Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ
Λήψη
του αρχείου
Αντίστοιχο κεφάλαιο στο έργο της
Σοφίας Αλεξ. Σταμούλη
«ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ
ΔΗΜΗΓΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ»
Για τους περισσότερους μελετητές της πολιτικής επιστήμης και της
πολιτικής φιλοσοφίας, το να σκέφτεται κάποιος σαν ρεαλιστής,
σημαίνει να σκέφτεται, όπως ο φιλόσοφος- ιστορικός Θουκυδίδης.
Οι ρεαλιστές δέχονται ότι ο Θουκυδίδης είναι ο αντιπρόσωπος τους
και θεωρούν ότι η άποψη του για τον πολιτικό κόσμο παραμένει
διαχρονική μέχρι σήμερα. Ο πολιτικός ρεαλισμός εμφανίζεται με
δυο μορφές α) ως δομικός και επιστημονικός νεορεαλισμός, που
εκπροσωπείται από τον Thomas Hobbes
και β) ως ερμηνευτικός, παραδοσιακός, ιστορικός-κλασσικός
ρεαλισμός, που αποδίδεται από τον Morgenthau
και τους προκατόχους του έως τον Θουκυδίδη.
Ο Δομικός ή Νεορεαλισμός εστιάζει την ανάλυσή του στην εικόνα
του διεθνούς συστήματος κάθε εποχής και της ισορροπίας δυνάμεων
μέσω της οικονομικοποίησης της πολιτικής. Η αλλαγή συσχετισμού
δυνάμεων, σύμφωνα με αυτόν το ρεαλισμό που είναι λειτουργικός
και θετικιστικός, προκάλεσε το φόβο
και την ανησυχία της Σπάρτης για την ασφάλειά της και την ώθησε,
για να αυτοπροστατευτεί, σε πόλεμο εναντίον της Αθήνας. Όμως ο
φόβος αυτός και η ανάγκη για αυτοπροστασία εκδηλώνεται και από
την πλευρά της Αθήνας, στη δημηγορία του Εύφημου.
Αντίθετα ο Ερμηνευτικός ή Παραδοσιακός Ρεαλισμός επικεντρώνει
την ανάλυσή του στην “ανθρωπείαν φύσιν”,
η οποία οδηγεί τον άνθρωπο σε αναζήτηση δύναμης. Το πάθος του
ανθρώπου για εξουσία και η ανάγκη για κυριαρχία επί των άλλων,
γίνεται αυτοσκοπός, τόσο για τους πολίτες, όσο και για τις
πόλεις και έτσι εξηγούνται φαινόμενα, όπως ο επεκτατισμός της
Αθήνας, ο οικονομικός και εμπορικός ανταγωνισμός Αθήνας-
Κορίνθου και τελικά ο πελοποννησιακός πόλεμος ανάμεσα στις δύο
ηγεμονικές πόλεις, Αθήνα- Σπάρτη.
Από τις παραπάνω μορφές Πολιτικού Ρεαλισμού, στον Θουκυδίδη
εντοπίζουμε ότι υπάρχουν και οι δύο, διότι γίνεται αναφορά
διεξοδική στην ανθρώπινη φύση σε κάποιες Δημηγορίες και σε άλλες
εμφανίζεται το πρόβλημα της αλλαγής συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα
σε Αθήνα και Σπάρτη, με αποτέλεσμα να προ- κληθεί ρήξη στην
ιεραρχία δυνάμεων και σταδιακά η πολικότητα αυτή να οδηγήσει σε
πόλεμο τις δύο πόλεις.
Μορφές Ρεαλισμού που κάνουν νύξη στον Θουκυδίδη
Στην εποχή μας ο ρεαλισμός επιστρέφει στον Θουκυδίδη, αλλά
εμφανίζει τρεις μοντέρνες τάσεις α) to
μινιμαλισμό β) το φονταμενταλισμό και γ) το δομισμό, που η
καθεμία θεωρεί ότι διαθέτει βασικά στοιχεία από τον Θουκυδίδη. Ο
μινιμαλισμός απεικονίζει μία παγκόσμια εξήγηση των
ενδοπολιτειακών γεγονότων ως κατάσταση που δημιουργεί τον
πόλεμο. Παρουσιάζεται με τρία δόγματα 1) Η διεθνής κοινότητα
αποτελεί ένα πλήθος δυνάμεων χωρίς διακυβέρνηση.
2) Τα κυρίαρχα κράτη είναι ανεξάρτητα και η τοπική τους ιεραρχία
εκφράσει τη γενικότερη αστάθεια. 3) Κανένας περιορισμός, ηθικός,
πολιτικός ή κοινωνικός δεν είναι δυνατός, ώστε να εγγυηθεί τη
διάλυση των συμφερόντων, των ανταγωνισμών, των συγκρούσεων. Αυτά
και τα τρία δόγματα παράγουν την κατάσταση του πολέμου. Στον
Θουκυδίδη υπάρχουν κάποια στοιχεία από τα βασικά δόγματα του
μινιμαλισμού και ειδικότερα ως προς το πρώτο που στη δημηγορία
του Αλκιβιάδη
τα κράτη της Σικελίας περιγράφονται ως συρφετός και όχλος
ανθρώπων που διαθέτουν ένα πλήθος από δυνάμεις, τις οποίες
επιδιώκει να ενώσει με τη δημηγορία του ο Ερμοκράτης.
Κυρίως όμως στο τρίτο δόγμα υπάρχουν πολλά σημεία κοινά με τις
απόψεις του Θουκυδίδη, ιδίως όταν περιγράφει την παθολογία του
πολέμου
στο τρίτο βιβλίο του.
Εκεί αποδεικνύεται πως οι διαδικασίες και οι προτιμήσεις των
πολιτών επηρεάζονται από ενδοπολιτειακές αντιπαραθέσεις που
ξεπερνούν τα επιτρεπόμενα όρια. Τότε αποκαλύπτεται ανάγλυφα ότι
οι ηθικές επιλογές
δεν είναι κατηγορηματικές και οι αξίες- αρχές είναι μικρής
σημασίας, όταν αποτιμώνται σε σχέση με τα συμφέροντα και τις
προσωπικές φιλοδοξίες πολιτών και πόλεων. Δεδομένης λοιπόν της
έλλειψης ηθικών φραγμών, οι πόλεις διεκδικούν το δικαίωμα να
πράττουν τα πάντα, προκειμένου να προστατεύσουν την ασφάλειά
τους. Η προστασία της ηγεμονίας της Αθήνας δηλώνεται απροκάλυπτα
στη δημηγορία του Εύφημου,
κατά τη μετάβασή του στη Σικελία. Το κυρίαρχο συμπέρασμα του
μινιμαλισμού είναι ότι λόγω της γενικευμένης αστάθειας, υπάρχει
μία συνεχής κατάσταση έκρηξης πολέμων.
Η υποψία Φονταμενταλισμού στο ρεαλισμό του Θουκυδίδη
Ο Φονταμενταλισμός θεωρεί ότι όλες οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις
πηγάζουν από την ψυχολογία του ανθρώπινου είδους και τις ανάγκες
που οδηγούν σε μία πορεία προς τη δύναμη. Ολόκληρη η κοινωνική
συμπεριφορά νοείται, κατά το Φονταμενταλισμό, ως αντίδραση της
δραστηριότητας του ανθρώπου για την αναζήτηση δύναμης. Ο αέναος
αγώνας του ανθρώπου για δύναμη και υπεροχή, μπορεί να αλλάξει
μορφή, όχι όμως ουσία. Η ανάγκη για δύναμη πηγάζει από την
“ανθρωπείαν φύσιν”
και η επιδίωξη της δύναμης μεταφράζεται σε διαθέσιμες πηγές και
απεριόριστα μέσα. Επειδή όμως στην πορεία αυτή για δύναμη
συμμετέχουν όλες οι πόλεις- κράτη, η ανάγκη για κυριαρχία και
υπεροχή παράγει την κατάσταση του πολέμου. Η ιεραρχία των
δυνάμεων διασαλεύεται, εφόσον κάθε πόλις ή κράτος αγωνίζεται να
εξασφαλίσει υπεροχή ισχύος για προσωπικό όφελος.
Με την προοπτική της παραπάνω ανάλυσης, θα λέγαμε ότι υπάρχουν
στον Θουκυδίδη κάποια στοιχεία, τουλάχιστον όσα αφορούν την
ανθρώπινη φύση και τη δικαιολόγηση της ανάγκης του πολιτικού
ανθρώπου για εξουσία και κυριαρχία
μέσω αυτής. Είναι γεγονός ότι και στον Θουκυδίδη από την
ανθρώπινη φύση πηγάζουν οι ανταγωνισμοί, τα συ- συγκρουόμενα
συμφέροντα, οι πορείες για κυριαρχία και ισχύ. Για τους
φονταμενταλιστές όμως η ανθρώπινη φύση προκαλεί δυνάμεις μόνο
αρνητικές που διοχετεύουν αρνητική ενέργεια στην κοινωνία, την
πολιτική ζωή και σε άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας
και τους μηδενίζουν . Αρνητική δύναμη νοείται η Ορμέμφυτη
θρησκευτικότητα, η προτεραιότητα του ενστίκτου της υπεροχής, για
να θωρακιστεί η γνώμη του πολίτη. Οι αρνητικές αυτές δυνάμεις
είναι δυναστευτικές, γιατί απαιτούν ακλόνητες βεβαιότητες,
κατοχυρωμένες σαν αυθεντία και κωδικοποιημένες εντολές ηθικής. Ο
πόλεμος ως εκ τούτου προκαλείται από την ανθρώπινη επιθετικότητα
που δημιουργείται από τα πάθη και τα ένστικτα της ανθρώπινης
φύσης και έτσι εξηγούνται οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι ανταγωνισμοί
και οι αντικοινωνικές συμπεριφορές από τους
Pouncey
και Bluhm.
Ο Θουκυδίδης μπορεί να είναι ρεαλιστής, αλλά δεν ευθυγραμμίζεται
με τις ενστικτώδεις θεωρήσεις των προαναφερόμενων μελετητών. Σε
αντίθεση με αυτούς πιστεύει ότι τα πάθη μπορεί να υπάρχουν,
εφόσον η φύση του ανθρώπου παραμένει η ίδια. Μοναδικό πεδίο
ενδεχόμενης ελευθερίας από τις αναγκαιότητες της φύσης είναι η
κοινωνία με τους άλλους. Η κοινωνία αυτή προϋποθέτει την άσκηση
του ανθρώπου-πολίτη και συμπεριλαμβάνει ως όρο την αυθυπέρβαση
και την αυτοπροσφορά. Έτσι κοινωνείται η ζωή, όταν οι λογικές
σχέσεις διαφοροποιούν τον πολίτικο άνθρωπο από τα άλλα πλάσματα
και τότε, η μεταφυσική γεννάει πολιτισμό, όταν εκφράζει την
προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας. Δεν αρνείται επομένως ο
Θουκυδίδης, ότι όλα εναπόκεινται στη λογική και τη θέληση του
ανθρώπου και στο σημείο αυτό θα λέγαμε ότι είναι αισιόδοξος. Ο
Θουκυδίδης ως “άριστος γνώμων”
κατανοεί και εξηγεί την “παρά λόγον” συμπεριφορά του
ανθρώπου-πολίτη, αλλά γνωρίζει ότι ο άνθρωπος λειτούργησε και
επομένως δεν έχασε την ικανότητα να λειτουργεί και “κατά λόγον”.
Με την έκφραση “έως αν” αφήνει να διαφανεί στο σχετικό χωρίο ότι
η ανθρώπινη φύση μπορεί να αλλάξει και γι’ αυτό απαιτείται
πρόβλεψη, πρόληψη των παθών και άσκηση σε μία “κατά λόγον”
και “κατ’ αρετήν” ζωή. Συνάμα ο Θουκυδίδης ως πολιτικός αναλυτής
στρέφεται προς τον άνθρωπο και θεωρεί ότι η “παρά λόγον”
συμπεριφορά του αξιολογείται κάθε φορά, σε συνάρτηση με τις
συνθήκες σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και τις ιδιαίτερες
κοινωνικές καταστάσεις στην πόλη του. Είναι με την οπτική αυτή
ανθρωπιστής,
με την έννοια ότι μελετά την ανθρώπινη φύση αλλά και πιστεύει
στον άνθρωπο και το μέλλον του. Έτσι θεωρεί ότι έστω και αν
θριάμβευσε στον πόλεμο ένας ορμέφυτος φανατισμός, όμως ακράδαντα
ήταν πεπεισμένος ότι η πόλη παρέμενε πάντοτε ο στίβος άσκησης
μιας ελεύθερης ζωής, απαλλαγμένης από απρόσωπες αναγκαιότητες.
