Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
ΣΤΟ
ΔΙΑΛΟΓΟ ΤΩΝ ΜΗΛΙΩΝ
Γεράσιμος Ρεντίφης,
δ.φ.
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ο Θουκυδίδης, ο ιστορικός του Πελοποννησιακού πολέμου και
κορυφαίος ιστορικός του κόσμου, γεννήθηκε στον Αττικό δήμο
Αλιμούντα (σημερινό Άλιμο), το 460 π. X. Από τα νεανικά του
χρόνια εμφανίστηκε με αξιώσεις στην πολιτική κονίστρα και
εκλέχθηκε στο ανώτατο αξίωμα του στρατηγού κατά τον
Πελοποννησιακό πόλεμο. Η Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου
(431-404 π. X.) αποτελεί προϊόν ενός αμερόληπτου πνεύματος και
κατατάσσεται στα σημαντικότερα κείμενα όλων των εποχών. Η
πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στην Αθηναϊκή και την Πελοποννησιακή
Συμμαχία μετουσιώνεται στην Ξυγγραφή του θεμελιωτή της
αντικειμενικής ιστοριογραφίας και ερευνητή της αλήθειας σε έργο
επίκαιρο και διαχρονικό. Οι λέξεις, τις οποίες ο Θουκυδίδης
χρησιμοποιεί, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι μεταφέρουν ένα
ιδιαίτερο κράμα έντασης και αυστηρότητας και προσφέρουν την
έντονη αίσθηση ότι τα γεγονότα του καιρού του διέθεταν ένα
πρωτόγνωρο βάθος και μια ιδιαίτερη πολυπλοκότητα.
Στην παρούσα εισήγηση, θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στην
έννοια της πολιτικής ως σχέση ισχύος και εξουσίας, όπως αυτή
εκτίθεται και αναλύεται στη Θουκυδίδεια Ξυγγραφή και
ειδικότερα στο διάλογο των Μηλίων. Εκ προοιμίου, είναι σημαντικό
να επισημάνουμε ότι το κορυφαίο οκτάτομο έργο του παρότι συνιστά
ιστοριογραφία, μια προσεκτικότερη θεώρησή του αποκαλύπτει τον
πολιτικό[1]
και ρεαλιστικό[2]
του χαρακτήρα. Στη Μεθοδολογία[3]
ο Θουκυδίδης επιχειρώντας να εξηγήσει τη μέθοδο, την οποία θα
ακολουθήσει κατά την καταγραφή της Ιστορίας, διευκρινίζει ότι οι
αγορεύσεις των πολιτικών αρχηγών, οι συζητήσεις και οι μεταξύ
τους διαξιφισμοί δεν είναι τεχνητοί δισσοί λόγοι σοφιστικών
διαλέξεων, αλλά ανταποκρίνονται με ακρίβεια στην πραγματικότητα[4].Ο
Θουκυδίδης, ο οποίος διακρίνεται και για το βάθος και την
ακεραιότητα του πολιτικού του στοχασμού[5],
προβάλλει με ώριμη, νηφάλια και πειστική πληρότητα το χαρακτήρα,
τη μορφή και τις πραγματικές διαστάσεις, όχι μόνο της Αθηναϊκής
ηγεμονίας, αλλά του συνόλου των κρατικών μορφωμάτων της εποχής
του[6].
Το «τοῦ
κρείττονος συμφέρον»
στο διάλογο των Μηλίων
Είναι αναντίρρητο το γεγονός ότι πλήθος ερωτημάτων, τα οποία
σχετίζονται με το πολιτικό
status quo
του 5ου αιώνα π. X και την πολιτική της ισχύος (power
politics)
ανακύπτουν από τη μελέτη του θουκυδίδειου έργου. Σύμφωνα με την
αντίληψη του ιστοριογράφου, η βούληση της κυριαρχίας συνιστά τον
άγραφο νόμο, ο οποίος διέπει την ανθρώπινη ιστορία[7].
Παράλληλα, η μοναδική αρχή που διέπει τις σχέσεις μεταξύ
κυρίαρχων και εξουσιαζόμενων είναι η
Machpolitik[8].
Η συγκεκριμένη αρχή ενυπάρχει και στην αντίληψη σύμφωνα με την
οποία στον κόσμο των κυρίαρχων διαθέσεων και του συμφέροντος
εύλογα κανείς υποτάσσεται στον ισχυρότερο, ενώ πολεμά τον
ισόπαλο και κυριαρχεί στον ασθενέστερο. Τπό αυτή τη μορφή, η
εξουσία εμφανίζεται ως δύναμη και μεταχειρίζεται την ωμή βία
για να επιβάλλει τη βούλησή της[9].
