαση στην
Εύβοια, οι πέρσες πολιόρκησαν την πόλη της Ερέτριας για επτά ημέρες.
τελικά, η πόλη κατελήφθη κατόπιν προδοσίας και όσοι από τους κατοίκους
της επιβίωσαν μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στο εσωτερικό της περσίας, στη
Σουσιανή, μία περσική πρακτική που είχαμε δει και στους μιλησίους
επιζήσαντες.
Στην αθήνα η κατάσταση ήταν δραματική. με την κατάληψη της Εύβοιας, ο
εχθρός απειλούσε την ανατολική πλευρά της αττικής. ανάμεσα στους άνδρες
που είχαν επιρροή τότε στην αθήνα ήταν και ο μιλτιάδης, ο οποίος το 490
κατείχε το αξίωμα ενός από τους δέκα στρατηγούς. πήρε την πρωτοβουλία
να ζητήσει τη βοήθεια των Σπαρτιατών, ώστε να αντιμετωπισθεί από κοινού
ο μεγάλος κίνδυνος. Στο μεταξύ, οι πέρσες -ακολουθώντας τη συμβουλή του
εξόριστου αθηναίου τυράννου Ιππία, γιου του πεισίστρατου- αποβιβάστηκαν
στην πεδιάδα του μαραθώνα. Η επιλογή δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία,
αφενός γιατί οι μικροκαλλιεργητές της περιοχής ήταν ανέκαθεν πιστοί
στους πεισιστρατίδες και αφετέρου επειδή το περσικό ιππικό θα είχε τη
δυνατότητα ανάπτυξης στον πεδινό χώρο της περιοχής.
Οι
αθηναίοι, παρά την έκκληση προς τους Σπαρτιάτες, αντιμετώπισαν την
περσική εισβολή μόνο με τη βοήθεια των γειτόνων τους πλαταιέων και οι
συνολικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 10.000 άνδρες, σαφώς υποδεέστερες
εκείνων του εχθρού. μολονότι η αθήνα προστατευόταν από οχυρωματικά
έργα, αποφασίστηκε - κατόπιν σχετικής πρότασης του Μιλτιάδη στην
Εκκλησία του Δήμου - να διεξαχθεί μάχη σε ανοιχτό χώρο. Ο Ηρόδοτος μας
πληροφορεί:
«Οταν οι
Αθηναίοι πληροφορήθηκαν το γεγονός
[της
περσικής απόβασης στον μαραθώνα το 490],
βάδισαν οι
ίδιοι στον Μαραθώνα για να αμυνθούν. Τους οδηγούσαν οι δέκα στρατηγοί,
ένας από τους οποίους ήταν ο Μιλτιάδης
(...) Θ
Ηρόδοτος πιστεύει ότι οι στρατηγοί διαφώνησαν μεταξύ τους στον μαραθώνα.
Διχάστηκαν
οι γνώμες των Αθηναίων, καθώς κάποιοι σκέπτονταν ότι δεν θα έπρεπε να
δώσουν μάχη (γιατί ήταν λίγοι σε αριθμό για να συγκρουστούν σε μάχη με
τον περσικό στρατό), άλλοι πάλι -ανάμεσά τους και ο Μιλτιάδης- πίστευαν
ότι θα έπρεπε. Επειδή λοιπόν οι απόψεις είχαν διχαστεί και η κατάσταση
έδειχνε ότι θα επικρατούσε η χειρότερη άποψη, ο Μιλτιάδης παρουσιάστηκε
στον Καλλίμαχο
από τις Αφίδνες
[αθηναϊκός
δήμος],
ο οποίος
είχε οριστεί με κλήρωση πολέμαρχος των Αθηναίων και είχε το δικαίωμα
ενδέκατης ψήφου (στο παρελθόν οι Αθηναίοι έδιναν στον πολέμαρχο
ενδέκατη ψήφο, ισοδύναμη αυτής των στρατηγών) και του μίλησε (...) Με
τα λόγια αυτά, ο Μιλτιάδης κέρδισε την υποστήριξη του Καλλίμαχου· και
με την προσθήκη της γνώμης του πολέμαρχου η απόφαση να πάνε σε μάχη
επικυρώθηκε»
(Ηρόδοτος, 6.103.i,
109.i-ii,
110).
Οι
ελληνικές δυνάμεις στρατοπέδευσαν στις
ΒΑ
πλαγιές της πεντέλης (τοποθεσία Αγριελίκι) και περίμεναν υπομονετικά,
ενώ ο αντίπαλος προχωρούσε σε επιδεικτικές κινήσεις τακτικής και
ακροβολισμού. Θ μιλτιάδης έπεισε τον Καλλίμαχο να αποδεχθεί την
πρόκληση των περσών. Δυστυχώς, οι πληροφορίες μας για τη μάχη αυτή
καθαυτή δεν είναι εξακριβωμένες. Ωστόσο, θα πρέπει να θεωρηθεί ως βέβαιο
ότι ήταν μία μάχη εκ παρατάξεως. Η φάλαγγα των αθηναίων οπλιτών ξεκίνησε
να βαδίζει εναντίον των περσών και, στα τελευταία μέτρα της απόστασης
που διαχώριζε τα αντίπαλα στρατεύματα, άρχισε να τρέχει, προκειμένου να
αποφύγει τον κίνδυνο από τους πέρσες τοξότες. Στη διάρκεια της μάχης ο
κεντρικός τομέας της αθηναϊκής φάλαγγας δέχθηκε την αφόρητη πίεση των
επίλεκτων περσικών δυνάμεων και υποχώρησε, ενώ οι ελληνικές δυνάμεις
που ήταν στο πλάι κατανίκησαν τον εχθρό, στράφηκαν προς το μέσον και
χτύπησαν τα νώτα του κέντρου του. παρά την ήττα τους, οι πέρσες
κατόρθωσαν να επιβιβαστούν στο μέγιστο τμήμα τους στα πλοία. Θ Ηρόδοτος
κάνει λόγο για περισσότερους από 6.000 νεκρούς, ενώ η έγκαιρη επιστροφή
των αθηναίων στην πόλη τους απέτρεψε την περσική επίθεση εναντίον των
Αθηνών.
H
μάχη του μαραθώνα δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για τον αγώνα μεταξύ
Ελλήνων και περσών, ωστόσο θεωρείται γενικά ότι ήταν μία νίκη των
ελληνικών (αθηναϊκών) δυνάμεων, η οποία κατέδειξε και την ανωτερότητα
της τακτικής της φάλαγγας. Κατά τη συχνά μνημονευόμενη άποψη του
J.S.
Mill,
σε μία κριτική του σπουδαίου έργου του
George Grote
«Α
History of
Greece»
(γραμμένο το 19ο αιώνα), η
μάχη του μαραθώνα ήταν για την αγγλική ιστορία γεγονός πιο σημαντικό από
τη μάχη του
Hastings.
Το επιχείρημα που επιστρατεύεται υπέρ της άποψης αυτής είναι ότι, αν
είχαν νικήσει οι πέρσες, η Ελλάδα θα αποτελούσε τμήμα μιας ανατολικής
αυτοκρατορίας και δεν θα επακολουθούσε καμιά από τις πνευματικές και
πολιτισμικές εξελίξεις του 5ου αιώνα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
H.
Bengtson,
Ιστορία
της Αρχαίας Ελλάδας (μετάφραση Α Γαβρίλης), εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1979.
P.
Cartledge,
Οι
Ελληνες. Εικόνες του Εαυτού και των Αλλων (μτφ. Π.
Μπουρλάκης),
εκδ.
Αλεξάνδρεια,
Αθήνα
2002).
E. Hall,
Inventing the Barbarian. Greek Self-definition through Tragedy, Oxford
University Press, Oxford
1989.
N.G.L. Hammond,
A History of Macedonia,
I, Oxford University Press, Oxford
1972.
T. Harrison
(επιμ),
Greeks and Barbarians, Edinburgh University Press, Edinburgh
2002.
R.
Kapuscinski,
Ταξίδια με
τον Ηρόδοτο (ελλ. μτφρ. Ζ. Μαυροειδή), εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2005.
Κ.
Μπουραζέλης-Κ. Μειδάνη
(επιμ.),
ΜΑΡΑΘΩΝ. Η Μάχη και ο Αρχαίος Δήμος, εκδ. Καρδαμίτσα,
Αθήνα
2010.
M.J. Olbrycht,
Macedonia and Persia»,
στο
J. Roisman and I. Worthington
(εκδ.),
Α
Companion to Ancient Macedonia, Wiley-Blackwell
2010, 342-369.
R.
Osborne,
Αρχαία
Ελληνική Ιστορία (μτφρ. Μ.
Καστανά-Γ.
Τσολάκης),
University Studio Press,
Θεσσαλονίκη
2011.
G. Walser,
Hellas und Iran, Wissenschaftliche Buchgesellschaft, Darmstadt
1984.
M. Zahrnt,
«Die Entwicklung des makedonischen Reiches bis zu den Persenkriegen»,
Chiron
14 (1984), 325-368.
M. Zahrnt,
«Die Perser in Thrakien»,
στο Αρχαία
Θράκη.
Πρακτικά 2ου Διεθνούς Συμποσίου Θρακικών Σπουδών, τ. 1, Κομοτηνή 1997,
91-100.
ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ
Υποψήφιος
δρ Αρχαίας Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού πανεπιστημίου Αθηνών
Η
ΕΛΛΑΔΑ ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟ -Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ
Η
νέα εκστρατεία και οι στρατηγικές επιλογές των Περσών. Η τεράστια
αριθμητική τους δύναμη. Η ηρωική αντίσταση των 300 του Λεωνίδα και των
700 Θεσπιέων στις Θερμοπύλες. Η Ναυμαχία στο Αρτεμίσιο και η τακτική
υποχώρηση του ελληνικού στόλου.
Η
Περσική Αυτοκρατορία επιστρέφει στην Ελλάδα
Η
μάχη του μαραθώνα αποτέλεσε όχι το τέλος, αλλά τον ευοίωνο πρόλογο μιας
σειράς ελληνο-περσικών συγκρούσεων, εγκαινιάζοντας τους λεγόμενους
περσικούς πολέμους.
Η
ήττα του περσικού εκστρατευτικού σώματος το 490 π.Χ. δεν είχε σε καμία
περίπτωση τερματίσει την περσική απειλή. Εξετάζοντας τα πράγματα με την
ψυχρή λογική, το συγκεκριμένο εκστρατευτικό σώμα αποτελούσε κλάσμα των
τεράστιων δυνατοτήτων της περσικής στρατιωτικής μηχανής, της οποίας οι
δυνατότητες παρέμειναν στην ουσία ανεπηρέαστες. Θ Δαρείος απτόητος
άρχισε να σχεδιάζει νέα εκστρατεία, πιο ευρεία αυτή τη φορά. Θμως, ο
θάνατός του το 486 π.Χ. και οι εξεγέρσεις που χρειάστηκε να
αντιμετωπίσει ο γιος και διάδοχός του Ξέρξης στην Αίγυπτο (485 π.Χ.),
και πιθανώς στη Βαβυλώνα, καθυστέρησαν τις προετοιμασίες. πάντως, μέχρι
το 481 π.Χ. είχαν δρομολογηθεί εντατικές προετοιμασίες που περιλάμβαναν
ναυπήγηση πλοίων και συγκέντρωση προμηθειών και οπλισμού.
Στο πλαίσιο των προετοιμασιών αυτών, κατασκευάστηκαν οι γέφυρες του
Ελλησπόντου. Σε Φοίνικες και Αιγυπτίους ανατέθηκε η κατασκευή μιας
διπλής γέφυρας από πλοία, που άρχιζε από την Αβυδο και κατέληγε σε ένα
ακρωτήριο ανάμεσα στη Σηστό και τη μάδυτο, μόλις όμως κατασκευάστηκε η
γέφυρα, μια θύελλα την κατέστρεψε. Θ Ηρόδοτος γράφει ότι ο Ξέρξης
οργίστηκε και διέταξε να τιμωρήσουν τον Ελλήσποντο με 300 μαστιγώματα
και έπειτα έριξε στη θάλασσα αλυσίδες για να τη δέσει. Το περσικό
μηχανικό, με αρχιτέκτονα τον Σάμιο Αρπαλο, κατασκεύασε τελικά δύο
καινούργιες γέφυρες. Χρησιμοποιήθηκαν 360 πλοία για τη μία και 314 για
την άλλη και άφησαν τρία ανοίγματα, για να περνούν τα πλοία από το
Αιγαίο στον Εύξεινο και αντιστρόφως. με αυτό τον τρόπο συντομευόταν
χρονικά η περαίωση του μεγάλου σε αριθμό στρατού στο ευρωπαϊκό έδαφος.
Ανάλογη ζεύξη κατασκευάστηκε και στον Στρυμόνα, στην περιοχή των Εννέα
Θδών (τη μεταγενέστερη Αμφίπολη) στη Θράκη. μια διώρυγα σκάφτηκε στη
χερσόνησο του Αθω για να τη συνδέσει με τη Χαλκιδική, προκειμένου να μην
επαναληφθεί η καταστροφή του περσικού στόλου κατά την εκστρατεία του
μαρδονίου στη Θράκη το 492 π.Χ. από τις σφοδρές καταιγίδες, που
αποτελούσαν μόνιμο φαινόμενο στην περιοχή. Είχε περίπου 2,2 χιλιόμετρα
μήκος και το πλάτος της επέτρεπε να περνούν συγχρόνως δύο τριήρεις. Το
έργο διηύθυναν δύο πέρσες, ο Βουβάρης και ο Αρταχαίης, και η κατασκευή
του άρχισε τρία χρόνια πριν από την εκστρατεία. Σκληρά εργάστηκε επίσης
και η Επιμελητεία. Τρόφιμα, εφόδια και εξοπλισμός, που συγκεντρώθηκαν με
επιτάξεις από όλη την περσική Αυτοκρατορία, μεταφέρθηκαν με μεταγωγικά
σε πέντε βάσεις ανεφοδιασμού, που εγκαταστάθηκαν στις πιο κατάλληλες
τοποθεσίες. Στη Λευκή Ακτή (στη θρακική παραλία του Ελλησπόντου), στην
Τυρόδιζα (στη Βιστωνίδα λίμνη), στον Δορίσκο (στις εκβολές του Εβρου),
στην Ηιόνα (στις εκβολές του Στρυμόνα) και τη Θέρμη (Θεσσαλονίκη).
Οι
πολύχρονες αυτές προετοιμασίες έλαβαν χώρα εντελώς φανερά. Αν ο
ελληνικός κόσμος αντιλαμβανόταν ότι σκοπός της κραταιάς περσικής
Αυτοκρατορίας ήταν η πλήρης υποταγή της ηπειρωτικής Ελλάδας και κάποιοι
από τους Ελληνες είχαν την πρόθεση να υποταχτούν χωρίς αντίσταση, τόσο
το καλύτερο για τον Ξέρξη. Το μέλλον των Ελλήνων διαγραφόταν δυσοίωνο.
μια δεκαετία μετά τον μαραθώνα, το 480 π.Χ., οι πέρσες επέστρεφαν, αυτή
τη φορά ακολουθώντας χερσαίο δρομολόγιο μέσω της Θράκης και της
μακεδονίας, με επικεφαλής τον ίδιο το μεγάλο Βασιλιά. Κανένας λογικός
και ψύχραιμος παρατηρητής των γεγονότων δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει
το μαντείο των Δελφών για το χρησμό που έδωσε στους Αθηναίους, όπως μας
τον διασώζει ο Ηρόδοτος: «Δυστυχισμένοι, γιατί κάθεστε; Αφήστε τα σπίτια
σας και τις ψηλές κορυφές της κυκλικής σας πόλης. Φύγετε στην άκρη της
γης. Γιατί το κεφάλι σας δεν μένει σταθερό ούτε το σώμα ούτε τα κατώτερα
μέρη του ούτε τα πόδια ούτε τα χέρια ούτε τίποτα από όσα είναι στη μέση,
αλλά όλα είναι αξιοθρήνητα. Γιατί κατεδαφίζουν αυτά η φωτιά και ο
ορμητικός Αρης, που επιβαίνει σε άρμα από τη Συρία. Αυτός θα
καταστρέψει και άλλα πολλά τείχη, όχι μόνο τα δικά σας. Θα παραδώσει
στην καταστροφική φωτιά πολλούς ναούς των αθάνατων θεών, των οποίων τα
αγάλματα στέκουν περιχυμένα από ιδρώτα και τρέμουν από φόβο. Από πάνω
τους τρέχει μαύρο αίμα, που προαναγγέλλει τις αναπόφευκτες δυστυχίες.
Αλλά φύγετε από το άδυτό μου και αντιτάξτε θάρρος στις δυστυχίες».
Τα
στρατηγικά σχέδια του Ξέρξη
Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τη στρατηγική των περσών πέρα από το
αυτονόητο, ότι ο Ξέρξης δεν είχε ως αντικειμενικό σκοπό της εκστρατείας
του αποκλειστικά την τιμωρία της Αθήνας, αλλά την πλήρη υποταγή της
ηπειρωτικής Ελλάδας. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα κίνητρα της περσικής
εκστρατείας απορρέουν από την προσωπική ιδιορρυθμία και δίψα για δύναμη
ενός απόλυτου δεσπότη της Ανατολής, δηλαδή του Ξέρξη. Χωρίς να αποκλείει
κάποιος αυτό το ενδεχόμενο, οφείλει να επιχειρήσει την αναζήτηση πιο
πρακτικών κινήτρων της περσικής εκστρατείας.
Η
περσική Αυτοκρατορία ήταν τεράστια σε έκταση και διέθετε μεγάλο πλούτο,
ενώ η ηπειρωτική Ελλάδα ήταν μικρή σε έκταση και συγκριτικά πιο φτωχή.
Λίγα πράγματα είχε να προσφέρει στο μεγάλο Βασιλιά, που σε τελική
ανάλυση ήταν ο πλουσιότερος και ισχυρότερος άνθρωπος του γνωστού τότε
κόσμου. Θμως, η τεράστια επικράτειά του ήταν τρωτή σε εσωτερικές
αναταραχές και εξεγέρσεις, όπως δείχνουν η Ιωνική Επανάσταση και η
εξέγερση στην Αίγυπτο. Το πιο εύλογο πλεονέκτημα που θα μπορούσε να
προκύψει από την κατάκτηση της ορεινής και άγονης Ελλάδας ήταν, όσον
αφορά την υψηλή στρατηγική του περσικού κράτους, η λήψη μέτρων για να
αντιμετωπιστεί το γεγονός ότι η αυτοκρατορία δεν θα ήταν ποτέ ασφαλής
όταν υπήρχε ο διαρκής κίνδυνος από μια πιθανή επανάσταση των ελληνικών
πόλεων της Θράκης και της δυτικής μικράς Ασίας με την υποστήριξη μιας
ανεξάρτητης ηπειρωτικής Ελλάδας. Μια δεύτερη πιθανότητα σχετίζεται με
την ανάγκη κάθε πέρση βασιλιά να επιβεβαιώσει την εξουσία του μέσα από
νέες κατακτήσεις αποκομίζοντας πολεμική δόξα, η οποία θα ήταν
ανασχετικός παράγοντας στην αμφισβήτησή του από διάφορους ανταπαιτητές
στο αχανές κράτος του. Σύμφωνα με τον περσικό νόμο, ο πέρσης βασιλιάς
ήταν υποχρεωμένος να ορίσει το διάδοχό του πριν εκ-στρατεύσει, ώστε να
είναι ομαλή η διαδοχή σε περίπτωση θανάτου του. Αυτό κλήθηκε να κάνει
και ο Δαρείος την περίοδο που προετοίμαζε την εκστρατεία στην Ελλάδα
μετά τη μάχη του μαραθώνα. Θ πρωτότοκος γιος του Δαρείου δεν ήταν ο
Ξέρξης, αλλά ο Αρτοβαζάνης, ο οποίος είχε αναγνωριστεί ως διάδοχος το
507 π.Χ. Ωστόσο, η επιλογή του Αρτοβαζάνη αμφισβητήθηκε από κάποιους
ευγενείς της βασιλικής αυλής με το επιχείρημα ότι είχε γεννηθεί πριν
εισέλθει ο πατέρας του στο δημόσιο βίο, όταν δεν φανταζόταν πως θα
ανέβαινε κάποτε στο θρόνο, και η μητέρα του ήταν μια κοινή θνητή, μια
αγνώστου ονόματος κόρη του Γωβρύα. Αντίθετα, ο νεότερος γιος, ο Ξέρξης,
ήταν ένας «πορφυρογέννητος» και η μητέρα του, η Ατοσσα, κόρη του ιδρυτή
της αυτοκρατορίας Κύρου. Στην Ανατολή, αυτά τα επιχειρήματα ήταν πολύ
ισχυρά και έτσι δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη ότι, όταν ξέσπασε άγρια
διαμάχη στη βασιλική αυλή ανάμεσα στους υποστηρικτές των δύο υποψηφίων
για το θρόνο, τελικά επελέγη ο Ξέρξης, ο νεότερος γιος, που προερχόταν
όμως από ευγενικής καταγωγής σύζυγο. Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις
της ανόδου του Ξέρξη στο θρόνο, υπάρχει μια ισχυρή πιθανότητα ότι είχε
πολλά να αποδείξει ως μεγάλος Βασιλιάς. Πέραν όμως της στρατηγικής
αναγκαιότητας και των φόβων για εσωτερικές αναταραχές, τίποτα δεν είναι
ξεκάθαρο στις πηγές που διαθέτουμε.
Οι
πέρσες δεν εκτίμησαν σωστά το βαθμό συνοχής και ενότητας των πόλεων της
ηπειρωτικής Ελλάδας απέναντι στον κοινό κίνδυνο, οπότε ίσως η
στρατηγική τους προσανατολιζόταν στο να καταλάβουν κάθε πόλη χωριστά,
όπως είχαν πράξει κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις μετά την Ιωνική
Επανάσταση. Γι' αυτό το λόγο δεν υπήρξε λεπτομερής συνολικός σχεδιασμός
της εκστρατείας, πέραν της πρόβλεψης για τη στενή συνεργασία στρατού και
στόλου. Θ στόλος ήταν επιφορτισμένος με το να παρακάμψει τις τυχόν
οχυρές τοποθεσίες όπου θα συγκεντρώνονταν οι ελληνικές στρατιωτικές
δυνάμεις. Αυτό τουλάχιστον μπορούμε να συναγάγουμε από μία συζήτηση,
που μας παραδίδει ο Ηρόδοτος, του Ξέρξη μετά το τέλος της μάχης των
Θερμοπυλών με τον εξόριστο βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατο, ο οποίος είχε
καταφύγει στην περσική αυλή. Θ εξόριστος βασιλιάς προτείνει στον Ξέρξη
να παρακάμψει ο περσικός στόλος τον Ισθμό της Κορίνθου, τον οποίο
άρχιζαν να οχυρώνουν οι Λακεδαιμόνιοι και οι πελοποννήσιοι σύμμαχοί
τους, και να καταλάβει τα Κύθηρα απειλώντας τις ακτές της Λακωνίας, ώστε
να αναγκάσει τους Λακεδαιμόνιους να αποσυρθούν από τον Ισθμό. Το σχέδιο
όμως αυτό δεν έγινε δεκτό, έπειτα από παρέμβαση του αδελφού του βασιλιά
και επικεφαλής του στόλου Αχαιμένη, ο οποίος επισήμανε ότι, μετά την
απώλεια 400 πλοίων σε μια τριήμερη καταιγίδα στα ανοιχτά της μαγνησίας
κατά την πορεία του στόλου προς το Αρτεμίσιο, το να διατεθούν 300 πλοία
για τον περίπλου της πελοποννήσου θα αποδυνάμωνε σημαντικά τις περσικές
ναυτικές δυνάμεις. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ο διάλογος αυτός αποτελεί
επινόηση του Ηροδότου, είμαστε σε θέση να επισημάνουμε τουλάχιστον τη
δυνατότητα που είχαν οι πέρσες για ανάλογα εγχειρήματα.
Ο
μαραθώνας, παρά το ότι είχε ως αποτέλεσμα την ήττα του περσικού
εκστρατευτικού σώματος, αποτελεί απόδειξη για την ευχέρεια που είχε ο
στόλος τους να μεταφέρει μεγάλο αριθμό στρατού καθώς και αλόγων. πέρα
όμως από αυτό το ρόλο, ο στόλος ήταν καίριας σημασίας και για αμυντικούς
σκοπούς, προστατεύοντας τα νώτα της εκστρατείας. Θι πέρσες δεν ήταν
ναυτικός λαός και ο στόλος τους στελεχωνόταν ως επί το πλείστον από τους
υποτελείς λαούς που διέθεταν ναυτική εμπειρία, όπως οι Αιγύπτιοι, οι
Φοίνικες και οι Ελληνες της μικράς Ασίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν
ήταν σε θέση να αντιληφθούν ότι το ελληνικό Ναυτικό, με αιχμή του
δόρατος τις πρόσφατα κατασκευασμένες αθηναϊκές τριήρεις, μπορούσε να
απειλήσει τις γραμμές επικοινωνίας τους ή ακόμα να προκαλέσει
προβλήματα στα μετόπισθεν δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια ακόμα
εξέγερση των ελληνικών πόλεων της δυτικής μικράς Ασίας.
Μια τρίτη λειτουργία του στόλου που έχει επισημανθεί από τη νεότερη
έρευνα είναι αυτή του ανεφοδιασμού του στρατού. Η άποψη αυτή βασίζεται
σε δύο αναφορές του Ηροδότου σχετικά με τον περσικό στόλο. Στην πρώτη
μαθαίνουμε ότι κατά την προετοιμασία της εκστρατείας οι πέντε
προκεχωρημένες βάσεις που δημιουργήθηκαν στη Θράκη, όπως είδαμε πιο
πάνω, εφοδιάστηκαν μέσω
πορθμείων
και
ολκάδων
(εμπορικών πλοίων). Τα
εφόδια, όμως, απλά αποθηκεύτηκαν και δεν βλέπουμε κάποια άμεση επαφή
στρατού και στόλου. Στη δεύτερη, ανάμεσα στις απώλειες μετά την
καταιγίδα στα ανοιχτά της μαγνησίας, ο Ηρόδοτος καταγράφει, εκτός από τα
400 πολεμικά πλοία, και αναρίθμητα
σιταγωγά
πλοία και
ολκάδες.
Τα εφόδια, όμως, που
μετέφεραν τα πλοία αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να προορίζονται για το
πολυπληθές προσωπικό του στόλου και όχι για το στρατό ξηράς, ο οποίος
είχε τη δυνατότητα εφοδιασμού είτε από τις προκεχωρημένες βάσεις είτε
από το χερσαίο δρομολόγιο είτε λεηλατώντας τις περιοχές από τις οποίες
περνούσε. τέλος, διαπιστώνουμε ότι ο περσικός στρατός και ο στόλος στο
πρώτο μέρος της εκστρατείας λειτουργούσαν συνδυασμένα μεν, αλλά
αυτόνομα. ο στρατός κατευθύνεται στις θερμοπύλες, ενώ ο στόλος στο
Αρτεμίσιο, και δεν ενώνονται παρά μόνο μετά το τέλος των δύο
συγκρούσεων. Η έλλειψη στοιχείων, συνεπώς, θα πρέπει να μας κάνει
επιφυλακτικούς ως προς τη δυνατότητα του στόλου να εφοδιάζει τον περσικό
στρατό.
Το
μέγεθος του περσικού εκστρατευτικού σώματος
Το
φθινόπωρο του 481 π.χ. ο Ξέρξης, που επρόκειτο προσωπικά να ηγηθεί της
εκστρατείας, διέταξε να συγκεντρωθεί η εκστρατευτική δύναμη στις
Σάρδεις, το παραδοσιακό διοικητικό κέντρο της περσικής αυτοκρατορίας στη
Μικρά Ασία, προκειμένου να διαχειμάσει και να συγκροτηθεί. Οι αριθμοί
που μας δίνει ο Ηρόδοτος είναι αδύνατον να συμβιβαστούν με την
πραγματικότητα. Ισχυρίζεται ότι το εκστρατευτικό σώμα αποτελείτο
συνολικά από 5.283.220 άνδρες, προερχόμενους από διάφορα μέρη της
αυτοκρατορίας. Το Πεζικό ανερχόταν σε 1.700.000 και επιπλέον 300.000
αποτελούμενες από στρατιώτες από τη Θράκη και τους Ελληνες που είχαν
μηδίσει, είχαν δηλαδή συνταχθεί με το μέρος των Περσών. Το Ιππικό
αριθμούσε, εκτός από τα πολεμικά άρματα και τις καμήλες, 80.000
ιππείς. Η σύγχρονη έρευνα έχει περιορίσει αυτούς τους αριθμούς κατά
πολύ, βασιζόμενη σε δύο υποθέσεις: ο Ξέρξης, όταν αποχώρησε από την
Ελλάδα μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, άφησε στον μαρδόνιο σχεδόν το
σύνολο του στρατού που είχε φέρει μαζί του και ο αριθμός 300.000 που μας
παραδίδει ο Ηρόδοτος για τον αριθμό του περσικού στρατού στη μάχη των
πλαταιών ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. ο αριθμός 110.000 που
έχουμε για τον ελληνικό στρατό δεν είναι απίθανος, όπως και η αναλογία
3:1 με τους πέρσες. Αν
λάβουμε υπόψη μας και τις
φρουρές που άφηναν οι πέρσες στις περιοχές που είχαν καταλάβει στην
ηπειρωτική ελλάδα και στους σταθμούς εφοδιασμού στη θράκη, οι 400.000
θα ήταν ένα πιθανό νούμερο για τον πεζικό στρατό. Ο Ηρόδοτος, και πάλι,
μας δίνει τον αριθμό των πλοίων που συμμετείχαν στην εκστρατεία.
Αναφέρει 1.207 τριήρεις και επιπλέον 120 από τους ελληνες της θράκης
και των νησιών του Αιγαίου. είναι πιθανό ο Ηρόδοτος εδώ να αναφέρεται
στο σύνολο της ναυτικής δύναμης των περσών και όχι στο τμήμα του στόλου
που συμμετείχε στην εκστρατεία εναντίον της ελλάδας, αλλά ο Αισχύλος, ο
οποίος ήταν σύγχρονος των γεγονότων, στην τραγωδία του
«Πέρσαι»
δίνει τον ίδιο αριθμό για τα
περσικά πλοία στη Σαλαμίνα. Κάθε πολεμικό πλοίο διέθετε 170 κωπηλάτες
και 30 στρατιώτες Πέρσες, Μήδους ή Σκύθες. Η συντριπτική πλειοψηφία των
πλοίων προερχόταν από υποτελείς περιοχές και τα πλη-ρώματά τους ήταν
Αιγύπτιοι, Ελληνες της Μικράς Ασίας, Κάρες, φοίνικες. Η παρουσία
στρατιωτικών αποσπασμάτων περσικής σύνθεσης πιθανόν εγ-γυόταν την
αφοσίωση των πλοίων σε περίπτωση ναυμαχίας.
Οι
προετοιμασίες των ελληνικών πόλεων
Οι
ελληνικές πόλεις είχαν φυσικά πληροφορηθεί τις περσικές προπαρασκευές.
Μπροστά στον περσικό κίνδυνο, η Αθήνα και η Σπάρτη αποφάσισαν να
ενώσουν τις δυνάμεις τους και προσπάθησαν να συνενώσουν γύρω τους τους
υπόλοιπους Ελληνες.
Το
φθινόπωρο του 481 π.Χ. οι δύο πόλεις συγκάλεσαν ένα συνέδριο όλων των
ελληνικών πόλεων στον Ισθμό της Κορίνθου, προκειμένου να λάβουν
αποφάσεις για την αντιμετώπιση της περσικής επίθεσης. Θι 31 ελληνικές
πόλεις που έστειλαν αντιπροσώπους συνήψαν αμυντική συμμαχία εναντίον των
Περσών, την οποία σφράγισαν με όρκο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο όρκος
περιείχε και μια απειλή εναντίον όσων είχαν την πρόθεση να συνταχθούν με
το Μεγάλο Βασιλιά, δηλαδή θα μήδιζαν: «Θσοι, όντας Ελληνες, παραδόθηκαν
στους Πέρσες χωρίς εξωτερική βία, όταν με το καλό αποκατασταθούν τα
πράγματα, θα υποχρεωθούν να πληρώσουν στον θεό των Δελφών το ένα δέκατο
από όλο το έχειν τους». Ρύθμισαν επίσης τις στρατιωτικές δυνάμεις που θα
έπρεπε να προσφέρει η κάθε πόλη και αποφάσισαν να στείλουν πρέσβεις στις
πόλεις που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο συνέδριο, δηλαδή στο Αργος,
στις Συρακούσες, στην Κέρκυρα και τις πόλεις της Κρήτης. Η έκκληση όμως
αυτή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.
Ενα μεγάλο πρόβλημα ήταν αυτό της ηγεσίας της πανελλήνιας συμμαχίας που
συστήθηκε. Η αρχι-στρατηγία δόθηκε στη Σπάρτη όχι μόνο στην ξηρά, όπως
ήταν φυσικό, εφόσον ήταν η πόλη με την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη,
αλλά και στη θάλασσα, παρότι η ίδια δεν ήταν ναυτική δύναμη και η Αθήνα
ήταν εκείνη που διέθετε το μεγαλύτερο στόλο. Θι Αθηναίοι παρ' όλα ταύτα
παραμέρισαν όλες τις φιλοδοξίες τους και υποχώρησαν. Θ Σπαρτιάτης
βασιλιάς Λεωνίδας ανέλαβε την ηγεσία του στρατού, ενώ στον Σπαρτιάτη
Ευρυβιάδη ανατέθηκε η αρχηγία του στόλου. Την ίδια εποχή πιθανόν
αποφασίστηκε στην Αθήνα η ανάκληση όλων των οστρακισμένων. Ετσι
επέστρεψαν στην Αθήνα ο Αριστείδης και ο Ξάνθιππος, ενώ ο Ιππαρχος του
Χάρμου φαίνεται ότι είχε ήδη καταφύγει στην περσική αυλή.
Ωστόσο, το πανελλήνιο συνέδριο μάταια προσπάθησε να συντάξει ένα
στρατηγικό σχέδιο, καθώς κάθε πόλη ήθελε να επιβάλει το σχέδιο που
εξυπηρετούσε καλύτερα τη δική της άμυνα. Θι κύριες αμυντικές που
εξετάστηκαν ήταν τρεις: η γραμμή των Τεμπών, που όμως προϋπέθετε τη
συνεργασία των Θεσσαλών, αυτή των Θερμοπυλών, που ήταν και η
ισχυρότερη, και του Ισθμού, που όμως προστάτευε μόνο την Πελοπόννησο.
Η
αρχή της εκστρατείας
Ο
περσικός στρατός, αφού συγκεντρώθηκε και διαχείμασε στις Σάρδεις, έπειτα
από μια πρώτη συγκέντρωση των τμημάτων από τις ανατολικές σατραπείες στα
Κρίταλα της Καππαδοκίας, αναχώρησε την άνοιξη του 481 π.Χ. για την
ηπειρωτική Ελλάδα με επικεφαλής τον ίδιο τον Ξέρξη. Πριν από την
αναχώρησή του, ο Ξέρξης έστειλε τους τελευταίους πρέσβεις στην Ελλάδα
ζητώντας
γην και ύδωρ.
Αρχικά κατευθύνθηκε προς την
Αβυδο, περνώντας από την Καρήνη, το Αδραμύττιο και την Αντανδρο. Πριν
περαιωθεί στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου θυσίασε χίλια βόδια στην
Αθηνά της Τροίας, δηλώνοντας με αυτήν του την ενέργεια την πρόθεσή του
να εκδικηθεί τους Ελληνες για την τρωική εκστρατεία και την καταστροφή
του Ιλίου. Στην Αβυδο συνενώθηκε ο στρατός του με το στρατό των δυτικών
σατραπειών. Τότε διόρισε αντιβασιλέα τον Αρτάβανο και έκανε σπονδές
ρίχνοντας στη θάλασσα χρυσή φιάλη, χρυσό κρατήρα και έναν ακινάκη (κοντό
περσικό ξίφος). Σύμφωνα με την παράδοση, ο στρατός περνούσε από τις δύο
γέφυρες του Ελλησπόντου (από τη δεξιά οι πεζοί και οι ιππείς, από την
αριστερή τα βοηθητικά τμήματα και τα υποζύγια) επί επτά συνεχείς μέρες
και νύκτες. Από τη Σηστό, ο περσικός στρατός κατευθύνθηκε στο Δορίσκο.
Εκεί ενώθηκε με τον περσικό στόλο ο οποίος είχε διαχειμάσει στα ασφαλή
λιμάνια της Κύμης και της Φώκαιας. Εκεί έγιναν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο,
η περίφημη καταμέτρηση του περσικού στρατού και η επιθεώρησή του από τον
Ξέρξη, που μάλλον έχει να κάνει με την προσπάθεια σχηματισμού τακτικών
μονάδων, οι οποίες αντικατέστησαν τις εθνικές μονάδες της πορείας.
Αφού διόρισε τον Αρυάνδι διοικητή της ναυτικής βάσης της Σηστού και
στρατιωτικό διοικητή του Δορίσκου τον Μασκάμη, ο Ξέρξης διέσχισε τη
Θράκη και τη Μακεδονία με μεγάλη βραδύτητα. Στο Δορίσκο το στράτευμα
χωρίστηκε σε τρεις φάλαγγες με επικεφαλής δύο στρατηγούς η καθεμία. Η
πρώτη πήρε τον παραλιακό δρόμο, παράλληλα με το στόλο, η δεύτερη πήρε
τον εσωτερικό δρόμο, ενώ η τρίτη, στην οποία βρισκόταν και ο ίδιος ο
Ξέρξης, προχωρούσε ανάμεσα στις άλλες δύο, βαδίζοντας με αυτή τη διάταξη
ως την Ακανθο. Η χώρα μέχρι τη θέρμη (κοντά στη σημερινή θεσσαλονίκη)
ήταν υποταγμένη στους Πέρσες και κάλυπτε τις ανάγκες της Επιμελητείας,
ενώ το περσικό εκστρατευτικό σώμα συμπλήρωνε τη στελέχωσή του σε ναύτες
και στρατιώτες. Στις όχθες του Στρυμόνα οι Πέρσες ιερείς, οι Μάγοι,
θυσίασαν λευκά άλογα και στις Εννέα Θδούς, όπου είχε κατασκευαστεί από
πριν ζεύξη για τη διάβαση του στρατιωτικού τμήματος που συνόδευε τον
Ξέρξη, έθαψαν, ως θυσία, ζωντανούς εννέα νέους και εννέα κόρες από την
ντόπια θρακική φυλή των Ηδωνών. Θ περσικός στρατός και ο στόλος ενώθηκαν
και πάλι στη θέρμη. Χάρη στη διώρυγα του Αθω ο στόλος δεν συνάντησε
προβλήματα κατά τον περίπλου της Χαλκιδικής.
Από τη θέρμη η στρατιά του Ξέρξη συνέχισε την πορεία της και εισέβαλε
στη θεσσαλία. Θι θεσσαλοί είχαν ζητήσει βοήθεια από τους υπόλοιπους
Ελληνες, προκειμένου να υπερασπιστούν τη γραμμή των Τεμπών. Πράγματι,
εστάλη ένα σώμα 10.000 οπλιτών με αρχηγούς τον Σπαρτιάτη Ευαίνετο και
τον Αθηναίο θεμιστοκλή. Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα έφτασε με πλοία
ως το λιμάνι της Αλου στη Φθιώτιδα (πιθανόν λόγω της εχθρικής στάσης των
Βοιωτών) και από κει συνέχισαν την πορεία τους προς τα Τέμπη. Οι
θεσσαλοί, όμως, δεν ενώθηκαν μαζί τους, παρακινημένοι πιθανώς από τους
φιλικά διακείμενους προς τους Πέρσες Αλευάδες, πλούσιας και ισχυρής
οικογένειας που κυβερνούσε τη Λάρισα, και φοβούμενοι την περσική δύναμη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Ελληνες αποχώρησαν επιστρέφοντας στον Ισθμό
απ' όπου είχαν ξεκινήσει, πριν από την εμφάνιση του περσικού στρατού.
Αμέσως μετά ολόκληρη η θεσσαλία προσχώρησε στους Πέρσες. Το ίδιο και η
Λοκρίδα και η Βοιωτία, εκτός από τις θεσπιές και τις Πλαταιές. Την ίδια
περίοδο, το Δελφικό Μαντείο προέβλεψε τον αφανισμό των Ελλήνων που τυχόν
θα αντιστέκονταν στο Μεγάλο Βασιλιά.
Θερμοπύλες και Αρτεμίσιο. Το
σκηνικό και οι στρατηγικές επιλογές
Η
αποτυχία της εκστρατείας στα Τέμπη προκαλεί σύγχυση στη συμμαχία των
ελληνικών πόλεων. Οι συζητήσεις και οι έριδες για τις ευθύνες της
αποτυχίας και τα νέα σχέδια των επιχειρήσεων διαρκούν περίπου δύο μήνες.
Μόνο τον Αύγουστο του 480 π.Χ., όταν οι Πέρσες βρίσκονταν στην Πιερία,
πήραν οι Ελληνες την απόφαση να αντισταθούν στο στενό των θερμοπυλών,
στην ξηρά, και στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο, στη θάλασσα, για να υπερασπίσουν
την Κεντρική Ελλάδα και ιδιαίτερα την Αττική.
Οι
Πέρσες ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν τον αμαξιτό δρόμο που ενώνει τη
θεσσαλία με τη Λοκρίδα, περνώντας από το στενό των θερμοπυλών. Θι
εναλλακτικές διαβάσεις ήταν ακόμη πιο δύσκολο να χρησιμοποιηθούν από
έναν πολυάριθμο στρατό που είχε ανάγκη μεταγωγικά και εφοδιοπομπές.