Διαφορές στο ρεαλισμό Θουκυδίδη και Μακιαβέλι
Παρόλο λοιπόν που ο Θουκυδίδης αναφέρεται στη δύναμη της
ανθρώπινης φύσης και στο πάθος για δύναμη, ωστόσο διαφέρει από
το ρεαλισμό του Μακιαβέλι. Την αντίθεση ανάμεσά τους φωτίζει στη
μελέτη του ο Strauss.
Το κοινό σημείο ανάμεσα στον Θουκυδίδη και Μακιαβέλι είναι ότι
επιδεικνύουν την ίδια ευαισθησία σε σκληρές αναγκαιότητες που
επιβάλλει ο πόλεμος και διακρίνονται για την ίδια διακριτική,
τουλάχιστον στον Θουκυδίδη, άρνηση της επέμβασης των θεών.
Οι διαφορές τους ωστόσο εστιάζονται στη διαφορετική πολιτειακή
αντίληψη για την αρετή αλλά και στην τραγικότητα που υπάρχει στο
κείμενο του Θουκυδίδη. Για τον Θουκυδίδη τα ηθικά και νομικά
πρότυπα υπάρχουν, αλλά δεν είναι επαρκή στην πολιτική ζωή. Ο
Νικίας, για παράδειγμα, παρόλο που διακρινόταν για την ηθική και
την αρετή του, αν και ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος του “πάνυ
ακριβούς”
πολίτη, ωστόσο για την πολιτική της Αθήνας ήταν ένας ατυχής και
μέτριος πολιτικός, διότι επηρεαζόταν από τις δεισιδαιμονίες και
επίσης δέχτηκε να γίνει αρχηγός μιας εκστρατείας, την οποία κατά
βάθος δεν ενέκρινε. Συνάμα οι κάτοικοι της Μήλου υπέφεραν τη
μοίρα του αδύναμου, με την εμμονή τους να παραμείνουν ουδέτεροι.
Όμως είναι βέβαιο ότι στην Αθήνα, τα ηθικά και νομικά
επιχειρήματα των Μηλίων θα είχαν πιο ευνοϊκή τύχη, επειδή η
Δημοκρατία έκανε τις ηθικές αρετές και κυρίως τη δικαιοσύνη και
τη νομιμότητα ανεκτίμητες. Αυτό τουλάχιστον είναι έκδηλο στον
Επιτάφιο
λόγο του Περικλή προς τους Αθηναίους, τους οποίους καλεί ο
Περικλής να είναι περήφανοι για τις αρετές που επέδειξαν για
χάρη της πόλης= πατρίδος= δημοκρατίας οι νεκροί αγωνιστές.
Βέβαια οι ηθικοί περιορισμοί δεν έχουν καμία αξία σε ένα εμφύλιο
πόλεμο και γι’ αυτό είναι ενήμερος ο Θουκυδίδης. Γνωρίζει ότι τα
πάθη εξομοιώνουν τους πολίτες και η ίδια η γλώσσα και οι λέξεις
χάνουν την αξία τους.
Η ίδια παραμέληση αξιών, ιερών και οσίων επισημαίνεται στην
περίοδο, κατά την οποία έπληξε την πόλη ο λοιμός που κατέστρεψε
την κοινωνική ασφάλεια και την πολιτική σταθερότητα της πόλης.
Αντίθετα με τον Θουκυδίδη, στο ρεαλισμό του Μακιαβέλι είναι
ανύπαρκτες οι ηθικές αξίες στον πολιτικό κόσμο. Τα επιχειρήματα
περί ηθικής και δικαίου δεν έχουν θέση, αφού επιβιώνουν μόνο οι
ισχυροί που μπορούν να έχουν το δίκαιο με το μέρος τους.
Επικρατεί δηλαδή η λογική του “raison d’
etat” που υποτάσσει το δίκαιο και την
Ηθική στο συμφέρον των ισχυρών.
Η υποψία Δομισμού στο Ρεαλισμό του Θουκυδίδη
Ο Δομισμός ως μορφή ρεαλισμού εξηγεί την κατάσταση του πολέμου,
θεωρώντας και τους πρωταγωνιστές των πολέμων ως λειτουργικές
μονάδες σε ένα ασταθές πολιτικό σύστημα.
Η διαδικασία της λογικής, η ανταλλαξιμότητα των πηγών ισχύος και
η ισχυρή προτίμηση για δύναμη είναι αποτέλεσμα της ίδιας της
δομής. Η συμπεριφορά της πόλης, σύμφωνα με την ίδια αντίληψη
είναι ομογενοποιημένη και κινείται ανάμεσα στη λογική και τη
δύναμη, μέσω των ανταγωνισμών και της κοινωνικοποίησης. Βέβαια η
δομή δεν είναι αρκετή από μόνη της, για να εξηγηθούν η αρχή ή το
τέλος του πολέμου, έστω και αν η δομή επιλέγει για λογικές
διαδικασίες, τις αποφάσεις μιας πόλης. Ο Θουκυδίδης όμως δεν
θεωρεί ότι οι επιλογές μιας πόλης, για παράδειγμα της Αθήνας,
μπορούν απόλυτα να καθοριστούν μέσω ανάλυσης της διεθνούς δομής.
Ο φόβος
της Σπάρτης για παράδειγμα ήταν προϊόν, όχι μόνο της αυξανόμενης
αθηναϊκής δύναμης, αλλά και της απόφασης του εφόρου Σθενελαϊδα.
Όμοια και η ήττα της Αθήνας, δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο σε
πτώση των πηγών δύναμης της Αθήνας, όπως του ναυτικού της αλλά
και στην αλλαγή των επιλογών της και συγκεκριμένα της
στρατηγικής που από αμυντική στην περίοδο του Περικλή έγινε
επιθετική, στην εποχή του Αλκιβιάδη. Είναι ακόμη γεγονός ότι οι
συνθήκες του λοιμού αλλοίωσαν την πολιτική κοινότητα της Αθήνας
και διέφθειραν το ήθος των πολιτών της, ανεξάρτητα από το
διεθνές πολιτικό σύστημα.
Οι δυνάμεις της Αθήνας και της Σπάρτης παρουσίαζαν ανομοιογένεια
και ως προς τις μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποίησαν, αλλά
και στις στρατηγικές που επινόησαν σε αντίθεση με το δομισμό.
Παράλληλα ήταν δυνάμεις αντιφατικές και στο περιεχόμενο και
στους πολιτικούς στόχους που επεδίωκαν. Η Αθήνα στηριζόταν στη
δημοκρατία και το ιωνικό πνεύμα και η κοινωνία της ήταν ως
εμπορική, πιο ανοιχτή. Η Σπάρτη συνδεόταν με την Ολιγαρχία και
το δωρικό πνεύμα και η κοινωνία της ως αγροτική, ήταν πιο πολύ
συντηρητική.
Συνάμα οι πρωταγωνιστές των γεγονότων και των πολεμικών
επιχειρήσεων δεν ήταν λειτουργικές μονάδες, εναλλάξιμες,
υποταγμένες σε ένα σύνολο που είχε δομή. Ήταν πολιτικοί που
είχαν τη δική τους γνώμη, δυνατή ή και αδύναμη και ως εκ τούτου,
επηρέαζαν και επηρεάζονταν από τις πολιτικές εξελίξεις και τις
επιλογές της πόλης. Κυρίως ο Περικλής, που το κριτήριο του
Θουκυδίδη υπήρξε αλάθητο γι’ αυτόν και δικαιολογείται γιατί ο
Θουκυδίδης τον θεωρεί “πρώτο”
άνδρα και σπουδαίο πολιτικό, αφού εξουσίαζε ελεύθερα τους
πολίτες
και ελάχιστα επηρεαζόταν.
Είναι αναμφισβήτητο ότι στον Θουκυδίδη περιγράφεται η ανάγκη για
μία “κατά λόγον” πολιτική. Η λογική αυτή ενωτική δράση δεν
αποτελεί όμως ένα δομικά καθορισμένο χαρακτηριστικό στον
Θουκυδίδη, αλλά περισσότερο έναν τρόπο-λόγο ύπαρξης των πολιτών
στον πολιτικό κόσμο. Αυτή βέβαια η λογική μπορεί στο πολιτικό
σύστημα της Αθήνας να αλλάξει και να επιλεγεί μία “παρά λόγον”
τακτική που και αυτή με τη σειρά της αποτελεί τμήμα του λογικού
συστήματος του Θουκυδίδη. Γι’ αυτό και ο πόλεμος είναι
“παράλογος”,
δηλαδή συγκαταλέγεται στις ενέργειες εκείνες του ανθρώπου που
δεν διέπονται από λογική, ωστόσο ο πόλεμος συμβαίνει και
αποτελεί τμήμα της πολιτικής ζωής. Επομένως ο δομικός
Νεορεαλισμός του Hobbes, παρόλο που
παρουσιάζει ομοιότητες με τον Θουκυδίδη σε πολλά σημεία, όπως
είναι η αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων και τα κίνητρα που οδηγούν
σε πόλεμο τις ηγεμονικές πόλεις, ωστόσο πλησιάζει μία μόνο
διάσταση της πολιτικής ανάλυσης του Θουκυδίδη.
Το δόγμα: το δίκαιο φέρνει δύναμη
Ως τελικό συμπέρασμα η πολιτική ανάλυση του Θουκυδίδη εκτείνεται
πέραν και πάνω των κατηγοριών των προαναφερόμενων τάσεων και
μορφών.
Ο πολιτικός ρεαλισμός του Θουκυδίδη δεν είναι απλά σύνθετος,
αλλά πολυδιάστατος, κινείται πέραν από κατηγορίες παραδοσιακές
και μοντέρνες. Δεν μπορεί να κλειστεί σε στενά δεσμευτικά
πλαίσια. Άλλωστε ο ίδιος ο Θουκυδίδης αποδοκιμάζει τις απλές
φόρμουλες και δεν εντάσσεται σε συγκεκριμένα σχήματα. Δεν
τάχθηκε ποτέ με το μέρος του Κλέωνα, ούτε και των απεσταλμένων
της Κορίνθου που χρησιμοποιούσαν το δόγμα “το δίκαιο φέρνει
δύναμη”, προβάλλοντας νομικά και ηθικά επιχειρήματα. Ο
Θουκυδίδης γνώριζε ότι το δίκαιο, με την οπτική αυτή μπορεί να
μετατραπεί σε δίκαιο του ισχυρού, γι’ αυτό και ποτέ δεν
συμφώνησε με τους Αθηναίους στην καταστροφή της Μήλου, ούτε όμως
με τους Σπαρτιάτες που καταδίκασαν και φόνευσαν τους Πλαταιείς,
ούτε με τους Συρακούσιους-Σικελούς που φόνευσαν τους Αθηναίους,
ούτε με τους Θράκες μισθοφόρους που φόνευσαν τους κατοίκους της
Μυκαλλησού. Η σφαγή με όποιο κάλυμμα και αν γίνεται, δεν παύει
να είναι σφαγή για τον Θουκυδίδη, γι’ αυτό και αποδοκίμασε το
φόνο του Νικία από τους Σικελούς και απέδωσε ευθύνες στο Γύλιππο,
επειδή πίστευε ότι δε του ταίριαζε ένας άθλιος θάνατος, ακόμη
και αν δεν ήταν σπουδαίος πολιτικός, αφού κύλησε τη ζωή του στην
αρετή.
Στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται και πάλι ο ανθρωπισμός του
Θουκυδίδη και η βαθιά εμπιστοσύνη του στην ανθρώπινη αξία και
ηθική.