Ωστόσο, είναι αδιαμφισβήτητο ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις,
το ισχυρότερο μέρος της αντιπαράθεσης ακολουθεί αρχές, οι οποίες
αντιβαίνουν το δίκαιο και προτάσσουν την εξυπηρέτηση των ιδίων
συμφερόντων χωρίς ίχνος συναισθηματισμού[10].
Το συγκεκριμένο γνώρισμα της υπεροχής εκφράζεται στο διάλογο
των Μηλίων με το υπερθετικού βαθμού επίθετο «ισχυρότατα»[11],
ως αποκλειστικό γνώρισμα της υπεροχής των Αθηναίων. Ο όρος «τά
ισχυρότατα» εκφράζει τη δύναμη εκείνη η οποία δύναται να
επικρατήσει («περιγίγνεται πρός τά άντιταγμένα») και τα μέσα στα
οποία μπορεί κανείς να στηριχθεί, για να νικήσει ή τουλάχιστον
να αμυνθεί. Αποτελεί τη δύναμη, η οποία έχει προϋποθέσεις, αλλά
πολύ περισσότερο και δυνατότητες νίκης[12].
Σε αρκετά σημεία των δημηγοριών της Ιστορίας, ο Θουκυδίδης έχει
συγκριθεί με τον Φλωρεντινό πολιτειολόγο, τον
Machiavelli,
όσον αφορά την αμοραλιστική του στάση απέναντι στην ισχύ[13],
όπως προβάλλεται στις δημηγορίες των πολιτικών αρχηγών. Ωστόσο,
η στάση αυτή πηγάζει από τον ισχυρισμό ότι ο χώρος της
πολιτικής - συμπεριλαμβανομένης και της διεθνούς πολιτικής -
έχει τους δικούς της κανόνες, οι οποίοι δεν εμπλέκονται με τις
αρχές και τους κανόνες της ηθικής[14].
Για το λόγο αυτό ο ισχυρισμός αυτός αντιφάσκει με κάθε πολιτική
απόφαση ή πράξη, η οποία εκτιμάται τόσο από την άποψη των
προθέσεων όσο και από αυτή των μέσων και των συνεπειών με
αξιολογικά κριτήρια.
Το συγκεκριμένο παράδειγμα υπεροχής, το οποίο προβάλλεται με τον
πιο απροκάλυπτο τρόπο στο διάλογο των Μηλίων αποτελεί,
αδιαμφισβήτητα, ένα από τα πλέον διδακτικά τμήματα της
Ξυγγραφής για τη σχέση δικαίου και ηθικής. Συγκεκριμένα, την
εποχή κατά την οποία εξιστορεί ο Θουκυδίδης[15],
υπήρξε ένα νησάκι[16]
με κατοίκους δωρικής καταγωγής, το οποίο διέ- κειτο περισσότερο
ευνοϊκά στη Σπάρτη, εξαιτίας της φυλετικής συγγένειας. Μάλιστα,
είχε διατηρήσει την ουδετερότητα μέχρι τη στιγμή κατά την οποία
της επιβλήθηκε, με τον πιο στυγνό τρόπο, η υποταγή της από μια
συντριπτικού μεγέθους αθηναϊκή δύναμη. Οι Αθηναίοι τονίζουν, με
κάθε τρόπο, ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα επιλογής για τους
ασθενέστερους, διότι η ίδια η δυναμική της ηγεμονίας επιβάλλει
με αναγκαιότητα την απροκάλυπτη σκληρότητα[17]
και τους τοποθετεί σε μια συγκεκριμένη θέση, εκείνης της
υποτέλειας. Το δίλημμα[18],
λοιπόν, το οποίο θέτει η ηγεμονία είναι εκείνο, το οποίο
διατυπώνουν και οι Αθηναίοι πρέσβεις[19]:
«Αυταρχική σκληρή εξουσία ή έκθεση σε κίνδυνο[20]».
Η στάση απέναντι στο δίλημμα αυτό καθίσταται αυτονόητη,
εξαιτίας της παρουσίας της ανάγκης που υπαγορεύει την πρώτη
επιλογή.
Βεβαίως, η αθηναϊκή τοποθέτηση εκφραζόμενη από θέση ισχύος
αποτελεί την ουσία του ιμπεριαλισμού[21],
μια
Machtpolitik
εκφραζόμενη με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο[22].
Οι Αθηναίοι ισχυροποιούν τη θέση αυτή και με το επιχείρημα ότι
η αρχή της επικυριαρχίας στον ασθενέστερο δεν αποτελεί δική τους
επινόηση[23].