Στις θερμοπύλες ακριβώς είχαν οι Ελληνες τη δυνατότητα να σταματήσουν
την εισβολή. Σε μια έκταση εννέα χιλιομέτρων περνούσε κατά την
αρχαιότητα ο δρόμος από τρία πολύ στενά σημεία ανάμεσα στο βουνό και στη
θάλασσα. Δυτικά κοντά στο βωμό της Δήμητρας, στο κέντρο κοντά σε ένα
αρχαίο τείχος των Φωκέ-ων και ανατολικά κοντά στους Αλπηνούς. Τα στενά
αυτά δεν υπάρχουν σήμερα, γιατί ο Σπερχειός με τις προσχώσεις του έχει
διευρύνει την έκταση ανάμεσα στο όρος Καλλίδρομο και τη θάλασσα.
Στην αρχαιότητα τα διαδοχικά αυτά στενά, όπως και τα έλη των θερμών
Πηγών, αποτελούσαν πολύ δύσκολα σημεία ως προς τη διάβασή τους.
Επιπλέον, η εκλογή του ακρωτηρίου Αρτεμισίου στη Βόρεια Εύβοια για τη
συγκέντρωση του ελληνικού στόλου ήταν πολύ επιτυχής, γιατί ο στόλος από
τη θέση αυτή προστάτευε την είσοδο του Ευρίπου και, σε μεγάλο μέρος, την
ανατολική ακτή της Εύβοιας. Στρατός και στόλος ήταν με τον τρόπο αυτό σε
θέση να βοηθηθούν μεταξύ τους αποτελεσματικά.
Στα μέσα Αυγούστου ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας κατέλαβε το στενό με
μια μικρή δύναμη. Η δύναμη αυτή αποτελείτο από 300 Σπαρτιάτες οπλίτες,
πιθανόν 1.000 περιοίκους, 500 Τεγεάτες, 500 Μαντινείς, 1.120 Αρκάδες,
400 Κορινθίους, 200 Φλειασίους και 80 Μυκηναίους. Από την Κεντρική
Ελλάδα ήταν 700 θεσπιείς, 400 θηβαίοι, 1.000 Φωκείς και Θπούντιοι
Λοκροί. Στο σύνολο 6.000 στρατιώτες. Θι αιτίες που οδήγησαν τους
συνασπισμένους Ελληνες να υπερασπίσουν το καίριο αυτό πέρασμα με τόσο
περιορισμένες δυνάμεις αποτελούν ένα ερώτημα για την ιστορική έρευνα. Θ
Ηρόδοτος πιστεύει ότι η δύναμη αυτή αποτελούσε προφυλακή, ενώ το κύριο
σώμα επρόκειτο να σταλεί μόλις τελείωναν η γιορτή των Καρ-νείων στη
Σπάρτη (κατά τη διάρκεια της γιορτής αυτής προς τιμήν του Απόλλωνα, οι
Σπαρτιάτες, σύμφωνα με το έθιμο, δεν διεξήγαν εκστρατείες) και οι
Θλυμπιακοί Αγώνες. Το πιθανότερο είναι πάντως ότι το στράτευμα, με
επικεφαλής τον Λεωνίδα, ήταν το σύνολο της δύναμης που οι Ελληνες είχαν
αποφασίσει να διαθέσουν για την άμυνα των θερμοπυλών. Η συγκεκριμένη
αμυντική γραμμή ήταν δυνατόν λόγω της γεωγραφίας της, την οποία
εξετάσαμε παραπάνω, να κρατηθεί με σχετικά μικρές δυνάμεις. Πάντα βέβαια
με την προϋπόθεση ότι ο ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο θα την
προστάτευε από τη θάλασσα. Ηταν κοινή στρατηγική αντίληψη στους Ελληνες,
μια αντίληψη που αποδείχτηκε ορθή μια τουλάχιστον φορά. Το 353/2 π.Χ. οι
Αθηναίοι κατόρθωσαν να εμποδίσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας να
εισβάλει στην Κεντρική Ελλάδα, παρατάσσοντας στις θερμοπύλες 5.000
οπλίτες και 400 ιππείς. Εκτός αυτού, η αποστολή ενός Σπαρτιάτη βασιλιά
στις θερμοπύλες, του Λεωνίδα, είχε πιθανότατα και έναν πολιτικό σκοπό
από την πλευρά των Λακεδαιμονίων. Θι Ελληνες, ειδικά οι Αθηναίοι,
έπρεπε να βεβαιωθούν για την απόφαση της Σπάρτης να αγωνιστεί εναντίον
των Περσών και να ενθαρρυνθούν στην αντίστασή τους.
Η
στάση μάλιστα των Αθηναίων είναι ενδεικτική του αισθήματος ασφαλείας που
δημιουργούσε στους Ελληνες η παρουσία του Λεωνίδα στις θερμοπύλες και
του στόλου στο Αρτεμίσιο. Θι Αθηναίοι ασφαλώς είχαν κάθε λόγο να
ενδιαφέρονται για την άμυνα της γραμμής των θερμοπυλών, γιατί η πτώση
της θα σήμαινε την κατάληψη και την αναπόφευκτη καταστροφή της πόλης
τους, αφού δεν υπήρχε άλλη αμυντική γραμμή. Αν λοιπόν οι Αθηναίοι
ανησυχούσαν, θα έπρεπε το σύνολο του στρατού τους να βρίσκεται στις
θερμοπύλες μαζί με τον Λεωνίδα. Η απουσία του στρατού τους δείχνει ότι
θεωρούσαν τη θέση απόρθητη και τις δυνάμεις του Λεωνίδα επαρκείς.
Στην άμυνα των θερμοπυλών, οι Αθηναίοι βοήθησαν στέλνοντας το στόλο
τους στο Αρτεμίσιο. Το στρατό τους όμως τον κράτησαν στην Αττική, για να
προστατεύσουν τη χώρα τους από ενδεχόμενη απόβαση του περσικού στρατού,
όπως είχε συμβεί στη Μάχη του Μαραθώνα. Θ κίνδυνος αυτός υπήρχε μόνιμα,
όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά και για όλες τις ελληνικές πόλεις. θα
μεγάλωνε, μάλιστα, ιδιαίτερα σε περίπτωση ήττας του ελληνικού στόλου
στο Αρτεμίσιο ή αλλού. Αλλωστε, η απουσία του αθηναϊκού στρατού στις
θερμοπύλες δεν πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι το σύνολο του
αθηναϊκού ανθρώπινου δυναμικού είχε διατεθεί στην επάνδρωση του στόλου.
Γιατί και στα Τέμπη είχαν στείλει οι Αθηναίοι στρατό και τον επόμενο
χρόνο διέθεσαν στη μάχη των Πλαταιών 8.000 οπλίτες, χωρίς να αναφέρεται
πουθενά ότι παρόπλισαν μέρος του στόλου τους. Επομένως, την ίδια
οπλιτική δύναμη θα έπρεπε να είχε η Αθήνα και την περίοδο της Μάχης των
θερμοπυλών.
Η
απόφαση, λοιπόν, για άμυνα στο στενό των θερμοπυλών δεν ήταν ανεδαφική.
Η ελληνική ηγεσία ίσως υπερεκτίμησε τις δυνατότητες της συγκεκριμένης
θέσης και του στρατεύματος του Λεωνίδα, υποτιμώντας ταυτόχρονα τις
δυνατότητες του περσικού στρατού. Αλλά δεν ήταν αυτά τα βαθύτερα αίτια
της μη αίσιας έκβασης της επικείμενης μάχης. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν
κάποιοι αστάθμητοι και ως ένα σημείο απρόβλεπτοι παράγοντες, όπως θα
δούμε. Αυτοί ήταν η προδοσία του Εφιάλτη και η εγκατάλειψη από τους
Φωκείς του μονοπατιού της Ανοπαίας.
;
Ο Λεωνίδας, είτε ανέμενε ενισχύσεις είτε όχι, πήρε όλα τα μέτρα που
επέβαλαν οι περιστάσεις μιας τόσο αποφασιστικής σύγκρουσης. Εμπρός από
το κεντρικό τείχος των Φωκέων τοποθέτησε ένα μικρό σπαρτιατικό απόσπασμα
και πίσω από το τείχος, που επιδιορθώθηκε βιαστικά, εγκατέστησε το
μεγαλύτερο μέρος του στρατού του. Εστειλε στο όρος Καλλίδρομο, για να
καλύψει τα πλευρά του και να προστατεύσει το μονοπάτι της Ανοπαίας,
τους 1.000 Φωκείς οπλίτες και περίμενε την περσική επίθεση. Ηταν βέβαιος
ότι η θέση που προστάτευε ήταν απόρθητη. Δεν μπόρεσε μόνο να προβλέψει
τη φυγή των Φωκέων, η οποία έκρινε την έκβαση της μάχης. Αλλά και αυτό
δεν πρέπει να του καταλογιστεί, καθώς ούτε άλλο στράτευμα είχε διαθέσιμο
ούτε μπορούσε ουσιαστικά να τους ελέγξει, πέραν της ιδιότητάς του ως
επικεφαλής του συμμαχικού στρατού.
Στο μεταξύ, ο περσικός στρατός πιθανώς δεν πέρασε στη θεσσαλία από το
στενό των Τεμπών, αλλά διαμέσου της χώρας των Περραιβών. Η στρατιά
διέσχισε τη θεσσαλία ακολουθώντας τις όχθες των ποταμών. Υστερα διέσχισε
την Αχαΐα και έπειτα από 13 μέρες, αφότου έφυγε από τη θέρμη, έφτασε
ακολουθώντας την παραλιακή οδό στη Μαλίδα και στρατοπέδευσε ανάμεσα στην
Αντίκυρα, στην παραλία του Μαλιακού κόλπου, και στην πεδιάδα του Ασωπού,
μπροστά στο στενό των θερμοπυλών. Ο περσικός στόλος αναχώρησε από τη
θέρμη 11 ημέρες μετά το πεζικό στράτευμα, με το οποίο έφτασε ταυτόχρονα
στην έξοδο της θεσσαλίας.
Κατά την πορεία του στόλου, μια ανιχνευτική μοίρα 10 περσικών πλοίων
συνέλαβε κοντά στη Σκιάθο τρεις ελληνικές τριήρεις που ήταν
επιφορτισμένες με το να επιτηρούν τον περσικό στόλο. Θ στόλος των
Περσών συνέχισε την πορεία του φτάνοντας στην ακτή του Πηλίου, όπου και
αγκυροβόλησε στα ανοιχτά της Μαγνησίας, ανάμεσα στην Κασθαναία και στο
ακρωτήριο Σηπιάδα, λόγω των απόκρημνων ακτών. Καθώς η ακτή αυτή ήταν
απροστάτευτη, μια σφοδρή καταιγίδα που κράτησε τρεις ημέρες είχε ως
αποτέλεσμα να καταστραφούν, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, 400 περσικά πλοία,
αριθμός που γενικά θεωρείται υπερβολικός. Η καταστροφή, ωστόσο, πρέπει
να ήταν σημαντική. Από κει, δύο μέρες μετά την καταιγίδα, κατέφυγε,
τελείως αποθαρρημένος, στους Αφέτες, έναν όρμο βορειοανατολικά του
Αρτεμισίου στη νότια πλευρά της χερσονήσου των Παγασών. Το ηθικό των
Ελλήνων πάντως αναπτερώθηκε, καθώς η καταστροφή αυτή αποδόθηκε στη
βοήθεια των θεών.
Τον Αύγουστο, λοιπόν, του 480 π.Χ., ο περσικός στρατός είχε φτάσει χωρίς
αντίσταση μπροστά στο στενό των θερμοπυλών, ενώ ο περσικός στόλος, μετά
τις καταστροφές λόγω της καταιγίδας, παρέμενε αγκυροβολημένος στους
Αφέτες. Είχε φτάσει η ώρα, μια δεκαετία μετά τον Μαραθώνα, ο ελληνικός
άκμονας να δοκιμάσει την αντοχή του απέναντι στην περσική σφύρα.
Η
Μάχη των θερμοπυλών
Ο
περσικός στρατός παρέμεινε στρατοπεδευμένος στην Τραχίνια, στην ευρύχωρη
περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Μέλανα και Ασωπό και σε απόσταση
τεσσάρων ως πέντε χιλιομέτρων από τις θερμοπύλες, επί τέσσερις ημέρες. Θ
Ξέρξης καθυστέρησε την προώθησή του στη Νότια Ελλάδα για να ξεκουράσει
το στρατό του, προπάντων όμως γιατί είχε σχεδιάσει να εξαπολύσει
συντονισμένη επίθεση και από ξηρά και από θάλασσα. Για το λόγο αυτό
περίμενε να φτάσει στα στενά του Αρτεμισίου ο στόλος του, που
καθυστέρησε ακριβώς τέσσερις μέρες. Κι αυτό εξαιτίας της μεγάλης
καταστροφής λόγω της σφοδρής καταιγίδας στις ακτές του Πηλίου. Ισως να
καθυστέρησε την επίθεση με την ελπίδα ότι οι Ελληνες, τρομοκρατημένοι
από τον όγκο του περσικού στρατού, θα αποσύρονταν από τα στενά των
θερμοπυλών, όπως είχαν κάνει στα Τέμπη. Θι προσδοκίες του όμως ήταν
μάταιες. Θταν έστειλε κήρυκες και ζήτησε από τους Ελληνες που είχε
απέναντί του να παραδώσουν τα όπλα, συνάντησε κατηγορηματική άρνηση. Θ
Πλούταρχος βάζει στο στόμα του Λεωνίδα τη σύντομη, κατά τη λακωνική
συνήθεια, απάντηση, η οποία απηχεί την ελληνική αποφασιστικότητα:
«Μολών λαβέ»...
«Ελα να τα πάρεις». Κι ο
περσικός στρατός ήρθε, μα είχε να κάνει μ' ανθρώπους που τιμή τους ήταν
να ορίζουν και να φυλάνε θερμοπύλες, ακόμα κι αν «οι Μήδοι επί τέλους θα
διαβούνε», όπως έγραψε ο ποιητής Καβάφης («Θερμοπύλες»).
Η
πρώτη μέρα
Την πέμπτη μέρα από την άφιξη του περσικού στρατού στην Τραχίνια, ο
Ξέρξης δίνει την εντολή για επίθεση. Μάλιστα, θεωρεί τον αγώνα εύκολη
υπόθεση, καθώς διατάσσει να συλληφθούν οι αναιδείς Ελληνες ζωντανοί και
να παρουσιαστούν μπροστά του.
Η
επίθεση εξαπολύεται σφοδρή. Πρώτοι εφορμούν οι Μήδοι και οι Κίσσιοι κατά
κύματα. Θμως συντρίβονται πάνω στο αρραγές τείχος από μέταλλο της
ελληνικής φάλαγγας. Θ ελληνικός τρόπος πολέμου απέδειξε στις θερμοπύλες
την ανωτε-ρότητά του απέναντι στην αριθμητική υπεροχή των Περσών. Κύριο
αμυντικό όπλο του Ελληνα οπλίτη ήταν ακριβώς το
όπλον
(από το οποίο πήρε και το όνομά του), δηλαδή η ασπίδα. Καθώς η φάλαγγα
παρατασσόταν σε σφιχτό σχηματισμό, με τις ασπίδες να επικαλύπτονται,
κάθε οπλίτης σκέπαζε την απροστάτευτη δεξιά πλευρά του συμπολεμιστή
του. Προτάσσοντας το κύριο επιθετικό τους όπλο, ένα δόρυ μήκους περίπου
2 μέτρων (ο επιθετικός οπλισμός συμπληρώνεται με ένα σπαθί από σίδερο με
ορειχάλκινα εξαρτήματα, που είχε δίκοπη, φυλλόσχημη λεπίδα με μήκος 60
εκ. και ήταν τοποθετημένο σε θήκη που κρεμόταν από τον ώμο), οι οπλίτες
όχι μόνο είναι άτρωτοι από τα εχθρικά χτυπήματα, χάρη στις ασπίδες και
την πανοπλία που φορούν, αλλά μπορούν να επιφέρουν συντριπτικά πλήγματα
στον αντίπαλο καθώς προχωρούν σε σχηματισμό. Ειδικά απέναντι σε ένα
στρατό όπως ο περσικός, του οποίου οι πεζικές δυνάμεις δεν έφεραν
αξιόλογο αμυντικό εξοπλισμό και δεν ήταν συνηθισμένες σε παρατεταμένες
μάχες σώμα με σώμα.
Επειτα από τις
τεράστιες απώλειές τους, οι Μήδοι αντικαθίστανται από περσικά
στρατεύματα. Συγκεκριμένα, από το επίλεκτο σώμα του περσικού στρατού με
την ονομασία «Αθάνατοι» με επικεφαλής τον Υδάρνη. Αυτοί οι «Αθάνατοι»
ήταν δέκα χιλιάδες άντρες. Τους αποκαλούσαν έτσι γιατί οι Πέρσες
βασιλείς, μόλις σκοτωνόταν ένας από αυτούς, τον αντικαθιστούσαν
ενσωματώνοντας στη μονάδα άνδρες από άλλα περσικά σώματα που είχαν
διακριθεί στη μάχη, ώστε ο αριθμός τους να μένει πάντα σταθερός. Κατά
κάποιον τρόπο, η μονάδα ήταν «αθάνατη», και φυσικά όχι τα στελέχη της.
Αλλά παρ όλη τη γενναιότητά τους, δεν κατάφεραν απολύτως τίποτα.
Ο Ηρόδοτος μας
παραδίδει ότι ο Ξέρξης, που παρακολουθούσε τη μάχη, τρεις φορές
αναπήδησε από το θρόνο του, επειδή φοβήθηκε γιατην τύχη του στρατού του.
Η
ήττα του περσικού στρατού οφειλόταν σε μια σειρά από παράγοντες. Θ
οπλισμός των Ελλήνων σαφώς υπερείχε του αντίστοιχου περσικού. Εκτός της
πανοπλίας, το δόρατα των Ελλήνων ήταν μακρύτερα. Η στενότητα του χώρου
δεν επέτρεπε στους Πέρσες να εκμεταλλευτούν την αριθμητική τους υπεροχή,
αλλά και το όπλο, στη χρήση του οποίου σαφώς υπερείχαν, δηλαδή το τόξο.
Η μάχη εξελισσόταν αυτόματα, λόγω του περιορισμένου μετώπου, σε αγώνα εκ
του συστάδην.
Οι Ελληνες οπλίτες ήταν απαράμιλλοι στο συγκεκριμένο τύπο μάχης, με
αιχμή του δόρατος φυσικά τους ικανότατους στα πολεμικά Σπαρτιάτες. Η
απόκρουση, λοιπόν, των Περσών φαινόταν εξασφαλισμένη και η φύλαξη της
διόδου ασφαλής.Αλλά ο Λεωνίδας δεν περιορίστηκε στην εκπλήρωση μιας
στενά αμυντικής τακτικής. Αποβλέποντας στη μεγαλύτερη δυνατή φθορά του
εχθρού και επιδιώκοντας την πλήρη αξιοποίηση των στρατευμάτων που είχε
στη διάθεσή του, εφάρμοσε ειδική τακτική μάχης, προσαρμοσμένη στις
ιδιότητες του εδάφους. Διέθετε ένα σπουδαίο πολεμικό όργανο, την
οπλιτική φάλαγγα, η οποία για να είναι αποτελεσματική προϋπέθετε την
ομαδική δράση και την ακρίβεια κινήσεων από αυτούς που τη σχημάτιζαν. Ο
συγκεκριμένος σχηματισμός ήταν ισχυρότατος στην άμυνα, αλλά πολύ
πιοκαταστροφικός στην επίθεση. Επρεπε συνεπώς να δημιουργηθούν, με
κατάλληλη τακτική, συνθήκες που να επιτρέπουν στους Ελληνες οπλίτες να
μάχονται επιθετικά. Αποφάσισε, λοιπόν, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς να
αξιοποιήσει το μήκος της εδαφικής ζώνης που διεξαγόταν η μάχη,
προκειμένου να αποτελέσει τον κύριο άξονά της. Δηλαδή να κινεί σε αυτό
το χώρο τα τμήματά του και προς τα εμπρός και προς τα πίσω, ώστε να
παρασύρεται στη σύγκρουση και την εξόντωση μεγάλος αριθμός πολεμιστών
του εχθρού.
Για την εφαρμογή αυτής της ειδικής τακτικής, που ήταν ένα είδος
στρατηγήματος, ο Λεωνίδας χρησιμοποίησε τους τριακοσίους Σπαρτιάτες που
τον συνόδευαν. Θ αριθμός τριακόσιοι δεν ήταν τυχαίος. Επρόκειτο για το
επίλεκτο σώμα των
Ιππέων,
το οποίο αποτελούσε την
προσωπική φρουρά του Σπαρτιάτη βασιλιά όταν βρισκόταν σε εκστρατεία.
Μάλιστα, ο Λεωνίδας πριν αναχωρήσει για τις θερμοπύλες είχε επιλέξει
προσωπικά τους Σπαρτιάτες που θα τον συνόδευαν με κριτήριο το αν είχαν
αποκτήσει αρσενικό παιδί για να τους κληρονομήσει. Ενα έμμεσο στοιχείο
για τη συναίσθηση της σημαντικής αποστολής του και της αποφασιστικότητας
τόσο του ιδίου όσο και της Σπάρτης να αντισταθεί με κάθε κόστος στον
εισβολέα. Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για το άνθος του τρομερού στρατού
της Λακεδαίμονος, της ηγεμονεύουσας πόλης στην Ελλάδα, που απολάμβανε
την πλήρη εμπιστοσύνη του επικεφαλής αρχιστράτηγου. Το σώμα αυτό ήταν
επίλεκτο, με ηθικό υψηλό στον ανώτερο βαθμό και με πειθαρχία απόλυτη.
Ηταν ασκημένο στο έπακρο, ικανό να πραγματοποιεί τις πλέον πολύπλοκες
κινήσεις στο πεδίο της μάχης με χειρουργική ακρίβεια, ανταποκρινόμενο
αστραπιαία και στο πλέον σύνθετο παράγγελμα των αρχηγών του. Θι
Σπαρτιάτες προχωρούσαν προς την κατεύθυνση του εχθρού και, αφού έφταναν
στις γραμμές του, υποχωρούσαν, παρασύροντας με την απατηλή κίνηση
υποχώρησης μεγάλο πλήθος εχθρών προς την κατεύθυνση του ελληνικού
στρατοπέδου. Σε ορισμένη στιγμή, όταν τους είχαν παρασύρει αρκετά,
αναστρέφονταν απότομα και ενεργούσαν ορμητική επίθεση εναντίον των
επιτιθέμενων που ήταν συσσωρευμένοι σε μεγάλο αριθμό στον επιμήκη στενό
χώρο. Ακολουθούσε ανατροπή των πρώτων γραμμών των εχθρών, με την
ακαριαία σχηματισμένη φάλαγγα να συνθλίβει τις πανικόβλητες πίσω
γραμμές, ενώ όσοι από τους επιτιθέμενους έπεφταν σκοτώνονταν από τις
μυτερές κάτω άκρες των σπαρτιατικών δοράτων, τους
σανρωτήρες,
καθώς η φάλαγγα προχωρούσε. Είχαν βέβαια στις συγκρούσεις αυτές και οι
Σπαρτιάτες απώλειες, αλλά πολύ μικρές. Με την επανειλημμένη χρήση αυτής
της τακτικής, οι αλλεπάλληλες επιθέσεις των Περσών απέτυχαν, με
τρομακτικές απώλειες μέχρι το τέλος της ημέρας.
Η
δεύτερη μέρα. Η προδοσία του Εφιάλτη
Την επομένη, οι Πέρσες συνέχισαν τις επιθέσεις με την ίδια σφοδρότητα,
θεωρώντας ότι ο μικρός αριθμός των Ελλήνων που υπεράσπιζαν το στενό θα
μειωνόταν λόγω των απωλειών, θα έπαυε να μάχεται και τελικά θα υπέκυπτε.
Αλλά οι Ελληνες συνέχιζαν να αμύνονται αποτελεσματικά χάρη στην τακτική
του Λεωνίδα, ο οποίος φρόντιζε για την τακτική εναλλαγή των τμημάτων στη
μάχη. Αποτέλεσμα ήταν να τελειώσει η μέρα με βαρύτατες απώλειες για τα
περσικά τμήματα, ενώ οι ελληνικές απώλειες ήταν ελάχιστες. Θ ρυθμός των
ελληνικών απωλειών έδειχνε ότι οι υπερασπιστές των θερμοπυλών θα
μπορούσαν θεωρητικά να αμύνονται επ' άπειρον, ενώ ήταν ορατό το
ενδεχόμενο να δεχτούν σοβαρές ενισχύσεις. Θ Ξέρξης αντιλαμβανόταν ότι
βρισκόταν στα πρόθυρα ενός στρατηγικού αδιεξόδου.
Τότε ακριβώς, λίγο μετά το πέρας των συγκρούσεων της δεύτερης μέρας, το
απομεσήμερο, κι ενώ ο Μεγάλος Βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει,
εμφανίζεται στο περσικό στρατόπεδο ένας άνδρας από τη Μαλίδα με το
όνομα Εφιάλτης. Αποκάλυψε στους Πέρσες την ύπαρξη της Ανοπαίας ατραπού
και προσφέρθηκε να οδηγήσει σε αυτήν τμήματα του περσικού στρατού. Θ
Ξέρξης διέθεσε περιχαρής γι' αυτή την αποστολή το επίλεκτο σώμα των
«Αθανάτων» με επικεφαλής τον Υδάρνη.
Το
δειλινό της ίδιας μέρας, ξεκίνησε το σώμα των «Αθανάτων» και με οδηγό
τον Εφιάλτη πέρασε τον Ασωπό ποταμό, ακολούθησε την Ανοπαία και έφτασε
την αυγή στο υψηλότερο σημείο της. Στο σημείο αυτό ήρθε σε επαφή με τους
Φωκείς, οι οποίοι, αντιλαμβανόμενοι την προσέγγιση των «Αθάνατων» από
τον κρότο των βημάτων στα ξερά φύλλα, έσπευδαν να οπλιστούν και να
πολεμήσουν. Θ Υδάρνης αιφνιδιάστηκε, καθώς δεν περίμενε να συναντήσει
στρατό, και ρώτησε τον Εφιάλτη μήπως αυτοί που φρουρούσαν τη διάβαση
ήταν Σπαρτιάτες. Αφού έλαβε καθησυχαστική απάντηση, ανέπτυξε τα τμήματά
του, τα οποία άρχισαν να βάλλουν τους αντιπάλους με πυκνά τοξεύματα. Θι
Φωκείς, αιφνιδιασμένοι και απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουν τη βροχή
από τα βέλη, αποσύρθηκαν πιο ψηλά, στην κορυφή του βουνού, προκειμένου
να αμυνθούν αποτελεσματικότερα. Με τον τρόπο αυτό όμως άφησαν αφύλακτη
την ατραπό. Θ Υδάρνης δεν χρονοτρίβησε με τους Φωκείς. Συνέχισε ορμητικά
την πορεία του, ακολουθώντας τώρα το κατωφερές τμήμα της Ανοπαίας και
κινούμενος με ταχύτητα έσπευσε να ολοκληρώσει την κύκλωση.
Με
την επιτυχημένη αποστολή του Υδάρνη, ο αμυντικός αγώνας στις Θερμοπύλες
έπαιρνε μια νέα, τόσο κρίσιμη όσο και δραματική τροπή.
Η
τρίτη μέρα
Ο
Λεωνίδας και οι υπόλοιποι Ελληνες αρχηγοί στις Θερμοπύλες πληροφορήθηκαν
εγκαίρως τον κυκλωτικό ελιγμό των Περσών. Θ Ακαρνάνας μάντης Μεγιστίας,
προσωπικός φίλος του Λεωνίδα, προείπε ότι οι Ελληνες θα πεθάνουν την
αυγή. Ελληνες αυτόμολοι από το περσικό στρατόπεδο είχαν ενημερώσει για
τις κινήσεις του Υδάρνη. Λίγο μετά την αυγή, οι τοποθετημένοι σκοποί
τρέχοντας έφεραν την είδηση ότι οι «Αθάνατοι» είχαν ξεπεράσει το εμπόδιο
των Φωκέων και κατέβαιναν το βουνό.
Η
σύσκεψη των Ελλήνων αρχηγών, που είχε αρχίσει από τη νύχτα, υπήρξε
θυελλώδης λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης. Θι γνώμες ήταν
διχασμένες. Κάποιοι, με κριτήρια καθαρά στρατιωτικά, πίστευαν ότι από
τη στιγμή που δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για επιτυχή συνέχιση της
άμυνας όφειλαν να αποσυρθούν, ώστε να σωθεί το στράτευμα. Θ Λεωνίδας,
έχοντας κάποιους υποστηρικτές, θεώρησε ότι έπρεπε να παραμείνουν στις
θέσεις τους. Τελικά ο Λεωνίδας ήταν αυτός που έδωσε τη λύση.
Αντιλαμβανόμενος την απροθυμία των υπόλοιπων ελληνικών σωμάτων να
διακινδυνεύσουν και θέλοντας να τους περισώσει για να πολεμήσουν
αργότερα, τους διέταξε επισήμως να αποχωρήσουν. Θ ίδιος με τους
τριακόσιους Σπαρτιάτες θα παρέμεναν να συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι
τέλους, γιατί αυτό υπαγόρευαν η στρατιωτική τιμή και ο νόμος της
Σπάρτης. Θπωσδήποτε, τα κίνητρα του Λεωνίδα, εκτός από πατριωτικά, είχαν
και τη στρατιωτικοπολιτική τους εξήγηση. Από πολιτική άποψη, η
γενικότερη κατάσταση ήταν κρίσιμη. Η Σπάρτη έπρεπε εμπράκτως να δείξει
τη θέλησή της να αντισταθεί, προκειμένου να συγκρατήσει το ρεύμα του
μηδισμού στις ελληνικές πόλεις. Μετά την υποχώρηση στα Τέμπη, ολόκληρη
η Θεσσαλία είχε υποταχτεί, ενώ οι ενέργειες του Εφιάλτη ήταν ένα ακόμα
χαρακτηριστικό παράδειγμα. Εξάλλου, η παρουσία στις Θερμοπύλες
αντιπροσώπευε και την έμπρακτη υποστήριξη στον άλλο μεγάλο εταίρο της
Πανελλήνιας Συμμαχίας, την Αθήνα. Σκοπός της άμυνας ήταν η προστασία της
Νότιας Ελλάδας και ιδίως της Αττικής. Εκτός αυτού, παράλληλα με τις
χερσαίες επιχειρήσεις στις Θερμοπύλες, διεξαγόταν και ο ναυτικός αγώνας
στο Αρτεμίσιο, όπως αναλυτικά θα δούμε παρακάτω. Από στρατιωτικής
άποψης, λοιπόν, η συνέχιση του αμυντικού αγώνα θα προσέφερε μια ακόμα
ευκαιρία στον ελληνικό στόλο, ραχοκοκαλιά του οποίου αποτελούσαν οι
αθηναϊκές τριήρεις, να προκαλέσει ακόμα περισσότερες φθορές στον
αντίστοιχο περσικό. Αλλωστε, τα υποχωρούντα τμήματα στις Θερμοπύλες
χρειάζονταν κάλυψη και ο Λεωνίδας ως στρατηγός ήξερε πώς να προκαλέσει
ακόμα μεγαλύτερη φθορά στον περσικό στρατό, όπως θα φανεί από τις
ενέργειές του παρακάτω.
Οι
σύμμαχοι αποχώρησαν πράγματι εγκαίρως κατευθυνόμενοι χωριστά στις πόλεις
τους. Δεν έφυγαν όμως όλοι. Θι επτακόσιοι Θεσπιείς με αρχηγό τον
Δημόφιλο του Διαδρόμου επέλεξαν να σταθούν δίπλα στον Λεωνίδα, θεωρώντας
μικρό το αντάλλαγμα να μοιραστούν το θάνατό του, προκειμένου να λάβουν
το μερίδιο στη δόξα του. Εκτός αυτού, όπως θα δούμε παρακάτω, σε
περίπτωση υποχώρησής τους, η πόλη τους θα παρέμενε εκτεθειμένη στον
εχθρό και οι ίδιοι θα έπαιρναν το δρόμο της εξορίας. Εμειναν επίσης και
τετρακόσιοι Θηβαίοι, αν και ορισμένες πηγές μας αντιλαμβάνονται την
παραμονή τους ως αναγκαστική, επειδή η πόλη τους ήταν ύποπτη μηδισμού.
Αυτή την πληροφορία μάς τη μεταφέρει ο Ηρόδοτος. Θ μεταγενέστερος
Πλούταρχος (1ος-2ος αι. μ.Χ.) στο έργο του
«Περί της Ηροδότου κακοηθείας»
τον αντικρούει λέγοντας ότι,
αν ήταν ύποπτοι, ο Λεωνίδας δεν θα είχε την πολυτέλεια να διαθέσει
φρουρά γι' αυτούς ούτε θα έπαιρνε στη μάχη αφερέγγυους συμπολεμιστές που
μπορούσαν πάντα να του επιτεθούν ξαφνικά. Υπάρχει, τέλος, και η
πιθανότητα να επέλεξαν οι Θηβαίοι να παραμείνουν για να αποσείσουν
ακριβώς την κατηγορία του μηδισμού από την πόλη τους, δί-νοντάς της με
την πράξη τους το πλεονέκτημα της αμφιβολίας στα μάτια των υπόλοιπων
Ελλήνων. Θ φίλος του Λεωνίδα μάντης Μεγιστίας επέδειξε μια στάση
προσωπικού ηρωισμού επιλέγοντας να παραμείνει στο πλευρό του, ενώ
διασφάλισε την αποχώρηση του μοναδικού γιου του μαζί με τους υπόλοιπους
Ακαρνάνες. Πιθανώς παρέμειναν μαζί με τον Λεωνίδα 1.000 ή 900
περίοικοι,
κάτοικοι της Λακεδαίμονος,
χωρίς πολιτικά δικαιώματα στην ίδια τη Σπάρτη, αλλά με υποχρέωση
στρατιωτικής υπηρεσίας ως οπλίτες, και 300
είλωτες
(δημόσιοι δούλοι), ένας για κάθε Σπαρτιάτη. Το σύνολο, δηλαδή, των
δυνάμεων που διέθετε ο Λεωνίδας πλησίαζε τις 2.300 ή 2.400 οπλιτών. Μια
νέα φάση της Μάχης των Θερμοπυλών, η ενδοξότερη, άρχιζε τώρα. Προοπτική
νίκης ή σωτηρίας των εναπομεινάντων τμημάτων δεν υπήρχε. Και ήταν
προδιαγραμμένα όχι μόνο η τύχη των Ελλήνων πολεμιστών, που παρέμειναν
εθελοντικά να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων, αλλά και η έκβαση της μάχης και
τα χρονικά όρια. Λίγες ώρες αγώνα έμεναν μέχρι να φτάσουν οι «Αθάνατοι»
του Υδάρνη.
Η
εκπλήρωση της βασικής αποστολής της παραμονής στις Θερμοπύλες, δηλαδή η
παρεμπόδιση της διάβασης των Περσών, είχε καταστεί πλέον αδύνατη.
Μπορούσε, όμως, ακόμα ο Λεωνίδας να προκαλέσει τη μεγαλύτερη δυνατή
φθορά στον εχθρό. Αυτή ήταν τώρα η αποστολή του. Για να επιτύχει το
μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα μετακίνησε τις δυνάμεις του το πρωί της
τρίτης μέρας, προς τις θέσεις των Περσών, πιο μπροστά από το στενό που
διεξήχθησαν οι συγκρούσεις των δύο πρώτων ημερών. Στο σημείο που επέλεξε
η στενωπός ευρυνόταν σημαντικά. Εκεί παρέταξε το σύνολο των ανδρών που
διέθετε, σε σχηματισμό φάλαγγας, εκτός από ελάχιστους που άφησε ως
φρουρά στο τείχος των Φωκέων. Με τον τρόπο αυτό οι οπλίτες θα
αγωνίζονταν όλοι μαζί ολόκληρο το χρόνο που απέμενε με τον περισσότερο
αποδοτικό σχηματισμό μάχης και όχι εναλλασσόμενοι διαδοχικά όπως τις
δύο προηγούμενες μέρες. Ετσι θα προκαλούσαν ως την άφιξη των «Αθανάτων»
τις μεγαλύτερες δυνατές απώλειες στον εχθρό.
Η
μετακίνηση αυτή σε ευρύ πεδίο συνιστούσε για τους εναπομείναντες Ελληνες
έξοδο θανάτου. Θταν λοιπόν άρχισε η σύγκρουση με τους επιτιθέμενους
Πέρσες, η συμπλοκή πήρε ευθύς εξαρχής την πιο άγρια μορφή. Οι Πέρσες
αξιωματικοί όχι μόνο έριχναν τους άνδρες τους κατά κύματα πάνω στην
ελληνική φάλαγγα, αλλά τους μαστίγωναν για να προχωρούν μπροστά, όταν τα
ανθρώπινα κύματα συντρίβονταν στο μεταλλικό τείχος των Ελλήνων οπλιτών.
Η παραφορά και το πολεμικό μένος των Ελλήνων για άλλη μια φορά
προκάλεσαν βαρύτατες απώλειες στα περσικά τμήματα. Θσοι Πέρσες δεν
έπεφταν απωθούμενοι από τα μακρύτερα ελληνικά δόρατα στη θάλασσα,
συντρίβονταν ανάμεσα στα επερχόμενα νέα τμήματα του δικού τους στρατού
και το αρραγές μέτωπο της φάλαγγας. Θμως οι Πέρσες είναι αμέτρητοι. Τα
ελληνικά δόρατα σπάνε και οι οπλίτες τώρα πολεμούν με τα ξίφη τους. Θ
Λεωνίδας, σαν πραγματικός Σπαρτιάτης βασιλιάς, μάχεται ως
πρόμαχος,
δηλαδή στην κεφαλή της
παράταξης.
Η
αριθμητική υπεροχή των Περσών, όμως, αρχίζει να επηρεάζει την έκβαση της
μάχης. Θ Λεωνίδας και όσοι είναι γύρω του υποκύπτουν στα χτυπήματα των
υπεράριθμων εχθρών. Θι Πέρσες σπεύδουν να αποσπάσουν το πτώμα του. Εχουν
όμως να κάνουν με τη λυσσαλέα αντίσταση των επιζώντων οπλιτών. Τέσσερις
φορές προσπάθησαν και τις τέσσερις φορές απωθήθηκαν με φρικτές απώλειες,
ενώ οι Ελληνες κατόρθωσαν να σύρουν την ηρωική σορό προς το μέρος τους.
Ανάμεσα στους υψηλόβαθμους Πέρσες που σκοτώνονται, βρίσκονται και δύο
αδελφοί του Ξέρξη. Εκείνη όμως τη στιγμή οι Θηβαίοι πετούν τις ασπίδες
τους, όπως ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος παράδοσης των οπλιτών, και
φωνάζουν ότι παραδίνονται. Θι Πέρσες δεν καταλαβαίνουν και σκοτώνουν
αρκετούς, αλλά, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Θεσσαλοί σώζουν τους
Θηβαίους, πληροφορώντας τον Ξέρξη ότι οι Θηβαίοι παραδίδονται. Και πάλι
ο Πλούταρχος αντικρούει τον Ηρόδοτο, λέγοντας ότι μέσα στη σύγχυση της
μάχης αυτό δεν ήταν δυνατό. Αλλωστε, υποστηρίζει, οι Θεσσαλοί ήταν
εχθρικοί προς τους Θηβαίους λόγω πολέμου που είχε λάβει χώρα πριν από
την περσική εισβολή. Θπως και να έχει, ο Ξέρξης διέταξε να συλληφθούν οι
Θηβαίοι και να στιγματιστούν με πυρωμένο σίδερο, να υποστούν δηλαδή την
τιμωρία των απείθαρχων απέναντι στον αφέντη τους δούλων.
Ολιγάριθμοι, ματωμένοι, οι περισσότεροι χωρίς δόρατα, με τους επικεφαλής
τους νεκρούς, οι υπόλοιποι Ελληνες παραμένουν κύριοι του πεδίου
συμπλοκής. Δεν παύουν να είναι νικητές.
Η
τελική σύγκρουση, ο τιμημένος θάνατος και η αιώνια δόξα
Η
τύχη, όμως, της μάχης αντιστρέφεται ραγδαία με την άφιξη των «Αθανάτων»
στα νώτα των επιζώντων Ελλήνων. Πολεμώντας μέχρι τη στιγμή εκείνη σε
ένα μέτωπο, οι καταπονημένοι οπλίτες παρέμεναν αδιαμφισβήτητοι νικητές.
Τώρα όμως αναγκάζονται να συμπτυχθούν, με επιτυχία παρ' όλα ταύτα, προς
τη στενή δίοδο των Θερμοπυλών. Περνούν το τείχος των Φωκέων και
παρατάσσονται ελάχιστα πίσω του σε ένα μικρό λόφο, τον Κολωνό. Με
κυκλική διάταξη, προκειμένου να διατηρούν επαφή με όλα τα μέτωπα,
αποφασίζουν να δώσουν εκεί την τελική μάχη με όσα όπλα τους απέμεναν,
ακόμα με τα χέρια ή τα δόντια. Αλλά ακόμα και χωρίς όπλα προκαλούν τρόμο
στον εχθρό. Τόσο οι Πέρσες που επιτίθε-ντο κατά μέτωπο όσο και οι
επίλεκτοι «Αθάνατοι» που έφθασαν από την Ανοπαία δεν τόλμησαν να
πλησιάσουν για μάχη εκ του συστάδην. Πρώτα γκρέμισαν το τείχος των
Φωκέων, τους κύκλωσαν από όλα τα σημεία και τους χτυπούσαν με ακόντια
και με βέλη έως τη στιγμή που έπεσαν νεκροί και οι τελευταίοι. Ετσι
τέλειωσε η μάχη.
