Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
(απόσπασμα
από το συγκεριμένο κεφάλαιο στο έργο του
Κορνήλιου Καστοριάδη
«ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΟ ΧΑΟΣ»)
…Ἄν,
ὅμως, θεωρήσουμε μὲ προσοχὴ τή γενεαλογικὴ σειρά τῶν συγγραφέων
πού, κατ’ ἀνάγκη, θὰ ὀνομάσουμε κοσμικοὺς ἢ λαϊκοὺς (ἀπὸ τὸ
λαός, ὁ μὴ κληρικός, ὁ μὴ ἱερὸς) καὶ ἡ ὁποία, γιὰ ἐμᾶς, ξεκινᾶ
μὲ τοὺς Ἕλληνες, διαπιστώνουμε κάτι τελείως διαφορετικό. Ὁ
συγγραφέας -ποιητής, φιλόσοφος, ἢ ἀκόμα καὶ ἱστορικός—
διασαλεύει τίς θεσμισμένες βεβαιότητες, ἀμφισβητεῖ τὸν κόσμο
μέσα στὸν ὁποῖο και χάρη στον ὁποῖο ἡ κοινωνία εἶχε φτιάξει τή
φωλιὰ της, ἀποκαλύπτει τὴν Ἄβυσσο δίνοντάς της μορφὴ καὶ ἀκριβῶς
χάρη στὸ γεγονὸς ὅτι τῆς δίνει μορφή. Μὲ αὐτό τὸ ἐγχείρημα του ὁ
συγγραφέας συμμετέχει οὐσιαστικὰ στὴν ἐγκαθίδρυση τῆς
δημοκρατίας - χωρὶς τὴν ὁποία, ἄλλωστε, ἡ ἴδια του ἡ ὕπαρξη δὲν
εἶναι οὔτε δυνατὴ οὔτε νοητή.
Μερικὰ παραδείγματα θὰ καταστήσουν σαφέστερό τι ἐννοῶ.
Τὸ 700 π.Χ. περίπου ἐμφανίζεται ὁ Ἀρχίλοχος, ὁ πρῶτος λυρικὸς
καὶ σατυρικὸς ποιητὴς (ἐπισημαίνουμε ὅτι γιὰ τοὺς Ἑβραίους,
παραδείγματος χάριν, εἲναι ἀδιανόητη ἡ ὕπάρξη σατυρικῆς
ποίησης). Σὲ κάποιους στίχους πού ἔφτασαν ὡς ἐμᾶς ἀφηγεῖται μὲ
ποιόν τρόπο σὲ μιὰ μάχη πέταξε τὴν ἀσπίδα του γιὰ νὰ γλιτώσει
βάζοντάς το στὰ πόδια καὶ πώς δὲν τὸν νοιάζει καὶ πολύ, ἀφοῦ
μπορεῖ ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ ἀγοράσει ἄλλη ἀσπίδα. Γίνεται ὁ
ποιητὴς πού χαίρει θαυμασμοῦ σὲ μιὰ κοινωνία μαχητῶν-πολιτῶν γιὰ
τοὺς ὁποίους ἀρετὴ σημαίνει, ἐπὶσης, καὶ μάλιστα κυρίως,
γενναιότητα. Τὸ νὰ πετάξει κάποιος τὴν ἀσπίδα του ἤταν ἡ
μεγαλύτερη καταισχύνη (ἡ λέξῃ ρίψασπις στὰ ἀρχαϊα
ἑλληνικὰ εἲναι ἀμετακλήτη βρισιά).
Στὸν Προμηθέα Δεσμώτη τοῦ Αἰσχύλου ὁ κεντρικὸς ἄξονας
εἲναι ἡ παθιασμένη συζήτηση γιὰ τὸ πρόβλημα τῆς ἐξουσίας, για
τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τοῦ Διός, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν τυραννία κάθε
θεσμισμένης ἐξουσίας, τῆς σύμφυτης μὲ αὐτὴν καὶ ἀναπόφευκτης
βαναυσότητας καὶ ἀδικίας της, καθώς, ἐπίσης, καὶ μιὰ ἐπὶμονη
ὑπόμνηση τοῦ παροδικοῦ χαρακτῆρα κάθε ἐξουσίας. Πρέπει νὰ
θυμηθοῦμε ὅτι ὁ Αἰσχύλος -γιὰ τὸν ὁποῖο ἐλέγετο, ἄλλωστε, ὅτι
ἤταν βαθύτατα εὐσεβὴς- δὲν μιλὰ γιὰ τὴν ἐξουσία κάποιου
στρατηγοῦ τῆς πόλης, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐξουσία τοῦ κυρίαρχου τῶν θεῶν
καὶ τοῦ κόσμου, τοῦ Διός.