Το Δόγμα: τo Δίκαιο οδηγεί σε
δίκαιο
Παράλληλα ο Θουκυδίδης δεν τασσόταν με το δόγμα “το δίκαιο
οδηγεί σε δίκαιο” επειδή θεωρούσε ότι οι ανάγκες της πόλης
καθορίζουν την πολιτική που επιλέγει κάθε φορά η πόλη, σε
συνδυασμό με τη στρατηγική που αναπτύσσει. Έτσι, όταν ο Εύφημος
στη Σικελία, επιδιώκει να πείσει τους Σικελούς για την ανάγκη
της Αθήνας να προστατέψει την ηγεμονία της από αντιπάλους που
επιδιώκουν να την ανατρέψουν, για να στερεώσουν τη δική τους, ο
Θουκυδίδης γνωρίζει ως συνεπής ρεαλιστής ότι ο Εύφημος δεν έχει
δίκιο, αλλά δεν κατηγορεί κανέναν γι’ αυτό, εφόσον η τάση για
δύναμη και η δικαίωσή της ήταν συμβατή στο διεθνές πολιτικό
σύστημα της εποχής και επομένως την αύξηση της ηγεμονίας τους
επεδίωκαν, τόσο οι Αθηναίοι, όσο και οι Σπαρτιάτες και οι
Συρακούσιοι. Ο Θουκυδίδης σχετικά με την έννοια της δικαιοσύνης,
είναι περισσότερο κοντά στο πνεύμα των Αθηναίων, όταν εκείνοι
εξήγησαν στους Σπαρτιάτες ότι “εκείνοι που πραγματικά αξίζουν
επαίνους είναι οι άνθρωποι που αν και είναι αρκετά ανθρώπινοι,
για να χαρούν τη δύναμη, όμως δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στη
δικαιοσύνη από αυτή που είναι απαραίτητο να δώσουν κάτω από
ανάλογες συνθήκες”.
Η στάση αυτή προς τη δικαιοσύνη, σύμφωνα με την ίδια δημηγορία
στρέφει τους Αθηναίους προς τη μετριοπάθεια
και την επιείκεια,
γνωρίσματα απαραίτητα στην πολιτική ζωή, τα οποία ο Θουκυδίδης
εμπιστεύεται μόνο στο λόγο του Περικλή στον Επιτάφιο,
καθώς αυτός τονίζει τα κίνητρα της ευεργετικής διάθεσης των
Αθηναίων.
Το Δόγμα: Η δύναμη φέρνει δύναμη
Ο Θουκυδίδης ως ρεαλιστής πέραν και πάνω από τις υπάρχουσες
κατηγορίες ρεαλιστών, πουθενά δεν φαίνεται στο έργο του να
επιβεβαιώνει την ανεμπόδιστη επιδίωξη του δόγματος “η δύναμη
φέρνει δύναμη”. Και όταν τα κίνητρα των Αθηναίων
θα οδηγήσουν την Αθήνα στη σικελική εκστρατεία, με στόχο την
κυριαρχία στη Σικελία και την απόκτηση μέγι- στου κέρδους, ο
Θουκυδίδης γνωρίζει τις συνέπειες αυτής της επιθετικής και
επεκτατικής πολιτικής και προετοιμάζει τους μελετητές του έργου
του για την αναπότρεπτη καταστροφή της Αθήνας. Έτσι η αθηναϊκή
ήττα στη Σικελία και η σφαγή του στρατού είναι το στρατηγικό
μάθημα της Αθήνας για την άδικη σφαγή των Μηλίων και η δικαίωση
της αντίληψης ότι η δύναμη δεν φέρνει πάντοτε δύναμη. Η ανελέητη
σφαγή των Αθηναίων στον Ασσίναρο ποταμό αποδεικνύει για άλλη μια
φορά ότι ο πόλεμος είναι όχι μόνο “βίαιος διδάσκαλος”,
αλλά και αποτρόπαιο μέσο εκβαρβάρωσης του ανθρώπου.
Τόσο στον Ασσίναρο ποταμό, όσο και στον εμφύλιο σπαραγμό
δημοκρατικών - ολιγαρχικών στην Κέρκυρα,
τα ένστικτα των ανθρώπων υπήρξαν αχαλίνωτα και κάθε ηθικός
φραγμός και αξία εξευτελίστηκε και καταλύθηκε. Οι εκατόμβες των
θυμάτων έκαμαν το νερό του ποταμού κατακόκκινο, όπως περιγράφει
ο Θουκυδίδης,
χωρίς να σχολιάζει. Μέσα όμως από τη διακριτικότητα του αυτή
αναδύεται το μεγάλο δίδαγμα ότι ο άνθρωπος είναι ο μόνος
υπεύθυνος για την ιστορία και τη μοίρα του. Με τις ενέργειες του
μπορεί να αποβεί πρόξενος ευδαιμονίας, αλλά και υπαίτιος
δυστυχίας,
θηριωδίας
και ολέθρου.
Αναλογιζόμενος ο μελετητής του Θουκυδίδη το λαμπρό ξεκίνημα των
Αθηναίων και τη μεγαλοπρέπεια του αθηναϊκού στρατού και στόλου
και αναμετρώντας την μεγάλη ταπείνωση και το οικτρό κατάντημα
των Αθηναίων στον Ασσίναρο ποταμό, διαπιστώνει με πικρή ειρωνεία
πόσο αβέβαιη είναι η δύναμη
και πόσο εφήμερα στοιχεία είναι η δόξα και το μεγαλείο του
ανθρώπου.
Σίγουρα ο Νικίας δεν ήταν μόνο το μοιραίο, αλλά και το τραγικό
πρόσωπο της πιο συγκλονιστικής τραγωδίας, της σικελικής
τραγωδίας. Η σικελική καταστροφή όμως αποτελεί και την τραγωδία
μιας μεγάλης δύναμης, της δημοκρατικής αθηναϊκής δύναμης, που
ξέφυγε και ξεπέρασε τα όρια του πολιτικού και ηθικού μέτρου, από
πλεονεξία και οδηγήθηκε αναπόδραστα στον αφανισμό.
Ωστόσο ο Θουκυδίδης δεν συνηγορεί και με την άποψη πολλών
ρεαλιστών που θεωρούν ότι ο πόλεμος επιβάλλεται οπωσδήποτε από
μία επιθετική πολιτική,
όπως αυτή που προωθούσαν στην Αθήνα την περίοδο του Περικλή
εμπορικοί κύκλοι που είχαν άμεσα οικονομικά συμφέροντα από τη
σικελική εκστρατεία, αν αυτή ήταν επιτυχής. Παράλληλα ο
στρατιωτικός ανταγωνισμός Αθήνας και Σπάρτης μπορεί να είναι για
τον Θουκυδίδη αναγκαία συνθήκη, αλλά όχι επαρκής για μία
επιθετική πολιτική. Για τον Θουκυδίδη όμως είναι επαρκής εξήγηση
ότι οι δύο πόλεις, Αθήνα και Σπάρτη, δεν ενεργούσαν πάντοτε
σύμφωνα με το στρατηγικό τους συμφέρον. Για παράδειγμα η Αθήνα
θα μπορούσε να διατηρήσει άθικτη την ηγεμονία της, τηρώντας την
ειρηνική-αμυντική πολιτική και να μην αποτολμήσει την εκστρατεία
στη Σικελία. Ενδεχομένως και η Σπάρτη να συνέχιζε την ειρήνη.
Εάν όμως η συνεχιζόμενη ειρήνη, προϋπέθετε την ανάπτυξη της
επεκτατικής δύναμης της Αθήνας, τότε ο Θουκυδίδης προσφέρει μία
στρατηγική ανάλυση και μία ρεαλιστική εξήγηση για ποιο λόγο η
Σπάρτη διάλεξε τον πόλεμο αντί για την ειρήνη. Συνάμα ο
Θουκυδίδης συνεκτιμά και παράγοντες τοπικούς που επέδρασαν στις
επιλογές των δύο πόλεων και επηρέασαν και τους πολιτικούς. Είναι
αναμφισβήτητο το ειρηνικό πνεύμα του Αρχίδαμου
στη Σπάρτη και η προσπάθειά του να αποτρέψει τους Σπαρτιάτες από
τον πόλεμο, όπως είναι γνωστή και η φιλοπόλεμη διάθεση του
εφόρου Σθενελαϊδα.
Ωστόσο και στην Αθήνα ο Περικλής πίστεψε στην αναγκαιότητα του
πολέμου, λόγω των συνεχών απαιτήσεων και διεκδικήσεων της
Σπάρτης, ενώ η βασική του επιλογή δεν ήταν ο πόλεμος.
Θεωρούσε όμως ο Περικλής ότι εφόσον προέβλεπε ότι δεν μπορούσε
να μην συμβεί ο πόλεμος, ήταν προτιμότερο να γίνει, ενώ και ο
ίδιος βρισκόταν σε καλή ηλικία.
Αύξηση Αθηναϊκής δύναμης και φόβος της Σπάρτης
Ο Θουκυδίδης παρέχει, εκτός από άλλους παράγοντες που συνεκτιμά,
την πιο ρεαλιστική αιτία του πολέμου, που πηγάζει από την αύξηση
της αθηναϊκής δύναμης,
η οποία κλόνισε την ιεραρχία των δυνάμεων και προκάλεσε το φόβο
της Σπάρτης, με αποτέλεσμα να επιλέξει τον πόλεμο, για να
περιορίσει την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας. Η εξήγηση αυτή για
την αιτία του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν τόσο ισχυρή και
ρεαλιστική από μόνη της, σύμφωνα με τα δεδομένα και τους όρους
της εποχής του Θουκυδίδη, παρά τις κριτικές που δέχτηκε ότι δεν
είναι η εξήγηση του πλήρης.
Ο Θουκυδίδης παράλληλα αφήνει τα γεγονότα να μιλούν μόνα τους,
καθώς εξελίσσονται και επιτρέπει στον προσεκτικό μελετητή του
έργου του να εκτιμήσει και άλλους παράγοντες που γίνονται
πιεστικοί, καθώς ωριμάζουν οι συνθήκες, με αποτέλεσμα να
καταστεί η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πόλεις, αναπόφευκτη ή
αναγκαία.
Παράγοντες που συνεκτιμά ο Θουκυδίδης είναι η διαφορετική
κουλτούρα Αθήνας και Σπάρτης. Η Αθήνα δημοκρατική και
διανθισμένη με το ανοιχτό ιωνικό πνεύμα, η Σπάρτη ολιγαρχική και
με συντηρητικό δωρικό ήθος. Η διαφορά αυτή επισημαίνεται συχνά
στις δημηγορίες των Αθηναίων, αλλά είναι πολύ έντονη στον
Επιτάφιο.
Ωστόσο αναλύοντας την πολιτική στάση της Κορίνθου σ’ αυτόν τον
πόλεμο, ο Θουκυδίδης περιγράφει λεπτομερώς την υποκίνηση της
Σπάρτης από την Κόρινθο, που είχε εμπορικό ανταγωνισμό με την
Αθήνα, ωστόσο ποτέ ο Θουκυδίδης δεν πίστεψε ότι η Κόρινθος και
όχι η Αθήνα εξανάγκασε τη Σπάρτη σε πόλεμο, εφόσον είναι γεγονός
ότι η συνεχώς αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας, κάποτε θα προκαλούσε
την ανησυχία στη Σπάρτη και θα καθιστούσε αναπόφευκτο τον πόλεμο
ή τουλάχιστον αναγκαίο.