Ο
Ξέρξης μετά το πέρας της σύγκρουσης διέταξε να αναζητηθεί το πτώμα του
Λεωνίδα. Ηταν τόσο εξοργισμένος, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ώστε διέταξε
να του κόψουν το κεφάλι και να το κρεμάσουν σε έναν πάσσαλο. Η ατίμωση
αυτή του ηρωικού νεκρού δείχνει το μέγεθος της οργής του Μεγάλου
Βασιλιά, τόσο Μεγάλου, ώστε να αγνοήσει την περσική συνήθεια να τιμώνται
πάρα πολύ οι θαρραλέοι πολεμιστές, έστω κι αν είναι αντίπαλοι. Και η
οργή του Ξέρξη ήταν δικαιολογημένη. Η μάχη έληξε με ήττα των Ελλήνων και
οι Πέρσες έγιναν κύριοι της διόδου. Η ήττα μάλιστα ήταν κρίσιμη, καθώς
άνοιγε το δρόμο στον περσικό στρατό να κατακλύσει και να ερημώσει τη
Νότια Ελλάδα, με πρώτη την Αττική. Θ ηθικός αντίκτυπος όμως της στάσης
του Λεωνίδα και των συμπολεμιστών του ήταν τεράστιος. Η αφοσίωση στο
καθήκον και η υπέρτατη θυσία των μαχητών στις Θερμοπύλες χαλύβδωσαν την
υπόλοιπη Ελλάδα και απέδειξαν ότι οι Πέρσες δεν ήταν αήττητοι. Η ηθική
αυτή νίκη συνέβαλε σημαντικά στην τελική έκβαση του πολέμου.
Απόδειξη του σεβασμού, της αναγνώρισης και του λιτού και μεστού τρόπου
με τον οποίο η Ελλάδα ξέρει να τιμά τους νεκρούς ήρωές της είναι τα τρία
επιγράμματα που χαράχτηκαν στους τάφους των ηρωικών νεκρών, οι οποίοι
θάφτηκαν στον τόπο της μάχης. Τα συνέθεσε ο μεγαλύτερος ποιητής της
εποχής, ο Σιμωνίδης από την Κέα, και μας τα διέσωσε ο Ηρόδοτος. Ενα
κατά παραγγελία της Αμφικτιονίας των Δελφών προς τιμήν των Πελοποννησίων
που έπεσαν τις δύο πρώτες μέρες: «Εδώ πολέμησαν κάποτε με τρία
εκατομμύρια Περσών τέσσερις χιλιάδες Πελοποννήσιοι». Ενα δεύτερο
επίγραμμα χάραξε ο ίδιος ο Σιμωνίδης στον τάφο του προσωπικού του φίλου
μάντη Μεγιστία: «Αυτός είναι ο τάφος του δοξασμένου Μεγιστία, που κάποτε
σκότωσαν οι Μήδοι, όταν πέρασαν τον Σπερχειό, του μάντη, που ενώ γνώριζε
καλά πως πλησίαζε ο θάνατος, δεν δέχτηκε να εγκαταλείψει το βασιλιά της
Σπάρτης». Το τρίτο επίγραμμα, που είναι και το πιο γνωστό, σεμνό κόσμημα
ανδρείας και πίστης στην πατρίδα, χαράχτηκε στον τάφο των τριακοσίων και
του Λεωνίδα και πάλι κατά παραγγελία της Αμφικτιονίας των Δελφών. Θ
γράφων δεν θεωρεί τον εαυτό του ικανό ούτε καν να επιχειρήσει να
αποδώσει στα νέα ελληνικά την αρμονία και τη λιτότητα που απηχεί έναν
ηρωισμό άφθαρτο στο χρόνο: «Ω ξεϊν, άγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τηδε
κείμεθα, τοΤς κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Σύμφωνα με μεταγενέστερες
παραδόσεις, ανάλογα επιγράμματα στήθηκαν για να τιμηθούν οι Θεσπιείς και
οι Θπούντιοι Λοκροί.
Αρτεμίσιο και ναυτικός αγώνας
Οι
μάχες στο πέρασμα των Θερμοπυλών και η ένδοξη ήττα πολύ συχνά στρέφουν
την προσοχή μακριά από τις εξίσου σημαντικές ναυτικές επιχειρήσεις, οι
οποίες έλαβαν χώρα παράλληλα με τις Θερμοπύλες στο Αρτεμίσιο. Θπως
εύστοχα έχει επισημανθεί, η πεποίθηση των Ελλήνων για την ανωτερότητά
τους και στη θάλασσα χτίστηκε χάρη στο ναυτικό αγώνα στη Βόρεια Εύβοια.
Η
αποστολή του ελληνικού στόλου στο Αρτεμίσιο ήταν, όπως του ελληνικού
στρατού στις Θερμοπύλες, καθαρά αμυντική. Να παρεμποδίσει, δηλαδή, τη
δίοδο του περσικού στόλου από το θαλάσσιο στενό της βόρειας Εύβοιας και
την είσοδο στον Μαλιακό κόλπο και στον Ευβοϊκό, ώστε να μην μπορέσει να
πραγματοποιήσει αποβάσεις στα μετόπισθεν των Θερμοπυλών και να
προχωρήσει έπειτα προς τη νοτιότερη Ελλάδα. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι
κύρια αποστολή ήταν η άμυνα, η φύση της ναυτικής μάχης και το ότι η
υπεροχή των Περσών σε αριθμό πλοίων ήταν σημαντική, αλλά όχι
συντριπτική (ο ελληνικός στόλος αριθμούσε 271 τριήρεις, από τις οποίες
οι 127 ήταν αθηναϊκές, και 9 πεντηκοντόρους), άφηναν περιθώρια και στους
Ελληνες για επιθετική πρωτοβουλία. Και άσκησαν την πρωτοβουλία αυτή σε
τέτοιο βαθμό, ώστε από τις τρεις συγκρούσεις που έγιναν στα νερά του
Αρτεμισίου οι δύο να έχουν προέλθει από επιθετική ενέργεια του ελληνικού
στόλου.
Οι
δύο στόλοι λαμβάνουν θέσεις
Μετά τη σύλληψη των τριών ελληνικών πλοίων στη Σκιάθο και τη δοκιμασία
της καταιγίδας, όπως είδαμε, ο περσικός στόλος έφτασε στον όρμο των
Αφετών τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες της ημέρας που άρχιζε η Μάχη των
Θερμοπυλών. Θι Αφέτες, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, βρίσκονται
βορειοανατολικά του Αρτεμισίου στο σημερινό κόλπο της Ανδριαμής, στη
νότια πλευρά της χερσονήσου των Παγασών. Θι Πέρσες επικεφαλής είχαν ήδη
πληροφορηθεί ότι ο ελληνικός στόλος ναυλοχούσε στο Αρτεμίσιο.
Διαπίστωσαν ότι τα ελληνικά πλοία ήταν λίγα. Απέφυγαν, όμως, να
επιτεθούν άμεσα, υπολογίζοντας ότι μια κατά μέτωπον επίθεση θα είχε ως
πιθανό αποτέλεσμα τη διαφυγή προς Νότο των αντιπάλων.
Αποστολή του περσικού στόλου ήταν η συντριβή της ελληνικής ναυτικής
δύναμης, προκειμένου μέσω της κυριαρχίας στη θάλασσα με ασφάλεια να
παραπλέει τις ακτές και να έχει τη δυνατότητα να διενεργεί αποβάσεις
στα μετόπισθεν της όποιας αμυντικής γραμμής των Ελλήνων. Για την
επιτυχία αυτού του στόχου τέθηκε σε εφαρμογή ειδικό σχέδιο. Διακόσια
πλοία του περσικού στόλου στάλθηκαν προς Βορρά με εντολή, αφού
πε-ριπλεύσουν αθέατα τη Σκιάθο, να πλεύσουν προς Νότο περνώντας την
Εύβοια και αφού φτάσουν στον Εύριπο να φράξουν την οδό υποχώρησης των
Ελλήνων. Ετσι, καθώς ο ελληνικός στόλος θα ήταν κυκλωμένος, η κύρια
δύναμη των περσικών πλοίων θα διενεργούσε επίθεση από τους Αφέτες, μόνο
αφού λάμβαναν το σήμα ότι τα διακόσια πλοία ήταν στη θέση τους.
Και μόνη η θέα του όγκου του περσικού στόλου επηρέασε το ηθικό των
Ελλήνων που στάθμευαν στο Αρτεμίσιο. Εκδηλώθηκαν τάσεις για εγκατάλειψη
της θέσης, ιδίως από την πλευρά των Πελο-ποννησίων, με πρωταγωνιστές
τους Κορίνθιους, που ζητούσαν σύμπτυξη στον Ισθμό. Θ επικεφαλής όμως
του αθηναϊκού στόλου Θεμιστοκλής, της ισχυρότερης δηλαδή μοίρας του
ελληνικού στόλου, αντιλήφθηκε το πόσο ολέθρια θα ήταν μια τέτοια
ενέργεια. Το αποτέλεσμα θα ήταν η ανατροπή όλης της αμυντικής γραμμής
Θερμοπυλών - Αρτεμισίου. Θι Πέρσες θα ήταν σε θέση να καταλάβουν
ολόκληρη την περιοχή έξω από τον Ισθμό. Γι' αυτό αντέδρασε έντονα και
κατάφερε να αποτρέψει την ιδέα της σύμπτυξης.
Στο μεταξύ, τις πρώτες απογευματινές ώρες της ίδιας μέρας έφθασε ένας
αυτόμολος από τον περσικό στόλο Ελληνας από τη Σκιώνη της Χαλκιδικής
με το όνομα Σκυλλίας, φέρνοντας πολύτιμες πληροφορίες. Ενημέρωσε τους
Ελληνες αρχηγούς για τις μεγάλες ζημιές του περσικού στόλου από την
καταιγίδα στην Ανατολική Μαγνησία και την προσπάθεια κύκλωσης. Με βάση
τις πληροφορίες αυτές, αποφασίστηκε να παραμείνει ο ελληνικός στόλος στη
θέση του και τη νύκτα, για μη γίνει αντιληπτός από τους Πέρσες, να
αποπλεύσει προς Νότο. Εκεί θα συναντούσε τα διακόσια περσικά πλοία και
δίνοντας μάχη θα ματαίωνε το σχέδιο του εχθρού για κύκλωσή του.
Η
πρώτη εμπλοκή
Ο
συγκεκριμένος τρόπος δράσης, όμως, σήμαινε, έστω και προσωρινά, την
εγκατάλειψη της πλεονεκτικής θέσης του Αρτεμισίου. Γι' αυτό το λόγο και
πάλι ο Θεμιστοκλής κατόρθωσε να πείσει τους υπόλοιπους αρχηγούς να
ακολουθήσουν διαφορετική τακτική. Εχοντας εμπιστοσύνη στο αξιόμαχο του
ελληνικού στόλου, προέβαλε ως επιχείρημα τις πληροφορίες του Σκυλλία. Θ
περσικός στόλος που ήταν στους Αφέτες είχε μειωμένο αριθμό πλοίων. 400
πλοία είχαν χαθεί λόγω της καταιγίδας στην Ανατολική Μαγνησία. Τώρα
άλλα 200 πλοία έλειπαν για να εφαρμόσουν την κυκλωτική κίνηση, το σύνολο
δηλαδή 600. Πρότεινε, λοιπόν, να αναλάβουν οι Ελληνες την πρωτοβουλία
της επίθεσης. Να επιχειρήσουν προς το τέλος της ημέρας δοκιμαστική
επίθεση εναντίον του εχθρού για να εξακριβώσουν τις αντιδράσεις του και
την απόδοση της ελληνικής τακτικής του
διέκπλου,
της διάσπασης της εχθρικής γραμμής κατά τη ναυμαχία και της προσβολής
του αντιπάλου από τα πλάγια και από τα νώτα. Η πρότασή του έγινε δεκτή.
Οι
Πέρσες, όταν είδαν τους Ελληνες να επιτίθενται με μικρότερο αριθμό
πλοίων, θεώρησαν ότι τρελάθηκαν και έσπευσαν να τους συναντήσουν
ελπίζοντας σε μια εύκολη και συντριπτική νίκη. Υποτιμώντας τον αντίπαλο,
κύκλωσαν τα ελληνικά πλοία στο μέσο περίπου του θαλάσσιου στενού, όπου
συναντήθηκαν οι δύο στόλοι. Αλλά τα ελληνικά πλοία έλαβαν τον κατάλληλο
σχηματισμό. Με το σήμα των αρχηγών, έστρεψαν τις πρώρες με τα έμβολα
προς τον εχθρό και πλησίασαν τις πρύμνες τους κοντά τη μία στην άλλη.
Σχηματίστηκε έτσι κύκλος και τα πλοία ήταν παρατεταγμένα σε ακτι-νοειδή
διάταξη. Η ακρίβεια και η ταχύτητα των κινήσεων έδειξαν την ικανότητα
και το υψηλό ηθικό αρχηγών και πληρωμάτων μπροστά στον κίνδυνο. Θ
σχηματισμός εξασφάλισε την άμυνα των ελληνικών πλοίων απέναντι στον
περσικό κλοιό. Θι Ελληνες δεν άργησαν να αναλάβουν την επίθεση
εφαρμόζοντας τον
διέκπλου.
Η
ναυμαχία κράτησε μέχρι που έπεσε το σκοτάδι, οπότε οι δύο αντίπαλοι
απεμπλάκησαν. Θι Ελληνες επέστρεψαν στο Αρτεμίσιο και οι Πέρσες στους
Αφέτες. Τριάντα εχθρικά πλοία κυρίευσαν οι Ελληνες. Μάλιστα, πρώτος
κυρίευσε εχθρικό πλοίο ο Αθηναίος Λυκομήδης και γι' αυτό του δόθηκε το
αριστείο της ναυμαχίας. Η πρώτη αυτή σύγκρουση υπήρξε μάλλον αμφίρροπη.
Ηταν όμως ουσιαστική επιτυχία των Ελλήνων. Είχε καλά αποτελέσματα για το
ηθικό τους, καθώς απέδειξε στην πράξη ότι ο περσικός στόλος, παρά την
αριθμητική υπεροχή του, δεν ήταν ακαταμάχητος. Τα ελληνικά πλοία ήταν σε
θέση να τον αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά.
Θι
καιρικές συνθήκες στο πλευρό των Ελλήνων
Τη
νύχτα μετά την πρώτη σύγκρουση, ο περσικός στόλος υπέστη βαρύτατες
απώλειες, κάτι που βελτίωσε ακόμα περισσότερο τη θέση των Ελλήνων.
Ισχυροί νότιοι άνεμοι και θύελλα κατέστρεψαν τα 200 περσικά πλοία που
έπλεαν μέσα στη νύχτα κοντά στα Κοίλα της Εύβοιας. Η καταστροφή αυτή
οφειλόταν βέβαια στη σύμπτωση να ξεσπάσει νυχτερινή θύελλα, αλλά και
στο ότι οι Πέρσες επιχείρησαν τη συγκεκριμένη κίνηση σε άγνωστες γι'
αυτούς θάλασσες. Δεν είχαν γνώση ότι βρίσκονταν στην περίοδο των ετησίων
ανέμων (μελτέμια). Με τη βοήθεια λοιπόν των ανέμων ο ελληνικός στόλος
βελτίωσε αριθμητικά ακόμα περισσότερο τις δυνατότητές του έναντι του
περσικού.
Η
ίδια κακοκαιρία δημιούργησε προβλήματα και στην κύρια ναυτική δύναμη των
Περσών στους Αφέτες. Η θύελλα ταρακουνούσε τα πλοία, ενώ τα συντρίμμια
των ναυαγίων από την προηγούμενη σύγκρουση ορμητικά χτυπούσαν τις πρώρες
και τα κουπιά των αγκυροβολημένων περσικών πλοίων. Τα πληρώματα
ταλαιπωρήθηκαν και κατατρόμαξαν. Η νυχτερινή καταιγίδα, επίσης (με
θεϊκή ίσως παρέμβαση θα έλεγαν οι αρχαίοι), κατέστησε αδύνατη την
αποχώρηση του ελληνικού στόλου από το Αρτεμίσιο.
Η
δεύτερη σύγκρουση
Την επόμενη μέρα έφτασαν 53 αθηναϊκά πλοία και ο στόλος ενισχύθηκε
σημαντικά. Την ίδια ώρα ήρθε η είδηση για την καταστροφή των περσικών
πλοίων. Δεν υπήρχε πλέον ούτε λόγος ούτε δικαιολογία ή πρόσχημα για την
αποχώρηση των Ελλήνων. Εκτός αυτού, οι Πέρσες στους Αφέτες δεν έπαιρναν
κάποια επιθετική πρωτοβουλία. Κρατούσαν τα πλοία τους ακίνητα διότι
είχαν ανάγκη μια ανάπαυλα με σκοπό να συνέλθουν τα πληρώματα από τη
νυχτερινή δοκιμασία.
Όταν απέπλευσαν οι Ελληνες την ίδια με την προηγούμενη μέρα ώρα, οι
Πέρσες δεν βγήκαν από τον όρμο να τους αντιμετωπίσουν. Ετσι τα ελληνικά
πλοία έφτασαν ανενόχλητα στους Αφέτες. Εκεί επιτέθηκαν στα πλοία των
Κιλίκων, τα οποία πιθανώς βρίσκονταν στην εξωτερική πλευρά του όρμου και
τα κατέστρεψαν χωρίς να υπάρξει αντίδραση από τον υπόλοιπο περσικό
στόλο. Με το που έφτασε η νύχτα, οι Ελληνες επέστρεψαν στο Αρτεμίσιο.
Επρόκειτο για μια επιτυχημένη επιδρομή. Θ εχθρός δεν πρόλαβε να
αντιδράσει, καθώς η επίθεση έγινε και πάλι προς το τέλος της ημέρας. Σε
περίπτωση που αυτή αποτύγχανε, η γρήγορη έλευση του σκοταδιού θα κάλυπτε
τη φυγή των Ελλήνων.
Η
τρίτη και μεγάλη ναυμαχία
Οι
επιχειρήσεις έλαβαν διαφορετική τροπή την επομένη, τρίτη μέρα των
συγκρούσεων. Θι Πέρσες ναύαρχοι αποφάσισαν να αναλάβουν επιθετική
πρωτοβουλία και περίπου στο μέσο της ημέρας αναχώρησαν από τους Αφέτες
με το σύνολο του στόλου τους. Θι Ελληνες απέφυγαν να ναυμαχήσουν στα
ανοιχτά του στενού και κράτησαν τα πλοία τους ακίνητα στο Αρτεμίσιο, για
να έχουν το πλεονέκτημα του στενού χώρου. Με τον τρόπο αυτό ο
μεγαλύτερος αριθμητικά περσικός στόλος θα είχε δυσκολίες στο να κινηθεί
και να αναπτυχθεί. Θι Πέρσες παρέταξαν τα πλοία τους σε μηνοειδή διάταξη
(σχήμα μισοφέγγαρου) με πρόθεση να κυκλώσουν τα ελληνικά πλοία αν
προχωρούσαν προς τα έξω ή να τα αποκλείσουν και να χτυπήσουν μέσα στον
αιγιαλό του Αρτεμισίου αν παρέμεναν. Θι Ελληνες, όμως, όταν πλησίασαν οι
Πέρσες, κινήθηκαν μεν επιθετικά, αλλά προχωρώντας μόνο μέχρι τις
προεξοχές της ξηράς στα δύο άκρα του αιγιαλού, ώστε να αποφύγουν την
κύκλωση. Η σύγκρουση ξεκίνησε σφοδρή. Τα περσικά πλοία, βαρύτερα και
περισσότερα, συνωστίζονταν στο στενό χώρο με αποτέλεσμα να συγκρούονται
μεταξύ τους. Επέμεναν όμως στον αγώνα γιατί τους φαινόταν ταπεινωτικό να
υποχωρήσουν ενώ διέθεταν την αριθμητική υπεροχή. Θι απώλειες ήταν
βαριές και για τις δύο πλευρές, βαρύτερες όμως για τους Πέρσες. Η
ναυμαχία παρέμενε αμφίρροπη και έληξε χωρίς ξεκάθαρο νικητή. Και οι δύο
στόλοι αποσύρθηκαν στις βάσεις τους. Από την πλευρά των Περσών
διακρίθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ από εκείνη των Ελλήνων οι Αθηναίοι και
ειδικά ο Κλεινίας, ο πατέρας του Αλκιβιάδη. Αλλωστε, οι Αθηναίοι ήταν
αυτοί που είχαν και τις μεγαλύτερες απώλειες, καθώς έπαθαν ζημιές ή
καταστράφηκαν τα μισά πλοία τους.
Αυτή η τρίτη σύγκρουση ήταν η κατεξοχήν Ναυμαχία του Αρτεμισίου, όχι
μόνο από την άποψη ότι έλαβε χώρα κοντά του, αλλά και από το χρόνο που
διήρκεσε, τη σφοδρότητα της σύγκρουσης και το μέγεθος των απωλειών. Θα
πρέπει να θεωρηθεί ως ελληνική νίκη. Γιατί όχι μόνο παρέμειναν οι
Ελληνες κύριοι του ναυτικού πεδίου, μαζεύοντας τους νεκρούς και τα
ναυάγια του στόλου τους, αλλά και εκπλήρωσαν την αμυντική αποστολή τους.
Και διατήρησαν τις δυνάμεις τους αξιόμαχες και δεν επέτρεψαν στον
αντίπαλο στόλο να εισέλθει στο στενό.
Ο
ελληνικός στόλος υποχωρεί
Μετά τη ναυμαχία, ο απεσταλμένος ως σύνδεσμος στο ελληνικό στρατόπεδο
των Θερμοπυλών Αβρώνιχος από την Αθήνα έφερε την είδηση για το θάνατο
Λεωνίδα και την κατάληψη του περάσματος. Η παραμονή του ελληνικού
στόλου στο Αρτεμίσιο ήταν πλέον και περιττή και επικίνδυνη. Αποφασίστηκε
η άμεση αναχώρηση προς Νότο, με εμπροσθοφυλακή τα πλοία της Κορίνθου και
οπισθοφυλακή τα αθηναϊκά.πλοία.
Οι
πέρσες είδαν με έκπληξη τον ουσιαστικά νικητή ελληνικό στόλο να
υποχωρεί. Πριν όμως αναχωρήσουν, ανανέωσαν τις προμήθειές τους
επιτάσσοντας τα κοπάδια και τα τρόφιμα των Ευβοέων, γιατί θεώρησαν
καλύτερο να τα πάρουν αυτοί, παρά να μείνουν στον εχθρό. Επιπλέον, ο
Θεμιστοκλής συνέλαβε και εφάρμοσε ένα τέχνασμα για να σπείρει τη
διχόνοια στον περσικό στόλο. Εστειλε τα πιο αξιόπλοα πλοία στα σημεία
όπου ήταν πιθανόν να αποβιβαστούν τα περσικά πληρώματα για προμήθειες
και άφησαν χαραγμένα σε βράχους μηνύματα προς τους Ιωνες Ελληνες που
υπηρετούσαν στο περσικό Ναυτικό. Τους παρακινούσαν να αυτομολήσουν
στους Ελληνες, κι αν δεν ήταν αυτό δυνατό, να πολεμούν χωρίς ζήλο, να
δημιουργούν δυσκολίες στους Πέρσες κατά τις ναυμαχίες και να πείσουν
τους Κάρες να κάνουν το ίδιο. Με τις εκκλήσεις αυτές απέβλεπε ο
Θεμιστοκλής σε διπλό σκοπό. Να επιτύχει ενδεχομένως προσχωρήσεις των
ιωνικών και καρικών πλοίων στην ελληνική πλευρά και να προκαλέσει
δυσπιστία για τους Ίωνες και τους Κάρες στην περσική ηγεσία.
Η
Ναυμαχία στο Αρτεμίσιο έληξε με πλήρη νίκη των Ελλήνων στο στρατηγικό
πεδίο. Ο ελληνικός στόλος είχε εκπληρώσει με επιτυχία την αποστολή του.
Η νίκη οφειλόταν σε δύο παράγοντες. Πρώτον, οι Αθηναίοι, που ήταν και
οι κύριοι υπεύθυνοι για τον κατά θάλασσα αγώνα, διέθεσαν (σε αντίθεση με
τους επιφυλακτικούς Λακεδαιμονίους στις Θερμοπύλες) το σύνολο σχεδόν
του στόλου τους. Υπήρχαν, λοιπόν, επαρκείς ναυτικές δυνάμεις. Δεύτερον,
οι Αθηναίοι είχαν την τύχη να διαθέτουν ένα ικανότατο πολεμικό ηγέτη
μεγίστης αξίας, τον Θεμιστοκλή. Αυτός κατόρθωνε να επηρεάζει τον
ναύαρχο Ευρυβιάδη και να προλαβαίνει δύσκολες καταστάσεις και αστοχίες.
Καθόλου άδικα, από την αρχαιότητα ήδη, το Αρτεμίσιο θεωρήθηκε νίκη
κατεξοχήν των Αθηναίων. θα μπορούσε, τέλος, με πειστικότητα να
υποστηριχθεί ότι η ναυμαχία αυτή, ειδικά η σύγκρουση της τελευταίας
μέρας, αποτέλεσε μια γενική δοκιμή για την επερχόμενη Ναυμαχία της
Σαλαμίνας. Θι Ελληνες έμαθαν στην πράξη και μέσα από τον κίνδυνο ότι
τίποτα δεν έχουν να φοβηθούν όσοι έχουν ικανότητες και τολμούν να
μάχονται.
Η
πορεία προς τη Σαλαμίνα
Με
την εγκατάλειψη της θαλάσσιας περιοχής στα βόρεια της Εύβοιας από τον
ελληνικό στόλο και με την κατοχή του στενού των Θερμοπυλών, άνοιξε ο
δρόμος για την κατάληψη ολόκληρης της Κεντρικής Ελλάδας από τον περσικό
στρατό και στόλο. Τα πληρώματα των πλοίων λεηλατούν την Εύβοια. Θ
στρατός, έπειτα από ανάπαυση μιας μέρας, συνεχίζει την πορεία του
καταστρέφοντας στο πέρασμά του πόλεις και χωριά. Θι Μαλιείς και οι
Θπούντιοι Λοκροί υποτάσσονται. Θι Φωκείς εγκαταλείπουν τη χώρα τους και
ζητούν καταφύγιο στη χώρα των Θζολών Λοκρών (κοντά στη σημερινή Αμφισσα)
και στις πλαγιές του Παρνασσού. Στις Αβες πυρπολείται ο Ναός του
Απόλλωνος. Θι Δελφοί και το Μαντείο του Απόλλωνα μηδίζουν για να σωθούν.
Θι βοιωτικές πόλεις προσχωρούν επίσης στους Πέρσες, εκτός από τις
Θεσπιές (στο πνεύμα των 700 πεσόντων στις Θερμοπύλες) και τις Πλαταιές
(πιστές στο πνεύμα των Μαραθωνομάχων και τη συμμαχία τους με την Αθήνα).
Και οι δύο πόλεις καταστρέφονται από τους εισβολείς.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μέσα σε οκτώ μέρες από τη Μάχη των Θερμοπυλών
(πιθανώς το χρονικό διάστημα να είναι μεγαλύτερο), ο Ξέρξης έφτασε με
το στρατό του στα σύνορα της Αττικής. Θ περσικός στρατός είναι ακόμα πιο
ισχυρός, γιατί έχει ενισχυθεί από τους στρατούς των πόλεων που μήδισαν
και κυρίως από το περίφημο βοιωτικό ιππικό. Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση της
μικρής Ελλάδας με την περσική στρατιωτική μηχανή τέλειωσε με το θάνατο
των οπλιτών στις Θερμοπύλες και την αμφίρροπη ναυτική σύγκρουση στο
Αρτεμίσιο. Θι θυσίες, όμως, των Ελλήνων δεν θα πήγαιναν χαμένες. Είχε
έρθει η ώρα της Σαλαμίνας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bury,
J.
B.
-
Meiggs R., 1978,
A history of Greece to the death of Alexander the Great,
fourth edition
(ελλ. μετάφραση Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας: Μέχρι το θάνατο του Μεγάλου
Αλεξάνδρου, Αθήνα 2011).
Lazenby, J.F.,
1993,
The Defence of Greece,
490 - 479
B.C., Warminster.
Olmstead A.T.,
1948, History of the Persian Empire, Chicago (ελλ.
μετάφραση,
Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας,
Αθήνα
2002).
Osborne, R.,
1996, Greece in the Making 1200-479, London (ελλ.
μετάφραση,
Η
γένεση της Ελλάδας
1200-479
π.Χ.,
Αθήνα
2000).
Πελεκίδης
Χρ.,
Δεσποτόπουλος Αλ., Οι Μεγάλοι Εθνικοί πόλεμοι, Ιστορία του Ελληνικού
Εθνους, Αθήνα 1971, τ. Β, σ.σ. 280-354.
Στεφάνου
Μ.,
Μηδικά,
Ιστορία των Ελλήνων, Αθήνα 2006, τ. 2, σ.σ 12-59.
Schuller W.,
1991
Griechische Geschichte,
Munchen
(ελλ. μετάφραση, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Αθήνα 1999).
στεφανοσ αποστολου
Ιστορικός
Η
ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΗΣ
ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ
Η
ερμηνεία της ανέλπιστης νίκης. Η τεχνική ανωτερότητα της ελληνικής
τριήρους. Η απόφαση για ναυμαχία στη Σαλαμίνα. Οι κινήσεις των δύο
στόλων και το στρατήγημα του Θεμιστοκλή. Όλες οι φάσεις της ναυμαχίας. Η
καταστροφή του άνθους του περσικού στόλου.
Με
τη βοήθεια των θεών
«Κάποιος θεός το στρατό κατέστρεψε...». Με τις λέξεις αυτές ο
αγγελιαφόρος από το περσικό στρατόπεδο αιτιολογεί τη συντριβή του
περσικού ναυτικού στη βασιλομήτορα Ατοσσα στα Σούσα, στους «Πέρσες» του
Αισχύλου. Η τραγωδία διδάχθηκε το 472 π.Χ., μόλις οκτώ χρόνια μετά τη
νίκη των είκοσι ελληνικών πόλεων εναντίον του Βασιλικού Ναυτικού στο
στενό πέρασμα της Σαλαμίνας. Συνιστά μόνο μία από τις δεκάδες
περιπτώσεις που μας έχουν σωθεί στις αρχαίες πηγές περί θεϊκής
παρέμβασης στη ναυμαχία. Θ μακρύς κατάλογος περιλαμβάνει μια μεγάλη
ποικιλία οιωνών, χρησμών, σημαδιών, ακόμη και απευθείας εμπλοκής
υπερβατικών οντοτήτων στα τεκταινόμενα. Μεταξύ άλλων, διαβάζουμε για
πανάρχαιους σιβυλλικούς χρησμούς του μυστηριώδους προφήτη Βάκη για μια
ναυτική τραγωδία στις ακτές της Αττικής (ίσως ένας απόηχος της
προπαγάνδας υπέρ της πρότασης Θεμιστοκλή για εγκατάλειψη της πόλης και
αντίσταση στη θάλασσα), για το ζοφερό χρησμό των Δελφών στους Αθηναίους
που αμβλύνθηκε μόνο μετά την ικεσία των Αθηναίων απεσταλμένων (δεν θα
μπορούσαν να επιστρέψουν στην πόλη μεταφέροντας δελφικό μήνυμα για
ναούς που στάζουν μαύρο αίμα), για σεισμό πριν από τη σύγκρουση (με
άμεση αντίδραση το αίτημα στην Αίγινα να αποστείλει τάχιστα στη Σαλαμίνα
τους
Αιακίδες
ημίθεους για υποστήριξη), για άυλες γυναικείες μορφές που καλούν
εσπευσμένα Ελληνες ηγέτες να αλλάξουν πρακτική, για το φιδόμορφο τοπικό
ήρωα Κυχρέα που βοήθησε την ελληνική παράταξη κ.ά.
Δεν είναι μόνο ο Ηρόδοτος και ο Πλούταρχος εκείνοι που βλέπουν θεϊκή
παρέμβαση στις πράξεις των ανθρώπων. Πολλοί άνθρωποι στον αρχαίο και το
σύγχρονο κόσμο πίστευαν και πιστεύουν το ίδιο. Θι αρχαίοι συγγραφείς
μεταφέρουν ακούσματα, καταγράφουν προφορικές παραδόσεις, διασώζουν
ερμηνείες, αποτυπώνουν θρύλους, αλλά δεν φαίνεται να επινοούν τίποτα -
διότι δεν χρειαζόταν να επινοήσουν κάτι. Σε έναν κόσμο όπου το ιερό και
το κοσμικό διαπλέκονταν με αναρίθμητους τρόπους σε κάθε έκφανση της
ζωής, η θεϊκή παρέμβαση ως ερμηνεία της ανέλπιστης νίκης ήταν για
πολλούς ελκυστική και ικανοποιητική. Η αριθμητική αναλογία στη θάλασσα
δεν ήταν τόσο δυσμενής για την ελληνική πλευρά, αλλά ακόμα κι έτσι, η
νίκη είκοσι ελληνικών πόλεων επί του συνασπισμένου στόλου όλων των
παράκτιων περιοχών της ανατολικής Μεσογείου, από την Αίγυπτο μέχρι την
Ιωνία, ήταν ένα κατόρθωμα υπεράνθρωπο και ως τέτοιο αντιμετωπιζόταν.
Μια γενιά μετά τη ναυμαχία, προστέθηκε το στοιχείο που καταγράφεται
ανελλιπώς στη συλλογική μνήμη έκτοτε: η πολιτειακή ανωτερότητα των
Ελλήνων, τα καθεστώτα που επέτρεπαν στους πολίτες να ζουν και να
πολεμούν ως ελεύθεροι άνθρωποι εναντίον εισβολέων δυναστευόμενων από
έναν απόλυτο άρχοντα.
Από την πληθώρα των θρύλων που διασώζονται για τη νίκη των ελληνικών
πόλεων, επιλέγουμε να επεξεργαστούμε δύο που έτυχαν λαμπρής «μελέτης»
από κάθε λογής αυτόκλητους ειδικούς μελετητές και παραφιλολογούντες
συνωμοσιολόγους. Μιλώντας με τον Αθηναίο εξωμότη στην αυλή του Πέρση
βασιλιά, Δίκαιο, ο Ηρόδοτος μαθαίνει και μεταφέρει ένα θαυμαστό
φαινόμενο πριν από τη ναυμαχία, το σήκωμα ενός σύννεφου σκόνης από το
Θριάσιο Πεδίο, σαν αυτό που προκαλείται από το βάδισμα χιλιάδων ανδρών,
και την ταυτόχρονη ηχώ μιας απόκοσμης φωνής από την ιερή Ελευσίνα. Εξι
αιώνες αργότερα, ο Πλούταρχος δεν διστάζει να μεταφέρει τη σκηνή την ώρα
της ναυμαχίας, με το σύννεφο από την Ελευσίνα να χτυπά κατ' επιλογήν
μόνο τα πλοία του Ξέρξη. Θρθολογικές ερμηνείες έχουν προταθεί αρκετές. Θ
ίδιος ο Ηρόδοτος φαίνεται να αποδίδει τον ήχο στις τελετές των
Ελευσινίων. Εχει προταθεί ακόμη ότι η σκόνη προκλήθηκε κατά την
προέλαση του περσικού στρατού προς τη Μεγαρίδα για να καταλάβει την ακτή
πίσω από το Βασιλικό Ναυτικό, ενώ έχει επιστρατευθεί ως αίτιο μέχρι και
ο δυνατός άνεμος που σηκώνεται στο Θριάσιο, στην κατάληξη των ορεινών
όγκων στη στενή πεδιάδα. Από την πλευρά μας, η απόπειρα
ορθολογικοποί-ησης της ανθρώπινης δεισιδαιμονίας θεωρείται ατελέσφορη
και η θεϊκή βοήθεια ή η ύπαρξη ανώτερης μυστικής τεχνολογίας στον
αρχαίο κόσμο έχει ακριβώς την ίδια πηγή και αξία με κάθε άλλη
μεταγενέστερη παράδοση για την Παναγία που προστατεύει τα τείχη της
Κωνσταντινούπολης, τον Αγιο Γεώργιο που οδηγεί τα αγγλικά στρατεύματα
κ.ο.κ.
Ο
δεύτερος θρύλος σχετίζεται όχι με τη ναυμαχία, αλλά με την υπεράσπιση
των Δελφών από το θεό Απόλλωνα. Θ Ηρόδοτος διασώζει τη μαρτυρία του
ιερέα των Δελφών περί όπλων που κινούνταν αυτόματα και καταδίωκαν τους
Πέρσες έξω από το Ναό του Απόλλωνα μαζί με δύο γίγαντες με πανοπλία.
Πριν το γειτονικό ιερό της Προναίας Αθηνάς, τους εισβολείς υποδέχθηκαν
κεραυνοί, πέτρες που έπεφταν από τον Παρνασσό και η αναμενόμενη
μυστηριώδης ηχώ από το ιερό. Στον πραγματικό κόσμο, οφείλουμε να
αναγνωρίσουμε ότι, εφόσον το μαντείο είχε χρησμοδοτήσει στους κατοίκους
να εξαφανιστούν, οι μόνοι παρόντες και αυτόπτες μάρτυρες των
πεπραγμένων, εκτός από το περσικό απόσπασμα (από όπου και η πληροφορία
για τους δύο γίγαντες), ήταν οι επικεφαλής των Δελφών που
διαπραγματεύτηκαν τη συμφωνία με τους Πέρσες. Το Μαντείο των Δελφών
πράγματι δεν συλήθηκε. Δεν το χρωστάει σε θεϊκή παρέμβαση, αλλά σε
ανθρώπινη συνεννόηση. Θπως αποτυπώνεται στο τιμητικό επίγραμμα των
Δελφών που διασώζει ο Διόδωρος, στους Δελφούς πολέμησαν μόνο θεότητες...
Η
νίκη στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτελεί έναν πολεμικό άθλο. Για να
κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο 380 ελληνικά πλοία επικράτησαν ενός
αντιπάλου με τουλάχιστον διπλάσια δύναμη (από αρχική 1.207 τριήρεων),
οφείλουμε να εξετάσουμε τα δεδομένα για τις ναυμαχίες μέχρι τον 5ο
αιώνα, τα πλεονεκτήματα και τους περιορισμούς της κάθε πλευράς. Προτού
περάσουμε στην παρουσίαση της τριήρους και του ναυτικού πολέμου που ο
νέος τύπος πολεμικού πλοίου διαμόρφωσε, σημειώνουμε την εκτίμη-σή μας
για το μέγεθος του περσικού στόλου. Για την υπόθεση αυτή έχει χυθεί πολύ
μελάνι, καθώς ο αριθμός 1.207 φαντάζει αδιανόητος με τους περιορισμούς
της επιμελητείας και της τροφοδοσίας 250.000 ανδρών στον αρχαίο κόσμο.
Θ κοινός αριθμός 1.207 στις ελληνικές πηγές ίσως έχει αντληθεί από
περσική πηγή. Πράγματι, στην αρχή της εισβολής, ενδεχομένως ήταν τόσα τα
περσικά πλοία. Παρά τη συνήθη υπερβολή των αρχαίων πηγών, ελληνικών και
ανατολικών, όσον αφορά στους αριθμούς των αντιπάλων (ζωντανών και
νεκρών), ο συγκεκριμένος αριθμός πρέπει να προσεγγίζει την αλήθεια. Τη
στιγμή της εμφά-νισής του, το Βασιλικό Ναυτικό αριθμούσε 300 πλοία, όλα
κατασκευασμένα στη Φοινίκη εν όψει της εισβολής του Καμβύση στην Αίγυπτο
το 525 π.Χ. Πριν από την εισβολή στη Σκυθία, η Ιωνία θα προσφέρει στο
βασιλιά Δαρείο ακριβώς τον ίδιο αριθμό (σύμπτωση που καθιστά ύποπτους
τους αριθμούς του Ηροδότου, αλλά η αλήθεια δεν πρέπει να είναι πολύ
μακριά). Στη Ναυμαχία της Λάδης το 494 π.Χ., κατά την επανάσταση των
ιωνικών πόλεων, τάχθηκαν 600 πλοία του Βασιλικού Ναυτικού εναντίον 353
ιωνικών. Κι εδώ ο αριθμός πρέπει να είναι συμβατικός, καθώς 600 τριήρεις
αποδίδει ο Ηρόδοτος και στην περσική εκστρατεία του 490 π.Χ. που
κατέληξε στην ήττα στον Μαραθώνα. Εν όψει της εισβολής στην Ελλάδα, ο
Ξέρξης δεν ήξερε ακριβώς πόσα πλοία θα αντι-παρατίθεντο στο Ναυτικό του.
Αν τα 200 πλοία που υποσχέθηκε ο Γέλων των Συρακουσών και τα 60
κερκυραϊκά που ανέμεναν στο Ταίναρο το νικητή της ναυμαχίας είχαν
πράγματι φτάσει στη Σαλαμίνα, τα αριθμητικά δεδομένα θα ήταν πολύ
διαφορετικά. Με την εμπειρία της βύθισης ενός περσικού στόλου στον Αθω
δώδεκα χρόνια πριν και με δεδομένη την αμφίβολη νομιμοφροσύνη των πλοίων
των ιωνικών πόλεων, ο Ξέρξης δεν θα είχε το αριθμητικό πλεονέκτημα αν
εισέβαλλε με τον αριθμό πλοίων που του αποδίδουν οι φειδωλοί σύγχρονοι
μελετητές. Πράγματι, δύο φονικές θαλασσοταραχές και ισάριθμες ναυμαχίες
στα ανοιχτά της Εύβοιας υποδεικνύουν ότι ορθώς ο Ξέρξης υπολόγιζε ένα
σημαντικό αριθμό απωλειών πριν από την κρίσιμη ναυμαχία. Θσον αφορά στη
δυνατότητα συντήρησης τόσο πολυάριθμων πληρωμάτων, υπενθυμίζουμε ότι η
εκστρατεία προετοιμαζόταν επί τρία χρόνια, ώστε το Πεζικό να τρέφεται με
αποθηκευμένες προμήθειες μέχρι τη Μακεδονία και από τη γη στη συνέχεια,
οικειοποιούμενο τις σοδειές. Την ίδια ώρα, τα μεταγωγικά και σιταγωγά
πλοία φρόντιζαν για τη συντήρηση των εκατοντάδων χιλιάδων ναυτών του
Ξέρξη. Τελικά, στη Σαλαμίνα υπολογίζεται ότι τάχθηκαν από 600 μέχρι 800
πλοία του Βασιλικού Ναυτικού. Η αναλογία ισχύος είχε πέσει στο 1:2,
ευοίωνη σε σχέση με τη δραματική ανισορροπία στην ξηρά, αλλά ακόμη
απαγορευτική για αισιοδοξία. Συν τοις άλλοις, οι περσικές τριήρεις ήταν
καλύτερες από τις ελληνικές και ορισμένα από τα πληρώματα του Βασιλικού
Ναυτικού εφάμιλλα των ελληνικών, κάποια καλύτερα, ενώ αρκετά
προέρχονταν από τις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Αμέσως παρακάτω θα
εξετάσουμε τον τρόπο πολέμου στη θάλασσα και το κατεξοχήν πολεμικό μέσο
του 5ου αιώνα, την τριήρη.