Στὴν Ἀντιγόνη τοῦ Σοφοκλὴ (π. 440) πού παρουσιάστηκε -
καὶ βραβεύτηκε- σὲ μιὰ κοινωνία πολὺ εὐσεβῆ, ἀλλὰ πού εἶχε,
ἐπίσης, ἐπινοήσει ἕναν μοναδικὸ τρόπο νὰ κρατᾶ τοὺς θεοὺς καὶ τή
θρησκεία μακριὰ ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ὑποθέσεις, βρίσκει κανεὶς
τοὺς περιφήμους στίχους σχετικὰ μὲ τοὺς ὁποίους τόσο πολλὲς
κοινοτοπίες ἔχουν εἰπωθεῖ: «Πολλὰ τὰ δεινά, κοὐδέν ἀνθρώπου
δεινότερον πέλει». Τοὺς παίρνουμε ἢ ὄχι στὰ σοβαρὰ τοὺς
ποιητές; Νομίζω πώς ὄχι. Κανένας δὲν φαίνεται νά ἔχει
παρατηρήσει τὸ τεράστιο τόλμημα τῆς δήλωσης τοῦ ποιητῇ, πού θὰ
καταχωριστεῖ, σιωπηρά, στὶς ποιητικὲς ὑπερβολές. Ὁ Σοφοκλῆς,
ὅμως, ξέρει τι λέει. Λέει ἀπροκάλυπτα σ’ ἕνα κοινὸ εὐσεβῶν
πολιτῶν ὅτι τίποτε δὲν εἲναι πιὸ τρομερὸ ἀπὸ τὸν ἀνθρωπο. Ἀπὸ
ὅλα τὰ ὄντα ὁ ἄνθρωπος εἲναι τὸ δεινότερο (δέος = φόβος,
φρίκη). Πῶς εἲναι δυνατόν; Τρομερότερος ἀπὸ τοὺς ἰδίους τοὺς
θεούς; Ἀσφαλῶς ναί, καὶ οἱ στίχοι πού ἀκολουθοῦν δείχνουν ποία
ἔννοια δίνει ὁ ποιητὴς σὲ αὐτή του τὴν ἀπόφανση - βαθιὰ καὶ
ἀληθινὴ ἔννοια, ὅ,τι κι ἂν πιστεύει κανεὶς γιὰ τοὺς θεούς. Οἱ
θεοί εἶναι τρομερὰ ἰσχυροί, ἀπροσμέτρητα ἰσχυρότεροι ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους - ἀλλὰ δὲν εἲναι δεινοί. Γιατί, ἄραγε; Ἐπειδὴ εἶναι
αὐτό πού εἶναι καὶ ἔχουν τὶς δυνάμεις πού ἔχουν ἐκ γενετῆς καὶ
ἐκ φύσεως. Ἡ Ἀθηνᾶ δὲν γίνεται σοφή, εἶναι σοφή, εἲναι ἡ ἴδια ἡ
σοφία. Ὁ Ἥφαιστος δὲν ἐπινοεῖ τὴν κατασκευή, δὲν ἐπινοεῖ τὸν
ἑαυτό του ὡς κατασκευαστῆ, εἶναι ἡ ἴδια ἡ κατασκευή. Οἱ ἄνθρωποι,
ὅμως, κάνουν τοὺς ἑαυτοὺς τους - ἐπινοοῦν, δημιουργοῦν,
θεσμίζουν καί, ὡς πρὸς αὐτό καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ, εἲναι τρομεροί,
ὑπέροχοι, ἀπρόβλεπτοι καὶ προκαλοῦν δέος. Ἡ σκέψη τοῦ Σοφοκλῆ
-σκέψη βαθιὰ δημοκρατικὴ- εἶναι ἡ αὐτοδημιουργία καὶ ἡ
αὐτοθέσμιση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Σοφοκλῆς ὁλοκληρώνει τὸ στάσιμό του
λέγοντας ὅτι ὁ ἄνθρωπος καθυποτάσσει καὶ θὰ καθυποτάξει τὰ πάντα
στὶς δυνάμεις του (ἄπορος ἐπ’ οὐδὲν ἔρχεται τὸ μέλλον) μὲ
τὰ δημιούργηματά του. Σὲ δύο πράγματα μόνο δέν θὰ μπορέσει νὰ
κυριαρχήσει: στὸν θάνατο, βεβαίως (Ἄιδα μόνον φεῦξιν οὐκ
ἐπάξεται, νόσων δ’ ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται), καὶ στὸν
δικὸ του ριζικὸ διχασμό, τή διφυή φύση του ποῦ τὸν ὁδηγεῖ ἄλλοτε
στὸ καλὸ καὶ ἄλλοτε στὸ κακὸ (τοτέ μὲν κακόν, ἄλλοτ’ ἐπ’
ἐσθλόν ἕρπει).