Τονίζουν, δηλαδή, ότι δεν θέσπισαν οι ίδιοι κάποιο νόμο με τον
οποίο να εξουσιάζει κανείς οτιδήποτε μπορεί να ελέγξει εξ
ολοκλήρου, αλλά ακολούθησαν μια καθιερωμένη πρακτική[24].
ΟιΑθηναίοι, δηλαδή, δεν διστάζουν να εκδηλώσουν τις πιο στυγνές
τους προθέσεις απέναντι στους ανίσχυρους Μηλίους και να
παραμερίσουν στο βωμό της υπέρμετρης φιλοδοξίας και του
συμφέροντος[25].
Για μια ακόμη φορά, διαφαίνεται ότι ο ισχυρός, με κάθε μορφής
δύναμη, αποβλέπει στο συμφέρον και επικαλείται την ανάγκη για να
δικαιολογήσει τη χρήση της ως μέσο ελέγχου και καθυπόταξης της
πολιτικής βούλησης των ασθενών.
Από την άλλη πλευρά, τα επιχειρήματα, τα οποία εκφράζονται από
τους Μηλίους στο διάλογό τους καταδεικνύουν - μεταξύ άλλων - τη
θέση που κατέχουν οι όροι της εμπιστοσύνης και της συνέπειας
στις διακρατικές σχέσεις, ενώ παράλληλα υπογραμμίζονται τα
ασθενή σημεία της αντίπαλης θεωρίας. Η επίκληση στην
ευγνωμοσύνη, η οποία είχε κερδηθεί με την παροχή βοήθειας από
τους Μηλίους, κατά το παρελθόν, είχε εθελουσίως παραμερισθεί και
ξεχαστεί από τους Αθηναίους. Οι Μήλιοι απορούν με το θράσος, το
οποίο διακρίνει την επιχειρηματολογία των Αθηναίων, οι οποίοι δε
διστάζουν να υποστηρίξουν ότι η υποτέλειά τους αποτελεί συμφέον
αμφοτέρων[26]
Έτσι, ό, τι συμφέρει, ισχυρίζονται οι Αθηναίοι, ανακηρύσσεται «ἀγαθόν[27]».
Προειδοποιούν τους Μηλίους για τα «δεινότατα», τα οποία μπορούν
να προλάβουν εάν υπακούσουν στις συμβουλές τους και δεν
εξαντλήσουν όσα αποθέματα δύναμης τους έχουν απο- μείνει[28].
Προβάλλουν, δηλαδή, ως κοινό καλό για τον ισχυρό και τον ασθενή
το γεγονός ότι, αν οι Μήλιοι υποχωρήσουν, δεν θα εξαντληθούν οι
πόροι και οι αντοχές των δύο πλευρών[29].
Κατ’ ουσίαν, οι εκφοβιστές Αθηναίοι, επικαλούμενοι την οικονομία
των μέσων, εκβιάζουν τρόπον τινά την απόφαση των Μηλίων, ενώ
εμμέσως τους επικρίνουν και για έλλειψη διορατικότητας.
Μάλιστα, εστιάζοντας στο σημείο αυτό του διαλόγου θα
ισχυριζόμασταν - με σχετική ασφάλεια - ότι κανένα άλλο απόσπασμα
δεν πλησιάζει περισσότερο στην ιδέα ότι το δίκαιο ταυτίζεται με
την ισχύ[30].
Οι Αθηναίοι, δηλαδή, διαμόρφωσαν μια κατάσταση εξουσίας και
σφετε- ρισμού των αλλοτρίων και ύστερα απλώς την υποστήριζαν
αμυντικά[31].
Εξάλλου, αν θεωρήσουμε ότι ο όρος ισχύς συγγενεύει προς το ρήμα
«ἴσχω[32]»,
τότε σημαίνει κατέχω κάτι και έχω τη δυνατότητα να διατηρήσω
την κατοχή του σε κάθε επιβολή. Η ηγεμονεύουσα, λοιπόν, δύναμη
υπόκειται σε αναγκαιότητες, τις οποίες δημιουργεί η ίδια η φύση
της, με πρωτεύουσα ανάγκη εκείνη που συνδέεται με τη διατή ρηση
της ισχύος και με τα όποια επακόλουθα της, όπως είναι: ο φόβος,
η βίαιη καταστολή ή η εντεινόμενη κυριαρχία. Η αποδοχή της
αναγκαιότητας της ισχύος, της διατήρησης και της επέκτασής της
είναι μια φυσική αντίδραση η οποία δεν απαιτεί καμιά εξήγηση[33].
Όσον αφορά την εκδήλωση συναισθηματισμού, όπως είναι ο οίκτος ή
η επιείκεια προς τον αντίπαλο ή ακόμη και τη χρήση εύσχημων
λόγων, αποφεύγονται σε κάθε περίπτωση με τη δικαιολογία ότι
υπονομεύουν την ύπαρξή της[34].