H
τριήρης
Η
ελληνική τριήρης, με μήκος 35 μ., πλάτος 5 μ.,
βύθισμα λιγότερο από 2 μ.,
βάρος 25 τ. και μέγιστη
ταχύτητα κρούσης γύρω στα 8
ν.μ., αποτέλεσε το βασικό όπλο των θαλασσίων συγκρούσεων για σχεδόν δύο
αιώνες. Θι ναυμαχίες πριν από την εξέλιξη της τριήρους δεν ήταν κάτι
παραπάνω από πεζομαχίες εν πλω, με τους οπλίτες κάθε πλοίου να πολεμούν
επί καταστρωμάτων. Η ίδια η ναυμαχία ήταν κάτι σπανιότατο και τα
πολεμικά πλοία συνηθέστατα απλώς μετέφεραν οπλίτες ή οι ίδιοι οι οπλίτες
ως κωπηλάτες μεταφέρονταν σε μακρινά πεδία μαχών. Η επινόηση του εμβόλου
και η τοποθέτηση κωπηλατών σε τρεις επάλληλες σειρές δημιούργησαν νέα
δεδομένα. Πλέον, η χειρωνακτική δύναμη 170 κωπηλατών προσέφερε την
απαιτούμενη ώθηση ώστε το έμβολο να αχρηστεύσει ή να βυθίσει αντίπαλα
πλοία. Στο εξής, τα πλοία θα προσπαθούσαν να ριχτούν το ένα στο ευάλωτο
πλαϊνό του άλλου με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ταχύτητα, ώστε το έμβολο
βάρους 200 κιλών να αχρηστεύσει το αντίπαλο σκάφος· για το λόγο αυτό το
ζητούμενο από τη ναυπηγική ήταν το ελαφρύ κύτος, από τους επικεφαλής η
άριστη και έγκαιρη εκτίμηση της καταστάσεως, από τους κωπηλάτες ο
απόλυτος συγχρονισμός, η υπακοή στα παραγγέλματα και η διατήρηση της
ψυχραιμίας ακόμη και σε αντίξοες συνθήκες. Η αλλαγή πραγματοποιήθηκε με
πολύ αργούς ρυθμούς από τα τέλη του 8ου αιώνα, ενώ αρκετά συχνά οι
ναυμαχίες κατέπιπταν στον παλαιό τρόπο την πεζο-μαχία εν πλω. Αλλωστε,
κάθε τριήρης φιλοξενούσε έναν αριθμό
επιβατών,
οπλίτες και τοξότες που προστάτευαν τους κωπηλάτες και το πλοίο.
Τα
νέα ζητούμενα ήταν η ταχύτητα, η ευελιξία, η επιτάχυνση και το ελαφρύ
βάρος. Η τριήρης φορτωνόταν με τα απολύτως απαραίτητα, ακόμη και τα
ιστία αφαιρούνταν πριν από τη μάχη, ώστε να αυξηθεί η μαχητική
ικανότητα. Αναγκαστικά, λόγω αστάθειας στην πλεύση και έλλειψης
προμηθειών, οι πολεμικοί στόλοι δεν έπλεαν ποτέ μακριά από τις ακτές και
κάθε νύχτα (εφόσον ήταν δυνατό) οι τριήρεις σύρονταν στην ξηρά. Λόγω της
ταχείας διαβρώσεως του ξύλου του ελάτου στο θαλασσινό νερό, οι τριήρεις
περνούσαν όσο το δυνατό λιγότερο χρόνο μέσα στη θάλασσα. Η άριστη
τριήρης θα ήταν ελαφριά, κατασκευασμένη από εξαιρετικής ποιότητας
ναυπηγική ξυλεία, ένα γρήγορο σκαρί με άρτια εκπαιδευμένο πλήρωμα,
έμπειρο κελευστή και ικανό τριήραρχο, με τη δυνατότητα να αποσύρεται
συχνά για συντήρηση ολίγων ημερών στην ξηρά. Θι ναυμαχίες διεξάγονταν
κοντά στις ακτές, κατά προτίμηση με φίλιες δυνάμεις στα νώτα, ώστε να
περιθάλπονται οι οικείοι ναυαγοί και να εξοντώνονται οι εχθροί.
Το
480 π.Χ. η ελληνική τριήρης διήνυε ακόμη την παιδική της ηλικία και η
σημασία ορισμένων παραγόντων που επηρέαζαν τη μαχητική της ικανότητα
δεν είχε γίνει πλήρως κατανοητή. Είναι αμφίβολο αν οι γνωστές τακτικές
της τριήρους εφαρμόστηκαν στη Σαλαμίνα. Η περικύκλωση πλοίων δεν
συνιστά
περίπλου
(την πλεύση γύρω από τον
αντίπαλο σε κύκλο, του οποίου η διάμετρος διαρκώς μικραίνει, ώστε να
προκληθεί αναστάτωση λόγω συνωστισμού), ούτε η κατά μέτωπον επίθεση
διέκπλου
(στρατηγική επίθεση με
τουλάχιστον δύο σειρές πλοίων, με το πρώτο να επιτίθεται με περίπλοκους
ελιγμούς υπό γωνία στο πλαϊνό ενός αντιπάλου, ενώ το δεύτερο πλοίο
καλύπτει τον επιτιθέμενο, που είναι πια ευάλωτος μέχρι να απεμπλακεί το
έμβολο από το αντίπαλο πλοίο). Ο εμβολισμός είναι ήδη μια πραγματικότητα
τουλάχιστον μισό αιώνα πριν, ωστόσο η εκπαίδευση των πληρωμάτων και η
ποιότητα της ναυπηγικής ξυλείας είναι ακόμη σε χαμηλό επίπεδο. Ως
αποτέλεσμα, ο Ηρόδοτος μας αναφέρει σε κάθε ευκαιρία ότι τα βασιλικά
πλοία ήταν καλύτερα και ελαφρύτερα. Μαζί με την αριθμητική υπεροπλία του
αντιπάλου, τα τακτικά και κατασκευαστικά μειονεκτήματα επέβαλλαν στην
ελληνική πλευρά την αμυντική στάση και την επιλογή στενού πεδίου μάχης,
ώστε ο αντίπαλος να μην εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματά του.
Οι
Φοίνικες άμεσα αφομοίωσαν την επινόηση των ανταγωνιστών τους στη θάλασσα
και οι διαφορετικές αφετηρίες των δύο ναυτικών λαών της Μεσογείου
έδωσαν ελαφρώς διαφορετικά αποτελέσματα. Η φοινικική τριήρης ήταν αρκετά
ψηλότερη και διέθετε μονό έμβολο, αντί για το ελληνικό με τις τρεις
απολήξεις. Κατασκευασμένα με την καλύτερη ναυπηγική ξυλεία της
Μεσογείου, τον κέδρο του Λιβάνου, και επανδρωμένα με ικανότατους
ναυτικούς, τα πλοία των Φοινίκων ήταν τα καλύτερα που διέθετε ο Ξέρξης.
Τα πλοία από την Ιωνία και την Κιλικία ήταν εξίσου υψηλού επιπέδου, ενώ
όλα τα βασιλικά πλοία φιλοξενούσαν σαράντα Πέρσες, Σάκες ή Μήδους
επιβάτες.
Δεν ήταν τόσο θέμα τακτικής, αλλά ανάγκης. Το Βασιλικό Ναυτικό
αποτελείτο από μοίρες όλων των παρακτίων περιοχών της Ανατολικής
Μεσογείου και δεν μοιράζονταν όλα τα πληρώματα συναισθήματα αγάπης και
αφοσίωσης για το Μεγάλο Βασιλιά και την εξουσία του. Οι σαράντα Ιρανοί
ήταν μια εγγύηση νομιμοφροσύνης ενός ετερόκλητου συνόλου πολεμικών
πλοίων. Σε κάθε περίπτωση, ματαίωναν κάθε σκέψη οπλιτικής αναμέτρησης
στη θάλασσα. Η ναυμαχία θα κρινόταν με αμιγώς ναυτικούς όρους, στην
τακτική και τη μαχητική ικανότητα.
Ορισμένες ελληνικές πόλεις μόλις αποπεράτωναν ένα πρόγραμμα ανανέωσης
του στόλου, ανταποκρινόμενες στις νέες ανάγκες του πολέμου στη θάλασσα.
Στη Σαλαμίνα παρατάχθηκαν πλοία από είκοσι πόλεις, καμία Μοίρα όμως δεν
μπορούσε να συγκριθεί σε όγκο με το νεότευκτο αθηναϊκό στόλο. Το 483/2
π.Χ. ο αθηναϊκός δήμος ψήφισε υπέρ της πρότασης του Θεμιστοκλή σχετικά
με τη διάθεση των εσόδων από νέες φλέβες στα μεταλλεία του Λαυρίου.
Αντί της συνήθους πρακτικής, της διανομής των εσόδων στους πολίτες, τα
έσοδα δανείστηκαν στους εκατό πλουσιότερους Αθηναίους. Αυτοί με τη σειρά
τους ανέλαβαν την υποχρέωση να παραδώσουν έτοιμη μια τριήρη στην πόλη.
Θι αρχαίες πηγές αναφέρουν συχνά ότι ο Θεμιστοκλής χρησιμοποίησε το
χρόνιο πόλεμο εναντίον των Αιγινητών ως κάλυψη για τις πραγματικές του
προθέσεις, την απόκρουση των Περσών. Δεν παραλείπουν, μάλιστα, να
σημειώσουν ότι η κίνηση του Θεμιστοκλή έσωσε τις ελληνικές πόλεις:
Βελτιώνοντας σημαντικά την αριθμητική αναλογία με τον εισβολέα, έδωσε
μια ελπίδα νίκης.
Τα
προβλήματα σχετικά με το ναυτικό εξοπλισμό των Αθηνών αποτελούν μια
αληθινή πρόκληση. Θ αριθμός των πλοίων παραμένει αβέβαιος, κυμαινόμενος
μεταξύ 100 και 200 νέων πλοίων σε διάστημα μόλις ενός έτους ή το πολύ
δεκαοκτώ μηνών, θέτει ούτως ή άλλως ένα δυσθεώρητο πήχυ στις παραγωγικές
δυνατότητες του αρχαίου κόσμου. Θσα κι αν κατασκευάστηκαν, η Αθήνα
διέθετε πλέον μια σαφή υπεροπλία απέναντι σε όλες τις παραδοσιακές
ναυτικές δυνάμεις. Επί χρόνια βρισκόταν στη σκιά της θαλασσοκράτειρας
Αίγινας. Πριν από τη Σαλαμίνα χρειάστηκε ακόμη και να δανειστεί είκοσι
πολεμικά πλοία από τους Κορινθίους για να αντιπαρατάξει συνολικά
εβδομήντα απέναντι στην Αίγινα - και να ηττηθεί. Στη Σαλαμίνα θα ταχθούν
180 αθηναϊκά πλοία, διπλάσια από το άθροισμα των τριήρεων που διέθεσαν
οι παραδοσιακές ναυτικές δυνάμεις (40 κορινθιακά, 30 αιγινητικά και 12
εφεδρεία στο νησί, 20 μεγαρικά). Πριν από την αυγή της θαλάσσιας
κυριαρχίας της, η Αθήνα αντιμετώπισε το πρόβλημα του πιεστικού χρόνου,
της ευρέσεως ναυπηγικής ξυλείας, της ταυτόχρονης κατασκευής ενός
τεράστιου στόλου (οι ρυθμοί παραγωγής συγκρίνονται με εκείνον
όλων
των φοινικικών πόλεων μαζί) με απολύτως στοιχειώδη τεχνολογικά μέσα.
Μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για τον τρόπο αντιμετώπισης των
δυσκολιών, αλλά αυτές τελικά ξεπεράστηκαν. Όταν ολοκληρώθηκε το
κατασκευαστικό πρόγραμμα, μακροπρόθεσμα η Αθήνα έκανε το κρίσιμο βήμα
προς την ενίσχυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Για την ώρα, οι
Αθηναίοι μπορούσαν να στοιβάξουν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους
στα πλοία - και τούτο σίγουρα δεν χρειαζόταν, αν στόχος του εξοπλισμού
ήταν η Αίγινα. Αλλωστε, την ώρα που στην Αθήνα συζητείτο η διανομή των
εσόδων του Λαυρίου, στον Αθω οι μηχανικοί του Ξέρξη ξεκινούσαν τα έργα
διάνοιξης της διώρυγας. Θυδείς μπορούσε να αμφιβάλλει για την επικείμενη
εισβολή. Θ τρόπος δράσης συζητιόταν ενδεχομένως για μήνες. Θταν έπεσε το
πέρασμα των Θερμοπυλών, η διαδικασία εκκένωσης των Αθηνών έμπαινε στην
τελική της φάση.
Η
κάθοδος του Ξέρξη
Μια από τις συνέπειες της περσικής εισβολής ήταν η αναμόχλευση των παθών
μεταξύ ασπόνδων γειτόνων. Ενώ οι περιοχές νοτίως των Θερμοπυλών
μήδισαν, οι Φωκείς μόνοι επέλεξαν να αποκρούσουν τις προτάσεις υποταγής,
όχι εμφο-ρούμενοι από κάποιο υψηλό συναίσθημα, παρά ωθούμενοι από το
μίσος τους για τους Θεσσαλούς. Ως εκ τούτου, Πέρσες και Θεσσαλοί πέρασαν
διά πυρός και σιδήρου τη Φωκίδα, βίασαν τις γυναίκες και πυρπόλησαν τα
ιερά. Το Μαντείο των Δελφών κλήθηκε εκ των υστέρων να εξηγήσει την
εξαίρεσή του - εξ ου και τα μυθεύματα περί θεϊκής επέμβασης στον Θμφαλό
της Γης. Ενα περσικό τμήμα αποσπάστηκε για να συλήσει το μαντείο, μας
λέει ο Ηρόδοτος, αλλά θεοί, δαίμονες και στοιχεία της φύσης τούς γύρισαν
πίσω. Στον πραγματικό κόσμο, οι επικεφαλής του αποσπάσματος πρέπει να
είχαν λάβει σχετικές οδηγίες από τον Ξέρξη, μιας και η διαχείριση του
θρησκευτικού κέντρου του εχθρού δεν αφήνεται στις δυνατότητες ενός απλού
αξιωματικού του στρατού.
Στα ανατολικά, οι Βοιωτοί παρουσιάστηκαν πολύ πιο συνεργάσιμοι από τους
Φωκείς' άλλωστε το πεδινό έδαφος χάριζε αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα στο
περσικό στράτευμα. Ως συνήθως, από την περσική πλευρά όλα έγιναν
οργανωμένα.
Στις βοιωτικές πόλεις είχε φροντίσει να στείλει απεσταλμένους ο
Αλέξανδρος, βασιλεύς Μακεδόνων, οι οποίοι διαβεβαίωσαν τους εισβολείς
ότι οι Βοιωτοί ήταν με το μέρος τους. Αξιοσημείωτη εξαίρεση οι
Πλαταιείς, έδειξαν ότι υπήρχε κι άλλος τρόπος αντίδρασης στην εισβολή
πέραν του μηδισμού. Αμέσως μετά την υποχώρηση του ελληνικού στόλου από
το Αρτεμίσιο, οι Πλαταιείς αποβιβάστηκαν από τα αθηναϊκά πλοία στην ακτή
της Βοιωτίας και πρόλαβαν να φυγαδεύσουν τους οικείους τους με ασφάλεια.
Η πόλη τους είχε την ίδια τύχη με τις Θεσπιές: πυρπολήθηκε από τον
Ξέρξη, προτού το περσικό στράτευμα βαδίσει προς την Αθήνα. Από τις
παρυφές κιόλας της Αττικής, η προφυλακή των Περσών πρέπει να αντιλήφθηκε
ότι προήλαυνε σε μια έρημη ζώνη. Θι Αθηναίοι είχαν φορτωθεί στα πλοία, η
πόλη ολόκληρη είχε αναχωρήσει προς Νότο.
Τα
πλοία της μεγάλης φυγής
Δεν ήταν η πρώτη φορά που, εν όψει επικείμενης εισβολής, μια ελληνική
πόλη εκκενωνόταν διά θαλάσσης από τον πληθυσμό της. Μίλητος και Φώκαια
στις ακτές της Μικράς Ασίας γνώρισαν την ίδια μοίρα πριν από την Αθήνα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε την ευκαιρία να γνωρίζουμε πολύ
περισσότερα τόσο για τις τυπικές όσο και για τις ουσιαστικές
διαδικασίες.
Το
481, οι απεσταλμένοι του Μεγάλου Βασιλιά επέστρεφαν από τις ελληνικές
πόλεις-κράτη στα Σούσα, μεταφέροντας είτε γην και ύδωρ είτε αρνητική
απάντηση στον Ξέρξη. Στο πλαίσιο της διαχείρισης της έκτακτης ανάγκης,
οι πόλεις έστειλαν αντιπροσώπους στο Μαντείο των Δελφών. Θι χρησμοί που
μας έχουν διασωθεί αποτελούν αποτέλεσμα επεξεργασίας κατά τα χρόνια μετά
τα Μηδικά. Είναι αβέβαιη τόσο η γνησιότητα όσο και η χρονολογία τους.
Στη Σπάρτη, το μαντείο διεμήνυσε ότι θα χανόταν η πόλη ή θα θυσιαζόταν
ένας βασιλιάς. Δεν είναι σαφές τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις: Ενας
μεταγενέστερος χρησμός, μια απόπειρα να δηλωθεί η θεϊκή βούληση πίσω από
τις εξελίξεις, μια προσπάθεια των Δελφών να καλύψουν τη φιλοπερσική
στάση τους κ.ά. Στους Αργείους, που είδαν το άνθος των νέων ανδρών τους
να κατασφάζεται από τη σπαρτιατική φάλαγγα στη Σήπεια το 494 π.Χ., ο
χρησμός που διασώζεται αντικατοπτρίζει τη σκληρή πραγματικότητα.
«Εχθρός για τους γείτονές σου, φίλε των αθάνατων θεών, μείνε κλεισμένος
στα τείχη σου και κράτα το δόρυ παρά πόδα. Φύλαξε το κεφάλι σου, γιατί
αυτό θα σώσει και όλο το σώμα». Θι Αργείοι θα μπορούσαν να είχαν
επινοήσει το χρησμό για να δικαιολογήσουν την αποχή τους από την
πανελλήνια συμμαχία. Εναλλακτικά, το ίδιο το μαντείο χρησμοδότησε τη
λογική και επόμενη πρακτική, την αποχή από παράτολμες πολεμικές
επιχειρήσεις μέχρι να ανακάμψει η μαχητική ισχύς της ιστορικής πόλης.
Ο
Ηρόδοτος διασώζει δύο χρησμούς προς την Αθήνα. Ο πρώτος αποτυπώνει την
αγωνία της εποχής απέναντι στον επερχόμενο κίνδυνο. Οι Αθηναίοι
απεσταλμένοι κατέγραφαν με συντριβή τον πρώτο χρησμό. «Δύστυχοι, τι
κάθεστε; Εγκαταλείψτε σπίτια κι ακρόπολη και φύγετε στις εσχατιές της
Γης. Γιατί ούτε το κεφάλι θα μείνει στη θέση του ούτε το σώμα ούτε οι
άκρες των ποδιών ούτε η μέση. Θλα θα τα πάρει η συμφορά, θα τα ερημώσει
η φωτιά και ο οξύς Αρης πάνω σε άρμα συριακό. Πολλά ακόμα, κι όχι μόνο
το δικό σου, τείχη θα καταστρέψει, στην αδάμαστη φλόγα θα παραδώσει
ναούς πολλούς, όπου ήδη τα αγάλματα λούζει ιδρώτας και τραντάζει ο
φόβος, ενώ ψηλά από τις στέγες ρέει μαύρο αίμα που προφητεύει το
αναπόδραστο κακό. Φύγετε από το άδυτο, μα με θάρρος αντικρίστε τη
συμφορά». Δεν θα μπορούσαν να γυρίσουν στην Αθήνα με τέτοιο ζοφερό
μήνυμα.
Ύστερα από διαβουλεύσεις με τον επιφανή Δελφό Τίμωνα, οι απεσταλμένοι
επέστρεψαν ως ικέτες και έλαβαν δεύτερο χρησμό. «Παρά τα τόσα παρακάλια
και τη μεγάλη σοφία της, η Αθηνά δεν μπορεί να μαλακώσει τον Δία... Ολα
όσα βρίσκονται ανάμεσα στην ακρόπολη και στον Κιθαιρώνα θα τα κυριεύσει
ο εχθρός. Αλλά ο Ζευς στην Αθηνά χαρίζει να είναι απόρθητο το ξύλινο
τείχος για σένα και τα παιδιά σου. Μην περιμένεις να έρθει το Ιππικό
και το αμέτρητο Πεζικό από την ξηρά, αλλά γύρνα την πλάτη και υποχώρησε.
Θα έρθει στιγμή να αντισταθείς. Θεία Σαλαμίνα, θα καταστρέψεις πλή-k
θος ανθρώπων την
m
εποχή της σποράς ή του θερισμού».
Όταν έφεραν στην Αθήνα τον αμυδρά ελπιδοφόρο δεύτερο χρησμό, έντονες
συζητήσεις έγιναν για το νόημα των λόγων του μαντείου. Σε όσους
γεροντότερους υποστήριζαν ότι ο θεός καλούσε τους Αθηναίους να ζώσουν
με ξύλινο τείχος την ακρόπολη, απαντούσαν άλλοι ότι προφανώς το ξύλινο
τείχος ήταν ο στόλος. Αντικείμενο αντιπαράθεσης έγινε το τελευταίο
δίστιχο σχετικά με τη Σαλαμίνα. Εδώ έλαμψε η δεινότητα του Θεμιστοκλή.
Εφερε αντίρρηση στους επίσημους ερμηνευτές των χρησμών που έβλεπαν ήττα
σε περίπτωση Ναυμαχίας στη Σαλαμίνα, με το επιχείρημα ότι, αν ο Απόλλων
προέβλεπε συντριβή, δεν θα καλούσε τη Σαλαμίνα «Θεία», αλλά «Φριχτή». Θι
Αθηναίοι, όπως και το 483/2 για τη διανομή των εσόδων του Λαυρίου,
ενέκριναν τη γνώμη του Θεμιστοκλή αγνοώντας τους χρησμολόγους. Η
εκκένωση μόλις είχε αποφασιστεί.
Με
τη βοήθεια του στόλου, ο πληθυσμός της πόλης, ελεύθεροι, μέτοικοι και
δούλοι, αποχώρησε προς την Τροιζήνα, την Αίγινα και τη Σαλαμίνα.
Διασώζονται γοητευτικές παραδόσεις σχετικά με τη μεγάλη φυγή, όπως η
συνεννόηση του Θεμιστοκλή με τους ιερείς της Αθηνάς, προκειμένου να
καταδειχθεί ότι ακόμη και ο ιερός όφις είχε εγκαταλείψει το άδυτο του
ιερού του, ή ο σκύλος του Ξάνθιππου που ακολούθησε το πλοίο του κυρίου
του κολυμπώντας μέχρι τη Σαλαμίνα, για να ξεψυχήσει μόλις έφτασε στην
ξηρά. Στο συμβολικό πεδίο, το άνθος της αριστοκρατικής νεολαίας της
πόλης, με επικεφαλής τον Κίμωνα, γιο του Μιλτιάδη, πραγματοποίησε πομπή
στην πόλη για να καταλήξει στην ακρόπολη, όπου ο επικεφαλής ανέθεσε το
χαλινάρι του αλόγου του στη θεά. Αφού διακήρυξαν την πρόθεση της
αριστοκρατίας να αφιερωθεί σε έναν τρόπο πολέμου χαρακτηριστικό του
πλήθους κι όχι των επιφανών, κατευθύνθηκαν στον Πειραιά και
επιβιβάστηκαν στις τριήρεις.
Αξίζει να σημειωθεί μια κρίσιμη διαφορά σε σχέση με τη Μάχη του
Μαραθώνα. Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν φωνές προς το αντίθετο, υποστηριχτές
των τυράννων, φόβοι για προδοσία και συνθηματικά προς τον εχθρό κατά
την ώρα της μάχης.
Η
πόλη ομονοούσε, πιθανώς ως αποτέλεσμα του οστρακισμού επιφανών με
φιλοπερσική διάθεση στα χρόνια μεταξύ του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας.
Θι οπαδοί των Πεισιστρατιδών, της οικογένειας που ετυράννευσε στην Αθήνα
κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, έπεσαν θύμα της νέας πρακτικής για
την επίλυση των πολιτικών διαφορών στη Δημοκρατία. Για να αποφύγουν
στάσεις, ακραίες διχογνωμίες και επικίνδυνες δράσεις, οι Αθηναίοι είτε
εφάρμοσαν για πρώτη φορά είτε επινόησαν τότε τον οστρακισμό, με πρώτο
θύμα τον Ιππαρχο, μέλος της οικογένειας των τυράννων. Αν και η κατηγορία
επί μηδισμώ σίγουρα χρησιμοποιήθηκε ως διαβολή έναντι προσώπων που
διόλου τέτοιες τάσεις είχαν (όπως ο Ξάνθιππος, ο νικητής της Μυκάλης,
και ο Αριστείδης, ο οποίος μάλλον πλήρωσε το τίμημα της αντιπαράθεσης
με τον Θεμιστοκλή για το ναυτικό εξοπλισμό), το βέβαιο είναι ότι ύστερα
από μερικά χρόνια, ουδείς Αθηναίος σκεπτόταν συμβιβασμό με τους Πέρσες
και το ζήτημα των σχέσεων με την περσική αυτοκρατορία είχε εκ των
πραγμάτων επιλυθεί. Η
«Αθηναίων Πολιτεία»,
έργο υμνητικό προς τους
«υπέροχους Αθηναίους ολιγαρχικούς» κάθε εποχής, υποστηρίζει ότι την
κρίσιμη στιγμή οι στρατηγοί (τα εκλεγμένα όργανα της Δημοκρατίας)
άφησαν την πόλη στην τύχη της. Αν ο Αρειος Πάγος (ένα σώμα εκλεκτών που
απαρτιζόταν από όσους είχαν εκλεγεί ή κληρωθεί άρχοντες) δεν προσέφερε
τα απαιτούμενα χρήματα, η υπόθεση θα είχε χαθεί. Θ συγγραφέας αντιβαίνει
σε κάθε άλλη διαθέσιμη πηγή και πιθανότατα περιγράφει τις εξελίξεις όπως
θα ήθελε ο ίδιος να είχαν συμβεί, υποβαθμίζοντας το δήμο και εξαίροντας
«τη χρηστή εξουσία των αριστοκρατών».
Η
χρονολόγηση των συζητήσεων και των προετοιμασιών για την εκκένωση
παραμένει αβέβαιη. Θ Ηρόδοτος και ο Διόδωρος υπονοούν μια δράση της
τελευταίας στιγμής. Θμως, ο στόλος του Ξέρξη χρειάστηκε εννέα μέρες για
να φτάσει από το Αρτεμίσιο στην Αθήνα, όπου ήδη είχαν στρατοπεδεύσει
δυνάμεις προφυλακής του Πεζικού. Το χρονικό περιθώριο είναι απαγορευτικό
- ακόμη και για τους Αθηναίους απεσταλμένους στους Δελφούς. Θ Πλούταρχος
σημειώνει ότι οι Αθηναίοι άκουσαν ευμενώς την πρόταση του Θεμιστοκλή
μόνο μετά την υποχώρηση από τα Τέμπη. Προσθέτει ότι οι διαδικασίες
εκκένωσης ενεργοποιήθηκαν μετά τις Θερμοπύλες, όταν έγινε σαφές ότι οι
Πελοποννήσιοι δεν σκόπευαν να τηρήσουν τη δέσμευσή τους για νέο σημείο
αντίστασης στη Βοιωτία (αντιθέτως, οχύρωναν τον Ισθμό, αφήνοντας την
Αθήνα και τα Μέγαρα στην τύχη τους). Και πάλι, το χρονικό διάστημα
φαντάζει μικρό για μια επιχείρηση τέτοιας κλίμακας.
Γνωρίζουμε ότι μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα τουλάχιστον ήταν ορατό και
αναγνώσιμο ένα «ψήφισμα του Θεμιστοκλή» (Δημοσθένης,
Περί της Παραπρεσβείας,
303). Μάλιστα, έχει σωθεί μια
επιγραφή του 3ου αιώνα από την Τροιζήνα, η οποία περιγράφει με
λεπτομέρειες τη διαδικασία της εκκένωσης της πόλης, της επάνδρωσης των
πλοίων και της δράσης του στόλου. Θ συντάκτης του κειμένου επί του λίθου
κατέβαλε φιλότιμη προσπάθεια να το αναπαραστήσει ως αντίγραφο του
πραγματικού ψηφίσματος. Θμως, οι αναχρονισμοί και οι ανακρίβειες είναι
τέτοιες ώστε δεν μπορούμε να θεωρήσουμε την επιγραφή τίποτε άλλο από
απόπειρα ανασύνθεσης του παρελθόντος της κλασικής Αθήνας από τις αρχές
της ελληνιστικής Τροιζήνας, πάνω από διακόσια χρόνια μετά το γεγονός. Η
επιγραφή σίγουρα δεν είναι αντίγραφο αθηναϊκού ψηφίσματος. Περισσότερο
προσεγγίζει μια προσπάθεια ανασύνθεσης «εκείνου που θα μπορούσε να είχε
συμβεί», με πηγή ιστορικά κείμενα και όχι το πρωτότυπο ψήφισμα του
Θεμιστοκλή. Η ημερομηνία που παραδίδει αντιστοιχεί στο φθινόπωρο του
481. Παρά τις ανακρίβειες, συμπτωματικά η επιγραφή ενδεχομένως δίνει
την, κατά προσέγγιση, ορθή ημερομηνία, τουλάχιστον για την πρώτη απόφαση
και τη διαδικασία υλο-ποίησής της. Εκτός αν θέλει κανείς να πιστέψει
ότι, ενώ επίκειτο επί τρία χρόνια η εισβολή και κατέστη βέβαιη ένα χρόνο
πριν, οι Αθηναίοι θα περίμεναν την υποχώρηση από τα Τέμπη ή την πτώση
των Θερμοπυλών, εν μέσω της κορύφωσης του πολέμου, για να αποφασίσουν να
εκκενώσουν την πόλη τους. Ισως έγινε σε φάσεις, με την τελική να
λαμβάνει χώρα μετά το Αρτεμίσιο. Εξίσου αβέβαιη χρονικά είναι και η
ανάκληση των οστρακισθέντων επιφανών Αθηναίων, όπως ο Αριστείδης και ο
Ξάνθιππος.
Όπως και να 'χει, κάποιοι έμειναν πίσω, οι γεροντότεροι, οι ανήμποροι
να μετακινηθούν, ίσως ορισμένοι αποφασισμένοι να πεθάνουν στην πόλη
τους, όσοι πίστεψαν κυριολεκτικά στο ξύλινο τείχος, ίσως και οι
ιερείς/χρησμολόγοι της Αθηνάς, αν πιστέψουμε την επιγραφή της
Τροι-ζήνας. Ακόμη κι αυτοί, οχυρωμένοι πίσω από ένα υποτυπώδες ξύλινο
τείχος, προσέφεραν μια πρόκληση στο στρατό του Ξέρξη. Πέρσες τοξότες
έπληξαν με φλεγόμενα βέλη το οχυρό από τον Αρειο Πάγο, Αθηναίοι
Πεισιστρατίδες επιστρατεύτηκαν για να επιτύχουν συνθηκολόγηση, αλλά οι
υπερασπιστές κρατούσαν την άμυνα, ρίχνοντας βράχια πάνω από το
κατεστραμμένο πια τείχος. Χρειάστηκε ένα αφρούρητο μυστικό πέρασμα για
να πατήσουν οι Πέρσες τον ιερό βράχο. Θι υπερασπιστές ρίχθηκαν στα
βράχια και αυτοκτόνησαν, ενώ όσοι κατέφυγαν ικέτες στο βωμό της Αθηνάς
κατασφάχτηκαν μέχρις ενός. Ετσι, δίχως μεγάλη δόξα, ο Ξέρξης εκπλήρωσε
έναν αντικειμενικό στόχο της εκστρατείας. Από το έδαφος της Σαλαμίνας,
απολαμβάνοντας την προσωρινή ασφάλεια που προσέφερε ένα στενό θαλάσσιο
πέρασμα, οι Αθηναίοι πολίτες έβλεπαν την πόλη τους να καίγεται. Δίπλα
τους βρισκόταν και ο υπόλοιπος ελληνικός στόλος. Η ώρα της κρίσιμης
αναμέτρησης πλησίαζε.
Το
πεδίο της ναυμαχίας και οι αντιμαχόμενες παρατάξεις
Όσες πελοποννησιακές πόλεις συμμετείχαν στην πανελλήνια συμμαχία
συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους στον Ισθμό και οχύρωναν το στενό χερσαίο
πέρασμα. Αυτοί ήταν Λακεδαιμόνιοι και Αρκάδες πανδημεί, Ηλείοι,
Κορίνθιοι, Σικυώνιοι, Επιδαύ-ριοι, Φλιάσιοι, Τροιζήνιοι και Ερμιονείς.
Θλοι οι άλλοι, επισημαίνει ο Ηρόδοτος, έμειναν στις πόλεις τους δίχως τη
διάσημη δικαιολογία περί ιερών εορταστικών εκδηλώσεων. Ως σημείο
συγκέντρωσης του ελληνικού στόλου είχε οριστεί αρχικά ο Πώγων της
Τροιζήνας, προφανώς για να βρίσκεται ο στόλος κοντά στο Πεζικό και να
αλληλοϋποστηρίζονται. Με τον αθηναϊκό στόλο να μεταφέρει μαχίμους και
αμάχους στη Σαλαμίνα και να είναι εντελώς απρόθυμος να εγκαταλείψει τη
φύλαξή τους για να ενωθεί με τον ελληνικό στόλο, το αρχικό σχέδιο
άλλαξε. Η Σαλαμίνα αναβαθμίστηκε από καταφύγιο αμάχων πρώτα σε σημείο
συγκέντρωσης και διαβούλευσης και στη συνέχεια σε πεδίο μάχης. Προς το
παρόν, οι διαβουλεύσεις ήταν απαραίτητες, ύστερα από την αθέτηση της
υπόσχεσης των Πελοποννησίων για αντίσταση στη Βοιωτία.
Οι
συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν στο ελληνικό στρατόπεδο, συνεχίστηκαν
μέχρι και την τελευταία ώρα, με αντεγκλήσεις, συγκρούσεις,
υπαναχωρήσεις, βιαστικές κινήσεις και τεχνάσματα. Ηταν μια φυσιολογική
συνέπεια της αποκεντρωμένης διοίκησης. Επ' ουδενί ο διορισμένος ναύαρχος
Ευρυβιάδης αποφάσιζε δίχως διαβούλευση, ψηφοφορία και σύμφωνη γνώμη
ενός συμβουλίου των επικεφαλής των επιμέρους στόλων. Αναφέρονται
ονομαστικά μόνο ο Αθηναίος Θεμιστοκλής και ο Κορίνθιος Αδείμαντος,
πρωταγωνιστές στα θυελλώδη πολεμικά συμβούλια. Θι δυσκολίες στην ηγεσία
ήταν εμφανείς. Θ Ευρυβιάδης έπρεπε να διαχειριστεί πόλεις και στρατηγούς
με πολύ κακές σχέσεις, φοβισμένα πληρώματα, αμάχους, πρόσφυγες και
Αθηναίους οπλίτες στο νησί. Θμολο-γουμένως, δεν τα πήγε άσχημα. Στις
εντολές του υπάγονταν συνολικά 380 πλοία (180 αθηναϊκά, 40 κορινθιακά,
30 αιγινητικά και 12 στη φύλαξη της Αίγινας, 20 χαλκιδικά, 20 μεγαρικά,
16 λα-κεδαιμονικά, 15 σικυωνικά, 10 επιδαυριακά, 7 αμπρακιωτικά, 7
ερετρικά, 7 Κείων, 5 τροιζηνικά, 4 ναξιακά, 3 ερμιονικά, 2 Στυρίων, 1
κυθνιακό, 1 κροτωνιατικό).
Στον αντίποδα, στο περσικό πολεμικό συμβούλιο σημειώνονταν ελάχιστες
αντεγκλήσεις. Σώζονται μόνο οι αντιρρήσεις της Αρτεμισίας, της
μοναδικής γυναίκας σε ένα συμβούλιο ανδρών διαφόρων εθνικοτήτων.
Δύσκολα μπορεί να ορίσει κανείς άλλον επικεφαλής του στόλου πέρα από τον
ίδιο τον Ξέρξη. Εκείνος έπαιρνε τις αποφάσεις και ο ρόλος των επικεφαλής
του στόλου ήταν η υλοποίηση των εντολών του. Στην κορυφή της ιεραρχίας
βρίσκονταν οι δύο αδελφοί του Ξέρξη, ο Αριαβίγνης (επικεφαλής της
ιωνικής και καρικής Μοίρας, ναύαρχος στη Σαλαμίνα) και ο Αχαιμένης
(διοικητής της αιγυπτιακής μοίρας), ο Μεγάβαζος και ο ΓΙρηξάσπης
διοικούσαν άλλες μοίρες. Σε ιδιαίτερη εκτίμηση οι Φοίνικες, διοικούνταν
από τους βασιλείς των ναυτικών πόλεων, όπως και η κυπριακή, η καρική και
η κιλικική Μοίρα. Καθώς δεν γνωρίζουμε την αναλογία των απωλειών μεταξύ
των ναυτικών μοιρών μέχρι να φτάσουν στο Φάληρο, δεν γνωρίζουμε το
μέγεθος της καθεμίας, αλλά και τη συνολική του Βασιλικού Ναυτικού, στη
Σαλαμίνα.
Όπως φαίνεται, συνολικά περίπου χίλια πλοία κατέλαβαν τη στενή θαλάσσια
περιοχή μεταξύ Σαλαμίνας και Αττικής στα τέλη Σεπτεμβρίου του 481. Το
πεδίο της μάχης ήταν ο θαλάσσιος δίαυλος με κατεύθυνση νοτιοανατολική -
βορειοδυτική. Στη νοτιοανατολική έξοδο του στενού προς τον Σαρωνικό
βρίσκεται η Ψυττάλεια, 3 ν.μ. από τον Πειραιά και 6 ν.μ. από τη Μουνυχία
(σημερινό Μικρολίμανο), όπου βρισκόταν ο περσικός στόλος. Στο
νοτιοανατολικό άκρο, ο δίαυλος ορίζεται από το ακρωτήριο Κυνόσουρα επί
της Σαλαμίνας. Ακολουθώντας πορεία προς τα βορειοδυτικά, το στενό
πέρασμα περνάει από τον όρμο των Αμπε-λακίων και τις Κυράδες νήσους,
προτού καταλήξει στον κόλπο της Ελευσίνας, σε μια πορεία 4 ν.μ. με
πλάτος μόλις 1 ν.μ. στο στενότερο σημείο. Η άνοδος της στάθμης της
θάλασσας υπολογίζεται στα δύο μέτρα, επομένως αλλαγές στο τοπίο έχουν
συντελεστεί μόνο στη δυτική έξοδο του στενού. Εκεί, σημερινοί σκόπελοι
και ύφαλοι ενδεχομένως ήταν νησίδες στα αρχαία χρόνια. Η αλλαγή του
φυσικού τοπίου δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Η ταυτοποίηση αρχαίων
τοπωνυμίων στο σημερινό ανάγλυφο αποτελεί άλυτο αίνιγμα. Οι πιο βέβαιες
ταυτίσεις είναι η Κυνόσουρα με το σημερινό ομώνυμο ακρωτήριο, που
παλαιότερα ονομαζόταν Βάρβαρο, και η Ψυττάλεια με το ομώνυμο νησάκι που
παλαιότερα ονομαζόταν Λειψοκουτάλα. Για τα άλλα τοπωνύμια που αναφέρουν
οι πηγές (Φαρμακούσσαι, Κέος, Σιλήνια, Κωλιάδα, Ηράκλειο) καθένας
μπορεί να εκφέρει διαφορετική άποψη, αναλόγως των σταθερών σημείων που
θα επιλέξει.
Ο
ελληνικός στόλος ήταν αραγμένος στις ακτές του όρμου Αμπελακίων και στη
νότια ακτογραμμή του γειτονικού όρμου Παλουκίων. Από εκεί τα πληρώματα
είδαν την Αθήνα να φλέγεται, τις παρυφές του Αιγάλεω να λάμπουν από τις
φωτιές του περσικού στρατοπέδου και τον αντίπαλο στόλο να βγαίνει από το
Φάληρο και τη Μουνυχία και να προκαλεί σύγκρουση το ίδιο απόγευμα. Η
παραμονή του ελληνικού στόλου στη Σαλαμίνα ήταν ένα κατόρθωμα, αν όχι
το κλειδί της νίκης.