Αναπόφευκτος ή Αναγκαίος ο πόλεμος σύμφωνα με το ρεαλισμό του
Θουκυδίδη
Η εξήγηση του Θουκυδίδη για την αιτία του πολέμου είναι
ρεαλιστική. Η αύξηση της αθηναϊκής δύναμης είναι γεγονός
αναμφισβήτητο. Όμως αυτή η αύξηση από μόνη της δεν είναι
επαρκής, για να καταστήσει τον πόλεμο αναπόφευκτο. Ο
Kagan
πιστεύει ότι τόσο η Αθήνα και η Σπάρτη, όσο και η
Κόρινθος είχαν και άλλες επιλογές εκτός από τον πόλεμο, επομένως
ο βασικός στόχος τους ήταν η αύξηση της δύναμης για κάθε πόλη
και το κάλυμμα ήταν το “αναπόφευκτο” του πολέμου. Ο Θουκυδίδης
οπωσδήποτε ως ρεαλιστής γνωρίζει ότι η αύξηση της αθηναϊκής
δύναμης μπορεί να ήταν πραγματική και βασική αιτία, αλλά από
μόνη της δεν ήταν επαρκής, για να επιβληθεί. Υπήρχε από την άλλη
πλευρά η Σπάρτη που δεν αυξανόταν με τους ίδιους ρυθμούς. Η
άνοδος της Αθήνας προκάλεσε το φόβο της Σπάρτης και αυτός ο
φόβος ήταν για τον Θουκυδίδη μία άλλη αιτία άμεση και εξίσου
σημαντική. Επομένως η Αθηναϊκή δύναμη δεν παρήγαγε ένα
αναπόφευκτο αποτέλεσμα, χωρίς το φόβο των Σπαρτιατών.
Ο φόβος των Σπαρτιατών προκλήθηκε σε ένα βαθμό, από τη αύξηση
της δύναμης της Αθήνας, ενώ σε μεγάλο ποσοστό οφειλόταν και στις
επιλογές του ολιγαρχικού πολιτεύματος της Σπάρτης. Ο Περικλής
στον Επιτάφιο,
κάνοντας σύγκριση της αθηναϊκής και σπαρτιατικής αγωγής αναφέρει
αποκαλυπτικά ότι ενώ η πόλη της Αθήνας παρέμενε ανοιχτή στους
ξένους, η Σπάρτη με ξενηλασίες δεν επέτρεπε την είσοδο των ξένων
από φόβο, μήπως δουν κάτι, από το οποίο θα μπορούσαν να
αποκομίσουν όφελος οι αντίπαλες δυνάμεις. Ωστόσο είναι γεγονός
ότι ο φόβος αυτός προϋπήρχε στη Σπάρτη, πριν από τον
Πελοποννησιακό πόλεμο, δεδομένου ότι οι Σπαρτιάτες είχαν πάντοτε
φόβο για την ενδεχόμενη επανάσταση των Ειλώτων
και επομένως όλες τους οι δυνάμεις βρίσκονταν σε επιφυλακή και
στόχευαν στη διατήρηση της τοπικής ασφάλειας.
Συμπεραίνουμε ότι ούτε η δύναμη της Αθήνας ήταν από μόνη της
ικανή να οδηγήσει σε πόλεμο αναπόφευκτο, ούτε όμως ο φόβος των
Σπαρτιατών μπορούσε να μεγαλώσει, ανεξάρτητα από τη δύναμη της
Αθήνας. Τα δύο πραγματικά αίτια συνδυάστηκαν στο ρεαλισμό του
Θουκυδίδη και οδήγησαν σε έναν πόλεμο αναγκαίο
και όχι αναπόφευκτο.
Ο πόλεμος ανάμεσα στην Αθήνα- Σπάρτη κατέστη αναγκαίος, λόγω
μιας σειράς δεδομένων που έθεσαν σε συναγερμό τη Σπάρτη. Η Αθήνα
μετά τους μηδικούς πολέμους αναλαμβάνει την αρχηγία για την
απελευθέρωση της Ιωνίας,
την ίδια στιγμή που η Σπάρτη επιλέγει να αποστασιοποιηθεί και να
αδρανήσει.
Στη συνέχεια η Αθήνα επεκτείνεται εμπορικά, εδραιώνει την
ηγεμονία της, προσλαμβάνοντας συμμάχους που σταδιακά, τους
καθιστά φόρου υποτελείς. Η αύξηση του εμπορίου και του ναυτικού
θα αποφέρει κέρδη στην Αθήνα, ενώ η Σπάρτη παραμένει, ως
αγροτική κοινωνία, απομονωμένη. Οι διαφορές ακόμη στους θεσμούς
και τα πολιτεύματα, αυξάνουν τις τάσεις συμμαχιών υπέρ της
Αθήνας και συμβάλλουν στην αποτυχία συνεργασιών με διαφορετικά
πολιτεύματα.
Στο τελικό στάδιο των γεγονότων η Αθήνα συγκρούεται εμπορικά και
οικονομικά με την Κόρινθο, τη σύμμαχο της Σπάρτης, και συνάμα οι
δεσμοί της Αθήνας με τον παραδοσιακό εχθρό της Σπάρτης, το
Άργος, αυξάνουν την ένταση. Έτσι, παρόλο που η αύξηση της
αθηναϊκής δύναμης δεν ήταν συνεχής, εφόσον υπήρχαν ως στρατηγικά
λάθη, η απερίσκεπτη εκστρατεία των Αθηναίων στην Αίγυπτο και η
απώλεια της Βοιωτίας, ωστόσο οι θεμελιώδεις πηγές της δύναμης
των Αθηναίων, που ήταν το εμπόριο και η ναυτιλία,
κατά την αντίληψη του Θουκυδίδη, παρέμειναν ανέπαφες και
υποχρέωσαν τη Σπάρτη να ανησυχήσει περισσότερο, να πιεστεί και
να νιώσει ότι η θέση της δεν ήταν πλέον ανεκτή στο διεθνές
πολιτικό σύστημα της εποχής.
Παρόλο που ο Θουκυδίδης δεν διαμόρφωσε γενικούς νόμους
στη ρεαλιστική εξήγηση που παρέχει για τον Πελοποννησιακό
πόλεμο, ωστόσο αναζήτησε τις αληθινές αιτίες του πολέμου, στις
ανταγωνιστικές τάσεις που προηγήθηκαν ανάμεσα στις ηγεμονικές
πόλεις, Αθήνα και Σπάρτη και στο ρόλο των πολιτικών, όπως
αποκαλύπτεται μέσα από πλαίσια πολιτειακά, τοπικά και προσωπικά.
Στις Δημηγορίες, ο μελετητής του έργου του Θουκυδίδη μπορεί να
αντιληφθεί τις διακριτικές αλλά άμεσες προειδοποιήσεις του
Θουκυδίδη σε επικίνδυνες καταστάσεις
που απαιτείται να αντιμετωπίσουν οι πολιτικοί, καθώς και την
ανάγκη για σωστή κριτική και αποδοχή των αποφάσεων.
Αναλύονται επομένως διάφοροι παράγοντες, αλλά ο πλέον
ρεαλιστικός είναι η αύξηση της αθηναϊκής δύναμης, την οποία ο
Θουκυδίδης προτάσσει στο πρώτο βιβλίο του.
Την επιβλητικότητα αυτής της ρεαλιστικής άποψης του Θουκυδίδη
συνέλαβε και ο Hudson
που αναφέρει ότι δεν υπάρχει παράγοντας που να οδηγεί μία
πόλη σε πόλεμο, τόσο αδυσώπητος, όσο η σταθερή απώλεια της
δύναμής της. Αυτή η απώλεια της δύναμης σημειώνεται από την
πλευρά της Σπάρτης που ανησυχεί και φοβάται ότι λόγω της συνεχώς
αυξανόμενης δύναμης της Αθήνας, η ίδια ως ηγεμονική δύναμη, στην
ιεραρχία των δυνάμεων θα παραγκωνιστεί και ως εκ τούτου θα
υποβαθμιστεί η θέση της στο πολιτικό σκηνικό της εποχής.
Σε τελική ανάλυση η σπουδαιότητα της πολιτικής ιστορίας και
φιλοσοφίας του Θουκυδίδη εκτείνεται πέραν του ρεαλισμού. Οι
μαρξιστές
έχουν επηρεαστεί από τις αναφορές του Θουκυδίδη στη σύγκρουση
των τάξεων, κυρίως στο τρίτο βιβλίο.
Αλλά και οι φιλελεύθεροι δημοκράτες θεωρούν ως ατόπημα των
Αθηναίων δημοκρατικών τη σικελική εκστρατεία.
Ο πολιτικός ρεαλισμός του Θουκυδίδη μπορεί να αποτελεί πηγή
έμπνευσης για πολλούς, όπως φονταμενταλιστές, δομιστές,
μινιμαλιστές, μαρξιστές, παραδοσιακούς ρεαλιστές. Ωστόσο όλοι οι
προαναφερόμενοι οφείλουν να θέσουν τα συμπεράσματα, και τις
αξιολογήσεις τους στην πολιτική σκέψη του Θουκυδίδη και να
κατανοήσουν πως ως πολιτικός φιλόσοφος και αναλυτής του
ρεαλισμού ο Θουκυδίδης, δεν μπορεί να ενταθεί σε δεσμευτικά
πλαίσια και κλειστές φόρμες, παρόλο που η κάθε έκδοση ρεαλισμού,
από τις παραδοσιακές έως τις μοντέρνες μορφές θεωρεί ότι
αναγνωρίζει και στηρίζει τις απόψεις της στον Θουκυδίδη.
Μπορούμε μόνο να αποδεχτούμε αυτό που αποτίμησε και ισχυρίστηκε
για το έργο του Θουκυδίδη, ο Wight:
“ένα από τα ανώτερα βιβλία για την πολιτική των δυνάμεων είναι η
ιστορία του Θουκυδίδη για το μεγάλο πόλεμο, μεταξύ Αθήνας και
Σπάρτης, κοινώς ο Πελοποννησιακός πόλεμος”.
Παράλληλα είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι ο Θουκυδίδης
ασχολείται κυρίως με το “ον”, δηλαδή με το τι συμβαίνει και
λιγότερο με το “δέον”, επειδή ως ρεαλιστής γνωρίζει ότι σε έναν
πόλεμο και μάλιστα ηγεμονικό, που κυριαρχούν η δύναμη και το
συμφέρον ελάχιστη θέση έχουν οι αξίες και η ηθική.
Οι Απόψεις του Gilpin για τις αρχές
του πολιτικού ρεαλισμού του Θουκυδίδη
Ο Gilpin
εντοπίζει στο έργο του Θουκυδίδη βασικές αρχές Πολιτικού
Ρεαλισμού, τις οποίες συνοψίζει στα εξής στοιχεία: 1) Η δράση
των πόλεων ρυθμίζεται ανάλογα με τις ανάγκες. Έτσι
δικαιολογείται ο κοινός αγώνας που ανέλαβαν οι ελληνικές πόλεις
κατά των Περσών και η ενότητα που επέδειξαν, όταν ο κίνδυνος για
την Ελλάδα υπήρξε άμεσος.
2) Η διεκδίκηση της εξουσίας εκ μέρους των πόλεων διαδραματίζει
καθοριστικό ρόλο στην πολιτική στάση και συμπεριφορά που θα
επιδείξουν οι πόλεις, όμως συνάμα προκαλεί και συγκρούσεις,
εφόσον σι σχέσεις των ηγεμονικών και κυρίαρχων πόλεων γίνονται
ανταγωνιστικές, όπως η Αθήνα που υπερισχύει στο ναυτικό, ενώ η
Σπάρτη στο πεζικό.
3) Η αυξανόμενη δύναμη
μιας πόλης, όπως για παράδειγμα της Αθήνας, θα προκαλέσει φόβο
και ανησυχία στην άλλη πόλη, δηλαδή τη Σπάρτη που ιεραρχικά είχε
την πρωτοκαθεδρία και θα αναγκαστεί να προκαλέσει την
αναμενόμενη σύγκρουση, εφόσον νιώθει ανασφαλής.
4) Η ανασφάλεια οδηγεί, τόσο την Αθήνα, όσο και την Σπάρτη σε
αναζήτηση συμμάχων, οι οποίοι αποτελούν πηγή χρηματοδότησης για
την Αθήνα, και στοιχείο στρατιωτικής δύναμης για τη Σπάρτη.
5) Οι συμμαχίες στηρίζονται στο συμφέρον
= χρήσιμο και διαρκούν, όσο διατηρείται και υπάρχει το κίνητρο
του κέρδους. 6) Η ουδετερότητα από την πλευρά των αδυνάτων
καταδικάζεται,
θεωρείται αδυναμία και απερισκεψία από την πλευρά των Κερκυραίων,
αλλά και η αποστασία συμμάχων από μία συμμαχία θεωρείται αδίκημα
και τιμωρείται.