Άλλωστε, σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα, όπως υποστηρίζουν οι
Μήλιοι, επιχειρήματα ηθικού ή νομικού περιεχομένου έχουν σημασία
μόνο όταν υπάρχει συσχετισμός ισχύος. Στην αντίθετη περίπτωση,
δεν αφήνουν περιθώρια επιβολής παρά μόνο σε εκείνον ο οποίος
διαθέτει τη μεγαλύτερη δύναμη («Τα νομικά επιχειρήματα έχουν
αξία, όταν τα επικαλούνται εκείνοι που είναι ισόπαλοι ως προς τη
δύναμη[35]»).
Επισημαίνουν οι Αθηναίοι, με ηχηρά λόγια, ότι, εάν υπάρχει
ανισορροπία δυνάμεων[36],
τότε η επίκληση σε δικαϊκές αρχές ή στην ηθική δεν θα
τελεσφορήσει, διότι πάντοτε υπερισχύει ο απόλυτος νόμος της
φύσης, δηλαδή, ο νόμος του ισχυρότερου[37].
Όμως, λίγα χρόνια αργότερα, και η ίδια η ιστορία πιστοποίησε τα
λόγια των Μηλίων προς τους Αθηναίους. Οι Μήλιοι μιλώντας
προφητικά στους Αθηναίους ψέγουν την πολιτική τους, η οποία
βασίζεται στο δίκαιο του ισχυροτέρου[38]
και στο πρόσκαιρο συμφέρον και τους προειδοποιούν ότι εν καιρώ
ίσως οι όροι αντιστραφούν και η πολιτική τους θα χρησιμεύσει ως
παράδειγμα προς μίμηση για άλλους: «Καί
πρός ὑμῶν οὐχ ἧσσον τοῦτο ὅσῳ καί ἐπί μεγίστῃ τιμωρίᾳ σφαλέντες
ἄν τοῖς ἄλλοις παράδειγμα γενοῖσθε»[39].
Αξιοσημείωτο, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι η διδαχή αυτή των
Μηλίων έχει διαχρονική αξία, αφού πράγματι οι βουλές της τύχης
ως άδηλες και εναλλασσόμενες μπορούν στη θέση του νικητή να
τοποθετήσουν τον ηττημένο και αντίστροφα. Πράγματι,λίγο
αργότερα, όπως κατέγραψε ο Ξενοφώντας στα Ελληνικά, οι συνέπειες
της
Machpolitik,
την οποία ακολούθησαν οι Αθηναίοι, δεν άργησαν να φανούν. Ο
αθηναϊκός στόλος υπέστη ολοσχερή καταστροφή από τους
Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους στους Αιγός ποταμούς[40].
Τελικές παρατηρήσεις
Συνοψίζοντας τα κυριότερα επιχειρήματα, τα οποία προβάλλουν οι
Μήλιοι έναντι των Αθηναίων, θα τονίζαμε ότι η πρώτη τοποθέτησή
τους θεμελιώνεται στο κοινό συμφέρον, το οποίο έχουν τα δύο
αντιπαρατιθέμενα μέρη και το δεύτερο επιχείρημά τους τίθεται
έναντι μιας πολιτικής επέκτασης, η οποία δύναται να εξασφαλίσει
ασφάλεια και διάρκεια, όταν θεμελιώνεται αποκλειστικά και μόνο
στη δύναμη. Ωστόσο, από τη συνολική μελέτη και αποτίμηση των
επιχειρημάτων, όπως εκφράστηκαν και από τα δύο αντιμαχόμενα
μέρη του διαλόγου (Αθηναίοι- Μήλιοι), διαφαίνονται οι αλήθειες
εκείνες της ιστορίας και της πολιτικής, οι οποίες αποδεικνύουν
ότι η ισχύς-τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες - αποκλείει τη
δικαιοσύνη και επι- σημαίνεται ότι η επεκτατική τάση είναι
γνώρισμα μόνο του ισχυρού. Τα κράτη έχοντας ως όπλο αντίστασης,
αλλά και επίθεσης εναντίον του αντιπάλου τους, την οικονομική,
πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική ισχύ επιδιώκουν με κάθε
τρόπο να επιβιώσουν στο ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα και, εάν
οι συνθήκες το επιτρέπουν, να επεκταθούν[41].