Τα
πολεμικά συμβούλια
Ο
Ηρόδοτος περιγράφει με δραμαπκότητα τις τελευταίες μέρες και νύχτες του
ελληνικού στόλου πριν από τη ναυμαχία. Πελοποννήσιοι ναύαρχοι και
πληρώματα αισθάνονταν παγιδευμένοι στη Σαλαμίνα και αποζητούσαν την
ασφάλεια μιας φίλιας ακτής με διεξόδους διαφυγής, δηλαδή κοντά στον
Ισθμό. Εκεί, το Πεζικό κάποιων πελοποννησιακών πόλεων υπό τον Σπαρτιάτη
βασιλιά Κλεόμβροτο έχτιζε όπως όπως ένα τείχισμα αμέσως μόλις μαθεύτηκε
η πτώση των Θερμοπυλών. Στο πολεμικό συμβούλιο των ναυάρχων κυριάρχησαν
ο φόβος και μια σύνεση που υπαγόρευε την αναχώρηση για μέρος
ασφαλέστερο. Ο Ηρόδοτος παρουσιάζει τις εξελίξεις χρονικά συμπιεσμένες
σε διάστημα μόλις δύο ημερών. Αν και ενδεχομένως πέρασαν κάποιες μέρες
μέχρι ο φόβος που συσσωρευόταν μπροστά στο θέαμα των Περσών στην αττική
γη να γιγαντωθεί και να εκραγεί, ο ιστορικός μάς περιγράφει ένα
συμβούλιο που διακόπτεται από την είδηση της πτώσης των Αθηνών, δύο
μέρες πριν από τη ναυμαχία.
Ορισμένοι επικεφαλής δεν περίμεναν καν την επίσημη λήξη του συνεδρίου
και έφυγαν προς τα πλοία για να ετοιμάσουν την αναχώρηση. Η απόφαση που
βγήκε λίγο αργότερα ήταν φυσιολογική: αποχώρηση προς τον Ισθμό.
Στο πλοίο του Θεμιστοκλή, ο έμπιστος Μνησίφιλος εκθέτει στον Αθηναίο
στρατηγό τις συνέπειες της απόφασης. Αν φύγουν από τη Σαλαμίνα, δεν θα
υπάρχει πλέον κοινός σκοπός, αλλά ο καθένας θα πολεμάει για την πόλη του
δίχως συνοχή. Τελικώς, τίποτε δεν θα τους εμπόδιζε να διασκορπιστούν και
να αποτελέσουν εύκολη λεία για το Βασιλικό Ναυτικό. Ηταν άμεση ανάγκη να
μεταπειστεί ο Ευρυβιάδης. Με τη σκέψη αυτή, ο Θεμιστοκλής επέστρεψε στο
πλοίο του αρχιναυάρχου και κατάφερε να πετύχει σύγκληση νέου
συμβουλίου.
Δεν θα ήταν μια εύκολη υπόθεση, ούτως ή άλλως, η ανατροπή μιας απόφασης
που μόλις είχε παρθεί. Ο Κορίνθιος ναύαρχος Αδείμαντος αποτέλεσε ένα
επιπλέον πρόβλημα για τον Θεμιστοκλή, σε μια μετωπική σύγκρουση που
άφησε πίσω της μια ορθή απόφαση και αρκετά ευφυή, κακεντρεχή σχόλια στις
σελίδες της Ιστορίας. Ο Θεμιστοκλής δεν άφησε τον Ευρυβιάδη να πάρει το
λόγο και ξεκίνησε την αγόρευσή του. Εισέπραξε από τον Αδείμαντο την
αποστροφή «Στους αγώνες, όσοι κλέβουν στην εκκίνηση ραπίζονται», για να
απαντήσει
«Κι όσοι μένουν πίσω δεν κερδίζουν». Ο Θεμιστοκλής διπλωματικότατα
κράτησε κρυφές τις επιφυλάξεις του για την αφοσίωση του ελληνικού στόλου
στον κοινό σκοπό αν άφηναν τη Σαλαμίνα
και επικεντρώθηκε σε όσα
γνώριζε καλύτερα, τα
θέματα τακτικής. Τα βαρύτερα
και λιγότερα ελληνικά πλοία ευνοούνταν σε στενά, όπου αντιστοίχως
το
Βασιλικό Ναυτικό δεν θα είχε χώρο για ελιγμούς
ούτε θα ανέπτυσσε ταυτοχρόνως όλες του τις δυνάμεις. Προσεταιρίστηκε τις
ψήφους των άλλων ναυτικών πόλεων, τονίζοντας ότι η αναχώρηση για τον
Ισθμό θα σήμαινε την πτώση Μεγάρων και Αίγινας. Τελευταίο θύμα της
ευγλωττίας του οι ίδιοι οι Πελοποννήσιοι, καθώς με την υποχώρησή τους θα
άνοιγαν οι ίδιοι το δρόμο του εχθρού προς
τις πατρίδες τους.
Η
παρέμβαση του Αδείμαντου έκανε τα πράγματα
χειρότερα. «Δεν έχουν δικαίωμα ψήφου όσοι δεν
έχουν πόλη». Η έκρηξη του
Θεμιστοκλή παρήγαγε μια δυσβάσταχτη απειλή για τον ελληνικό στόλο. Ο
Αθηναίος ναύαρχος εξήγησε δίχως πολλές αβρότητες ότι όσο διαθέτουν 200
πλοία, οι Αθηναίοι
μπορούν να βρουν μια πατρίδα
οπουδήποτε, ίσως στην Ιταλία, αν αναχωρούσαν άμεσα. Ο Ευρυβιάδης
δεν είχε παρά να ενδώσει και η αναχώρηση ματαιώθηκε.
Το
απόγευμα της επομένης, ο περσικός στόλος έκανε την εμφάνισή του έξω από
το στενό προσπαθώντας να προκαλέσει ναυμαχία. Η πρόκληση
έμεινε αναπάντητη, αλλά όχι δίχως συνέπειες. Ο
φόβος κυρίευσε τους Πελοποννησίους και, για να γίνουν τα πράγματα
χειρότερα, ο περσικός στρατός φάνηκε να προελαύνει προς την Πελοπόννησο.
Στην πραγματικότητα, το Πεζικό λάμβανε θέσεις στις παρυφές του Αιγάλεω
και τις ακτές, ώστε να
υποστηρίξει τα νώτα της
ναυτικής παράταξης. Το Βασιλικό Ναυτικό βρισκόταν εκτός των στενών,
αλλά αυτό θα άλλαζε άμεσα, όπως θα δούμε
παρακάτω. Για την ώρα, την ίδια στιγμή που οι υπερασπιστές του Ισθμού
δεν έτρεφαν ελπίδες
νίκης του ελληνικού Ναυτικού,
στη Σαλαμίνα οι
μουρμούρες των
πελοποννησιακών πληρωμάτων μετατράπηκαν σε ξέσπασμα. Αναγκαστικά
συνήλθε ξανά το Σώμα των ναυάρχων για διαβουλεύσεις και τη φορά αυτή ο
Θεμιστοκλής κατάλαβε ότι
η υπόθεση ήταν χαμένη. Αν δεν
συνέβαινε κάτι εξαιρετικό, το ίδιο βράδυ ο ελληνικός στόλος θα
εγκατέλειπε τη Σαλαμίνα. Μαζί της, θα εγκατέλειπε και τις όποιες ελπίδες
νίκης.
Ξέρξου απάτη (;)
Για την ταυτότητα του Σίκιννου έχουν σωθεί διαφορετικές
παραδόσεις, από ανώνυμος Ελλην και παιδαγωγός των παιδιών του Θεμιστοκλή
μέχρι Πέρσης αιχμάλωτος. Πιθανότερη είναι η ελληνική καταγωγή του, καθώς
σε άλλη περίπτωση πολύ δύσκολα θα πολιτογραφείτο αργότερα Θεσπιεύς.
Κάποια στιγμή μέσα στο σούρουπο,
ο Θεμιστοκλής έστειλε τον
Σίκιννο στο περσικό στρατόπεδο για να μεταφέρει μήνυμα του Αθηναίου
ναυάρχου (η ικανότητα του Σίκιννου να πείσει την περσική ηγεσία για την
ειλικρίνεια
των λεγομένων του δεν έχει
βρει θέση ούτε στο περιθώριο της ιστορικής διήγησης). Το μήνυμα
περιείχε όλα όσα ήλπιζε και ανέμενε ο Ξέρξης: Οι Ελληνες ετοιμάζονται να
διαφύγουν μέσα στη νύχτα, είναι ευκαιρία να μην τους αφήσετε να
ξεφύγουν, είναι πιθανότερο μάλιστα να τους δείτε
να πολεμούν μεταξύ τους παρά
να προβάλλουν
αντίσταση. Αφού ολοκλήρωσε
την αποστολή του, έφυγε ανενόχλητος προς το ελληνικό στρατόπεδο (δεν
μαρτυρείται αν ήταν κομιστής μιας απάντησης
προς τον Θεμιστοκλή).
Εκεί οι αντιπαραθέσεις συνεχίζονταν (ο Ευρυβιάδης
πολύ δύσκολα θα σήκωνε τη ράβδο κατά
του διοικητή των μισών
ελληνικών πλοίων, όπως υποστηρίζει το περίφημο «Πάταξον μεν, άκουσον
δε» του Θεμιστοκλή προς τον εξοργισμένο
Ευρυβιάδη) και ούτε η άφιξη
του οστρακισμένου Αριστείδη με τα νέα για τον περσικό αποκλεισμό
στάθηκε ικανή να πείσει τους ναυάρχους ότι η
θηλιά είχε κλείσει γύρω τους
και ήταν ανώφελες
οι συζητήσεις. Μόνο όταν μια
τηνιακή τριήρης
αυτομόλησε από το Βασιλικό
Ναυτικό και επιβεβαίωσε
την είδηση, πείστηκαν ότι είχε έρθει η
ώρα της κρίσιμης ναυμαχίας.
Οι
ελληνικές πηγές επιμένουν να αποδίδουν στον Ξέρξη μηδαμινό σχεδιασμό και
μοιρολατρική υλοποίηση της θεϊκής βούλησης λόγω της ύβρεως και της
αλαζονείας του, παρασυρόμενος διαρκώς από πάθη, συναισθήματα και φόβους.
Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να περιμένει από το μεγαλύτερο κρατικό μόρφωμα
που είχαν γνωρίσει μέχρι τότε η Μέση Ανατολή και η Μεσόγειος να
διεξάγει επιχειρήσεις τόσο μεγάλης κλίμακας δίχως επιμελημένο σχέδιο
δράσης. Ο δαιμόνιος Θεμιστοκλής εμφανίζεται να επηρεάζει απολύτως τις
εξελίξεις. Στην πραγματικότητα, το περισσότερο που θα μπορούσε να κάνει
ήταν να τις επιταχύνει. Εδώ πρέπει να σταματήσουμε για να εξετάσουμε τις
επιδιώξεις και τους περιορισμούς των σχεδίων της περσικής πλευράς.
Με
την καθυστερημένη κάθοδο στη Νότια Ελλάδα, ο Ξέρξης είχε ήδη ξεπεράσει
κατά πολύ την περίοδο ασφαλούς πλεύσης για τους πολεμικούς στόλους του
αρχαίου κόσμου. Βρισκόμαστε στα τέλη Σεπτεμβρίου, όταν οι απότομες
καιρικές μεταβολές είναι ικανές να καταποντίσουν ένα στόλο από ξύλινα
πολεμικά με αβαθή καρίνα και μικρή αξιοπλοΐα. Τέτοια εποχή, οι στόλοι
σύρονταν ήδη στους νεώσοικους για συντήρηση, επισκευή και διαχείμαση
μέχρι τα μέσα τουλάχιστον της άνοιξης, όταν ο καιρός επέτρεπε την
ασφαλή πλεύση. Ηδη μάλιστα, μέσα στο καλοκαίρι, ο στόλος του Ξέρξη είχε
πέσει θύμα του απρόβλεπτου Αιγαίου Πελάγους, με απώλειες εκατοντάδων
πλοίων. Ουδείς μπορούσε να αμφιβάλλει για τα οδυνηρά αποτελέσματα μιας
φθινοπωρινής θαλασσοταραχής. Ο Ξέρξης ήταν αναγκασμένος να αναλάβει
δράση άμεσα. Επιπλέον, δεν αρκούσε μια απλή νίκη επί του ελληνικού
στόλου. Οσα πλοία διέφευγαν την καταστροφή, θα είχαν την άνεση να
εκτελούν επιδρομές στα μετόπισθεν. Αν ο Ξέρξης επιθυμούσε την υποταγή
των ελληνικών πόλεων, ήταν απαραίτητο να εξουδετερώσει το σύνολο του
ελληνικού στόλου. Επομένως, έπρεπε να τον εγκλωβίσει και να τον
καταστρέψει ολοκληρωτικά. Εκείνο που με μια πρώτη ματιά φάνταζε
πρόβλημα, η καταφυγή του ελληνικού στόλου σε ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα
με σαφή αμυντική διάθεση, ενδεχομένως μετατρεπόταν σε ευκαιρία, υπό τις
νέες συνθήκες.
Το
μήνυμα του Θεμιστοκλή επιβεβαίωσε τις σκέψεις της περσικής πλευράς.
Ισως να φαντάζονταν μια επανάληψη της Ναυμαχίας της Λάδης, όταν το
ναυτικό των Σαμίων αποχώρησε την ώρα που ξεκινούσε η ναυμαχία, με
συνέπειες ολέθριες για την ιωνική παράταξη. Η κατάλληλη ώρα είχε
φθάσει, έστω και καταμεσής της νύχτας. Η επιλογή της στιγμής έμελλε να
αποδειχθεί μοιραία.
Οι
νυχτερινές κινήσεις του βασιλικού στόλου
Από το σημείο αυτό αυξάνονται τα ερωτήματα των σύγχρονων μελετητών για
την πορεία των εξελίξεων και τη διεξαγωγή της ναυμαχίας. Οι αντιφάσεις
των βασικών πηγών μας για τα γεγονότα (Αισχύλος, Ηρόδοτος, Διόδωρος,
Πλούταρχος) είναι ασυμβίβαστες όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τα όσα
γνωρίζουμε για τον τρόπο πολέμου στη θάλασσα στον αρχαίο κόσμο. Εξ ου
και οι διαφορετικές απόψεις για τις ενέργειες των δύο αντιπάλων.
Παρακάτω, θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε μια συνεκτική, πιστή στις
πηγές αναπαράσταση της ναυμαχίας.
Λίγη ώρα μετά την επιστροφή του βασιλικού στόλου από την αποτυχημένη
απόπειρα να ναυμαχήσει με τον ελληνικό, νέες οδηγίες δόθηκαν στους
επικεφαλής των ναυτικών μοιρών. Η πρώτη ενέργεια ήταν η απόβαση ενός
περσικού αγήματος στη νησίδα Ψυττάλεια, έξω από τη νοτιοανατολική έξοδο
του στενού. Οι Πέρσες ήλπιζαν ακόμα σε μια ναυμαχία εκτός των στενών,
όπου θα μπορούσαν να αναπτύξουν πλήρως τις δυνάμεις τους και να τις
εκμεταλλευτούν με τον καλύτερο τρόπο. Συνεπώς, αποβίβασαν μια μικρή
δύναμη Πεζικού, 400 άνδρες, μεταξύ των οποίων αρκετοί επιφανείς Μήδοι
και Πέρσες, ώστε να υπάρχει μια ακόμα φιλική ακτή για να βοηθά το
Ναυτικό και να εξουδετερώνει τους ναυαγούς του εχθρικού στόλου. Στη
συνέχεια, η δυτική πτέρυγα που βρισκόταν στην είσοδο του στενού
διατάχθηκε να προχωρήσει. Στο τέλος της κίνησής της, κατέλαβε όλη την
ακτή, από το σημερινό Μικρολίμανο μέχρι την Κυνόσουρα.
Είναι προφανές ότι ο αρχικός σχεδιασμός άλλαξε ή επισπεύστηκε. Ενας
αποκλεισμός της νοτιοανατολικής εξόδου του στενού δεν εξυπηρετούσε
πλέον σε κάτι. Κατ' αρχήν, δεν θα μπορούσε να ήταν πλήρης και απολύτως
επιτυχής, όπως μαρτυρούν οι δύο περιπτώσεις παραβίασής του, πρώτα από το
πλοίο του Αριστείδη και λίγο πριν από τη μάχη από το πλοίο που μετέφερε
τα ιερά αντικείμενα των Αιακιδών και την απάντηση των ηρώων στις
ελληνικές επικλήσεις για βοήθεια. Και τα δύο έφτασαν από την Αίγινα, από
την έξοδο δηλαδή που υποτίθεται ότι είχε αποκλείσει ο βασιλικός στόλος.
Κατά δεύτερον, ένας αποκλεισμός και των δύο εξόδων του στενού θα
διαιρούσε αναγκαστικά τις ναυτικές δυνάμεις του Ξέρξη, με αποτέλεσμα να
χάσει την αριθμητική υπεροχή. Υπάρχουν αναφορές για μια κυκλωπκή κίνηση
της αιγυπτιακής Μοίρας γύρω από τη Σαλαμίνα, αλλά από την άλλη
μαρτυρούνται και πεσόντες επικεφαλής αυτής στη ναυμαχία. Ενδεχομένως να
ξεκίνησε μια τέτοια κίνηση, αλλά σίγουρα δεν
Α
ολοκληρώθηκε και η αιγυπτιακή Μοίρα έλαβε κανονικά μέρος στη ναυμαχία.
Τρίτον, και κυ-ριότερον, ο παράγων χρόνος ήταν πιεστικός για τον Ξέρξη.
Δεν είχε την πολυτέλεια να αποκλείσει, με οποιονδήποτε τρόπο, τη
Σαλαμίνα και να αναμένει την αυτοδιάλυση της ελληνικής παράταξης. Το
φθινόπωρο είχε ήδη μπει και η πλεύση ήταν απαγορευτική, ενώ άμεσα θα
έπρεπε να αποχωρήσει και το Πεζικό για να διαχειμάσει στα μετόπισθεν.
Ο
Ξέρξης έπρεπε να επιτεθεί άμεσα. Το ενδεχόμενο να άφηνε τις ελληνικές
δυνάμεις στη Σαλαμίνα και να συνέχιζε μόνο με το Πεζικό εναντίον του
Ισθμού ισοδυναμούσε με αυτοκτονία, με 80.000 άνδρες στα νώτα του. Το
ίδιο απίθανο ήταν να άφηνε ανοιχτό το θαλάσσιο δίαυλο στα βορειοδυτικά,
προς την Ελευσίνα και τον Ισθμό, καθώς θα έδινε τη δυνατότητα σε αυτούς
τους 80.000 άνδρες να ενωθούν με το στράτευμα του Ισθμού, εναντίον του
οποίου σκόπευε να πολεμήσει άμεσα. Μία επιλογή παρέμενε, η περικύκλωση
και η άμεση ολοκληρωτική σύγκρουση με τον αντίπαλο. 0 μόνος τρόπος να
περικυκλώσει την ελληνική παράταξη ήταν να προχωρήσει ο στόλος του εντός
των στενών. Οντως, η δυτική πτέρυγα του Βασιλικού Ναυτικού, οι
Φοίνικες, μπήκαν στο στενό αργότερα τη νύχτα, κρατώντας τα πλοία τους
όσο το δυνατόν πιο κοντά στη φίλια αττική ακτή. Δεν πρόλαβαν να
ολοκληρώσουν την κίνησή τους. ^ Με το πρώτο φως, βρέθη-^ καν μπροστά σε
μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο εχθρός όχι μόνο δεν είχε παρουσιάσει
συμπτώματα , διάλυσης, αλλά
I
επιτέθηκε βγά-I
ζοντας μια απόκοσμη πολεμική
κραυγή" «πρώτα τους άκουσαν και ' μετά τους είδαν», μας πληροφορεί ο
Πέρσης αγγελιαφόρος του Αισχύλου.
Το
ελληνικό σχέδιο
Η
νυχτερινή ανάπτυξη ενός στόλου που αριθμεί εκατοντάδες πλοία αποτελεί
επίτευγμα θαυμαστό. Οι πηγές μάς περιγράφουν την έκπληξη των Ελλήνων
στο άκουσμα ότι «όλο το στρατόπεδο είναι περικυκλωμένο» και βεβαιώνουν
ότι ουδείς πήρε είδηση τον παφλασμό εκατοντάδων τριήρεων και τον, έστω
υποχρεωτικά ανεπαίσθητο, θόρυβο 200.000 ανδρών καταμεσής της νύχτας. Η
τήρηση σιγής, η δυνατή πηγή φωτός από τις φωτιές του περσικού Πεζικού
στην κοντινή αττική ακτή στον ορίζοντα όρασης της ελληνικής παράταξης
δύσκολα θα καθιστούσαν τις νυχτερινές κινήσεις αόρατες στους
παρατηρητές από την ακτή της Σαλαμίνας, σε απόσταση ελάχιστων μιλίων.
Στην πραγματικότητα, ακόμη κι αν οι Ελληνες είχαν πάρει είδηση την
κυκλωτική κίνηση, ήταν αδύνατο να αντιδράσουν μέσα στη νύχτα. Η προώθηση
του Βασιλικού Ναυτικού μάλλον έγινε νύχτα για αυτόν ακριβώς το λόγο.
Μπαίνοντας στα στενά με το φως της μέρας, θα κωπηλατούσαν το τελευταίο
1,5 μίλι τουλάχιστον έχοντας την αριστερή πλευρά των πλοίων τους ευάλωτη
στην άμεση εφόρμηση του ελληνικού στόλου. Σε διάστημα ενός τετάρτου της
ώρας, προτού προλάβουν να πάρουν θέσεις μάχης, οι Φοίνικες θα δέχονταν
καταστροφικό πλήγμα στην ακάλυπτη πλευρά τους. Το νυχτερινό σκοτάδι θα
τους προστάτευε, αλλά φαίνεται ότι η πραγματοποίηση της κίνησης
καθυστέρησε και το πρώτο φως τούς βρήκε λίγο πριν ολοκληρώσουν την τάξη
τους στη νέα θέση.
Στην ελληνική πλευρά, ενδεχομένως ο Θεμιστοκλής να σκεφτόταν αρχικά να
επαναλάβει το Αρτεμίσιο και να επιτεθεί στον περσικό στόλο. Ομως,
λαμβάνοντας υπόψη και τις αμέτρητες επιφυλάξεις των Πελοποννησίων, ίσως
επιλέχθηκαν το άριστο σχέδιο μάχης, η αμυντική στάση μέσα στο στενό, με
τα νώτα των πλοίων καλυμμένα απόλυτα από τις φίλιες ακτές της Σαλαμίνας,
με τις τριήρεις ασφαλείς απέναντι σε αιφνιδιαστική επίθεση. Ο ελληνικός
στόλος φρόντισε να μην επαναλάβει τα λάθη της Ναυμαχίας της Λάδης:
Επέλεξε ένα στενό πέρασμα και ελαχιστοποίησε τις πιθανότητες λιποταξίας
ή προδοσίας.
Το
ελληνικό σχέδιο στόχευε να παρασύρει όσο το δυνατόν περισσότερα εχθρικά
πλοία σε μικρό χώρο, ώστε η
στενοχωρία
να
οδηγήσει σε αταξία και σύγχυση τον αντίπαλο. Πολλά έχουν γραφεί για την
πληροφορία που μεταφέρει μόνο ο Πλούταρχος σχετικά με το νότιο άνεμο
που ανέμενε ο Θεμιστοκλής ως ενισχυτικό παράγοντα στη σύγχυση της
αντίπαλης παράταξης. Πράγματι, η επιλεκτική ζημιά που προκάλεσε στη
συνοχή μόνο της περσικής παράταξης μοιάζει ανεξήγητη. Οι φοινικικές
τριήρεις ήταν όντως υψηλότερες και περισσότερο ευάλωτες σε πλάγιους
ανέμους από τις ελληνικές, οι κιλικικές και οι παμφυλικές ίσως να
υπέφεραν από το ίδιο μειονέκτημα, ωστόσο στο Βασιλικό Ναυτικό
υπηρετούσαν και εκατοντάδες ιωνικές τριήρεις που δεν αντιμετώπιζαν
τέτοιο πρόβλημα. Ενδεχομένως, ο Θεμιστοκλής ανέμενε τις ευεργετικές
επιδράσεις του ανέμου μόνο εις βάρος της φοινικικής πτέρυγας στα δεξιά
/ δυτικά της περσικής παράταξης, απέναντι ακριβώς στον αθηναϊκό στόλο.
Οι
εμπειρογνώμονες του ναυτικού πολέμου μένουν ανώνυμοι στις σελίδες της
Ιστορίας. Γνωρίζουμε μόνο τα ονόματα ορισμένων επικεφαλής και
τριηράρχων από τις δύο πλευρές. Οι Πέρσες επικεφαλής ήταν στρατιωτικοί
της ξηράς και βασίζονταν σε άλλους για τα πρακτικά ζητήματα, ενώ στην
ελληνική πλευρά χαρακτηριστικότερη αποσιώπηση είναι εκείνη του Αιγινήτη
ναυάρχου που εμφανίζεται αμέτοχος σε όλα, αν και οι Αιγινήτες κέρδισαν
στο τέλος το
αριστείο
για την αξιότερη συμβολή στη
νίκη.
Ακουσίως, η αμυντική στάση των Ελλήνων οδήγησε σε έναν απρόβλεπτο
παράγοντα που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ναυμαχία. Εξαιτίας των
περιορισμών που έχουμε αναφέρει, επιπροσθέτως ίσως και του μηνύματος του
Θεμιστοκλή, ο βασιλικός στόλος πέρασε όλη τη νύχτα στα κουπιά.
Αντιθέτως, τα ελληνικά πληρώματα πέρασαν τη νύχτα στην ξηρά ξεκούραστα,
όσο ξεκούραστα τουλάχιστον μπορεί κανείς να περάσει ένα βράδυ που μπορεί
να είναι το τελευταίο του. Γευμάτισαν, αναπαύτηκαν και ξύπνησαν από ένα
πολύ πρωινό προσκλητήριο για να ακούσουν (μόνο οι
επιβάτες)
τους παραινετικούς λόγους των
επικεφαλής, προτού επιβιβαστούν στις τριήρεις. Στο κοντινό βάθος, στην
απέναντι ακτή, φαίνονταν πια οι φοινικικές τριήρεις που ολοκλήρωναν την
κίνησή τους. Την ίδια στιγμή, έφτανε από την Αίγινα το πλοίο με τους
Αιακίδες συμμάχους.
Αντί να δουν τον αντίπαλο να ξεγλιστρά και να τρέπεται σε φυγή, τα
κουρασμένα πληρώματα του στόλου του Ξέρξη άκουσαν μια δυνατή κραυγή. Στα
αριστερά τους, ο ελληνικός στόλος εφορμούσε. Στη συνέχεια ακούστηκαν τα
σαλπίσματα της επίθεσης και ο περίφημος παιάνας, όπως τον μεταφέρει ο
Αισχύλος. «Παιδιά των Ελλήνων, εμπρός. Ελευθερώστε την πατρίδα, τα
παιδιά, τις γυναίκες, τα ιερά των θεών και τους τάφους των προγόνων σας.
Είναι η ώρα τού υπέρ πάντων αγώνος».
Η
αρχή της ναυμαχίας
Οι
διαφωνίες των ελληνικών πόλεων δεν περιορίστηκαν σε πολεμικά συμβούλια
περισσότερο θυελλώδη από τις θαλασσοταραχές που κατέστρεφαν τα πλοία
του Ξέρξη στην Εύβοια. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τρεις εκδοχές για την τιμή
της πρωτοβουλίας για την επίθεση. Στην πιο γνωστή, πρωταγωνιστές είναι
οι Αθηναίοι. Η αρχική εφόρμηση σύντομα ματαιώθηκε και ο στόλος άρχισε να
κωπηλατεί προς τα πίσω, πιθανώς σε εφαρμογή του σχεδίου που προέβλεπε
την προσέλκυση περισσότερων εχθρικών πλοίων στον όρμο των Αμπελακίων.
Αγνοώντας επιμελώς την ύπαρξη σχεδίου, ο Ηρόδοτος υποστηρίζει ότι
χρειάστηκε πάλι θεϊκή παρέμβαση με τη μορφή μιας γυναίκας που
αναφώνησε «Ερημοι! Ως πότε θα υποχωρείτε;», ώστε να ορμήσουν εκ νέου
μπροστά οι ελληνικές τριήρεις. Κατά την αθηναϊκή εκδοχή, πρώτος ο
Αμεινίας από την Παλλήνη άνοιξε την αντίπαλη παράταξη από το ελληνικό
κέντρο και βύθισε το πρώτο φοινικικό πλοίο. Σε εντελώς υπερβολικό
πλαίσιο, ο Διόδωρος αναφέρει ότι επρόκειτο για τη ναυαρχίδα του
βασιλικού στόλου, που σε πείσμα κάθε λογικής πολέμου κωπηλατούσε
μπροστά από την υπόλοιπη παράταξη, ενώ Ηρόδοτος και Πλούταρχος
μεταφέρουν τη βύθιση της ναυαρχίδας αργότερα στη ναυμαχία. Η αιγινητική
εκδοχή θέλει πρωτοστάτη το πλοίο που επέστρεφε από την Αίγινα με τους
Αιακίδες και προκαλεί τη λογική μας να συμβιβαστεί με τον υπεράνθρωπο
άθλο της υπέρβασης του αποκλεισμού και της άμεσης επίθεσης προτού
αποβιβάσει το πολύτιμο φορτίο της στη Σαλαμίνα. Η κορινθιακή εκδοχή
παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Όταν ο Ηρόδοτος γράφει την ιστορία
του, Αθήνα και Κόρινθος βρίσκονται σε σύγκρουση, στο πλαίσιο του Πρώτου
Πελοποννησιακού Πολέμου. Μεταφέροντας την αθηναϊκή αντίληψη για τη
ναυμαχία, ο Ηρόδοτος διασώζει τους ισχυρισμούς ότι ο Αδείμαντος (πάντα
στον αντίποδα του Αθηναίου Θεμιστοκλή) τρομοκρατήθηκε, ανέ-κρουσε
πρύμναν και τον ακολούθησε σύσσωμη η κορινθιακή μοίρα από το αριστερό /
δυτικό άκρο της ελληνικής
παράταξης. Στην
πραγματικότητα, ούτε ο τρόμος του ναυάρχου θα μπορούσε να οδηγήσει σε
φυγή όλη την κορινθιακή Μοίρα ούτε θα μπορούσαν να σπάσουν τον
ασφυκτικό κλοιό των αντιπάλων έχοντας αφήσει στην ακτή τα ιστία των
τριήρεων. Η ύπαρξη μνημείου πεσόντων Κορινθίων στη Σαλαμίνα υποδεικνύει
ότι η πόλη έλαβε μέρος στη ναυμαχία και την εκδοχή αυτή αναγνωρίζουν και
οι υπόλοιποι Ελληνες. Η σιωπή των πηγών για τη δράση της δεύτερης
μεγαλύτερης Μοίρας του ελληνικού στόλου είναι εκκωφαντική.
Στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε ούτε το πού ξεκίνησε η ναυμαχία. Ο
Αισχύλος εμφανίζει τη δεξιά / ανατολική πτέρυγα να αρχίζει την επίθεση,
ο Ηρόδοτος μιλά για συντονισμένη προώθηση όλης της παράταξης, η
κορινθιακή εκδοχή ίσως μαρτυρεί έναν παραπλανητικό ελιγμό δήθεν φυγής,
μόνο για να επιτεθεί στη συνέχεια από το δεξιό πλάι των Φοινίκων. Οι
αρχικές παρατάξεις μάς έχουν παραδοθεί αποσπασματικά, ακόμη και από το
συνήθως σχολαστικό Ηρόδοτο. Η στενότητα του χώρου οριακά επιτρέπει την
παράταξη με βάθος ένα πλοίο για την ελληνική πλευρά, ενώ για το Βασιλικό
Ναυτικό η διπλή σειρά μοιάζει λογική επιλογή, παρά την αναφορά του
Αισχύλου για τρεις τάξεις (πιθανώς περιγράφει μια παράταξη πορείας και
αναμονής εκτός των στενών, όχι παράταξη μάχης). Από την πορεία της
ναυμαχίας συμπεραίνουμε ότι οι Αθηναίοι βρίσκονταν στο κέντρο και στην
αριστερή / δυτική πτέρυγα, με τους Κορινθίους να κρατούν το υπόλοιπο της
ίδιας πτέρυγας. Απέναντί τους τοποθετήθηκαν η εκλεκτή Μοίρα του
Βασιλικού Ναυτικού, οι Φοίνικες και πίσω τους τα κυπριακά πλοία. Στο
τιμητικό δεξιό / ανατολικό τμήμα βρίσκονταν οι Λακεδαιμόνιοι του
αρχιναυάρχου Ευρυβιάδη μαζί με τους Αιγινήτες. Η προσθήκη των αξιότερων
πολεμιστών στη θάλασσα δίπλα στους εντελώς έξω από τα νερά τους
Λακεδαιμονίους ήταν απαραίτητη, διότι απέναντί τους ήταν οι εξαιρετικοί
και μαχητικοί Ιωνες, πίσω τους ίσως οι Κάρες με το Ναυτικό των υπολοίπων
ελληνικών πλοίων του Βασιλικού Ναυτικού. Κοντά στους Αιγινήτες και προς
το κέντρο της ελληνικής παράταξης βρισκόταν η μεγαρική Μοίρα, ενώ οι
μικρότερες Μοίρες διαμόρφωναν το ελληνικό κέντρο, μαζί με αθηναϊκά
πλοία.
«Χάθηκε ο στρατός υποκύπτοντας στα έμβολα των πλοίων»
Ορισμένες πηγές συμφωνούν ότι αρχικά το Βασιλικό Ναυτικό πολέμησε με
τάξη (ο Ηρόδοτος μόνο κάνει λόγο για άτακτη επίθεση του Βασιλικού
Ναυτικού που δεν είχε πάρει θέση μάχης). Στη συνέχεια, όμως, ένα πλήθος
παραγόντων οδήγησε σε αταξία. Η
στενοχωρία
που δεν επέτρεπε ελιγμούς, ο άνεμος που ανέμεναν οι γνώστες του τοπικού
μικροπεριβάλλοντος, ο θάνατος του ναυάρχου Αριαβίγνη, το μένος της
ελληνικής εφόρμησης ανέτρεψαν την κατάσταση και «ο καθένας στο Ναυτικό
του Ξέρξη έγινε άρχοντας του εαυτού του», όταν μπήκαν πολλά πλοία στο
στενό. Η ελληνική επίθεση περιελάμβανε εμβολισμούς (με πλοία που
έρχονταν από πίσω να καλύπτουν το επιτιθέμενο, μέχρι αυτό να απεμπλακεί
από το θύμα του), επέλαση των τριήρεων που περνούσαν σύρριζα από τα
αντίπαλα πλοία σπάζοντας τα κουπιά τους και αχρηστεύοντάς τα και
σταδιακή περικύκλωση με κυκλικές κινήσεις. Παρότι το Βασιλικό Ναυτικό,
υπό το βλέμμα του Ξέρξη από τις παρυφές του όρους Αιγάλεω, πολέμησε
καλύτερα από ό,τι στο Αρτεμίσιο, τελικώς έπεσε σε σύγχυση. Η κατάσταση
έγινε χειρότερη όταν οι εμπειροπόλεμοι Φοίνικες κατάλαβαν ότι θα
χάνονταν μέχρις ενός, αν δεν οπισθοχωρούσαν προς ανασύνταξη. Η απόπειρά
τους να βγουν από το στενό επέτεινε τη σύγχυση, καθώς όσα πλοία
βρίσκονταν στη δεύτερη σειρά προσπαθούσαν ταυτόχρονα με την οπισθοχώρηση
των Φοινίκων να επιτεθούν. Τότε βυθίστηκαν τα περισσότερα βασιλικά
πλοία, όταν μια επίθεση των Αθηναίων διέλυσε την αντίπαλη παράταξη. Τα
πληρώματα κακόπαθαν από τους Ελληνες που έσφιξαν τον κλοιό και τα
εξουδετέρωναν «όπως οι ψαράδες κυνηγούν τους τόνους».
Το
αποτέλεσμα πρέπει να είχε κριθεί και στη συνέχεια μαθαίνουμε μόνο για
μεμονωμένα επεισόδια ηρωισμού στη ναυμαχία. Μια τριήρης από τη
Σαμοθράκη στην υπηρεσία του Βασιλικού Ναυτικού πραγματοποίησε έναν
εντυπωσιακό άθλο. Αφού εμβόλισε μια αθηναϊκή τριήρη, δέχθηκε με τη σειρά
της εμβολισμό από μια αιγινητική, αλλά το πλήρωμά της εισέβαλε στο
επιτιθέμενο πλοίο και το κατέλαβε. Το κατόρθωμα της σαμοθρακιώτικης
τριήρους είχε παράπλευρες απώλειες τους Φοίνικες επικεφαλής, που εκείνη
την ώρα κατήγγειλαν στον Ξέρξη τους Ιωνες για προδοσία. Βλέποντας
μπροστά στα μάτια του την τριήρη από τη Σαμοθράκη να διαπρέπει, ο
Ξέρξης οργίστηκε και διέταξε τον άμεσο αποκεφαλισμό των Φοινίκων
επικεφαλής. Αν και συνάγουμε από φοινικικές πηγές ότι οι βασιλείς όντως
σκοτώθηκαν στη Σαλαμίνα, είναι απίθανο να απεβίωσαν με τον τρόπο που
περιγράφει ο Ηρόδοτος, απολύτως ολέθριο για το μέλλον και τη συνοχή του
Βασιλικού Ναυτικού. Εκτός αν επιμένουμε να αντιλαμβανόμαστε τον Ξέρξη
ως μέγα υβριστή και συναισθηματικά ακραία παρορμητικό. Στα παρασκήνια,
κάποιος Αριαράμνης, ο οποίος βρισκόταν κοντά στον Ξέρξη και στους
γραμματείς που κατέγραφαν τα πεπραγμένα, βοήθησε την υπόθεση των Ιώνων
και τους έβγαλε από τη δύσκολη θέση.
Δεν ήταν το ίδιο παρατηρητικός σχετικά με ένα άλλο περίφημο επεισόδιο
της ναυμαχίας. Η Αρτεμισία της Αλικαρνασσού είχε επικηρυχθεί με δέκα
χιλιάδες δραχμές από τους Αθηναίους για το θράσος της να εκστρατεύσει
εναντίον τους. Οταν την καταδίωκε μια αθηναϊκή τριήρης (ίσως εκείνη του
Αμεινία), βρέθηκε μπροστά της ένα πλοίο των Καλυνδίων με το βασιλιά
Δαμασίθυμο, ανταγωνιστή της Αρτεμισίας. Δίχως να διστάσει, εκείνη
επιτέθηκε αμέσως και το βύθισε αύτανδρο, παραπλανώντας έτσι τον Αθηναίο
διώκτη της ότι δεν ήταν η Αρτεμισία, αλλά ένα ιωνικό πλοίο που είχε
αυτομολήσει. Το περιστατικό αυτό οδήγησε στη γνωστή παρατήρηση του επί
του όρους Ξέρξη ότι «οι άνδρες μου έγιναν γυναίκες και οι γυναίκες
άνδρες». Οι γραμματείς αναζητούσαν κάτι ενθαρρυντικό να μεταφέρουν στο
βασιλιά την ώρα της συντριβής και παρουσίασαν το περιστατικό ως επιτυχία
της Αρτεμισίας να εμβολίσει ένα εχθρικό πλοίο. Ουδείς από το πλοίο των
Καλυνδίων επέζησε για να τους διαψεύσει.
Στο δεξιό / ανατολικό άκρο της ελληνικής παράταξης το Βασιλικό Ναυτικό
είχε περικυκλωθεί. Μια συντονισμένη δράση Αθηναίων και Αιγινητών
εξολόθρευε τα υπολείμματα της ιωνικής και της καρικής Μοίρας. Οι
Αθηναίοι χτυπούσαν τους περικυκλωμένους και όσοι ξέφευγαν προς τη
νοτιοανατολική έξοδο από το πεδίο του ολέθρου έπεφταν πάνω στους
Αιγινήτες. Τελικώς, οι δύο ελληνικές Μοίρες έσφιξαν τόσο πολύ τον κλοιό,
ώστε συνέπεσαν δύο άσπονδοι φίλοι. Ο Αιγινήτης Πολύκριτος κραυγάζει από
την τριήρη του προς τον Θεμιστοκλή ένα σαρκαστικό σχόλιο για το δήθεν
μηδισμό των Αιγινητών. Ο πατέρας του Πο-λύκριτου, Κριός, ήταν μεταξύ των
Αιγινητών που πριν από τη μάχη του Μαραθώνα είχαν συλληφθεί από τον
Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη ως ύποπτοι μηδισμού και είχαν παραδοθεί για
φύλαξη στους Αθηναίους. Ηταν μια καθυστερημένη ανταπόδοση οφειλομένων.
Επίκαιρες διεκδικήσεις: Η συμβολή των οπλιτών στη νίκη του πλήθους
Αναμφίβολα, ο θάνατος από πνιγμό στη θάλασσα είναι βασανιστικός. Η
αγωνία όσο οι πνεύμονες γεμίζουν νερό, ο πόνος από τις φλέβες που
πρήζονται, η ορμονική έκρηξη που τροφοδοτεί τον τρόμο στον εγκέφαλο, το
αίσθημα του αβοήθητου όσο η ανάσα είναι αδύνατη οδηγούν σε μια αργή,
γεμάτη πόνο έξοδο από τη ζωή. Αυτή ήταν η τύχη της μεγάλης πλειοψηφίας
των θυμάτων στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας και ειδικότερα των πληρωμάτων και
των επιβατών του Βασιλικού Ναυτικού, οι οποίοι δεν ήξεραν να κολυμπούν.
Όμως, το περσικό άγημα στην Ψυττάλεια έζησε ολόκληρες ώρες αγωνίας. Η
συμφορά αρχικά διαδραματιζόταν εκτός του οπτικού τους πεδίου, εντός των
στενών. Οταν διαλύθηκε το Βασιλικό Ναυτικό και ο καθένας αναζητούσε τη
σωτηρία στη φυγή, οι εγκλωβισμένοι Πέρσες είχαν την ανεπιθύμητη
πολυτέλεια να μοιραστούν την τύχη όσων Αθηναίων αμάχων βρίσκονταν στη
Σαλαμίνα: Εβλεπαν τη μοίρα τους να κρίνεται μπροστά στα μάτια τους.
