Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
(αντίστοιχο κεφάλαιο από το έργο του
P.
Merlan
«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΕΩΣ ΤΟΝ ΠΛΩΤΙΝΟ»)
Α. Η Περιπατητική Σχολή από τον Θεόφραστο έως τον Ανδρόνικο και
τον Βόηθο
Η
εξέλιξη του Περιπάτου μέχρι την εποχή του Στράτωνος εμφανίζει
δυο κυρίες όψεις. Πρώτα, ο φιλοσοφικο-θεωρητικός
προσανατολισμός παραμερίζεται σε μεγάλο βαθμό από το ενδιαφέρον
για κάθε είδος ειδικής και εμπειρικής γνώσης, και αυτή η γνώση
δεν χρησιμεύει ως βάση για κάτι υψηλότερο, αλλά αποτελεί
αυτοσκοπό. Δεύτερον, στον βαθμό που διατηρείται κάποιο
φιλοσοφικό ενδιαφέρον, αυτό, διοχετεύεται σε μη θεολογικά,
φυσικά, μέχρι και υλιστικά δόγματα.1 Για μας, μόνο η
δεύτερη όψη έχει σημασία, μιας και ο Πλωτίνος ελάχιστα
ενδιαφερόταν για τις εμπειρικές επιστήμες.
Ο Κλέαρχος φαίνεται ότι ακόμη αρνείται να ακολουθήσει την
απόρριψη του ουσιαστικού χαρακτήρα της ψυχής από τον
Αριστοτέλη, και τον παρουσιάζει σε έναν διάλογο σαν να πείθεται
με ένα πείραμα τηλεπάθειας, όπως θα το αποκαλούσαμε σήμερα, ότι
η ψυχή μπορεί να βγει από το σώμα και να επιστρέψει σ’ αυτό.2
Επομένως εκπροσωπούσε τον αρχικό Πλατωνισμό του
Αριστοτέλους.
Όσο για τον Θεόφραστο, το αποκαλούμενο μεταφυσικό του απόσπασμα3
αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι διατήρησε τα θεωρητικά και θεολογικά
ενδιαφέροντα του Αριστοτέλους. Ειδικότερα, δεν υπάρχει καμία
ένδειξη ότι θεώρησε ποτέ ότι η πρώτη φιλοσοφία είναι κάτι άλλο
από θεολογία. Το όλο απόσπασμα είναι, από τη δική μας οπτική
γωνία, αξιοσημείωτο για τρεις λόγους. Πρώτα δείχνει σε ποια
έκταση ο Θεόφραστος συνέδεσε τα Μετά τα Φυσικά του Αριστοτέλους
με προβλήματα του συστήματος των Δυο Αντιθέτων Αρχών, όπου
περιλαμβάνονται η προέλευση των πάντων από αυτές τις αρχές, και
η σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις αρχές και στο κακό.4
Δεύτερον, δείχνει σε ποιον βαθμό ο Θεόφραστος παίρνει ως
δεδομένο ότι βασικά η όλη πραγματικότητα διαιρείται στις
σφαίρες του νοητού και του αισθητού, όπου η πρώτη περιλαμβάνει ή
αποτελείται από μαθηματικές οντότητες.5 Τρίτον,
δείχνει σε ποιον βαθμό ο Θεόφραστος παίρνει ως δεδομένο ότι η
γνώση των πρώτων αρχών πρέπει να είναι ιδιότυπη, δηλαδή μη
λογική, που μπορεί καλύτερα να περιγράφει σαν κάποιου είδους
άγγιγμα, έτσι ώστε μπορεί κανείς να αγνοεί τις αρχές αυτές αλλά
όχι να έχει κάνει λάθος σχετικά μ’ αυτές. Είναι γνωστό ότι αυτό
είναι το δόγμα του Αριστοτέλη.'1 Είναι ίσως ένα από
τα πιο προβληματικά στοιχεία του συστήματος του, γιατί φαίνεται
να αποδίδει ένα πολΰ ιδιαίτερο είδος γνώσης στις ανώτατες
αρχές, που μπορούμε την ίδια ώρα να τις ονομάσουμε θείες. Χωρίς
αμφιβολία, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πλωτίνος όταν περιέγραφε
την εκστατική ένωση με το Ένα, χρησιμοποίησε ακριβώς τους ίδιους
όρους,7 τους οποίους βρίσκουμε στον Θεόφραστο και
στον Αριστοτέλη. Σε γενικές γραμμές, μπορεί κανείς να πει ότι
το απόσπασμα αυτό είναι ένα κράμα Αριστοτελισμού με Πλατωνισμό.
Μαζί με τον Αριστοτέλη, ο Θεόφραστος προσπαθεί να υποβαθμίσει
τη σημασία των μαθηματικών οντοτήτων. Σ’ ένα εδάφιο όμως,
εξετάζει τη δυνατότητα αντικατάστασης μίας υπερβατικής θεότητας
με τη Φύση - με άλλα λόγια μας προετοιμάζει για τη στωική
αντίληψη της ενύπαρξης ή για τη φυσιοκρατία του Στράτωνος.8
Αλλά στο κάτω-κάτω, ακόμη και ο ίδιος ο Αριστοτέλης μιλά μερικές
φορές για τη Φύση σαν να την ταυτίζει με τον Θεό.9
Έχουμε πει ότι ο Θεόφραστος εξέφρασε πολλές αμφιβολίες σχετικά
με την ουράνια θεολογία του Αριστοτέλους (π.χ. για την παραδοχή
ύπαρξης πολλών ακινήτων κινητηρίων δυνάμεων, 4:7). Προφανώς ο
Πλωτίνος τις ενστερνίστηκε για την κριτική που άσκησε ο ίδιος
στον Αριστοτέλη10...