Αυτό σημαίνει ότι ο σιδηρούς νόμος του ισχυρού επιτάσσει την
κυριαρχία του στον πολιτικό στίβο και την επέκτασή του μέχρι
εκείνο το σημείο που του επιτρέπει η ισχύς του. Επομένως, εν
προκειμένω, ισχυρό είναι το αθηναϊκό κράτος, το οποίο υπερέχει
έναντι των υπολοίπων σε ισχύ, κυριαρχεί και επεκτείνεται σα-
ρωτικά, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια αντίστασης στις επιταγές
του[42].
Οι Αθηναίοι, λοιπόν, ολοκληρώνοντας το διάλογο με τους Μηλίους
δίνουν μια πυκνή όσο και ρεαλιστική άποψη σχετικά με τους
παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν γενικότερα την πολιτική
συμπεριφορά. Στο συνεχώς μεταβαλλόμενο πολιτικό κλίμα της
Αθήνας, στο οποίο διαμορφώνεται ο πολιτικός στοχασμός του
Θουκυδίδη και διεξάγεται ο διάλογος μεταξύ της ηγεμονεύουσας
δύναμης των Αθηνών και των Μηλίων, κυρίαρχη είναι η αντίληψη ότι
το συμφέρον, η επιτυχία και το ωφέλιμο αποτελούν τη βάση της
ανθρώπινης δράσης και τον πλοηγό για κάθε πολιτικό διακύβευμα. Η
πρόταξη αυτή του συμφέροντος συνεπάγεται και τη σύγκρουση με
τις αρχές δικαίου και ηθικής, με αποτέλεσμα οι συγκρουσιακές και
ανταγωνιστικές[43]
σχέσεις να προσδίδουν στο διάλογο ένα διαχρονικό αλλά και
επίκαιρο χαρακτήρα.
- Τοῦ δε πολέμου οἱ καιροί οὐ μενετοί. Α, 142
- Μέγα γάρ τό τῆς θαλάσσης κράτος
A,
143, 5.
[1]
Τ.
A.
Sinclair,
Ιστορία της ελληνικής πολιτικής σκέψης, τόμος Α', Γ [απαζήσης,
Αθήνα 1969, σελ. 141.
[2]
Gregory Crane, Thucydides and the Ancient Simplicity: The limits
of Political Realism, University of California, Berkley 1998,
σελ.
4
[3]
Ι
20-22.
[4]
122.4-5: «Καί
ἐς μέν ἀκρόασιν ἴσως τό μή μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται·
ὅσοι δέ βουλήσονται τῶν τέ γενομένων τό σαφές σκοπεῖν καί τῶν
μελλόντων ποτέ αὖθις κατά τό ἀνθρώπινον τοιούτων καί παραπλησίων
ἔσεσθαι,
ὠφέλιμα κρίνειν αὐτά ἀρκούντως ἕξει.
Κτῆμά τε ἐς αἰεί μᾶλλον ἤ ἀγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν
ξύγκειται».
[5]
Εν αντιθέσει με τον Ηρόδοτο, ο οποίος επεχείρησε να καταγράψει
τα «γενόμενα», ο συγγραφέας του Πελοποννησιακού πολέμου έγραψε
τα «γιγνόμενα». Για τον ίδιο λόγο επικρίνει και τον Ελλάνικο, το
Μυτιληναίο ιστορικό, για την εκτενή περιγραφή των περσικών
πολέμων και τη σημαντική του παράλειψη για την αθηναϊκή ανάπτυξη
που σημειώθηκε κατά την κλασική εποχή. Για το λόγο αυτό, από το
πρώτο κιό- λας βιβλίο του, με την περίφημη πεντηκονταετία
(1180-118), επιχείρησε να αναπληρώσει το «χρονικό» κενό που
δημιουργήθηκε.
[6]
J.
J.
Romilly,
Ιστορία και Λόγος στο Θουκυδίδη, μτφρ. Ελ. Κακριδή, Μ.
I.
Ε. Τ., Αθήνα 1988, σελ. 301.
[7]
Η. Ηλιού, Το Μήνυμα του Θουκυδίδη, Κέδρος, Αθήνα 2002, σελ. 37.
[8]
C. Morris, Western Political Thought: vol. I,
Plato to Augustine,
Basic Books,
1967,
p.
39.
[9]
Κ. Βουδούρη, Η πολιτική και ο πολιτικός, Αθήνα 1990, σελ. 196.
[10]
C.
Barbagallo,
Τα Αίτια Παρακμής της Αρχαίας Ελλάδας, μτφρ. Ελ. Ααμψίδη,
Μπαϋρον, Αθήνα χ. χ, σελ. 107.