7) Μία ηγεμονική πόλη, όπως η Αθήνα, για να διατηρήσει την ισχύ
της επί των άλλων πόλεων, υποβαθμίζει την ηθική και το δίκαιο
και επιβάλλει αυτό που της επιτρέπει η δύναμή της.
8) Η επέκταση της ισχύος από την πλευρά των ηγεμονικών πόλεων,
δεν θεωρείται παράλογο, ούτε αφύσικο για την ανθρώπινη φύση.
9) Το “κατά νόμον” δίκαιο υποχωρεί και υπερισχύει το “κατά
φύσιν” από την πλευρά των ηγεμονικών πόλεων.
1) Οι μικρότερες πόλεις συνασπίζονται πάντοτε από την πλευρά
εκείνων, που υπόσχονται ότι θα παίξουν το ρόλο του ελευθερωτή
και επομένως κερδίζουν τις εντυπώσεις σε διπλωματικό επίπεδο.
Τα αίτια του πολέμου στον πολιτικό ρεαλισμό του Θουκυδίδη
Ο Θουκυδίδης αναλύοντας το σημαντικότερο φαινόμενο της πολιτικής
ζωής, τον πόλεμο και επιδιώκοντας να προσδιορίσει τα αίτιά του,
προβαίνει σε τρία στάδια ανάλυσης και ερμηνείας: 1) Σύμφωνα με
το πρώτο επίπεδο ερμηνείας, ο πόλεμος είναι συστημικό φαινόμενο,
δηλαδή συνδέεται με τα συστήματα δύναμης και την αλλαγή στο
συσχετισμό των δυνάμεων. Έτσι ο πόλεμος Αθήνας- Σπάρτης
προκλήθηκε από το συνδυασμό δύο στοιχείων α) την αύξηση της
αθηναϊκής δύναμης και β) το φόβο που αυτή προκάλεσε στη Σπάρτη.
Η δύναμη της Αθήνας, στηριγμένη στην οικονομία - ναυτιλία, στην
τεχνολογία και στο στρατιωτικό δυναμικό άρχισε, επικίνδυνα για
τη Σπάρτη, να αυξάνεται και να θέτει εκτός του πολιτικού
σκηνικού τη δράση της Σπάρτης, που διέθετε αξιόμαχο στρατιωτικό
δυναμικό, αλλά υστερούσε σε τεχνολογικό εξοπλισμό και παράλληλα
είχε ελάχιστα χρηματικά αποθέματα. Η οικονομία της Σπάρτης ως
αγροτική ήταν ισχνή, ο τεχνολογικός εξοπλισμός ελάχιστος, διότι
δεν διέθετε ναυτικό και το ισχυρό της πεζικό, δεν μπορούσε να
καλύψει την αυξανόμενη αθηναϊκή δύναμη.
2) Παράλληλα ο Θουκυδίδης θα περάσει στο κρατικό επίπεδο,
ανάλυσης και θα εξετάσει την εξωτερική πολιτική των δύο
ηγεμονικών πόλεων, Αθήνας και Σπάρτης, σε συνδυασμό με τα
πολιτεύματά τους. Διαπιστώνει ότι η εξωτερική πολιτική της
Σπάρτης εμφανίζει μία σταθερότητα, λόγω του ολιγαρχικού
πολιτεύματος της, που παρέμεινε ίδιο, για 400 χρόνια.
Αντίθετα η εξωτερική πολιτική της Αθήνας είναι ευμετάβολη και
αποτελεί συνάρτηση των στρατηγικών που εφήρμοσαν οι διάφοροι
πολιτικοί της Δημοκρατίας. Ο Περικλής, για παράδειγμα ακλούθησε
μία αμυντική πολιτική που ήταν ενιαία, για όσο χρόνο επέζησε. Η
πολιτική του χαρακτηρίστηκε, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, συνετή,
γιατί συνιστούσε στους συμπολίτες τους, να ασχολούνται με το
ναυτικό, να μην επιδιώκουν επεκτάσεις σε διάρκεια πολέμου και να
μην εκθέτουν σε κίνδυνο την πόλη.
Ωστόσο στην περίοδο των διαδόχων δεν τηρήθηκε η ενιαία αμυντική
πολιτική του Περικλή και ο κάθε πολιτικός έδρασε, σύμφωνα με τις
προσωπικές του φιλοδοξίες και τα ατομικά του συμφέροντα.
Ιδιαίτερα η πολιτική που ακολούθησε ο Αλκιβιάδης ήταν επιθετική,
με αποτέλεσμα να καταστεί ο κατεξοχήν υποκινητής της σικελικής
εκστρατείας,
που θα παρασύρει σε περιπέτεια τους Αθηναίους και θα κλείσει ο
κύκλος της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής με καταστροφή του
αθηναϊκού στρατού. Η πολιτική των διαδόχων του Περικλή και
κυρίως εκείνη του Αλκιβιάδη θα χρεωθεί το στρατηγικό λάθος της
σικελικής εκστρατείας που είναι το δίδαγμα της ιστορίας για την
καταστροφή των Μηλίων
και την εφαρμογή της Machtpolitik.
3) Σταδιακά ο Θουκυδίδης θα περάσει στο ατομικό επίπεδο για να
συμπεριλάβει και τον παράγοντα “ανθρωπεία φύσις”.
Ο Θουκυδίδης πιστεύει στη δύναμη της προσωπικότητας και θεωρεί
ότι ο ρόλος του πολιτικού ως ηγέτη είναι καθοριστικής σημασίας
στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του. Η πολιτική του ηγέτη
πρέπει να συμπεριλαμβάνει στοιχεία διπλωματίας
που θα επιτρέπουν την ανάπτυξη της σωστότερης πολιτικής για την
πόλη και τον πολίτη. Ο ηγέτης, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, οφείλει
να έχει “δυνατή γνώμη”,
ώστε να μπορεί να ενώσει τις επιμέρους ατομικές γνώμες των
συμπολιτών του σε γνώμη πόλης. Αυτή την ικανότητα διέθετε από
τους δημοκρατικούς πολιτικούς της Αθήνας, μόνον ο Περικλής, για
τον οποίο το κριτήριο του Θουκυδίδη ήταν αλάθητο, όταν τον
χαρακτήριζε “πρώτο”
άνδρα και “κατ’ αλήθειαν” πολιτικό, δικαιολογώντας την πίστη του
αυτή με χαρακτηρισμούς, όπως “φιλόπολις” και υπεράνω χρημάτων.
Ο Μεγάλος ή Ηγεμονικός Πόλεμος στον Θουκυδίδη
Το φαινόμενο του πολέμου και ο κύκλος του σε μια ανθρώπινη
κοινωνία είναι ένα πολιτικό γεγονός που διασαλεύει τη γαλήνη του
πολίτη και της πόλης του σε κάθε εποχή.
Ο Θουκυδίδης στο “μεγάλο”
πόλεμο που εξιστόρησε, δηλαδή τον Πελοποννησιακό, κατέγραψε τις
δρώσες δυνάμεις που οδήγησαν στον πόλεμο αυτό και καθόρισαν την
εξέλιξή του.
Οι δυνάμεις αυτές συνδέονται με την ανθρώπινη φύση, γι’ αυτό και
θα παραλλάσσονται κατά τον Θουκυδίδη στο μέλλον, αλλά θα
παραμένουν αναλλοίωτες, εφόσον παραμένει η ίδια η φύση στον
άνθρωπο.
Οι δυνάμεις είναι α) η πλεονεξία που οδηγεί τον πολίτη στο
συμφέρον και β) η φιλοτιμία που προκαλεί την τάση για διάκριση,
υπεροχή και εξουσία. Και οι δύο αυτές δυνάμεις αποτελούν
θεμελιακές ροπές ατόμων και λαών και είναι γνωστές από τον
Όμηρο. Όσο όμως παραμένει η ίδια η ανθρώπινη φύση, οι αλλαγές θα
γίνονται μόνο στα μέσα των πολεμικών επιχειρήσεων, δηλαδή στα
“είδη”. Αυτά θα είναι, κατά τον Θουκυδίδη, “διηλλαγμένα”.
Ωστόσο ο Θουκυδίδης με την αισιόδοξη έκφραση “έως αν” αφήνει
ενθαρρυντικά περιθώρια για τη μελλοντική εξέλιξη του πολιτικού
ανθρώπου, γιατί επιτρέπει να διαφανεί η δυνατότητά του για
διαφοροποίηση των ιστορικών γεγονότων.
Οι Δημηγορίες ιδιαίτερα περιγράφουν ολόκληρη την πολεμική
πορεία, τονίζοντας τα ευδιάκριτα στοιχεία του πελοποννησιακού
πολέμου, που είναι η διαδικασία αθροίσεως δυνάμεων, η σύναψη
συμμαχιών και επιμαχιών.
Συνάμα στις δημηγορίες του Θουκυδίδη συνεκτιμώνται παράμετροι,
όπως τα συμφέροντα και η επέκταση ζωνών πολιτικής επιρροής. Ο
Θουκυδίδης συνέδεσε με τον μεγάλο- Πελοποννησιακό πόλεμο, την
έκφραση “τα αεί παρόντα”,
για να εστιάσει τον προβληματισμό του σε κείνες τις ιδιαίτερες
συνθήκες που κατέστησαν τον Πελοποννησιακό πόλεμο “μεγάλο” και “αξιολογώτατον”
από κάθε άλλο κατά την εκτίμησή του. Και ήταν μεγάλος, γιατί
έγινε ανάμεσα σε δυο ηγεμονικές πόλεις, την Αθήνα και τη Σπάρτη,
που επεδίωκαν επέκταση της ηγεμονίας τους. Αλλά και
αξιολογώτατος, επειδή έγινε ανάμεσα σε δυο αξιόλογες ελληνικές
πόλεις που βρίσκονταν στο μέγιστο βαθμό της δύναμής τους, γι’
αυτό και οι επιτυχίες ή οι αποτυχίες τους περιείχαν ένα ποσοστό
τραγωδίας, για την Ελλάδα.
Σύνδεση του μεγάλου ή ηγεμονικού πολέμου με τα δέοντα
Ο Θουκυδίδης συνδέει το “μεγάλο” και “αξιολογώτατο”
πόλεμο που εξιστορεί, με την έκφραση “τα δέοντα”.
Είναι γεγονός ότι στον όρο αυτό υπάρχουν πολλές ερμηνείες, όμως
θα αρκεστούμε να τονίσουμε μόνο τις αποδόσεις εκείνες που
εντάσσονται στο πλέγμα του ηγεμονικού πολέμου και τονίζονται
στις Δημηγορίες. Αυτές είναι οι εξής: α) δέοντα= αυτά που είναι
πρέποντα στις πολιτικές συνθήκες β) δέοντα= όσα αναφέρονται σε
ευρύτερο- νοηματικό πλαίσιο, όπως συναισθήματα, ιδέες,
υποχρεώσεις, συμφέροντα και γ) δέοντα= εκείνα που αποδίδονται σε
παραμέτρους αόριστες και διφορούμενες σε σημασία, που όμως
επηρεάζουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό τους πολίτες σε ένα πόλεμο,
για παράδειγμα ο λοιμός.
Επομένως “Δέοντα” είναι τα κρίσιμα σημεία αυτού του πολέμου και
με την οπτική αυτή και οι Δημηγορίες εμφανίζονται ως εκφραστές
των “δεόντων”, στις περιπτώσεις που επιβάλλεται επιστράτευση των
πνευματικών δυνάμεων, προκειμένου να γίνει ορθή εκτίμηση των
κρίσιμων σε κάθε περίπτωση στιγμών. Είναι γεγονός ότι η πολεμική
πραγματικότητα, μπορεί να παρουσιάζει εντάσεις ή υφέσεις όμως η
σωστή εκτίμηση των δεόντων σε κάθε πολεμική επιχείρηση και
ιδιαίτερα σε ένα πόλεμο μεγάλο, είναι δύσκολο εγχείρημα.