Ηδη πριν από το μεσημέρι αναζητούσαν στα διερχόμενα πλοία εκείνα που θα
τους φυγάδευαν από τη νησίδα. Ελπίδα και απογοήτευση διαδέχονταν η μία
την άλλη, με το φόβο και τη συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου βίαιου
τέλους τους να κυριαρχεί όσο περνούσε η ώρα. Τα πρώτα πλοία που
προσέγγισαν την Ψυττάλεια ήταν ελληνικά και έφερναν το θάνατο.
Ο
αγγελιαφόρος του Αισχύλου στους
«Πέρσες»
φυλάει για το τέλος «τη μεγαλύτερη από τις συμφορές που βρήκαν το
στράτευμα», τον άδοξο χαμό των αρίστων / ακμαίων / ευπρεπών Περσών στην
άσημη Ψυττάλεια. «Ελληνες πετάχτηκαν από τα πλοία ζωσμένοι με χαλκό...».
Ηταν μια δύναμη που συγκεντρώθηκε εκ του προχείρου στη Σαλαμίνα την
ημέρα της ναυμαχίας, όταν πια η νίκη ήταν βέβαιη και ο εχθρός είχε
αποκρουσθεί θριαμβευτικά. Αλλιώς, δεν θα μπορούσε ο Αριστείδης να
οδηγήσει το αυτοσχέδιο άγημα εκτός του πεδίου της μάχης, την ώρα που
κρίνονταν όλα, παρά την αναφορά του Ηροδότου ότι η απόβαση έγινε πριν
κριθεί το αποτέλεσμα. Η στιγμή του χαμού των 400 Περσών ήταν ταυτοχρόνως
η ευκαιρία της οπλιτικής τάξης να διεκδικήσει ένα μερίδιο δόξας για τον
παραδοσιακό τρόπο πολέμου απέναντι στη νέα δύναμη, το ναυτικό πλήθος που
επάνδρωνε τα κωπήλατα πλοία. Ως στιγμή δόξας αποτυπώθηκε στην επιλεκτική
μνήμη των εύπορων τάξεων στα χρόνια που ακολούθησαν. Από την άλλη, το
γεγονός ότι η επίθεση συνοδεύτηκε κι από μερικές όχι χαρακτηριστικά
οπλιτικές ενέργειες (ρίψη πετρών και βελών) μάλλον υποδεικνύει ότι ήταν
μια συνδυασμένη επίθεση επιβατών και πληρωμάτων, όχι μια αμιγώς
οπλιτική απόβαση με ηγέτη τον Αριστείδη και συμμετοχή των επιφανών
Αθηναίων.
Τα
επακόλουθα
«Ποτέ σε μια μέρα δεν χάθηκε πλήθος ανθρώπων τόσο μεγάλο», λέει ο
Αισχύλος και συνεχίζει με το πλήθος των πτωμάτων που ξεβράστηκαν στις
ακτές, το χαμό του άνθους των Περσών, την καταστροφή του στρατού από
τους ελληνικούς εμβολισμούς. Από τους επιφανείς νεκρούς οι περισσότεροι
ήταν πολεμικοί ηγέτες της ξηράς και στεριανοί.
Δεν έχουμε πληροφορίες για τον αριθμό των απωλειών, πέρα από τη βύθιση
«άνω των 200» πλοίων του Βασιλικού Ναυτικού και ίσως 40 ελληνικών. Το
στενό θαλάσσιο πέρασμα και οι γειτονικές ακτές έγιναν ο τάφος δεκάδων
χιλιάδων ανδρών κατά τη φονικότερη και μεγαλύτερη ναυμαχία που γνώρισε
η ανθρωπότητα μέχρι τον 20ό αιώνα. Ο Μεγάλος Βασιλιάς είχε παραιτηθεί
όλων των πλεονεκτημάτων του για να διεκδικήσει την ολοκληρωτική νίκη.
Απεκόμισε μια ανεπανάληπτη συντριβή και η διαχείρισή της ήταν εξ ορισμού
πρόκληση.
Οι
ελληνικές πηγές συνεχίζουν αμέριμνα να περιγράφουν τον Ξέρξη ως έρμαιο
της θεϊκής βούλησης, απόλυτα κυβερνώμενο από ακραία συναισθήματα.
Ισχυρίζονται ότι το Βασιλικό Ναυτικό τράπηκε σε άτακτη φυγή την επόμενη
μέρα, την ώρα που ο Ξέρξης έντρομος βάδιζε ολοταχώς για τον Ελλήσποντο,
ώστε να προλάβει να περάσει στην ασφάλεια της Ασίας, προτού οι Ελληνες
καταστρέψουν τις γέφυρες. Στην πραγματικότητα, το επόμενο πρωί ο
ελληνικός στόλος ετοιμάστηκε να αποκρούσει νέα επίθεση. Οταν βγήκε από
τα στενά αποφασισμένος να προκαλέσει αυτός τώρα νέα ναυμαχία, δεν βρήκε
κανέναν, λένε οι πηγές.
Από την άλλη, οι ίδιες πηγές περιγράφουν την απόπειρα του Ξέρξη να
καλύψει τη σχεδιαζόμενη φυγή του. Ενας μεγάλης κλίμακας αντιπερισπασμός
στήθηκε, «εν μία νυκτί» διαβάζουμε, με τη μορφή έργων επιχωμάτωσης του
στενού, ώστε να περάσει το περσικό Πεζικό στο νησί δίχως να χρειάζεται
η επικράτηση του στόλου. Οι εργασίες ήταν αδύνατο να τελειώσουν, καθώς
με κανέναν τρόπο δεν θα ήταν ασφαλής η κατασκευή του τόσο κοντά στο
ελληνικό Ναυτικό και τις ελληνικές δυνάμεις, αν οι φθινοπωρινές μπόρες
δεν κατέστρεφαν το χωμάτινο διάδρομο.
Στην επομένη της ναυμαχίας τοποθετούν χρονικά οι πηγές το νέο πολεμικό
συμβούλιο υπό τον Ξέρξη, με μια ασυνήθιστη συμμετοχή, της Αρτεμισίας.
Εκείνη συμβούλευσε το βασιλιά να δεχτεί την πρόταση του Μαρδόνιου να
φύγει στην Ασία, αφήνοντας πίσω εκλεκτό στράτευμα για μια δεύτερη
προσπάθεια την άνοιξη. Ο Ξέρξης δεν είχε τίποτα να χάσει. Αν πετύχαινε ο
Μαρδόνιος, η νίκη θα ανήκε στο βασιλιά. Αν όχι, η ευθύνη ήταν του
Μαρδόνιου. Αυτός που δεν είχε τίποτα να χάσει ήταν ο ίδιος ο Μαρδόνιος,
καθώς με την επιστροφή του στα Σούσα σίγουρα θα ζητούνταν ευθύνες από
το θερμότερο υποκινητή της εκστρατείας.
Ακόμη κι αν το Βασιλικό Ναυτικό είχε κερδίσει στη Σαλαμίνα, πιθανότατα
ο Ξέρξης δεν θα συνέχιζε προς τον Ισθμό. Οι αρχαίες πηγές δεν λαμβάνουν
υπόψη τους ότι, πέρα από τον ελληνικό Νότο, υπήρχε μια τεράστια
επικράτεια υπό περσική κυριαρχία που έπρεπε να διοικηθεί. Δεν θα
διαχείμαζε ο Μεγάλος Βασιλιάς στη Θεσσαλία, όπως ο Μαρδόνιος. Οι
θαλάσσιες επικοινωνίες του δέχθηκαν ένα μεγάλο πλήγμα, αλλά εφόδια
βρίσκονταν ακόμη φορτωμένα στα μεταγωγικά του στο Φάληρο, ενώ η ασφάλεια
στη θαλάσσια μεταφορά ήταν αδιανόητη, καθώς είχε μπει πια το φθινόπωρο.
Λογικά, ο Ξέρξης θα αποχωρούσε ούτως ή άλλως μετά το όποιο αποτέλεσμα
της ναυμαχίας. Από την άλλη, η Ιστορία δεν γράφεται ούτε με τη λογική
ούτε με τις υποθέσεις.
Ύστερα από τη συνετή γνώμη του Ευρυβιάδη, ο ελληνικός στόλος δεν έκανε
κίνηση προς τον Ελλήσποντο. Δεν κρίθηκε φρόνιμο να εγκλωβιστεί τέτοιο
στράτευμα στην Ευρώπη, δόθηκε όμως μια εξαιρετική ευκαιρία στον
Θεμιστοκλή δήθεν να παράσχει μια ευεργεσία στον Ξέρξη (όπως μας λένε οι
πηγές με τη γνώση των μεταγενέστερων κατηγοριών επί μηδισμώ εναντίον του
Αθηναίου επικεφαλής). Ο δαιμόνιος και ακούραστος Σίκιν-νος μετέφερε ένα
δεύτερο μήνυμα του Θεμιστοκλή, με το οποίο ο αποστολέας ισχυριζόταν ότι
ο ίδιος ματαίωσε την καταστροφή των γεφυρών για να μην κινδυνεύσει ο
βασιλιάς. Κατά περίεργο παιχνίδι της ζωής, ο Ξέρξης θα εύρισκε τις
γέφυρες κατεστραμμένες όχι από τους Ελληνες, αλλά από άλλη μια
θαλασσοταραχή. Ο κομιστής του μηνύματος αφέθηκε ξανά ανενόχλητος να
επιστρέψει στην ελληνική παράταξη (ούτε τώρα μαθαίνουμε αν έφερε μαζί
του απάντηση από την περσική πλευρά).
Μια σύντομη περιοδεία του ελληνικού στόλου στο δυτικό και κεντρικό
Αιγαίο ολοκληρώθηκε με την επιστροφή του στόλου στη Σαλαμίνα. Εκεί έγινε
η διανομή των λαφύρων και η επιλογή των αφιερωμάτων στους θεούς. Οταν
όψιμα εκπληρώθηκε η επιθυμία των πελοποννησιακών πληρωμάτων και ο στόλος
όντως έπλευσε στον Ισθμό, η ψηφοφορία για το ατομικό
αριστείο
απέβη άκαρπη. Ο κάθε στρατηγός διέθετε δύο ψήφους' ο καθένας ψήφισε τον
εαυτό του για το
αριστείο
και τον Θεμιστοκλή για τη δεύτερη θέση. Στους Αιγινήτες συνολικά
απονεμήθηκε το
αριστείο
για τη μέγιστη συμβολή στη νίκη.
Από όλους τους τρόπους διαχείρισης των γεγονότων και της συλλογικής
μνήμης θα περιοριστούμε μόνο σε δύο. Αμφιβολίες για την ακριβή
ημερομηνία της μάχης εκφράζονταν ήδη στην αρχαιότητα (μόνο ο Πλούταρχος
σε διαφορετικά σημεία παραδίδει δύο διαφορετικές ημερομηνίες). Ωστόσο,
στο συλλογικό επίπεδο οι Αθηναίοι έλυσαν το πρόβλημα με έναν τρόπο
οικείο σε κάθε εποχή.
Αρκετά μεταγενέστερα, όρισαν την επέτειο της νίκης στις 16 Μουνυχιώνος,
ώστε να συμπίπτει με τους εορτασμούς της Αρτέμιδος. Η θεά είχε κάνει
έκδηλη την υποστήριξή της στον ελληνικό στόλο με μια έκλειψη Σελήνης το
βράδυ της ναυμαχίας και για άλλη μια φορά συνδέθηκαν αριστοτεχνικά το
ιερό και το κοσμικό. Στην αντίπαλη πλευρά, ο Ξέρξης επέστρεψε στην Ασία
με λάφυρα μεγάλης συμβολικής αξίας, όπως τα αγάλματα από την Ακρόπολη
της Αθήνας. Η αχαιμενιδική διοίκηση μπορούσε να ισχυριστεί ότι πέτυχε σε
μεγάλο βαθμό τους στρατηγικούς στόχους της εκστρατείας. Στα Σούσα, η
ήττα στη θάλασσα γινόταν αντιληπτή ως ένα ασήμαντο επεισόδιο στην
επιτυχημένη προώθηση του Μεγάλου Βασιλιά στον ελληνικό Νότο. Στον
κατάλογο των υποτελών λαών μετά το 480, οι γραφείς δεν παρέλειψαν να
χαράξουν τους Ιωνες της Ασίας και της Ευρώπης, καθώς και τους Ελληνες
της Βορείου Ελλάδος.
Λίγες μέρες μετά τη ναυμαχία, το περσικό Πεζικό αποχώρησε από την Αττική
για να διαχειμάσει στη Θεσσαλία. Εκεί θα γινόταν από τον Μαρδόνιο η
διαλογή των επιλέκτων που θα επιχειρούσαν την επόμενη χρονιά να
ολοκληρώσουν το έργο του Ξέρξη. Η μοίρα των ελληνικών πόλεων θα κρινόταν
το 479 π.Χ. στην ανοιχτή πεδιάδα των Πλαταιών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
BALCER J.M.,
(1995)
The Persian Conquest of the Greeks
545 - 450
B.C. (Xenia
38),
Konstanz.
BRIANT P.,
(2002)
From Cyrus to Alexander:
Α
History of the Persian Empire
(μτφρ.
P.T. Daniels), Winona Lake.
GREEN P.,
(2004)
Οι
Ελληνοπερσικοί Πόλεμοι
(μτφρ.
Αρ.
Αλαβάνου),
Αθήνα.
HAMMOND N.G.L.,
(1982)
«The Narrative of Herodotus VII and the Decree of Themistocles at
Troezen,» JHS
102, 75 - 93.
HAMMOND N.G.L.,
(1988)
«The Expedition of Xerxes»
στην
Cambridge Ancient History,
τ.
4, 569 - 588.
HIGNETT C.,
(1963)
Xerxes' Invasion of Greece, Oxford.
JAMESON M.H.,
(1960)
«A Decree of Themistocles from Troezen», Hesperia
29,198 - 223.
JOHANSSON M.,
(2001)
«The Inscription of Troezen: A Decree of Themistocles?», ZPE
137, 69 - 92.
LAZENBY J.F.,
(1993)
The Defence of Greece, 490 - 479 B.C., Warminster.
MIKALSON J.D.,
(2003)
Herodotus and Religion in the Persian Wars, London.
MORRISON J.S., COATES J.F.
&
RANKOV N.B.,
(2000)
The History and Reconstruction of an Ancient Greek Warship, Cambridge.
PODLECKI A.,
(1975)
The Life of Themistocles, Montreal.
ΡΑΔΟΣ Κ.,
(2004) Η
Ναυμαχία της Σαλαμίνας (μτφρ. Β.
Κοκκίνου),
Αθήνα.
STRAUSS B.,
(2004)
Salamis. The Greatest
BROADHEAD H.D.,
(1960)
The Naval Battle of the Ancient World, New York.
Persae of Aeschylus, Cambridge.
WALLINGA H.T.,
(2005)
Xerxes'
BURN A.R.,
(1984)
Persia and the Greeks. The Greek Adventure: The Naval
Defense of the West
546 - 479
B.C., Stanford. Perspective, Boston
&
Leiden.
κλεανθησ ζουμπουλακησ
Υποψήφιος
δρ Αρχαίας Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΚΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ
Η
ΑΡΧΗ ΤΗΣ «ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ»
Η
συνέχιση της εκστρατείας του Μαρδόνιου και η συγκρότηση του ελληνικού
συμμαχικού στρατού. Η καθοριστική νίκη των Ελλήνων στις Πλαταιές το 479
π.Χ. υπό τον αρχιστράτηγο Παυσανία. Ο «χρυσός αιώνας του Περικλέους». Η
Αθηναϊκή Συμμαχία και η αντίδραση της Σπάρτης.
Η
στρατηγική των Ελλήνων μετά τη Σαλαμίνα
Η
νίκη της Σαλαμίνας δεν είχε την ίδια σημασία για όλες τις ελληνικές
πόλεις. Οι Πελοποννήσιοι, με επικεφαλής τη Σπάρτη, απαλλάχτηκαν από κάθε
φόβο. Το τείχος του Ισθμού είχε πλέον ολοκληρωθεί και, χωρίς την ύπαρξη
ενός εχθρικού στόλου, δεν υπήρχε πλέον κίνδυνος κάποιας αποβατικής
ενέργειας στα μετόπισθεν των οχυ-ρώσεών τους. Οι Ελληνες όμως που
κατοικούσαν βορείως του Ισθμού παρέμειναν εκτεθειμένοι στη μόνιμη
περσική απειλή. Μπορεί ο περσικός στόλος να είχε αποσυρθεί μαζί με τον
Ξέρξη, αλλά ο Μαρδόνιος, με σημαντικές χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις,
παρέμενε στη Θεσσαλία. Οι Πελοποννήσιοι, λοιπόν, δεν έδειχναν ιδιαίτερη
ζέση να εκστρατεύσουν πέραν του Ισθμού, αντίθετα με τους υπόλοιπους
Ελληνες, με επικεφαλής τους Αθηναίους, που φλέγονταν για νέες μάχες στην
ξηρά και τη θάλασσα, επιθυμώντας να απελευθερώσουν αμέσως ολόκληρη την
Ελλάδα.
Οι
Ελληνες διηρημένοι, λοιπόν, δεν επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν τη νίκη
τους στη Σαλαμίνα. Στο μέτωπο της στεριάς, ο Κλεόμβροτος, ο Σπαρτιάτης
αρχιστράτηγος στον Ισθμό, ισχυρίστηκε ότι οι οιωνοί ήταν κακοί και
ανέβαλε κάθε επιθετική ενέργεια. Μάλιστα, με πρόφαση την έκλειψη ηλίου
που έλαβε χώρα στις 2 Οκτωβρίου του 480 π.Χ., επέτρεψε σε ένα τμήμα των
πελοποννησιακών στρατευμάτων να επιστρέψει στις πατρίδες του. Ως προς
τις ναυτικές επιχειρήσεις, επικρατεί η ίδια στασιμότητα. Οι Ελληνες δεν
προχωρούν σε εκμετάλλευση της επιτυχίας τους στη Σαλαμίνα. Ο στόλος τους
δεν προχώρησε πέρα από την Ανδρο. Μόνο ο Θεμιστοκλής είχε ένα επιθετικό
σχέδιο σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Ηθελε να πλεύσει ο ελληνικός στόλος στον
Ελλήσποντο για να καταστρέψει τις γέφυρες του Ξέρξη. Υπάρχει η άποψη
ότι το σχέδιο του Θεμιστοκλή ήταν ευρύτερο. Ο ελληνικός στόλος θα
προχωρούσε στις μικρασιατικές ακτές για να προκαλέσει μια καινούργια
ιωνική επανάσταση. Με τον τρόπο αυτό θα απειλούσε τις γραμμές
ανεφοδιασμού των Περσών και θα τους ανάγκαζε να αποχωρήσουν άμεσα από
την Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες, όμως, έχοντας ως αρχή να μην προβαίνουν σε
υπερπόντιες εκστρατείες και ανησυχώντας ίσως για την ασφάλεια του
Ισθμού αν απομακρυνόταν ο ελληνικός στόλος, ματαίωσαν το σχέδιο αυτό.
Εγιναν με τον τρόπο αυτό υπαίτιοι στο να συνεχιστεί ο πόλεμος σε
ελληνικό έδαφος και τον επόμενο χρόνο. Από την άλλη, όμως, το
συγκεκριμένο σχέδιο θα ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί, καθώς βρισκόμαστε στο
χειμώνα του 480/479, οπότε θα έπρεπε λόγω καιρικών συνθηκών να
τερματιστούν οι ναυτικές επιχειρήσεις. Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζει
κι
ίδιος ο Θεμιστοκλής, όπως μας αναφέρει ο Ηρόδοτος, όταν αυτός
απευθύνεται στους Αθηναίους. Κύριο μέλημα των Αθηναίων και του
Θεμιστοκλή μετά τη Σαλαμίνα είναι η απελευθέρωση της Κεντρικής Ελλάδος,
κάτι που προϋπέθετε ανάληψη χερσαίων επιχειρήσεων. Το σχέδιο για επίθεση
στον Ελλήσποντο δεν ταιριάζει με τις συγκεκριμένες στρατηγικές
επιδιώξεις. Βέβαια, το τελευταίο αυτό επιχείρημα δεν φαίνεται ιδιαίτερα
ισχυρό. Αν όντως ο Θεμιστοκλής θεωρούσε ότι μια τέτοια υπερπόντια
εκστρατεία θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα με μια νίκη στην ξηρά, δεν θα
δίσταζε να το εφαρμόσει. Ταιριάζει, άλλωστε, η σύλληψη ενός τέτοιου
σχεδίου με τη διορατικότητα του μεγάλου Αθηναίου στρατηγού και
πολιτικού.
Η
ματαίωση του, επίσης, από
τους Σπαρτιάτες ταιριάζει με τη σταθερά επιφυλακτική πολιτική σύνεσης
που πάντα ακολουθούσαν. Το μόνο πραγματικά σοβαρό επιχείρημα εναντίον
του σχεδίου του Θεμιστοκλή είναι η δυσκολία των επιχειρήσεων το
χειμώνα.
Οπως πάντως και να έχουν τα πράγματα, το ελληνικό Ναυτικό υιοθέτησε μια
τακτική αναμονής έως το τέλος της άνοιξης του
479
π.Χ. Εμεινε στη Δήλο προσπαθώντας να παρεμποδίσει τον ανεφοδιασμό του
εχθρού. Μόνο αργότερα, όπως θα δούμε, όταν οι Πελοποννήσιοι θα
προχωρήσουν στη Βοιωτία, θα μετακινηθούν τα πλοία προς τις ακτές της
Ιωνίας. Στο μεταξύ, ο στόλος θα επιδιώξει την τιμωρία των Ελλήνων των
Κυκλάδων που είχαν μηδίσει. Η Ανδρος αμύνθηκε με επιτυχία και απέφυγε
την τιμωρία. Η Κάρυστος, που παραδόθηκε, τιμωρήθηκε σκληρά με πρόστιμο.
Μετά την τιμωρία των νησιών που είχαν μηδίσει, ο ελληνικός στόλος
κατευθύνθηκε στον Ισθμό. Εκεί έγινε το μοίρασμα των λαφύρων. Οι
Αιγινήτες πήραν για την ανδρεία που επέδειξαν στη Ναυμαχία της
Σαλαμίνας τα
αριστεία,
δηλαδή το πρώτο βραβείο και
το μεγαλύτερο μέρος της πολεμικής λείας. Αφιέρωσαν μάλιστα στον Απόλλωνα
των Δελφών ένα ορειχάλκινο κατάρτι με τρία χρυσά άστρα. Το δεύτερο
βραβείο ανδρείας δόθηκε στους Αθηναίους. Ολοι μαζί οι Ελληνες αφιέρωσαν
στους Δελφούς ένα ορειχάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, ύψους
12
πήχεων, που κρατούσε στο χέρι του ένα έμβολο πλοίου. Αφιέρωσαν επίσης
τρεις φοινικικές τριήρεις που εί-| χαν αιχμαλωτίσει, τη μία στον Ισθμό,
τη δεύτερη στο Σούνιο και την τρίτη στη Σαλαμίνα.
Η
Ναυμαχία της Σαλαμίνας είχε ως αποτέλεσμα την ανεξαρτητοποίηση σε μεγάλο
βαθμό των επιχειρήσεων στην ξηρά από τις πολεμικές ενέργειες στη
θάλασσα. Το περσικό Ναυτικό παύει να έχει την οποιαδήποτε συμμετοχή
στις επιχειρήσεις της κυρίως Ελλάδας. Δεν προσφέρει πλέον υποστήριξη
στον Μαρδόνιο και τις χερσαίες δυνάμεις του που διαχειμάζουν στη
Θεσσαλία και δεν χρησιμοποιείται για τον ανεφοδιασμό του στρατού. Αλλωστε,
μετά την αποχώρηση των φοινικικών πλοίων ο αριθμός του έχει περιοριστεί
σε 300 πλοία, και των ιωνικών συμπεριλαμβανομένων. Ο περσικός στόλος,
αφού διαχείμασε στην Κύμη, την άνοιξη του 479 π.Χ. αγκυροβόλησε στη Σάμο
με σκοπό να έχει υπό επιτήρηση την προβληματική Ιωνία, η οποία μετά τις
ελληνικές επιτυχίες είναι δυνητικά ύποπτη για μια νέα εξέγερση. Η
συνέχεια του πολέμου και η τελική έκβασή του λοιπόν έμελλαν να κριθούν
στην ξηρά. Ο Μαρδόνιος, γαμπρός και ξάδελφος του Μεγάλου Βασιλιά Ξέρξη,
ο καλύτερος στρατηγός των Περσών και ο πιο ένθερμος εισηγητής της
επίθεσης στην Ελλάδα, είχε παραμείνει με πολύ ισχυρές δυνάμεις στη
Θεσσαλία. Αυτός θα επιχειρήσει να υποτάξει τους Ελληνες τόσο με τη
διπλωματία όσο και με τα όπλα. Πράγματι, πριν προβεί σε στρατιωτική
δράση, ο Μαρδόνιος προσπάθησε να διχάσει τους Ελληνες. Εστειλε, λοιπόν,
στους Αθηναίους το σύμμαχο και υποτελή των Περσών Αλέξανδρο, βασιλιά της
Μακεδονίας, για να μεταφέρει δελεαστικές προτάσεις προκειμένου αυτοί να
συνθηκολογήσουν. Παρά τις ανησυχίες των Σπαρτιατών, οι Αθηναίοι
αρνήθηκαν κατηγορηματικά κάθε διαπραγμάτευση, ως άξιοι νικητές στη
Σαλαμίνα.
Την ίδια περίοδο, γίνονται αλλαγές στην ελληνική στρατιωτική ηγεσία.
Μετά το θάνατο του Κλεόμβροτου, ο οποίος είχε αναλάβει μετά το θάνατο
του αδελφού του βασιλιά Λεωνίδα την κηδεμονία του ανήλικου ανιψιού του
Πλείσταρχου, αρχιστράτηγος αναλαμβάνει ο γιος του Κλεόμβροτου
Παυσανίας. Τον Ευρυβιάδη στην ηγεσία του στόλου διαδέχεται ο δεύτερος
βασιλιάς της Σπάρτης Λεωτυχίδης. Οι Αθηναίοι πάλι επιλέγουν ως
επικεφαλής του στόλου τον Ξάνθιππο, τον πατέρα του Περικλή, και τον
Αριστείδη ως επικεφαλής του στρατού.
Προς την αποφασιστική σύγκρουση
Μετά τη διπλωματική αποτυχία του, ο Μαρδόνιος αποφάσισε πλέον την
απευθείας στρατιωτική αναμέτρηση. Από τις βάσεις του στη Θεσσαλία
προωθεί τη δυνάμεις του στη φιλικά διακείμενη προς αυτόν, παρά τη
Ναυμαχία στη Σαλαμίνα, Βοιωτία στο τέλος της άνοιξης του 479. Εκεί
συμπλήρωσε τις προετοιμασίες του ανεφοδιασμού και της στρατοπέδευσης
πιθανώς οργανώνοντας μια γραμμή υποχώρησης, ενώ οι προφυλακές του
καταλαμβάνουν την Αττική χωρίς μάχη. Για δεύτερη φορά η επικράτεια των
Αθηναίων βρίσκεται υπό περσική κατοχή. Η ενέργεια αυτή του Μαρδόνιου
απέβλεπε πιθανόν σε δύο σκοπούς. Αφενός να πιέσει τους Αθηναίους να
δεχτούν τις διπλωματικές του προτάσεις και αφετέρου, σε περίπτωση
αθηναϊκής άρνησης, να εξαναγκάσει το στρατό των Πελοποννη-σίων να
εκστρατεύσει στην Κεντρική Ελλάδα και να παραχωρήσει έτσι μάχη έξω από
τον οχυρωμένο Ισθμό.
Οι
Αθηναίοι ασφαλώς δεν ήταν σε θέση από μόνοι τους να υπερασπίσουν
αποτελεσματικά τις διαβάσεις του Κιθαιρώνα ή να δώσουν μάχη εκ
παρατάξεως. Αναγκάστηκαν επομένως για δεύτερη φορά να εκκενώσουν την
πόλη τους και να καταφύγουν και πάλι στη Σαλαμίνα. Η επιχείρηση,
πιθανότατα, ήταν σχετικά εύκολη, γιατί λίγοι σε αριθμό Αθηναίοι θα είχαν
προλάβει να επιστρέψουν στην Αττική μετά την αποχώρηση του Ξέρξη. Οι
πόλη ήταν καταστραμμένη και η πλειοψηφία των κατοίκων δεν θα είχε
καταλύματα. Αλλωστε, πάντα υπήρχε η προοπτική της περσικής εισβολής μέσω
Βοιωτίας, κάτι που δημιουργούσε συνθήκες ανασφάλειας. Τα γυναικόπαιδα
θα είχαν μείνει ακόμη στην Τροιζήνα, στην Αίγινα και την Ελευσίνα. Στην
ουσία, εφόσον ο πελοποννησιακός στρατός έμενε πίσω από τον Ισθμό, η
Αττική κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 479 παρέμενε ένα είδος νεκρής
ζώνης ανάμεσα στους Πέρσες και στους Ελληνες. Ο Μαρδόνιος κατέλαβε την
έρημη Αθήνα στις αρχές Ιουνίου. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ανάμεσα στην
πρώτη και στη δεύτερη κατάληψη της Αθήνας είχαν μεσολαβήσει δέκα μήνες.
Δεν επέτρεψε όμως αυτή τη φορά ο Πέρσης στρατηγός στους στρατιώτες του
να προβούν στην καταστροφή των ελάχιστων κτισμάτων που στέκονταν
ακόμα, αλλά επανέλαβε τις προτάσεις του προς τους Αθηναίους. Ο
Ελληνας από τον
t
Ελλήσποντο Μουριχίδης εμφανίστηκε ως απεσταλμένος του Μαρδόνιου
μπροστά στην αθηναϊκή Βουλή που βρισκόταν στη Σαλαμίνα. Η Βουλή όμως
αρνήθηκε κατηγορηματικά να παρουσιάσει τις περσικές προτάσεις στην
Εκκλησία του Δήμου. Οπως μάλιστα μας πληροφορεί ο ΗρόδοτοςΓενας από τους
βουλευτές, ο Λυκίδης, εξέφρασε αντίθετη γνώμη με αποτέλεσμα να
λιθοβοληθεί μέχρι θανάτου μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Εν
όψει της κρισιμότητας της κατάστασης, οι Αθηναίοι ήταν εύλογο να
επιθυμούν άμεση πολεμική δράση. Αντίθετα, οι Πελοποννήσιοι, με
επικεφαλής τη Σπάρτη, συνέχιζαν να είναι επιφυλακτικοί. Από την άλλη,
η Σπάρτη αντιλαμβανόταν ότι χωρίς την Αθήνα η πανελλήνια συμμαχία ήταν
ανίσχυρη μπροστά στους Πέρσες στη θάλασσα. Επίσης, και η Αθήνα
αντιλαμβανόταν ότι χωρίς τη Σπάρτη ήταν το ίδιο ανίσχυρη στην ξηρά. Οι
σύμμαχοι εκτός Πελοποννήσου άρχισαν να γίνονται ιδιαίτερα πιεστικοί.
Απεσταλμένοι από την Αθήνα, τα Μέγαρα και τις Πλαταιές έφτασαν στη
Σπάρτη απαιτώντας άμεση εκστρατεία για την απελευθέρωση της Αττικής.
Διαφορετικά θα αποδέχονταν τις περσικές προτάσεις. Οι Σπαρτιάτες, με
πρόφαση τη γιορτή των Υακινθίων, ανέβαλαν την απάντησή τους για δέκα
μέρες. Ο Ηρόδοτος θεωρεί ότι στη Σπάρτη υπήρχε μια αίσθηση ότι με την
οχύρωση του Ισθμού η Πελοπόννησος ήταν ασφαλής και δεν χρειαζόταν τους
Αθηναίους. Ωστόσο, τους επανέφερε στην πραγματικότητα ο Χίλεος από την
Τεγέα, τονίζοντάς τους ακριβώς τους κινδύνους που θα διέτρεχαν η Σπάρτη
και η Πελοπόννησος αν η Αθήνα δεχόταν τις περσικές προτάσεις. Ο κύβος
είχε ριφθεί. Ο αρχιστράτηγος Παυσανίας έλαβε εντολή να περάσει τον Ισθμό
και να διώξει τους Πέρσες από την Κεντρική Ελλάδα. Τη δέκατη μέρα, όταν
οι πρεσβευτές των πόλεων της Κεντρικής Ελλάδας επανήλθαν δριμύτεροι
επαναλαμβάνοντας τις επικρίσεις και τις προειδοποιήσεις για τις
συνέπειες της σπαρτιατικής αδράνειας, άκουσαν έκπληκτοι από τους
αρμόδιους αξιωματούχους, τους εφόρους, ότι τα στρατεύματα της Σπάρτης
πρέπει ήδη να είχαν φτάσει στο Ορέστειο της Αρκαδίας, έτοιμα να
προωθηθούν στη Στερεά Ελλάδα. Η συγκεκριμένη στρατιωτική ενέργεια
διέλυσε ασφαλώς κάθε φόβο των Αθηναίων ότι οι Πελοποννήσιοι τους είχαν
εγκαταλείψει και απομάκρυνε οριστικά έστω και το ελάχιστο ενδεχόμενο οι
Πέρσες να προσεταιριστούν την Αθήνα.
Ο
Μαρδόνιος, όταν πληροφορήθηκε τη μετακίνηση του ελληνικού στρατού,
συμπτύχθηκε από την Αττική στη Θήβα. Πριν υποχωρήσει όμως, συμπλήρωσε
την καταστροφή της Αθήνας πυρπολώντας, γκρεμίζοντας και σκεπάζοντας με
χώμα ό,τι είχε απομείνει όρθιο. Επειτα έστειλε το Ιππικό του με ένα
τμήμα του Πεζικού του να επιτεθεί εναντίον των 1.000 Σπαρτιατών που
βρίσκονταν στα Μέγαρα ως προφυλακή του ελληνικού εκστρατευτικού
σώματος. Η επιχείρηση αυτή εγκαταλείφθηκε όταν έγινε γνωστό ότι
ολόκληρος ο στρατός της Σπάρτης ήταν ήδη συγκεντρωμένος στον Ισθμό.
Πιθανώς η συγκεκριμένη ενέργεια να είχε σκοπό την αναγνώριση των θέσεων
των Ελλήνων ή να ήταν κάλυψη της περσικής υποχώρησης προς τη Βοιωτία. Ο
λόγος που οι Πέρσες εγκατέλειψαν την Αττική είναι ότι το έδαφός της δεν
ήταν κατάλληλο για την εκμετάλλευση του όπλου στο οποίο υπερείχαν,
δηλαδή το Ιππικό. Επιπλέον, σε περίπτωση ήττας, ο στρατός τους κινδύνευε
να αποκοπεί. Αντίθετα, η Θήβα ήταν φιλική προς αυτούς και η βοιωτική
πεδιάδα ήταν κατάλληλη για την ανάπτυξη του Ιππικού.
Ο
Μαρδόνιος για την υποχώρησή του από την Αττική επέλεξε την ανατολικότερη
από τις τρεις διαδρομές, εκείνη που περνάει από τη Δεκέλεια (το σημερινό
Τατόι), διασχίζει μια διάβαση της Πάρνηθας και κατευθύνεται προς την
Τανάγρα. Αλλά ο πιο κατάλληλος δρόμος για την υποχώρηση ήταν αυτός του
Κιθαιρώνος μέσω της διάβασης των Δρυός Κεφαλών (πιθανώς το σημερινό
πέρασμα του Γυφτόκαστρου). Η επιλογή του δρομολογίου Δεκέλειας
-Τανάγρας από τον Μαρδόνιο έχει ίσως να κάνει με λόγους ασφάλειας.
Υπήρχε η πιθανότητα ο στρατός του να αιφνιδιαστεί από τις ελληνικές
δυνάμεις που σχεδόν ταυτόχρονα προωθούνταν προς τη Βοιωτία. Μια άλλη
πιθανότητα είναι να άφησε επίτηδες ο Μαρδόνιος ελεύθερη τη διάβαση του
Κιθαιρώνα γιατί ακριβώς σκόπευε να επιτρέψει στον ελληνικό στρατό να
περάσει από εκεί στην πεδιάδα του Ασωπού. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο
Μαρδόνιος δεν επιχείρησε να υπερασπιστεί τις διαβάσεις του Κιθαιρώνα. Θα
μπορούσε να περιμένει από την άλλη πλευρά του βουνού, τη βόρεια, για να
επιτεθεί εναντίον του ελληνικού στρατού όταν έβγαινε από τις διαβάσεις.
Σκοπός του όμως δεν ήταν να εμποδίσει τον επερχόμενο ελληνικό στρατό να
κατέλθει στη βοιωτική πεδιάδα. Αντίθετα, επεδίωκε να τους προσελκύσει
εκεί, προκειμένου να προκαλέσει μια όσο το δυνατόν πιο αποφασιστική νίκη
εκμεταλλευόμενος το Ιππικό του. Σε αυτή τη φάση της εκστρατείας ο
Μαρδόνιος πέτυχε να παρασύρει τους Ελληνες στο πεδίο όπου αυτός είχε
διαλέξει. Τελικά, όμως, όπως θα φανεί στη συνέχεια, ο ελληνικός
στρατηγικός σχεδιασμός δεν θα του επιτρέψει να εκμεταλλευτεί πλήρως αυτό
το αρχικό στρατηγικό πλεονέκτημα που δημιούργησε.
Την ίδια στιγμή, ο πελοποννησιακός στρατός του Παυσανία περνούσε από τη
Μεγαρίδα, όπου ενισχύθηκε με 3.000 Μεγαρείς οπλίτες και φτάνοντας στην
Ελευσίνα ενώθηκε με τον αθηναϊκό στρατό, που είχε διαπεραιωθεί από τη
Σαλαμίνα. Τους 8.000 Αθηναίους οπλίτες συνόδευαν και 600 οπλίτες από τις
Πλαταιές. Το ελληνικό στράτευμα δεν διέθετε Ιππικό, κάτι που αποτελούσε
ένα μειονέκτημα γι' αυτόν σε σχέση με τις δυνάμεις του Μαρδόνιου. Οι
Ελληνες έφτασαν στη Βοιωτία λίγο μετά τον περσικό στρατό. Δεν διαθέτουμε
πληροφορίες για το ακριβές δρομολόγιό τους. Ο Ηρόδοτος μας αναφέρει ότι
κατέληξαν στις Ερυθρές. Η θέση της συγκεκριμένης πόλης δεν είναι γνωστή
με ακρίβεια. Πιθανώς βρισκόταν στη βόρεια έξοδο του Γυφτόκαστρου κοντά
στο σημερινό Κριεκούκι. Από το στενό του Γυφτόκαστρου (Δρύος Κεφαλαί)
πιθανώς πέρασε ο Παυσανίας στη Βοιωτία, αναπτύσσοντας το στρατό του κατά
μήκος των υπωρειών του Κιθαιρώνα, απέναντι από τις θέσεις των Περσών.
Δεν προχώρησε όμως στην πεδιάδα, αντιλαμβανόμενος το πλεονέκτημα που θα
έδινε στον αντίπαλο να χρησιμοποιήσει το Ιππικό του.
Οι
αρχικές θέσεις των αντιπάλων και οι πρώτες συμπλοκές
Ο
Ασωπός ποταμός διασχίζει τη βοιωτική πεδιάδα από τα δυτικά προς τα
ανατολικά, σχεδόν παράλληλα με τον Κιθαιρώνα. Τη χωρίζει σε δύο τμήματα,
το νότιο που περιλαμβάνει τη ζώνη ως τον Κιθαιρώνα, η οποία διακόπτεται
από λόφους και χαράδρες, κάτι που την καθιστά ακατάλληλη για την
αποτελεσματική ανάπτυξη Ιππικού, και το βόρειο, το οποίο εκτείνεται
μέχρι τη Θήβα και αποτελεί εκτεταμένη πεδιάδα, στην οποία το Ιππικό
είναι σε θέση να δράσει αποτελεσματικά. Αντικειμενικός σκοπός του
Μαρδόνιου, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ήταν να δοθεί η μάχη σε αυτή την
πεδιάδα. Οταν οι Ελληνες κατέλαβαν τις αρχικές θέσεις τους, ο περσικός
στρατός βρισκόταν βόρεια του Ασωπού. Το σύνολο των ελιγμών ασφαλώς θα
είχε τον αντίθετο από τους Πέρσες αντικειμενικό σκοπό. Να αναγκάσει,
δηλαδή, τον Μαρδόνιο να επιτεθεί στο χώρο νότια του Ασωπού και ιδιαίτερα
στο ορεινό έδαφος των υπωρειών του Κιθαιρώνα, έδαφος ακατάλληλο δηλαδή
για το περσικό Ιππικό. Και, όπως έδειξε η εξέλιξη της μάχης, ο Παυσανίας
πέτυχε αυτό τον αντικειμενικό σκοπό, κερδίζοντας επάξια την κατοπινή
του φήμη ως ικανού στρατηγού.