[11]
V 111.2: «Ἐνθυμούμεθα
δέ ὅτι φήσαντες περί σωτηρίας βουλεύσειν οὐδέν ἐν τοσούτῳ λόγῳ
εἰρήκατε ὦ ἄνθρωποι ἄν πιστεύσαντες νομίσειαν σωθήσεσθαι, ἀλλ’
ὑμῶν τά μέν ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται, τά δ’ ὑπάρχοντα
βραχέα πρός τά ἤδη ἀντιτεταγμένα περιγίγνεσθαι».
[12]
Η ισχύς ως συντελεστής νίκης εμφανίζεται στο VII 25 και στο II
87.
[13]
S. Forde, «Varieties of Realism: Thucydides and Machiavelli», in
Journal of Politics, vol. 54, 1992, p. 372- 93.
[14]
Κ. Μέλακοπίδη, Υπάρχει Ηθική στη Διεθνή Πολιτική;, I. Σιδέρης,
Αθήνα 2003, σελ. 54.
[15]
Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι μπορεί από την Θουκυδίδου
Ξυγγραφή να αναφύεται ένας πραγματισμός που διακρίνει τις
διεθνείς σχέσεις όχι μόνον της εποχής του, αλλά αυτό δε σημαίνει
ότι ο ίδιος επικύρωσε την ανηθικότητα που επικρατεί σε αυτές.
Αρκετά μάλιστα είναι εκείνα τα σημεία που το πιστοποιούν. Στην
αναπαραγωγή του Επιταφίου Λόγου του Περικλέους, ο ιστορικός δεν
διστάζει να σχολιάσει την τραγωδία του λοιμού που συνέβη στην
Αθήνα. Επιπλέον, στη πραγμάτευση του δύσκολου εγ χειρήματοςτης
Σικελικής εκστρατείας ο Θουκυδίδης εκθειάζει τη σύνεση που
χαρακτηρίζει τη σκέ\|/η του Νικία. Παράλληλα εξαπολύει, όμως,
πυρά εναντίον του πολιτικού του αντιπάλου Αλκιβιάδη, λόγω της
προδοσίας του εις βάρος των Αθηναίων συμπατριωτών του. Καθώς,
όπως αναφέρεται στο VI 92. 5: «Αθηναίων τήν τε οΰσαν και την
μέλλουσαν δύναμιν καθελητε, και μετά ταντα αϋτοί τε άσφαλώς
οίκήτε και τής άπάσης Ελλάδος έκούαης καί ού βία, κατ’ εύνοιαν
St
ήγήσθε», συμβουλεύει τους Λακεδαιμονίους να εκστρατεύσουν
εναντίον των Αθηναίων στη Σικελία και την Αττική, μόνο και μόνο
για την ικανοποίηση του εγωισμού και του προσωπικού τους
συμφέροντος.
[16]
A. Sinclair,
ό.π.,
σελ.
150.
[17]
OR.
Gilpin
(War
and Change in World Politics,
Cambridge University Press,
Cambridge
1981,
p.
93) αναγνωρίζει τον Θουκυδίδη ως τον πρώτο πολιτικό επιστήμονα ο
οποίος, μέσα από την Ιστορία που ξυνέγραψε, κατανόησε ότι η
αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων στο εσωτερικό του κράτους έχει ώς
απόρροια τον πόλεμο ως αναπόφευκτη διέξοδο.
[18]
I. Brown, «Thucydides, Chance and the Dilemma of Imperialisme»,
in History Today, vol. 31, No 3, p. 10-15.
[19]
To
θέμα πραγματεύεται διεξοδικά
o C.
Orwin,
(The
Hunamity of Thucydides,
Princeton University Press,
Princeton
1994,
p.
44-56), ο οποίος ειρωνικά σχολιάζει ότι οι Αθηναίοι περίπου
παρουσιάζονται σαν θύματα της ίδιας της αρχής τους.
[20]
176. 1: «Καί εἰ τότε ὑπομείναντες διά παντός ἀπήχθεσθε ἐν τῇ
ἡγεμονίᾳ, ὥσπερ ἠμεῖς, εὖ ἴσμεν μή ἄν ἧσουν ὑμᾶς λυπηρούς
γενομένους τοῖς ξυμάχοις καί ἀναγκασθέντας ἄν ἤ ἄρχειν ἐγκρατῶς
ἤ αὐτούς κινδυνεύει».
[21]
Β. Νούλα, Θουκυδίδης ο Φιλόσοφος, Πατάκης, Αθήνα 2006, σελ. 95.
[22]
V 89. 1: «Έπισταμένους πρός είδότας ότι δίκαια μεν έν τώ
άνθρωπείω λόγω από τής ϊσης ανάγκης κρίνεται, δυνατά δε οί
προύχοντες πράσσουσι και οι άσθενεϊς ζυγχωροϋσιν».
[23]
W. Gomme, A. Andrews
&
Κ.