Ο Θουκυδίδης εξηγεί στο πρώτο βιβλίο του ότι οι ιδιαιτερότητες
του Πελοποννησιακού πολέμου, τον έκαναν αξιοσημείωτο, αλλά ο πιο
βασικός λόγος ήταν ότι η Αθήνα και η Σπάρτη βρίσκονταν σε
ανώτατο σημείο ανάπτυξης και η πιθανή τους δύναμη ήταν
μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή.
Ερμηνεύει την αύξηση της δύναμης των δύο κυρίαρχων πόλεων από τα
πρώτα στάδια των φρατριών, των φυλών και των κοινωνιών τους,
τονίζοντας την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του πλούτου, καθώς και
την αντικατάσταση των εθιμικών κανόνων δικαίου κάθε πόλης, από
ενοποιημένους διεθνείς κανόνες.
Η Θεωρία του Ηγεμονικού πολέμου στον Θουκυδίδη
Ο Θουκυδίδης μέσα από τις Δημηγορίες του προώθησε την ιδέα ότι η
δυναμική των διεθνών σχέσεων εξαρτάται από τη διαφορετική
ανάπτυξη της δύναμης μεταξύ των πόλεων, όπως η Αθήνα και η
Σπάρτη. Έτσι ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν ένας μεγάλος ή
ηγεμονικός πόλεμος, γιατί προκλήθηκε από την άνιση ανάπτυξη
δύναμης ανάμεσα στις δύο πόλεις, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί η
ιεραρχία που υπήρχε μεταξύ τους.
Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιώντας την αναλυτική μέθοδο “κατά
λόγον ανάλυσις” αποκαλύπτει τη θεωρία του ηγεμονικού πολέμου,
καθώς και τις σύγχρονες αποκλίσεις της θεωρίας. Η βασική ιδέα
της ανάλυσης του Θουκυδίδη είναι ότι οι μεγάλες αλλαγές στο
διεθνές σύστημα της εποχής του είναι η αιτία των πολέμων.
Σημαντική αλλαγή είναι η δομή ενός συστήματος ή η κατανομή της
δύναμης ανάμεσα στις πόλεις και μπορεί οι δομές να είναι α)
σταθερές ή β) ασταθείς. Σταθερές δομές ή δυνάμεις νοούνται
εκείνες που επιτρέπουν τις αλλαγές ανάμεσα στις κυρίαρχες
πόλεις, χωρίς να θίγουν τα συμφέροντα τους και επομένως δεν
προκαλούν πόλεμο. Αντίθετα ασταθείς δομές συστημάτων ή δυνάμεων
υπάρχουν, όταν οι οικονομικές κυρίως αλλαγές, αλλά και οι
τεχνολογικές και άλλες, όπως πολιτικές, ενδέχεται να προκαλέσουν
ρήξη στην ισορροπία των δυνάμεων των κυρίαρχων πόλεων και να
βλάψουν κατά συνέπεια τη θέση της μιας ηγεμονικής πόλης, δηλαδή
της Σπάρτης. Στην περίπτωση αυτή μία σειρά από ατυχή γεγονότα ή
διπλωματικές κρίσεις, όπως η δυσκολία των πόλεων να συνεννοηθούν
και να επιλύσουν τις διαφορές τους με διαιτησία, μπορούν να
προκαλέσουν ηγεμονικό πόλεμο μεταξύ των κυρίαρχων. Το αποτέλεσμα
ενός τέτοιου πολέμου είναι να προκύψει μία νέα διεθνής δομή,
με απρόβλεπτες συνέπειες και για τις δύο πόλεις.
Σ’ αυτή την αντίληψη για τον ηγεμονικό πόλεμο κυριαρχούν τρεις
βασικές προτάσεις: α) ο μεγάλος-ηγεμονικός πόλεμος και επομένως
και ο πελοποννησιακός διαφέρει από άλλες κατηγορίες πολέμων,
εφόσον προ- καλείται από μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν στις
πολιτικές, οικονομικές και στρατηγικές σχέσεις β) οι σχέσεις των
διαφόρων πόλεων και κυρίως των κυρίαρχων, όπως η Αθήνα και η
Σπάρτη θεωρούνται σύστημα και μέσα σ’ αυτό το σύστημα η
συμπεριφορά των πόλεων καθορίζεται από τις στρατηγικές
αλληλεπιδράσεις γ) ο ηγεμονικός πόλεμος απειλεί να μεταμορφώσει
την επικρατούσα δομή του συστήματος των κυρίαρχων πόλεων, γιατί
τίθεται σε κίνδυνο η ίδια η ιεραρχία της δύναμης, για παράδειγμα
της Σπάρτης, αλλά και των σχέσεων ανάμεσα στις δύο ισχυρές
πόλεις, την Αθήνα, ανερχόμενη ηγεμονική δύναμη και τη Σπάρτη την
παλιά δύναμη στην ιεραρχία.
Συσχετισμός της Θεωρίας του Θουκυδίδη, για τον ηγεμονικό πόλεμο
με εκείνη του Waltz
Η θεωρία του πολέμου στον Θουκυδίδη θα μπορούσε σε ένα βαθμό να
συγκριθεί με τη θεωρία της κλιμάκωσης του πολέμου, όπως αυτή
αναφέρεται στο έργο του Waltz.
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η διαδικασία δράσης- αντίδρασης συχνά
οδηγεί σε καταστάσεις, όπου οι πολιτικοί ηθελημένα ή άθελά τους
(όπως ο Σθενελαΐδας) χάνουν τον έλεγχο των γεγονότων και
προκαλούν με τη στάση τους πόλεμο. Το ένα γεγονός διαδέχεται το
άλλο και τελικά ο πόλεμος είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης
γεγονότων που αποκαλύπτονται και στις ομιλίες πολιτικών προσώπων
μέσα στο έργο του Θουκυδίδη.
Οι περισσότεροι πόλεμοι, κατά τον Waltz,
είναι αποτέλεσμα διαδικασιών κλιμάκωσης. Δεν σχετίζονται δηλαδή
με δομικά χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος, αλλά
οφείλονται στη δυσπιστία και στην αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει
τις σχέσεις των πόλεων και αυτό ο Waltz
ονομάζει σύστημα αυτοβοήθειας.
Επομένως η ιστορία των αρχαίων χρόνων είναι μία ιστορία συνεχών
πολέμων και ο Πελοποννησιακός πόλεμος, παρόλο που είχε
ιδιαιτερότητες, λόγω της συσσώρευσης ισχύος σε δύο κυρίαρχες
πόλεις την Αθήνα και τη Σπάρτη, ωστόσο φαίνεται ότι υπήρξε το
αποτέλεσμα εχθρικών διαδικασιών κλιμάκωσης ανάμεσα στις δύο
πόλεις. Η εμπιστοσύνη και η ενότητα που κυριάρχησαν σε αρκετό
βαθμό στους περσικούς πολέμους, μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας
κλονίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από την καχυποψία,
την αβεβαιότητα, τη δυσπιστία που σταδιακά προκάλεσαν
ανισορροπία δυνάμεων και ως εκ τούτου δέος. Το “αντίπαλον
δέος”
εντάθηκε ανάμεσα στις δύο πόλεις και κυρίως από την πλευρά της
Σπάρτης, διότι η αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας προκαλούσε
ανησυχία στη Σπάρτη
και στις συμμάχους της, ιδίως στην Κόρινθο. Η θεωρία αυτή του
Waltz εξηγεί τις διάφορες μορφές
πολέμων, στις οποίες βέβαια εντάσσεται και ο Πελοποννησιακός
πόλεμος ως ηγεμονικός.
Ο ηγεμονικός πόλεμος και η ανθρώπινη φύση στον Θουκυδίδη
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θουκυδίδης ονομάζει τον Πελοποννησιακό
πόλεμο μεγάλο,
εφόσον διαβλέπει ότι είναι ένας ηγεμονικός πόλεμος που θα
αλλάξει τη δομή ολόκληρου του διεθνούς πολιτικού συστήματος της
εποχής εκείνης. Η αλλαγή στη δομή του διεθνούς συστήματος μέσα
σε έναν ηγεμονικό πόλεμο είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή αιτία
πολέμου, σύμφωνα με τον Cilpin.
Ο Θουκυδίδης συνδέει το μηχανισμό του μεγάλου ή ηγεμονικού
πολέμου με την “ανθρωπείαν φύσιν”.
Θεωρεί ότι εφόσον η ανθρώπινη (ρύση δύσκολα αλλάζει, τα γεγονότα
που εξιστορούνται στην ιστορία του Θουκυδίδη μπορούν να
επαναληφθούν στο μέλλον και ιδίως οι πολεμικές επιχειρήσεις θα
ξανασυμβούν σε διαφορετικά ενδεχομένως πλαίσια. Η ανθρώπινη
(ρύση οδηγείται σε μεγάλους ή ηγεμονικούς πολέμους, υποκινούμενη
από τρία κυρίαρχα πάθη-ροπές α) το συμφέρον β) την τιμή-
φιλοδοξία και γ) το φόβο.
Οι άνθρωποι-πολίτες από τη φύση τους, κατά τον Θουκυδίδη,
αναζητούν να αυξήσουν τον πλούτο τους και τη δύναμή τους, μέχρι
το σημείο και το βαθμό που κάποιοι άλλοι πολίτες, οδηγούμενοι
από τις ίδιες τάσεις επιδιώξουν να τους σταματήσουν. Η γνώση του
ανθρώπου στην πολιτική ζωή μπορεί ενδεχομένως να συνεισφέρει
στην κατανόηση της διαδικασίας του πολέμου, δεν μπορεί όμως
απόλυτα να την ελέγξει. Αλλά και τα πλεονεκτήματα του πολίτη σε
πολιτική γνώση,
ή και η οικονομική ευμάρεια
δεν μπορούν να αλλάξουν τη θεμελιώδη ανθρώπινη συμπεριφορά και
την τάση της ανθρώπινης φύσης για κέρδος και φιλοδοξίες
προσωπικές. Αντίθετα η αύξηση της δύναμης και του πλούτου
μπορούν να μεγιστοποιήσουν την ένταση της σύρραξης και του
μεγέθους του πολέμου. Ο Θουκυδίδης ως ρεαλιστής, σε αντίθεση με
τον ιδεαλιστή Πλάτωνα, πίστευε ότι η αιτία δεν αλλάζει την
ανθρώπινη φύση από το πάθος του συμφέροντος
και εφόσον το πάθος αυτό δεν ελέγχεται, θα προκαλέσει ξανά
συγκρούσεις και πολέμους, σε διαφορετικά πλαίσια. Βέβαια ο
Θουκυδίδης μπορεί να είναι ρεαλιστής, αλλά δεν είναι
απαισιόδοξος. Με την έκφραση “έως αν”
στο συγκεκριμένο χωρίο, αφήνει να διαφανεί ότι το μέλλον του
ανθρώπου θα εξαρτηθεί από την ανθρώπινη (ρύση που χρειάζεται να
βελτιωθεί και προς την κατεύθυνση αυτή οφείλουν να στραφούν οι
ενέργειες του μελλοντικού πολιτικού ανθρώπου. Η βελτίωση αυτή
απαιτεί διάγνωση των βαθύτερων αδυναμιών της ανθρώπινης φύσης
και βέβαια πρόληψη καταστολής των τάσεων αυτών, με βάση την
ιπποκρατική διαγνωστική μέθοδο.