Οταν οι Ελληνες πέρασαν τον Κιθαιρώνα, οι Πέρσες είχαν ήδη οργανώσει
τις θέσεις τους. Ο Μαρδόνιος είχε τοποθετήσει προφυλακές σε μια γραμμή
που εκτεινόταν βόρεια από τις Ερυθρές και τις Πλαταιές. Το κύριο σώμα
του στρατού του ήταν στρατοπεδευμένο στη βόρεια όχθη του Ασωπού, σε
απόσταση οκτώ χιλιομέτρων από τη Θήβα. Στην παράταξη αυτή οι Πέρσες
κατείχαν την αριστερή
πτέρυγα, οι Ελληνες που είχαν μηδίσει τη δεξιά, ενώ στο κέντρο
βρίσκονταν τα υπόλοιπα ασιατικά έθνη. Πίσω από αυτό το μέτωπο ο
Μαρδόνιος κατασκεύασε ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο
μήκους δέκα σταδίων (2
χιλιόμετρα περίπου), πιθανόν
σε σχήμα τετραγώνου, με ξύλινα τείχη και πύργους. Το στρατόπεδο
βρισκόταν στον Σκώλο, τοποθεσία που δεν έχει ταυτιστεί με ακρίβεια,
αλλά σίγουρα ανήκε στην εδαφική επικράτεια της
Θήβας. Ενα πιθανό κίνητρο για την κατασκευή του
στρατοπέδου ήταν για
καταφύγει εκεί ο περσικός
στρατός σε περίπτωση ήττας,
κάτι που όντως έγινε μετά το τέλος της μάχης, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ομως, όπως και ο ίδιος ο Μαρδόνιος θα γνώριζε, ελάχιστη ασφάλεια θα
παρείχε ένα τέτοιο στρατόπεδο, εφόσον σε περίπτωση πολιορκίας θα έπρεπε
να παραδοθεί λόγω έλλειψης τροφίμων και νερού. Φαίνεται μάλλον ότι
προορισμός του ήταν να χρησιμεύσει ως προστατευτικό οχύρωμα, από το
οποίο οι τοξότες του περσικού στρατού θα έριχναν τα βέλη τους στην
πεδιάδα χωρίς να κινδυνεύουν από την επίθεση των Ελλήνων οπλιτών. Αφού
έκανε αυτές τις ρυθμίσεις ο Μαρδόνιος, άφησε για λίγο ανενόχλητους τους
Ελληνες, με
την ελπίδα ίσως ότι θα
περνούσαν τον Ασωπό αυτή. Οπως μας την περιγράφει ο Ηρόδοτος, ήταν για
του επιτεθούν στην ανοιχτή πεδιάδα, που του κάτι παραπάνω από μια απλή
αψιμαχία ακροβο-πρόσφερε το πλεονέκτημα χάρη στο Ιππικό του.
λισμού ή ανίχνευσης.
Οι
Ελληνες στρατοπέδευσαν νότια του Ασωπού, καταλαμβάνοντας τις κατώτερες
υπώρειες του Κιθαιρώνος. Στη δεξιά πτέρυγα τοποθετήθηκαν οι Σπαρτιάτες,
στο κέντρο, το οποίο βρισκόταν στις Ερυθρές, οι υπόλοιποι Ελληνες, ενώ
στην αριστερή πτέρυγα, η οποία βρισκόταν στις Υσιές, τοποθετήθηκαν οι
Αθηναίοι. Μπροστά στο ελληνικό μέτωπο εκτεινόταν μια πεδιάδα με
λοφίσκους και χαράδρες μέχρι τον Κιθαιρώνα. Πίσω από τις θέσεις του
ελληνικού στρατού βρισκόταν το πέρασμα των Δρυός Κεφαλών, από το οποίο
και ανεφοδιαζόταν.
Επειδή οι Ελληνες δεν κινήθηκαν προς την πεδιάδα, ο Μαρδόνιος έστειλε
εναντίον τους όλο το Ιππικό του υπό την αρχηγία του Μασιστίου. Το
περσικό Ιππικό δεν εφάρμοσε τη συνηθισμένη του τακτική παρενόχλησης,
αλλά εξαπέλυσε επίθεση κατά μέτωπον εναντίον των Ελλήνων οπλιτών.
Παραμένει άγνωστο σε τι αποσκοπούσε ο Μαρδόνιος με την επίθεση
Αυτό είναι και ένα γενικότερο πρόβλημα για την ακριβή αποτύπωση της
μάχης. Μοναδική ουσιαστικά πηγή μας για τις ακριβείς λεπτομέρειες της
μάχης των Πλαταιών είναι ακριβώς ο Ηρόδοτος, ο οποίος δεν είναι πάντοτε
σαφής, παρουσιάζει κενά και σε ορισμένα σημεία εμφανίζεται κατάφωρα
μεροληπτικός. Οι άλλες πηγές, ο Πλούταρχος, ο Διόδωρος και ο Εφορος,
είναι κατά πολύ ι μεταγενέστερες, έχουν εμφανή εξάρτηση από τον Ηρόδοτο
και όταν μας δίνουν μια πληροφορία που φαίνεται ενδιαφέρουσα δεν είναι
γνωστή η πηγή τους, οπότε αυτόματα γίνεται αμφίβολη και η αξιοπιστία
της πληροφορίας αυτής. Επομένως, μια κοινώς αποδεκτή αποκατάσταση των
λεπτομερειών της μάχης δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Πιθανώς, λοιπόν, να ήταν η πρώτη αυτή επίθεση του Ιππικού μια απόπειρα
εξακρίβωσης των δυνατοτήτων του εναντίον της οπλι-τικής φάλαγγας στο
συγκεκριμένο έδαφος. Ισως πάλι ο Μαρδόνιος σκόπευε να παρασύρει τους
Ελληνες σε έδαφος πιο κατάλληλο για τον περσικό στρατό. Στο ελληνικό
κέντρο οι Μεγαρείς ήταν τοποθετημένοι σε έδαφος ακατάλληλο για άμυνα.
Για το λόγο αυτό αναγκάστηκαν να ζητήσουν ενισχύσεις από τον Παυσανία.
Ο αρχιστράτηγος κάλεσε εθελοντές από τους άλλους Ελληνες, αλλά
παρουσιάστηκαν μόνο τριακόσιοι επίλεκτοι Αθηναίοι, οπλίτες και τοξότες.
Στη συμπλοκή που ακολούθησε, οι Αθηναίοι πέτυχαν να φονεύσουν τον αρχηγό
του περσικού Ιππικού Μασίστιο. Η συμπλοκή, πάντως γενικεύτηκε, και μόνο
όταν ενεπλάκη το κύριο σώμα του ελληνικού στρατεύματος αποσύρθηκαν οι
Πέρσες ιππείς. Η συμπλοκή θα πρέπει, λοιπόν, να θεωρηθεί ελληνική νίκη.
Σύμφωνα πάντα με τον Ηρόδοτο, μόνο οι Αθηναίοι τόλμησαν να βοηθήσουν
τους Μεγαρείς εθελοντικά στη συμπλοκή, όταν οι υπόλοιποι Ελληνες
αρνήθηκαν. Ομως ήταν φυσικό να σπεύσουν οι Αθηναίοι, αφού ήταν πιο κοντά
στους Μεγαρείς και διέθεταν τοξότες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η μάχη
κρίθηκε από την υπεροχή των οπλιτών σε ορεινό έδαφος. Ο Μαρδόνιος
αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να επιτεθεί με Ιππικό στο σημείο αυτό,
οπότε το απέσυρε βόρεια του Ασωπού και άφησε την πρωτοβουλία των
κινήσεων στον Παυσανία, ευελπιστώντας ότι οι Ελληνες θα προήλαυναν στην
πεδιάδα πέρα από τον Ασωπό.
Η
μετακίνηση της ελληνικής γραμμής και η περσική αντίδραση
Μετά την πρώτη αυτή επιτυχία, ο Παυσανίας αποφάσισε να προχωρήσει και να
φέρει την παράταξη του στρατού του πιο κοντά στις Πλαταιές. Και πάλι
υπάρχει μια σειρά πιθανών λόγων που τον οδήγησαν σε αυτή την ενέργεια.
Ασφαλώς η πρώτη επιτυχία εναντίον του περσικού Ιππικού ήταν ενθαρρυντική
και τον έκανε να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση το
ενδεχόμενο μάχης σε πεδινό έδαφος. Παράλληλα, αν μετακι-νείτο σε
λιγότερο ορεινό έδαφος, θα παρέσυρε τους Πέρσες σε μάχη. Τέλος, υπάρχει
η πιθανότητα η έλλειψη νερού να τον ανάγκασε να μετακινηθεί σε άλλη
θέση.
Ο
ελληνικός στρατός προχώρησε προς τα δυτικά κατά μήκος των υπωρειών του
Κιθαιρώνα, μετά στις Υσιές, και τέλος στρατοπέδευσε κατά έθνη στην πηγή
Γαργαφία και στο ιερό του ήρωα Αν-δροκράτη που απείχαν έξι στάδια
(περίπου ένα χιλιόμετρο) από τις Πλαταιές, σε έδαφος ανώμαλο με χαμηλούς
λόφους. Οι Σπαρτιάτες παρατάχθηκαν στο δεξιό μέρος, κοντά στη Γαργαφία,
σε ένα λόφο απρόσβλητο από το Ιππικό, οι Αθηναίοι στο αριστερό μέρος
πάλι σε λόφο, τον Πύργο, ενώ το ελληνικό κέντρο έμεινε τελείως
απροφύλακτο στην πεδιάδα ανάμεσα στους δύο λόφους. Το ελληνικό μέτωπο
λοιπόν σχηματίστηκε ως εξής: από τα δεξιά προς τα αριστερά, Σπαρτιάτες,
Τε-γεάτες, Κορίνθιοι, Ποτειδεάτες, Ορχομένιοι από την Αρκαδία,
Σικυώνιοι, Επιδαύριοι, Τροιζήνιοι, Λεπρεάτες, Μυκηναίοι και Τιρύνθιοι,
Φλειάσι-οι Ερμιονείς, Ερετριείς και Στυρείς, Χαλκιδείς, Αμπρακιώτες,
Λευκάδιοι και Ανακτόριοι, Παλείς από την Κεφαλληνία, Αιγινήτες,
Μεγαρείς, Πλαταιείς και Αθηναίοι, σύνολο 110.000 άντρες. Η πλάγια
κίνηση, που πιθανότατα πραγματοποιήθηκε τη νύχτα, για την κατάληψη των
νέων θέσεων είναι σύμφωνα με τη σημερινή στρατηγική αντίληψη αρκετά
ανορθόδοξη. Επιπλέον, άφηνε ένα κενό μπροστά από την περσική παράταξη,
με αποτέλεσμα να μείνει εκτεθειμένη η διάβαση των Δρυός Κεφαλών, ο
δρόμος δηλαδή απ'όπου περνούσε ο ανεφοδιασμός του ελληνικού στρατού. Η
νέα θέση είχε, επίσης, το μειονέκτημα ότι το ελληνικό κέντρο έμενε
εκτεθειμένο. Ισως με τον τρόπο αυτό ο Παυσανίας απέβλεπε στο να
προκαλέσει περσική επίθεση στο σημείο εκείνο ώστε τα δύο άκρα της
ελληνικής παράταξης, Λακεδαιμόνιοι δηλαδή και Αθηναίοι, να επιχειρήσουν
κυκλωτική κίνηση, όπως στον Μαραθώνα. Το γεγονός, πάντως, ότι ο
Παυσανίας αναγκάστηκε αργότερα να αλλάξει και πάλι θέση, όπως θα δούμε
πιο κάτω, αποδεικνύει την αστοχία της μετακίνησης αυτής.
Οι
Πέρσες, όταν διαπίστωσαν την ελληνική μετατόπιση, μετακινήθηκαν με τη
σειρά τους προς τα δυτικά, στη βόρεια όχθη του Ασωπού, παράλληλα προς
τους Ελληνες. Ο Μαρδόνιος παρέταξε με τον εξής τρόπο το στρατό του: από
τα αριστερά προς τα δεξιά, τους Πέρσες απέναντι από τους Σπαρτιάτες και
τους Τεγεάτες· τους Μήδους απέναντι από τους Κορινθίους, τους
Ποτειδεάτες, τους Ορχομένιους και τους Σικυώνιους· τους Βακτρίους
απέναντι στους Επιδαυρίους, Τροιζηνίους, Λεπρε-άτες, Τιρυνθίους,
Μυκηναίους και Φλειασίους· τους Ινδούς απέναντι στους Ερμιονείς,
Ερετριείς, Στυρείς και Χαλκιδείς· τους Σάκες απέναντι στους Αμπρακιώτες,
Ανακτορίους, Λευκαδίους, Παλείς και Αιγινήτες· τους μηδίσαντες Ελληνες,
Βοιωτούς, Λοκρούς, Μαλιείς, Θεσσαλούς και Μακεδόνες απέναντι στους
Μεγαρείς, στους Πλαταιείς και τους Αθηναίους. Επίσης, υπήρχαν στην
περσική παράταξη μαζί με τους παραπάνω και πολεμιστές και από άλλα έθνη,
Φρύγες, Μυσοί, Θράκες, Παί-ονες, Αιθίοπες και Αιγύπτιοι μαχαιροφόροι.
Οι
δύο στρατοί έμειναν αδρανείς στις νέες θέσεις τους για οκτώ μέρες. Κι
αυτό γιατί οι μάντεις, ο Τισαμενός από την πλευρά των Ελλήνων και ο
Ηγησίστρατος ο Ηλείος, που βρισκόταν στο στρατόπεδο των Περσών, δήλωσαν
στα δύο στρατεύματα ότι οι οιωνοί ήταν καλοί για την άμυνα, όχι όμως και
για επίθεση μετά τη διάβαση του ποταμού. Πίσω από την πρόφαση αυτή,
γίνεται αντιληπτό ότι τόσο ο Παυσανίας όσο και ο Μαρδόνιος έκριναν ότι
οι νέες θέσεις ήταν κατάλληλες για άμυνα και όχι για επίθεση. Ο
Ηρόδοτος, πάντως, παρουσιάζει την αναβολή αυτή αντίθετη με τις
επιθυμίες του Μαρδόνιου. Την όγδοη μέρα ο Θηβαίος Τιμηγενίδης
συμβούλευσε τον Μαρδόνιο να αποκλείσει τη διάβαση του Κιθαιρώνα, από την
οποία οι Ελληνες έπαιρναν ενισχύσεις και τρόφιμα. Πράγματι, λίγο πριν
πέσει το σκοτάδι, το περσικό Ιππικό κατέλαβε τη διάβαση, πιθανότατα αυτή
των Δρυός Κεφαλών. Στην επιτυχημένη αυτή επιχείρηση οι Πέρσες ιππείς
κύκλωσαν και εξόντωσαν μια ελληνική εφοδιοπομπή αποτελούμενη από 500
ζώα. Τις επόμενες δύο μέρες το Ιππικό του Μαρδόνιου διενεργούσε συνεχείς
επιθέσεις εναντίον των ελληνικών θέσεων. Εμπόδιζε με τον τρόπο αυτόν
τους Ελληνες να προμηθεύονται νερό από τον Ασωπό.
Την ενδέκατη μέρα συγκλήθηκε στο στρατόπεδο των Περσών πολεμικό
συμβούλιο. Σε αυτό αντέτα-ξαν τα επιχειρήματα τους ο Μαρδόνιος και ο
Αρτάβαζος, παρουσιάζοντας δύο διαφορετικές στρατηγικές αντιλήψεις, όπως
πάντοτε συμβαίνει στα συμβούλια αυτού του είδους, τα οποία μας
περιγράφει ο Ηρόδοτος. Ο Αρτάβαζος πρότεινε την υποχώρηση του περσικού
στρατού στη Θήβα, όπου υπήρχαν συγκεντρωμένα εφόδια και όπου θα
μπορούσαν οι Πέρσες να αμυνθούν πιο εύκολα. Η παράταση της εμπόλεμης
κατάστασης θα έδινε χρόνο για να μπορέσουν με επιτυχία να εξαγοράσουν
τους ιθύνοντες σε κάποιες ελληνικές πόλεις. Αντίθετα, ο Μαρδόνιος
υποστήριξε την άμεση επίθεση, πιστεύοντας στην υπεροχή του στρατού του.
Οπωσδήποτε, ο Μαρδόνιος ανυπομονούσε περισσότερο από τους Ελληνες να
δοθεί η μάχη, γιατί πιεζόταν από την έλλειψη τροφίμων και εφοδίων. Αλλος
λόγος που τον ωθούσε πιθανώς στο να πολεμήσει ήταν ότι, αν και δεν
εξαρτούσε άμεσα τον ανεφοδιασμό του από τον περσικό στόλο,
αντιλαμβανόταν τις επιπτώσεις που θα είχε για το περσικό εκστρατευτικό
σώμα μια ενδεχόμενη ελληνική ναυτική νίκη στην Ιωνία και ακολούθως μια
επανάσταση των εκεί ελληνικών πόλεων. Ο κίνδυνος αποκοπής των Περσών από
τις βάσεις τους ήταν ένα ορατό ενδεχόμενο, το οποίο θα έπρεπε να
αποκλειστεί με μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη. Ασφαλώς ο Μαρδόνιος
περίμενε για ένα διάστημα δώδεκα ημε-L
ρών (ίσως και περισσότερο σύμφωνα με την ιστορική έρευνα) με την ελπίδα
ότι ο Παυσανίας θα έκανε το λάθος να επιτεθεί στην πεδιάδα βόρεια
του Ασωπού, όπου το Ιππικό των Περσών θα εξασφάλιζε την υπεροχή. Ενα
ακόμα ενδεχόμενο είναι η αναβολή της επίθεσης, επειδή ο Μαρδόνιος
περίμενε να εκδηλωθεί φιλοπερ-σική συνωμοσία στις τάξεις του αθηναϊκού
στρατού.
Η
δεύτερη μετακίνηση της ελληνικής γραμμής
Τη
δωδέκατη μέρα το περσικό Ιππικό επιχείρησε γενική έφοδο στις ελληνικές
γραμμές. Ηδη από την ένατη μέρα σφυροκοπούσε τους Ελληνες σε διάφορα
σημεία, αλλά αυτή τη φορά η επίθεση ήταν γενική και κατέληξε σε επιτυχία
των Περσών. Οι Πέρσες ιππείς έφτασαν μέχρι την κρήνη Γαργαφία, η οποία
βρισκόταν στη δεξιά πτέρυγα των Ελλήνων, κοντά στις θέσεις των
Σπαρτιατών. Από αυτή έπαιρνε νερό το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων, καθώς
το περσικό Ιππικό τούς εμπόδιζε να παίρνουν νερό από τον Ασωπό.
Με
το διαδοχικό αποκλεισμό τους από τον Ασωπό και τη Γαργαφία και την
καταστροφή της εφοδι-οπομπής στις Δρυός Κεφαλές, οι Ελληνες κινδύνευαν
να μείνουν χωρίς νερό και τρόφιμα. Είχαν, λοιπόν, δύο επιλογές: να
επιτεθούν άμεσα, κάτι που θα σήμαινε την επιτυχία των σχεδίων του
Μαρδόνιου, καθώς η πεδιάδα προσφερόταν για την αποτελεσματική δράση του
περσικού Ιππικού, ή να υποχωρήσουν σε νέες θέσεις πιο προφυλαγμένες και
κοντά σε πηγές νερού. Παράλληλα, θα έπρεπε να επιχειρήσουν την ανάκτηση
των διαβάσεων του Κιθαιρώνα προκειμένου να διασφαλίσουν εκ νέου τον
ανεφοδιασμό τους. Σε ένα πολεμικό συμβούλιο που έγινε στο ελληνικό
στρατόπεδο αμέσως μετά την απώλεια της Γαρ-γαφίας, αποφασίστηκε η
υποχώρηση προς την κατεύθυνση των Πλαταιών μέσα στην επόμενη νύχτα, με
την προϋπόθεση ότι οι Πέρσες δεν συνέχιζαν τη γενική επίθεση του
Ιππικού τους και δεν προχωρούσαν έως το βράδυ σε επίθεση με Πεζικό.
Η
θέση στην οποία οι Ελληνες επέλεξαν να υποχωρήσουν ονομαζόταν Ωρερόη ή
Νήσος, γιατί βρισκόταν ανάμεσα σε δύο διακλαδώσεις του Ασωπού. Σύμφωνα
με τον Ηρόδοτο, απείχε 10 στάδια (περίπου 2 χιλιόμετρα) από τον Ασωπό
και τη Γαργαφία. Η τοποθεσία έχει σήμερα ταυτιστεί με πολύ μεγάλη
πιθανότητα. Η ταύτισή της όμως έχει το μειονέκτημα ότι δύσκολα θα
μπορούσε να στρατοπεδεύσει ολόκληρος ο ελληνικός στρατός. Δεν
αποκλείεται όμως να βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε μια ασάφεια του
Ηρόδοτου. Το σχέδιο προέβλεπε πιθανόν μια επέκταση του μετώπου έξω από
τη Νήσο, η οποία, όπως ο ίδιος Ηρόδοτος μας πληροφορεί, θα χρησίμευε ως
αφετηρία για την επιχείρηση ανάκτησης του ελέγχου των διαβάσεων του
Κιθαιρώνα. Πάντως, δεν έχει κάποια πρακτική σημασία το ποιο ήταν το
αρχικό σχέδιο, καθώς αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ο στρατιωτικός ελιγμός
που είχε συλλάβει ο Παυσανίας ήταν περίπλοκος και το σκοτάδι δεν
βοηθούσε την κατάσταση. Παρά τις ασάφειες του Ηροδότου, η πιθανότερη
εκδοχή είναι ότι η αναδίπλωση εκτελέστηκε με έλλειψη συνοχής και
συγχρονισμού από τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα. Λόγω παρεξηγήσεων,
κακής συνεννόησης και ίσως αμοιβαίας καχυποψίας, τα τμήματα του στρατού
κινήθηκαν τελείως αυτόνομα, χωρίς να εκτελέσουν πιστά τις οδηγίες του
αρχιστράτηγου.
Αποτέλεσμα της σύγχυσης ήταν το κάθε τμήμα να καταλάβει μια νέα θέση που
δεν ήταν εκείνη που είχε ορίσει ο Παυσανίας, λόγω έλλειψης συντονισμού.
Ετσι το ελληνικό μέτωπο έχασε τη συνοχή του. Τα στρατεύματα του κέντρου
της παράταξης, τα οποία ήταν και τα περισσότερο καταπονημένα από τις
επιθέσεις του περσικού Ιππικού κατά τις προηγούμενες μέρες, αντί να
καταλάβουν τις προκαθορισμένες θέσεις στη Νήσο, βρέθηκαν κινούμενα στο
σκοτάδι στα τείχη της πόλης των Πλαταιών, κοντά στο Ναό της Ηρας, όπου
και εγκαταστάθηκαν. Προβληματική, όπως μας την παρουσιάζει ο Ηρόδοτος,
φαίνεται η υποχώρηση των Αθηναίων. Αυτοί άρχισαν να υποχωρούν μόνο όταν
βεβαιώθηκαν ότι και οι Σπαρτιάτες είχαν αφήσει τις θέσεις τους, καθώς
δυσπιστούσαν απέναντί τους. Οι Σπαρτιάτες, όμως, κινήθηκαν με μεγάλη
καθυστέρηση, για λόγους που θα εξετάσουμε παρακάτω, με αποτέλεσμα να
κινηθούν οι Αθηναίοι με ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση, μην προλαβαίνοντας
να καταλάβουν την προκαθορισμένη θέση τους στη Νήσο.
Ο
Ηρόδοτος μας παραθέτει την εξής ιστορία για να δικαιολογήσει την
καθυστέρηση των Σπαρτιατών: Ενας ανώτερος Σπαρτιάτης αξιωματικός,
διοικητής του Πιτανάτη λόχου, ο Αμομφάρετος, αρνήθηκε να υποχωρήσει με
το τμήμα του, γιατί θεώρησε μια τέτοια υποχώρηση αντίθετη με τη
σπαρτιατική τιμή. Ο Παυσανίας και ο υπαρχηγός του Ευρυάναξ δεν
κατόρθωσαν να τον πείσουν να ξεκινήσει. Τελικά, αποφάσισαν να τον
αφήσουν πίσω, με την ελπίδα ότι μένοντας μόνος του θα ακολουθούσε, κάτι
που πράγματι έγινε. Αλλά καθυστέρησαν πολλές ώρες. Μια τέτοια ανυπακοή,
όμως, είναι αδιανόητη για ένα Σπαρτιάτη βαθμοφόρο, ειδικά έπειτα από
ευθεία εντολή του αρμόδιου αρχιστράτηγου και μάλιστα σε τόσο κρίσιμες
για τη Σπάρτη ώρες. Εκτός αυτού, αν όντως πίστευε ο Αμομφάρετος ότι η
υποχώρηση ήταν αδιανόητη, δεν θα υποχωρούσε, αλλά, όπως ο Λεωνίδας στις
Θερμοπύλες, θα παρέμενε στη θέση του για να πεθάνει πολεμώντας.
Επομένως, θα πρέπει να υπάρχει μια εναλλακτική (οπωσδήποτε πιθανή, αλλά
όχι σίγουρη) εξήγηση αυτού του περιστατικού.
Δεν αποκλείεται η καθυστέρηση των Σπαρτιατών και των Αθηναίων να
οφείλεται σε άλλη αιτία. Πιθανώς λόγω της μη συντονισμένης υποχώρησης
των ελληνικών τμημάτων, το ελληνικό κέντρο δεν κατέλαβε τις
προβλεπόμενες θέσεις. Οταν διαπιστώθηκε αυτό, έγινε διαβούλευση ανάμεσα
σε Σπαρτιάτες και Αθηναίους για νέες αποφάσεις. Αποφασίστηκε τότε να
παραταχθούν οι Αθηναίοι στα αριστερά των Σπαρτιατών, μη λαμβάνοντας
υπόψη τα στρατεύματα που προηγουμένως αποτελούσαν το κέντρο της
παράταξης, ώστε να υπάρξει μια παράταξη με καλύτερη συνοχή. Αν ισχύει η
πιθανότητα αυτή, η κατοπινή περσική επίθεση εκδηλώθηκε πριν από τη
συνένωση Σπαρτιατών και Αθηναίων. Υπάρχει πάντως μια εξήγηση που
φαίνεται πολύ περισσότερο πιθανή.
Η
υποχώρηση των Σπαρτιατών δεν καθυστέρησε, αλλά η βραδύτητά της ήταν
προσχεδιασμένη. Γι' αυτό και ο λόχος του Αμομφάρετου δεν είχε
συμπληρώσει τη σύμπτυξή του τις πρώτες πρωινές ώρες. Σκοπός του σχεδίου
ήταν να επανέλθουν σε ορεινές θέσεις οι Σπαρτιάτες για να
εξουδετερώσουν το επικίνδυνο περσικό Ιππικό, παρασύροντάς το ταυτόχρονα
σε επίθεση με δέλεαρ το σώμα του Αμομφάρετου που λειτουργούσε ως
προκάλυψη του υποχωρούντος στρατεύματος. Αν αυτός ήταν ο σκοπός του
Παυσανία, η επιτυχία του σχεδίου ήταν μεγάλη, γιατί οι Πέρσες έπεσαν
στην παγίδα και άρχισαν την επίθεση. Σε κάθε περίπτωση, το σπαρτιατικό
σώμα κατέλαβε και πάλι τις υπώρειες του Κιθαιρώνος κατά τη διάρκεια της
νύχτας. Ελαφρά τμήματα ανέκτησαν τον έλεγχο των δρόμων ανεφοδιασμού,
πετυχαίνοντας έναν από τους αντικειμενικούς σκοπούς του ελληνικού
σχεδίου. Αλλά το ελληνικό μέτωπο δεν φαίνεται να παρουσίαζε συνοχή. Οπως
και να έχουν τα πράγματα, είχε φτάσει η ώρα που θα κρινόταν η τύχη της
Ελλάδας. Η Μάχη των Πλαταιών επρόκειτο να ξεκινήσει.
Η
Μάχη
Η
Μάχη των Πλαταιών έλαβε χώρα στις 4 Βοηδρομιώνος (27 Αυγούστου) του 479
πΧ, δεκατρείς μέρες μετά την πρώτη μετακίνηση του ελληνικού μετώπου. Με
την ανατολή του ηλίου οι Πέρσες ιππείς διέσχισαν τον Ασωπό για
επαναλάβουν τις επιθέσεις εναντίον της ελληνικής γραμμής. Διαπίστωσαν
όμως ότι οι Ελληνες είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους. Μόνο ο λόχος του
Αμομφάρετου διακρινόταν να υποχωρεί αργά προς τις πλαγιές του
Κιθαιρώνος. Μαθαίνοντας ο Μαρδόνιος την υποχώρηση, έσπευσε να δώσει το
σήμα της γενικής επίθεσης. Εκ πρώτης όψεως, η απόφασή του φαίνεται
σωστή. Η ελληνική παράταξη είχε διαιρεθεί σε τρία τμήματα. Οι Σπαρτιάτες
υποχωρούσαν ακόμα, οπότε θα ήταν δύσκολο γι' αυτούς να σχηματίσουν είτε
αμυντικές είτε επιθετικές γραμμές. Οι Αθηναίοι καλυμμένοι από τα
υψώματα της Ράχης του Ασωπού υποχωρούσαν προς την πεδιάδα ανάμεσα στο
λόφο του Πύργου και στη Νήσο, ενώ οι υπόλοιποι Ελληνες είχαν
στρατοπεδεύσει μπροστά στις Πλαταιές. Το ενδεχόμενο παγίδας με σκοπό
την εξουδετέρωση του Ιππικού δεν φαίνεται να πέρασε από το μυαλό του
Πέρση αρχιστράτηγου. Παρασύρθηκε λοιπόν σε έδαφος μη κατάλληλο για τη
δράση του όπλου, στο οποίο σαφώς πλεονεκτούσε. Οι Πέρσες και οι
μηδίζοντες Ελληνες επιτέθηκαν στα τρία τμήματα χωριστά. Οι τρεις αυτές
συμπλοκές, η μία αρκετά μακριά από την άλλη, αλλά με ένα βαθμό
αλληλεξάρτησης, συνιστούν τη Μάχη των Πλαταιών.
Στην κύρια συμπλοκή, ανάμεσα στους Πέρσες και στους Σπαρτιάτες, κρίθηκε
οριστικά η τύχη όχι μόνο της μάχης, αλλά και ολόκληρου του πολέμου. Ο
λόχος του Αμομφάρετου δέχτηκε την επίθεση του περσικού Ιππικού, πιθανώς
λειτουργώντας ως τμήμα προκάλυψης του κυρίως σπαρτιατικού σώματος. Η
γενική επίθεση πάντως του Ιππικού κορυφώθηκε όταν ο Αμομφάρετος ενώθηκε
με το κύριο σώμα. Το τελευταίο βρισκόταν τώρα δέκα στάδια (περίπου 2
χιλιόμετρα) μακρύτερα από την αφετηρία του, στον παραπόταμο του Ασωπού
Μαλόεντα, στην τοποθεσία Αγριόπιο, όπου υπήρχε ιερό της Ελευσίνιας
Δήμητρας. Ο Παυσανίας βρέθηκε σε δύσκολη θέση, πιθανώς μην έχοντας
προλάβει να καταλάβει τις ορεινές θέσεις που προέβλεπε το σχέδιό του.
Ζήτησε τότε βοήθεια από τους Αθηναίους, οι οποίοι όμως, ενώ
κατευθύνονταν προς εκείνον, δέχτηκαν την επίθεση των Θηβαίων.
Στο σημείο αυτό ίσως βρίσκεται ένα μικρό αλλά κρίσιμο κενό στη διήγηση
του Ηροδότου. Παρά την πίεση, οι Σπαρτιάτες πέτυχαν να υποχωρήσουν σε
έδαφος προφυλαγμένο από τις επιθέσεις του Ιππικού. Ο Μαρδόνιος τώρα δεν
είχε άλλη επιλογή. Η κρισιμότητα της μάχης δεν του επέτρεπε να
υποχωρήσει, οπότε αποφάσισε να εμπλέξει το Πεζικό του. Οφειλε να
εξαναγκάσει τους Σπαρτιάτες να δώσουν μάχη πριν παγιώσουν την οχύρωσή
τους στις υπώρειες του Κιθαιρώνος και γίνουν απρόσβλητοι ακόμα και στις
επιθέσεις του Πεζικού. Το Ιππικό του προφανώς δεν είχε αντιληφθεί τους
Αθηναίους πίσω από τα υψώματα της Ράχης του Ασωπού, γι' αυτό και δεν
τους επιτέθηκε. Αφού ο Μαρδόνιος μπήκε επικεφαλής της αριστερής
πτέρυγας του Πεζικού, αυτής που ήταν απέναντι από τους Σπαρτιάτες, έδωσε
το σήμα της γενικής επίθεσης. Ολη η υπόλοιπη παράταξη, βλέποντας την
αριστερή πτέρυγα, την οποία αποτελούσαν Πέρσες, να εφορμά εναντίον των
ακόμα εν κινήσει Σπαρτιατών, θεώρησε ότι την καταδίωκαν και μέσα σε
απερίγραπτη αταξία όρμησε φωνάζοντας, νομίζοντας ότι θα καταβάλει
οριστικά τους Ελληνες.
Οι
Πέρσες τοξότες πλησίασαν τους Σπαρτιάτες στην κοιλάδα του Μαλόεντα,
κοντά στο ναό της Δήμητρας, σταμάτησαν, στερέωσαν στο έδαφος τις μεγάλες
από ξύλο λυγαριάς ασπίδες τους, το μόνο αμυντικό τους όπλο, και κάλυψαν
τους οπλίτες με ένα σύννεφο από βέλη. Οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες που
είχαν παραταχθεί μαζί τους υπέ-μειναν με καρτερία τον καταιγισμό
καλυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους. Ο Ηρόδοτος αποδίδει την αδράνεια
της ελληνικής παράταξης στους κακούς οιωνούς των θυσιών πριν από τη
μάχη. Είναι όμως πιθανό ο Παυσανίας να προφασίστηκε τους κακούς οιωνούς
προκειμένου να καθυστερήσει την επίθεση με σκοπό να αφήσει χρόνο στους
Πέρσες να ρίξουν στη μάχη όλο το Πεζικό τους ώστε να δυσκολευτούν στην
υποχώρηση και η σπαρτιατική νίκη να είναι ολοκληρωτική. Οταν οι οιωνοί
έγιναν ευνοϊκοί, δόθηκε το σήμα της εφόδου. Πρώτοι οι Τεγεάτες από τα
αριστερά των Σπαρτιατών όρμησαν στον εχθρό παρασύροντας και την υπόλοιπη
φάλαγγα. Τα δόρατα και οι ασπίδες των Ελλήνων γρήγορα διέσπασαν τις
γραμμές των Περσών παρά τη γενναιότητα που έδειξαν οι τελευταίοι. Η
σύγκρουση μεταβλήθηκε γρήγορα σε σφαγή. Ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος κατάφερε
να σκοτώσει τον ίδιο τον Μαρδόνιο, ο οποίος μαχόταν εν μέσω χιλίων
επίλεκτων πολεμιστών του. Αυτή ήταν και η αρχή της κατάρρευσης της
περσικής γραμμής. Οι Πέρσες και οι Μήδοι άρχισαν να υποχωρούν άτακτα
και το μεγαλύτερο μέρος τους, υπό την καταδίωξη των Ελλήνων, κατέφυγε
στο στρατόπεδο του Σκώλου.
Ο
Μαρδόνιος θεώρησε ότι θα κέρδιζε τη μάχη αν τα καλύτερα στρατεύματά του
νικούσαν τα καλύτερα στρατεύματα των Ελλήνων. Αν, δηλαδή, οι Πέρσες
νικούσαν τους Σπαρτιάτες. Συνέβη όμως το ακριβώς αντίθετο. Η μάχη χάθηκε
γιατί οι Πέρσες ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Σπαρτιάτες οπλίτες. Ηταν
ακριβώς η υπεροχή του οπλίτη που έκρινε τη μάχη. Δεν έλειπε το θάρρος
από τους Πέρσες. Στη λυσσώδη μάχη σώμα με σώμα που ξέσπασε, έπιαναν τα
δόρατα των Ελλήνων και τα έσπαγαν. Μερικές φορές ανά ένας, μερικές φορές
ανά δέκα ή συμπυκνωμένοι σε ομάδες περισσότερο ή λιγότερο πολυάριθμες,
ορμούσαν άτακτα στις γραμμές των Σπαρτιατών και έβρισκαν το θάνατο. Οπως
εύστοχα επισημαίνει ο Ηρόδοτος όμως, απέναντι στους Ελληνες οπλίτες οι
Πέρσες στρατιώτες ήταν
γνμνήτες.
Μην έχοντας προστασία και μη
εξοικειωμένοι με τη μάχη σώμα με σώμα, η μοίρα τους ήταν λίγο πολύ
προδιαγεγραμμένη. Η οπλιτική υπεροχή και ο επιτυχημένος, όπως φαίνεται,
ελιγμός του Παυσανία να αγκιστρωθεί σε ορεινό έδαφος για να
εξουδετερώσει το περσικό Ιππικό έκριναν την τύχη της Ελλάδας στη μεγάλη
Μάχη των Πλαταιών.
Στο μεταξύ, όπως είδαμε, οι Αθηναίοι έπειτα από αίτημα του Παυσανία
έσπευσαν να υποστηρίξουν τη σπαρτιατική παράταξη. Με τον τρόπο αυτό,
όμως, άλλαξαν πορεία και έχασαν την κάλυψη που τους προσέφεραν τα
υψώματα της Ράχης του Ασωπού. Τους επιτέθηκαν οι μηδίσαντες Ελληνες. Ενώ
όμως οι άλλοι μηδίσαντες έδειξαν θεληματικά δειλία, οι Θηβαίοι
επιτέθηκαν εναντίον των Αθηναίων και πολέμησαν γενναία. Στη συμπλοκή
που ακολούθησε οι Αθηναίοι έτρεψαν τους Θηβαίους σε φυγή. Εχοντας 300
νεκρούς, οι Θηβαίοι άρχισαν να αποσύρονται προς την πόλη τους, όπου οι
Αθηναίοι μαζί με τους Πλαταιείς τούς καταδίωξαν και νικώντας τους για
δεύτερη φορά τούς έκλεισαν στα τείχη τους. Το κέντρο της ελληνικής
παράταξης δεν ενεπλάκη αμέσως στη μάχη. Οταν κατάλαβε τη νίκη των
Σπαρτιατών, αποπειράθηκε να εμπλακεί στην καταδίωξη των υποχωρούντων
εχθρικών τμημάτων. Οι περσικές δυνάμεις που είχε απέναντί του με
επικεφαλής τον Αρτάβαζο δεν τόλμησαν να τους επιτεθούν, καθώς οι θέσεις
τους ήταν ιδιαίτερα οχυρές, αλλά μετά το θάνατο του Μαρδόνιου άρχισαν να
υποχωρούν γρήγορα προς τη Φωκίδα. Αφήνοντάς τους να υποχωρήσουν, το
ελληνικό κέντρο, τότε χωρισμένο σε δύο τμήματα, θέλησε να συνδράμει τους
Σπαρτιάτες στην καταδίωξη των εχθρικών τμημάτων που είχαν απέναντί τους.
Ενα τμήμα τους, όμως, αποκόπηκε και δέχτηκε επίθεση από φιλοπερσικό
βοιωτικό Ιππικό, το οποίο δεν είχε μέχρι τότε εμπλακεί στη σύγκρουση. Με
απώλειες 600 νεκρούς, το τμήμα αυτό απωθήθηκε προς τις πλαγιές του
Κιθαιρώνα.
Η
ενέργεια αυτή του βοιωτικού Ιππικού ήταν και η μόνη αντίδραση στη
γενικότερη υποχώρηση της περσικής γραμμής. Το μεγαλύτερο τμήμα των
Περσών κατέφυγε στη Φωκίδα με επικεφαλής τον Αρτάβαζο. Από εκεί, λίγο
αργότερα, κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ασία μετά από πολλές κακουχίες
και απώλειες. Ενα άλλο μεγάλο τμήμα του περσικού στρατού κατέφυγε στο
στρατόπεδο του Σκώλου καταδιωκόμενο από τους Σπαρτιάτες και τους
Τεγεάτες. Στη σύντομη πολιορκία που ακολούθησε, οι Πέρσες αντέταξαν
αρχικά επιτυχημένη αντίσταση από τα τείχη και τους πύργους. Ομως
κλήθηκαν οι Αθηναίοι, που είχαν τη φήμη ειδικών στις τειχομαχίες, οι
οποίοι κατάφεραν να ανέβουν στο τείχος και να γκρεμίσουν ένα τμήμα του.
Ακολούθησε γενική σφαγή των Περσών, που δεν προέβαλαν πλέον αντίσταση.
Μετά τη μεγάλη μάχη, η οριστική σωτηρία της Ελλάδας από την περσική
απειλή ήταν πλέον γεγονός.
Ο
Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες είχαν 91 νεκρούς, οι Αθηναίοι 52 και
οι Τεγεάτες 16, ενώ ο Πλούταρχος ανεβάζει τον αριθμό των ελληνικών
απωλειών σε 1.360 άνδρες. Για τις απώλειες των Περσών, ο Ηρόδοτος
παραδίδει ότι μόνο 43.000 άνδρες σώθηκαν από το στρατό των 300.000
ανδρών του Μαρδόνιου· γενικά οι απώλειες των Περσών θεωρούνται
εξογκωμένες, ενώ των Ελλήνων μειωμένες. Οι Σπαρτιάτες, σύμφωνα με τον
Ηρόδοτο, έθαψαν τους νεκρούς τους σε τρεις τάφους, σε έναν τους
Σπαρτιάτες, σε άλλον τους περιοίκους και σε έναν τρίτο τους είλωτες· οι
άλλες πόλεις έθαψαν σε έναν τάφο η καθεμία τους νεκρούς της. Δέκα
ημέρες μετά τη μάχη οι Ελληνες προχώρησαν κατά της Θήβας και απαίτησαν
τους αρχηγούς της μερίδας που είχε μηδίσει, εκτελώντας έτσι τον όρκο
που είχαν δώσει στον Ισθμό. Οταν αρνήθηκαν, ο Παυσανίας πολιόρκησε την
πόλη και έπειτα από είκοσι μέρες οι αρχηγοί παραδόθηκαν και θανατώθηκαν
στον Ισθμό. Ταυτόχρονα διέλυσαν τη βοιωτική συμπολιτεία, στην ηγεσία
της οποίας βρισκόταν η Θήβα.