J. Dover, A Historical Commentary on Thucydides, Oxford 1945
-19812, p. 164, 174-175.
Οι Αθηναίοι υποστηρίζουν ότι η δικαιοσύνη δεν καθίσταται
εφαρμόσιμη στην περίπτωση της Μήλου, λόγω της δυσαναλογίας
δύναμης που υπάρχει μεταξύ τους.
[24]
D. Grene, Man in his pride: A study of the political philosophy
ofThucydides and Plato, Chicago 1950, p. 62.
[25]
Π. Κονδύλη, Η Ηδονή, η Ισχύς και η Ουτοπία, Στιγμή, Αθήνα 1992,
σελ 58. Ο Π. Κονδύλης, σκιαγραφεί τους Αθηναίους με τον πιο
γλαφυρό τρόπο: «Πίσω από το σκισμένο προσωπείο των θεσμίσεων
προβάλλει τώρα το αληθινό πρόσωπο της φύσης: είναι το πρόσωπο
των Αθηναίων, όταν ζητούν από τους Μηλίους να υποταγούν. Δεν το
ζητούν με τη συνείδησή τους βεβαρημένη, δεν πιστεύουν ότι έτσι
παραβιάζουν τη θεία τάξη, γιατί η θεία ή φυσική τάξη, ο
εσωτερικός νόμος του Όντος είναι ακριβώς ο νόμος του
ισχυρότερου».
[26]
V 92-93: «{ΜΗΛ.} Και πώςχρήσιμον άν ζυμβαίη ήμιν δονλενσαι,
ώσπερ καί νμιν άρξαι;» και οι Αθηναίοι απαντούν: «{ΑΘ.} Ότι
νμΐνμένπρό τον τά δεινόταταπαθεΐν ύπακοΰσαι άνγένοιτο, ήμεϊςδέ
μή διαφθείραντες ύμάς κερδαίνοιμεν άν». Την ίδια άποψη εκφράζουν
και οι Κερκυραίοι, οι οποίοι ζητούν βοήθεια από τους Αθηναίους,
προκειμένου να αντιμετωπίσουν την Πελοποννησιακή συμμαχία,
ισχυριζόμενοι ότι συμπίπτουν τα συμφέροντα τους (I 33).
[27]
Ακόμη και ο Πρωταγόρας φαίνεται να το υποστηρίζει (Πλάτων,
Πρωταγόρας, 351
b).
[28]
Το δίλημμα αυτό με το οποίο βρέθηκαν αντιμέτωποι οι Μήλιοι μας
παραπέμπει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ ελιγμού
(δηλ. οικονομικών βλαβών) και ολοκληρωτικού πολέμου, το οποίο
αναλύεται διεξοδικά από τον Π. Κονδύλη, Θεωρία τον Πολέμου,
Θεμέλιο, Αθήνα 1997, σελ. 159.
[29]
V 93: «Ὅτι
ὑμῖν μέν πρό τοῦ τά δεινότατα παθεῖν ὑπακοῦσαι ἄν γένοιτο, ἡμεῖς
δέ μή διαφθείραντες ὑμᾶς κερδαίνοιμεν ἄν».
[30]
Ένα ακόμη χωρίο με το οποίο ενισχύεται η παραπάνω άποψη είναι
στο 176. 2, στο οποίο οι Αθηναίοι στη σύσκεψη στη Σπάρτη λένε
χαρακτηριστικά ότι: «Ὅν
οὐδείς πω παρατυχόν ἰσχύι τι κτήσασθαι προθείς τόν μή πλέον
ἔχειν ἀπετράπετο. ἐπαινεῖσθαι τε ἄξιοι οἵτινες χρησάμενοι τῇ
ἀνθρωπείᾳ φύσει ὥστε ἑτέρων ἄρχειν δικαιότεροι ἤ κατά τήν
ὑπάρχονσαν δύναμιν γένωνται».
[31]
A. W. Gomme, A Historical Commentary on Thucydides, vol. 1,
Charendon Press, Oxford 1972, p. 16,17.
[32]
H.
Liddel,
R.
Scott,
Μέγα Λεζικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, λ.
ισχύς.
[33]
Την ίδια άποψη θα είχε και ο Μακιαβέλλι. Βλ.
L.
Krieger and F.
Stern,
The Responsibility of Power:
Historical
Essays in Honor of Hajo Holborn,
Doubleday,
N.
Y.
1967,
p.
38: «Για τον Μακιαβέλλη η απόκτηση, διατήρηση και επέκταση της
ισχύος γίνεται σ’ έναν κόσμο όπου η πολιτική δε χρειάζεται καμιά
δικαιολόγηση».