Για να κατανοηθεί η άποψη αυτή για τη βελτίωση της ανθρώπινης
φύσης, πρέπει να εξηγηθεί η αντίληψη του Θουκυδίδη για την
Επιστήμη. Είναι γεγονός ότι οι σύγχρονοι επιστήμονες αναλύουν τα
φαινόμενα με όρους αιτιότητας και αναζητούν μοντέλα που συνδέουν
ανεξάρτητες και εξαρτημένες μεταβλητές. Στη Φυσική
επίσης ουσιώδεις προτάσεις, θα πρέπει τουλάχιστον να είναι “falsifiable”,
δηλαδή να αφήνουν περιθώριο ότι μπορούν να αποδειχτούν
λανθασμένες. Ο Θουκυδίδης σε αντίθεση έλαβε για τη μελέτη της
ανθρώπινης φύσης ως μοντέλο ανάλυσης και εξήγησης την ιατρική
μέθοδο του Ιπποκράτη. Η ασθένεια σύμφωνα με την Ιπποκρατική
μέθοδο, πρέπει να κατανοηθεί ως αποτέλεσμα της λειτουργίας
φυσικών δυνάμεων και όχι σαν εκδήλωση κάποιων υπερφυσικών
επιδράσεων. Μέσω της αμερόληπτης παρατήρησης των συμπτωμάτων και
της πορείας της ασθένειας, μπορεί κάποιος να καταλάβει τη φύση
της, να καταγράψει την ανάπτυξη της από τη γένεση της μέσω
αναπόφευκτων περιόδων κρίσης, μέχρι την τελική κατάληξη σε
ανάκαμψη ή θάνατο. Το κέντρο σ’ αυτή τη μορφή εξήγησης ήταν η
εξέλιξη των συμπτωμάτων και η εκδήλωση της ασθένειας και όχι η
έρευνα για τις αιτίες. Με τον ίδιο τρόπο ο Θουκυδίδης
παρακολουθεί την εξέλιξη των παθών της ανθρώπινης φύσης, την
ανάγκη για διάκριση (φιλοτιμία) τον αγώνα για δύναμη (εξουσία),
την επιδίωξη για το ατομικό συμφέρον και τέλος τη διάβρωση του
ανθρώπινου χαρακτήρα, όπως στο τελικό στάδιο της ασθένειας. Η
μοναδική διαφορά σ’ αυτόν τον τρόπο εξήγησης είναι ότι η νοσηρή
ανθρώπινη φύση, συνήθως δεν οδηγείται σε ανάκαμψη, αλλά σε
επιδείνωση. Ο Θουκυδίδης προτείνει ως μέσο θεραπείας την άσκηση
στην “κατ’ αρετήν” πολιτική ζωή.
Ο Θουκυδίδης στην ιστορία και την πολιτική φιλοσοφία του
ικανοποιεί τον ίδιο διαγνωστικό σκοπό, με την ιατρική.
Αναγνωρίζει ότι οι μεγάλοι πόλεμοι, ήταν περιοδικά φαινόμενα με
χαρακτηριστική εκδήλωση. Ένας ηγεμονικός πόλεμος, όπως μία
ασθένεια εμφανίζει συμπτώματα και ακολουθεί μία αναγκαία πορεία.
Η αρχική φάση είναι ένα σχετικά σταθερό διεθνές σύστημα που
χαρακτηρίζεται από μία ιεραρχική ταξινόμηση των κυρίαρχων πόλεων
του συστήματος. Στο σύστημα αυτό της ιεραρχίας την πρώτη θέση
είχε η Σπάρτη, εφόσον είχε και την αρχηγία των Ελλήνων στους
περσικούς πολέμους και ως εκ τούτου η Αθήνα υποτασσόταν σ’ αυτήν
την πολιτική. Σταδιακά όμως η ισχύς μιας άλλης πόλης, δηλαδή της
Αθήνας αρχίζει να μεγαλώνει δυσανάλογα και να προκαλεί το φόβο
στην ηγεμονική πόλη που διακριτικά κατείχε την πρωτοκαθεδρία
ανάμεσα στους Έλληνες. Η επακόλουθη σύγκρουση ανάμεσα στις
κυρίαρχες πόλεις και τους συμμάχους τους, θα οδηγήσει σε
διπολικάτητα του συστήματος, σε μη ανατρέψιμη κρίση και επομένως
σε ηγεμονικό πόλεμο, δηλαδή τον Πελοποννησιακό, προκειμένου να
δημιουργηθεί μία νέα τάξη πραγμάτων, όπου η κατανομή της δύναμης
στο πολιτικό σύστημα θα λάβει διαφορετική μορφή.
Η μέθοδος της θέσης- αντίθεσης σύνθεσης στον Ηγεμονικό πόλεμο
Η διαλεκτική αντίληψη των πολιτικών αλλαγών που υπονοείται στο
μοντέλο του Θουκυδίδη για τον ηγεμονικό πόλεμο, είναι δανεισμένη
από τους Σοφιστές.
Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή ανάλυσης υπάρχουν τρία επίπεδα. Στο
πρώτο αναπτύσσεται η Θέση, στο δεύτερο η Αντίθεση και στο τρίτο
η Σύνθεση. Στο πρώτο επίπεδο ανάλυσης, Θέση αποτελεί το
ηγεμονικό κράτος της Σπάρτης που έχει την αρχηγία των Ελλήνων
στους περσικούς πολέμους και οργανώνει το πολιτικό σύστημα με
τους δικούς της πολιτικούς, στρατηγικούς και οικονομικούς όρους.
Γι’ αυτό και μετά τους περσικούς πολέμους επιδιώκει να
διατηρήσει την ηγεμονική και κυρίαρχη αυτή θέση, με
προτεραιότητες που ενδιαφέρουν τη Σπάρτη. Αποτρέπει για
παράδειγμα την Αθήνα στο κτίσιμο των τειχών. Στο δεύτερο επίπεδο
ανάλυσης, την Αντίθεση στο σύστημα δημιουργεί η Αθήνα, της
οποίας η αυξανόμενη δύναμη και οι προσπάθειες για επέκταση
τείνουν να αλλάξουν το καθιερωμένο σύστημα της Σπάρτης και να
οδηγήσουν σε ηγεμονικό πόλεμο. Στο τρίτο επίπεδο ανάλυσης,
Σύνθεση είναι το νέο διεθνές σύστημα που θα προκύψει από την
αναγκαία σύγκρουση μεταξύ του κυρίαρχου κράτους, της Σπάρτης και
του αναδυόμενου ηγεμονικού κράτους, της Αθήνας. Ο Θουκυδίδης
μέσα από αυτή τη διαλεκτική σχέση προβλέπει ως “άριστος
εικαστείς”
ότι και στο μέλλον θα προκύψουν κυρίαρχες πόλεις- κράτη, όπως η
Αθήνα και η Σπάρτη και ο ηγεμονικός κύκλος της Θέσης- Αντίθεσης-
Σύνθεσης θα επαναληφθεί, ενδεχομένως σε διαφορετικά πλαίσια.
Αναλύοντας τον ηγεμονικό αυτό κύκλο ο Θουκυδίδης με τη μέθοδο
της Θέσης- Αντίθεσης- Σύνθεσης, θεωρεί ότι η δομή του συστήματος
είναι αποτέλεσμα της κατανομής της δύναμης μεταξύ των πόλεων που
είναι κυρίαρχες. Η ιεραρχία ορίζει και διατηρεί το σύστημα,
καθορίζει το κύρος των πόλεων, τη σφαίρα επιρροής τους και τις
πολιτικές τους σχέσεις. Η Σπάρτη είναι πρώτη στην ιεραρχία αυτή
και ακολουθεί η Αθήνα μέχρι τους περσικούς πολέμους. Η ιεραρχία
αυτή προσέφερε μία σχετική τάξη και ευστάθεια στο πολιτικό
σύστημα της αρχαίας Ελλάδος με αρχηγό τη Σπάρτη. Όμως δεν
επέτρεπε την ανάπτυξη μιας άλλης δύναμης, όπως για παράδειγμα
της Αθήνας. Οποιεσδήποτε μικρές αλλαγές μπορούν να συμβούν μέσα
στην ιεραρχία αυτή, χωρίς απαραίτητα να θίξουν την ευστάθεια του
συστήματος και τη θέση της κυρίαρχης πόλης. Η αυξανόμενη όμως
δύναμη της δεύτερης πιο ισχυρής πόλης του Ελληνικού πολιτικού
συστήματος, δηλαδή της Αθήνας, προκάλεσε τη σύγκρουση, γιατί
δημιούργησε Systemic change,
δηλαδή ανατροπή της ιεραρχίας του μέχρι τότε πολιτικού
συστήματος.
Έτσι η αύξηση της αθηναϊκής δύναμης, προκάλεσε φόβο και ανησυχία
στη Σπάρτη που έχανε την πρώτη θέση, γι’ αυτό και κατέστησε τον
πόλεμο αναγκαίο, δεδομένου ότι η ανερχόμενη δύναμη ήταν
διαφορετική, δηλαδή ήταν δημοκρατική και διανθισμένη με στοιχεία
ιωνικού πνεύματος. Όπως ήταν φυσικό υπονόμευε το
status quo της ολιγαρχικής και δωρικής
Σπάρτης, με συνέπεια να οδηγήσει σε ηγεμονικό πόλεμο τις δύο
πόλεις. Δεν γνωρίζουμε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα, αν η
ανερχόμενη δύναμη ήταν ολιγαρχική, για παράδειγμα η Κόρινθος και
ποια θα ήταν η στάση της Σπάρτης απέναντι σ’ αυτήν. Μπορούμε
ίσως να υποθέσουμε ότι η Σπάρτη θα επέλεγε και πάλι τον πόλεμο,
γιατί θα έχανε την πρωτοκαθεδρία και επομένως το ολιγαρχικό
κριτήριο δεν υπήρξε τόσο ισχυρό.
Οι αιτίες του μεγάλου- ηγεμονικού πολέμου στον Θουκυδίδη
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ένας μεγάλος πόλεμος, όπως και μία
ασθένεια ακολουθεί μία ευδιάκριτη και επαναλαμβανόμενη πορεία.
Στη γλώσσα της θεωρίας του πολιτικού παιχνιδιού σε έναν
ηγεμονικό πόλεμο, όπως ο Πελοποννησιακός, το πολιτικό σύστημα
γίνεται μία κατάσταση μηδενικού αθροίσματος, στην οποία το
κέρδος της μίας πλευράς (Σπάρτης) είναι αναγκαστικά η απώλεια
της άλλης
(Αθήνας). Ο Θουκυδίδης μπορεί να μην προσδιόρισε τις αιτίες του
Πελοποννησιακοί πολέμου με τη σύγχρονη- επιστημονική έννοια του
όρου, ωστόσο αναφέρθηκε στους παράγοντες εκείνους που μετέβαλλαν
την κατανομή της δύναμης στην αρχαία Ελλάδα και τους οποίους
διαχωρίζουμε σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη ομάδα παραγόντων
περιλαμβάνει στοιχεία δημογραφικά και γεωγραφικά, καθώς ο
Θουκυδίδης εξηγεί ότι η Αττική λόγω του άγονου εδάφους της,
δεν ήταν περιζήτητος τόπος διανομής, οπότε αναγκάστηκαν οι
Αθηναίοι να στραφούν στη θάλασσα
από τη δημογραφική πίεση και την οικονομική αναγκαιότητα και ως
εκ τούτου αναπτύχτηκε η Αθήνα στον τομέα του ναυτικού.
Η δεύτερη ομάδα επιρροών ήταν οικονομικές
και τεχνολογικές. Οι Αθηναίοι εφόσον ασχολήθηκαν με το ναυτικό,
επιδόθηκαν και στη ναυπηγική τέχνη, όπως και οι Κορίνθιοι,
σύμμαχοι των Σπαρτιατών, για τους οποίους ο Θουκυδίδης αναφέρει
ότι πρώτοι εναυπήγησαν πλοία στην Ελλάδα.
Η τεχνική καινοτομία στη ναυπηγική, η εισαγωγή οχυρωματικών
τεχνικών και η άνοδος της τεχνικής δύναμης, σε συνδυασμό με την
άνθηση του εμπορίου, έκαναν πιθανή τη συγκέντρωση στρατιωτικής
και οικονομικής δύναμης. Αυτό το νέο περιβάλλον των
στρατιωτικών, τεχνολογικών και οικονομικών αλλαγών ενίσχυσε την
ανάπτυξη της αθηναϊκής δύναμης και καθόρισε τη θέση της στο
διεθνές οικονομικό και πολιτικό σύστημα τη εποχής.
Ο τελικός παράγοντας που οδήγησε στο μεγάλο πόλεμο ήταν
πολιτικός, δηλαδή η άνοδος της Αθήνας μετά τους περσικούς
πολέμους και κυρίως μετά τις αποκλειστικές νίκες της Αθήνας στο
Μαραθώνα
και τη Σαλαμίνα.