Από τα λάφυρα της Μάχης των Πλαταιών οι Ελληνες αφιέρωσαν στον Απόλλωνα
στους Δελφούς ένα χρυσό τρίποδα τοποθετημένο πάνω σε ένα χάλκινο κίονα
που παρίστανε τρία φίδια που αλ-ληλοσυμπλέκονται. Στη βάση του κίονα
λέγεται ότι ο Παυσανίας χάραξε το ακόλουθο δίστιχο: «Ο αρχηγός των
Ελλήνων, όταν κατέστρεψε τον στρατό των Μήδων, ο Παυσανίας, ανέθεσε αυτό
το μνημείο στον Απόλλωνα». Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Ελληνες δεν
συγχώρησαν ποτέ την αλαζονεία του Παυσανία και έσβησαν το επίγραμμα και
το αντικατέστησαν με τα ονόματα λαών. Στον Δία της Ολυμπίας και τον
Ποσειδώνα του Ισθμού αφιέρωσαν κολοσσιαία ορειχάλκινα αγάλματα. Η
Σπάρτη και ο Παυσανίας πήραν τα βραβεία της ανδρείας. Οι Πλαταιείς
επιφορτίστηκαν με τον εορτασμό των Ελευθερίων κάθε τέσσερα χρόνια προς
τιμήν των νεκρών της μάχης, ενώ η πόλη τους ανακηρύχθηκε ιερή,
απαραβίαστη και ουδέτερη.
Η
Μάχη της Μυκάλης και η Αλωση της Σηστού
Ο
ελληνικός στόλος το καλοκαίρι του 479 π.Χ ήταν αγκυροβολημένος στη Δήλο
υπό τις διαταγές του Λεωτυχίδη, προκειμένου να επιτηρεί τον περσικό
στόλο που βρισκόταν στη Σάμο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αριθμούσε 110
πλοία, ενώ ο Εφορος ανεβάζει τον αριθμό των πλοίων σε 250. Στα μέσα του
καλοκαιριού, περίπου την ίδια περίοδο με τα γεγονότα στις Πλαταιές,
παρουσιάστηκε στον Λεωτυχίδη και τον Αθηναίο στρατηγό Ξάνθιππο στη Δήλο
πρεσβεία από τη Σάμο με αρχηγό τον Ηγησίστρατο για να ανακοινώσει ότι οι
Ιωνες ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν εναντίον της περσικής κυριαρχίας
και να ζητήσει τη βοήθεια
/j
των Ελλήνων. Ο περσικός
στρατός, περιορισμένης αριθμητικής δύναμης, βρισκόταν στο ακρωτήριο της
Μυκάλης υπό την ηγεσία του Τιγράνη, ενώ ο στόλος αριθμούσε, κατά τον
Ηρόδοτο, 300 περίπου πλοία μαζί με τα ιωνικά. Οταν ο ελληνικός στόλος
κατευθύνθηκε στη Σάμο, οι Πέρσες έπλευσαν προς τη Μυκάλη, όπου έσυραν τα
πλοία τους στην ξηρά και ενώθηκαν με το στράτευμα του Τιγράνη. Οι
Ελληνες κατευθύνθηκαν τότε προς τη Μυκάλη, όπου αποβίβασαν 5.000-6.000
άνδρες, και κάλεσαν τους Ιωνες να επαναστατήσουν και να ενωθούν μαζί
τους. Στη συνέχεια επιτέθηκαν κατά των Περσών, οι οποίοι σχημάτισαν
τείχος με τις ασπίδες τους, όπως και στις Πλαταιές. Οι Ελληνες
i
κατάφεραν να ανατρέφουν το
τείχος και να τρέφουν σε φυγή τους εχθρούς που κατέφυγαν στο στρατόπεδο
τους. Η μάχη συνεχίστηκε εκεί και κρίθηκε τελικά από τη λιποταξία των
Ιώνων οι Πέρσες προσπάθησαν να διαφύγουν προς το βουνό, αλλά οι
Μιλήσιοι βοήθησαν στην εξόντωσή τους. Πριν αποχωρήσουν οι Ελληνες για
τη Σάμο, πυρπόλησαν τα περσικά πλοία που βρήκαν τραβηγμένα στην ακτή.
Η
νίκη στη Μυκάλη είχε ως αποτέλεσμα την επανάσταση των Ιώνων, οι οποίοι
ζήτησαν να γίνουν μέλη της Ελληνικής Συμμαχίας. Οι Σπαρτιάτες, που
γενικά απέφευγαν να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις εκτός της Πελοποννήσου,
αρνήθηκαν, αντιπροτείνοντας να μεταναστεύσουν στην κυρίως Ελλάδα και να
εγκατασταθούν
στις πόλεις που είχαν
μηδίσει. Στη συμμαχία έγιναν δεκτές μόνο η Χίος, η Λέσβος και η Σάμος.
Μετά τη Μυκάλη, οι Ελληνες αποφάσισαν να καταστρέφουν τις γέφυρες στη
Σηστό για να εμποδίσουν ενδεχόμενη επιστροφή των Περσών στην Ελλάδα.
Οταν όμως έφτασαν, τις βρήκαν κατεστραμμένες από τρικυμία. Καθώς
πλησίαζε το φθινόπω-I
ρο, τα πλοία των περισσότερων
πόλεων [ επέστρεφαν στις πατρίδες τους· μόνο οι Αθηναίοι αποφάσισαν να
επιχειρήσουν να ανακτήσουν τη χερσόνησο που ήλεγχε το δρόμο μεταφοράς
σιτηρών από τον Εύξεινο Πόντο. Κατευθύνθηκαν, λοιπόν, στη Σηστό και την
πολιόρκησαν. Επειτα από πολύμηνη πολιορκία κατάφεραν την άνοιξη του 478
π.Χ. να την καταλάβουν και να εξοντώσουν την περσική φρουρά,
εξασφαλίζοντας έτσι τον έλεγχο των Στενών.
Με
την Αλωση της Σηστού κλείνει, όχι τυχαία, η «Ιστορία» του Ηροδότου. Η
Σηστός, ωστόσο, ήταν ουσιαστικά εκείνη που άνοιξε το δρόμο για τη
δημιουργία της Α' Αθηναϊκής Συμμαχίας. Ηταν, τέλος, εκείνη που
κατέδειξε τη διαφοροποίηση που είχε επέλθει στην εξωτερική πολιτική της
Αθήνας και της Σπάρτης: Οι Σπαρτιάτες θα αφοσιωθούν στο εξής στην
εδραίωση της ηγεμονίας τους στην Πελοπόννησο και την Κεντρική Ελλάδα,
ενώ οι Αθηναίοι θα επιδιώξουν μια ευρύτερη επεκτατική πολιτική και θα
αναλάβουν την ηγεσία ενός επιθετικού πολέμου εναντίον της Περσικής
Αυτοκρατορίας.
Η
αρχή της «Πεντηκονταετίας» και η αλλαγή των συσχετισμών στην Ελλάδα
Η
εποχή των πενήντα χρόνων, 479-431, που μεσολάβησε από τη νικηφόρα
έκβαση των Μηδικών Πολέμων έως τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ονομάζεται
«λαμπρή Πεντηκονταετία» ή «ο χρυσός αιώνας του Περικλέους». Αποτελεί το
υψηλότερο σημείο ακμής της αρχαίας Ελλάδας και σφραγίζεται από ένα κύριο
γεγονός: την αύξηση της δύναμης της Αθήνας. Η Πανελλήνια Συμμαχία, που
ιδρύθηκε το 481, απομάκρυνε τον περσικό κίνδυνο από την κυρίως Ελλάδα,
ενώ ταυτόχρονα εγκαινίασε έναν επιθετικό πόλεμο που αποσκοπούσε στην
απελευθέρωση των Ελλήνων της Μ. Ασίας. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι
Πέρσες, αφού νικήθηκαν από τους Ελληνες και στη στεριά και στη θάλασσα,
αποχώρησαν από την Ευρώπη. Όσοι από αυτούς κατέφυγαν με τα πλοία τους
στη Μυκάλη καταστράφηκαν και ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων Λεωτυχίδης
γύρισε με τους Πε-λοποννησίους συμμάχους στην πατρίδα του. Αντίθετα, οι
Αθηναίοι αποφάσισαν με τους Ιωνες συμμάχους να ανακτήσουν τη χερσόνησο
που ήλεγχε μία από τις σημαντικότερες περιοχές στο δρόμο μεταφοράς
σιτηρών από τον Εύξεινο Πόντο. Ετσι, σύμφωνα με τον Διόδωρο, η δύναμη
των Ελλήνων διασπάστηκε.
Το
επεισόδιο, όμως, που σηματοδοτεί την αρχή της αθηναϊκής ανεξαρτησίας από
τη Σπάρτη είναι η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων από την περσική
επιδρομή αθηναϊκών τειχών, σε μεγαλύτερη μάλιστα από πριν έκταση, και η
συνέχιση της τείχισης του Πειραιά, που είχε ξεκινήσει ήδη από το 493/2
από τον Θεμιστοκλή. Ο αθηναϊκός λαός, μόλις οι Πέρσες έφυγαν από τον
τόπο του, άρχισε να φέρνει πίσω τα παιδιά, τις γυναίκες και όσα πράγματα
είχαν σωθεί και άρχισε να ξαναχτίζει την πόλη και τα τείχη. Από τον
περίβολο του τείχους είχαν σωθεί μικρά μόνο τμήματα και από τα σπίτια τα
περισσότερα ήταν ερείπια και λίγα μόνο είχαν διατηρηθεί, εκείνα στα
οποία είχαν εγκατασταθεί οι Πέρσες αξιωματούχοι. Η ανοικοδόμηση των
τειχών της Αθήνας προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Σπαρτιατών, οι οποίοι
έστειλαν μία πρεσβεία στην Αθήνα για να εκφράσει τα παράπονά της για
την έμπρακτη αυτή δήλωση της ανεξαρτησίας και να προκαλέσει τη ματαίωση
της τείχισης. Οι Σπαρτιάτες πρέσβεις αξίωσαν να μη χτίσουν οι Αθηναίοι
το τείχος, αλλά, αντίθετα, να συνεργαστούν μαζί τους, ώστε να γκρεμίσουν
και τα τείχη, όσα υπήρχαν, των άλλων πόλεων, έξω από την Πελοπόννησο.
Υποστήριζαν, μάλιστα, ότι σε περίπτωση μιας νέας περσικής επιδρομής, η
Πελοπόννησος επαρκούσε για όλους τους Ελληνες και ως καταφύγιο και ως
ορμητήριο. Οι Αθηναίοι καθυστέρησαν τη σπαρτιατική πρεσβεία στην Αθήνα,
στέλνοντας αντιπροσώπους με επικεφαλής τον Θεμιστοκλή στη Σπάρτη,
προκειμένου να συζητήσουν το θέμα. Εκεί ο Θεμιστοκλής καθησύχασε τις
σπαρτιατικές αρχές, ενώ στο μεταξύ τα τείχη στην Αθήνα ανοικοδομούνταν
με ταχύτατους ρυθμούς. Για να ολοκληρωθεί το έργο σε σύντομο χρονικό
διάστημα, εργάστηκε όλος ο πληθυσμός χρησιμοποιώντας αδιακρίτως
οποιαδήποτε υλικά, ακόμα και επιτύμβιες στήλες, όπως αναφέρει ο
Θουκυδίδης. Οταν τα έργα της ανοικοδόμησης ολοκληρώθηκαν, ο Θεμιστοκλής,
που παρέμενε ακόμα στη Σπάρτη, παρουσιάστηκε στην
απέλλα,
τη
σπαρτιατική Εκκλησία του Δήμου, και δήλωσε στις σπαρτιατικές αρχές ότι η
Αθήνα έχει πια τει-χιστεί, έτσι ώστε να μπορεί να προστατεύσει τους
κατοίκους της, και ότι στο εξής οι Σπαρτιάτες ή οι άλλοι σύμμαχοι θα
πρέπει να μεταχειρίζονται την Αθήνα σαν ένα κράτος που γνωρίζει πολύ
καλά το δικό του συμφέρον και το γενικό καλό. Οι Λακεδαιμόνιοι δεν
φανέρωσαν την αγανάκτησή τους εναντίον των Αθηναίων κυρίως διότι «οι
Αθηναίοι τότε ήταν πολύ αγαπητοί στους Σπαρτιάτες εξαιτίας της
προθυμίας τους στον πόλεμο εναντίον των Περσών».
Ο
Θουκυδίδης αναφέρει ότι, όταν ο Θεμιστοκλής επέστρεψε από τη Σπάρτη στην
Αθήνα, είχε επικεντρώσει την προσοχή του στην οχύρωση του Πειραιά,
επειδή γνώριζε ότι ήταν ευκολότερο για τους Πέρσες να έρθουν και να
επιτεθούν από τη θάλασσα παρά από τη στεριά. Προέτρεψε, λοιπόν, τους
Αθηναίους να ολοκληρώσουν την οχύρωση του Πειραιά. Στον ίδιο πολιτικό
αποδίδονται και η πρόταση για ναυπήγηση 120 πλοίων και η απαλλαγή από το
μετοίκιο
(φόρος που επιβάρυνε τους ξένους που κατοικούσαν μόνιμα στην Αθήνα),
μέτρα που εξυπηρετούσαν τη διασφάλιση της άμυνας της πόλης αλλά και την
ενίσχυση της οικονομίας.
Αμέσως μετά την περιγραφή της ανοικοδόμησης των τειχών, ο Θουκυδίδης
περιγράφει μία κοινή επιχείρηση των Αθηναίων, των Πελοποννησίων και των
συμμάχων τους, με επικεφαλής τον Σπαρτιάτη Παυσανία, το νικητή της μάχης
των Πλαταιών. Στόχος της επιχείρησης που πραγματοποιήθηκε το 478 π.Χ.
ήταν η απελευθέρωση της Κύπρου, που αποτελούσε ακόμα ορμητήριο των
Περσών, και του Βυζαντίου. Ωστόσο, η αυταρχική συμπεριφορά του Παυσανία,
που «η αρχηγία του έμοιαζε πιο πολύ με τυραννίδα παρά με στρατηγία»,
οδήγησε τους συμμάχους που επιθυμούσαν τη συνέχιση του πολέμου
εναντίον των Περσών στην αναγνώριση της ηγετικής θέσης των Αθηναίων.
Την ίδια βέβαια στιγμή ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι η συμπεριφορά του
Παυσανία έδωσε στους Σπαρτιάτες την ευκαιρία να απαλλαχθούν από το βάρος
του πολέμου εναντίον των Περσών, γιατί πίστευαν ότι οι Αθηναίοι, που
ήταν φίλοι τους εκείνη την εποχή, ήταν ικανοί να αναλάβουν την αρχηγία.
Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν σε
αντικατάσταση του Παυσανία τον Δόρκη με μικρή εκστρατευτική δύναμη, που
όμως δεν έγινε δεκτή από τους Ιωνες. Από την άλλη πλευρά, ο Ηρόδοτος
διατυπώνει μία διαφορετική άποψη, ότι δηλαδή «οι Αθηναίοι αφαίρεσαν
την ηγεμονία από τους Λακεδαιμόνιους με την πρόφαση που τους έδωσε η
υπεροψία του Παυσανία». Την άποψη του Ηρόδοτου ενισχύει και ο
Αριστοτέλης, ο οποίος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι ανέλαβαν την ηγεσία
χωρίς τη θέληση των Σπαρτιατών.
Η
νεότερη έρευνα αποδίδει τις διαφορετικές παραδόσεις που διασώθηκαν στη
διχογνωμία που πιθανώς επικράτησε στη Σπάρτη. Στο εσωτερικό της Σπάρτης
υπήρχαν δύο διαφορετικές απόψεις: Μία μερίδα νεαρών Σπαρτιατών, με
επικεφαλής τον Παυσανία, προσέβλεπε στο χρήμα που θα μπορούσε να
αποφέρει η ανάληψη της κατά θάλασσα ηγεμονίας από τη Σπάρτη, αλλά
τελικά η Γερουσία και ο Δήμος μεταπείστηκαν από ένα Σπαρτιάτη ονόματι
Ετοιμαρίδα, μέλος της Γερουσίας, ο οποίος τους προειδοποίησε ότι η
επιδίωξη του ελέγχου της θάλασσας ήταν αντίθετη με τα συμφέροντα της
Σπάρτης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανάληψη της ηγεσίας του στόλου από
τους Σπαρτιάτες θα οδηγούσε τη Σπάρτη υποχρεωτικά σε μία σειρά από
αλλαγές πολιτειακού χαρακτήρα. Για παράδειγμα, η ανεύρεση χιλιάδων
κωπηλατών που απαιτούσε η συγκρότηση του στόλου θα οδηγούσε υποχρεωτικά
τη Σπάρτη στη χρησιμοποίηση του υπόδουλου πληθυσμού της Σπάρτης, δηλαδή
των ειλώτων, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «διαρκώς καραδοκούν
τα ατυχήματα των δυναστών τους». Μάλιστα, θύμα αυτής της πολιτικής
σύγκρουσης στα ανώτατα κλιμάκια της σπαρτιατικής ηγεσίας υπήρξε ο
νικητής των Πλαταιών Παυσανίας. Κατηγορούμενος για συνεννόηση με τους
Πέρσες, τελικά εκτελέστηκε ως προδότης. Πιθανότατα, όμως, ήταν οι
απόψεις του για την εξωτερική πολιτική και οι συνεννοήσεις με τους
περιοίκους και τους είλωτες για πολιτειακή μεταβολή που οδήγησαν στον
παραμερισμό και το θάνατό του.
Η
απομάκρυνση των Σπαρτιατών από την ηγεσία του πολέμου εναντίον των
Περσών πιθανώς να οφείλεται και στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Σπάρτη
εκείνη την περίοδο με γειτονικές της δυνάμεις: Αρκάδες και Αργείοι ήταν
πάντα σε ετοιμότητα να εκφράσουν τα αντισπαρτιατικά τους αισθήματα με
την πρώτη ευκαιρία που θα τους δινόταν. Σε ένα σύντομο χωρίο ο Ηρόδοτος
απαριθμεί τις πέντε νικηφόρες μάχες της Σπάρτης κατά την περίοδο
479-458: Στον κατάλογο των αντιπάλων τους σε αυτές τις μάχες
συμπεριλαμβάνονται διάφοροι Αρκάδες, φυσικά όχι ενωμένοι ως ένας λαός,
αφού ακόμα κατά τον 5ο αι. δεν είχαν προχωρήσει στο σχηματισμό του
Αρκαδικού Κοινού. Επιπλέον, την ανησυχία της Σπάρτης για τις εναντίον
της κινήσεις από το Αργος ενίσχυσε ο Θεμιστοκλής, ο οποίος μετά τον
οστρακισμό του από την Αθήνα (τέλη της δεκαετίας του 470 π.Χ.)
εγκαταστάθηκε αρχικά στο Αργος, πραγματοποιώντας πολλές επισκέψεις σε
διάφορα μέρη της Πελοποννήσου, προσπαθώντας πιθανώς να προκαλέσει
αντιδράσεις εναντίον της Σπάρτης εντός της Πελοποννήσου. Η άποψη αυτή
όμως, αν και ελκυστική, δεν μπορεί να αποδειχθεί.
Η
δημιουργία της Δηλιακής Συμμαχίας
Μετά την οριστική αποχώρηση των Σπαρτιατών από τον πόλεμο εναντίον των
Περσών, οι Αθηναίοι στα τέλη του καλοκαιριού του 478 π.Χ., ύστερα από
παρότρυνση των Ιώνων, αναλαμβάνουν την ηγεσία των επιχειρήσεων. Θα
πρέπει να σημειωθεί ότι ο μικρασιατικός ελληνισμός επιθυμούσε να
αναλάβουν οι Αθηναίοι την αρχηγία του στόλου επειδή ήταν φυλετικά
συγγενείς. Η ιδέα της φυλετικής συγγένειας, και μάλιστα η προβολή της
Αθήνας ως μητρόπολη των Ιώνων, θα χρησιμοποιηθεί από τους Αθηναίους
πολλές φορές τις επόμενες δεκαετίες.
Οι
Αθηναίοι τότε θα προχωρήσουν στην ίδρυση της Δηλιακής Συμμαχίας, στο
πλαίσιο της Πανελλήνιας Συμμαχίας που είχε ιδρυθεί το 481 και που
συνεχίζει να υφίσταται. Αρχικά η Συμμαχία περιλάμβανε τις χερσαίες και
τις νησιωτικές πόλεις της Ιωνίας και της Αιολίδας, διάφορες πόλεις της
Προποντίδας και της Χαλκιδικής, τις περισσότερες πόλεις των Κυκλάδων
και ακόμη πόλεις της Εύβοιας, εκτός της Καρύστου. ο Αριστείδης
πρωτοστατεί στην οργάνωση της νέας συμμαχίας, ενώ σημαντικό ρόλο
διαδραμάτισε και ο Κίμων, γιος του Μιλτιάδη, του νικητή του Μαραθώνα. ο
αριστείδης, μάλιστα, εκπροσωπεί τους αθηναίους στην πρώτη συνέλευση της
Συμμαχίας, που πραγματοποιήθηκε στη Δήλο. ο αριστοτέλης αναφέρει ότι ο
αριστείδης ζήτησε από τους ιωνες να ορκιστούν «να έχουν τους ίδιους
φίλους και εχθρούς», έκφραση που συνήθιζαν να τη χρησιμοποιούν κατά τον
5ο αι., συνήθως όμως σε διμερείς συμφωνίες. Για το λόγο αυτό οι νεότεροι
ερευνητές είναι επιφυλακτικοί στην αποδοχή του όρου αυτού. ο θουκυδίδης
μάς πληροφορεί ότι οι σύμμαχοι ορκίστηκαν επίσης να μην αρνούνται τη
συμμετοχή τους στις εκστρατείες της Συμμαχίας και να μη διεξάγουν
«ιδιωτικούς» πολέμους εναντίον άλλων μελών της Συμμαχίας. επίσης,
ορίστηκε κάθε πόλη της Συμμαχίας να είναι ελεύθερη και αυτόνομη.
αρχικά, σύμφωνα με τον θουκυδίδη, η ετήσια δαπάνη για τους πολεμικούς
σκοπούς υπολογίστηκε ανέρχεται σε 460 τάλαντα και στη συνέχεια
αποφασίστηκε ποιες πόλεις θα έδιναν πλοία και ποιες χρήματα. Ο αριθμός
των πλοίων και ο φόρος που αναλογούσε σε κάθε πόλη καθορίζονταν από
διμερή συμφωνία μεταξύ της Αθήνας και του μέλους της Συμμαχίας, που
ανανεωνόταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Αθήνα, κατά την εορτή των Μεγάλων
Παναθηναίων. Αρχικά η εισφορά που αναλογούσε στον καθένα καθορίστηκε από
τον Αριστείδη, ο οποίος ήταν δημοφιλής, και εξακολούθησε να είναι αφού
ολοκλήρωσε το έργο του, γεγονός που αποδεικνύει το δίκαιο τρόπο
φορολόγησης. τα πλοία θα συγκεντρώνονταν στον Πειραιά και την είσπραξη
του φόρου ανέλαβαν οι
Ελληνοταμίες,
που ήταν αθηναίοι πολίτες και εκλέγονταν από την εκκλησία του Δήμου. το
ταμείο της Συμμαχίας αρχικά βρισκόταν στη Δήλο, στην οποία
πραγματοποιούνταν και οι σύνοδοι της Συμμαχίας. Η σύνοδος αποτελούσε το
μοναδικό όργανο της Συμμαχίας και σε αυτήν όλοι οι σύμμαχοι ήταν
«ισόψηφοι». αυτό σημαίνει ότι κάθε πόλη, ανεξάρτητα από το μέγεθός της,
είχε μία ψήφο. είναι δύσκολο όμως να μην υποθέσει κανείς ότι οι μικρές
πόλεις-κράτη δεν ακολουθούσαν τις επιλογές της ισχυρότερης δύναμης.
Σκοπός της Δηλιακής Συμμαχίας ήταν η συνέχιση του πολέμου εναντίον των
Περσών και η διασφάλιση της ανεξαρτησίας του μικρασιατικού ελληνισμού.
είχε, δηλαδή, αμυντικό και επιθετικό χαρακτήρα και κινητήριο δύναμη το
στόλο. ο θουκυδίδης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «πρόσχημα ήταν να
αποζημιωθούν για όσα είχαν υποφέρει, καταστρέφοντας τη χώρα του
βασιλιά». Εχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο Θουκυδίδης εννοεί είτε ότι το
πραγμα-^ τικό κίνητρο των Αθηναίων ήταν να επιβληθούν στους συμμάχους
τους είτε ότι ως πραγματικό εχθρό
l
θεωρούσαν τη Σπάρτη
u
και όχι την Περσία.
κ
Πιο πιθανή θεωρείται η πρώτη
εξήγηση, αφού στα επόμενα κεφάλαια ο Θουκυδίδης παρουσιάζει διεξοδικά
την επέκταση της αθηναϊκής ηγεμονίας. Η λέξη «πρόσχημα», όμως, είναι
παραπλανητική και οφείλεται στη γνώση του αρχαίου ιστορικού για τις
εξελίξεις που θα ακολουθούσαν. Το βέβαιο είναι ότι η τελετή της ίδρυσης
της Συμμαχίας με τη ρίψη μύδρων (πυρακτωμένων κομματιών σιδήρου) στη
θάλασσα από τους συμμάχους διασφάλιζε την παντοτινή διάρκεια της
Συμμαχίας.
Η
Δηλιακή Συμμαχία σε δράση
Ο
συμμαχικός στόλος, που αποτελεί το βασικό πολεμικό όργανο της νέας
Συμμαχίας, θα επιτύχει σημαντικές νίκες εναντίον των Περσών. Η πρώτη
πολεμική επιχείρηση της Συμμαχίας αποβλέπει στην απελευθέρωση των
παραλίων της θράκης από περσικές φρουρές. απελευθερώνει, με στρατήγημα
του Κίμωνα, την Ηιόνα, στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα (475π.Χ.),
περιοχή πλούσια σε μεταλλεία χρυσού και αργυρού. επιπλέον, η περιοχή
διέθετε άφθονη ξυλεία για τη ναυπήγηση στόλου. οι επόμενες επιχειρήσεις
της Συμμαχίας ως το 468 π.Χ. έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι δεν
στρέφονται εναντίον των Περσών, αλλά εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της
Συμμαχίας, όπως αυτά καθορίζονταν από τους ηγέτες της. με την πρώτη από
αυτές τις επιχειρήσεις εκδιώκονται οι Δόλοπες από τη Σκύρο,
απαλλάσσοντας το αιγαίο από την πειρατεία, και διασφαλίζεται κατ' αυτόν
τον τρόπο η διεξαγωγή του εμπορίου. ο Κίμωνας εκδίωξε τους Δόλοπες από
το νησί κι εγκατέστησε στη Σκύρο αθηναίους κληρούχους. Στη συνέχεια, ο
αθηναίος στρατηγός, υπακούοντας σε δελφικό χρησμό, μετέφερε στην πόλη
των αθηνών τα οστά του θησέα, του αθηναίου μυθικού ήρωα που είχε ταφεί
στη Σκύρο. ετσι, με θεϊκή παρέμβαση, οι ηγέτες της συμμαχίας
εξασφαλίζουν τη μόνιμη συμπαράσταση του ήρωα. Μετά την επιτυχία της
Σκύρου, φαίνεται πιθανό ότι ο Κίμωνας πρόσφερε κάποιο ανάθημα στους
Δελφούς, γεγονός που δηλώνει και το γενικότερο ενδιαφέρον των αθηναίων
για την κεντρική ελλάδα ή δηλώνει τουλάχιστον το ενδιαφέρον τους να μην
αφήσουν το Μαντείο των Δελφών να περιέλθει στον έλεγχο της Σπάρτης.
Στη συνέχεια, ο συμμαχικός στόλος αναγκάζει την Κάρυστο να γίνει μέλος
της Συμμαχίας (472/1 π.Χ.). Με την υποταγή της πόλης δημιουργείται μία
τρίτη κατηγορία συμμάχων, οι φόρου υποτελείς, η οποία συνυπάρχει με
εκείνους που έδιναν το φόρο που τους αναλογούσε σε χρήματα ή σε πλοία.
Στην κατηγορία αυτή θα προστεθεί στις αρχές της δεκαετίας του 460 π.Χ.
και η Νάξος, η οποία επιχείρησε να αποστατήσει από τη Συμμαχία.
Τους αθηναίους και τους συμμάχους τους δεν είχε σταματήσει να τους
απασχολεί ο Περσικός Πόλεμος. ετσι, το 467 π.Χ., ο συμμαχικός στόλος με
300 πλοία συντρίβει στον ευρυμέδοντα τις ναυτικές και τις χερσαίες
δυνάμεις των Περσών, οι οποίοι είχαν επιδοθεί σε μεγάλες πολεμικές
προετοιμασίες. Τη ναυτική νίκη επακολούθησε αποβίβαση των οπλιτών και
πεζομαχία στην οποία υπερίσχυσαν οι αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους. Η
διπλή αυτή νίκη είχε ως αποτέλεσμα την προσχώρηση των πόλεων της Λυκίας
και της Καρίας στη Συμμαχία, ενώ ο συμμαχικός στόλος κυριαρχεί και στην
ανατολική Μεσόγειο.
Η
αντίδραση της Σπάρτης στη νέα τάξη πραγμάτων
Μετά την αποτυχία της Σπάρτης να ματαιώσει την τείχιση των αθηνών και
την ανάληψη της ηγεσίας στη θάλασσα από τους αθηναίους, οι Σπαρτιάτες
επιδιώκουν την ισχυροποίηση της θέσης τους στην Κεντρική ελλάδα. Το 478
π.Χ. προσπάθησαν να εκδιώξουν από τη Δελφική αμφικτιονία όσους είχαν
μηδίσει, είχαν ταχθεί δηλαδή με το μέρος του εχθρού, κατά την περσική
εισβολή. Σε αυτήν την ενέργεια της Σπάρτης εναντιώθηκε ο θεμιστοκλής,
υποστηρίζοντας ότι με την εκδίωξή τους η αμφικτιονία θα έπαυε να
αντιπροσωπεύει όλους τους ελληνες, με αποτέλεσμα οι Σπαρτιάτες να
αποκτήσουν τον έλεγχο των Δελφών.
Οι
Σπαρτιάτες δεν παραιτούνται από την προσπάθεια να αποκτήσουν τον έλεγχο
της Κεντρικής ελλάδας και το 476 πραγματοποιούν μία επιχείρηση στη
θεσσαλία. Με επικεφαλής τον βασιλιά Λεωτυχίδη εκστρατεύουν εναντίον των
Μευα-δών της θεσσαλίας που είχαν μηδίσει. Και αυτή η προσπάθεια των
Σπαρτιατών αποτυγχάνει, ενώ η αποτυχία αποδίδεται στη δωροδοκία του
Λεωτυχίδη. Γι' αυτό και κατέφυγε στην Τεγέα, όπου του δόθηκε άσυλο.
Μεγαλύτερη επιτυχία είχε η Σπάρτη στην αντιμετώπιση μίας αντιλακωνικής
κίνησης που σημειώθηκε μετά τον οστρακισμό του θεμιστοκλή, ο οποίος
κατέφυγε στο αργος, και στην εδραίωση της ηγεμονίας της στο εσωτερικό
της Πελοποννήσου. ο θεμιστοκλής «επισκέφθηκε» διάφορες πόλεις της
Πελοποννήσου ενισχύοντας τις δημοκρατικές τάσεις των πολιτών και
συνέβαλε σημαντικά στο «συνοικισμό» των Μαντινέων, των Ηλείων και των
Τεγεατών, καθώς και στη σύναψη συμμαχίας μεταξύ αργους και Τεγέας. Η
Σπάρτη κατόρθωσε να απαλλαχθεί από τον θεμιστοκλή, έχοντας και τη
βοήθεια της αθήνας. Προφανώς κάποιας μερίδας αθηναίων που είχαν
αντίθετες πολιτικές απόψεις από τον θεμιστοκλή και που υποστήριζαν ότι
στην εξωτερική πολιτική της αθήνας πρέπει να επικρατήσει η αρμονική
συνύπαρξη με τη Σπάρτη. Το αποτέλεσμα ήταν ο θεμιστοκλής να καταφύγει
στην αυλή του Πέρση βασιλιά Αρταξέρξη
α',
ο
οποίος του παραχώρησε τρεις πόλεις για να ζει από τα εισοδήματά τους.
Στη συνέχεια, εύκολα η Σπάρτη κατέβαλε τις δυνάμεις των Τεγεατών και των
Αργείων και αργότερα και των υπόλοιπων Αρκάδων.
Η
επόμενη κινητοποίηση της Σπάρτης σχετίζεται με την εξέγερση της θάσου
από τη Δηλιακή Συμμαχία. Μετά την επιτυχημένη επιχείρηση στον
ευρυμέδοντα, οι Αθηναίοι το 465 π.Χ. υποχρεώθηκαν να ασχοληθούν με την
καταστολή της αποστασίας των θασίων, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχό τους
τα μεταλλεία στην απέναντι ακτή (πε-ραία).
οι θάσιοι αντέδρασαν με
αποστασία στην εγκατάσταση 10.000 Αθηναίων κληρούχων στη θέση εννέα
οδοί, κοντά στην Ηιόνα, καθώς απειλούνταν τα οικονομικά τους οφέλη. Στο
διάστημα που οι Αθηναίοι πολιορκούσαν το νησί, οι θάσιοι ζήτησαν τη
βοήθεια των Σπαρτιατών τη στιγμή που οι τελευταίοι είχαν καταστείλει την
αντιλακω-νική κίνηση στην Πελοπόννησο. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο οι
θάσιοι να αποτόλμησαν να αποστατήσουν, αφού είχαν εξασφαλίσει τη
στήριξη της Σπάρτης. οι Αρχές της πόλης τούς υποσχέθηκαν να τους
βοηθήσουν «κρυφά» επιχειρώντας εισβολές στην Αττική. Αν και ο θουκυδίδης
αποδέχεται την ειλικρινή πρόθεση των Σπαρτιατών να βοηθήσουν τους
θασίους, εντούτοις οι τελευταίοι ύστερα από πολιορκία δύο χρόνων
αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν (463/2 π.Χ.). οι όροι που τους
επιβλήθηκαν ήταν ιδιαίτερα επαχθείς: Υποχρεώθηκαν να παραδώσουν το στόλο
τους, να γκρεμίσουν τα τείχη τους, να αποχωρήσουν από τη θρακική παραλία
και να πληρώσουν τα έξοδα της εκστρατείας. ετσι, η θάσος περιήλθε στο
ίδιο καθεστώς με την Κάρυστο και τη Νάξο, έγινε δηλαδή φόρου υποτελής.
Η
έμμεση αντιπαράθεση με την Αθήνα που επιχείρησαν οι Σπαρτιάτες, με την
υπόσχεση για αποστολή βοήθειας στη θάσο, θα μετατραπεί πολύ σύντομα σε
έκκληση βοήθειας της Σπάρτης προς τους Αθηναίους. Το 465 π.Χ. ένας
ισχυρός σεισμός προκάλεσε μεγάλες ζημιές και αναστάτωση στη Σπάρτη. Την
κατάσταση αυτή εκμεταλλεύτηκαν οι είλωτες. εχοντας την υποστήριξη και
των κατοίκων ορισμένων περιοικίδων πόλεων, επιχείρησαν να καταλάβουν
την πόλη. οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να εκδιώξουν τους εξεγερμένους
είλωτες, οι οποίοι κατέφυγαν στο φρούριο της Ιθώμης στη Μεσσηνία, όπου
και πολιορκήθηκαν. Προκειμένου μάλιστα να καταστείλουν γρήγορα την
επανάσταση των ειλώτων, οι Σπαρτιάτες ζήτησαν τη συνδρομή των
Αθηναίων, οι οποίοι με επικεφαλής τον Κίμωνα απέστειλαν 4.000 οπλίτες να
βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες. οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, επειδή φοβήθηκαν τις
νεωτερικές τάσεις των αθηναίων
(νεωτεροποιία),
έστειλαν πίσω τους 4.000
Αθηναίους οπλίτες που είχαν σταλεί να τους βοηθήσουν. Η πολιορκία στην
Ιθώμη έληξε το 460/59. οι είλωτες συνθηκολόγησαν με τον όρο να φύγουν
από την Πελοπόννησο και να μην επιστρέψουν ποτέ σε αυτήν. οι αθηναίοι
τότε, από εχθρότητα προς τους Σπαρτιάτες για τον εξευτελισμό που είχε
υποστεί από τους τελευταίους το εκστρατευτικό σώμα που έστειλαν για
βοήθεια, δέχτηκαν τους Μεσσήνιους είλωτες και τους εγκατέστησαν στη
Ναύπακτο.
Ποιές όμως είναι οι νεωτερικές τάσεις των αθηναίων και τι πραγματικά
φοβήθηκαν οι Σπαρτιάτες και δεν δέχτηκαν τους Αθηναίους οπλίτες; Κατά τη
διάρκεια της απουσίας του Κίμωνα και των 4.000 οπλιτών από την Αθήνα,
υπό την ηγεσία των εφιάλτη και Περικλή, αφαιρέθηκαν από τον Αρειο Πάγο
το αριστοκρατικό συμβούλιο πρώην αξιωματούχων, το οποίο σύμφωνα με το
έθιμο είχε λόγο στη διακυβέρνηση της πόλης, και οι τελευταίες
δικαιοδοσίες που είχε. οι αξιωματούχοι απολογούνταν τώρα για τις πράξεις
τους μπροστά στο λαό
(ενθνναι).
επίσης, οι εννέα άρχοντες
έχασαν τη δικαιοδοσία να εκδικάζουν υποθέσεις σε πρώτο βαθμό,
δικαιοδοσία που μεταβιβάστηκε στα λαϊκά δικαστήρια. επιπλέον, ο Δήμος
μόλις τώρα άρχισε να κάνει πλήρη χρήση των θεσμών και των δικαιωμάτων
που είχε από τον καιρό του Κλεισθένη και του θεμιστοκλή, οπωσδήποτε υπό
διευρυμένη μορφή. Τότε μόνο εμφανίζονται σε αξιόλογη ποσότητα τα
ψηφίσματα του αθηναϊκού λαού, τα οποία σώζονται χαραγμένα σε λίθο.
Αντικείμενο των ψηφισμάτων αυτών ήταν συνήθωςαποφάσεις σχετικές με τη
Ναυτική Συμμαχία.
Όταν ο Κίμωνας επέστρεψε από την Ιθώμη, επιδίωξε να ανατρέψει τις
παραπάνω μεταρρυθμίσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα. οι Αθηναίοι μάλιστα
δυσφορούσαν με το φιλολακωνισμό του, με αποτέλεσμα ο Κίμωνας να
οστρακιστεί το 461 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγός εγκαταλείφθηκε, μεταξύ
άλλων, και από το ίδιο το στράτευμα, του οποίου ηγήθηκε λίγους μήνες
νωρίτερα στην εκστρατεία στην Ιθώμη. Την ίδια χρονιά με τον οστρακισμό
του Κίμωνα δολοφονήθηκε και ο Εφιάλτης, οι μεταρρυθμίσεις όμως στο
πολιτειακό σκηνικό της Αθήνας δεν ανεστάλησαν και νέος ηγέτης του Δήμου
αναδεικνύεται πλέον ο Περικλής.
Οι
νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στις σχέσεις Αθήνας-Σπάρτης συνέβαλαν
στην αναδιαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής των Αθηναίων. οι τελευταίοι
συνήψαν συμμαχία με το Αργος και τους θεσσαλούς το 462/1. Τότε διαλύεται
και τυπικά πλέον η Πανελλήνια Συμμαχία του 481 π.Χ. Η τροπή που είχαν
πάρει τα πράγματα έκανε πλέον τη σύμπνοια που οδήγησε στο επίτευγμα της
αποτροπής του περσικού κινδύνου να ξεθωριάζει όλο και περισσότερο. οι
δύο μεγάλοι συνασπισμοί που είχαν προκύψει, η παλιά Συμμαχία της
Σπάρτης, η οποία πριν από τους Περσικούς Πολέμους στην ουσία ηγεμόνευε
στην Ελλάδα, και η νέα Δηλιακή Συμμαχία με επικεφαλής την Αθήνα
έρχονταν προοδευτικά όχι σε απλή αντιπαράθεση, αλλά σε ευθεία
σύγκρουση. Η σύγκρουση αυτή θα κορυφωθεί τριάντα περίπου χρόνια αργότερα
με την έκρηξη του μακροχρόνιου Πελοποννησιακού Πολέμου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bury J.
B.
-
Meiggs R.,
1978,
A history of Greece to the death of Alexander the Great,
fourth edition
(ελλ. μετάφραση Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας: Μέχρι το θάνατο του Μεγάλου
Αλεξάνδρου, Αθήνα 2011).
Hornblower S.,
2002,
The Greek World,
479323,
Routledge
(ελλ. μετάφραση, Ο Ελληνικός Κόσμος 479-323 π.Χ., Αθήνα 2005).
Lazenby J.F.,
1993,
The Defence of Greece,
490 - 479
B.C., Warminster.
Μεϊδάνη
Κ.,
Η ανάπτυξη
της Αθήνας, Πελοποννησιακός Πόλεμος, Ε-Ιστορικά, Ιανουάριος 2011, σ.σ.
9-34.
Osborne R.,
1996,
Greece in the Making
1200-479,
London
(ελλ. μετάφραση, Η γένεση της Ελλάδας 1200-479 π.Χ., Αθήνα 2000).
Πελεκίδης
Χρ., Δεσποτόπουλος Αλ.,
Οι
Μεγάλοι
Εθνικοί πόλεμοι, Ιστορία του Ελληνικον Εθνους Αθήνα 1971, τ. Β., σ.σ.
280-354.
Στεφάνου
Μ.,
2006,
Μηδικά, Ιστορία των Ελλήνων, Αθήνα, τ. 2, σ.σ. 12-59.
Schuller W.,
1991,
Griechische Geschichte,
Munchen
(ελλ. μετάφραση, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Αθήνα 1999).