[34]
III 40.2-3: «Μηδέ
τρισί τοῖς ἀξυμφορωτάτοις τῇ ἀρχῇ, οἴκτῳ καί ἡδονῇ λόγων καί
ἐπιεικείᾳ, ἁμαρτάνειν».
[35]
Ιστορία, μτφρ. Α. Βλάχου, Εστία, Αθήνα 1998, (Ε 89).
[36]
Για την ανισορροπία δυνάμεων Αθήνας και Σπάρτης βλ.
R. Gilpin, «The Theory of Hegemonic War», in The Origin and
Prevention of Major Wars, ed. R. I. Rotberg and T.K. Rabb,
Cambridge University Press, Cambridge 1988, p. 15.
[37]
Θουκ., ό.τι. σημ. 35: «Ο ισχυρός είναι εκείνος που επιβάλλει ό,
τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του
επιβάλλει η αδυναμία του».
[38]
Η θεωρία αυτή για το δίκαιο του ισχυρότερου ανήκει στη σοφιστική
αντίληψη και διδασκαλία, για την οποία κάνει λόγο αρχικά ο
Guthrie
γράφοντας ότι: «Ο καλύτερος τρόπος για να αντιληφθεί κανείς το
χαρακτήρα της εποχής στην οποία έζησαν οι Σοφιστές είναι να
αρχίσει με το Θουκυδίδη. Γιατί ο Πελοπον- νησιακός Πόλεμος
υπήρξε το πλαίσιο της ελληνικής ζωής και των πνευματικών
αναζητήσεων της, τα τελευταία τριάντα χρόνια του 5ου
αιώνα. Από την άλλη πλευρά, οι προβληματισμοί που έθεσαν οι
Σοφιστές είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ωρίμασε η σκέψη του
ιστορικού που μας παρέδωσε αυτόν τον πόλεμο, και ο οποίος
συνέλαβε με εντυπωσιακή οξυδέρκεια το πνεύμα των Ελλήνων της
εποχής του».
[39]
V 90.1 : «Μή
καταλύειν ὑμᾶς το κοινόν ἀγαθόν, ἀλλά τῷ αἰεί ἐν κινδύνῳ
γιγνομένῳ εἶναι τά εἰκότα καί δίκαια, καί τι καί ἐντός τοῦ
ἀκριβοῦς πείσαντά τινα ὠφεληθῆναι. καί πρός ὑμῶν οὐχ ἧσσον τοῦτο,
ὅσῳ καί ἐπί μεγίστῃ τιμωρίᾳ σφαλέντες ἄν τοῖς ἄλλοις παράδειγμα
γένοισθε».
[40]
Ξενοφώντος, Ελληνικά, Β 2,3 - 4: «Ἐν δέ ταῖς Ἄθήναις τῆς Παράλου
ἀφικομένης νυκτός ἐλέγετο ἡ συμφορά, καί οἰμωγή ἐκ τοῦ Πειραιῶς
διά τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν ὁ ἕτερος τῷ ἑτέρῳ
παραγγέλλων· ὤστ’ ἐκείνης τῆς νυκτός οὐδείς ἐκοιμήθη, οὐ μόνον
τούς ἀπολωλότας πενθοῦντες, ἀλλά πολύ μᾶλλον ἔτι αὐτοί ἑαυτούς
πείσεσθαι νομίζοντες οἷα ἐποίησαν Μηλίους τέ, Λακεδαιμονίων
ἀποίκους ὄντας, κρατήσαντες πολιορκίᾳ, καί Ἰστιαιέας καί
Σκιωναίους καί Τορωναίους καί Αἰγινήτας καί ἄλλους πολλούς τῶν
Ἑλλήνων».
[41]
Για την εκδήλωση ιμπεριαλιστικών τάσεων από μέρους των ανθρώπων
και για τις αλλαγές που αυτές προ- κάλούν στο συσχετισμό
δυνάμεων στο εσωτερικό του κράτους ή στο διεθνές σύστημα,
γίνεται λόγος από δομικούς ρεαλιστές με εκτενείς αναφορές στο Κ.
Waltz,
«The
Origins ofWar in Neorealist Theory»,
in The journal of interdisciplinary history,
vol.
xviii,
No
4,
The MIT Press,
spring
1988,
p.
40-44.
[42]
W. R. Connor,
«Αpost-modernist
Thycydides?», CJ, vol. 72,1977, p. 289-98.
[43]
Συγκεκριμένα, η άποψη αυτή σχετικά με το συγκρουσιακό χαρακτήρα
που διακρίνει τις σχέσεις των κρατών διαπνέει όλο το έργο του
Κ.
Waltz
(Man,
the State and War,
Columbia University Press,
New York
1959)