Και ενώ η δεσπόζουσα ηγεμονία και αρχηγός των Ελλήνων Σπάρτη
αποσύρεται και υποχωρεί από το πολιτικό προσκήνιο, το ενδιαφέρον
της Αθήνας στρέφεται σε μία οικονομική και πολιτική ανάπτυξη
μέσω του εμπορίου και της θαλασσοκρατορίας.
Οι εμπορικοί και δημοκρατικοί Αθηναίοι προκάλεσαν έτσι ανησυχία
και φόβο στους ολιγαρχικούς και συντηρητικούς Σπαρτιάτες. Σ’
αυτόν τον ιδιαίτερα διπολικό κόσμο, μία σειρά διπλωματικών
ενεργειών που ξεκίνησαν από τα γεγονότα της Επιδάμνου
και κορυφώθηκαν με το ψήφισμα των Μεγάρων,
θα οδηγήσουν τις δύο κυρίαρχες συμμαχίες της Αθήνας και της
Σπάρτης σε πόλεμο. Επομένως ο συνδυασμός σημαντικών
περιβαλλοντικών και τεχνολογικών αλλαγών και οι συγκρουόμενες
οικονομικές και πολιτικές δομές των κοινωνιών της ιωνικής Αθήνας
και της δωρικής Σπάρτης προκάλεσαν τον πελοποννησιακό πόλεμο.
Παράλληλα πρέπει να συνεκτιμηθεί και η εξωτερική πολιτική που
ανέπτυξαν οι δύο κυρίαρχες πόλεις, σε στενή σχέση με τον τρόπο
διακυβέρνησης της καθεμιάς.
Το μοντέλο του ηγεμονικού πολέμου του Θουκυδίδη και οι
επιδράσεις του
Το μοντέλο του μεγάλου πολέμου του Θουκυδίδη υπήρξε πηγή
έμπνευσης για πολλούς επιστήμονες, ρεαλιστές, ιδεαλιστές και
μαρξιστές, καθώς και πολιτικούς
που θεώρησαν ότι κάποιες δικές τους πολιτικές στιγμές
αντανακλώνται στη σύγκρουση μεταξύ της δημοκρατικής Αθήνας και
της ολιγαρχικής Σπάρτης. Πολλοί επίσης έχουν ερμηνεύσει την
παγκόσμια ιστορία σαν την επαναλαμβανόμενη πάλη μεταξύ χερσαίων
και ναυτικών δυνάμεων και έχουν παρατηρήσει ότι σχεδόν κάθε 100
χρόνια λαμβάνει χώρα μεγάλος- ηγεμονικός πόλεμος, που τροποποιεί
τις παγκόσμιες σχέσεις. Η θεωρία του Μαρξ για
ενδοκαπιταλιστικούς πολέμους, μπορεί να θεωρηθεί ως υποκατηγορία
της θεωρίας του Θουκυδίδη. Η θεωρία της μετάβασης δύναμης του
Organski και η θεωρία των μακρών
κύκλων του Modelski είναι παραδείγματα
ανάπτυξης της θεωρίας του Θουκυδίδη, για τον ηγεμονικό πόλεμο,
σε διάφορες παραλλαγές, που αποδεικνύουν τις επιδράσεις που
δέχτηκαν από τον Θουκυδίδη
και τις ερμηνείες που έδωσαν, οι μελετητές.
Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τον όρο “μέγας”,
για να αποδώσει τη βαρύτητα ενός πολέμου που μεταμόρφωσε τη δομή
του πολιτικού συστήματος και των διαπολιτειακών σχέσεων των
κοινωνιών Αθήνας- Σπάρτης. Ο όρος “ηγεμονικός” ανήκει στον
Aron.
Στο μεγάλο ή ηγεμονικό πόλεμο, όπως ο Πελοποννησιακός διακρίνει
ο μελετητής την κλιμάκωση, τους σκοπούς και τα μέσα για την
επίτευξη των πολιτικών σκοπών. Ένας ηγεμονικός πόλεμος
περιλαμβάνει όλα τα μέλη του συστήματος και από αυτή την σκοπιά
είναι ένας παγκόσμιος πόλεμος για την εποχή του. Στον
πελοποννησιακό πόλεμο συμμετείχε ολόκληρη η Ελλάδα
για τον καθορισμό του πολιτικού και οικονομικού μέλλοντος του
ελλαδικού κόσμου. Σε ένα μεγάλο πόλεμο οι βασικοί στόχοι
διαφαίνονται και για παράδειρα πολιτικός στόχος της Αθήνας ήταν
η διατήρηση της κυριαρχίας της, ενώ για τη Σπάρτη ήταν η διάλυση
της αθηναϊκής δύναμης και η διατήρηση της δικής της ηγεμονίας
και αρχηγίας στον ελληνικό χώρο. Σε μία βαθύτερη όμως ανάλυση θα
λέγαμε ότι στο επίκεντρο της διαμάχης Αθήνας και Σπάρτης ήταν
και οι ιδεολογικές διεκδικήσεις και ζώνες πολιτικής επιρροής,
που αφορούσαν την οργάνωση των υπόλοιπων κοινωνιών - πόλεων. Η
δημοκρατική Αθήνα και η ολιγαρχική Σπάρτη επιδιώκουν να
διοργανώσουν άλλες κοινωνίες, με βάση τις δικές τους πολιτικές
αξίες και τα οικονομικά συστήματα. Η οικονομία της Σπάρτης ήταν
κυρίως αγροτική, ενώ της Αθήνας υπήρξε εμπορική.
Τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη των στόχων αυτών
ήταν απεριόριστα. Ο πόλεμος απελευθέρωσε δυνάμεις και πάθη, για
τα οποία η Αθήνα και η Σπάρτη ήταν ανενημέρωτες. Ο ίδιος ο
Θουκυδίδης αναφέρει ότι “ο πόλεμος εστί βίαιος διδάσκαλος”
γιατί εξομοιώνει τα πάθη των περισσοτέρων πολιτών. Δεν υπάρχουν
περιορισμοί στα μέσα των αντίπαλων δυνάμεων, αλλά ούτε και
ηθικές αναστολές. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα στην ισοπέδωση και
τον αποδεκατισμό της Μήλου,
στη σφαγή των Πλαταιέων και της Μυκαλησσού και στην καταστροφή
και σφαγή του αθηναϊκού στρατού, στο τέλος της σικελικής
εκστρατείας.
Σε τελική ανάλυση σε έναν μεγάλο-ηγεμονικό πόλεμο, όπως ο
Πελοποννησιακός, δεν παρουσιάζει τόσο ενδιαφέρον, ποια πολιτική
- διπλωματική πράξη έγινε αιτία, για να ξεκινήσει, όσο
ενδιαφέρει ότι αυτός ο πόλεμος σχετίζεται με ένα σημείο χρονικό
που άλλαξε τη ροή της ιστορίας, γιατί προετοίμασε αλλαγές
πολιτικές, οικονομικές, στρατιωτικές που θα διευκολύνουν την
επέκταση των Μακεδόνων στην αρχηγία της Ελλάδος. Και αν βέβαια
δεν είναι τόσο σίγουρο, ποια πολιτική πράξη ξεκίνησε τον πόλεμο
Αθήνας- Σπάρτης,
όμως είναι αναμφισβήτητο ότι τον πόλεμο ξεκίνησε η Σπάρτη με
τους συμμάχους της, με πρόταση του εφόρου Σθενελαϊδα.
Εκείνο που παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον είναι οι συνέπειες
αυτού του πολέμου και οι αλλαγές που έγιναν στο πολιτικό και
οικονομικό σύστημα της Ελλάδος και όχι τόσο οι νικητές και οι
νικημένοι. Οι Σπαρτιάτες επιχείρησαν έναν ηγεμονικό πόλεμο από
ανησυχία και φόβο
και τελικά κέρδισαν τον πόλεμο σε πολιτικό επίπεδο, με τη
βοήθεια των Περσών αφού επέβαλλαν ολιγαρχία και επεδίωξαν να
αναμορφώσουν την ηττημένη Αθήνα.
Αν και οι Αθηναίοι έχασαν τον πόλεμο, επειδή απέτυχαν να
προστατεύσουν τη συνετή στρατηγική του Περικλή,
ωστόσο ο βασικός πολιτικός στόχος αυτού του πολέμου δεν άλλαξε.
Ο πόλεμος για την ηγεμονία στην Ελλάδα προέκυψε από κοινωνική
οικονομική και τεχνολογική επανάσταση. Πόλεμοι άλλωστε
ηγεμονικοί, όπως ο Πελοποννησιακός δεν είναι απλά ανταγωνισμοί
μεταξύ ισχυρών πόλεων, αλλά διαχωριστικά σημειώνουν τη μετάβαση
από μία ιστορική εποχή στην επόμενη. Στην πολιτική επιστήμη αλλά
και τη φιλοσοφία μπορεί εύκολα να προβλέψει κανείς ποιος θα
αρχίσει έναν ηγεμονικό πόλεμο. Και ο Θουκυδίδης πιστεύει στη
πρόβλεψη και τη διορατικότητα τουλάχιστον ως χαρίσματα ενός
πολιτικού αρχηγού.
Όμως δεν μπορεί να προβλέψει κανείς, πότε θα ξεκινήσει ένας
ηγεμονικός πόλεμος και ποιες θα είναι οι συνέπειές του, αφού
νικητές και νικημένοι είναι το ίδιο χαμένοι. Άλλωστε καμιά
πολιτική θεωρία και φιλοσοφία δεν μπορεί να κάνει απόλυτες
προβλέψεις που μπορούν να ελεγχθούν και επομένως είναι πιθανό το
σφάλμα. Η θεωρία του μεγάλου ή ηγεμονικού πολέμου του Θουκυδίδη,
όπως και η θεωρία της φυσικής εξέλιξης και της γνωστικής
ψυχολογίας βοηθούν τον πολιτικό άνθρωπο να καταλάβει και να
εξηγήσει αυτό που συνέβη, γι’ αυτό και θεωρείται πολύτιμο
εννοιολογικό εργαλείο για την κατανόηση της δυναμικής της
παγκόσμιας πολιτικής.
Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο πόλεμος είναι
τέχνη εκτέλεσης προσχεδιασμένων κινήσεων και η νίκη είναι σε
μεγάλο βαθμό προϊόν της ισχύος και των ελιγμών των αντίπαλων
δυνάμεων. Επομένως, όπως ορίστηκε από τον Θουκυδίδη, είναι
κίνησις
με την ανώτερη ταχύτητα, δηλαδή έκρηξη υλικών, στρατιωτικών,
πολιτικών και ηθικών δυνάμεων και συνεπώς είναι προφανές ότι
προϋποθέτει την ύπαρξη εκ μέρους των μαχητών πολλών ιδιοτήτων.
Προπάντων όμως απαιτεί α) ισχυρή βούληση από τον ηγήτορα που να
σφυρηλατεί και τον ίδιο και τους οπλίτες του β) έντονη
ενεργητικότητα που συμβάλλει στη νίκη και γ) σταθερή τόλμη που
προωθεί τη διεξαγωγή μεγάλης ευρύτητας επιχειρήσεων.
Η τόλμη είναι για τον Θουκυδίδη απαραίτητο γνώρισμα ενός ικανού
στρατηλάτη, πρέπει όμως να βαίνει παράλληλα με την πρόβλεψη και
την τολμηρή, δημιουργική φαντασία, που υποβάλλει τα σχέδια της
νόμιμης χρησιμοποίησης των δύο παραγόντων, που αποτελούν την
ουσία της επιτυχίας: 1) της ισχύος και 2) της ταχύτητας. Η
πρόβλεψη και η τόλμη θεωρούνται συνεπώς αρετές της στρατιωτικής
μεγαλοφυΐας, γιατί αποτελούν μορφές της θελήσεως που κυοφορούν
και παράγουν τις μεγάλες στρατηγικές και τακτικές συλλήψεις σε
περιόδους μεγάλων πολέμων. Η πρόβλεψη εμπνέει και προετοιμάζει
τη δράση, αλλά η τόλμη είναι εκείνη που σε μεγάλους πολέμους,
ενδέχεται σε μεγάλο βαθμό να οδηγήσει στη νίκη.